Βικιθήκη
elwikisource
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%9A%CF%8D%CF%81%CE%B9%CE%B1_%CE%A3%CE%B5%CE%BB%CE%AF%CE%B4%CE%B1
MediaWiki 1.39.0-wmf.21
first-letter
Μέσο
Ειδικό
Συζήτηση
Χρήστης
Συζήτηση χρήστη
Βικιθήκη
Συζήτηση Βικιθήκη
Αρχείο
Συζήτηση αρχείου
MediaWiki
Συζήτηση MediaWiki
Πρότυπο
Συζήτηση προτύπου
Βοήθεια
Συζήτηση βοήθειας
Κατηγορία
Συζήτηση κατηγορίας
Σελίδα
Συζήτηση σελίδας
Μεταγραφή
Συζήτηση μεταγραφής
Συγγραφέας
Συζήτηση συγγραφέα
Πύλη
Συζήτηση πύλης
TimedText
TimedText talk
Module
Module talk
Gadget
Gadget talk
Gadget definition
Gadget definition talk
Φθινόπωρο (Χατζόπουλος)
0
7484
148263
60081
2022-07-21T15:48:32Z
Chalk19
8498
wikitext
text/x-wiki
{{Τίτλος|Φθινόπωρο|διήγημα, 1917|[[Κωσταντίνος Χατζόπουλος]]<br>(1868 - 1920)}}
__NOTOC__
<div id="toc" style="text-align:center;">
[[#I|I]] -
[[#II|II]] -
[[#III|III]] -
[[#IV|IV]] -
[[#V|V]] -
[[#VI|VI]] -
[[#VII|VII]] -
[[#VIII|VIII]] -
[[#IX|IX]] -
[[#X|X]] -
[[#XI|XI]] -
[[#XII|XII]] -
[[#XIII|XIII]] -
[[#XIV|XIV]] -
[[#XV|XV]] -
[[#XVI|XVI]] -
[[#XVII|XVII]] -
[[#XVIII|XVIII]] -
[[#XIX|XIX]] -
[[#XX|XX]] -
[[#XXI|XXI]] -
[[#XXII|XXII]] -
[[#XXIII|XXIII]] -
[[#XXIV|XXIV]] -
[[#XXV|XXV]] -
[[#XXVI|XXVI]] -
[[#XXVII|XXVII]] -
[[#XXVIII|XXVIII]] -
[[#XXIX|XXIX]] -
[[#XXX|XXX]]
</div>
==I==
Η γιαγιά ήταν ορθή στη σκάλα όταν χτύπησε το κουδούνι της αυλόπορτας.
- Είναι η κυρία Κατίγκω, είπε μέσα η υπηρέτρια.
Η κυρία Αγλαΐα, που ήταν ξαπλωμένη στον καναπέ, έκαμε κίνημα και ψιθύρισε:
- Έλα, τελείωνε γρήγορα.
Η υπηρέτρια γύρισε και την κοίταξε: ξαπλωμένη πάντα έβλεπε προς το παράθυρο.
- Ήρθε η Ευανθία; ακούστηκε από κάτω η φωνή της κυρίας Κατίγκως.
- Έλα απάνω, είπε η γιαγιά.
- Έλα απάνω, φώναξε κι ο παπαγάλος που λιαζόταν στο μπαλκόνι.
Η κυρία Κατίγκω προχώρησε ένα βήμα και ξαναρώτησε:
- Ήρθε αλήθεια;
Στο παράθυρο παρουσιάστηκε η λευκή όψη του παππού σαν προσωπίδα κρεμασμένη πίσω από το τζάμι με τα μάτια ασάλευτα.
Η κυρία Κατίγκω που είχε κάμει άλλο ένα βήμα προς τη σκάλα, σταμάτησε και γύρισε γοργά το πρόσωπο.
- Έλα απάνω, ξαναμίλησε η γιαγιά.
Η κυρία Κατίγκω ξαναπροχώρησε· η όψη του παππού παρουσιάστηκε στο άλλο παράθυρο. Η κυρία Κατίγκω έπιασε το κλαδί μιας ροδοδάφνης που ήταν εμπρός στη σκάλα· όπως το έπιασε το μάδησε.
Μέσα η κυρία Αγλαΐα άκουσε τις παντούφλες της γιαγιάς που σύρθηκαν.
- Ποιος είναι μέσα; ρώτησε η κυρία Κατίγκω. Η γιαγιά είχε κατεβεί τη μισή σκάλα.
- Ποιος είναι μέσα; είπε σιγότερα η κυρία Κατίγκω και κοκκίνισε. Είχε ανεβεί κι αυτή δυο σκαλοπάτια.
- Τι στέκεσαι; είπε η γιαγιά.
Η κυρία Κατίγκω ξανακοκκίνισε. Τα μάτια του παππού σα να τρυπούσαν πίσω της το τζάμι.
Πήδησε τα σκαλιά, έδωσε το χέρι της γιαγιάς και ανέβηκαν μαζί τη σκάλα.
Η υπηρέτρια έτρεξε στην πόρτα.
- Μέσα η κυρία ησύχασε, είπε φωναχτά.
Η κυρία Κατίγκω γύρισε στη γιαγιά. Η γιαγιά δεν της άφησε το χέρι.
- Έλα, έλα, είπε και την έσυρε κοντά της μέσα.
***
Πέρασαν στην τραπεζαρία. Η Ευανθία έτρεξε στην πόρτα, και η κυρία Κατίγκω την άρπαξε στην αγκαλιά:
- Να σε χαρώ!
- Δες την πως έγινε, είπε η γιαγιά.
Η κυρία Κατίγκω έκλαιε.
Η Μαρίκα κοίταξε το Στέφανο.
- Η μητέρα σου, είπε σιγά κι άφησε το κέντημά της στο κάθισμα. Έπειτα σηκώθηκε και ήρθε κ’ έδωσε το χέρι στην κυρία Κατίγκω:
- Μαμά, καλημέρα.
Η κυρία Κατίγκω τη φίλησε.
Ο Στέφανος δεν κινήθηκε από το παράθυρο, όπου ήταν καθισμένος.
- Πώς έγινε! ξαναείπε η γιαγιά.
Ο Στέφανος της ένεψε:
- Έλα γιαγιά. Κ’ έδειξε ένα κάθισμα κοντά του.
Η κυρία Κατίγκω ξαναγκάλιασε την Ευανθία.
- Χρυσή μου!
Η Ευανθία έσκυψε στο στήθος της.
- Με θυμόσουνα ποτέ;… Έτσι σας έσφιγγα --- Και η κυρία Κατίγκω χάδευε τα μαλλιά της Ευανθίας κ’ εξακολούθησε να κλαίει:
- Τις δυο. Και δείχνοντας το Στέφανο:
- Και κείνος κοίταζε.
- Μητέρα, έλα τώρα, ένεψε με το χέρι ο Στέφανος· μα η γιαγιά ήρθε κοντά του.
- Άσ’ την , του ψιθύρισε.
Η Ευανθία σήκωσε το κεφάλι, και η ματιά της απαντήθηκε με τη ματιά του Στέφανου. Η Μαρίκα ήρθε και κάθισε κοντά του και ξαναέπιασε το κέντημα.
Ένα φύσημα φούσκωσε την κουρτίνα στο παράθυρο. Η Μαρίκα έβηξε ελαφρά.
- Να κλείσω; ρώτησε ο Στέφανος.
- Όχι, ένεψε η Μαρίκα.
Η γιαγιά έκαμε να έρθει κοντά της.
- Μα γιαγιά! τη σταμάτησε η Μαρίκα, και η γιαγιά τέντωσε το αφτί· πάλι με τις παντούφλες! δε μου το έταξες;
- Καλά, καλά, ψιθύρισε η γιαγιά.
Η Ευανθία ξανακοίταξε, κι ο Στέφανος γύρισε προς το παράθυρο.
- Έλα γιαγιά, είπε έπειτα· μα η γιαγιά πήγε στην Ευανθία.
Έξω, εμπρός στο παράθυρο μια λεύκα σιγοκινούσε τα φύλλα της κοκκινισμένα. Τα πεύκα πλάι ίσκιωναν την αυλή βαριά. Η βρύση τριγυρισμένη από κισσό, έσταζε αργά στην πέτρινη λεκάνη, όπου βουτούσανε δυο πάπιες.
Ο Στέφανος έσκυψε κ’ έριξε κάτω μια ματιά. Έπειτα κοίταξε πάλι τον ουρανό, όπου ο ήλιος πολεμούσε ν’ ανοίξει δρόμο μέσα σε σύννεφα σταχτιά, που ξέκοβαν και σκόρπιζαν κουρελιασμένα από την κορυφή του αντικρινού ορθόβραχου βουνού.
Καθώς ο Στέφανος ακούμπησε το χέρι στο τζαμόφυλλο και τι κίνησε, ο ήλιος χτύπησε στο τζάμι· η αντιφεγγιά έπεσε στην όψη της Μαρίκας κ’ έπαιξε και απλώθηκε στο πάτωμα.
Η Μαρίκα έκλεισε τα μάτια.
- Στέφανε! φώναξε η κυρία Κατίγκω.
- Γείρε το, ψιθύρισε η Μαρίκα.
Καθώς έστρεψε πάλι ο Στέφανος, το τζάμι ξανακινήθηκε και ο Στέφανος μόλις πρόφτασε να δη που έσβηνε η αντηλιά στα πόδια της Ευανθίας.
- Τι; ρώτησε.
- Το τζάμι.
Ο Στέφανος έκαμε να το κλείσει.
- Ξεχασμένος είσαι, είπε η Μαρίκα· τι έβλεπες;
Ο Στέφανος δεν της απάντησε· την κοίταξε σα να μην είχε ακούσει.
Η Ευανθία και η κυρία Κατίγκω απέναντι μιλούσαν τώρα και γελούσαν. Η Μαρίκα κεντούσε σιωπηλή.
- Στέφανε! γύρισε έξαφνα η κυρία Κατίγκω.
Ο Στέφανος την κοίταξε.
-Πως θα χαρεί ο πατέρας σου!
- Ναι, κι ο παππούς πως χάρηκε! είπε η γιαγιά.
Η κυρία Κατίγκω τινάχτηκε ελαφρά. Η Μαρίκα την κοίταξε.
- Ναι, χάρηκε, είπε ξανά η γιαγιά.
Η Μαρίκα έσκυψε πάλι στο κέντημα, και η κυρία Κατίγκω ξαναέπιασε το χέρι της Ευανθίας:
- Δεν την ξαναφήνομε να φύγει, ε νονά;
- Ναι, έκαμε να πει η γιαγιά, μα η Μαρίκα έβηξε και η κυρία Κατίγκω γύρισε κείθε:
- Στέφανε, κλείσε! φώναξε.
- Μα δε φυσά, μαμά, είπε η Μαρίκα.
- Σήκω απ’ αυτού, της φώναξε η γιαγιά.
- Έλα κάθισε δω, είπε η κυρία Κατίγκω.
Η Ευανθία τραβήχτηκε να κάμει θέση στον καναπέ, η Μαρίκα όμως κάθισε στο σκαμνάκι που ήταν εμπρός στα πόδια της κυρίας Κατίγκως. Κάθισε κ’ έσκυψε πάλι στο κέντημα.
Και σώπασαν.
- Τι κεντάς; τη ρώτησε έπειτα η κυρία Κατίγκω.
- Μια μάρκα.
Η κυρία Κατίγκω έσκυψε να δη.
- Ωραία είναι, είπε· αλλά όπως σήκωσε πάλι τα μάτια, φώναξε έξαφνα:
- Μα Στέφανε!
Ο Στέφανος γύρισε· η γιαγιά που είχε σηκωθεί σταμάτησε στην πόρτα.
- Καπνίζεις---; Κλείσε! ξαναφώναξε η κυρία Κατίγκω.
Ο Στέφανος την κοίταξε άλλη μια στιγμή· έπειτα πέταξε το τσιγάρο κ’ έκλεισε το τζάμι.
Η Μαρίκα σήκωσε τα μάτια από το κέντημα.
- Φυσά λιγάκι, ο καιρός κρύωσε, είπε η Ευανθία.
- Θα είχατε αέρα στο βαπόρι, είπε η κυρία Κατίγκω.
Μα η Ευανθία, που είχε στρέψει προς το παράθυρο, είδε πως ο Στέφανος είχε τα μάτια απάνω της· και μια στιγμή δεν απάντησε.
- Τι, θεία Κατίγκω; είπε ύστερα.
Η Μαρίκα την κοίταξε:
- Ρώτησε αν είχατε αέρα στο βαπόρι.
- Όχι πολύ, είπε η Ευανθία και σώπασε.
Η γιαγιά που είχε βγει ήρθε πάλι.
- Μαρίκα, μίλησε.
Η Μαρίκα κοίταξε.
- Σε θέλει μέσα, της ψιθύρισε η γιαγιά.
- Η γιαγιά δεν ησυχάζει, είπε η Ευανθία.
- Τι; τέντωσε τ’ αφτί η γιαγιά.
- Σήμερα μαγείρεψες μονάχη, είπε δυνατότερα η Ευανθία.
- Ναι, μαγείρεψα, είπε η γιαγιά κ’ έμεινε κοιτάζοντας την πόρτα που η Μαρίκα έφυγε –
- Ήσουν μέσα; ρώτησε η κυρία Αγλαΐα ξαπλωμένη πάντα στον καναπέ.
Η Μαρίκα στάθηκε ορθή μπροστά της.
- Ναι, απάντησε.
Η κυρία Αγλαΐα την κοίταξε. Είδε σουφρωμένα τα φρύδια της και πρόσεξε πως στα μάγουλά της πάλευαν να σβήσουν τα ελαφρά κοκκινωπά τους στίγματα. Την κοίταξε μια στιγμή κ’ έπειτα:
- Ποιος άλλος είναι; ρώτησε.
- Ο Στέφανος, απάντησε η Μαρίκα.
- Άλλος, ρωτώ.
Η Μαρίκα σήκωσε τα μάτια.
- Το ξέρεις, είπε.
- Ναι, όμως πρόσεξε μη μου τη φέρουν μέσα.
Η Μαρίκα την ξανακοίταξε. Έπειτα αφού κοίταξε κάτω άλλη μια στιγμή, έκαμε ένα βήμα προς τον καναπέ, σαν αρπαγμένη από έξαφνο αίσθημα.
- Γιατί όλα αυτά, μαμά; γιατί; δοκίμασε να πει, ένα όμως νεύμα της κυρίας Αγλαΐας τη σταμάτησε.
Έμεινε ορθή και κοίταζε.
Και η κυρία Αγλαΐα χωρίς να κινηθεί:
- Πήγαινε και πρόσεξε μη μου τη φέρουν· αυτό σε ήθελα, ψιθύρισε και γύρισε τα μάτια αλλού.
***
Η Μαρίκα ήρθε πάλι στην τραπεζαρία.
Η κυρία Κατίγκω και η γιαγιά σκυφτές, μιλούσαν ψιθυριστά χείλη με χείλη. Ο Στέφανος είχε ξαπλωθεί στην πολυθρόνα και κάπνιζε, η Ευανθία στεκόταν κοντά στο ξανανοιγμένο παράθυρο. Μια αντηλιά έπαιζε τριγύρω στα μαλλιά της.
Η Μαρίκα σταμάτησε στην πόρτα. Χωρίς να θέλει γύρισε και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη της κονσόλας. Τα κόκκινα στίγματα είχαν απλωθεί από τα μήλα σ’ όλο το μάγουλο· στα άχρωμα χείλη της είδε λευκότερα σημάδια, σα να τα δάγκασε.
Ο Στέφανος φύσηξε τον καπνό προς το παράθυρο έξω. Η Ευανθία τον κοίταξε. Πίσω της σάλευε τα φύλλα η λεύκα, στον ουρανό άπλωναν τα σύννεφα σα μαδημένα.
Ο στέφανος ξανακάπνισε, η Ευανθία τον πλησίασε και είπε:
- Και συ κοίταζες.
Ο Στέφανος δε μίλησε. Ξαναφύσηξε τον καπνό, κι ο καπνός σκόρπισε ωχρογάλανος γύρω στο πρόσωπο της Ευανθίας· έπειτα χρωματίστηκε μενεξεδένιος κ’ έσβησε σταχτοκίτρινος, πρασινωπός.
Η Μαρίκα έκαμε να ξανακαθίσει στο σκαμνάκι.
- Ναι, ναι, νονά, είπε η κυρία Κατίγκω, σα να έκλεινε την ομιλία.
Η γιαγιά είδε τη Μαρίκα.
- Τι ήθελε; τη ρώτησε.
- Τίποτε, είπε η Μαρίκα.
Η κυρία Κατίγκω την κοίταξε χωρίς να θέλει.
- Μα, γιαγιά, πήγαινε ντύσου· θα έρθει έξαφνα κανένας, είπε σιγά η Μαρίκα.
- Μαρίκα! φώναξε την ίδια ώρα η Ευανθία από το παράθυρο.
Η Μαρίκα πήγε.
- Για δες· δεν έχει αλλάξει κάτι εδώ;
- Το σπίτι εκεί· χτίστηκε τώρα, είπε η Μαρίκα.
- Α, ναι, φαινόταν ο γιαλός.
- Και η εκκλησίτσα.
- Με τα δυο πευκάκια.
- Και τα κυπαρίσσια, είπε η Μαρίκα.
Η Ευανθία σώπασε. Και η Μαρίκα, ενώ ο Στέφανος την κοίταζε:
- Θα πάμε να την ανοίξομε. Ε, δε θα την ανοίξομε, γιαγιά;
- Τι; ρώτησε η γιαγιά.
- Την εκκλησίτσα.
Μα η Μάρθα στάθηκε μπρος στο παράθυρο, και η κυρία Κατίγκω φώναξε:
- Μα, Στέφανε!
Η γιαγιά άπλωσε τα χέρια. Ο Στέφανος σηκώθηκε, η Μαρίκα όμως τον κράτησε.
Και η Ευανθία, τραβώντας τη κοντά της:
- Μαρίκα, φώναξε, θυμάσαι τη γριά με τις κατσίκες;
Η Μαρίκα δε μίλησε. Ο Στέφανος έκλεισε πίσω το παράθυρο.
- Και το βράχο στο ακρογιάλι;
- Που ανέβαινες και φώναζες, είπε η Μαρίκα.
- Και βούιζε η θάλασσα.
- Η σπηλιά βούιζε.
- Ναι, η σπηλιά.
- Και τη φοβόσουν.
- Τη γριά φοβόμουνα με τις κατσίκες, είπε η Ευανθία, και ο Στέφανος που ήρθε κοντά, ψιθύρισε:
- Που δε σαλεύαν.
- Ναι, δε σαλεύανε και τους πετούσα πέτρες για να σαλέψουν· και τότε έβγαινε η γριά και μου έδειχνε τα γούλια της με το μακρύ δόντι που έφτανε ως κάτω απ’ το πηγούνι. Μια μέρα με κυνήγησε, κ’ έτρεξα σπίτι --
- Ξυπόλυτη; είπε η Μαρίκα.
- Ναι, κ’ η μαμά σου μ’ έδειρε.
Η Μαρίκα σα να κοκκίνισε, και η Ευανθία καθώς την κοίταζε η γιαγιά, φώναξε:
- Γιαγιά, θυμάσαι;
- Τι; ρώτησε η γιαγιά.
- Που μ’ έδειρες.
- Τρελή, είπε η γιαγιά, και η Ευανθία γυρνώντας στην κυρία Κατίγκω:
- Θεία Κατίγκω!
Η κυρία Κατίγκω είχε ξεχαστεί.
- Θεία Κατίγκω, ξαναφώναξε η Ευανθία, θυμάσαι που μ’ έδερνε η γιαγιά;
- Τρελή, ψιθύρισε πάλι η γιαγιά κ’ έκαμε να τη χαδέψει καθώς ήρθε και στάθηκε μπροστά της.
- Πώς της πηγαίνουνε τα πράσινα! είπε η κυρία Κατίγκω σιγά στο Στέφανο, που είχε έρθει και κάθισε στο πλάι της.
- Ναι, της πηγαίνουν, είπε η Μαρίκα που στεκόταν από πίσω ορθή· και κοίταξε το Στέφανο.
Μα όταν ο Στέφανος πήγε κοντά της και την είδε πως ήταν ανήσυχη:
- Με κάνει νευρική, του είπε καθώς της έπιασε το χέρι.
- Ποιος; ρώτησε ο Στέφανος.
- Η γιαγιά.
Ο Στέφανος την κοίταξε.
- Που κάθεται με τις παντούφλες, είπε ξανά η Μαρίκα.
Ο Στέφανος την έπιασε από τη μέση και βημάτισαν μαζί στην κάμαρα.
Η Ευανθία στεκόταν στο παράθυρο με τη γιαγιά· ο Στέφανος είδε πως η κυρία Κατίγκω την κοίταζε σαν ξεχασμένη.
- Στενοχωρήθηκες· θες να καπνίσεις; του είπε η Μαρίκα που πρόσεξε πως είχε ξεχαστεί κι αυτός.
- Όχι, απάντησε ο Στέφανος και της ξαναέπιασε τη μέση.
Περπάτησαν πάλι, όμως δίχως να μιλήσουν. Εκεί είδαν την Ευανθία που πήγε πάλι στην κυρία Κατίγκω, και ο Στέφανος πρόσεξε πως τον κοίταζαν και οι δυο, η κυρία Κατίγκω σα λησμονημένη πάντα.
Έπειτα άκουσαν πως κάτι ψιθύρισε η γιαγιά· και γύρισαν.
- Ναι, ναι, είπε η γιαγιά, σα να μιλούσε μόνη της· και στάθηκαν και την κοίταζαν.
Μα η Ευανθία πετάχτηκε έξαφνα κ’ έπιασε από τη μέση τη γιαγιά:
- Να σε χορέψω;
- Τρελή! είπε και την έσπρωξε η γιαγιά, και η Ευανθία στάθηκε κ’ έβλεπε γελώντας τη Μαρίκα.
Η Μαρίκα κοίταξε το Στέφανο, μα ο Στέφανος σα να μην πρόσεχε. ΄Επειτα στρέφοντας προς τη γιαγιά:
- Αλλά, γιαγιά, έκαμε να πει, μα ο Στέφανος την τράβηξε προς το παράθυρο.
Στάθηκαν και κοιτάζαν έξω.
Η Ευανθία πήρε τη γιαγιά και κάθισαν στο πλάι της κυρίας Κατίγκως, η Ευανθία στο σκαμνάκι εμπρός στα πόδια της.
Ο Στέφανος και η Μαρίκα γυρίζοντας την είδαν που έπιασε το χέρι της:
- Θεία Κατίγκω!
Η κυρία Κατίγκω την κοίταξε, σα να ξυπνούσε, και η Ευανθία ξαναφώναξε:
- Θεία Κατίγκω!
- Τι παιδί μου;
- Τραγούδησέ μας.
- Μα Ευανθία, είπε η Μαρίκα από αντικρύ, όμως η Ευανθία ξαναπαρακάλεσε:
- Θεία Κατίγκω! Κ’ ενώ η κυρία Κατίγκω την έβλεπε σα να μην ένιωθε, η Ευανθία ψιθύρισε:
- Στη φυσαρμόνικα, ένα τραγούδι.
- Μα Ευανθία, είπε πάλι η Μαρίκα· η Ευανθία όμως έφερε τη φυσαρμόνικα και παρακάλεσε ξανά;
- Θεία Κατίγκω!
- Όχι χρυσή μου, δεν μπορώ, δοκίμασε να πη η κυρία Κατίγκω, μα η Ευανθία ξαναπαρακάλεσε:
- Θεία Κατίγκω!
Και η γιαγιά που έβλεπε την Ευανθία, είπε κι αυτή:
- Έλα Κατίγκω.
Η Μαρίκα κοίταξε τη γιαγιά κ’ έπειτα το Στέφανο. Αλλά και ο Στέφανος ψιθύρισε:
- Έλα, μητέρα.
Η Μαρίκα έκαμε κίνημα,. αλλά η κυρία Κατίγκω είχε πάρει τη φυσαρμόνικα.
- Δεν μπορώ, ξαναείπε σιγαλά. Ανέβασε όμως το βέλο της πιο απάνω και φάνηκε αποκάτω μελαψό, αφτιασίδωτο το μέτωπο.
Η Μαρίκα γύρισε τα μάτια αλλού, ενώ η κυρία Κατίγκω έφερνε τα δάχτυλα στα κόκκαλα της φυσαρμόνικας. Τα κίνησε σ’ αυτά, σα να δοκίμαζε. Αλλά σταμάτησε μεμιάς· σταμάτησε και κοίταζε μπροστά της.
- Σα φύλλο, της είπε η Ευανθία σιγά, καθώς σταμάτησε. Μα η κυρία Κατίγκω την κοίταξε μονάχα, σα να μην άκουσε. Έπειτα έριξε τα μάτια της πάλι μπροστά, ίσια στο Στέφανο, και βλέποντας χαμένα εκεί έπαιξε και τραγούδησε:
Τα μάτια σου κλαίνε,
Λενίτσα Λενιώ….
τα χέρια σου καίνε,
το χείλι σου αχνό.
Ο Στέφανος έκαμε κίνημα, αλλά η κυρία Κατίγκω εξακολούθησε:
Σου γύρευα: μείνε!
δεν είχες μιλιά,
αχ άσπρε μου κρίνε,
μακριά ήσουνα πια.
Η φωνή της κυρίας Κατίγκως έτρεμε· τα μάτια της γέμισαν δάκρυα.
Ο Στέφανος της άρπαξε τη φυσαρμόνικα.
Η Μαρίκα είχε γυρίσει και κοίταζε την Ευανθία, η κυρία Κατίγκω σκέπασε τα μάτια με τα χέρια.
- Κατίγκω! Κατίγκω! είπε η γιαγιά.
- Το ξέρατε, ψιθύρισε η Μαρίκα.
Η γιαγιά της έριξε μια άφωνη ματιά.
- Αχ ναι, είπε σιγά έπειτα κ’ έφυγε συρτά….
Έξω πύκνωσαν και χαμήλωσαν τα σύννεφα και η κάμαρα σκοτείνιασε.
- Θα βρέξει, είπε η Ευανθία ορθή εμπρός στο παράθυρο.
Η Μαρίκα την κοίταξε.
Από κάτω ακούστηκαν οι πάπιες που χτυπούσαν τα φτερά τους, και η Ευανθία έσκυψε στο τζάμι.
Η κυρία Κατίγκω κατέβασε πάλι το βέλο της.
- Στέφανε, θα μείνεις; είπε και σηκώθηκε.
- Να έρθω μαζί; ρώτησε ο Στέφανος.
Η Μαρίκα γύρισε και τον κοίταξε.
- Όχι, είπε η κυρία Κατίγκω.
- Θεία Κατίγκω, φεύγεις κιόλα; φώναξε η Ευανθία που γύρισε από το παράθυρο και την είδε που έσιαζε στον καθρέφτη το καπέλο της.
- Μαμά, μείνε λιγάκι, είπε και η Μαρίκα.
- Πρέπει να πάω, απάντησε η κυρία Κατίγκω· θα έρθω άλλη μέρα, γύρισε στην Ευανθία που την πλησίασε.
- Αν δεν έρθεις πριν εσύ, είπε σιγαλότερα και ακούμπησε το χέρι απάνω της.
Η Ευανθία την κοίταξε.
- Περιμένεις μια στιγμή; τη ρώτησε γοργά και πήδησε στην πόρτα.
Η κυρία Κατίγκω έκαμε να στρέψει πάλι μέσα, μα καθώς έστρεψε, κινήθηκε στο πλάι η άλλη πόρτα και μέσα από το άνοιγμα είδε δυο μάτια καρφωμένα απάνω της. Μια στιγμή σα να καρφώθηκε κι αυτή στη θέση της. Μα αμέσως, χωρίς να το αισθανθεί:
- Στέφανε! έβγαλε φωνή.
- Πάμε! του ξαναφώναξε, όπως έστρεψε ο Στέφανος και κοίταξε.
- Αλλά… δεν είπες; θέλησε να ψιθυρίσει ο Στέφανος.
- Όχι, όχι, πάμε, ένεψε γοργά η κυρία Κατίγκω κ’ έφυγε.
Καθώς περνούσε στο διάδρομο, η πόρτα της κυρίας Αγλαΐας έκλεισε δυνατά μπροστά της, σαν επίτηδες. Και η υπηρέτρια ορθή έξω από την πόρτα εκεί, την κοίταζε…
Η Μαρίκα συνόδεψε το Στέφανο στο διάδρομο.
Η Ευανθία ήρθε τρεχάτη μ’ ένα δεματάκι.
- Έφυγαν; είπε ρίχνοντας ματιά στην άδεια κάμαρα.
Η Μαρίκα την κοίταξε μονάχα· και στρέφοντας και πάλι μέσα είδε στην άλλη πόρτα την όψη του παππού σα σφηνωμένη μέσα στο άνοιγμα. Κ’ έμεινε και την κοίταζε.
***
Η κυρία Κατίγκω περίμενε το Στέφανο έξω στο δρόμο.
- Μα, μητέρα, τι έπαθες; ρώτησε ο Στέφανος.
- Τίποτε, είπε βιαστικά η κυρία Κατίγκω.
- Τίποτε, πάμε, ξαναείπε και του έπιασε το χέρι.
Άρχισαν να πέφτουν χοντρές σταλαματιές, και τάχυναν το βήμα. Αραιοί διαβάτες περνούσαν γρήγορα χωρίς να χαιρετήσουν. Μια στιγμή άνοιξε πίσω κάποια σιδερένια πόρτα και ξαναέκλεισε με ορμή, και η κυρία Κατίγκω στριμώχτηκε σφιχτότερα στο Στέφανο. Μια δυνατή πνοή σήκωσε έπειτα σύννεφο τη σκόνη και τους τύλιξε σε λίγο μέσα.
Όταν πέρασε, είχαν φτάσει στο ακρογιάλι. Σε μερικά καΐκια αραγμένα εκεί κατεβάζαν τα πανιά· οι γλάροι πετούσαν γύρω τους σε χαμηλά στενά τόξα, και η θάλασσα απλωνόταν ανήσυχα βουβή και σκοτεινή.
Η κυρία Κατίγκω σταμάτησε όταν έφτασαν στο σπίτι και ανέβηκαν τη σκάλα. Εκεί έκλεισε την πόρτα, έπιασε το χέρι του Στέφανου και του είπε:
- Παιδί μου, Στέφανε… να ζήσεις, άκου: μην ξαναπάς σ’ αυτό το σπίτι.
- Αλλά, μητέρα…, έκαμε να πει ο Στέφανος, μα η κυρία Κατίγκω τον σταμάτησε:
- Μη, μην ξαναπάς!
Και η φωνή της και η ματιά είχαν βαθιά κάτι παρακαλεστικό και τρομαγμένο.
Και ο Στέφανος έμεινε μπροστά της άφωνος, ενώ η μπόρα χτυπούσε στα τζάμια με όλη της την πρώτη ορμή.
==II==
- Ωραία μέρα, είπε η Ευανθία κοιτάζοντας προς το παράθυρο.
Η Μαρίκα έριξε πίσω το κεφάλι και στύλωσε τα μάτια έξω.
Ο ήλιος έλαμπε, ο ουρανός έφεγγε.
- Βγαίνομε έξω; είπε η Ευανθία.
Η Μαρίκα δε μίλησε, ο Στέφανος σήκωσε τα μάτια από την εφημερίδα.
- Πάμε περίπατο; ξαναείπε η Ευανθία.
Η Μαρίκα γύρισε και κοίταξε το Στέφανο.
- Σου αρέσει αλήθεια; είπε σιγά.
Ο Στέφανος μια στιγμή δε μίλησε. Έπειτα σιγά κι αυτός:
- Μα δε σου είπα!
Η Μαρίκα ξανακοίταξε μπροστά της κ’ έπειτα γύρισε πάλι:
- Όχι, το χρώμα δε μου πάει· είμαι κίτρινη.
Ο Στέφανος την κοίταξε.
- Για ξαναφόρα το, είπε η Ευανθία.
Η Μαρίκα σώπασε μια στιγμή.
- Το κέντημα στη ζώνη δε μου αρέσει, ψιθύρισε έπειτα.
- Τότε βγάλε το, της είπε ο Στέφανος.
- Βάλε μόνο μια κορδέλα με μια αγράφα, είπε η Ευανθία.
Η Μαρίκα κρέμασε τα χέρια και κοίταξε το Στέφανο.
- Είμαι κίτρινη, είπε σιγά.
- Είσαι ωραία, της είπε ο Στέφανος σιγότερα, ενώ η Ευανθία ξεφύλλιζε ένα φιγουρίνι απάνω στο τραπέζι.
Η Μαρίκα έμεινε με τα χέρια κρεμασμένα κάτω· η Ευανθία ήρθε μπροστά της.
- Να, σαν αυτή, είπε κ’ έδειξε ένα σχέδιο στο φιγουρίνι.
Η Μαρία κοίταξε.
- Και τούτη η τάγια εδώ… κάμε την έτσι, είπε η Ευανθία.
- Δε μου αρέσει, ξαναψιθύρισε η Μαρίκα και γύρισε προς το παράθυρο.
Ο Στέφανος της έπιασε το χέρι:
- Φαίνεσαι κουρασμένη.
Η Ευανθία άφησε το φιγουρίνι. Φόρεσε αυτή το επανωφόρι και πήγε στον καθρέφτη.
- Εγώ έτσι θα το έκανα, είπε και μάζεψε το ύφασμα στη μέση· πού έχεις μια κορδέλα;
Κρατώντας τα χέρια στη μέση κοίταζε στον καθρέφτη. Στο βάθος έβλεπε τη Μαρίκα σκυφτή και τα μάτια του Στέφανου ριγμένα στον καθρέφτη. Της φάνηκε σα να κοκκίνισε, και πήρε τη ματιά από κει. Μισογυρνώντας το κορμί ξανακοίταξε τη μέση της και φώναξε;
- Μαρίκα!
Η Μαρίκα γύρισε.
- Να, δες εδώ…
Στην πόρτα παρουσιάστηκε ο άσπρος σκούφος και η σταχτιά ρόμπα του παππού με τα σιρίτια ξεφτισμένα στα μανίκια. Κάτω απ’ το σκούφο γυάλιζαν ανήσυχα τα μάτια του.
Η Ευανθία γύρισε κείθε.
- Καλημέρα, παππού, φώναξε.
Ο παππούς κοίταξε γύρω, σα να ζητούσε κάτι.
- Τι είναι παππού; ξαναείπε η Ευανθία.
Ο παππούς ήρθε στο τραπέζι, έπειτα πήγε στον κομό.
- Γυρεύεις τίποτε; ρώτησε πάλι η Ευανθία.
- Τα σπίρτα… μου τα ξαναπήρε.
Η Μαρίκα κοίταξε το Στέφανο, και ο Στέφανος σηκώθηκε.
- Πάρε τα δικά μου, παππού, είπε και του έδωσε τα σπίρτα.
Ο παππούς ήρθε και στάθηκε μπρος στο παράθυρο. Στάθηκε, κοίταξε έξω μια στιγμή κ’ έπειτα είπε:
- Τη νύχτα έβρεξε.
- Το απόγευμα, παππού, είπε η Ευανθία.
- Τη νύχτα, είπε ξανά ο παππούς.
- Τη νύχτα, ναι, οληνύχτα, είπε η Μαρίκα κοιτάζοντας την Ευανθία.
Ο παππούς γύρισε και σύρθηκε έξω, και η Ευανθία βλέποντας τη Μαρίκα:
- Τη νύχτα, ψιθύρισε σα μηχανικά. Μα έπειτα πιάνοντας τον ώμο της Μαρίκας;
- Αλήθεια, δε μου τέλειωσες την ιστορία, είπε σαν ξαφνικά.
- Ποια ιστορία;
- Που μου άρχισες ψες βράδυ στο παράθυρο, για τ’ άστρα.
- Α, ναι, θυμήθηκε η Μαρίκα. Και γυρίζοντας στο Στέφανο: Για τον Ωρίωνα, είπε κ’ έμεινε και τον κοίταζε.
Ο Στέφανος τινάχτηκε, σα να ξαφνίστηκε.
- Έλα, πες τη, ξαναζήτησε η Ευανθία και περίμενε.
Μα από το διάδρομο ακούστηκε η υπηρέτρια που έβγαλε φωνή, και η Ευανθία έτρεξε κει. Ο Στέφανος κοιτάχτηκε με τη Μαρίκα.
- Ευανθία! φώναξε γοργά η Μαρίκα.
Μα η Ευανθία δε γύρισε. Σταμάτησε στην πόρτα εμπρός στον παππού που έτρεχε κοντά στην υπηρέτρια.
- Τα σπίρτα, της ψιθύρισε ο παππούς.
- Τα σπίρτα μου τα ξαναπήρε, ψιθύρισε πάλι και στάθηκε και κοίταζε την Ευανθία.
- Ευανθία, ξαναφώναξε η Μαρίκα, έλα άκουσε το μύθο.
Η Ευανθία γύρισε. Μα σα να ξέχασε:
- Τι; ρώτησε.
- Για τον Ωρίωνα, είπε η Μαρίκα.
Η Ευανθία κοίταξε το Στέφανο:
- Α ναι, ποιος ήταν;
Η Μαρίκα σταμάτησε, μα έπειτα:
- Ένας που αγάπησε την Άρτεμη, είπε.
- Α ναι, κι αυτή;
Μα η Μαρίκα δεν απάντησε. Η γιαγιά ήρθε στην πόρτα και πήρε από το χέρι τον παππού.
Η Ευανθία στάθηκε και κοίταζε, ενώ ο παπαγάλος φώναζε από το διάδρομο:
- Παππού! παππού!
Ο Στέφανος πλησίασε στο παράθυρο που ήταν ορθή η Μαρίκα.
- Φαίνεσαι κουρασμένη· δεν κοιμήθηκες καλά; τη ρώτησε.
- Ω ναι, είπε η Μαρίκα.
Σώπασαν λίγες στιγμές. Από κάτω ανέβαινε η υγρασία της νοτισμένης γης. Η μισομαδημένη λεύκα έμενε ακίνητη· μόνο σε μια άκρη ενός κλαδιού σάλευαν δυο καρδερίνες. Στην αντικρινή ταράτσα παρδαλές πλατιές κουβέρτες απλωμένες έμοιαζαν σημαίες που με το κόκκινό τους βάθος έδιναν όψη φαιδρή στην ερημιά του μικρού δρόμου.
Ένας φλώρος κρεμασμένος κάπου σε κλουβί σκόρπισε έξαφνα ένα συρτό μονότονο κελάδημα, και οι καρδερίνες απάντησαν μ’ ένα πιο σύντομο ψιθυρητό.
Ο Στέφανος έπιασε τον ώμο της Μαρίκας.
Μια από τις καρδερίνες πήδησε στο άλλο κλαδί κουνώντας τη λευκοστιγμένη μαύρη ουρά. Τα σταχτοκίτρινα φτερούγια έπαιξαν παρδαλά στον ήλιο, και από το μικρό κεφάλι έσμιξαν λάμψεις κόκκινες σα ρουμπινιού.
Ο Στέφανος θέλησε να δείξει της Μαρίκας το πουλί, μα η Μαρίκα κοίταζε αντίκρυ. Κοίταζε αντίκρυ προς το ορθόβραχο βουνό που ίσκιωνε αποκάτω του μαβιά το γυμνό σταχτερό λόφο· λευκόχριστα σπιτάκια στριμωγμένα στο πλευρό του λόφου αραδιαστά, έμοιαζαν σα σκαλοπάτια προς το βαρύ σκοτεινό κάστρο που ύψωνε στην κορυφή κεραμιδόχρωμα τα μισογκρεμισμένα τείχη του.
Η Μαρίκα κοίταζε τους ίσκιους που έριχνε το ψηλό βουνό στο λόφο, και ο Στέφανος, σα να θέλησε να τους σκορπίσει από μπροστά της, της έπιασε τη μέση κ’ έκαμε πάλι να της δείξει το πουλί.
- Για δες, ψιθύρισε.
Μα όταν η Μαρίκα γύρισε να δει, το πουλί είχε φύγει.
- Για δες.
Και ο Στέφανος έδειξε κάτω τον τοίχο της αυλής, όπου ένα βυσσινοκόκκινο περιπλοκάδι πλεγμένο με τον πράσινο κισσό απλωνότανε μαζί του κλαδιστό σα φλέβες αίμα, σαν παρακλάδια βουνών και ποταμιών σε χάρτη, κ’ έκανε αληθινά τον τοίχο σαν εικόνα χρωματισμένη φανταστικά.
Η Μαρίκα έσκυψε και κοίταξε. Έπειτα σήκωσε το σώμα και αφού κοίταξε και πάλι μπροστά της, ξαναγύρισε στο Στέφανο.
- Στέφανε, είπε.
Ο Στέφανος την κοίταξε. Η Μαρίκα σταμάτησε μια στιγμή.
- Θυμάσαι πότε άρχισε η αγάπη μας; ρώτησε αμέσως έπειτα αργά και σαν ψιθυριστά.
- Από το βράδυ εκείνο, είπε ο Στέφανος αργά κι αυτός.
- Ποιο βράδυ; Όταν σε φώναξε η γιαγιά;
Ο Στέφανος σα να ένεψε.
- Όχι πρωτύτερα;
Ο Στέφανος την κοίταξε.
- Όχι πρωτύτερα; ξαναείπε πάλι αργά η Μαρίκα. Κι όταν σε φώναξε η γιαγιά, ε για πε μου, πρόσθεσε ύστερα.
- Ήσουνα τόσο ωραία στο ηλιοβασίλεμα.
- Θέλεις να πεις, τότε δεν ήμουνα χλωμή.
- Μαρίκα, είπε ο Στέφανος και της έπιασε το χέρι.
- Ναι, κ’ ήτανε τόσο ζεστός ο αέρας.
Η Μαρίκα σώπασε μια στιγμή και ανάσανε, σα ν’ ανάσαινε εκείνον τον αέρα. Έπειτα ξανακοιτάζοντας το Στέφανο στα μάτια:
- Ξέρεις γιατί σε φώναξε η γιαγιά; είπε.
- Γιατί; ρώτησε ο στέφανος.
- Επίτηδες, είπε η Μαρίκα, και στα χείλη της τρεμούλιασε ένα χαμόγελο που μόλις το είδε ο Στέφανος.
Και ο Στέφανος μη νιώθοντας.
- Επίτηδες; ρώτησε πάλι σα μηχανικά.
- Ναι, ήξερε πως δεν το ήθελε η μαμά, είπε η Μαρίκα χωρίς να πάρει τη ματιά από πάνω του.
Το χέρι του Στέφανου που κρατούσε το δικό της χαλάρωσε άθελα.
- Λοιπόν καλύτερα να μη με φώναζε;
Η Μαρίκα έσφιξε πιο πολύ το χέρι του κ’ έσυρε κοντύτερα το Στέφανο:
- Όχι, Στέφανε, όχι· δεν είπα αυτό, είπε γοργά.
Και όσο ο Στέφανος την κοίταζε άφωνος, εξακολούθησε:
- Είπα μόνο πως η γιαγιά κάνει ό, τι δεν αρέσει της μαμάς. Να, σήμερα μάλωσαν πάλι. Μπήκε στην κάμαρά της δίχως να χτυπήσει. Και η μαμά ήταν άντυτη.
Ο Στέφανος χαμογέλασε.
- Το ξέρει πως δεν αρέσει της μαμάς. Και μένα δε μου αρέσει. Και μένα με κάνει νευρική συχνά.
- Που γυρνά με τις παντούφλες, ξαναγέλασε ο Στέφανος.
- Ναι, κι αυτό το κάνει γιατί ξέρει πως δεν αρέσει της μαμάς.
Ο Στέφανος έκαμε να τη χαδέψει:
- Παιδί, παιδί.
- Ναι, ναι· θέλεις να σου πω κ’ ένα άλλο; είπε η Μαρίκα και σταμάτησε.
- Τι; ψιθύρισε ο Στέφανος και την κοίταξε προσμένοντας.
- Να, και την Ευανθία την έφερε, και η Μαρίκα δεν πρόσεξε ένα κίνημα του Στέφανου, γιατί ξέρει πως δεν την ήθελε η μαμά.
- Και τη μητέρα μου, κ’ εμέ τον ίδιο, είπε ο Στέφανος μ’ ένα χαμόγελο.
Βρέθηκαν ένα βήμα ο ένας μακριά από τον άλλο. Η Μαρίκα χαμήλωσε τα μάτια, ο Στέφανος κοίταζε έξω.
Σώπασαν μια στιγμή. Έπειτα η Μαρίκα ήρθε και του άρπαξε και τα δυο χέρια:
- Στέφανε!
Ο Στέφανος την κοίταξε.
- Έλα, φίλησέ με, του φώναξε μεμιάς και τον αγκάλιασε.
Ο Στέφανος τη φίλησε.
- Και σένα, είπε έξαφνα η Μαρίκα, σα να συνέχιζε το στοχασμό της. Γιατί σ’ έφερε σένα, γι’ αυτό την αγαπώ.
Κ’ ενώ ο Στέφανος σώπαινε.
- Τη γιαγιά, πρόσθεσε και ακούμπησε τα χέρια στους ώμους του.
- Ξέρεις, Στέφανε, πώς μου είναι; είπε έπειτα από μια στιγμή.
- Πώς; ρώτησε ο Στέφανος μηχανικά, σαν άθελα.
- Σα μοίρα, είπε αργά η Μαρίκα κ’ έμεινε κοιτάζοντάς τον.
- Σα μοίρα μου, ξαναψιθύρισε, κι αμέσως, σα μ’ έξαφνο ξέσπασμα: Έλα, φίλησέ με πάλι, φώναξε γοργά. Στα μάτια, ναι, στα μάτια· το ξέρεις πως μου αρέσουνε φιλιά στα μάτια, είπε με αργότερη, βραχνότερη φωνή κ’ έγειρε το κεφάλι στο λυγισμένο μπράτσο του Στέφανου.
==III==
Ο Στέφανος, γυρνώντας σπίτι, κάθισε στο καφενείο της ακρογιαλιάς. Η θάλασσα μπροστά του στρωνόταν κατακόκκινη στο ηλιοβασίλεμα.
Μια όμοια λάμψη φώτιζε τη θάλασσα το βράδυ εκείνο που η γιαγιά τον έκραξε στο εκκλησιδάκι έξω εκεί στην ακροθαλασσιά. Η Μαρίκα στέκονταν ορθή, και το ανοιχτόχρωμο φόρεμά της έφευγε κάτω από τα ισκιωμένα πεύκα.
Ο Στέφανος δεν τη γνώρισε, μάντεψε όμως ποια ήταν άμα είδε τη γιαγιά. Έδωσαν τα χέρια και κοιτάχτηκαν, παράξενα του φάνηκε. Του φάνηκε ακόμα πως η Μαρίκα κοκκίνισε.
Ο Στέφανος έλειπε χρόνια, και η γιαγιά τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Η Μαρίκα του είπε μόνο καλώς ήρθες. Ύστερα τον ρώτησε για τη μαμά του.
Ο Στέφανος θυμάται πως της απάντησε με τόνο:
- Η μητέρα μου; Καλά, ευχαριστώ.
Έπειτα γύρισε στη γιαγιά και είπε:
- Ρώτησα για σας, νονά.
Και ύστερα πρόσθεσε:
- Και χάρηκα …
Θυμάται πως δεν τελείωσε, γιατί τον κοίταξε η Μαρίκα· τον κοίταξε πάλι παράξενα.
Έπειτα γύρισε η ομιλία αλλού. Η γιαγιά του είπε πως ευχαριστήθηκε πολύ που άκουσε πως θα μείνει τώρα εδώ, να πάρει το γραφείο του πατέρα του.
- Ο καημένος ο Γιάγκος κουράζεται πολύ, είπε.
- Και η Κατίγκω, πρόσθεσε, ναι, τι καλά που θα είναι και για την Κατίγκω.
- Ναι, είπε ο Στέφανος.
- Και η Ευανθία, νονά; ρώτησε έπειτα από μια στιγμή.
Η Μαρίκα τον κοίταξε, ενώ η γιαγιά απάντησε:
- Προχτές μας έγραψε. Καλά είναι. Το χειμώνα που μας πέρασε ήρθε και μας είδε. Μα η θεία της αρρώστησε, και δεν κάθισε πολύ.
- Τα έμαθα, είπε ο Στέφανος. Και πρόσθεσε:
- Από τη μητέρα μου.
- Ναι, η Κατίγκω την αγαπά πολύ· της φαίνεται πως βλέπει ...
Και η γιαγιά σώπασε.
΄Επειτα μίλησαν γι’ άλλα πράγματα. Ο Στέφανος τις συνόδεψε ως το σπίτι. Όταν χωρίστηκαν, η Μαρίκα τον κοίταξε πάλι παράξενα ενώ του έδινε το χέρι. Και όταν έμπαινε στην πόρτα, γύρισε και τον ξαναείδε.
Αυτό το βράδυ ήταν η πρώτη αρχή.
- Όχι πρωτύτερα;
Όσο και αν έκανε ο Στέφανος να θυμηθεί, πρωτύτερα θυμόταν τη Μαρίκα μόνο μικρή, που την έφερνε η γιαγιά και παίζανε. Αυτή, αυτός και οι δυο Ευανθίες. Πότε στον κήπο, πότε στην ακροθαλασσιά, και το χειμώνα στο βουνό πίσω από το κάστρο, που έτρεχε μέσα στην πρασινάδα η ρεματιά. Ταχτικά, καθημερινά σχεδόν.
- Κατίγκω! έτοιμα τα παιδιά; φώναζε η γιαγιά από την αυλόπορτα.
-Έρχονται αμέσως, απαντούσε η κυρία Κατίγκω, κι ο Στέφανος βιαζότανε να κατεβεί τα σκαλιά δυο δυο.
- Το νου σου! δε σου φεύγει· θα σκοτωθείς! του φώναζε από πίσω η κυρία Κατίγκω, που κατέβαζε την Ευανθία της από το χέρι.
Ο Στέφανος κρατούσε κιόλα το χέρι της άλλης Ευανθίας, όταν έφτανε η κυρία Κατίγκω με την αδερφή.
- Πάλι μονάχη σου, νονά; έλεγε η κυρία Κατίγκω και χαιρετιότανε με τη γιαγιά.
- Η υπηρέτρια δεν άδειαζε, απαντούσε η γιαγιά και κοίταζε την κυρία Κατίγκω.
Η κυρία Κατίγκω, που ένιωθε τη ματιά, της ψιθύριζε σιγά στο αυτί.
- Ναι, ναι, καλύτερα.
- Να λείπω· δε βαστιέται· πάντα με τη νομαρχία, έλεγε και η γιαγιά σιγά κ’ ήθελε να σταθεί ν’ αλλάξει ακόμα λίγα λόγια με την κυρία Κατίγκω, μα ο Στέφανος είχε πιάσει από το χέρι τις δυο Ευανθίες και ήταν έξω πια από την αυλόπορτα.
- Ευανθία, Ευανθία! φώναζε η γιαγιά, και γύριζαν για μια στιγμή και οι δυο Ευανθίες.
- Ευανθία! ξαναφώναζε, αλλά δε γύριζε καμιά.
- Εγώ τα φταίω με τ’ όνομα, αλλά μου αρέσει, έλεγε η γιαγιά και σταματούσε να ψιθυρίσει κάτι ακόμα της κυρίας Κατίγκως· μα η Μαρίκα την τραβούσε από το φόρεμα, κ’ έφευγε η γιαγιά.
Σε λίγο ήταν έξω στο ακρογιάλι, και τα παιδιά γέμιζαν τα κουβαδάκια τους στον άμμο. Η γιαγιά έβγαζε από το τζαντάκι την κάλτσα της και τα γυαλιά. Έπειτα άπλωνε το μαντήλι κάτω, και τα παιδιά σώριαζαν μέσα τα κοχύλια που μάζευαν. Και όταν το μαντήλι γέμιζε, τα έφερναν και τα έριχναν στην ποδιά της γιαγιάς.
- Έλα, φτάνει πιά· μου μουσκέψατε το φόρεμα, τους έλεγε η γιαγιά.
Και άφηνε την κάλτσα και τα βοηθούσε να μοιράζουν τα κοχύλια. Οι δυο Ευανθίες μάλωναν πάντα μεταξύ τους, και ο Στέφανος και με τις δυο. Η Μαρίκα γέμιζε σιωπηλή το κουβαδάκι με όσα της έδινε η γιαγιά. Και κάθιζε στον άμμο και τ’ άδειαζε και τα ξανάδειαζε· τα σώριαζε, τ’ αράδιαζε σε γραμμές και τα κοίταζε. Έπειτα σήκωνε πάλι τα μάτια και κοίταζε μπροστά της τον αέρα, τα πεύκα που στέκονταν ακίνητα στους βράχους, τη θάλασσα που έσμιγε πέρα σε μια γραμμή θολή και ασάλευτη τον ουρανό.
Οι δυο Ευανθίες και ο Στέφανος άφηναν τα κοχύλια και πηδούσαν στο νερό. Πρώτη η Ευανθία της γιαγιάς. Κυνηγιόντανε, βουτούσαν ως τα γόνατα, έβρεχαν τα μεσοφόρια· πιτσίλιζαν τις πλάτες και νοτίζαν τα μαλλιά. Τα καστανόξανθα μαλλιά της Ευανθίας έφεγγαν στον ήλιο. Η Μαρίκα στεκότανε και κοίταζε.
- Μαρίκα, έλα και συ· δε θέλεις; της έλεγε η γιαγιά.
Η Μαρίκα κοίταζε.
- Τι; έλεγε ύστερα.
- Να μπεις στη θάλασσα.
- Όχι.
- Γιατί; κρυώνεις;
Η Μαρίκα κοίτα τη γιαγιά.
- Ναι, θέλησε να πει μια μέρα, μα σταμάτησε, σα να μην ήθελε να πει το ψέμα.
- Δεν το θέλει η μαμά, είπε ύστερα σιγά.
- Η μαμά πολλά δε θέλει, μα δεν της το λέμε, ψιθύρισε η γιαγιά· έλα!
- Και εγώ δε θέλω, είπε η Μαρίκα σα με πείσμα.
- Γιατί;
- Γιατί δεν το θέλει η μαμά, απάντησε η μικρή και κοίταξε τη γιαγιά στα μάτια.
Η Ευανθία της κυρίας Κατίγκως στάθηκε κει μπροστά και γέλασε.
- Δε σε ξαναπαίζουμε, είπε της Μαρίκας κ’ έδωσε γοργή κλωτσιά στα κοχύλια της τ’ αραδιασμένα χάμω.
Η Μαρίκα έκλαψε και δεν ξαναήρθε πια με τη γιαγιά. Η Ευανθία διηγήθηκε των παιδιών την άλλη μέρα πως η μητέρα της Μαρίκας μάλωσε με τη γιαγιά. ΄Επειτα άκουσαν τη γιαγιά που ψιθύριζε κρυφά με την κυρία Κατίγκω.
- Είναι ανυπόφορη· ολοένα με τη νομαρχία, έλεγε η γιαγιά.
- Μου γύρισε κ’ εμέ τις πλάτες, είπε η κυρία Κατίγκω.
- Θέλει να διώξει και την Ευανθία.
- Και ο νονός;
- Όπως κατάντησε ο νονός!
Και η γιαγιά αναστέναξε.
...........................................
Η κυρία Κατίγκω έπαιρνε συχνά τη φυσαρμόνικα κ’ έπαιζε των παιδιών· και η γιαγιά τους τραγουδούσε:
Τα πουλιά στα κλώνια
ζυγά ζυγά,
και τα χελιδόνια ...
Και τα παιδιά ζητούσανε να βρουν τη ρίμα.
- Μες στη φωλιά, έλεγε το ένα.
- Στη αμμουδιά, έλεγε το άλλο.
Η γιαγιά δεν την ήξερε κι αυτή και δεν αποτελείωνε το τραγούδι. Και τα παιδιά γελούσαν.
Κάποτε έπαιρναν τη φυσαρμόνικα και στο ακρογιάλι, και όταν έφεγγε το φεγγάρι έβγαιναν με τη βάρκα έξω στη θάλασσα. Ο πατέρας κάθιζε στα κουπιά, ο Στέφανος κοντά του, και οι δυο Ευανθίες στο πλάγι της κυρίας Κατίγκως. Η γιαγιά κρατούσε το κοφινάκι με τις φέτες τα ψωμιά.
- Φεγγάρι, φεγγαράκι, τραγουδούσαν τα παιδιά, και η κυρία Κατίγκω τ’ ακολουθούσε με τη φυσαρμόνικα.
Οι δυο Ευανθίες ακουμπούσανε στα γόνατά της, και η κυρία Κατίγκω έριχνε πίσω το κεφάλι και κοίταζε τη θάλασσα. Ο Στέφανος χτυπούσε με το χέρι το νερό σα με κουπί ή σηκωνόταν κ’ έστεκε ορθός στη βάρκα και γύρευε να την κάμει να τρεκλίσει.
- Στέφανε! του φώναζε η μητέρα.
- Παλικαριές, ψιθύριζε η Ευανθία.
- Έλα τώρα, του έλεγε η γιαγιά, που άρχιζε να μοιράζει τα ψωμάκια.
Τότε άρχιζε να τραγουδά ο πατέρας. Δεν ήξερε να τραγουδά σωστά, μουρμούριζε μόνο κομμένα λόγια και κοίταζε την κυρία Κατίγκω, που με το κεφάλι γερμένο πίσω και με τη φέτα το ψωμί αφημένη στα γόνατα έμενε ακίνητη και σιωπηλή κ’ έβλεπε τη θάλασσα.
- Κατίγκω, ξεχάστηκες, της έλεγε η γιαγιά.
- Έλα, μαμά, της φώναζε η Ευανθία.
Ο πατέρας άφηνε τα κουπιά και την περίμενε να τραγουδήσει.
Η κυρία Κατίγκω αγαπούσε μελαγχολικά τραγούδια, και ο Στέφανος δεν την ήθελε ν’ αρχίσει. Σκουντούσε τον πατέρα να ξαναπιάσει τα κουπιά.
Μα και η Ευανθία της γιαγιάς σκουντούσε την κυρία Κατίγκω:
- Έλα θεία Κατίγκω!
- Σα φύλλο, θεία Κατίγκω, ξαναπαρακαλούσε η Ευανθία, και η κυρία Κατίγκω έπαιρνε τη φυσαρμόνικα σιγά σιγά σαν κουρασμένη και άρχιζε να τραγουδά:
Σα φύλλο κίτρινο και μαραμένο ...
- ΄Όχι, όχι κίτρινο· το άλλο, την έκοβε η Ευανθία, και η κυρία Κατίγκω άλλαζε το σκοπό, και τραγουδούσαν και οι δυο:
Σα φύλλο ξερό
στο κλαδί ξεχασμένο
προσμένω να βρω,
τι τάχα προσμένω;
Η άλλη Ευανθία τις ακολουθούσε σιγαλά. Έπειτα σώπαινε μεμιάς. Η κυρία Κατίγκω έπαυε το σκοπό κι αυτή και άφηνε να σβήνει στα νερά μόνη η φωνή της Ευανθίας της γιαγιάς:
προσμένω να βρω,
τι τάχα προσμένω;
Ένα βράδυ το τραγουδούσαν στην ακρογιαλιά μαζί με την κυρία Κατίγκω καθισμένες χάμω στην αμμουδιά. Και ξαφνικά το άκουσαν από πίσω. Τους φάνηκε πως ήταν η ηχώ του βράχου.
Γύρισαν να δουν, και η κυρία Κατίγκω τινάχτηκε σαν ξαφνιασμένη. Μα η Ευανθία γνώρισε δυο μάτια που έφεγγαν στη σκοτεινιά.
- Ο παππούς! είν’ ο παππούς, φώναξε.
Και πήγε ίσια επάνω του και ξαναφώναξε:
- Με τη Μαρίκα!
Ήταν αληθινά ο παππούς και κρατούσε από το χέρι τη Μαρίκα.
- Η Μαρίκα! φώναξε και η Ευανθία της κυρίας Κατίγκως.
Η Μαρίκα στεκότανε σαν ξαφνιασμένη και δεν άφηνε το χέρι του παππού.
- Πάμε, πάμε, του σκουντούσε το γόνατο με το χέρι.
Ο παππούς έμενε ακίνητος.
- Ήρθα για τη γιαγιά, ψιθύρισε της κυρίας Κατίγκως.
Μα η γιαγιά έλειπε το βράδυ αυτό.
Η Ευανθία θέλησε να πάρει τη Μαρίκα από το χέρι του παππού Μα η Μαρίκα της είπε σιγαλά:
- Δεν το ξέρει η μαμά. Και τράβηξε την Ευανθία.
Η Ευανθία πήγε μαζί της, κ’ έφυγαν και οι δυο με τον παππού. Η άλλη Ευανθία κι ο Στέφανος έμειναν πίσω με την κυρία Κατίγκω.
- Φοβήθηκα, είπε η Ευανθία.
- Είδες πώς έφεγγαν τα μάτια του; είπε ο Στέφανος· γιατί μητέρα;
Η κυρία Κατίγκω δεν απάντησε. Έπιασε μόνο από το χέρι και τα δυο παιδιά.
Η Μαρίκα δεν ξαναήρθε στο ακρογιάλι.
……………………………..
Ύστερα ερχόταν ο χειμώνας κ’ έστρωνε την αμμουδιά με σταχτοπράσινα μουσκεμένα φύκια. Ο αέρας σφύριζε μελαγχολικά στα κιτρινισμένα βούρλα και στη μαδημένη καλαμιά. Η γιαγιά έφερνε τότε τα παιδιά έξω στους λόφους πίσω από το κάστρο, όπου ο ήλιος έλαμπε χαρωπά στη νέα χλόη. Ανέβαιναν από το μονοπάτι σέρνοντας το αμαξάκι με τις κούκλες και σταματούσανε στη γέφυρα κ’ έβλεπαν κάτω το κανάλι που άραζαν τα ψαράδικα καΐκια με τα κόκκινα πανιά, και οι μαούνες άδειαζαν τα πορτοκάλια φανταχτερούς σωρούς στο μώλο.
Έπειτα έγερναν κάτω κ’ έβγαιναν στο λαγκάδι όπου κυλούσε η ρεματιά. Ο Στέφανος σκαρφάλωνε ψηλά στις λευκαμένες πέτρες, οι δυο Ευανθίες γύρευαν στην άκρη βώλους και παρδαλά χαλίκια.
- Στέφανε! εκεί είν’ ένας, φώναζε η αδερφή κ’ έδειχνε μέσα στο κελαρυστό νερό.
Ο Στέφανος πηδούσε δω, βουτούσε κει, κλονιζόταν μια στιγμή· ύστερα ζυγιαζότανε στην πέτρα ώσπου έσκυβε τέλος κ’ έβγαζε το βώλο.
- Να, πιάστε τον, φώναζε κρατώντας τον ψηλά.
Οι δυο Ευανθίες κοίταζαν το πετραδάκι που γυάλιζε στον ήλιο και άπλωναν τα χέρια.
-Να, πιάστε τον, ξαναφώναζε ο Στέφανος και τις γελούσε δεύτερη φορά.
- Α, α! ξεφώνιζαν λαχταριστά οι δυο μικρές ώσπου άρπαζε το βώλο η Ευανθία της γιαγιάς.
Η γιαγιά έβλεπε βρεγμένα το πόδια του Στέφανου και φώναζε πως θα το πει το βράδυ της κυρίας Κατίγκως. Ο Στέφανος έταζε πως δε θα ξαναπατήσει στο νερό, μα η Ευανθία έβλεπε σε λίγο κάτι που ρόδιζε ψηλά στον άλλον όχτο.
- Μια κάππαρη, μια κάππαρη! έβγαζε φωνή και κοίταζε το Στέφανο.
Και ο Στέφανος πηδούσε, σκαρφάλωνε, ξανβουτούσε στο νερό και γύριζε με μια μικρούτσικη ανεμώνη, που είχε φυτρώσει ανάμεσα στα ξερά κλαδιά της κάππαρης.
Η Ευανθία ζάρωνε το πρόσωπο και πετούσε το άνθος, και η γιαγιά μάλωνε πάλι το Στέφανο που είχε ξαναβραχεί.
Η γιαγιά έφερνε στο μαντίλι της φέτες ψωμί με μέλι, και πορτοκάλια· και η κυρία Κατίγκω γέμιζε τα τζαντάκια των παιδιών με κουλουράκια. Τους τα μοίραζε η γιαγιά, κ’ έτρωγαν και τα τρία καθιστά χάμω στη χλόη. Ο σκύλος του σπιτιού που τους ακολουθούσε κάποτε, στεκότανε και κοίταζε. Της Ευανθίας της γιαγιάς της άρεσε να του πετά ψωμί κ’ έπειτα να τον κυνηγά.
- Μη, θα πέσεις! φώναζε η γιαγιά.
Η Ευανθία χανόταν πίσω από το λόφο και τ’ άλλα δυο παιδιά μαζί της.
Εκεί έβγαιναν μπροστά οι κατσίκες, και η Ευανθία σταματούσε τρομαγμένη:
- Κοιτάχτε τις τι μαύρες που είναι· κοιτάχτε τις πώς δεν κουνιούνται!
Ο Στέφανος και η άλλη Ευανθία ήθελαν να γελάσουν, μα στο τέλος φοβόντανε κι αυτοί. Σταχτερόμαυρες, γυαλιστερές έμοιαζαν οι κατσίκες σα μπρούτζινες και φαίνονταν αληθινά σα να ήταν καρφωμένες στο βουνό κ’ έτρωγαν ολοένα. Κάποτε σηκώναν το κεφάλι και στύλωναν μπροστά τους τα μικρά κίτρινα μάτια τους ασάλευτα, σα να έβλεπαν κάτι που τα παιδιά δεν το έβλεπαν. Και τότε η Ευανθία τρόμαζε περισσότερο κ’ έτρεχε να κρυφτεί πίσω από τη γιαγιά.
Και σιγάζαν και τα τρία εκεί. Από το νταμάρι αντίκρυ, στην κορυφή του λόφου που κοκκίνιζε στον ήλιο μαβιά χαλκή, αντηχούσε μετάλλινος σα χτύπος ρολογιού ο ήχος των λοστών. Και όταν έπαυε, τα παιδιά το ήξεραν και περίμεναν να πεταχτεί απάνω η τούφα του καπνού, κ’ ένα κομμάτι βράχου να τιναχτεί ψηλά σε τρίμματα, όπως τινάζονται τα τόξα του νερού στο σιντριβάνι.
- Αά, αά, φώναζαν τα παιδιά και πηδούσαν μεμιάς απάνω.
Έπειτα έσβηνε σιγά ο καπνός και η σκόνη, και το λαγκάδι ξαναησύχαζε. Κάπου κάπου ακούονταν τώρα οι κόπανοι των γυναικών που έπλεναν μακρύτερα στη ρεματιά. Ο λόφος άσπριζε γελαστά από τ’ απλωμένα ρούχα, και στον αέρα μετεωρίζονταν τρεμουλιαστοί , σαν κρεμασμένοι από τον ουρανό ψηλά, αϊτοί με ουρές και αφτιά πολύχρωμα.
Ο Στέφανος και οι δυο Ευανθίες έμεναν και τους κοίταζαν πως έτρεμαν ψηλά και πως ανέβαιναν πάντα ψηλότερα ώσπου χανόντανε σε μικρά στίγματα στο γαλανό. Ο Στέφανος δοκίμασε να σηκώσει κι αυτός έναν ψηλά. Οι Ευανθίες τον βοηθούσαν στην αρχή, μα έπειτα γύριζαν στις κούκλες τους· έπλεναν τα πανιά τους στη ρεματιά και τα στέγνωναν στον ήλιο.
Έπειτα είδε ο Στέφανος άλλα παιδιά που έπιαναν πουλιά μες στα χωράφια, κι άφησε τον αϊτό. Η κυρία Κατίγκω του πήρε ένα κλουβί, μα ο Στέφανος το έφερνε κει έξω κάθε μέρα. Σώριαζε πέτρες κ’ έστηνε απάνω ένα ξερό κλαδί, κολλούσε στο κλαδί βεργίτσες αλειμμένες με ιξό και ξαπλωνόταν παραπίσω και περίμενε να έρθει να καθίσει το πουλί. Το περίμενε ώρες και το ονειρευόταν τη νύχτα. Η Ευανθία της γιαγιάς γελούσε πίσω του ή πετούσε πέτρες να ρίξει χάμω το κλαδί. Μα ο Στέφανος περίμενε.
Μια μέρα, καθώς έστρεψε, είδε έξαφνα από πίσω τη Μαρίκα. Στεκότανε και κοίταζε. Την είχε φέρει η υπηρέτρια, μα τις άλλες μέρες ξαναήρθε πάλι με τη γιαγιά.
Και στεκότανε και κοίταζε.
Ο Στέφανος άκουε τ’ άλλα παιδιά που έκραζαν με τα χείλη τα πουλιά, και δοκίμαζε να μιμηθεί κι αυτός τον ήχο. Δεν το κατόρθωνε, και οι Ευανθίες τον περιγελούσαν. Τις κυνηγούσε με τις πέτρες κ’ έπειτα γύριζε πάλι και κάθιζε κ’ έκραζε να έρθει το πουλί. Και η Μαρίκα στεκότανε και κοίταζε. Όσο που η κυρία Αγλαΐα ξαναμάλωσε με τη γιαγιά, και η Μαρίκα ξαναχάθηκε.
Και ο Στέφανος περίμενε πάλι μονάχος να πιάσει το πουλί.
…………………………….
Πέρασε ο χειμώνας χωρίς να το πιάσει.
Πριν όμως έρθει ακόμα η άνοιξη, αρρώστησε έξαφνα η μια Ευανθία. Η κυρία Κατίγκω καρφώθηκε απάνω από το κεφάλι της, η γιαγιά ερχόταν και συντρόφευε την κυρία Κατίγκω.
Δεν ξαναβγήκαν στο βουνό. Ο Στέφανος και η Ευανθία της γιαγιάς έπαιζαν μόνοι τους στον κήπο. Το σπίτι απάνω ήταν σιωπηλό. Η υπηρέτρια έφερνε αδιάκοπα νερό από τη βρύση και πήγαινε και ξαναπήγαινε στο φαρμακείο, ο γιατρός ερχόταν και τη νύχτα αργά. Έπειτα άρχισε να ξενυχτά στο σπίτι και η γιαγιά. Και μαζί της έμενε και η Ευανθία. Κοιμότανε στη σάλα χάμω με τη γιαγιά, κι ο Στέφανος στον καναπέ.
Δε μιλούσανε πολύ· ψιθυριστά μονάχα, όπως και οι μεγάλοι. Κάποτε ξεχνούσαν και σηκώναν τη φωνή, μα τους έρχονταν αμέσως στο νου η άρρωστη και σώπαιναν. Στην κάμαρα που ήταν πεσμένη δεν τους άφηναν να μπούν. Μια μέρα μόνο πλησίασαν κλεφτά στην πόρτα και είδαν τα χέρια της απλωμένα ακίνητα απάνω από το σκέπασμα. Η κυρία Κατίγκω της άλλαζε το βρεγμένο πανί στο μέτωπο.
Τραβήχτηκαν σιγαλά πίσω.
- Της έκοψαν και τα μαλλιά, είπε ο Στέφανος.
Και η Ευανθία ψιθύρισε:
- Εγώ δε θ’ άφηνα να μου τα κόψουν.
Την άλλη μέρα άκουσαν πως έστειλαν να φέρουν χιόνι από το βουνό. Και στάθηκαν και κοιταχτήκαν.
Έπειτα ρώτησαν τη γιαγιά:
- Γιατί;
- Το πρόσταξε ο γιατρός, τους είπε.
Δεν ένιωσαν· και ρώτησαν πώς είναι η Ευανθία.
- Καλύτερα, απάντησε η γιαγιά.
Κατέβηκαν κ’ έπαιζαν στην αυλή και περίμεναν το χιόνι. Το έφερε ο υπηρέτης στοιβαγμένο και τυλιγμένο μέσα σε άμμο και άχυρο.
- Τι κρύο που είναι, είπε ο Στέφανος που το άγγιξε.
- Θα της το βάλουν στο κεφάλι, ψιθύρισε η Ευανθία.
Τράβηξαν να παν να παίξουν, μα η Ευανθία γύρισε και θέλησε να κόψει ένα κομμάτι χιόνι.
Η υπηρέτρια τη χτύπησε στο χέρι, και η Ευανθία ξαναγύρισε στο Στέφανο:
- Ήθελα να έκανα ένα βώλο.
- Θυμάσαι μια φορά που χιόνισε; είπε ύστερα.
- Ναι, και φάγαμε και βράχνιασες, είπε ο Στέφανος.
Και μπήκαν κ’ έπαιξαν στον κήπο.
Στο σπίτι ήταν η ίδια ησυχία πάντα· πατούσαν σιγαλά και ψιθύριζαν μονάχα. Την άλλη μέρα έφεραν και άλλο γιατρό. Τα παιδιά όταν είδαν τη γιαγιά, ξαναρώτησαν πώς είναι η Ευανθία.
- Καλύτερα, είπε η γιαγιά. Σε άλλους όμως που είχαν στείλει να ρωτήσουν, την άκουσαν πως έλεγε:
- Τα ίδια.
Και στάθηκαν και την κοίταζαν.
- Καλύτερα είναι, ξαναψιθύρισε η γιαγιά.
Μα χωρίς αυτά να κάνουν θόρυβο, τους φώναξε πνιχτά:
- Σιγότερα, σιγότερα.
Τα παιδιά κοιτάξανε το ένα το άλλο. Έπειτα έφυγαν πατώντας στα δάχτυλα.
Ύστερα ο Στέφανος θυμήθηκε πως τελείωσαν τα κουλουράκια.
- Δε θα φτιάξομε άλλα, νονά; είπε της γιαγιάς.
- Τι; τέντωσε η γιαγιά το αφτί.
- Κουλουράκια, γιαγιά, είπε η Ευανθία.
Η γιαγιά κοίταξε τα παιδιά δίχως να μιλήσει.
- Να είναι έτοιμα όταν σηκωθεί η Ευανθία, της είπε ο Στέφανος σιγά στο αφτί.
Και θυμήθηκε πως τα έπλαθε η μητέρα με την υπηρέτρια. Αυτός και η Ευανθία δεν έφευγαν από κοντά απ’ τη σκάφη, όσο που τους έδιναν κι αυτών ζυμάρι κ’ έπλαθαν ανθρωπάκια, ζώα κι άλλα πράγματα περίεργα, και παρακαλούσαν τη μητέρα να τα στείλει να ψηθούν κι αυτά στο φούρνο.
Η κυρία Κατίγκω φώναζε στο Στέφανο:
- Φύγε από κει· μη με σκοτίζεις.
Κάποτε του έδινε και μια στα δάχτυλα. Στην Ευανθία όμως αδύνατο ν’ αντισταθεί.
- Μαμά, μαμάκα, τη χάιδευε η μικρή και της αγκάλιαζε το λαιμό καθώς ήταν σκυμμένη.
Το θυμήθηκε ο Στέφανος κ’ έμεινε συλλογισμένος· του ήρθε να τρέξει μέσα στην άρρωστη αδερφή.
Μα η Ευανθία τον τράβηξε, και κατέβηκαν πάλι να παίξουν.
Στην πορτοκαλιά του κήπου έμεναν ακόμα πορτοκάλια στην κορυφή.
- Ρίχνομε ένα κάτω; είπε η Ευανθία, κι ο Στέφανος πήγε κ’ έφερε ένα μακρύ ξύλο από το πλυσταριό.
Η υπηρέτρια τον είδε από το παράθυρο κ’ έβαλε φωνή:
- Τώρα να φέρω τον πατέρα σου!
Την ίδια στιγμή άνοιξε η αυλόπορτα, και τα παιδιά έτρεξαν να κρυφτούν πίσω από τα κάγκελα του κήπου. Η Ευανθία τεντώθηκε και κρυφοκοίταζε.
- Ξέρεις ποιος είναι; γύρισε και ψιθύρισε γοργά.
Ο Στέφανος άνοιξε τα μάτια ανήσυχα, σα φοβισμένα.
- Η θεία Αγλαΐα είναι, είπε η Ευανθία.
Και πρόσθεσε σιγότερα:
- Της πέρασε· έτσι κάνει πάντα.
Ο Στέφανος μια στιγμή δε μίλησε.
- Έφερε και τη Μαρίκα; ρώτησε έπειτα.
Η Ευανθία τον κοίταξε:
- Τη θέλεις;
Ο Στέφανος δεν απάντησε. Μα ύστερα από λίγο ψιθύρισε:
- Γιατί να ήρθε;
Και ανέβηκε στο σπίτι. Και η Ευανθία κοντά.
Η κυρία Αγλαΐα καθότανε στη σάλα με τον πατέρα του και άλλες δυο κυρίες.
- Σιγά, σιγά, ψιθύρισε η γιαγιά και πάλι των παιδιών άμα τα είδε.
Εκείνα δεν τόλμησαν να τη ρωτήσουν αν ήρθε και η Μαρίκα. Ξανακατέβηκαν άφωνα στον κήπο.
Όταν ξανανέβηκαν στο σπίτι, μια κυρία κρατούσε την κυρία Κατίγκω σωριασμένη στο διάδρομο σε μια καρέκλα, και κάτι της ψιθύριζε.
Ο Στέφανος στάθηκε αντίκρυ, και η κυρία Κατίγκω γύρισε και τον κοίταζε σα να μην τον γνώριζε. Μα έπειτα του ένεψε και πήγε.
- Στέφανε, Στέφανε, είπε και του έπιασε τα χέρια, η Ευανθία…
Πνίγηκε η φωνή της, και ο πατέρας πετάχτηκε από μέσα και άρπαξε το Στέφανο. Τον κάθισε στα γόνατά του λίγες στιγμές και του χάδεψε τα μαλλιά. Έπειτα τον άφησε και πήγε στην κυρία Κατίγκω. Η άλλη κυρία έφερε ένα μπουκαλάκι και τη μύρισαν. Η Ευανθία στεκότανε σαν καρφωμένη στο πάτωμα και κοίταζε.
Η μητέρα ξαναμπήκε στην άρρωστη, και η γιαγιά έβαλε των παιδιών και έφαγαν. Αμίλητα. Σε όλο το σπίτι βασίλευε σιγή. Μόνο η υπηρέτρια πηγαινοερχόταν, και η γιαγιά σερνότανε στις κάμαρες. Ο πατέρας, καθισμένος στην τραπεζαρία, κάπνιζε ολοένα.
Ο γιατρός ξαναήρθε στην άρρωστη, έπειτα βγήκε και κάθισε με τον πατέρα λίγη ώρα. Μιλούσαν σιγαλά. Σε λίγο ξαναήρθε και η κυρία Αγλαΐα. Έκραξε τη γιαγιά, μίλησαν κρυφά στο διάδρομο και ξαναμπήκαν μέσα. Ο Στέφανος τις κοίταζε σα φοβισμένος, η Ευανθία είχε βρει τις κούκλες τις άρρωστης κ’ έπαιζε μόνη της σε μια άκρη.
Ο Στέφανος κατέβηκε στον κήπο χωρίς να ξέρει κι αυτός γιατί. Είχε συννεφιάσει, και τα δέντρα στέκονταν ήσυχα και σκοτεινά. Μόνο τα πορτοκάλια κοκκίνιζαν ανάμεσα στα φύλλα της πορτοκαλιάς.
Ο Στέφανος είδε στημένο στα κλαδιά το μακρύ ξύλο, καθώς το είχε αφήσει το πρωί. Το πήρε και χτύπησε με όση είχε δύναμη, ώσπου γκρέμισε ένα πορτοκάλι από την κορυφή. Έσκυψε το πήρε, ανέβηκε στο σπίτι και τράβηξε ίσα στον πατέρα.
- Θέλω να το πάω της Ευανθίας μέσα, είπε κ’ έδειξε το πορτοκάλι με τον κλώνο, όπως είχε πέσει από την πορτοκαλιά.
Ο πατέρας τον κοίταξε.
- Ναι, ναι, ψιθύρισε και του αγκάλιασε τον ώμο.
- Τώρα, είπε πάλι ο Στέφανος.
- Ναι, τώρα άμα … ξυπνήσει σε λιγάκι, ξαναψιθύρισε ο πατέρας με δαγκαμένα χείλη. Έσφιξε απάνω του το κεφάλι του παιδιού και γύρισε το πρόσωπο.
Ο Στέφανος έμεινε κρατώντας το πορτοκάλι. Έπειτα το άφησε στα γόνατα του πατέρα και πήγε κοντά στην Ευανθία.
- Κοιμάται, της είπε σιγαλά.
Η Ευανθία μιλούσε με τις κούκλες και δεν τον πρόσεξε.
Ο Στέφανος στάθηκε λίγες στιγμές κοντά της και κοίταζε τις δυο κυρίες που κάθονταν στον καναπέ. Κάθονταν αμίλητες και κοίταζαν στην πόρτα.
- Έλα δω, του φώναξε τώρα η Ευανθία, μα ο Στέφανος δεν πήγε. Στάθηκε ακίνητος εκεί κ’ έριχνε κρυφές ματιές στην πόρτα, σα να περίμενε κάτι κι αυτός.
- Έλα δω, του ξαναμίλησε η Ευανθία.
Ο Στέφανος κοίταξε στο διάδρομο, όπου του φάνηκε πως άνοιξε σιγά η εξώπορτα. Είχε ανοίξει αλήθεια και παρουσιάστηκε ο παππούς. Ήρθε με σιγαλά πατήματα στην πόρτα και χωρίς να χαιρετήσει στάθηκε ορθός εκεί. Στάθηκε και κοίταζε. Μαζί του μπήκε από το διάδρομο μια κρύα πνοή και ανατρίχιασε το Στέφανο.
Έτρεξε στον πατέρα και ακούμπησε στον ώμο του. Ο πατέρας του χάδεψε το μέτωπο. Το πορτοκάλι ήταν ακόμα στα γόνατά του.
Ο Στέφανος δε θέλησε ούτε να το ’γγίξει. Οι δυο κυρίες στον καναπέ μίλησαν κάτι , δε γύρισε ούτε κει. Ακουμπισμένος στον πατέρα κοίταζε στο παράθυρο. Ένα πουλί ήρθε μια στιγμή στο τζάμι και στάθηκε· στάθηκε τόσο κοντά, σα να ήθελε να μπει στο σπίτι. Έπειτα πέταξε πάλι.
Ο Στέφανος πλησίασε στο τζάμι. Έξω τα σύννεφα κρεμούσαν βαριά και χαμηλά, σα να σερνόντανε στη θάλασσα. Σε λίγο άρχισε να ψιχαλίζει. Ο Στέφανος έμεινε ορθός και κοίταζε τους κύκλους που έκαναν οι σταλαγματιές στη θάλασσα. Πρώτα μικροί, στενοί, πλάταιναν έπειτα, άπλωναν όσο που έσβηναν. Και αμέσως πλάι τους, απάνω τους, παρέκει γίνονταν άλλοι πολλοί, μικροί, μεγάλοι, αμέτρητοι, παντού όσο έφτανε το μάτι στη μουντή συννεφιασμένη θάλασσα.
Ο Στέφανος έμεινε ώρα εκεί και κοίταζε. Μια στιγμή ήρθε η Ευανθία και στάθηκε και αυτή και κοίταζε. Από πίσω ο πατέρας κάπνιζε ολοένα, οι δυο κυρίες άλλαζαν κάπου κάπου ένα ψιθύρισμα που μόλις το άκουε κανείς. Ο παππούς έμενε ορθός στην πόρτα.
Έπειτα μπήκε η γιαγιά και πήρε τον πατέρα έξω. Ο Στέφανος είδε τις κυρίες που κοιτάχτηκαν. Η μια από αυτές τον τράβηξε κοντά της. Ο Στέφανος τη γνώριζε, μα εκείνη τη στιγμή του φάνηκε σα να την έβλεπε πρώτη φορά· τόσο παράξενα τον κοίταζε. Η Ευανθία ξαναγύρισε στις κούκλες.
Εκεί ακούστηκε μια δυνατή κραυγή από την κάμαρα της άρρωστης. Ο Στέφανος γνώρισε πως ήταν της μητέρας. Η κυρία του άφησε το χέρι κ’ έτρεξε έξω πίσω από την άλλη. Τα δυο παιδιά έμειναν μόνα στην κάμαρα κοιτάζοντας το ένα το άλλο. Ο παππούς είχε χαθεί.
Της μητέρας η φωνή δεν ξανακούστηκε, μα τα βήματα έξω δεν πατούσαν πια σιγά. Ήταν σα να έτρεχαν όλοι τώρα μες στο σπίτι. Κ’ έτρεξε κι ο Στέφανος. Και η Ευανθία κοντά του.
Μα η κυρία Αγλαΐα παρουσιάστηκε μπροστά τους και τους πήρε από το χέρι. Πήγαν μαζί χωρίς να νιώθουν. Η Ευανθία κρατούσε στο χέρι της μια κούκλα, ο Στέφανος το πορτοκάλι που σήκωσε από κάτω, όπου είχε πέσει του πατέρα καθώς σηκώθηκε γοργά. Καθώς κατέβαιναν στη σκάλα, ανεβαίναν άλλοι. Ο Στέφανος δεν είδε ποιοι, του φαινόταν μόνο πως πίσω του γέμιζε το σπίτι.
Έξω έβρεχε και η κυρία Αγλαΐα φώναξε ένα αμάξι. Τους κατέβασε στην πόρτα της.
Απάνω βρήκαν τη Μαρίκα μόνη. Τους κοίταζε με ξαφνισμένα μάτια.
Η Ευανθία έτρεξε κοντά της.
- Μαρίκα, άρχισε να πει, η Ευανθία…
Η κυρία Αγλαΐα όμως δεν την άφησε να τελειώσει.
- Πάει ταξίδι, είπε κ’ έπιασε το Στέφανο από το χέρι.
Η Μαρίκα άνοιξε πλατύτερα τα μάτια της και τον κοίταξε βαθιά, σα να είχε νιώσει.
Και ο Στέφανος άπλωσε το χέρι και της έδωσε το πορτοκάλι που είχε κόψει για την αδερφή.
==IV==
Η στιγμή αυτή ήταν χαμένη ολότελα στο νου του Στέφανου. Είχε σβήσει σα να μη στάθηκε ποτέ. Και τώρα, καθισμένος στο ακρογιάλι μπροστά στη βραδιασμένη θάλασσα, έβλεπε την εικόνα της να τρέμει εμπρός του σα μακρινό καθρέφτισμα και σιγά –σιγά να ξεχωρίζει καθαρότερη ολοένα, όπως η μαύρη πλάκα μέσα στο υγρό κάτω από την κόκκινη αναλαμπή στο σκοτεινό θάλαμο. Τα δυο μεγάλα μαύρα μάτια της μικρής Μαρίκας τον κοίταζαν από την εικόνα αυτή τόσο παράξενα βαθιά και του σαλεύαν την ανάμνηση, όπως ένα τραγούδι ξαναθυμημένο στη βραδινή γαλήνη. Έβλεπε τη μικρή Μαρίκα με το σταχτί της φόρεμα, όπως την είδε το σκοτεινό εκείνο δειλινό που ήρθε σ’ αυτή με τη μητέρα της και με την Ευανθία. Κ’ έξαφνα, σα μαγικά, η μικρούλα αυτή γινόταν ένα με τη μεγαλωμένη κόρη που στεκόταν κάτω από τα πεύκα ορθή, λευκοντυμένη, σα να τον περίμενε όταν τον έκραξε η γιαγιά. Τα μάτια και το κοίταγμα ήταν τα ίδια, σα να ήταν μια και μόνη οι δυο αυτές στιγμές, και δεν τις χώριζε το διάστημα δώδεκα χρόνων που πέρασαν στο μεταξύ.
Τα χρόνια αυτά ο Στέφανος δεν είχε μήτε απαντηθεί με τη Μαρίκα. Λίγες μέρες ύστερα από το θάνατο της αδερφής έφυγε μαζί με την κυρία Κατίγκω, που της κλονίστηκαν τα νεύρα κ’ έπρεπε να ταξιδέψει. Έπειτα τον είχαν κλείσει στο σχολείο. Όταν ήρθε μια φορά στο σπίτι, η Μαρίκα έλειπε μαζί με τη μητέρα της. Όταν ήρθε πάλι δεύτερη φορά, βρήκε χωρισμένα τα δυο σπίτια. Την Ευανθία την είχε πάρει μακριά μια θεία της, η γιαγιά δεν ερχόταν στην κυρία Κατίγκω. Είχε θυμώσει με τον πατέρα του.
- Δίκιο έχει, του είπε η κυρία Κατίγκω όταν τη ρώτησε, μα κι ο πατέρας σου τι να έκανε· ποιόν άλλον έχει η …
Δεν μπορούσε να προφέρει ακόμη το όνομα της Ευανθίας, όμως του εξήγησε πως ο πατέρας του, σα δικηγόρος, κίνησε δίκη της κυρίας Αγλαΐας για την κληρονομιά της Ευανθίας και ζήτησε από μέρος της θείας της την απαγόρευση του παππού, γιατί τον έκανε όπως ήθελε η κυρία Αγλαΐα.
Έπειτα έφυγε ο Στέφανος για χρόνια από το σπίτι. Όταν ξαναγύρισε, η γιαγιά είχε ξεθυμώσει, και η κυρία Κατίγκω του μίλησε γι’ αυτή και για την Ευανθία. Και όταν έπειτα πρωτοαπάντησε τη γιαγιά με τη Μαρίκα μεγαλωμένη πια, η Μαρίκα του έφερε στο νου την Ευανθία και με αυτή μαζί την άλλη Ευανθία, την αδερφή. Και όταν ξαναπαντήθηκαν και δεύτερη φορά με τη Μαρίκα, και κείνη τον ξανακοίταξε παράξενα και τον ρώτησε ξανά για τη μαμά, στο νου του Στέφανου πέρασε πάλι η Ευανθία και η αδελφή, οι δυο μαζί Ευανθίες σα σμιγμένες σε μια ανάμνηση θολή και θλιβερή, όπως και ζούσανε στο σπίτι. Για καιρό έβλεπε τη Μαρίκα ο Στέφανος σα μια παλιά και ξέθωρη φωτογραφία που του ξυπνούσε στη μνήμη μια άλλη εικόνα, μια άλλη μορφή ξένη με αυτή, εχθρική σχεδόν με αυτή. Η κυρία Κατίγκω ούτε βλεπότανε ποτέ με την κυρία Αγλαΐα ούτε μιλούσε ποτέ λόγο γι’ αυτή και τη Μαρίκα.
Ένα βράδυ είχε βγει ο Στέφανος περίπατο με την κυρία Κατίγκω και απαντήθηκαν με τη γιαγιά και τη Μαρίκα. Η κυρία Κατίγκω χαιρετήθηκε με τη γιαγιά, μα στη Μαρίκα κούνησε μόνο το κεφάλι. Στάθηκαν λίγες στιγμές μαζί. Οι τρεις μιλούσαν, η Μαρίκα σκάλιζε σκυφτή το χώμα με την άκρη της ομπρέλας της. Κοίταξε το Στέφανο μόνο όταν ξαναέδωσαν τα χέρια. Καθώς έφευγε με τη γιαγιά, ο Στέφανος την έβλεπε μόνο από πίσω. Το ανάστημά της ξεχώριζε λιγνότερο στη σκούρα φορεσιά. Άμα έστριψε στο δρόμο, έσκυψε πάλι το κεφάλι της.
- Δεν της έδωσες το χέρι, είπε στη μητέρα του ο Στέφανος.
- Αυτό έλειπε, είπε η κυρία Κατίγκω· κ’ έπειτα πρόσθεσε:
- Δε φέρθηκε κι αυτή καλά.
Ο Στέφανος ένιωσε πως ήθελε να πει στην Ευανθία· αλλά του φάνηκε παράξενο: τη φορά αυτή, μόλις τώρα του ήρθε στη μνήμη η Ευανθία.
Και όταν είδε πάλι μια φορά στο δρόμο τη Μαρίκα και τη χαιρέτησε, τη χαιρέτησε πριν συλλογιστεί αν έπρεπε να χαιρετήσει.
Έπειτα ξαναπαντήθηκε με τη Μαρίκα στο σπίτι μιας ξαδέρφης και των δυο. Στη σάλα ήταν πολλοί, και ο Στέφανος δεν την πρόσεξε που καθόταν στο πιάνο. Ορθή μπροστά της η Φιφίκα Πρίφτη τελείωνε το τραγούδι Στο Ζάππειο σε πρωτόειδα, και χειροκροτούσαν όλοι. Ο λοχαγός Γιαλούδης κ’ ένας δικηγόρος, συνάδελφος του Στέφανου, σηκώθηκαν και της έσφιξαν το χέρι. Ο Στέφανος προχώρησε και τη χαιρέτησε και τη συγχάρηκε κι αυτός. Εκεί γύρισε η Μαρίκα το κεφάλι. Κοιτάχτηκαν, σα να ξαφνιάστηκαν και οι δυο.
Μα ο λοχαγός μπήκε στη μέση και τους χώρισε. Πλησίασε και είπε κάτι της Μαρίκας. Η Μαρίκα ξαναέσκυψε στο πιάνο, κ’ ενώ ο Στέφανος γύρισε και χαιρετούσε και τους άλλους, το πιάνο έπαιζε το σκοπό:
Η κυρά μας η δασκάλα
που είν’ άγρια και κακιά …
Η Φιφίκα Πρίφτη δεν το τραγούδησε, το σφύριξε μονάχα ο λοχαγός κουνώντας το κεφάλι και τους ώμους με το ρυθμό.
Ύστερα ήρθε το τσάι. Ο λοχαγός και ο δικηγόρος κάθισαν σ’ ένα τραπεζάκι κοντά στη δεσποινίδα Πρίφτη. Ο Στέφανος μιλούσε ορθός με το νομομηχανικό.
- Για δες τους, του σφύριξε η ξαδέρφη του, ενώ του σερβίριζε το τσάι.
Ο Στέφανος γύρισε και είδε. Ο δικηγόρος τέντωνε μπρος το στήθος κ’ έδειχνε το φουσκωτό χρωματιστό του λαιμοδέτη με μια χρυσή άγκυρα λοξά μπηγμένη, ο λοχαγός καμπουριασμένος πετούσε το κεφάλι έξω, σχεδόν ίσια με το πρόσωπο της κόρης. Κρατούσε δαγκαμένο το τσιγάρο και σούφρωνε το ένα μάγουλο καθώς κοίταζε με το μονόκλ, σε τρόπο που να φαίνονται τα δόντια του σα σκύλου που τα δείχνει πριν γαυγίσει.
Η Φιφίκα Πρίφτη τον άκουε να της διηγείται και χαμογελούσε. Ήταν κόρη πλούσιου σαπουνά και αγαπημένη της κυρίας Κατίγκως. Κομψή και νόστιμη, ο Στέφανος μιλούσε ευχάριστα μαζί της και ήξερε πως η Θεώνη, όπως λεγόταν η ξαδέρφη του, την έφερε στο τσάι επίτηδες γι’ αυτόν.
Σε λίγο η Θεώνη ξαναέριξε ματιά του Στέφανου, ματιά που έλεγε: Τι κάθεσαι!
Ο Στέφανος γύρισε πάλι και είδε· ο λοχαγός είχε πλησιάσει πιο κοντά τη δεσποινίδα Πρίφτη. Μα δυο βήματα από πίσω της στεκόταν ορθή δίπλα σε μια λατάνια η Μαρίκα. Φορούσε φόρεμα ανοιχτό τριανταφυλλί, και οι ίσκιοι της λατάνιας έπεφταν κ’ έτρεμαν απάνω του σαν κοκκινόμουντα νερά. Τα μάτια του Στέφανου σταμάτησαν έξαφνα στη Μαρίκα.
Η Θεώνη πήγε και κάθισε κοντά στη δεσποινίδα Πρίφτη και τον ξαναέκραξε με μια ματιά· κ’ έπειτα με το όνομά του.
Μα ο Στέφανος τράβηξε ίσια στη Μαρίκα.
Το βράδυ, όταν η κυρία Κατίγκω τον ρώτησε ποιος ήταν και τι έγινε στο τσάι, ο Στέφανος δεν είπε ούτε πως ήταν η Μαρίκα εκεί.
Την άλλη μέρα βρέθηκε κάτω από το σπίτι της. Η Μαρίκα στάθηκε στο παράθυρο ορθή, ακίνητη ώσπου πέρασε.
Ξαναπαντήθηκαν στο σπίτι της Θεώνης και ξαναπαντήθηκαν και πάλι, σα να το είχαν συμφωνήσει. Βγήκαν περίπατο μαζί και οι τρεις, πρώτα στο δρόμο της ακροθαλασσιάς, έπειτα όμως στ’ απόμερα, στην εξοχή, στους λόφους που έπαιζε μικρός ο Στέφανος με τις δυο Ευανθίες, και πιο μακρύτερα, όπου τα λαγκάδια της ρεματιάς ομορφαίναν περισσότερο, οι λόφοι γίνονταν βουνάκια, πέτρινα πάντα, κοκκινόμαβα, με πεύκα αραιά και ρείκια πιο πυκνά και σφάλαχτα και σπάρτα που όταν ανθίζαν τον Απρίλη έβαφαν όλον τον τόπο σα με αίμα κίτρινο --- ένα κίτρινο που το αγαπούσε χωριστά η Μαρίκα κ’ έμενε άφωνη κοιτάζοντάς το όταν έχυνε τα βράδια χρυσόξανθες αναλαμπές στα ρόδινα νερά του μικρού κόλπου, που έκανε πίσω από το κάστρο η θάλασσα.
Εκεί έξω δεν απαντούσανε ψυχή. Μόνο κανένα κυνηγό και γαϊδουράκια, που όπως κατεβαίναν ολοσκέπαστα από τα κλαδιά που ήταν φορτωμένα, έμοιαζαν σα θάμνα φουντωτά που σάλευαν, φαινόντανε σα βώλοι χαλκοπράσινοι που ξεκολλούσαν και κυλούσαν γλιστρώντας κάτω στην πλαγιά. Μακρύτερα έβοσκαν κοπάδια τράγοι, και τα κουδούνια ηχούσαν εδώ βοερά από το βάθος και σαν απόκοσμα, εκεί απαλά από τη ράχη, μελαγχολικά. Κάτω στης λαγκαδιάς το χάσμα άγρια περιπλοκάδια πλεγμένα σε κουμαριές και σκίνα και σε ρείκια σχηματίζαν λόχμες, μικρούς θόλους που έφεγγαν βιολετοκόκκινοι όταν άνοιγαν τα ρείκια, έλαμπαν ασπριδεροί με μουντούς, παρδαλούς τόνους όταν ανθίζαν τα περιπλοκάδια.
Η Μαρίκα και ο Στέφανος, πιασμένοι μπράτσο, γλιστρούσαν στις πλαγιές, σερνόντανε στα μονοπάτια, μιλούσανε λιγότερο παρότι σώπαιναν και ονειρεύονταν. Η Θεώνη τους ακολουθούσε πότε κοντά, πότε από πίσω, πότε τους άφηνε να προχωρούνε μόνοι, να κρύβονται για μια στιγμή στα θάμνα, να κάθονται στα φρύδια και να στέκονται στις κορυφές ορθοί σα στύλοι και να κοιτάζουνε τη θάλασσα, που ανοίγονταν μπροστά τους πάντα πλατύτερη κ’ έφεγγε όλη στο ηλιοβασίλεμα σα χρυσή πλάκα απέραντη πυρωμένη σε πυρκαγιά ολοπόρφυρη.
Και μια μέρα, καθώς στέκονταν αντίκρυ εκεί στη θάλασσα, και την κοιτάζανε χεροπιασμένοι, έσφιξε ο ένας περισσότερο το χέρι του άλλου. Ο Στέφανος δεν το θυμάται ποιος. Και μια στιγμή βρεθήκαν με σμιγμένα χείλη. Έπειτα έμειναν ακουμπώντας τα χέρια ο ένας στον ώμο του άλλου, έμειναν άλλη μια στιγμή έτσι και κοιτάζονταν στα μάτια. Ο Στέφανος θυμάται πως η όψη της Μαρίκας ήταν κατακόκκινη.
Έπειτα έλυσαν άφωνοι τα χέρια και κατέβηκαν το λόφο.
Όσες φορές περάσαν από το λόφο, δε σταμάτησαν στο μέρος. Γλιστρούσαν σιωπηλοί. Μια μέρα μόνο, ένα βράδυ που η θάλασσα έλαμπε περισσότερο παρά άλλο βράδυ, και από πάνω κρεμόντανε τα σύννεφα ωχρά, ρόδινα εμπρός και κόκκινα βαθιά στο μάκρος, σταθήκανε και πάλι. Και η Μαρίκα έγειρε στο ώμο του και κοίταζε.
Κοίταξε άφωνη λίγες στιγμές, έπειτα έπιασε το χέρι του και γύρισε και τον έβλεπε στα μάτια. Ο Στέφανος έσκυψε και της φίλησε το μέτωπο.
Η Μαρίκα ακούμπησε ξανά στον ώμο του.
- Πόσο είμαι ευτυχισμένη, είπε σιγαλά.
Ο Στέφανος της γέλασε. Της γέλασε και σώπαινε.
- Στέφανε, ψιθύρισε πάλι η Μαρίκα.
Ο Στέφανος την κοίταξε.
- Είναι και κείθε, και από εκείθε πέρα; ξαναείπε σιγαλά η Μαρίκα κ’ έδειξε στο μάκρος, που χάνονταν τα σύννεφα ολοπόρφυρα.
- Τι; έκαμε να ρωτήσει ο Στέφανος. Μα ένα πουλί πέταξε μπρος από τα πόδια του ίσια, ολόισια προς τ’ απάνω· κ’ ένας ήχος χτυπητός και λαγαρός σκορπίστηκε έξαφνα, σα να τρικύμισε κυματιστά όλον τον αέρα.
Τρεμουλιαστό, ίσια απάνω, κατακόρυφα ανέβαινε το πέταγμα του σταχτερού πουλιού, και λαγαρότερο, τρικυμιστότερο και πάντα πιο ηχερό σα σάλπισμα πρωινό γέμιζε το κελάδημά του τον αιθέρα.
Σώπαιναν και κοίταζαν απάνω όσο που χάθηκε σε μικρό στίγμα τα σταχτερό πουλί, και ο ήχος σβήστηκε σ’ έναν ψιθυριστό απόηχο ψηλά στο γαλανό.
- Ω είναι, είναι, ψιθύρισε η Μαρίκα και γυρτή στον ώμο του Στέφανου κατέβηκε το λόφο.
Όταν το βράδυ γύριζαν στην πόλη, ο Στέφανος έφερνε τη Μαρίκα και τη Θεώνη ως τη γέφυρα, και αυτού τις άφηνε, και κείνος πήγαινε από τον άλλο δρόμο.
Μα το βράδυ αυτό η Μαρίκα δεν του άφησε το χέρι· τον έσυρε μαζί της ως τη γέφυρα, και σταθήκαν κ’ έσκυψαν στα κάγκελα κ’ έβλεπαν κάτω. Είχε νυχτώσει και άναψαν τα φώτα. Δεν περνούσε κανείς στη γέφυρα, και μόνο στο κανάλι κάτω πηγαίναν πέρα δώθε μερικές σκιές.
Στάθηκαν και κοιτάζαν κάτω και σωπαίναν, σα να ήθελαν ν’ ακούσουν ένα ψιθύρισμα που έφτανε από κάτω από τη γέφυρα. Από αντίκρυ, από τους κήπους, ένα απόγειο έφερνε μια μυρουδιά ελαφρή από ανθισμένες πασχαλιές. Η Μαρίκα σύρθηκε πιο κοντά στο Στέφανο, και ο Στέφανος της έσφιξε το χέρι.
Όταν χωριστήκαν ύστερα, φιλήθηκαν πρώτη φορά εμπρός στην ξαδέρφη τους. Τα μάτια της Μαρίκας έφεγγαν στη σκοτεινιά.
Ο Στέφανος θυμάται πως εκεί που γύριζε έπειτα στην πόλη, είχε μπροστά του όλη την ώρα τα μάτια της Μαρίκας. Και θυμάται τώρα πως εκεί που πήγαινε θυμήθηκε έξαφνα την Ευανθία. Έτσι έξαφνα, έτσι μια στιγμή. Έπειτα η ανάμνηση έσβησε πάλι εμπρός στα μάτια της Μαρίκας.
Και την άλλη μέρα που είδε τη Μαρίκα, η Μαρίκα του είπε:
- Ξέρεις, Στέφανε, η Θεώνη μου θύμωσε χτες βράδυ όταν χωρίσαμε από σένα.
- Γιατί από λάθος τη φώναξα Ευανθία, πρόσθεσε γελώντας· φοβάται πως αγαπώ περισσότερο την Ευανθία.
- Και δεν την αγαπάς; ρώτησε ο Στέφανος.
- Ανοησίες, απάντησε η Μαρίκα και σώπασε.
- Αν κ’ έπρεπε, είπε πάλι έπειτα από μια στιγμή.
- Γιατί; ρώτησε ο Στέφανος.
- Γιατί κι αυτή --- η Θεώνη --- σε πήγαινε στην Πρίφτη.
- Ανοησίες, είπε τώρα ο Στέφανος.
Και σώπασαν πάλι. Μα ύστερα από λίγο η Μαρίκα ξαναείπε:
- Ωστόσο είναι παράξενο στ’ αλήθεια.
- Τι; ρώτησε ο Στέφανος.
- Να, πολλές φορές μου φαίνεται πως είναι αλήθεια η Ευανθία που έρχεται κοντά μας.
Ο Στέφανος την κοίταξε, αλλά δε μίλησε. Θυμάται πως είχε όλη την ώρα κάποια στενοχώρια να μιλήσει. Μα η Μαρίκα μιλούσε πιο πολύ τη μέρα αυτή, μιλούσε πιο πολύ παρότι σώπαινε άλλες μέρες.
………………
Ο Στέφανος θυμάται τώρα πως έπειτα ήρθε το φθινόπωρο· ένα ήμερο φθινόπωρο με μέρες στη σειρά ασυννέφιαστες, χλιαρές και απάνεμες. Οι λόφοι άπλωναν βιολέτινοι με τ’ ανθισμένα ρείκια στις πλαγιές, πέρα οι γιαλοί αλλού μενεξεδένιοι αλλού τριανταφυλλοί, οι βράχοι σε σχήματα που άλλαζαν παράξενα κάθε στιγμή κρεμιόνταν σαν ανάεροι στα νερά, οι αμμουδιές χρυσοφεγγίζαν κάτω σαν παρδαλά πανιά απλωμένα στο ακρογιάλι. Ένα φως απαλό και διάφανο, που έμοιαζε σα να ήταν καθρέφτισμα κατιτίς άυλου, έτρεμε στον αέρα και στη γη.
Και η Μαρίκα ήταν τόσο ευτυχισμένη να βυθά, να πλέει, να χάνεται σα σε όνειρο μέσα σ’ αυτό. Και σώπαινε. Κ’ έπειτα άρχιζε πάλι να μιλεί, να φλυαρεί. Κι’ έπειτα πάλι ξανασώπαινε. Κ’ έτρεχε μπρος, έμενε πίσω, ξαναγύριζε στο Στέφανο κ’ έγερνε απάνω του, βάδιζε πλάι του, ψιθύριζε, άπλωνε τα χέρια ψηλά στο φως, πέρα στη θάλασσα, τα έριχνε πάλι κάτω, τα ανάπαυε στον ώμο του, τα δίπλωνε τριγύρω στο λαιμό του. Μισοέκλεινε τα μάτια στο πρόσωπό του εμπρός και ξανάνοιγε πάλι τα μάτια πλατιά κ’ εκστατικά στο γαλανό, στα χρυσά νέφη, στα ρόδινα νερά.
- Μου αρέσει, μου αρέσει το φθινόπωρο, έλεγε· τον άφηνε να της χαδεύει τα μαλλιά και ήταν τόσο ευτυχισμένη.
- Μου αρέσει το φθινόπωρο, έλεγε κ’ έδειχνε απάνω το γλαυκό κ’ έδειχνε γύρω το χρυσό φως και κάτω τις ανεμώνες που έσκαζαν πλήθη πολλά στη γη και πλούμιζαν με τόνους ωχρορόδινους το σκούρο χώμα. Τόνοι νεκροί, κιτρινωποί, χαλκοί γλιστρούσαν εδώ και κει στους πράσινους ακόμα θάμνους και στα κλαδιά, όπου κοκκινίζαν ζωηρά τα κούμαρα.
Ο Στέφανος και η Μαρίκα χάνονταν στους θόλους, σταματούσαν κι άκουαν τους σπίνους που λαλούσαν το σιγαλό σκοπό τους στα κλαδιά, τους μικρούς σπουργίτες που ψιθύριζαν στα θάμνα, τους μακρινούς, κομμένους ήχους που φτάνουν πάντα αόριστοι και μελαγχολικοί από την ερημιά και γεμίζουν τη σιγή με κάποια ανησυχία.
Σταματούσαν και τους άκουαν και σώπαιναν, και η Μαρίκα άφηνε το Στέφανο να τη φιλεί και του ξανάλεγε:
- Μου αρέσει το φθινόπωρο.
Κάποιοι αργοπορημένοι βάτοι πρόβαλαν μια μέρα λευκοανθισμένοι, χλωμοκόκκινοι εκεί εμπρός τους, και ο Στέφανος τους έδειξε της Μαρίκας.
- Είναι σαν άνοιξη, της είπε.
Και θυμάται τώρα πως η Μαρίκα τον κοίταξε με μακρύ βλέμμα κ’ έπειτα:
- Είναι σα γέλασμα, ψιθύρισε αργά και τον κοιτούσε.
Η φωνή της είχε έναν τόνο σα βραχνό, ελαφρά βραχνό, ανεπαίσθητα βραχνό. Ο Στέφανος όμως τον πρόσεξε.
- Και τον αγαπώ, ξαναψιθύρισε η Μαρίκα με τον ίδιον τόνο στη φωνή και τον κοίταζε στα μάτια.
Ο Στέφανος την κοίταξε κι αυτός σαν παραξενεμένος κ’ έμεινε μελαγχολικός. Μα σε λίγο ξαναβγήκανε στο λόφο· η θάλασσα άστραψε πάλι πέρα κ’ ένας αέρας χλιαρός από τα πλάτη σκόρπισε το σύννεφο. Η Μαρίκα ξανάπλωσε τα χέρια σα φτερά, και η φωνή της ηχούσε ξάστερη.
Είχαν φτάσει κοντά στο Χάλασμα, ένα παλιό ερειπωμένο σπίτι που τα παράθυρά του ανοιγόντανε άδεια κοντά, μπροστά στη θάλασσα. Η Μαρίκα αγαπούσε να σταματά εκεί· τριγύρω κοκκίνιζαν ξεροί, γυμνοί μονάχα βράχοι, και οι ροδοδάφνες που δοκιμάσαν να φυτέψουν μια φορά απέξω από το χάλασμα, απόμεναν λειψές και μόλις που κοκκίνιζαν· εμπρός στην πόρτα του όμως απλωνόταν πλατιά, μεγάλη η θάλασσα.
Η Μαρίκα σταμάτησε και τώρα εκεί· και τέντωσε το χέρι και την έδειξε.
Κοντά της η Θεώνη κοίταζε σα να έπληττε· και ολόγυρα στους λόφους και αντίκρυ στο ορθόβραχο βουνό και απάνω στο γλαυκό και κάτω στη ροδισμένη θάλασσα άπλωνε τη χλιαρή γαλήνη του το αργό και φωτεινό φθινόπωρο.
…………………
Μα η κυρία Κατίγκω έμαθε τους περίπατους και θύμωσε με τη Θεώνη. Η κυρία Αγλαΐα τα έβαλε με τη γιαγιά κ’ έπειτα με την ίδια τη Μαρίκα. Της θύμισε τη νομαρχία και της είπε:
- Αδύνατο! Αδύνατο να γίνει!
Δεν ήθελε μήτε να φανταστεί για τη Μαρίκα κάτι κατώτερο από νομαρχία. Και γέλασε ανάμεσα στα δόντια:
- Στο σπίτι της κυρίας Κατίγκως!
Μα και για την κυρία Κατίγκω η προίκα της Μαρίκας δεν ήταν αρκετή· η κυρία Κατίγκω αγαπούσε κιόλα τη Φιφίκα Πρίφτη και το έκοψε κι αυτή στο Στέφανο:
- Μονάχα τη Φιφίκα.
Έτσι έπαψαν οι περίπατοι, και ο Στέφανος έβλεπε σπάνια τώρα τη Μαρίκα. Θυμάται πως ήταν μελαγχολικός και διάβαζε πάντα το Βέρθερο· δε μιλούσε πια με την κυρία Κατίγκω, ούτε η γιαγιά ερχότανε σ’ αυτή. Ώσπου μια μέρα ζήτησε έξαφνα η Μαρίκα να δη το Στέφανο.
Ειδωθήκαν στης Θεώνης, και η Μαρίκα ήταν ωχρή· μα έπειτα κοκκίνισε μεμιάς.
- Να φύγομε, του είπε.
Και όταν είδε πως ο Στέφανος δεν απαντούσε.
- Τότε έλα στη μαμά, του είπε πάλι ξαφνικά.
Ο Στέφανος αποφάσισε και πήγε, και η κυρία Αγλαΐα του έσφιξε περίεργα το χέρι και μιλήσαν φιλικά. Φαινόταν σα να ξέχασε τη νομαρχία κ’ έδειχνε πως είχε κάτι να του πει. Μα δεν το είπε· όταν έφευγε του ψιθύρισε μονάχα:
- Ήθελα να μιλούσατε με τη γιαγιά.
Μα και η γιαγιά προτίμησε και πήγε στην κυρία Κατίγκω· και της είπε την απόφαση που πήρε να δωρίσει στη Μαρίκα το κτήμα που είχε για την Ευανθία.
Η κυρία Κατίγκω τινάχτηκε όταν το άκουσε:
- Αλλά, νονά!
Μα όταν έπειτα λογάριασε πως με το κτήμα αυτό η προίκα της Μαρίκας ανέβαινε ψηλότερα από της Φιφίκας Πρίφτη, είπε σιγαλότερα:
- Για να το πω του Γιάγκου.
Και φώναξε τον κύριο Γιάγκο κ’ έδωσαν το λόγο τους.
Μα την ώρα που θα έφευγε η γιαγιά, η κυρία Κατίγκω την έκραξε στην άκρη.
- Κοίταξε όμως, νονά, της είπε, όσο είσαι ζωντανή δεν πρέπει να το μάθει η Ευανθία.
- Ναι, απάντησε η γιαγιά.
- Ξέρεις πόσο την αγαπώ· δε θέλω να πικραθεί, πρόσθεσε η κυρία Κατίγκω.
- Ναι, ναι είπε ξανά η γιαγιά, φιλήθηκε με την κυρία Κατίγκω και αγκάλιασε το Στέφανο.
Κ’ έτρεξε στην κυρία Αγλαΐα και στη Μαρίκα που περίμεναν.
Η κυρία Αγλαΐα φίλησε και κείνη τη Μαρίκα, όταν όμως έγιναν οι αρραβώνες δεν παρουσιάστηκε. Η Μαρίκα βγήκε χλωμή μόνο με τη γιαγιά. Η κυρία Κατίγκω ήταν νευρική όλη την ώρα. Στην πόρτα φάνηκε ο άσπρος σκούφος του παππού, και όταν βγήκε από τη σάλα η υπηρέτρια με το δίσκο, ο παπαγάλος φώναξε από το κλουβί. Η Μαρίκα χλόμιασε περισσότερο. Και κει που έφευγαν έπειτα, ο Στέφανος την πρόσεξε πως έβηξε ξερά.
Η κυρία Κατίγκω, όταν γύρισαν στο σπίτι, αγκάλιασε και φίλησε το Στέφανο.
- Αφού το θέλησες, με την ευχή μου, του είπε, ωστόσο…
Ο Στέφανος την κοίταξε.
- … καλύτερα να μη γινότανε, ψιθύρισε η κυρία Κατίγκω.
Κ’ έσκυψαν και οι δυο κ’ έμειναν σιωπηλοί.
==V==
Όμως την άλλη μέρα άλλαξε η κυρία Κατίγκω, πήγε στη γιαγιά και στη Μαρίκα. Και όταν γύρισε στο σπίτι είπε στον κύριο Γιάγκο:
- Δεν ξέρεις τι καλή που είναι η Μαρίκα.
Κ’ έπειτα:
- Και κ ε ί ν η βγήκε σήμερα και με χαιρέτησε.
Ο κύριος Γιάγκος κατάλαβε πως εννοούσε την κυρία Αγλαΐα.
- Μου θυμώνει μόνο όταν πιάνεται με τη νονά, πρόσθεσε η κυρία Κατίγκω.
Κ’ έπειτα πάλι:
- Τώρα που πήρε η κόρη της το κτήμα, δεν έχει πια μαζί μας τίποτε.
Μα έξαφνα:
- Δεν ξέρεις πώς το έχω μέσα μου, είπε σιγότερα.
Ο κύριος Γιάγκος την κοίταξε.
- Τι; ρώτησε.
- Που το πήραμε της Ευανθίας, απάντησε η κυρία Κατίγκω και μελαγχόλησε.
Έπειτα όμως πηγαίνοντας πιο κοντά του:
- Ξέρεις τι περιμένει; του είπε.
- Ποιος; ρώτησε ο κύριος Γιάγκος.
- Η…, απάντησε η κυρία Κατίγκω, και ο κύριος Γιάγκος εννόησε πάλι, περιμένει να γίνει ο Στέφανος νομάρχης. Με αυτό την έκαμαν και δέχτηκε.
Ο κύριος Γιάγκος γέλασε:
- Ε, και συ τάχα δεν το θέλεις;
Η κυρία Κατίγκω δεν απάντησε. Έτρεξε μέσα και φίλησε το Στέφανο.
Γρήγορα όμως ξαναμάλωσε η κυρία Αγλαΐα με τη γιαγιά και ξαναέκλεισε την πόρτα στην κυρία Κατίγκω. Μα πρόφτασε η Μαρίκα, και ο Στέφανος δεν το έμαθε. Όταν το έμαθε έπειτα, είχε συνηθίσει. Δεν πρόσεχε. Πρόσεχε κ’ έβλεπε μόνο τη Μαρίκα.
Και τώρα, ενώ ο Στέφανος κάθεται εκεί αντικρύ στη θάλασσα και φέρνει στη μνήμη του όλα αυτά ένα-ένα σα να τα ξαναζεί, έχει μπροστά του πάντα την εικόνα της Μαρίκας· της Μαρίκας ορθής κάτω από τα βραδιασμένα πεύκα, σκυφτής στ’ αραδιασμένα κοχύλια της στον άμμο, ακίνητης μπροστά στη θάλασσα ενώ έπαιζαν τ’ άλλα παιδιά· ριγμένα απάνω του τα μελαγχολικά μεγάλα μαύρα μάτια της, του φαίνονταν σα να του ανοίγουν έξαφνα ένα μυστικό.
Κ’ έξαφνα πάλι εκεί θυμάται ο Στέφανος τη χτεσινή σκηνή με την κυρία Κατίγκω όταν γύρισαν στο σπίτι, και στο παράθυρο ξέσπαζε η βροχή. Η κυρία Κατίγκω είχε έπειτα όλο το βράδυ σκοτεινό το πρόσωπο, και η σιγή της ήταν πνιγερή όλη την ώρα στο τραπέζι. Για να την αποφύγει, ο Στέφανος βγήκε έξω στο μπαλκόνι· βγήκε και στάθηκε σκυφτός. Δεν ήθελε όμως να συλλογιστεί και γύρισε τα μάτια του απάνω. Με έξαφνα τα σταμάτησε εκεί παράξενα ο Ωρίων που ανέβαινε από το βουνό. Ανέβαινε λαμπρός, υγρός σα μόλις λουσμένος στη βροχή κ’ έλαμπε κει παράξενα στημένος ολόρθος στο βουνό.
Ο Στέφανος θυμάται πως τον κοίταζε ώρα, σα να τον πρόσεχε πρώτη φορά, σα να τον έβλεπε έτσι εκεί πρώτη φορά. Και θυμάται πως ανατρίχιασε· του φάνηκε μεμιάς σα να τον κοίταζε και κάποιος άλλος, κάποιος κοντά του, πίσω, πλάι του. Έστρεψε πίσω, πλάι ---δεν ήτανε κανείς. Και σήκωσε πάλι τα μάτια απάνω κ’ έβλεπε τον Ωρίωνα. Και σήμερα έξαφνα η Μαρίκα του μίλησε για τον Ωρίωνα.
Ο Στέφανος τινάχτηκε όπως και την ώρα που άκουσε τη Μαρίκα να μιλεί γι’ αυτόν. Σταμάτησε και κοίταξε μπροστά του πέρα σα να έβλεπε κει να έτρεμε ν’ ανοίξει πάλι κάποιο μυστικό.
Μα ξαναέσκυψε, και η Μαρίκα ήταν πάλι εμπρός του ορθή· ορθή κάτω από τα ισκιωμένα πεύκα, ορθή από πίσω του και πρόσμενε να έρθει να καθίσει το πουλί, ορθή μπροστά του κ’ έπαιρνε από το χέρι του το πορτοκάλι που είχε κόψει αυτός ο ίδιος για την αδερφή…
Γύρω άρχισε να σκοτεινιάζει, και η θάλασσα είχε βαφεί με χρώμα κίτρινο που χλόμιαζε ολοένα σιγοσβήνοντας σε σταχτερή άχνα. Και του Στέφανου, καθώς κοίταζε τη θάλασσα, του φάνηκε πως γέμισε όλη με τους κύκλους που την είδε να γεμίζει το σκοτεινό απομεσήμερο που πέθαινε η μικρή αδερφή.
Ξανατινάχτηκε. Όταν σήκωσε πάλι τα μάτια δεν ήταν γύρω του κανείς. Τα τραπέζια του καφενείου όλα έρημα, στην τζαμόπορτα έπαιζε μια λάμψη, σα φως που σπάζει σε αδειανό καθρέφτη.
Σηκώθηκε σιγά και τράβηξε προς το ακρογιάλι. Η θάλασσα σιωπηλή σκοτείνιαζε ολοένα, στα καΐκια ανάβανε θαμπά μικρά φανάρια, και η λάμψη τους έμενε ακίνητη σαν καρφωμένη ορθή μες στο νερό. Ούτε άνθρωπος, ούτε ίσκιος γύρω· μόνο ένα ναυτόπουλο εκεί κάπου σκορπούσε σα στεναγμό το σιγαλό παθητικό τραγούδι του:
Θάλασσα πλατιά,
μαύρη ξενιτιά…
Μελαγχολία παράξενη κυρίεψε έξαφνα το Στέφανο ενώ βάδιζε και άκουε που ξεψυχούσε το τραγούδι πίσω του· σα να του ξύπνησε μεμιάς η θλίψη ολόκληρης μιας ξενιτιάς, μιας ερημιάς.
Αλλά ποιας ξενιτιάς, ποιας ερημιάς;
Ο Στέφανος σταμάτησε.
Και μια στιγμή καθώς σταμάτησε, του ήρθε πως τάχα ήταν κλεισμένος στα τείχη του σχολείου μια φορά· είχε μπροστά του πέρα την ξένη θάλασσα και τραγουδούσε ο ίδιος το τραγούδι που έσβηνε τώρα πίσω του. Το τραγουδούσε και θυμόταν τη δική του θάλασσα και την κυρία Κατίγκω που του έγραφε πως κάθεται και την κοιτάζει μόνη.
Κ’ έξαφνα του έρχεται στο νου πως του είχε γράψει κάποτε η κυρία Κατίγκω: Είχαμε τώρα εδώ την Ευανθία. Ο Στέφανος την είχε λησμονήσει. Θυμόταν μόνο την κυρία Κατίγκω όταν έβλεπε τη θάλασσα.
Και ο Στέφανος ξανασταμάτησε. Θυμήθηκε πάλι μεμιάς πως γύρισε ένα καλοκαίρι σπίτι του. Ήταν τότε που η γιαγιά δεν ερχόταν στην κυρία Κατίγκω· κ’ ένα βράδυ ξαφνίστηκε καθώς πήγαινε στο δρόμο. Τον σταμάτησε τρεχάτη η Ευανθία.
- Ήρθα να κάνω μπάνια και να με δει η γιαγιά· πες της θείας Κατίγκως πως θα έρθω να τη δω, του είπε σιγά, σχεδόν στο αφτί.
Και του έσφιξε το χέρι κ’ έφυγε.
Και μια βραδιά ήρθε αλήθεια. Αγκαλιάστηκαν με την κυρία Κατίγκω και μίλησαν πολλά Ο Στέφανος στεκόταν στο μπαλκόνι. Και μια στιγμή ήρθε η Ευανθία εκεί κοντά του. Πρώτα στάθηκε αμίλητη, έπειτα του είπε:
- Έμαθα θα φύγεις.
- Ναι, της απάντησε.
- Και γω θα φύγω, δε θα μείνω όλον το μήνα, είπε η Ευανθία.
Και σώπασαν και οι δυο. Κάτω απλωνότανε μπροστά τους σιωπηλή κ’ η θάλασσα. Και ο Στέφανος σα να την είδε να γεμίζει όλη με τους κύκλους. Μια στιγμή κ’ έπειτα οι κύκλοι έσβησαν. Έσβησαν όπως έσβησαν και τώρα που απλώθηκαν μπροστά του πάλι μια στιγμή…
Ο Στέφανος ήταν στην πόρτα του. Είδε την τραπεζαρία φωτισμένη: τον περίμεναν. Συλλογίστηκε την κυρία Κατίγκω αμίλητη και σκοτεινή.
Και στάθηκε. Σκέφτηκε να γυρίσει πίσω. Όμως ανέβηκε.
Τον περίμεναν να φάνε, και η κυρία Κατίγκω τον καλησπέρισε χαρούμενη.
- Ήταν εδώ η Ευανθία, του είπε· δες τι μου έφερε.
Και του έδειξε ένα κέντημα, ένα μαξιλαράκι μ’ ένα κόκκινο μεγάλο ρόδο φουσκωτό, στη μέση από φόντο κίτρινο.
Ο Στέφανος το κοίταξε. Το φως της λάμπας έριχνε απάνω του ζωηρούς κρεμεζιούς τόνους --- του Στέφανου του φάνηκαν σαν αιματένιοι.
- Πώς χάρηκε ο πατέρας σου, είπε η Κατίγκω. Ε, Γιάγκο;
Ο κύριος Γιάγκος κοίταξε.
- Την… Ευανθία, είπε η κυρία Κατίγκω.
- Ναι, μεγάλωσε, είπε ο κύριος Γιάγκος.
Η κυρία Κατίγκω αναστέναξε, και ο κύριος Γιάγκος άλλαξε ομιλία. Παραπονέθηκε για τους κεφτέδες.
- Τους έκαψε, είπε.
Έπειτα φώναξε την υπηρέτρια για τις σκνίπες που πλημμύριζαν το τραπέζι:
- Κλείνετε πρώτα πριν ανάψετε το φως, σας είπα!
Ο Στέφανος έτρωγε αμίλητος, η κυρία Κατίγκω έγινε πάλι μελαγχολική.
Άμα τελείωσαν και ο Στέφανος σηκώθηκε να φύγει, η κυρία Κατίγκω τον πλησίασε στην πόρτα.
- Θα έβγεις έξω; του είπε.
Ο Στέφανος ένεψε «ναι», και η κυρία Κατίγκω τον κοίταξε άφωνη μια στιγμή στα μάτια. Έπειτα γύρισε να φύγει, μα πάλι σταμάτησε και τέλος τόλμησε:
- Που ήσουν σήμερα;
Ο Στέφανος την κοίταξε μονάχα.
Και η κυρία Κατίγκω πλησιάζοντας και βάζοντας ελαφρά το χέρι της στον ώμο του ψιθύρισε:
- Καλά, καλά· καλύτερα που πήγες.
Και γύρισε και μπήκε μέσα.
Ο Στέφανος έμεινε μια στιγμή χωρίς να κινηθεί.
- Η ίδια πάντα, η ίδια πάντα, είπε έπειτα και τράβηξε στην κάμαρά του.
==VI==
Την άλλη μέρα βρήκε ο Στέφανος την Ευανθία μόνη στην τραπεζαρία.
- Δε σηκώθηκε η Μαρία, του είπε.
Ο Στέφανος της έδωσε το χέρι και σταμάτησε:
- Είναι ίσως αδιάθετη;
Η Ευανθία δεν απάντησε.
- Ήταν εδώ η Φιφίκα, είπε έπειτα. Και πρόσθεσε:
- Ήρθε για μένα.
Και κοίταζε το Στέφανο.
Στην πόρτα ήρθε και στάθηκε ο παππούς.
- Έλα, παππού, του μίλησε η Ευανθία.
Ο παππούς κοίταξε μέσα μια στιγμή, έπειτα γύρισε κ’ έφυγε.
- Θα ταξιδέψει, είπε η Ευανθία.
- Ποιος; ρώτησε ο Στέφανος.
- Η Φιφίκα· θα έφευγε σήμερα, μα δεν της ετοιμάσανε το φόρεμα.
- Γκρίζο με τρία πλατιά βολάν, είπε ξανά αφού κάθισε.
Κι έπειτα από μια στιγμή:
- Βάζω στοίχημα πως δε θ’ αρέσει της Μαρίκας.
- Τι; ρώτησε ο Στέφανος.
- Το φόρεμα· θα το βρει πρόστυχο.
Ο Στέφανος δε μίλησε.
- Όπως βρίσκει πρόστυχη και τη Φιφίκα.
Και η Ευανθία κοίταξε το Στέφανο· και είπε πάλι σα με πείσμα:
- Μα εμέ μου αρέσει. Και της θείας Κατίγκως της αρέσει.
Ο Στέφανος δεν πρόφτασε ν’ ακούσει· η κυρία Αγλαΐα μπήκε μέσα.
Η Ευανθία σηκώθηκε και καλημέρισε.
Η κυρία Αγλαΐα μόλις κίνησε τα χείλη. Έπειτα άπλωσε αλύγιστα και αργά το χέρι της στο Στέφανο.
Ο Στέφανος έσκυψε κ’ έφερε σ’ αυτό τα χείλη.
Η κυρία Αγλαΐα πήγε ως το παράθυρο κ’ έριξε έξω μια ματιά· έπειτα γύρισε στη γωνία όπου είχε τ’ άνθη της και στάθηκε μπροστά σε μια μπεγκόνια. Δοκίμασε το χώμα και χάδεψε τα φύλλα της.
Καθώς τα άγγιξε, μια παρδαλή απαλή λάμψη τρεμούλιασε μπροστά στην Ευανθία που πλησίασε κεί· τα κόκκινα καμπανωτά άνθη από δυο τουλίπες στημένες παρά πίσω έριχναν τόνους κόκκινους. Ο Στέφανος θυμήθηκε μπροστά τους το πορφυρό ρόδο στο κέντημα που χάρισε η Ευανθία στην κυρία Κατίγκω· κ’ έμεινε και τους κοίταζε.
Η Ευανθία πρόσεχε στην κυρία Αγλαΐα που πήγε σε μια εταζέρα. Πήγε και στάθηκε μπροστά σ’ αυτή κ’ έσυρε απάνω της ελαφρά τα δάχτυλα· αφού έκαμε ύστερα το ίδιο και στο πιάνο, γύρισε γρήγορα και πάτησε το κουμπί του κουδουνιού που ήταν απάνω στο τραπέζι.
Η υπηρέτρια ήρθε να της σερβίρει τον καφέ, μα η κυρία Αγλαΐα ρώτησε απότομα:
- Ποια ξεσκόνισε δω μέσα; Η υπηρέτρια έσκυψε τα μάτια κάτω. Να ξεσκονίσεις πάλι, είπε η κυρία Αγλαΐα και κάθισε μπρος στον καφέ της.
Κ’ ενώ άπλωνε έπειτα σιγά το βούτυρο σε μια φετίτσα, σταμάτησε έξαφνα και ρώτησε την Ευανθία:
- Τι φορούσε η Πρίφτη;
- Ένα σερζ μοβ με ζακετίτσα, απάντησε η Ευανθία.
Η κυρία Αγλαΐα μισοέκλεισε τα βλέφαρα:
- Το ξέρω· δεν της πάει καθόλου.
- Πώς; έκαμε να πει η Ευανθία, μα μόνο το ψιθύρισε.
- Δε θα το πάρει αυτό μαζί της, είπε ύστερα.
- Πού να το πάρει;
- Στην Ιταλία· θα πάει με τον πατέρα της.
Η κυρία Αγλαΐα σήκωσε τα μάτια. Και με χαμόγελο:
- Κι ο λοχαγός μαζί; είπε.
Η υπηρέτρια ήρθε και ξεσκόνιζε, και η Ευανθία δεν απάντησε. Είπε μόνο για το νέο φόρεμα που έραβε η Φιφίκα.
- Γκρίζο με τρία πλατιά βολάν.
Και πρόσθεσε:
- Κάνουν πάλι πλατιές τις φούστες
.
Η άκρη ρου άσπρου σκούφου του παππού φάνηκε που έσκυψε στην πόρτα. Μα τραβήχτηκε αμέσως πίσω, και η κυρία Αγλαΐα δεν τον είδε. Η υπηρέτρια τοποθετούσε πάλι στην εταζέρα τα πράγματα που είχε σηκώσει, και η κυρία Αγλαΐα πρόσεχε κει και φώναξε της υπηρέτριας:
- Λίγο πιο πέρα, δεξιότερα…
- Όχι! πιο εδώ --- τι ζώο! είπε δυνατότερα όσο που τέλος: Αυτού, καλά, ψιθύρισε ευχαριστημένη και γύρισε στην Ευανθία: Πλατιές, μα δε μου αρέσουν.
Αλλά η Ευανθία δεν απάντησε.
Ο Στέφανος είχε στρέψει προς το παράθυρο· ο ήλιος χτυπούσε και φώτιζε τη λεύκα απέξω· τα φύλλα της ήταν πιο χαλκοκόκκινα και μαδημένα. Όταν ξαναγύρισε τα μάτια μέσα είδε πως η Ευανθία τον κοίταζε. Η κυρία Αγλαΐα τίναζε μέσα στο δίσκο τα ψίχουλα από το βούτημά της…
- Φλώρα, Φλώρα! ακούστηκε από το διάδρομο η φωνή του παπαγάλου. Φλώρα ήταν το όνομα της υπηρέτριας που είχαν στο σπίτι όταν πήρανε τον παπαγάλο. Η Μαρίκα τον έμαθε να το φωνάζει, και όταν έφυγε η υπηρέτρια ο παπαγάλος φώναζε πάντα το όνομα αυτό άμα πλησίαζε η Μαρίκα.
Ο Στέφανος σα να ξαφνίστηκε, έστρεψε στην πόρτα που έμπαινε η Μαρίκα.
Η Μαρίκα κοίταξε πρώτα το Στέφανο, έπειτα φιλήθηκε με την κυρία Αγλαΐα και την Ευανθία.
- Τι ωραία μέρα! γύρισε προς το παράθυρο, αφού χαιρέτησε το Στέφανο.
- Θα βγούμε με το αμάξι, είπε η κυρία Αγλαΐα.
Η Μαρίκα πήγε ίσια στο πιάνο κ’ έπειτα στην εταζέρα. Τα δοκίμασε, ήταν ξεσκονισμένα. Ύστερα σταματώντας απέναντι στη εταζέρα:
- Να μην μπορεί να μάθει ακόμα! είπε σα μόνη της και πλησίασε και πήρε κ’ έσιαζε τα πράγματα που ήταν σ’ αυτή.
Μα η κυρία Αγλαΐα που δεν τον είδε φώναξε:
- Μαρίκα!
- Να μην μπορεί να μάθει! ξαναψιθύρισε η Μαρίκα.
- Καλά ήταν· εσύ τα χάλασες, της ξαναφώναξε η κυρία Αγλαΐα.
Μα η Μαρίκα σα να μην την άκουσε, έβαλε τα βάζα όπως ήθελε αυτή, και η κυρία Αγλαΐα έκανε να σηκωθεί:
- Αλλά, Μαρίκα!
- Έτσι, στραβά τα βάζουν τώρα· το είδε στης κυρίας προέδρου, είπε η Ευανθία.
Ο Στέφανος περίμενε να πει η κυρία Αγλαΐα στη νομαρχία δεν τα βάζουν έτσι, μα η κυρία Αγλαΐα δε μίλησε· σήμανε μόνο το κουδούνι.
Η υπηρέτρια ήρθε και ξαναέσιαξε τα βάζα.
Η Μαρίκα πήγε στο Στέφανο.
- Έτσι με κάνει πάντα νευρική, του είπε και στάθηκε κοντά του στο παράθυρο.
- Το είδα αλήθεια στης κυρίας προέδρου, ξαναείπε, μα η μαμά έτσι κάνει πάντα.
Ο Στέφανος θέλησε ν’ αλλάξει θέμα.
- Κοίταξε κει, της είπε κ’ έκαμε να της δείξει κάτι, δεν ήξερε κι ο ίδιος τι.
Η Μαρίκα έσκυψε· μα καθώς έσκυψε, η ματιά της πήρε τον ίσκιο της γιαγιάς που σκούπιζε κάτω στην αυλή. Τινάχθηκε ορθή πάλι.
- Όλοι εδώ μέσα μα κάνουν νευρική, είπε και γύρισε γοργά στην κάμαρα.
Η Ευανθία είχε καθίσει και κεντούσε και καθώς σήκωσε μια στιγμή τα μάτια, τα έριξε στη Μαρίκα και στο Στέφανο. Κι αυτοί στρέφοντας μέσα την είδαν που τους κοίταζε.
Η Ευανθία δεν πήρε από πάνω τους τα μάτια. Η κυρία Αγλαΐα γυρισμένη εκείθε, καθάριζε τα φύλλα της μπεγκόνιας.
Η Μαρίκα έμεινε σα συγχυσμένη, η Ευανθία ατάραχη. Ο Στέφανος είδε όμως στη ματιά της μια λάμψη κίτρινη, μια λάμψη που του θύμισε ξαφνικά τη ματιά μιας γάτας κοκκινόμαλλης που είχαν μια φορά στο σπίτι όταν ήτανε μικρός και του άνοιξε συχνά πληγές στα δάχτυλα.
Όταν η κυρία Αγλαΐα γύρισε πάλι το πρόσωπο στην κάμαρα, τους είδε που κοιταζόντανε άφωνοι και είχε το αίσθημα πως κάτι έγινε κει ανάμεσα στους τρεις.
- Τι κάθεστε; θα βγούμε με το αμάξι, είπε γοργά η κυρία Αγλαΐα.
- Αλλά μαμά, πετάχτηκε η Μαρίκα. Το είχα να πάω στα μαγαζιά, να δω ένα ύφασμα, πρόσθεσε αφού σώπασε μια στιγμή. Μα το πρόσθεσε σε τόνο που έδειχνε πως η ιδέα της είχε έρθει μόνο εκείνη τη στιγμή.
- Στο γύρισμα σταματούμε και το βλέπεις, είπε η κυρία Αγλαΐα και την κοίταξε με βλέμμα που φανέρωνε πως ένιωσε την πρόφαση. Και τράβηξε κατά την πόρτα.
Η Ευανθία πήγε κοντά.
Η Μαρίκα στάθηκε μπρος στο Στέφανο, που έμενε ορθός στη θέση του, έτοιμος να κινηθεί, μα σα να μην ήξερε προς πού να κινηθεί.
- Κι αυτή, κι αυτή με κάνει νευρική, του είπε, μόλις η Ευανθία χάθηκε έξω από την πόρτα.
Σταμάτησε άλλη μια στιγμή μπροστά του, κ’ έπειτα ακολούθησαν άφωνοι και οι δυο.
==VII==
Το αμάξι τράβηξε το δρόμο της ακρογιαλιάς. Η θάλασσα στρωνόταν πέρα ήσυχη, ωχρογάλανη.
Σωπαίναν και οι τέσσεροι· η Μαρίκα κοντά στο Στέφανο, η Ευανθία αντίκρυ του πλάι στην κυρία Αγλαΐα.
Έξαφνα η θεία Αγλαΐα θυμήθηκε πάλι το φόρεμα της Πρίφτη.
- Γκρίζο είπες; ρώτησε την Ευανθία.
- Ναι, γκρίζο, απάντησε η Ευανθία.
Δεν πρόσθεσε με τρία βολάν, κοίταξε μόνο στα μάτια τη Μαρίκα.
Και η Μαρίκα την κοίταξε κι αυτή.
Σε λίγο περνούσανε τη γέφυρα του μόλου κ’ έσκυψαν κ’ έβλεπαν κάτω και οι δυο. Μεγάλοι σωροί ρόδια ήταν στημένοι πυραμιδωτά στο μόλο ανάμεσα σε στοίβες σάκους και ψηλές σειρές τετράγωνα ολοκαίνουργα κασόνια.
- Τι κόκκινα! ψιθύρισε η Ευανθία βλέποντας τα ρόδια.
- Μαρίκα, θυμήσου να στείλομε να πάρομε, είπε η κυρία Αγλαΐα.
Από τις αποθήκες του μόλου κάτω από τη γέφυρα έφτανε απάνω κρατητός ο βρόντος άπειρων σφυριών που καρφώναν ολοένα. Η Μαρίκα σφάλισε τ’ αφτιά με τις παλάμες, ώσπου πέρασαν τη γέφυρα.
- Ήρθαν απόψε δυο ιγγλέζικα για να φορτώσουν, είπε ο Στέφανος.
- Πόσο αγοράζουν; ρώτησε η κυρία Αγλαΐα.
Ο Στέφανος είπε την τιμή, και ξανασωπάσαν πάλι. Η Ευανθία σηκώνοντας τα μάτια αντίκρισε μια στιγμή το Στέφανο. Η Μαρίκα κοίταζε ένα μικρό άσπρο σύννεφο στον ουρανό. Είχε υψωθεί εκεί, η Μαρίκα δεν το είχε δει από πού, και στάθηκε ψηλά και σάλευε μια εδώ μια εκεί, σα να μην ήξερε προς τα πού να πάει.
Η Ευανθία γύρισε και την κοίταξε
- Μαρίκα! φώναξε έπειτα με μιας.
Η Μαρίκα γύρισε.
- Να μην πάρομε και τη γιαγιά!
Η Μαρίκα τής έριξε μόνο ένα βλέμμα δίχως ν’ απαντήσει, και ο Στέφανος είδε πάλι στη ματιά της Ευανθίας την κίτρινη αναλαμπή που του θύμισε πρωτύτερα την παλιά γάτα.
Ο δρόμος φάνηκε στη θάλασσα και ανέβαινε προς το βουνό. Το αμάξι πήγαινε τώρα αργά, και η Μαρίκα ακουμπισμένη πίσω κοίταξε πάλι το σύννεφο. Είχε πυκνώσει τώρα μια στιγμή, έπειτα ξαναραίωσε και άπλωσε σα μαλλί ξασμένο, σκόρπισε αραιότερο, κομματιαστό, ώσπου έσβησε.
-Μαρίκα, ξαναφώναξε η Ευανθία, καλά είναι τα μαλλιά μου;
Είχε βγάλει το καπέλο, το ακούμπησε στα γόνατα, κ’ έσιαζε τα μαλλιά και κοίταζε.
Η Μαρίκα δεν της απήντησε. Γύρισε μόνο στην κυρία Αγλαΐα και είπε:
- Δεν πάμε πίσω;
- Ναι, με το γύρο, είπε η κυρία Αγλαΐα.
- Αλήθεια· να δούμε στο λιμάνι και τα ιγγλέζικα, είπε η Ευανθία.
Το αμάξι ανέβαινε σε μια πλαγιά κατάφυτη με αμπέλια τρυγημένα πια και με κοκκινισμένα φύλλα, και ο δρόμος ισκιωνόταν από το κάστρο που άφησαν πίσω προς την αντολή· στην άκρη των αυλακιών του δρόμου φύτρωναν ωχρόλευκα αγριολούλουδα, λευκογάλανα σκυλάκια, και από τους όχτους μύριζε ακόμα η ξερή ρίγανη.
Η Μαρίκα κούμπωσε το φόρεμά της.
- Κρυώνεις; Ρώτησε ο Στέφανος.
Η Μαρίκα δεν απάντησε, μα ο Στέφανος φώναξε στον αμαξά:
- Χτύπα λιγάκι.
Άμα κατηφόρισαν στο λόφο, ο ήλιος ξαναθέρμανε το δρόμο και η θάλασσα φάνηκε πάλι κάτω φωτεινή λουρίδα. Το αμάξι κυλούσε τώρα γοργότερα, μα ένα σφύριγμα μέσα από τα δέντρα το σταμάτησε με μιας σε μια καμπή. Ήταν το τραίνο που περνούσε δυο βήματα σχεδόν μπροστά. Η Ευανθία πετάχτηκε ορθή και σήκωσε το χέρι. Μερικά κεφάλια πρόβαλαν έξω από τα παράθυρα των βαγονιών.
Η Ευανθία έκαμε να νέψει με το χέρι, μα η κυρία Αγλαΐα την κράτησε.
- Τρελή! Έβγαλε φωνή.
Η Ευανθία γέλασε, αλλά δεν κάθισε.
- Ο λοχαγός! Ο λοχαγός της Πρίφτη, φώναξε έπειτα κοιτάζοντας κατά το τραίνο.
Η κυρία Αγλαΐα άφησε την Ευανθία και γύρισε κι αυτή να δει, ενώ ο τριγμός του τραίνου που χανόταν πάλι μες στα δέντρα σκέπασε τη φωνή της Ευανθίας.
Η Μαρίκα την κοίταξε περίεργα και γύρισε στο Στέφανο.
Η κυρία Αγλαΐα μίλησε πάλι για το ταξίδι και τα τρία βολάν της Πρίφτη.
Το αμάξι πλησίαζε προς το λιμάνι και πλάι του σταματούσαν στο σκονισμένο δρόμο χωριάτισσες που πήγαιναν ξυπόλυτες και με πανέρια στο κεφάλι.
Εμπρός στο πρώτο καφενεδάκι που απαντήσαν ύστερα, στεκόταν ένα αμάξι· και σ’ ένα από τα τραπέζια κάτω από τους ψηλούς ευκάλυπτους ήταν δυο κύριοι καθισμένοι. Χαιρέτησαν το Στέφανο με το καπέλο.
- Ποιος είν’ ο άλλος; ρώτησε η κυρία Αγλαΐα.
- Ο νέος εφέτης, είπε ο Στέφανος, και η κυρία Αγλαΐα κούνησε το κεφάλι δεύτερη φορά.
Η Ευανθία έσκυψε να κοιτάξει, μα η κυρία Αγλαΐα την τρόμαξε με μια κραυγή. Η Ευανθία είχε ξεχάσει στα γόνατά της το καπέλο και η κυρία Αγλαΐα της ξαναφώναξε:
- Μα τι ντροπή!
Και τη βίασε να το φορέσει αμέσως.
Περνούσαν τα πρώτα σπίτια του λιμανιού, και στις πόρτες έβγαιναν οι γυναίκες και κοίταζαν. Δυο κάρα που πέρασαν έπειτα τρεχάλα, τους έπνιξαν μέσα σε σκόνη μελανωπή. Η κυρία Αγλαΐα τίναξε το φόρεμά της, η Ευανθία γέλασε.
Τέλος φάνηκαν κάτω μαυροκόκκινοι όγκοι μακρουλοί τα δυο ιγγλέζικα καθισμένα στ’ ακίνητα νερά σα βουλιαγμένα. Πρώτη τα έδειξε η Ευανθία.
Ο Στέφανος έκαμε να στρέψει, μα η Μαρίκα του έδειχνε την ίδια ώρα σε άλλο μέρος. Σ’ ένα λόφο που άφησαν πίσω, άπλωνε ένας μύλος τα μεγάλα του πλατιά πανιά· μια πνοή έκανε να τα κινήσει και σαλεύαν μια στιγμή· μα η πνοή δεν είχε δύναμη και σταματούσαν κ’ έμεναν πάλι σα δεμένα. Η Μαρίκα τα κοίταζε σα να περίμενε τον άνεμο να τα κινήσει, και τα ξαναέδειξε του Στέφανου.
Η Ευανθία άκουσε το βίντσι που αντηχούσε τριχτά, σκληρά από το λιμάνι, και φώναξε:
- Φορτώνουν. Μαρίκα, πάμε να δούμε πώς φορτώνουν;
Η Μαρίκα δε μίλησε. Μόνο η κυρία Αγλαΐα ψιθύρισε:
- Αν πάει κι άλλος καλός κόσμος.
Μα η Ευανθία ξαναφώναξε:
- Άκου, Μαρίκα!
Η Μαρίκα δε μίλησε και πάλι, έδειχνε μόνο του Στέφανου. Μα ο Στέφανος απάντησε της Ευανθίας:
- Ναι, πάμε.
Η Μαρίκα γύρισε μεμιάς· και ο Στέφανος είδε σαν ξαφνιασμένος πως του άφησε το χέρι κ’ έστρεψε προς το άλλο μέρος.
- Τι είναι; της ψιθύρισε σκύβοντας κοντά της.
Δεν του απάντησε· έβλεπε πέρα τα φτερά του μύλου που έμεναν πάντα ακίνητα, κρέμονταν σαν παραλυμένα.
Άμα έφτασαν στην προκυμαία, αραιός κόσμος περπατούσε κει. Κάθε άλλος θόρυβος του λιμανιού πνιγόταν από το βίντσι των δυο ιγγλέζικων. Μαούνες φορτωμένες με σωρούς κασόνια στριμώχνονταν τριγύρω τους. Η Ευανθία σα να τα ξέχασε διόλου, ούτε γύρισε τα μάτια εκείθε. Κοίταζε τον κόσμο που περνούσε. Πρώτα πρόσεξε μια γούνα που βγήκε πρώιμα, έπειτα ένα φόρεμα αχερί:
- Τι χρώμα!
- Ναι, άσχημο, είπε η κυρία Αγλαΐα και στύλωσαν και οι δυο τα μάτια εκεί.
Μια βιτρίνα που οι δαντέλες τη γέμιζαν κρεμασμένες σαν κουρτίνες, τους τράβηξε έπειτα το βλέμμα και η Ευανθία φώναξε:
- Μαρίκα!
Αλλά δυο κύριοι χαιρέτησαν από το δρόμο, και η Ευανθία ρώτησε ποιοι είναι.
Έπειτα έσκυψε να γνωρίσει δυο κυρίες που τα πρόσωπά τους κρύβονταν κάτω από τις κόκκινες ομπρέλες τους.
- Είναι η Ζαζά με τη μητέρα της, είπε η κυρία Αγλαΐα που τις γνώρισε από το φόρεμα.
- Πώς σκύβει έτσι;
- Σφίγγεται άσχημα.
Παιδιά ξυπόλυτα και κόσμος με τριμμένα ρούχα, μαζεμένος γύρω σε μια μαϊμού που χόρευε, τις έκαμε και γύρισαν στο άλλο πλευρό ώσπου πέρασαν.
Έπειτα τους ξαναχαιρέτησαν απέξω και η Ευανθία ξαναρώτησε ποιοι ήταν. Μα έπειτα βλέποντας δυο νέους σ’ ένα αμάξι καθισμένους με τα πόδια τεντωμένα εμπρός, γύρισε και γέλασε.
- Τι, τα παπούτσια τους βγήκαν να δείξουν; είπε και ξαναγέλασε.
Η κυρία Αγλαΐα την κοίταξε αυστηρά.
- Μα, Ευανθία, την παρατήρησε.
Αλλά η Ευανθία γέλασε πάλι.
Είχαν φτάσει εμπρός στο καφενείο της προκυμαίας που μαζευόταν ο καλός κόσμος, και ο αμαξάς σταμάτησε.
Η Ευανθία πήδησε κάτω πρώτη και προχώρησε· η κυρία Αγλαΐα θέλησε να την κρατήσει, μα καθώς έστρεφε, σταμάτησε κ’ έβγαλε σχεδόν φωνή:
- Ο κύριος νομάρχης!
Ο κύριος νομάρχης στάθηκε με το καπέλο του στο χέρι:
- Τι ευχαρίστηση!
Η Ευανθία έμεινε ακίνητη και η κυρία Αγλαΐα σύστησε:
- Η ανεψιά μου.
Δυο κύριοι που περνούσαν πλάι, γύρισαν και κοίταξαν· και η κυρία Αγλαΐα πρόσθεσε:
- Ο κύριος νομάρχης, αρχαίος φίλος μας.
Και σιγότερα:
- Που μας λησμόνησε.
Ο κύριος νομάρχης έμεινε σα στενοχωρημένος και ψιθύρισε:
- Πράγματι, παράλειψις. Αλλά, δοκίμασε να δικαιολογηθεί, περιοδείες, συμβούλια, λιμενικά, τα ξέρετε…
Και σα με ξαφνική έμπνευση:
- Την ξέρετε τη νομαρχία.
Κι έμειναν και οι δυο μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη.
Είχαν σταθεί απέξω από το καφενείο, και ο κύριος νομάρχης χτύπησε σ’ ένα τραπέζι και πρόσφερε καθίσματα. Ο Στέφανος με τη Μαρίκα πλησίασαν, και καθίσαν όλοι.
Μίλησαν πρώτα για τον ωραίο καιρό.
- Κάναμε το γύρο, είπε η κυρία Αγλαΐα.
- Και θα ήταν έμορφα, είπε ο κύριος νομάρχης.
- Ναι, έμορφα, πολύ έμορφα.
Η κυρία Αγλαΐα μισοέκλεισε τα βλέφαρα κ’ έριξε ένα βλέμμα εμπρός της· έπειτα έφερε σιγά το χέρι στα μαλλιά και τα έστρωσε με την παλάμη.
- Δεν έχει κόσμο σήμερα, είπε.
Και η Ευανθία που θυμήθηκε τώρα τα ιγγλέζικα, ψιθύρισε:
- Θα είναι στα βαπόρια.
Η κυρία Αγλαΐα της έριξε αυστηρή ματιά και γύρισε στον κύριο νομάρχη:
- Σωστούς τρεις μήνες, τους σημείωσα --- ε, Μαρίκα;
Μα η Μαρίκα δεν ήθελε ν’ αφήσει το Στέφανο να της ρίξει στους ώμους τη ζακετίτσα της, και η κυρία Αγλαΐα είπε αυστηρά:
- Ναι, φόρεσέ τη.
- Φορέστε τη, φορέστε τη, είπε και ο κύριος νομάρχης.
Η κυρία Αγλαΐα έφερε το χέρι πάλι πίσω στα μαλλιά. Έπειτα ξαναγύρισε:
- Τον κύριο νομάρχη!
Ο κύριος νομάρχης της πρόσφερε το γλύκισμα και άρχισαν να μιλάνε για τη νομαρχία, όπως πάντοτε όταν βλέπονταν.
-Ναι, ναι, έλεγε η κυρία Αγλαΐα.
- Ναι, ναι· όπως μια φορά. Μια φορά που ο κύριος νομάρχης ήταν γραμματεύς και η κυρία Αγλαΐα κυρία νομάρχου.
Τους έκοψε η Ευανθία που ξαναθυμήθηκε τα ιγγλέζικα.
- Στάθηκαν έξω, είπε του Στέφανου.
Η κυρία Αγλαΐα την ξανακοίταξε αυστηρά· μα ο κύριος νομάρχης γύρισε έξαφνα:
- Ναι, έχομε και τα ιγγλέζικα, είπε· τα είδατε;
Και στρέφοντας στο Στέφανο άρχισε να μιλεί για τις τιμές που υψώθηκαν.
- Ναι, απότομα, είπε ο Στέφανος.
- Ευχάριστο, είπε ο κύριος νομάρχης.
- Ναι, ευχάριστο.
Το βίντσι των βαποριών ακούστηκε πάλι που έτριζε.
- Φορτώνουν, είπε ο κύριος νομάρχης.
- Στάθηκαν έξω, ξαναείπε η Ευανθία.
Εννοούσε έξω από το βραχίονα του λιμανιού.
- Ναι, πολύ έξω, είπε ο κύριος νομάρχης, και η ομιλία ήρθε στο λιμάνι που ακόμα έμενε ατελείωτο.
- Μου φαίνεται άλλαξε το σχέδιο, είπε ο Στέφανος.
Ο κύριος νομάρχης χαμογέλασε:
- Μόνο το σχέδιο!
Και κουνώντας το κεφάλι στην κυρία Αγλαΐα ψιθύρισε:
- Τα ξέρετε…
Μα εκεί που ο λόγος ξαναγύρισε στη νομαρχία, ο κύριος νομάρχης σηκώθηκε έξαφνα.
Από τη γωνία του καφενείου παρουσιάστηκε η Φιφίκα Πρίφτη κρατώντας μπράτσο την κυρία Κατίγκω. Μόλις τους είδαν, η κυρία Κατίγκω έκαμε κίνημα. Μα ήταν αργά· ορθός εμπρός τους ο κύριος νομάρχης τους άπλωνε το χέρι και πρόσφερε καθίσματα.
Η κυρία Κατίγκω πήγε ευθύς στην Ευανθία:
- Χρυσή μου!
Και τη φίλησε.
Η Μαρίκα καθισμένη κοντά στο Στέφανο κοίταζε σιωπηλή προς το λιμάνι, που οι μακρουλοί μεγάλοι όγκοι των δυο ιγγλέζικων του έφραζαν το άνοιγμα και θάμπωναν εκεί μπροστά τους το φωτεινό χρώμα της θάλασσας.
Η κυρία Κατίγκω χαιρέτησε και τη Μαρίκα. Έπειτα ήρθε πάλι στην Ευανθία και της είπε μελαγχολικά:
- Τι κρίμα που δεν ήσουνα στην πρόβα!
Κάθισε κοντά της και μίλησαν για το φόρεμα που έραβε η Φιφίκα.
Ο κύριος νομάρχης είχε γυρίσει στη Φιφίκα:
- Λοιπόν αύριο;
- Το μάθατε;
- Τι ευτυχία!
Η Φιφίκα γέλασε:
- Που φεύγω;
- Που σας βλέπομε πριν φύγετε.
Και ο κύριος νομάρχης ακουμπώντας τις παλάμες διπλωμένες στην αργυρή λαβή του μπαστουνιού του την κοίταζε.
Η κυρία Αγλαΐα κατέβασε τα φρύδια, όπως συνήθιζε όταν τη δυσαρεστούσε κάτι.
Η Ευανθία έδειξε απέναντι μια τουαλέτα με πλατιά φουσκωτή φούστα:
- Για δέτε κει! να τρία βολάν.
Γύρισαν και κοίταξαν· η κυρία Αγλαΐα μισοκλείνοντας τα μάτια.
Μα έξαφνα γύρισε η κυρία Αγλαΐα:
- Τι αηδία, ε, Μαρίκα;
Η Μαρίκα δεν απάντησε· καθώς έστρεψε, είδε μόνο πως η Ευανθία κοίταζε το Στέφανο.
- Τι αηδία, ε; είπε ξανά η κυρία Αγλαΐα, και η Φιφίκα το ένιωσε και κοκκίνισε.
Μα ο Στέφανος γύρισε αμέσως και τη ρώτησε:
- Πηγαίνετε στην Ιταλία;
- Ναι, στη Γένοβα, απάντησε σα συγχυσμένη· μα έπειτα: Ο θείος επέμενε να πάμε να μας δη, τόνισε σαν επίτηδες.
Ο θείος ήταν πλούσιος έμπορος στη Γένοβα, γνωστός στην πόλη· και ο κύριος νομάρχης τόνισε κι αυτός:
- Καθήκον.
- Τι λαμπρός άνθρωπος! είπε έπειτα· και πατριώτης!
Και στρέφοντας προς την Αγλαΐα πρόσθεσε:
- Το γνωρίζω από τη νομαρχία.
Τα φρύδια της κυρίας Αγλαΐας ξαναχαμήλωσαν.
Μα η Ευανθία έσκυψε έξαφνα και κάτι είπε της Φιφίκας, και η Φιφίκα γέλασε. Ο κύριος νομάρχης, καθώς έστρεψε σ’ αυτή, έμεινε παίζοντας την αργυρή λαβή του μπαστουνιού του ανάμεσα στα δάχτυλα.
Όταν ξαναέστρεψε είδε την κυρία Αγλαΐα που τον κοίταζε.
- Ανεψιά σας είπατε; έσκυψε και της ψιθύρισε.
- Ναι, από τον άντρα μου, απάντησε η κυρία Αγλαΐα, όταν εννόησε πως ρωτούσε για την Ευανθία.
- Αχά! είναι --- θυμούμαι τη μητέρα της.
Η Φιφίκα αντίκρυ ξαναγέλασε, και ο κύριος νομάρχης έμεινε μια στιγμή.
- Από τη νομαρχία, του ξέφυγε έπειτα, μα αμέσως το ένιωσε και είπε γοργά:
- Ναι, ναι, που είχε τον τελώνη.
- Τον ελεγκτή, κύριε νομάρχα!...
Ο κύριος νομάρχης τινάχτηκε σα να συνήρθε ξαφνικά κ’ ένιωσε πως κοκκίνισε.
- Δε φαντάζεσαι τι ωραία που χτενίζει, έλεγε της Ευανθίας η Φιφίκα· ούτε αισθάνεσαι το χτένι.
- Και λούζει ωραία, λένε, είπε η κυρία Κατίγκω.
- Ω, έκτακτα· με νέα μέθοδο. Και ιδίως το στέγνωμα· η τέχνη της είναι το στέγνωμα· με τον ατμό.
Η Ευανθία κοίταζε τη Φιφίκα. Και η Μαρίκα που καθόταν άφωνη σα μόνη της, έριξε βλέμμα στα μαλλιά της Ευανθίας απέναντι.
Η Ευανθία κοκκίνισε που το είδε· κοκκίνισε και χαμήλωσε τα μάτια. Της φάνηκε πως ήθελε να της θυμίσει πως χτες αυτή την έλουσε η γιαγιά.
Μα η Φιφίκα που την κρατούσε από το χέρι, της είπε ξαφνικά:
- Τι ωραία που είναι, Ευανθία, τα μαλλιά σου!
- Ωραία, ναι, είπε και η κυρία Κατίγκω.
Και η Ευανθία που ξανασήκωσε τα μάτια είδε πως όλοι, και ο Στέφανος μαζί, κοιτάζαν τα μαλλιά της. Μόνη η Μαρίκα είχε γυρίσει το βλέμμα αλλού.
Η κυρία Αγλαΐα μιλούσε πάλι με τον κύριο νομάρχη.
- Ναι, ναι, όπως τότε.
- Ναι, ναι, όπως μια φορά.
Μα η Ευανθία ξαναψιθύρισε με τη Φιφίκα, και ο κύριος νομάρχης σα να ξεχάστηκε ξανά.
Η κυρία Αγλαΐα έμεινε με την παλάμη πίσω στα μαλλιά της· η Φιφίκα την κοίταζε από αντικρύ.
Η κυρία Αγλαΐα την κοίταξε και εκείνη· την κοίταξε άφωνη. Έπειτα της χαμογέλασε μονάχα. Μα μισοκλείνοντας τα βλέφαρα της είπε αμέσως:
- Λυπήθηκα που δε σας είδα το πρωί.
- Αλλά ντυνόμουνα να βγούμε, πρόσθεσε με τα φρύδια πάλι ορθά.
Η Ευανθία κοιτάχτηκε με την κυρία Κατίγκω· η Φιφίκα όμως απάντησε ήσυχα:
- Μα εγώ ήρθα μόνο για την Ευανθία.
Το είπε κ’ έμεινε ακίνητη.
Η κυρία Αγλαΐα είδε πως έμεινε ακίνητη και η αργυρή λαβή του μπαστουνιού στα χέρια του κυρίου νομάρχη.
Ο Στέφανος έριξε ένα βλέμμα στη Μαρίκα· η Μαρίκα κοίταζε τη θάλασσα.
Μα έπειτα όταν γύριζαν στο σπίτι, η Μαρίκα πλησίασε μια στιγμή το Στέφανο, που τις συνόδευε ως την πόρτα. Ήταν παράξενα χλωμή και του έπιασε το χέρι νευρικά.
-Ξέρεις Στέφανε, του είπε, ξέρεις τι σκέφτηκα έξαφνα;
- Τι; ψιθύρισε ο Στέφανος.
- Θα ήταν καλύτερα να έπαιρνες την …
Κ’ ενώ ο Στέφανος την κοίταξε σαν ξαφνισμένα·
- Την Πρίφτη, είπε η Μαρίκα.
Και τον άφησε να την κοιτάζει εκεί και χάθηκε στην πόρτα.
==VIII==
- Την Πρίφτη!
Ο Στέφανος πήγαινε σκυφτός στο σπίτι· δεν ήθελε όμως να συλλογιστεί. Και μια στιγμή που του φάνηκε έξαφνα πως κάτι έλαμψε μπροστά του, δεν ήταν τα μαλλιά της Πρίφτη. Σήκωσε ευθύς τα μάτια απάνω, σα να ήθελε να μην το δει. Και είδε τη θάλασσα.
Του φάνηκε πως έλαμπε όλη.
Και όταν έπειτα ανέβηκε στο σπίτι, ήρθε γελαστή κοντά του η κυρία Κατίγκω και τον κοίταξε και του είπε:
- Τι όμορφη που ήταν σήμερα η Ευανθία.
Και πήρε και γέμιζε δυο βάζα με άνθη.
Ο Στέφανος δεν πρόσεξε με τι άνθη, είδε μόνο πως έφεγγαν στα βάζα τ’ άνθη.
Μα έξαφνα ξαναγύρισε η κυρία Κατίγκω· και ρώτησε:
- Μα η Μαρίκα τι είχε;
Ο Στέφανος έκαμε ν’ απαντήσει: τι; Μα δεν απάντησε· είπε μόνο:
- Τι κωμικός που ήταν ο νομάρχης.
Κ’ ενώ η κυρία Κατίγκω τον κοίταζε, πρόσθεσε ο Στέφανος.
- Κι αυτή.
Η κυρία Κατίγκω εννόησε πια, όμως δε θύμωσε· είπε μόνο μελαγχολικά:
- Μου κακοφαίνεται που φεύγει.
Και αφού ξεχάστηκε για μια στιγμή, ψιθύρισε:
- Θα πάρω εδώ την Ευανθία για λίγες μέρες.
Ο Στέφανος έκανε να την κοιτάξει, και η κυρία Κατίγκω ξαναείπε:
- Η γιαγιά θα μου τη δώσει.
Και σώπασαν.
Είχαν σταθεί εμπρός στο παράθυρο κ’ έβλεπαν τη θάλασσα. Ένα αεράκι τη σγούρανε ωχροπράσινη, ισκιωμένη μεριές μεριές από αραιά πλοκαμωτά, αλλού σταχτιά αλλού άσπρα σύννεφα με κίτρινες αντιφεγγιές εδώ και κει. Το μάκρος χανότανε σκουρότερο, πια σταχτερό. Από το λιμάνι ακούονταν τριχτός ο βρόντος που έκανε το βίντσι των ιγγλέζικων.
- Φορτώνουν, είπε έξαφνα η κυρία Κατίγκω.
Και του Στέφανου του φάνηκε πως άκουσε σα μακρινό αντίλαλο:
- Φορτώνουν· άκου, Μαρίκα, πώς φορτώνουν.
Και γύρισε.
Εκεί η κυρία Κατίγκω πρόσθεσε:
- Θα πάμε με την Ευανθία να τα δούμε.
Ο Στέφανος έμεινε ακίνητος. Όταν ξαναέστρεψε έπειτα, η κυρία Κατίγκω έβλεπε τη θάλασσα.
Μα ύστερα από λίγο πάλι ξαναγύρισε η κυρία Κατίγκω:
- Στέφανε!
Ο Στέφανος την κοίταξε.
- Δε μου είπες τι είχε σήμερα η Μαρίκα.
Ο Στέφανος σα να ξαφνίστηκε ξανά. Κοίταξε μπρος του με μάτια σα μισόκλειστα για μια στιγμή. Έπειτα ψιθύρισε:
- Η Μαρίκα;
- Τίποτε δεν είχε, είπε δυνατότερα και ξανακοίταξε μπροστά του: η θάλασσα σα ν’ ανατρίχιασε όλη μια στιγμή, βάφηκε χαλκοπράσινη ελαφρά.
Με έπειτα ξαναησύχασε και απέμεινε απλωμένη με μουντά στίγματα, σαν ξέθωρος παλιός καθρέφτης σκουριασμένος. Τα σκόρπια σύννεφα στον ουρανό είχαν σκουράνει.
Ο Στέφανος έμεινε κει σκυφτός.
==IX==
Τα σύννεφα είχαν μαυρίσει και σκέπαζαν όλον τον ουρανό όταν μετά το μεσημέρι ο Στέφανος ανέβαινε τη σκάλα της Μαρίκας.
Η Μαρίκα τον περίμενε στην πόρτα. Ήταν χλωμή, μα γέλασε όταν τον είδε. Του έπιασε το χέρι και βλέποντάς τον στο πρόσωπο:
- Στέφανε, του είπε σιγά, αν μπορείς λησμόνησε ό, τι σου είπα.
Ο Στέφανος της έσφιξε το χέρι και την κοίταξε στα μάτια.
- Ναι, Μαρίκα.
- Λησμόνησέ το και συγχώρεσέ με· μα με πειράζει, με κάνει νευρική.
Ο Στέφανος περίμενε· και η Μαρίκα ξαναψιθύρισε:
- Με κάνει τόσο νευρική η Φιφίκα.
Ο Στέφανος την κοίταξε πάλι στα μάτια. Την κοίταξε σα να ήθελε να δει σ’ αυτά αν είχε πει το αληθινό όνομα.
Μα η Μαρίκα σα να ένιωσε κάτι και φοβήθηκε, του έπιασε και το άλλο χέρι, τον έσυρε κοντά της κ’ έσκυψε στο στήθος του το πρόσωπο.
Έμεινε έτσι μια στιγμή, έπειτα ορθώθηκε ξανά και πιάνοντάς τον από τη μέση τον έφερε μπρος στο παράθυρο. Και δείχνοντας τη θολωμένη μέρα έξω είπε:
- Πώς μου αρέσει, δεν ξέρεις πώς μου αρέσει που σκοτείνιασε.
Στάθηκε ακουμπισμένη πάλι απάνω του. Ήταν εμπρός στο ανοιχτό παράθυρο, και τα ξερά χαλκά φύλλα της λεύκας κρέμονταν σαν πνιγμένα στο μολυβή αέρα του σκοτισμένου δειλινού που σύγχυζε σε άχνα αόριστη τον κάμπο πέρα κ’ έβαφε με χρώμα θαμπού μουντού ατσαλιού τον όγκο του απέναντι βουνού.
- Πώς μου αρέσει που σκοτείνιασε, ξαναψιθύρισε η Μαρίκα.
Δεν έπνεε πνοή, και ο λόγος φάνηκε στο Στέφανο σαν ψιθύρισμα της ίδιας θολωμένης ώρας. Δε μίλησε από φόβο μην ταράξει τη σιγή της. Έσκυψε μόνο στη Μαρίκα και της φίλησε το μέτωπο. Κ’ έμειναν και οι δυο άφωνοι κοιτάζοντας στο μάκρος.
Έπειτα η Μαρίκα βάζοντας το χέρι γύρω στο λαιμό του:
- Στην ησυχία αυτή, είπε σιγά.
- Πόσο είμαι ευτυχισμένη, περίμενε ν’ ακούσει ο Στέφανος, μα η Μαρίκα αλλάζοντας τόνο μεμιάς και φέρνοντας το πρόσωπο σιμώτερα προς το δικό του:
- Δεν ξέρω, Στέφανε, γιατί, μα με πειράζει το πολύ το φως κοντά σου, είπε και τον κοίταξε κατάματα.
Την κοίταξε και ο Στέφανος: το βλέμμα της είχε σαν κάποια ανησυχία, σαν κάποιο τρόμο, όπως και η φωνή της.
Έμειναν έτσι μερικές στιγμές. Ο Στέφανος δεν έβρισκε τι να μιλήσει. Μα όταν έκαμε κάτι να πει…
- Ω σώπα· κοίταζέ με μόνο, τον σταμάτησε η Μαρίκα, κ’ έμειναν πάλι άφωνοι βλέποντας έξω.
Αλλά μια ξαφνική πνοή τους έκαμε να τιναχτούν. Ήρθε μεμιάς και κούνησε τη λεύκα σα χέρι αόρατο, χωρίς να της ταράξει τα κλαδιά. Μόνο τα φύλλα έτριξαν στα κλαδιά με ήχο ξερό σαν ξέσκισμα. Έπειτα πέρασε η πνοή και ξαναχύθηκε βουβή σιγή, που άφηνε ν’ ακούεται το πέσιμο των φύλλων κάτω.
Η Μαρίκα κοίταξε άφωνη το Στέφανο. Έπειτα έσκυψε στο παράθυρο: τα ξερά φύλλα είχαν γεμίσει την αυλή. Ο Στέφανος σα ν’ ανατρίχιασε.
Καθώς κοιτάζαν στο παράθυρο, άκουσαν πίσω τους φωνή. Γύρισαν και είδαν, ορθό, ακίνητο μπροστά τους τον παππού.
Κοιταχτήκαν πάλι αμίλητοι και οι δυο.
- Θα βρέξει, ψιθύρισε ο παππούς και κοίταζε έξω το βαρύ αέρα.
- Ναι, παππού, θα βρέξει, είπε και η Μαρίκα σαν αυτόματα.
Ο παππούς γύρισε και την κοίταξε με μια μακριά θαμπή ματιά. Ο Στέφανος δεν ένιωθε γιατί ξανανατρίχιασε.
΄Επειτα γύρισε άφωνος ο παππούς και σύρθηκε αργά και τρικλιστά κατά την πόρτα. Η ράχη της σταχτιάς τριμμένης ρόμπας του σταμάτησε έξω από την πόρτα μια στιγμή.
Έπειτα χάθηκε.
Η Μαρίκα γύρισε και κοίταξε το Στέφανο.
- Τον παππού, τον άμοιρο παππού, ψιθύρισε.
Μα από το διάδρομο ακούστηκε έξαφνα φωνή, και σε λίγο είδαν την υπηρέτρια που έτρεχε. Και από πίσω, ενώ η γιαγιά έσερνε από το χέρι τον παππού, ο παππούς μουρμούριζε:
- Τα σπίρτα --- μου τα ξαναπήρε.
Η Μαρίκα κάθισε άφωνη στον καναπέ.
Έπειτα είπε ξαφνικά:
- Τι φόβο είχα μην μπει μεμιάς η Ευανθία.
Κ’ ενώ ο Στέφανος την κοίταζε.
- Δε θέλω να βλέπει κανένας τον παππού τέτοιες στιγμές.
Κ’ έπειτα από λίγο πάλι:
- Ξέρεις γιατί; Γιατί μου φαίνεται πως ο παππούς είναι εντελώς δικός μου. Κι αυτός δεν ξέρεις πόσο μ’ αγαπά. Και τι καλά μιλεί μαζί μου.
Κ’ ενώ ο Στέφανος την κοίταζε ολοένα.
- Τι νομίζεις μου έταξε προχτές; είπε σιγώτερα η Μαρίκα.
- Τι; ρώτησε ο Στέφανος.
Η Μαρίκα μια στιγμή ως να δίστασε.
- Στο γάμο μας δε θα έμπει με τη ρόμπα, είπε έπειτα· και στη ματιά της έπαιξε μια λάμψη.
Ο Στέφανος τη χάιδεψε ελαφρά στο πρόσωπο μ’ ένα χαμόγελο, και η Μαρίκα αφού τον κοίταξε μια στιγμή εξακολούθησε με τη φωνή ζωηρότερη:
- Και ξέρεις τι; Χτες ήρθε κα με πήρε σιγαλά στην κάμαρά του και τι λες μου έδειξε; Τη ρεδιγκότα του. Την είχε βγάλει από το ντουλάπι και την ξεσκόνισε μονάχος. Δεν είπε λέξη, αλλά κατάλαβα.
Σταμάτησε, μα έπειτα πάλι μεμιάς:
- Αχ, Στέφανε, δεν ξέρεις πώς θα χαιρόμουν αν ερχόταν ο παππούς στο γάμο μας.
_ Και γω, είπε ο Στέφανος σιγά, και η Μαρίκα κοιτάζοντάς τον τώρα κατάματα:
- Και θα χαιρόμουν πιο πολύ αν ήταν εκεί μόνος ο παππούς, μόνο η γιαγιά, η μαμά, οι δικοί σου βέβαια, και κανένας άλλος.
Και σα να τη σταμάτησε η ματιά του Στέφανου· κανένας ξένος, είπε σιγαλότερα.
Και ο Στέφανος χωρίς να πάρει κι αυτός το βλέμμα από το δικό της πρόσωπο:
- Ούτε ο κύριος νομάρχης; ρώτησε.
Η Μαρίκα δεν το περίμενε κ’ έμεινε μια στιγμή άφωνη.
- Γελάς! ψιθύρισε έπειτα, ενώ στην πόρτα έμπαινε η Ευανθία.
Μπήκε με παράπονο για τον καιρό που χάλασε.
- Και είπαμε με τη θεία Κατίγκω να πάμε στα ιγγλέζικα, είπε με απογοητευμένο πρόσωπο. Και βλέποντας προς το παράθυρο:
- Το πρωί ποιος το περίμενε πώς θα σκοτείνιαζε έτσι. Μα εμείς με τη γιαγιά θα πάμε ωστόσο.
Η Μαρίκα σήκωσε τα μάτια από το κέντημα που είχε πιάσει.
- Πού; ρώτησε.
- Στη θεία Κατίγκω.
Δε μίλησε κανένας μια στιγμή.
Έπειτα η Ευανθία πηγαίνοντας προς τη Μαρίκα:
- Δεν είναι καλύτερα έτσι τα μαλλιά μου; ρώτησε.
Τα είχε χτενίσει αφέλειες. Και ρίχνοντας το βλέμμα αντίκρυ στον καθρέφτη γέλασε πάλι η όψη της.
- Δε μου παν καλύτερα έτσι; ξαναγύρισε προς τη Μαρίκα.
Η Μαρίκα δίχως να προσέξει όσο ήθελε η Ευανθία:
- Καλύτερα, είπε μόνο και ξαναέσκυψε πάλι στο κέντημα.
Και η Ευανθία γυρίζοντας τότε στο Στέφανο:
- Αλήθεια, είναι καλύτερα έτσι; ρώτησε και τον κοίταξε στα μάτια.
Ο Στέφανος δεν πρόφτασε να δώσει απάντηση. Η Μαρίκα είχε στυλώσει μεμιάς κι αυτή τα μάτια απάνω του.
Έμειναν έτσι αμίλητοι λίγες στιγμές και οι τρεις. Και η κυρία Αγλαΐα που μπήκε μέσα ύστερα από λίγο, είχε το ίδιο αίσθημα που είχε και το πρωί, το αίσθημα πως κάτι έγινε κει ανάμεσά τους.
==X==
Ο Στέφανος βρήκε την Ευανθία μόνη στην τραπεζαρία. Καθόταν στο παράθυρο κοντά και διάβαζε. Άμα τον είδε σήκωσε τα μάτια, και ο Στέφανος κάθισε αντίκρυ της. Πρώτα μίλησαν για τον καιρό.
- Τι πλήξη, είπε η Ευανθία και άφησε να πέσει το βιβλίο από το χέρι της.
- Φθινόπωρο, είπε ο Στέφανος.
Έβρεχε και η βροχή κρεμότανε σαν πυκνό δίχτυ έξω από τα τζάμια κ’ έκρυβε κάθε θέα· πλυμένα από τη βροχή κοκκίνιζαν μόνο θαμπά τα φύλλα που έμεναν ακόμα στα κλαδιά της λεύκας.
Λίγες στιγμές δε μίλησε κανείς. Η Ευανθία έσυρε το δάχτυλο στο τζάμι, σα να ήθελε να γγίσει τις στάλες της βροχής που νότιζαν το τζάμι απέξω. Έπειτα γύρισε έξαφνα:
- Μας περίμενε χθες το απόγευμα η θεία Κατίγκω;
- Νομίζω, είπε ο Στέφανος.
- Πώς δε μου το είπες τότε;
- Πού το ήξερα!
Η Ευανθία τον κοίταξε στα μάτια, σα να μην πίστεψε.
Ο Στέφανος σηκώθηκε κ’ έκαμε βήματα προς το άλλο παράθυρο.
- Αλήθεια πλήξη, ψιθύρισε ρίχνοντας βλέμμα έξω, σα να ήθελε να κόψει εκεί την ομιλία.
Το πρωί που έφευγε από το σπίτι τον σταμάτησε η μητέρα του στην πόρτα.
- Στέφανε, του είπε, πώς ήθελα να ερχόταν η Ευανθία εδώ για λίγες μέρες. Δεν της το λες;
- Εγώ; είπε ο Στέφανος κάπως απότομα, χωρίς να θέλει.
- Θα πήγαινα μονάχη, μα το ξέρεις: δεν ήθελα να ξαναπαντηθώ…
- Αλλά, μητέρα, έκοψε την κυρία Κατίγκω ο Στέφανος, δεν τ’ αφήνετε όλα αυτά επιτέλους!
Η κυρία Κατίγκω κάτι θέλησε να πει, μα ο Στέφανος δεν την άφησε.
- Για χάρη μου, είπε· το ξέρεις, δεν είναι κακή, μονάχα νευρική.
Η κυρία Κατίγκω δεν ξαναμίλησε.
Και τώρα ο Στέφανος καθώς πλησίασε πάλι την Ευανθία:
- Ναι, ναι, του ήρθε μεμιάς να πει, μα η Ευανθία τον πρόλαβε.
- Για πε μου αλήθεια, του είπε σιγαλά, γιατί δε μου είπες χτες αν σου αρέσουν καλύτερα έτσι τα μαλλιά μου;
Το είπε τόσο ξαφνικά, που ο Στέφανος δε μπόρεσε πάλι να μιλήσει. Την κοίταξε μονάχα --- κοιτάχτηκαν και οι δυο για μια στιγμή. Και σα να ξαφνίστηκαν και οι δυο που άνοιξε η πόρτα.
Μπήκε η γιαγιά και πήγε ίσα στο Στέφανο.
- Η Μαρίκα έβηξε τη νύχτα, του είπε σιγά και ανήσυχα.
- Πολύ; ρώτησε ο Στέφανος.
Η γιαγιά τον κοίταξε.
- Είναι η υγρασία, ξαναείπε ο Στέφανος.
- Σηκώθηκε; ρώτησε ύστερα πιο δυνατά.
- Θα σηκωθεί· δεν μπόρεσα να την κρατήσω, απάντησε η γιαγιά.
- Δεν προσέχει, δεν προσέχει, ξαναψιθύρισε κοιτάζοντας ανήσυχα πάλι το Στέφανο.
Ο Στέφανος έμεινε σκυφτός. Χτες βράδυ που έφευγε, η Μαρίκα κατέβηκε μαζί του κάτω. Τον κράτησε μπροστά στην πόρτα, ακούμπησε στον ώμο του και του είπε:
- Δε μ’ αγαπάς, δε μ’ αγαπάς σαν πρώτα, Στέφανε.
Κ’ έμεινε και τον κοίταζε. Έπειτα, σα να ξέχασε τι είπε, κρεμάστηκε στο μπράτσο του και τον έσυρε έξω:
- Έλα να περπατήσομε λίγο στον κήπο.
Και τον έσυρε ως τον κήπο.
Η νύχτα ήταν σιωπηλή και σκοτεινή· δεν έφεγγε πουθενά φως. Έκαναν λίγα βήματα σιωπηλοί και οι δυο. Όπως πατούσαν, κάτι έτριξε κάτω μια στιγμή ξερά, και η Μαρίκα ψιθύρισε:
- Είναι τα φύλλα…
- Τα φύλλα που ακούσαμε που έπεσαν, είπε σιγώτερα και σώπασε --- σωπάσανε πάλι και οι δυο.
Έπειτα η Μαρίκα έγινε μεμιάς φαιδρή. Του είπε κατιτί και γέλασε. Έπειτα θυμήθηκε τη ρεδιγκότα που της έδειξε ο παππούς.
- Φαντάσου, Στέφανε, του είπε και τον κοίταζε, σα να ήθελε να δει τα μάτια του στο σκότος.
Ξαναέφεραν στον κήπο δυο-τρεις γύρους, όσο που ένιωσαν πως άρχισε να ψιχαλίζει.
Όταν την άφησε στην είσοδο, είδε πως ήτανε χλωμή και πως κατέβηκε χωρίς επανωφόρι.
- Ναι, δεν προσέχει.
Γύρισε από το παράθυρο, όπου είχε σταθεί και κοίταζε έξω τη βροχή. Η γιαγιά τον έβλεπε άφωνη, η Ευανθία είχε πάρει πάλι το βιβλίο.
- Αχ ναι, αχ ναι, ανέκραξε η γιαγιά κ’ έμεινε σιωπηλή ξανά.
Ο Στέφανος άναψε τσιγάρο και ξαναγύρισε προς το παράθυρο. Η βροχή θόλωνε πάντα το τζάμι. Μια ξαφνική πνοή την έφερε για μια στιγμή λοξά και χτύπησε στο τζάμι, σα να έσπασαν απάνω του σε θρύμματα πλήθος ψιλά ατσαλένια σύρματα. Η Ευανθία τινάχτηκε.
- Καιρός! ψιθύρισε και κοίταξε έξω. Ποιος ξέρει, να έφυγε τάχα η Φιφίκα;
- Ποιός; ρώτησε η γιαγιά.
- Η Φιφίκα Πρίφτη.
- Να πάει πού;
- Ταξίδι, απάντησε η Ευανθία. Κ’ έπειτα στρέφοντας στο Στέφανο:
- Ξέρεις, Στέφανε, είπε, έχω μια ιδέα.
Ο Στέφανος την κοίταξε.
- Η Φιφίκα δε θα πάει στην Ιταλία.
- Αλλά;
- Αλλού --- πάει ν’ αρραβωνιαστούνε με το λοχαγό.
- Αστεία, είπε ο Στέφανος.
- Θα δεις --- η μητέρα της δε θέλει, και πάει με τον πατέρα της ν’ αρραβωνιάσουν μυστικά· γι’ αυτό έφυγε κι ο λοχαγός.
- Ποιος; ρώτησε η γιαγιά τεντώνοντας το αφτί.
- Κανένας, είπε η Ευανθία και ξαναπήρε το βιβλίο ενώ ο Στέφανος την κοίταζε περίεργα.
Η γιαγιά έφυγε και ο Στέφανος κάθισε και κάπνιζε κ’ εξακολουθούσε να την κοιτάζει.
Η βροχή χτύπησε πάλι στο παράθυρο, και μαζί της σύρθηκαν στο τζάμι και τα ξερά κλαδιά της λεύκας. Ο Στέφανος τα είδε που σείστηκαν, και του φάνηκαν σα δάχτυλα, σαν αχαμνά γνώριμα δάχτυλα που έκρουσαν το τζάμι.
Είχε μελαγχολήσει, και ο αέρας εκεί μέσα του ήταν σα να τον έπνιγε.
- Πλήξη, έκαμε να ψιθυρίσει για να τινάξει τη θλιβερή διάθεση, μα επάνω εκεί η Ευανθία του είπε ξαφνικά:
- Μα μην το πεις της θείας Κατίγκως.
Και τον κοίταζε.
- Τι να μην πω; ρώτησε ο Στέφανος.
- Αυτά για τη Φιφίκα.
Ο Στέφανος σα να είχε λησμονήσει.
- Τι; ψιθύρισε· μα έπειτα: Α ναι, είπε έξαφνα κ’ έμεινε κοιτάζοντάς τη.
- Θα μου θυμώσει, και δε θέλω να μου θυμώσει η θεία Κατίγκω, είπε η Ευανθία και τον πλησίασε· του έπιασε τον ώμο και είπε σιγώτερα:
- Μην της το πεις.
Ο Στέφανος της γέλασε. Και η Ευανθία έξαφνα:
- Δε με περίμενε χτες βράδυ η θεία Κατίγκω; ρώτησε και τον κοίταζε.
- Ναι, σε περίμενε, είπε ο Στέφανος χωρίς να το νοήσει.
Η Ευανθία μια στιγμή δε μίλησε. Έπειτα ξαφνικά πάλι:
- Τι κρίμα να μην πάμε στα ιγγλέζικα· ήθελα να τα δω πριν φύγουν.
- Θ’ αργήσουνε να φύγουν, είπε ο Στέφανος.
Και η Ευανθία κοιτάζοντάς τον πάντα:
- Αλλά θα φύγω εγώ.
-Αστεία.
Ο Στέφανος σώπασε μια στιγμή. Έπειτα, σα μηχανικά, ρώτησε¨
- Πότε;
- Γρήγορα, απάντησε η Ευανθία.
Ο Στέφανος δε μίλησε. Άκουσαν πάλι τη βροχή που ξαναχτύπησε στο τζάμι κ’ έμειναν όρθιοι εκεί κοντά κοντά και κοιταζόνταν.
==XI==
Το δειλινό άμα ξαναήρθε ο Στέφανος, η Ευανθία ήταν στο πιάνο.
- Δεν μπόρεσα να την κρατήσω· σηκώθηκε και ντύνεται, του είπε η γιαγιά που τον απάντησε έξω στο διάδρομο.
Ο Στέφανος μπήκε σιγά στην κάμαρα και κάθισε κοντά στην πόρτα.
Η Ευανθία δεν τον ένιωσε κ’ εξακολούθησε να παίζει. Είχε τελειώσει μια μαζούρκα και δοκίμαζε να παίξει άλλο χορό, μα ο ρυθμός της ξέφευγε. Ξαναδοκίμασε, δεν μπόρεσε. Έπειτα σταμάτησε. Σταμάτησε και γύρισε τα φύλλα. Έπειτα τ’ άφησε κι αυτά και γύρισε προς το παράθυρο.
Έξω δεν έβρεχε, μα ο ουρανός ήταν βαρύς και σταχτερός, και η κορυφή του αντικρινού βουνού μέσα στα σωριασμένα σύννεφα φαινόταν σαν κρατήρας που σκόρπιζε καπνό. Έπειτα ο αέρας ανέμιζε τα σύννεφα και κείνα έπαιρναν σχήματα παράξενα· φούντωναν σε δάσος με στριμωχτά πυκνά τεράστια δέντρα, γίνονταν μολυβόμαυρα ψηλά βουνά, πελώριοι όγκοι πάγων μουντόλευκων που έπλεαν σε σταχτερή, μελανή θάλασσα κ’ έσπαζαν απάνω στα βουνά κ’ έσμιγαν με τη θάλασσα και γίνονταν και κείνα θάλασσα κ’ έπειτα υψώνονταν και πάλι σε βουνά κάτασπρα σα χιονοσκέπαστα όσο πού πάλι ξανάπλωναν σε θάλασσα --- μια θάλασσα τώρα λευκή σαν παγωμένη.
Μπροστά σ’ αυτό το αέρινο παιχνίδι ο Στέφανος σα να ξεχάστηκε. Η Ευανθία ξανάρχισε να παίζει, μα αυτός δεν άκουε το σκοπό, κοίταζε μόνο τις εικόνες που προβάλλονταν εκεί στα σύννεφα που έφευγαν αργά στο διάστημα. Μια του φάνταζαν σα χώρες άγνωστες και μαγικές, και μια του θύμιζαν κόσμους που γνώρισε, τόπους που του φαινόταν πως τους είδε ή πως τους ονειρεύτηκε σ’ ένα μακρινό χειμερινό ταξίδι, που η θύμισή του το κρατούσε σαν όραμα φανταστικό ώσπου έσμιγαν σε μιάν απέραντη λευκή έκταση χωρίς ούτε ένα στίγμα μελανό· στεριές, νησιά, ουρανός και θάλασσα --- ένα ταξίδι ξεχασμένο που του έμενε πάντα σαν όνειρο χωρίς σωστή συναίσθηση αν το έκανε ποτέ ή μόνο το φαντάστηκε.
Μα εκεί τινάχτηκε μεμιάς· ο ήχος που άφησε το πιάνο έξαφνα του ήρθε σα γνωστός. Του φάνηκε πως ξύπνησε με τα σωστά όταν γύρισε και είδε την Ευανθία που έπαιζε σκυφτή. Μα έπειτα από μια στιγμή ξαφνίστηκε πιο δυνατά. Ο παππούς ορθός στην πόρτα τραύλιζε με βραχνή τρεμουλιαστή φωνή το τραγούδι που έπαιζε η Ευανθία:
προσμένω καιρό,
τι τάχα προσμένω;
Η Ευανθία πετάχτηκε. Βλέποντας πίσω της το Στέφανο κοκκίνισε όλη. Και η Μαρίκα, που φάνηκε την ώρα αυτή στην πόρτα, τους είδε να κοιτάζονται άφωνοι.
- Έλα, παππού, έλα μέσα, θα τραγουδήσομε όλοι μαζί, είπε η Μαρίκα δίνοντας το χέρι της στο Στέφανο.
Φαινότανε φαιδρή, μα ο Στέφανος είδε στα χείλη της τ’ άσπρα σημάδια των δοντιών που γνώριζε
- Έλα, Ευανθία, ξαναπαίξε το, ξαναμίλησε η Μαρίκα με χαμόγελο και με ματιά που η Ευανθία την ένιωσε και χλώμιασε.
Χλώμιασε και την κοίταξε κι αυτή, και μια στιγμή έμεινε ακίνητη. ΄Επειτα πήγε στο παράθυρο. Ο Στέφανος έμεινε κει που είχε σταθεί κοντά στην πόρτα.
- Ελάτε τότε να σας το παίξω εγώ, είπε η Μαρίκα και κάθισε στο πιάνο.
Το έπαιξε κ ‘ έπειτα γύρισε και κοίταξε.
- Δεν το τραγούδησες παππού· δεν το έπαιξα καλά όπως η Ευανθία, ξαναείπε κ’ έριξε πάλι ματιά στην Ευανθία.
Η Ευανθία έμενε ακόμα στο παράθυρο, ο Στέφανος ορθός στην ίδια θέση. Μόνο ο παππούς κινήθηκε να φύγει.
Αλλά η Μαρίκα τον σταμάτησε:
- Σκάσου παππού, και θα σου παίξω ένα άλλο.
Άμα άρχισε να παίζει πάλι, ο Στέφανος έκαμε κίνημα. Η Μαρίκα έπαιζε το τραγούδι της κυρίας Κατίγκως:
Λενίτσα Λενιώ,
τα χέρια σου καίνε,
το χείλι σου αχνό.
Σου γύρευα: μείνε!
δεν είχες μιλιά·
αχ, άσπρε μου κρίνε,
μακριά ήσουνα πια.
΄Επαιξε και τραγούδησε τις δυο στροφές γοργά, δίχως να τις χωρίσει. Μα έπειτα σταμάτησε· και με φωνή αργότερη, ψιθυριστή αλλά καθαρά ξανατραγούδησε:
Αχ πού να θυμάσαι,
Λενίτσα Λενιώ,
εκεί που κοιμάσαι
σε πεύκο σκιερό.
Όταν σηκώθηκε, ο παππούς στεκόταν και την κοίταζε με μάτια ακίνητα. Η Ευανθία είχε γυρίσει στο παράθυρο και κοίταζε έξω.
Μα ο Στέφανος πετάχτηκε στο διάδρομο, όπου η κυρία Κατίγκω είχε πέσει στα χέρια της γιαγιάς πνιγμένη σε λυγμούς. Την άκουσαν και μαζευτήκαν όλοι γύρω της. Ο Στέφανος τη σήκωσε.
Από μέσα έτρεξε γοργά και η κυρία Αγλαΐα. Άμα είδε την κυρία Κατίγκω, σταμάτησε έξαφνα κοιτάζοντας το Στέφανο και τη Μαρίκα, σα να ρωτούσε να μάθει τι έγινε. Μα αμέσως πάλι προχώρησε και της έδωσε το χέρι.
Στης γιαγιάς τα μάτια έφεγγε η χαρά ενώ περνούσαν όλοι στην τραπεζαρία.
Μα σε λίγο βγήκε η γιαγιά ξανά έξω και στάθηκε κ’ έψαχνε γύρω με τα μάτια.
Και ο παπαγάλος από το κλουβί του στο βάθος του διάδρομου σα να την ένιωσε, άρχισε να κράζει με τη βραχνή και σα σαρκαστική φωνή του:
- Παππού, παππού.
==XII==
Η κυρία Κατίγκω πήρε την Ευανθία μαζί της. Το βράδυ πρόσεξε μόνη της το γλύκισμα --- φρυγανιές με μαρμελάδα, που ήξερε πως άρεσαν της Ευανθίας --- έβαλε μπρος στη θέση της ένα βάζο με φθινοπωρινά ρόδα λευκά και κίτρινα και κάθισε έπειτα κοντά της. Όλη την ώρα στο τραπέζι ήθελε να της χαμογελά, η ματιά της όμως ήταν μελαγχολική σα να έβλεπε όνειρο και η φωνή της φαινότανε συγκινημένη.
Η Ευανθία της θύμισε το γκρι σεβιότ που είδαν σ’ ένα εμπορικό καθώς περνούσαν, έπειτα τους πλισέδες που στάθηκαν και κοίταζαν σε άλλη βιτρίνα:
- Τι έμορφοι, θεία Κατίγκω!
Ύστερα της μίλησε για τη Φιφίκα:
- Η Φιφίκα, ναι· να δούμε, θα μας γράψει; ψιθύρισε η κυρία Κατίγκω.
- Από την Ιταλία, είπε η Ευανθία και πρόσεξε στα μάτια την κυρία Κατίγκω.
Μα η κυρία Κατίγκω δε μίλησε, και η Ευανθία κοίταξε το Στέφανο.
Αλλά και ο Στέφανος δε μίλησε. Δεν ήξερε γιατί ήταν σα στενοχωρημένος και χωρίς διάθεση, δεν ένιωθε γιατί γύριζε πάντα και ζητούσε ν’ ανοίξει με τον πατέρα του ομιλία.
- Είδες, η Τράπεζα μας έκαμε έφεση, του είπε μια στιγμή.
- Ναι, είδα, απάντησε ο κύριος Γιάγκος κ’ εξακολούθησε να τρώγει.
Ο Στέφανος θυμήθηκε ύστερα άλλα δικόγραφα, και ο κύριος Γιάγκος ξαναπάντησε με μονοσύλλαβα.
Άμα έφαγε και το γλυκό ο κύριος Γιάγκος διηγήθηκε πως κέρδισε στη λέσχη το νομάρχη. Και είπε κάποιο αστείο γι’ αυτόν.
- Τι κωμικός που είναι, είπε ο Στέφανος.
Η Ευανθία γέλασε:
- Νέος είναι, ρώτησε, ή βάφεται;
- Αυτό είναι μυστικό της … νομαρχίας, είπε ο κύριος Γιάγκος και κοίταξε την Ευανθία.
Η Ευανθία δεν εννόησε αμέσως· μα έπειτα:
- Α, της νομαρχίας! είπε και ξαναγέλασε.
Και η κυρία Κατίγκω ψιθύρισε:
- Ξέρεις, Γιάγκο, σήμερα μιλήσαμε.
- Όχι δα!
- Με χαιρέτησε όταν πήγα για την Ευανθία.
Η κυρία Κατίγκω δεν είπε περισσότερα, και ο κύριος Γιάγκος σκουπίζοντας με την πετσέτα τα μουστάκια του την κοίταζε. Έπειτα έσπρωξε τα πιάτα από μπροστά του κ’ έκαμε θέση, σα να ετοιμάστηκε για να μιλήσει:
- Λοιπόν.
- Αυτά με το νομάρχη, είπε ύστερα και ακούμπησε τα χέρια στο τραπέζι.
Έπειτα γύρισε στην Ευανθία:
- Πες μας λοιπόν τι άλλα; Πήγες στα ιγγλέζικα;
Η Ευανθία σα να ξαφνίστηκε.
- Όχι, είπε κ’ έριξε στην κυρία Κατίγκω μια ματιά.
Η κυρία Κατίγκω είχε ξεχαστεί.
-Όχι, ξαναείπε η Ευανθία· θα φύγουν;
- Θα φύγουν, βέβαια θα φύγουν. Και στρέφοντας στο Στέφανο ο κύριος Γιάγκος:
- Θυμήσου αύριο να γίνει η ανακοπή, του είπε.
- Μα δε θα φόρτωναν ακόμα, ξαναγύρισε στην Ευανθία. ‘Η αποφόρτωσαν; ρώτησε πάλι το Στέφανο.
Ο Στέφανος δεν πρόσεξε διόλου. Σκυμμένος κοίταζε τα κίτρινα και άσπρα ρόδα στο τραπέζι. Το φως της λάμπας έπεφτε απάνω τους και τα έκανε να φέγγουν ωχρότερα· σαν κέρινα. Μα ο ίσκιος τους απάνω στο λευκό τραπεζομάντιλο ήταν κοκκινωπός.
- Στέφανε, ξαναμίλησε ο κύριος Γιάγκος, και ο Στέφανος σηκώνοντας τα μάτια αντίκρυσε το πρόσωπο της Ευανθίας απάνω από τα ρόδα.
Τον κοίταζε με βλέμμα που έλαμπε όλο φως.
Ο κύριος Γιάγκος είχε καθίσει στο τραπεζάκι στη γωνία και ανακάτευε τα κόκαλα του ντόμινου. Είχαν συνήθεια να παίζουν κάθε βράδυ μια παρτίδα με το Στέφανο, και ο Στέφανος πήγε και κάθισε αντικρύ του σαν αυτόματα.
Η Ευανθία ακούμπησε στον ώμο της κυρίας Κατίγκως κ’ έμεινε και κοίταζε σιωπηλή. Έπειτα ζήτησε ένα κέντημα και ξανακάθισε κοντά κοντά με την κυρία Κατίγκω και μιλούσανε ψιθυριστά.
Όταν τέλειωσε το παιγνίδι, ο Στέφανος δεν έμεινε πολύ μαζί τους. Και όταν έφευγε και πήγαινε να κοιμηθεί και η Ευανθία, η κυρία Κατίγκω γύρισε στον άντρα της.
- Είδες; του είπε.
Ο κύριος Γιάγκος χασμουρήθηκε.
- Θα με κέρδιζε αν λογάριαζε καλά. Αλλά δεν πρόσεχε.
Η κυρία Κατίγκω μια στιγμή δε μίλησε. Έπειτα βλέποντας πάλι στην πόρτα απ’ όπου έφυγε η Ευανθία.
- Να είχε μείνει εδώ από τότε! είπε μελαγχολικά.
Ο κύριος Γιάγκος την κοίταξε στα μάτια νυσταγμένος.
- Όνειρα, όνειρα, ψιθύρισε όταν ένιωσε· και τράβηξε να πάει να κοιμηθεί.
==XIII==
Ο Στέφανος δεν έπεσε να κοιμηθεί· βγήκε στο δρόμο. Έκαμε προς την προκυμαία που ήταν η λέσχη, όπου συνήθιζε και πήγαινε συχνά το βράδυ. Πριν φτάσει, σταμάτησε στα φωτισμένα παράθυρα του καφενείου απέναντι στη λέσχη. Έπαιζε μέσα μουσική και στάθηκε σα να ήθελε ν’ ακούσει. Έξαφνα άνοιξε η πόρτα και μαζί μ’ ένα σκοπό της «Κάρμεν» πετάχτηκε έξω ο κύριος νομάρχης και πίσω του ένας αξιωματικός. Ο κύριος νομάρχης στάθηκε, ο αξιωματικός πέρασε μπρός του ψιθυρίζοντας τραγουδιστά:
Qu’ un oeil me regarde
et que l’ amour m’ attend ---
***
- Μπαίνετε μέσα; ρώτησε ο κύριος νομάρχης.
- Ναι, είπε ο Στέφανος, αλλά δεν μπήκε. Στάθηκε και τους κοίταζε να δει αν πήγαιναν στη λέσχη. Μα ενώ τους κοίταζε, γνώρισε στον αξιωματικό το λοχαγό της Πρίφτη.
Σα να ξαφνίστηκε. Θυμήθηκε τι του είχε πει η Ευανθία κ’ έμεινε κοιτάζοντας. Μπροστά του, στον υγρό πισσοστρωμένο δρόμο έπαιζαν τα φώτα με κιτρινοκόκκινες αναλαμπές, πίσω του έσβηναν οι ήχοι του Τορεαδόρ:
et que l’ amour m’ attend
Tor·ador!
***
Ο νομάρχης και ο λοχαγός ανέβηκαν στη λέσχη, ο Στέφανος προχώρησε στην προκυμαία. Θυμήθηκε πάλι τι του είχε πει η Ευανθία για το λοχαγό, μα όταν αισθάνθηκε τη θάλασσα κοντά του, το ξαναξέχασε.
Η θάλασσα ήταν σκοτεινή μα ησυχασμένη, και ο ουρανός απάνω ξάστερος. Τ’ άστρα έριχναν από ψηλά υγρές ακτίνες, μα δεν έφταναν να φέξουν κάτω τα θαμπά νερά. Ο Στέφανος ένιωθε μόνο την υγρή πνοή τους, τη βαθειά πνοή του πόντου που απλωνόταν πέρα και ο ουρανός του τέντωνε από πάνω σκοτεινό μανδύα, σα να ήθελε να του φυλάξει τη σιωπή. Ο Στέφανος σα ν’ άκουε μέσα του όλη αυτή τη σιωπή του απέραντου μεγάλου πόντου. Του ήταν σα μια σιωπή που έτρεμε βαθιά της κάτι ανήσυχο και σάλευε κάτι κρυφό και σκοτεινό. Σταμάτησε – ήταν το ίδιο εκείνο κρυφό και σκοτεινό που τον είχε κυνηγήσει πάντα, τον ακολούθησε παντού, εδώ σα βραδινή ομίχλη σε ταξίδι, εκεί σα μελαγχολικό τραγούδι στην πρωινή χαρά.
Σταμάτησε – σταμάτησε και κοίταζε στα θαμπά βάθη. Και θυμήθηκε το πουλί που δεν μπόρεσε ποτέ να πιάσει μια φορά και το πουλί που ήρθε και χτύπησε στο τζάμι το δειλινό που πέθανε η μικρή αδερφή.
Κ’ έξαφνα πάλι θυμήθηκε το μακρινό ταξίδι του άλλοτε· ένα όνειρο· ένα όνειρο κι αυτό χαμένο: Η θάλασσα απλωνόταν σκοτεινοπράσινη έκταση κυματισμένη με μουντούς αφρούς, χαμένη πέρα σε μια ομίχλη σταχτερή. Πού πήγαινε δεν το ήξερε και τότε , ούτε τώρα το θυμάται. Θυμάται μόνο πως στο πλάι του γελούσε μια ιλαρή φωνή κ’ έφεγγαν γεμάτα φως δυο μάτια, που τ’ ακολούθησε σα χίμαιρα και σαν επαγγελία πέρα από τους πάγους. Μα οι παλιοί κύκλοι, οι κύκλοι της βροχής στη θάλασσα γέμισαν εκεί μεμιάς θαμπά τους πάγους, και το πουλί ήρθε και στάθηκε στο τζάμι. Και --- ο Στέφανος τινάχτηκε --- από πίσω έπαιζε κάποιος με τις κούκλες της αδερφής που πέθανε.
Ο Στέφανος δε γύρισε. Κοίταζε τους κύκλους που γέμισαν πάλι μπροστά του τα θαμπά νερά. Για αν μη ζαλιστεί, σήκωσε τα μάτια απάνω· τ’ άστρα έτρεμαν ψηλά με φως υγρό.
Άφησε πίσω του τη θάλασσα σκυφτός. Δεν ξέρει γιατί ξαναθυμήθηκε το λοχαγό. Τον είδε αλήθεια χτες το τραίνο η Ευανθία; -- Έπειτα θυμήθηκε πως πρέπει να κάμει την ανακοπή αύριο πρωί. Μα έπειτα βρέθηκε πάλι μακριά. Μια τρόικα τον έσερνε γοργά· ο πάγος έτριζε κάτω, και τα κουδούνια των αλόγων ηχούσαν εύθυμους χορούς στη σιωπηλή ερημιά. Γύρω τα κρύσταλλα κρεμόντανε σε μύρια σχήματα, σάλευαν κ’ έφευγαν θαμπές σκιές, θολές μορφές παράξενες, και απάνω τ’ άστρα έφεγγαν μέσα από μια κρυστάλλινη άχνα, κρυστάλλινα κι αυτά σαν παγωμένα.
Ο Στέφανος θυμήθηκε πως τ’ άστρα τον κοίταζαν από ψηλά σαν ξαφνισμένα και σαν ξένα, και σήκωσε πάλι τα μάτια. Μα τ’ άστρα του φάνηκαν τώρα και δω σαν ξένα. Και αντίκρυ τ’ ορθόβραχο βουνό που πρόβαλε από το άνοιγμα του δρόμου, του φάνταζε κι αυτό παράξενα. Έμοιαζε σα να χάθηκε στο βάθος του μισοσκότεινου ουρανού κ’ έγινε άυλο σύννεφο, αγανή διάφανη ομίχλη φωτεινή κρεμασμένη ανάερα κάτω από τ’ άστρα.
Ο Στέφανος σα να λησμόνησε πού ήταν. Μόνο το λοχαγό της Πρίφτη δε λησμόνησε. Τι μόνο αυτός δεν του ήταν ξένος; Και γιατί ψιθύρισε έτσι το τραγούδι του, έτσι σα να του το σφύριξε στο πρόσωπο;
Σταμάτησε κοιτάζοντας το φως του φαναριού που έπαιζε στο ρείθρο μπροστά στο πεζοδρόμιο. Έπαιζε πράσινο κοκκινωπά, έπειτα κίτρινο· έπειτα έμενε ακίνητο, ωχρό μες στο θολό νερό, ωχρό σα ρόδο κίτρινο.
Εκεί άκουσε από πίσω μια φωνή. Τινάχτηκε.
- Στέφανε, είχε ψιθυρίσει σιγαλά η φωνή, και ο Στέφανος γύρισε κείθε.
Γνώρισε τη Μαρίκα που στεκόταν ορθή στη σιδερένια πόρτα. Πήγε κοντά, ίσια κοντά της· πήγε σα να μην είχε ξαφνιστή.
- Σε περίμενα, του είπε η Μαρίκα, το ήξερα πως θα ’ρθεις.
Τον έσυρε στην είσοδο και κείθε στην αυλή που έτρεχε η βρύση κάτω από τα πεύκα. Εκεί σταμάτησε. Η βρύση στάλαζε σιγά στην πέτρινη λεκάνη, και η Μαρίκα έσκυψε και τη σφάλισε. Έπειτα κάθισαν και οι δυο στο μακρύ κάθισμα που ήταν εκεί, και η Μαρίκα του έπιασε το χέρι.
- Το ήξερα, ναι, και πώς σ’ ευχαριστώ, του είπε σιγά.
Έφερε το πρόσωπό της τόσο κοντά εμπρός στο δικό του πρόσωπο, ώστε η πνοή της τον άγγιξε θερμή, σαν πύρινη.
- Ναι, πώς σ’ ευχαριστώ, ξαναψιθύρισε και του έσφιξε το χέρι.
Ο Στέφανος απόμεινε άφωνος, σα να μην ένιωθε.
- Που ήρθες --- που ήξερες πως σε περίμενα.
Ο Στέφανος έμεινε άφωνος πάλι μια στιγμή, μα αμέσως, σαν κάτι να του ανοίχτηκε μπροστά του ξαφνικά:
- Ναι, ήξερα, είπε και του ήταν σα να ξύπνησε μεμιάς, και τώρα γνώριζε πού ήταν και τώρα έβλεπε μέσα του τι ήταν εκείνο που τον είχε σύρει εδώ.
- Ναι, ήξερα …
Και σα ν’ ανοίγονταν βαθιά του κάτι ολοένα φωτεινότερο:
- Ω, Μαρίκα, ψιθύρισε κ’ έσκυψε και της φίλησε το χέρι.
Η Μαρίκα ανασηκώθηκε:
- Μ’ αγαπάς, Στέφανε; μ’ αγαπάς αλήθεια;
Έβγαλε σχεδόν φωνή και τον κοίταζε σα να ήθελε να δει τα μάτια του.
- Ναι, μόνο εσέ, Μαρίκα, είπε ο Στέφανος με ξέσπασμα έξαφνο.
Μα ένιωσε τίναγμα ελαφρό στο χέρι της Μαρίκας που κρατούσε, και σταμάτησε.
Η Μαρίκα μια στιγμή δε μίλησε· μα έπειτα αμέσως:
- Μόνο εμέ, είπε σιγά· κ’ έπειτα σιγότερα και αργότερα;
- Το ήξερα και σε περίμενα.
Ο Στέφανος πρόσεξε πως η φωνή της πήρε μεμιάς το βραχνό τόνο που τον σύγχυζε.
- Ναι, σε περίμενα.
- Με είδες από το παράθυρο; έκαμε να ρωτήσει ο Στέφανος, μα η Μαρίκα δεν τον άφησε:
- Όχι! το φως είδα μονάχα απ’ το παράθυρο· κ’ έτρεξα κάτω και σε είδα που το κοίταζες και με περίμενες.
- Ναι, σε περίμενα, είπε ο Στέφανος και είχε το αίσθημα πως το είπε μέσα του μια άλλη φωνή, ξένη φωνή.
- Άλλο βράδυ ποτέ δεν έχω ανοίξει το παράθυρο. Μα απόψε το άνοιξα· το άνοιξα και στάθηκα. Και ο αέρας μου φύσηξε στο πρόσωπο, σα να ήταν πάλι ένα απ’ τα βράδια τα παλιά αντικρύ στη θάλασσα, και μου έφερνε όπως μια φορά όλη την πνοή της θάλασσας. Κ’ έπειτα αισθάνθηκα μια μυρουδιά σαν από πασχαλιές που ερχόταν σα να έφτανε από πέρα από τη θάλασσα. Μα έπειτα πάλι η μυρουδιά μου φάνηκε παράξενη· ήταν μια μυρουδιά από κάτι σα μιμόζες, πολλές, αμέτρητες μιμόζες, κήπους ολάκερους σπαρμένους με μιμόζες· μια μυρουδιά που με περνούσε, με πότιζε, γλιστρούσε και μου στάλαζε βαθιά, με αγκάλιαζε σαν κύμα αόρατο, σαν κύμα πνιγερό, σαν κύμα κίτρινο. Μου ήταν αδύνατο να κοιμηθώ και άνοιξα πάλι το παράθυρο. Το άνοιξα και κοίταζα σα να περίμενα, σα να ένιωθα πως έπρεπε ν’ ακούσω κάτι που έπρεπε να το ακούσω απόψε, δίχως άλλο απόψε. Μου ήταν αδύνατο να κοιμηθώ και βγήκα πάλι στο παράθυρο, και τότε είδα το φως στο δρόμο κ’ έτρεξα.
Σώπασε, κ’ ενώ σώπαινε και ο Στέφανος.
- Έτρεξα αμέσως, όπως δεν έτρεξα ποτέ, όπως λαχτάρησα μόνο να τρέξω, είπε με σιγαλότερη φωνή κ’ έμεινε σα καρφωμένη εμπρός του.
Ο Στέφανος καθώς της έπιασε το χέρι, το ένιωσε που έκαιγε σα φλογισμένο από τον πυρετό.
- Μαρίκα, της ψιθύρισε και την έγειρε στο στήθος του. Μαρίκα, ξαναείπε χαδεύοντάς της τα μαλλιά.
Κ’ έμειναν σωπαίνοντας και οι δυο· μόνο η Μαρίκα ψιθύρισε μια στιγμή:
- Πόσο είμαι ευτυχισμένη.
Μα έπειτα, εκεί όπως έμενε γερμένη, κοιτάζοντας απάνω χωρίς να κινηθεί, είπε έξαφνα:
- Γιατί φέγγουν παράξενα τ’ αστέρια απόψε;
Ο Στέφανος την κοίταξε, και καθώς την κοίταζε ολοένα δίχως να μιλήσει.
- Τι είναι τάχα πέρα από τ’ αστέρια; το σκέφτηκες ποτέ; ξαναψιθύρισε η Μαρίκα.
- Το ατέλειωτο ίσως, είπε ο Στέφανος.
- Τι; ρώτησε η Μαρίκα.
- Και συ; και γω; είπε έπειτα σιγά.
Κ’ έμεινε πάλι σιωπηλή.
Ο Στέφανος της έσφιξε το χέρι και την κοίταξε σα να ήθελε να δη τα μάτια της μες στο σκοτάδι.
Μα καθώς θέλησε ύστερα η Μαρίκα κάτι να ξαναπεί, σταμάτησε έξαφνα· και ο Στέφανος ένιωσε πως σταμάτησε για να μη βήξει.
Τινάχτηκε χωρίς να θέλει.
- Μαρίκα, είναι υγρασία, της είπε.
Και θέλησε να τη σηκώσει, να την παρακαλέσει ν’ ανεβεί στο σπίτι.
Μα η Μαρίκα δεν τον άκουε.
- Όχι, Στέφανε, μη θες να φύγω, είπε και τον έσυρε πάλι κοντά της· μη θες να φύγω. Αντί να πέσω να κοιμηθώ κατέβηκα σε σένα· κατέβηκα όπως δεν κατέβηκα ποτέ, όπως δε θα κατέβαινα ποτέ. Μια στιγμή καθώς κατέβαινα, σταμάτησα, αλλά δε γύρισα· έπρεπε απόψε να έρθω σ’ εσέ, γι’ αυτό δε γύρισα: γιατί δεν ήθελα να κοιμηθώ, γιατί δεν έπρεπε να κοιμηθώ, γιατί αν ήτανε να κοιμηθώ --- αλλά δεν ήθελα να κοιμηθώ, φοβόμουνα να κοιμηθώ, φοβόμουνα μην κοιμηθώ και δεν ακούσω ξέρεις τι, ναι, Στέφανε, το ξέρεις!
Του Στέφανου του ήταν σα ν’ άκουε παραμιλητό· σα να τον άγγιζε φωτιά καθώς του έσφιγγε τα χέρια, και καθώς την έφερε κοντά του, τώρα είδε πως είχε κατεβεί μισόγυμνη όπως θα έπεφτε να κοιμηθεί.
Τρόμαξε και δεν μπόρεσε ούτε να μιλήσει. Δε σκέφτηκε πια να τη φέρει απάνω, την άφησε να σωριαστή στο στήθος του. Καθώς κοίταζε μπροστά του, είδε κάτω τα πόδια της γυμνά.
- Αλλά, Μαρίκα, θέλησε να πει, μα η Μαρίκα δεν άκουε· κοίταζε μπροστά της με μάτια τεντωμένα σα σ’ έκσταση.
Κοίταζε ώρα πολλή.
Έπειτα, ενώ ο Στέφανος έμενε σιωπηλός, σα να έβλεπε παράλογο όνειρο, η Μαρίκα του έπιασε σιγά το χέρι και ψιθύρισε:
- Ω πάρε τα από εμπρός μου εκεί.
Ο Στέφανος κοίταζε μπρος, δεν ήταν τίποτε· στο βάθος έτρεμαν μονάχα τ’ άστρα.
Καθώς γύρισε προς τη Μαρίκα του φάνηκε πως είχε τώρα τα μάτια της κλειστά.
Όταν τα ξανάνοιξε, την πήρε σιγαλά και την έφερε μπροστά στη σκάλα. Η Μαρίκα την ανέβηκε άφωνη· καθώς ανέβαινε φαινότανε του Στέφανου σαν άυλη σκιά.
Στάθηκε και την κοίταζε όσο που χάθηκε στην πόρτα. Μα καθώς κοίταζε, είδε ξαφνικά σ’ ένα παράθυρο την όψη του παππού: ήταν ακίνητη σαν κολλημένη εκεί στο τζάμι.
Ο Στέφανος γύρισε αμέσως και γλίστρησε γοργά έξω από την αυλόπορτα.
Η πνοή της νύχτας τον χτύπησε πιο υγρή στο πρόσωπο. Καθώς έστρεφε στο δρόμο, το ορθόβραχο βουνό στο βάθος φαινόταν πάλι σα σύννεφο ή σαν αχνή ανάερη ομίχλη. Μα απάνω του, ψηλά στον ουρανό έλαμπε ο Ωρίων ορθός, ολόφωτος.
Ο Στέφανος σα ν’ ανατρίχιασε· μα δε σταμάτησε.
Όταν έφτασε στην προκυμαία ξαναπαντήθηκε με τον κύριο νομάρχη και με το λοχαγό. Κατέβαιναν από τη λέσχη. Καθώς πέρασε από κοντά τους, ο λοχαγός σφύριζε πάλι το σκοπό της Κάρμεν: Τορεαδόρ!
==XIV==
Όταν ξύπνησε ο Στέφανος πρωί και πήγε στην τραπεζαρία βρέθηκε μπρος στην Ευανθία. Καθόταν μόνη και είχε ανοιχτό μπροστά της ένα λεύκωμα με εικόνες και το ξεφύλλιζε. Στο τραπέζι ήταν ακόμα το βάζο με τα κίτρινα και λευκά ρόδα. Καθώς έσκυβε, η χλωμή τους λάμψη έπαιζε στο πρόσωπό της.
Ο Στέφανος σταμάτησε στην πόρτα όσο που η Ευανθία σήκωσε τα μάτια. Δεν ένιωσε γιατί σταμάτησε· μα όταν πλησίασε, η Ευανθία τον κοίταξε σα να ήταν ώρα εκεί και δεν τον πρόσεξε. Έπειτα αφού έσκυψε πάλι μια στιγμή στο λεύκωμα, γύρισε και τον ρώτησε:
- Εσύ το έφερες;
- Πιστεύω, είπε ο Στέφανος αφού έριξε ματιά στο λεύκωμα.
Η Ευανθία δε μίλησε πάλι μια στιγμή· μα όταν ο Στέφανος ήρθε και κάθισε στο τραπέζι αντίκρυ της, ξανασήκωσε τα μάτια και καθώς ο Στέφανος την κοίταζε.
- Ήσουνα ψες στη λέσχη; τον ρώτησε έξαφνα.
Ο Στέφανος δεν απάντησε. Και η Ευανθία:
- Δεν ήσουνα; δεν έπαιξες; ρώτησε πάλι.
Ο Στέφανος την κοίταξε περίεργα.
Η Ευανθία ξαναέσκυψε στο λεύκωμα και σώπασε. Έπειτα, έξαφνα πάλι, σήκωσε ένα φύλλο και δείχνοντάς το:
- Σου αρέσει αυτή; είπε.
Ήταν μια στρογγυλή μορφή με χείλη παχουλά και με στριφτά σγουρά γύρω στο μέτωπο.
-Τι να μου αρέσει;
- Τα μάτια της, είπε η Ευανθία· και κοιτάζοντάς τον:
- Δε μοιάζει της Φιφίκας, ε;
Κ’ έπειτα, πάλι ξαφνικά:
- Σου άρεσε ποτέ η Φιφίκα; Κ’ ενώ ο Στέφανος την κοίταζε πάντα περίεργα.
- Ε, δε σου άρεσε; τον ξαναρώτησε.
- Αστεία, είπε ο Στέφανος.
- Σου άρεσε· γι’ αυτό η Μαρίκα τη ζηλεύει.
- Ανοησίες, είπε πάλι ο Στέφανος και τράβηξε από το λεύκωμα ένα φύλλο κ’ έσκυψε κι αυτός και κοίταζε.
Όταν το άφησε, η Ευανθία το πήρε από μπροστά του.
- Γυναίκες είναι; ρώτησε· γιατί έχουν έτσι ανοιχτά τα χείλη;
- Είναι άγγελοι που τραγουδούν, της είπε ο Στέφανος.
- Και τούτα που κρατούν στα χέρια;
- Κρίνα.
- Κρίνα! είπε η Ευανθία σα να σταμάτησε στη λέξη, και κοίταξε πάλι την εικόνα.
Μα έπειτα, ο Στέφανος πλησίασε, δείχνοντας την επιγραφή σ’ ένα άλλο φύλλο ξαναρώτησε:
- Τι λέει εδώ;
Ο Στέφανος έσκυψε και της εξήγησε.
Η εικόνα έδειχνε δυο παιδιά που περνούσαν ένα ρυάκι. Το μεγαλύτερο κρατούσε στον ώμο του ένα τρίτο, πιο μικρό· εμπρός πήγαινε ένας σκύλος, και καθώς βάθαινε το νερό πιο πέρα, ο σκύλος γύριζε πίσω το κεφάλι προς τα παιδιά σα να τους έλεγε: κουράγιο!
Έσκυψαν και οι δυο κοντά κοντά και κοίταζαν.
Έπειτα, η Ευανθία σα να ήταν βέβαιη πως κι ο Στέφανος συλλογιζότανε το ίδιο.
- Μα είδες πως η Μαρίκα είπε ψέματα, γύρισε και είπε.
Ο Στέφανος σήκωσε τα μάτια.
- Πως μ’ έδειρε η γιαγιά…
- … γιατί έτρεξα ξυπόλυτη, πρόσθεσε η Ευανθία.
Ο Στέφανος την κοίταζε.
- Μα εσύ το είπες, θέλησε να της θυμίσει.
Αλλά μπήκε η υπηρέτρια και τον σταμάτησε. Μπήκε κ’ έφερε το γάλα του.
Και όταν σε λίγο ήρθε μέσα η κυρία Κατίγκω βρήκε την Ευανθία που το σερβίριζε.
Στάθηκε στην πόρτα και κοίταζε.
Μα η Ευανθία έτρεξε και την αγκάλιασε.
- Τι ωραία, φώναξε, τι ωραία, θεία Κατίγκω!
Η κυρία Κατίγκω τη χάδεψε στον ώμο και τη φίλησε. Και η Ευανθία γέρνοντας απάνω της ξαναψιθύρισε:
- Τι ωραία που είναι δω, θεία Κατίγκω!
Το είπε γοργά γοργά ως να μην το πρόσεξε. Και κοίταξε την κυρία Κατίγκω κατάματα.
Έπειτα την έπιασε από τη μέση και ήρθαν και οι δυο και στάθηκαν μπροστά στο Στέφανο. Και η Ευανθία γέλασε δυνατά.
Ο Στέφανος δεν ήξερε γιατί του φάνηκε σε μεθυσμένη ξαφνικά, όπως ξαναφώναξε:
- Θεία Κατίγκω!
Η κυρία Κατίγκω που είχε σκύψει και φίλησε το Στέφανο, γύρισε στη Ευανθία:
- Τι χρυσή μου;
- Θα πάμε στα ιγγλέζικα;
Κ’ ενώ ο Στέφανος έμενε ακίνητος.
- Θα πάμε· εμείς οι δυο μονάχες μας θα πάμε, ξαναείπε η Ευανθία και κάθισε, με το σώμα ριγμένο πίσω.
Μα η κυρία Κατίγκω εκεί που τίναζε τα ψίχουλα που είχε σκορπίσει στο τραπέζι ο Στέφανος, είπε έξαφνα:
- Ξέρεις αλήθεια πως δεν έφυγε η Φιφίκα;
Η Ευανθία σήκωσε το σώμα και την κοίταξε περίεργα.
Και ο Στέφανος αμέσως, σα να του ξέφυγε:
- Ναι, είδα και γω το λοχαγό στη λέσχη.
Η κυρία Κατίγκω έριξε ματιά στο Στέφανο σα δυσαρεστημένη.
- Αρρώστησε έξαφνα η μητέρα της κ’ έμειναν, είπε· τώρα μου το έλεγε ο πατέρας σου.
Και γυρίζοντας στη Ευανθία:
- Θα πάμε έπειτα να δούμε τη Φιφίκα.
- Είναι ο πατέρας μέσα; ρώτησε ο Στέφανος.
- Όχι, κατέβηκε, είπε η κυρία Κατίγκω.
Ο Στέφανος κοίταξε την ώρα, σα μόλις τώρα να θυμήθηκε πως έπρεπε να σηκωθεί. Μα καθώς σηκώθηκε, η Ευανθία τον πλησίασε.
- Ήσουν λοιπόν στη λέσχη; ρώτησε σιγά.
Ο Στέφανος την κοίταξε περίεργα.
- Δεν ήσουν; δεν έπαιξες;
Ο Στέφανος πάλι δεν απάντησε. Μα έπειτα:
- Γιατί; ρώτησε μεμιάς.
Και η Ευανθία:
- Γιατί μου αρέσει το παιγνίδι. Αν ήμουν άντρας θα έπαιζα, είπε, κ’ έκαμε προς το μπαλκόνι· και στάθηκε και κοίταζε έξω.
Ο Στέφανος πήγε κοντά της.
Κάτω από το μπαλκόνι απλώνονταν η θάλασσα.
Ο Στέφανος μόλις αντίκρυσε τη χλωμοπράσινη έκταση, σταμάτησε. Σταμάτησε σα να του ανοίχτηκε μεμιάς μπροστά του κάτι που το πρωί όταν ξύπνησε του ήταν ακόμα σαν αλλόκοτο, παράλογο όνειρο. Και τώρα του ξαναήρθε αυτό στο νου σαν ξαφνική αστραπή· παράξενο, παράλογο και τώρα, παραμίλημα και τώρα, ίσκιος και όνειρο και τώρα. Όμως του στάθηκε μπροστά και τώρα σαν κάτι απόκρυφο και σκοτεινό, τον γέμισε για μια στιγμή και τώρα σαν κάτι που ήταν αδύνατο να το χωρέσει μόνο μια στιγμή, αδύνατο να το χωρέσουν μόνο χρόνια, αδύνατο να το χωρέσει ακόμα και το ανοιχτό άπειρο που απλώνονταν εμπρός του εκεί. Έκαμε να το στοχαστή, όμως θέλησε καλύτερα να το τινάξει πέρα. Παράξενο! του ήρθε στο νου ο λοχαγός και το τραγούδι που του σφύριξε στο πρόσωπο:
Tor·ador!
Και θέλησε να μιλήσει της Ευανθίας για το λοχαγό. Μα η Ευανθία γυρίζοντας απάνω του τα μάτια του είπε:
- Ξέρεις γιατί σε ρώτησα αν έπαιζες;
Ο Στέφανος σα να μην ένιωσε.
- Γιατί χτες βράδυ σε φανταζόμουν πως έπαιζες.
Και η Ευανθία τον ξανακοίταξε. Έπειτα γέλασε.
Κ’ ενώ ο Στέφανος έμενε σα ξαφνισμένος:
- Για δες, είπε και έδειξε έξω πέρα.
Έξω πάρα η θάλασσα στρωνόταν ήσυχη, όμως στο χρώμα της, με όλο τον καθαρό πρωινό ουρανό, σα να έμενε κάτι από τη θολάδα της χθεσινής βροχής. Ήταν γαλανοπράσινο, και μια ψιλή άχνα κρεμόταν σαν κομμάτια ξεφτισμένης γάζας εδώ και κει απάνω στα νερά και στις κορφές των βράχων. Μα τα νησιά στο μάκρος έφεγγαν διάφανα, βιολετογάλανα και ήταν σα να έπλεαν και να σαλεύαν στον αέρα. Μπροστά μπροστά έξω από το λιμάνι άσπρα και κόκκινα πανιά φαντάζαν σα φτερά ανοιγμένα και καθώς έμεναν ακίνητα φαινόντανε σα να περίμεναν.
Αυτά έδειξε η Ευανθία στο Στέφανο κ’ έκαμε ν’ ακουμπήσει το χέρι της στον ώμο του.
Μα η κυρία Κατίγκω βγήκε στο μπαλκόνι και άλλαζε το νερό στο βάζο με τα ρόδα. Και κει που έμπαινε πάλι μέσα με το βάζο, η Ευανθία έσκυψε και μύρισε τα ρόδα.
Ο Στέφανος κοίταξε κει το πρόσωπο της Ευανθίας σα να έριξε ένα κόκκινο αντιφέγγισμα στα λευκά ρόδα.
Έμειναν σιωπηλοί και οι δυο άμα μπήκε μέσα η κυρία Κατίγκω. Μα έξαφνα ακούστηκε από το λιμάνι τριχτός κρότος. Ήταν το βίντσι των βαποριών που ξανάρχιζαν την εργασία. Και η Ευανθία σαν ηλεκτρισμένη, φώναξε μεμιάς:
- Θεία Κατίγκω!
Ο Στέφανος την κοίταξε.
- Τα ιγγλέζικα φορτώνουν.
Μα πριν προφτάσει να βγει έξω η κυρία Κατίγκω, σκύβοντας η Ευανθία στο Στέφανο του είπε σιγαλά:
- Πώς ήθελα να πάω στα ιγγλέζικα μαζί σου. Ε, έρχεσαι;
Ο Στέφανος την κοίταξε, και καθώς τον κοίταζε κι αυτή κατάματα.
- Ναι, της ψιθύρισε κ’ έβλεπε μπρος του σα να μην ένιωθε ενώ πλησίαζε η κυρία Κατίγκω.
Η Ευανθία χτύπησε τα χέρια, όταν της έταξε και η κυρία Κατίγκω πως θα πάνε.
Και όταν ο Στέφανος τις άφησε και κίνησε να φύγει, εκεί που έβγαινε στην πόρτα του φώναξε η κυρία Κατίγκω:
- Σούπα με ρύζι θα έχομε το μεσημέρι· μην αργήσεις και χαλάσει.
==XV==
Ενώ εργαζόταν στο γραφείο του ο Στέφανος, έλαβε ένα μπιλιέτο της Μαρίκας. Τον παρακαλούσε να πάει να τη δει πριν από το μεσημέρι.
Και πήγε.
Τη βρήκε που στεκόταν στο διάδρομο και τον περίμενε. Καθώς του έσφιξε το χέρι και τον κοίταξε, η ματιά της έφεγγε. Αλλά στην κάμαρα που μπήκαν ήταν η κυρία Αγλαΐα. Ορθή μπροστά στις γλάστρες της ψαλίδιζε τα φύλλα μιας φοινικιάς. Χαιρέτησε το Στέφανο με νεύμα μόνο.
- Πώς σκάζω που μου κιτρινίζουν έτσι, είπε όταν ο Στέφανος ήρθε κοντά της.
_ Ναι, κρίμα, είπε ο Στέφανος.
Κ’ έπειτα, σα να θυμήθηκε έξαφνα:
- Πλύσιμο με καπνό βρεγμένο, είπε ξανά.
- Το δοκίμασα, δεν ωφελεί, απάντησε η κυρία Αγλαΐα κ’ εξακολούθησε να ψαλιδίζει.
Ο Στέφανος γύρισε στη Μαρίκα· στεκότανε κοντά του και όπως ο ήλιος γέμιζε την κάμαρα, το πρόσωπό της φαινότανε μέσα στο χρυσό φως σα μεταμορφωμένο.
Της έπιασε το χέρι και στάθηκαν και κοιτάζονταν.
Ύστερα καθώς σύρθηκαν προς το παράθυρο κ’ έβλεπαν έξω, η Μαρίκα δείχνοντας μια πιγόνια που γέμιζε τον τοίχο αντίκρυ μ’ εξωτικά βυσσινοπόρφυρα άνθη σα ροδιάς.
- Τι ωραία! ψιθύρισε.
Μα η κυρία Αγλαΐα ρώτησε έξαφνα το Στέφανο:
- Το έμαθε η μαμά σου πως δεν έφυγε η Φιφίκα;
- Ναι, είπε ο Στέφανος και γύρισε προς την κυρία Αγλαΐα.
Η κυρία Αγλαΐα τον κοίταξε· κ’ έπειτα με χαμόγελο, που ο Στέφανος δεν ένιωσε αν ήταν για τη μητέρα του ή τη Φιφίκα.
- Μα γιατί δεν έφυγε, τον ξαναρώτησε.
Και ο Στέφανος, χωρίς να ξέρει γιατί, χαμογέλασε κι ο ίδιος.
- Αρώστησε η μητέρα της, απάντησε.
Και όταν η κυρία Αγλαΐα ρώτησε πάλι έπειτα: Και ο λοχαγός; -- ο Στέφανος διηγήθηκε έξαφνα το χθεσινό του απάντημα με το νομάρχη και το λοχαγό έξω από το καφενείο.
Η κυρία Αγλαΐα έμεινε με τεντωμένα μάτια:
- Στο καφενείο – ο κύριος νομάρχης;
- Ναι, και τραγουδούσε, είπε ο Στέφανος.
- Ο κύριος νομάρχης;
Ο Στέφανος ένιωσε πως τα σύγχισε.
- Ο λοχαγός, απάντησε.
Και είπε το τραγούδι που σφύριζε ο λοχαγός.
Η κυρία Αγλαΐα γέλασε, ενώ ο Στέφανος έμεινε σιωπηλός σα να μετάνιωσε. Είχε το αίσθημα πως δίχως να το νιώσει πρόδωσε κάτι --- δικό του ή ξένο, δεν ήξερε καλά. Και όταν, αφού βγήκε η κυρία Αγλαΐα έξω, η Μαρίκα τον πλησίασε, έμεινε σα στενοχωρημένος.
Αλλά η Μαρίκα του γέλασε καθώς πλησίασε, και η ματιά της έφεγγε σα λαμπρυσμένη ενώ τον κοίταζε. Και τον έσυρε κοντά της και του είπε:
- Ξέρεις γιατί σ’ έφερα εδώ έτσι ξαφνικά;
Ο Στέφανος δε μίλησε.
- Γιατί αν και το ήξερα πως θα ερχόσουν και αν δε σ’ έφερνα, όμως δεν ήθελα να φοβηθώ πως δε θα ερχόσουν.
Κ’ ενώ ο Στέφανος την κοίταζε παράξενα.
- Ναι, εξακολούθησε, να φοβηθώ· χθες βράδυ δε φοβόμουνα, μα σήμερα φοβόμουνα μη φοβηθώ.
Ο Στέφανος φαντάστηκε πως θ’ άκουγε πάλι παραμιλητό.
- Κι αυτό δεν το ήθελα· γιατί ήθελα και θέλω, Στέφανε, να είμαι ευτυχισμένη, είπε πάλι η Μαρίκα. Ναι, μόνο ευτυχισμένη.
Και τον έφερε σιγά σιγά προς τη γωνία που ήταν οι γλάστρες της κυρίας Αγλαΐας.
- Ευτυχισμένη και χαρούμενη σαν τ’ άνθη αυτά, εξακολούθησε και του έδειξε τις κόκκινες τουλίπες που έγερναν σκορπώντας λάμψεις γελούμενες στα πράσινα φυτά και στ’ άλλα παρδαλά φύλλα τριγύρω τους.
Καθώς μιλούσε, στο πρόσωπό της έπαιζε όμοια λάμψη. Ήταν χαρούμενο· μα οι ωχροκόκκινες κηλίδες του γύρω στα μήλα φάνηκαν σα ροδόφυλλα του Στέφανου, ροδόφυλλα ζωγραφιστά σα λευκή κέρινη λαμπάδα και του ήταν σα να του στάλαζαν βαθιά μια ανήσυχη μελαγχολία.
Αλλά η Μαρίκα γυρίζοντάς τον έξαφνα προς το παράθυρο του έδειξε πάλι τα βυσσινοκόκκινα άνθη στον τοίχο απέναντι.
- Και κείνα εκεί! του είπε.
Κ’ ενώ κοιτάζαν και οι δυο τ’ άνθη.
- Τι μακρύ που είναι φέτος το φθινόπωρο, είπε ξανά.
Κ’ έπειτα από μια μικρή σιγή και πάλι:
- Ω να μην τέλειωνε ποτέ, ψιθύρισε.
Η γιαγιά που ήρθε μέσα, σα να τους ξύπνησε.
Καθώς είδε το Στέφανο σταμάτησε, σα να μην περίμενε πως θα τον δει εκεί. Έπειτα τον καλημέρισε· και ξαφνικά:
- Η Ευανθία μας ξέχασε, του είπε.
- Μας ξέχασε, είπε πάλι σα να μην έβρισκε άλλο τίποτε να πει.
Η Μαρίκα γύρισε και την κοίταζε.
- Την κράτησε η Κατίγκω, ξαναψιθύρισε η γιαγιά.
Και η κυρία Αγλαΐα που έμπαινε:
- Κρατούμε και μεις το Στέφανο, είπε.
- Ναι, ναι, μαμά, είπε και η Μαρίκα· και ο Στέφανος την είδε πάλι γελαστή.
Κ’ έμεινε κ’ έφαγε μαζί τους.
Θυμήθηκε πως τον περίμεναν στο σπίτι μόνο όταν ήρθε η κυρία Κατίγκω έπειτα από το μεσημέρι.
- Εδώ έμεινες; του είπε μπαίνοντας· τουλάχιστο δεν έστελνες· το ήξερες, είχαμε σούπα!
Η Μαρίκα γέλασε· κ’ ενώ η κυρία Κατίγκω γύρισε και την κοίταξε.
- Μαμά, της είπε, εμείς φταίμε· τον κρατήσαμε έξαφνα.
- Η μαμά τον κράτησε, πρόσθεσε με μιας.
Η κυρία Κατίγκω χαιρετήθηκε φιλικά με την κυρία Αγλαΐα.
Και η Ευανθία μπαίνοντας γρήγορα:
- Θεία Αγλαΐα, Μαρίκα, ελάτε· στις τρεις μας περιμένουν, φώναξε από την πόρτα.
Ο Στέφανος την κοίταξε περίεργα· ήταν όλη κόκκινη, το πρόσωπό της και το φόρεμα.
- Ελάτε!
Και πριν να τη ρωτήσουν «πού;» ξαναφώναξε η Ευανθία:
- Θα πάμε στα ιγγλέζικα.
Η κυρία Αγλαΐα γύρισε έξαφνα:
- Αστειεύεσαι;
- Μα πηγαίνουν; πηγαίνει ο κόσμος καθώς πρέπει; ρώτησε την κυρία Κατίγκω.
- Θα είναι η Φιφίκα, έλεγε την ίδια ώρα η Ευανθία, η Μαρίκα όμως μ’ έξαφνο κίνημα:
- Αλλά μαμά, πετάχτηκε, δεν είπαμε…;
- Ναι, ένεψε η κυρία Αγλαΐα, ενώ η Ευανθία πρόσθετε:
- Και ο κύριος νομάρχης.
Η κυρία Αγλαΐα σταμάτησε:
- Ο κύριος νομάρχης!
- Ναι, ο κύριος νομάρχης, είπε η Ευανθία.
Και την κοίταζε σα με χαμόγελο.
Η κυρία Αγλαΐα έμεινε μια στιγμή άφωνη· έπειτα είπε:
- Δεν μπορούμε, παραγγείλαμε το αμάξι.
Η Ευανθία γύρισε απότομα τα μάτια της στο Στέφανο.
Ο Στέφανος κοίταζε κάτω.
Μα όταν σε λίγο έφυγαν πάλι μόνες η Ευανθία με την κυρία Κατίγκω, η Μαρίκα πρόσεξε πως η Ευανθία βγήκε χωρίς να ρίξει βλέμμα στο Στέφανο.
Σταμάτησε και κοίταζε.
Και η κυρία Αγλαΐα είχε σταθεί άφωνη κι αυτή.
- Μα τι αστείος, ψιθύρισε έπειτα έξαφνα η κυρία Αγλαΐα.
Ο κύριος νομάρχης, ήθελε να πει· μα το ένιωσε και διορθώθηκε γοργά:
- Ναι, τι αστείος ο λοχαγός.
Κ’ έκαμε να δει το Στέφανο.
Μα ο Στέφανος είχε γυρίσει κ’ έβλεπε προς το παράθυρο.
==XVI==
- Πώς χάρηκα! είπε η Ευανθία καθώς κατέβαινε με την κυρία Κατίγκω.
Η κυρία Κατίγκω την κοίταξε.
- Που το μετάνιωσε· την είδες πώς έγινε όταν άκουσε για το νομάρχη;
Η κυρία Κατίγκω δε μίλησε.
Και σώπασε και η Ευανθία.
Έπειτα, καθώς πήγαιναν, η κυρία Κατίγκω την πρόσεξε που ήταν χλωμή. Και όταν έφτασαν στην προκυμαία και περίμεναν, και η κυρία Κατίγκω της έπιασε το χέρι, το ένιωσε κατάψυχρο.
- Πάμε στον ήλιο, της ψιθύρισε· κρυώνεις;
- Φυσά λιγάκι, είπε η Ευανθία.
Η κυρία Κατίγκω την ξανακοίταξε σαν ξαφνισμένη· η θάλασσα ήταν ακίνητη, το δειλινό ανέφελο, χλιαρό.
Μα δε φαινότανε ούτε η Φιφίκα ούτε ο κύριος νομάρχης.
- Δεν έρχονται, είπε η Ευανθία εκεί που περπατούσανε στον ήλιο.
- Δεν είναι τρεις ακόμα.
- Και τέταρτο, ξαναείπε η Ευανθία κοιτάζοντας την ώρα της.
- Πας μπρος, θέλησε να πει η κυρία Κατίγκω, μα βλέποντας την Ευανθία χλωμή και ανήσυχη:
- Είσαι αδιάθετη; τη ρώτησε.
Η Ευανθία την κοίταξε· μα έπειτα έξαφνα:
- Ναι, είπε, πάμε σπίτι.
Η κυρία Κατίγκω φώναξε ένα αμάξι.
Στο σπίτι που ήρθαν, έμαθαν πως μόλις είχε φύγει ο Στέφανος.
- Ήρθε και ρώτησε αν περάσατε από δω, είπε η υπηρέτρια.
- Ήτανε μόνος; ρώτησε γοργά η Ευανθία και είχε ξανακοκκινίσει.
- Ναι, απάντησε η υπηρέτρια, στη σκάλα ρώτησε· μου φάνηκε πως σταμάτησε στην πόρτα αμάξι.
- Ήταν αυτές, είπε η Ευανθία· και όταν έφυγε η υπηρέτρια: Μετάνιωσαν άμα άκουσαν πως θα ερχότανε και ο κύριος νομάρχης.
Κ’ έμεινε κοιτάζοντας την κυρία Κατίγκω, σα να περίμενε να πει εκείνη να γυρίσουν πίσω.
Μα η κυρία Κατίγκω βλέποντάς τη που ξαναχλώμιασε:
- Έλα, είπε, βγάλε το καπέλο σου και κάθισε.
Και φώναξε να φέρουν τσάι.
Η Ευανθία έμεινε σαν ξεχασμένη, καθώς την κάθισε η κυρία Κατίγκω στον καναπέ και της σερβίρισε το τσάι.
Ώρα πολλή δε μίλησαν και οι δυο. Μια στιγμή μόνο η κυρία Κατίγκω, ενώ καθότανε κοντά της κρατούσε το χέρι της, είπε σιγά:
- Να στείλομε για τη νονά;
Μα η Ευανθία της ένεψε: όχι· κ’ έμειναν για ώρα πάλι αμίλητες, κοιτάζοντας και οι δυο μπροστά τους σα να είχαν τώρα λησμονηθεί και οι δυο.
Έξω ο ήλιος βυθίζοντας στη θάλασσα έβαφε τον ουρανό με χρώμα κίτρινο – ένα κίτρινο όχι χρυσό και αστραφτερό, αλλά χλωμό και άλαμπο σαν ώχρα· το αχνό του αντίφεγγο χτυπούσε κρύο και μελαγχολικό στο τζάμι και χυνόταν ψυχρότερο και πιο θολό στην κάμαρα.
Η κυρία Κατίγκω αισθάνθηκε ν’ ανατριχιάζει και φώναξε και άναψαν το τζάκι.
Σε λίγο μια φεγγοβολή πήδησε έξαφνα σαν απαλή αστραπή πετώντας κόκκινες θερμές αναλαμπές στους αργυρούς δίσκους και στα κρύσταλλα των τραπεζιών και του μπουφέ μέσα στην κάμαρα.
Και όταν γέμισε έπειτα η χλιαρή πνοή της τον αέρα, η Ευανθία ανασηκώθηκε κ’ έπιασε το χέρι της κυρίας Κατίγκως.
- Τι ωραία που είναι εδώ, είπε σιγά και ακούμπησε στον ώμο της.
Κ’ ενώ η κυρία Κατίγκω της χάδευε ελαφρά το μάγουλο:
- Ναι, δεν μπορώ πια εκεί· αν ήταν να ξαναπάω εκεί, καλύτερα να φύγω.
- Αύριο να φύγω, είπε πάλι κ’ έκρυψε το πρόσωπο στο στήθος της κυρίας Κατίγκως.
Η κυρία Κατίγκω ένιωσε πού εκεί. Έσκυψε και τη φίλησε.
- Χρυσή μου, ψιθύρισε μονάχα σα να ένιωθε κάτι περισσότερο παρότι είχε πει η Ευανθία.
Και σα να μην μπορούσε να πει κάτι περισσότερο κι αυτή:
- Χρυσή μου, ξαναψιθύρισε και την έσφιξε στην αγκαλιά της.
==XVII==
Το βράδυ ο Στέφανος τις βρήκε και τις δυο κοντά στο τζάκι. Η κυρία Κατίγκω καθόταν στο σκαμνάκι, η Ευανθία ακουμπούσε στα γόνατά της ξαπλωμένη σ’ ένα δέρμα τίγρης που είχαν φέρει από τη σάλα. Σκυφτή, έριχνε μπρος της μια πασιέντσα. Στο τζάκι ήταν σβησμένη η φλόγα, μα κάτω από το φως της λάμπας έφεγγε ζωηρά το κόκκινό της φόρεμα.
Ο Στέφανος στάθηκε πρώτα μια στιγμή, έπειτα κάθισε απέναντί τους.
Η Ευανθία δεν κινήθηκε, δεν έσυρε ούτε το πόδι της που απλωμένο έβγαινε κάτω από το φόρεμα· και ο Στέφανος κοίταζε σιωπηλός τα χαρτιά που αράδιαζε η Ευανθία, όταν έξαφνα αυτή σταμάτησε.
- Δε βγαίνει, είπε και σήκωσε τα μάτια.
- Βγάλε από πάνω, της είπε ο Στέφανος.
- Δεν ωφελεί· πρέπει να έβγει μόνη της, είπε η Ευανθία και τον κοίταξε.
- Είδες; γύρισε έπειτα προς την κυρία Κατίγκω· ήταν η τρίτη.
- Η δεύτερη, είπε η κυρία Κατίγκω.
Η Ευανθία την κοίταξε.
- Η τρίτη, ψιθύρισε· όμως ξαναέριξε.
Και τώρα βγήκε.
- Να, μπράβο! είπε η κυρία Κατίγκω κ’ έκαμε να σηκωθεί.
Μα η Ευανθία την κράτησε:
- Ήταν αλήθεια η δεύτερη;
- Ναι, είπε η κυρία Κατίγκω.
Η Ευανθία δε μίλησε· έπειτα κοιτάζοντας το Στέφανο:
- Κάτι είχαμε βάλει, είπε.
Μα ο Στέφανος ρώτησε «τι;» γύρισε αμέσως στην κυρία Κατίγκω και της είπε ξαφνικά:
- Μη, μην το πεις!
Η κυρία Κατίγκω γέλασε και σηκώθηκε. Η Ευανθία έμεινε όπως ήταν ξαπλωμένη· ακούμπησε το κεφάλι στο χέρι της απάνω στο σκαμνάκι και κοίταζε μπροστά της.
Η κυρία Κατίγκω ήρθε στο Στέφανο· τον κοίταξε σα να ήθελε να του πει κάτι, αλλά σταμάτησε έξαφνα και ρώτησε μόνο:
- Είναι έξω ψύχρα;
- Λιγάκι, είπε ο Στέφανος.
Είχε ξαπλωθεί στην πολυθρόνα και κάπνιζε και κοίταζε την Ευανθία.
Η κυρία Κατίγκω έσκυψε στη φωτιά και καθώς φύσηξε τα ξύλα, μια λάμψη κόκκινη έπαιξε έξαφνα πίσω από την Ευανθία. Του Στέφανου του φάνηκε σα να πετάχτηκε από το φόρεμα της Ευανθίας και από εκεί χτύπησε κ’ έσπασε στο δέρμα της τίγρης όπου ήταν ξαπλωμένη. Οι μαύρες και κίτρινες γραμμές του σπιθίρισαν, και μια στιγμή σα να σάλεψαν. Έπειτα έμειναν πάλι ακίνητες και σκοτεινές. Έλαμπαν μόνο εμπρός του εκεί τα γυάλινα κίτρινα μάτια του κεφαλιού της τίγρης· έλαμπαν και τον κοίταζαν κατάματα.
Και η Ευανθία βλέποντάς τον πως κοίταζε κι αυτός εκεί κατάματα σαν ξεχασμένος, κλώτσησε την κεφαλή της τίγρης με το πόδι.
Ο Στέφανος ξαφνίστηκε, και η Ευανθία γέλασε.
Και τεντώνοντας το πόδι και δείχνοντας το κόκκινο γοβάκι που φορούσε, είπε:
- Είδες τι μου χάρισε η θεία Κατίγκω;
Ο Στέφανος το κοίταξε. Γνώρισε αμέσως τις κόκκινες βελούδινες παντούφλες που είχε φέρει κάποτε ο ίδιος της κυρίας Κατίγκως. Αλλά και αμέσως θυμήθηκε πως η κυρία Κατίγκω του είχε πει πως ήθελε να τις χαρίσει της Μαρίκας.
Και σταμάτησε.
- Ωραίες είναι, είπε σα μηχανικά, ενώ τον κοίταζε η Ευανθία.
Έπειτα έμειναν πάλι σιωπηλοί. Μα όταν η κυρία Κατίγκω βγήκε από την κάμαρα, η Ευανθία ξαπλωμένη πάντα ξαναγύρισε στο Στέφανο.
- Πήγατε; του είπε ξαφνικά.
- Πού; ρώτησε ο Στέφανος.
Μα η Ευανθία δεν απάντησε. Τον κοίταξε μονάχα και σώπασε λίγες στιγμές. Μα έπειτα κοιτάζοντάς τον πάλι:
- Ξέρεις τι είχα ρίξει στην πασίεντζα; ρώτησε με μιάς· θέλεις να μάθεις;
- Ναι, είπε ο Στέφανος, μα η Ευανθία έμεινε πάλι σιωπηλή.
Κ’ ενώ ο Στέφανος την κοίταζε σαν ξαφνισμένος:
- Αν θα φύγω, ψιθύρισε τέλος αργά.
- Και τι βγήκε; ρώτησε ο Στέφανος.
Η Ευανθία δεν απάντησε· φώναξε μόνο της κυρίας Κατίγκως που έμπαινε πάλι μέσα εκείνη τη στιγμή:
- Μην του το πεις, θεία Κατίγκω.
Και πετάχτηκε με μιας ορθή όταν είδε πως έμπαινε μαζί και ο κύριος Γιάγκος.
- Ωραία, ανάψατε φωτιά, είπε ο κύριος Γιάγκος αφού τη χαιρέτησε.
Έτριψε τα χέρια και ήρθε και κάθισε κοντά.
Είχε κερδίσει πάλι απόψε τον κύριο νομάρχη και ήταν χαρούμενος. Γελούσε κ’ έλεγε αστεία όλη την ώρα στο τραπέζι που καθίσαν έπειτα. Και η κυρία Κατίγκω δεν ήταν μελαγχολική, και ο Στέφανος μιλούσε καθισμένος απέναντι στην Ευανθία.
Έπειτα, όταν ο κύριος Γιάγκος με το Στέφανο έπαιζαν την παρτίδα τους στο ντόμινο, η κυρία Κατίγκω και η Ευανθία κάθισαν κοντά τους και κοίταζαν.
Όταν τελείωσαν το ντόμινο, ο Στέφανος τους έκαμε κάποια παιγνίδια με τα χαρτιά της τράπουλας. Η Ευανθία τον κοίταζε στα χέρια και ζητούσε να μαντέψει πώς τους ξεγελούσε. Και μια στιγμή εκεί που ο Στέφανος της έδινε στο χέρι τα χαρτιά και άγγιξαν τα δάχτυλά τους, η Ευανθία δεν τράβηξε το χέρι αμέσως.
Έμεινε και τον κοίταζε στα μάτια.
Μα έπειτα σηκώθηκε με μιάς ο Στέφανος· καληνύχτισε και βγήκε.
- Πάει στη λέσχη, ψιθύρισε η Ευανθία στην κυρία Κατίγκω.
- Α μπα, πάει κάτω να εργαστεί, είπε η κυρία Κατίγκω χωρίς να πιστεύει ό, τι είπε.
***
Ο Στέφανος πήγε στη λέσχη.
Το ένιωσε μόνο όταν μπήκε μέσα και είδε πως του ένεψε ο κύριος νομάρχης.
Σκυμμένος στην κορυφή του πράσινου μεγάλου τραπεζιού ο κύριος νομάρχης είχε μπροστά του σωρούς τα κόκκινα και λευκά κόκκαλα· ο λοχαγός είχε καθίσει απάνω στο τραπέζι και κουνώντας το πόδι του βροντούσε το σπιρούνι στη γωνία του τραπεζιού· το βροντούσε σα με ρυθμό και σφύριζε.
Ο Στέφανος στάθηκε ορθός αντίκρυ και άκουσε σα να ήθελε να πιάσει το ρυθμό. Έπειτα πρόσεξε πώς γυάλιζε το φως στα δόντια και στο μονόκλ του λοχαγού και πώς χτυπούσε στα μουστάκια του κυρίου νομάρχη και σταματούσε κει με ακτίνες πράσινες.
Και κει θυμήθηκε πως είχε σταματήσει κι αυτός πρωτύτερα αντίκρυ σ’ ένα φως που έφεγγε σ’ ένα παράθυρο. Είχε κινήσει και πήγαινε να δει το φως, είδε όμως το φως ακίνητο πίσω από το κλεισμένο τζάμι και σταμάτησε. Δεν ένιωθε γιατί, όμως σταμάτησε· και κοίταζε σα να ήθελε να δει αν έκαιε πράγματι φως μέσα στην κάμαρα ή ήταν μόνο αντίφεγγο που έσπαζε από κάπου απέναντι.
Έπειτα κοίταζε σα να ζητούσε να βρει τι χρώμα είχε το φως· έπειτα είδε πως το φως ήταν μακριά. Και είδε πως ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος κ’ αισθάνθηκε μια κρύα πνοή να πνέει από τη θάλασσα. Η μικρή πλατεία όπου είχε σταθεί ήταν έρημη, μα οι κορμοί των κοντών δέντρων του φάνηκαν σα ζωντανές παράξενες μαύρες μορφές που ήθελαν να κινηθούν. Ο Στέφανος δεν έβλεπε τα φύλλα, μα τα αισθάνθηκε πως έτρεμαν σα ν’ ανατρίχιαζαν στην κρύα πνοή της θάλασσας.
Και δε γύρισε στη θάλασσα. Γύρισε πίσω. Στην προκυμαία έφεγγαν τα φώτα και οι άνθρωποι πηγαινοερχόντανε. Χαιρέτησε δυο τρεις· και βρέθηκε στη λέσχη έξαφνα.
Και τώρα έμενε ορθός και κοίταζε τις πράσινες ακτίνες στα μουστάκια του κυρίου νομάρχη. Έπειτα ξανακοίταξε το λοχαγό, έπειτα το παιχνίδι· έπειτα κάθισε με μιάς και ο ίδιος κ’ έπαιξε.
***
Όταν γύρισε σπίτι, είχαν περάσει τα μεσάνυχτα. Ανέβηκε στα δάχτυλα τη σκάλα για αν μην ξυπνήσουνε στο σπίτι. Μα καθώς έμπαινε στο διάδρομο, σταμάτησε· μια θαμπόλευκη μορφή που σάλεψε μπροστά του τον σταμάτησε.
Τινάχτηκε όταν τον πλησίασε η μορφή, μα γνώρισε αμέσως τη φωνή που του ψιθύρισε:
- Ήσουν στη λέσχη;
- Ναι, είπε ο Στέφανος.
- Έπαιζες;
-Ναι, είπε πάλι ο Στέφανος.
- Και γω περίμενα.
Ο Στέφανος ξαναξαφνίστηκε. Είδε με μιας μπροστά του το φωτισμένο παράθυρο, όπου απέναντι είχε σταθεί πρωτύτερα και κοίταζε.
Μα η φωνή κοντά του τον ξαναξύπνησε:
- Για να σου πω τι βγήκε.
- Τι βγήκε; ψιθύρισε ο Στέφανος.
- Πως δε θα φύγω, είπε η φωνή, και ο Στέφανος είχε ξυπνήσει ολότελα.
Αλλά δε μίλησε. Έμεινε ακίνητος· μα σα κίνησε μόνο τα χέρια προς τη μορφή που σάλεψε και κείνη προς τα πίσω, προς την πόρτα όπου στεκότανε.
Ο Στέφανος έμεινε ακίνητος λίγες στιγμές ακόμα, έπειτα όμως έφυγε αμέσως μέσα προς το διάδρομο πριν ανοίξει καλά η πόρτα πίσω και δει καλύτερα στο φως που χύθηκε από μέσα ποια ήταν η μορφή.
==XVIII==
Έφυγε, σα να φοβήθηκε να δει. Και το πρωί πάλι φοβήθηκε να δει. Φώναξε και του έφεραν στην κάμαρά του τον καφέ και κατέβηκε αμέσως κάτω στο γραφείο. Όταν τελείωσε, τράβηξε ίσια στης Μαρίκας.
Τη βρήκε που καθότανε στην κάμαρα με τη γιαγιά, μα είδε αμέσως πως ήταν φοβερά χλωμή.
Δεν τόλμησε να τη ρωτήσει. Κάθισε μόνο και μιλούσε πράγματα αδιάφορα με αυτή και τη γιαγιά. Μα όταν έξαφνα τον ρώτησε η γιαγιά αν θα έρθει η Ευανθία, και της απάντησε: «Δεν ξέρω, δεν την είδα σήμερα», είδε πως η Μαρίκα έστρεψε αλλού το βλέμμα.
Έμεινε μια στιγμή σα συγχυσμένος. Μα όταν έφυγε η γιαγιά κ’ έμειναν μόνοι, πλησίασε πρώτος τη Μαρίκα.
- Κάθισες ψες αργά; τη ρώτησε.
- Όχι, κοιμήθηκα νωρίς, απάντησε ήσυχα η Μαρίκα.
- Μα το παράθυρο είχε φως αργά.
Η Μαρίκα τον κοίταξε.
- Τι ήρθες; περίμενε ν’ ακούσει ο Στέφανος, μα η Μαρίκα ψιθύρισε, ήσυχα πάλι:
- Το ξέχασα αναμμένο.
Ο Στέφανος της έπεισε με μιας και τα δυο χέρια:
- Ω Μαρίκα, ω Μαρίκα!
Κ’ ενώ η Μαρίκα τον κοίταζε ατάραχη:
- Δεν ξέρεις τι είσαι για μένα, ξέσπασε ξαφνικά και της γέμισε φιλιά τα χέρια. Μου ήταν αδύνατο να κοιμηθώ όλη νύχτα, εξακολούθησε, όλη τη νύχτα είχα τα μάτια σου μπροστά μου…
Και έλεγε αλήθεια. Τα μάτια της Μαρίκας έφεγγαν πράγματι όλη τη νύχτα μπροστά στο Στέφανο. Είχε φύγει γοργά στο διάδρομο σα να φοβήθηκε να δει, όμως όλη τη νύχτα είχε μπροστά του την πόρτα που άνοιξε έξαφνα στο φως του καντηλιού και φώτισε μια λευκή μορφή που έμεινε ορθή με απλωμένα χέρια πίσω του --- αλλά τα χέρια αυτά, παράξενο! τα γνώριζε, ήταν τα χέρια της Μαρίκας. Είχε φύγει γοργά στο διάδρομο σα να φοβήθηκε να δει, όμως όλη τη νύχτα έβλεπε μπρος του δυο μάτια υγρά και φωτεινά που τον κοιτάζαν ενώ έφευγε --- αλλά, παράξενο! τα μάτια αυτά ήταν τα μάτια της Μαρίκας. Στιγμές στιγμές δυο κόκκινα σημάδια έφεγγαν κάτω στο πάτωμα σα βελουδένια, έλαμπαν εμπρός στ’ αγρυπνισμένα μάτια του σαν άλικα μεγάλα ρόδα που έπλεαν σε πρωινά νερά, και απάνωθέ τους έτρεμε κάτι θαμπόλευκο, κυματιστό και σαν αέρινο· στιγμές πάλι το άσπρο αυτό γινόταν κόκκινο, άλλαζε σε κρεμεζί, σε ρουμπινί κ’ έλαμπε μπρος του ζωηρά σα φλόγα, μια φλόγα που έφεγγαν μέσα της δυο μάτια --- αλλά τα μάτια ήταν της Μαρίκας. Ύστερα πάλι ξαναέσβηνε το κόκκινο σιγά σιγά, ξαναγινόταν άχνα αγανή, λευκός αφρός που έλιωνε σ’ ένα γιαλό, γινόταν αέρας διάφανος και φως που έπαιζε κ’ έτρεμε κ’ έφευγε και γλιστρούσε απάνω από μια θάλασσα άπειρη.
Μια θάλασσα…. Και ο Στέφανος είδε τους σκοτεινούς κύκλους ξανά να του γεμίζουνε τη θάλασσα. Ήταν σα να ήθελαν οι κύκλοι αυτοί να σβήσουν τα μάτια της Μαρίκας που έφεγγαν μέσα από τη θάλασσα --- τα μάτια της Μαρίκας που ανοίγονταν τώρα μπροστά του εκεί μεγάλα ολόμαυρα και μελαγχολικά μέσα στους βαθουλούς μεγάλους κύκλους γύρω τους.
Ο Στέφανος τα κοίταζε. Ήταν κρύα και σκοτεινά, σαν τη συννεφιασμένη θάλασσα, κ’ έβλεπαν εμπρός τους ασάλευτα και καρφωμένα, σα να ζητούσανε να σκίσουν τη σταχτερή άχνα μακριά, σα να γυρεύαν να βυθίσουν πέρα από αυτή μέσα στο χλωμό φως μακρύτερα, στο φως που κάτι σαν αντίφεγγό του έτρεμε κιτρινωπά κ’ έπαιζε θλιβερά στις κόρες τους.
- Τα μάτια σου, θέλησε να ξαναπει ο Στέφανος, μα η ψυχρή και άφεγγη λάμψη τους τον πάγωσε.
Και ψιθύρισε, σα να ξυπνούσε ξαφνικά:
- Μαρίκα, τι έπαθες, τι έχεις;
Αλλά η Μαρίκα έριξε το βλέμμα κ’ έμεινε άφωνη και ακίνητη.
- Μαρίκα, ξαναψιθύρισε ο Στέφανος· μα έπειτα έμεινε άφωνος κι αυτός.
Έγινε μερικές στιγμές σιγή στην κάμαρα· μια σιγή ανήσυχη. Και όσο βαστούσε αυτή, ο Στέφανος είχε το αίσθημα πως έπεφτε αργά σιγά κάτι σα σταχτερή βαριά κουρτίνα ανάμεσά τους.
Μα εκεί, ενώ ο Στέφανος κρατούσε πάντα τα χέρια της, η Μαρίκα σήκωσε πάλι τα μάτια:
- Ήρθες, αλήθεια, χτες βράδυ; ρώτησε κοιτάζοντάς τον έξαφνα.
- Ναι, ήρθα, είπε ο Στέφανος.
Αλλά σταμάτησε.
- Ήρθα και κοίταζα το φως και πρόσμενα, είπε αμέσως έπειτα. Μα ξανασώπασε, σα να μην είχε να πει άλλο τίποτε.
Έμειναν και κοιτάζονταν. Έπειτα σηκώθηκαν και περπάτησαν μαζί μέσα στην κάμαρα. Κ’ ενώ στάθηκαν μπροστά στις γλάστρες της κυρίας Αγλαΐας, όπου οι τουλίπες έφεγγαν ολοκόκκινες στον ήλιο που έπεφτε απάνω τους από το παράθυρο, η Μαρίκα αφήνοντας το χέρι της να πέσει σαν άψυχο μέσα στο χέρι του Στέφανου, είπε σιγά:
- Δεν ξέρω, μα δεν είμαι --- δεν μπορώ να είμαι ευτυχισμένη.
Και η ματιά της ξαναπήρε το ωχρό και άφεγγο χρώμα που είχε παγώσει πρωτύτερα το Στέφανο.
==XIX==
Ο Στέφανος ήρθε σιωπηλός στο σπίτι. Η κυρία Κατίγκω είδε το σύννεφο στο πρόσωπό του και τον πλησίασε και τον ρώτησε:
- Είναι αδιάθετη η Μαρίκα;
- Όχι, καλά είναι, απάντησε ο Στέφανος κ’ έμεινε πάλι σιωπηλός.
Η κυρία Κατίγκω στάθηκε και τον κοίταζε ενώ έμπαινε η Ευανθία. Ερχόταν γρήγορα, μα όταν είδε το Στέφανο σταμάτησε. Καθώς μπήκε, το φόρεμά της πέταξε λάμψεις κόκκινες στον ήλιο που γέμιζε την κάμαρα.
Στάθηκε μια στιγμή· έπειτα πλησιάζοντας σιγά την κυρία Κατίγκω είπε:
- Η γιαγιά παράγγειλε να πάμε.
- Πηγαίνομε, απάντησε η κυρία Κατίγκω.
Η Ευανθία την κοίταξε:
- Αλλά δεν είπαμε θα έρθει η Φιφίκα;
- Α ναι, το ξέχασα. Η κυρία Κατίγκω φαινόταν πράγματι σαν ξεχασμένη.
- Της παραγγέλνομε --- ή πάμε στη νονά αργά, είπε ύστερα.
- Α, όχι στη γιαγιά αργά· θα με κρατήσει, έσκυψε και είπε σιγαλότερα η Ευανθία.
Η κυρία Κατίγκω την έσυρε κοντά της και τη χάδεψε.
Ο Στέφανος καθώς την κοίταξε είδε που ξαναέλαμψε το φόρεμά της. Και είδε πως φορούσε τα κόκκινα βελούδινα γοβάκια.
Σα να γέμισε όλη η κάμαρα με ρόδα κόκκινα, τα ρόδα που έπλεαν οληνύχτα εμπρός του στα πρωινά νερά --- γύρισε αλλού κ’ έκαμε κίνημα σα να ήθελε να φύγει.
Μα η Ευανθία τον πλησίασε.
Κ’ ενώ η κυρία Κατίγκω είχε γυρίσει και κάτι έσιαζε στην κάμαρα και ύστερα βγήκε, η Ευανθία στάθηκε μπροστά του ορθή και βλέποντάς τον κατάματα έκαμε κάτι να του πει.
Αλλά έξαφνα σταμάτησε.
Ο Στέφανος έμεινε ακίνητος και κοιτάχτηκαν μια στιγμή και οι δυο σαν ξαφνιασμένοι.
Μα ευθύς η Ευανθία:
- Ξέρεις, του είπε, η Φιφίκα θα πάρει το λοχαγό.
Το είπε σα να ήταν αυτό που είχε να πει.
Αλλά και ο Στέφανος, σα να είχε νιώσει:
- Το ξέρω, είπε με τόνο αδιάφορο και σαν ξερό.
Η Ευανθία κοκκίνησε όλη. Και γύρισε αμέσως μ’ ένα τίναγμα, σα να είχε αγγίξει κάπου με το χέρι και κάηκε έξαφνα. Και καθώς ξαναέμπαινε η κυρία Κατίγκω μέσα, πήγε ίσια απάνω της:
- Θεία Κατίγκω, ο Στέφανος θέλει να φύγω, είπε και σταμάτησε μπροστά της.
Και θέλησε να κρύψει μ’ ένα χαμόγελο κάποιο τρεμούλιασμα που είχε η φωνή της.
Η κυρία Κατίγκω στάθηκε σαν ξαφνιασμένη.
Ο Στέφανος έμεινε συγχυσμένος μια στιγμή.
Έπειτα βλέποντας πως η κυρία Κατίγκω τον κοίταζε περίεργα.
- Αηδίες, ψιθύρισε σιγά.
- Αστεία, είπε πάλι δυνατότερα και βημάτισε στην κάμαρα, ενώ η κυρία Κατίγκω πήρε την Ευανθία κοντά της και την ακούμπησε στον ώμο της.
Μα όταν ο Στέφανος πήγε έπειτα και κάθισε στην άκρη, η Ευανθία ήρθε και ξαναστάθηκε μπροστά του και γελούσε.
- Αλλά, Ευανθία, έκαμε να της πει, μα η Ευανθία αφού περίμενε και ξαναβγήκε έξω η κυρία Κατίγκω:
- Δε λες αλήθεια, του είπε σφυριχτά, σα μέσα από τα δόντια.
- Αλλά, Ευανθία, θέλησε να ψιθυρίσει πάλι ο Στέφανος, μα η Ευανθία τον έκοψε μα μιάς:
- Ναι, ναι – δε μου έταξες να έρθεις μαζί στα ιγγλέζικα;
Κ’ έμεινε και τον κοίταζε.
Ο Στέφανος χαμήλωσε το βλέμμα.
Όταν το ξανασήκωσε, η Ευανθία δε γελούσε· τον κοίταζε με μάτια ορθάνοιχτα, μεγάλα, μα άλαμπα και ωχρά. Τα μάτια δεν είχαν σκοτεινούς μεγάλους κύκλους γύρω τους, τα μάγουλα όμως ήταν χλωμά. Και όταν ο ήλιος δοκίμασε να παίξει πάλι στο κόκκινο το φόρεμα, δε γέμισε την κάμαρα με ρόδα πορφυρά· κίτρινα ρόδα ωχρά σκορπίστηκαν μπροστά στο Στέφανο καθώς κοίταζε την Ευανθία.
Κ’ ενώ την κοίταζε, ξαφνικά με μια φωνή που δεν τη γνώρισε και ο ίδιος:
- Ευανθία, ψιθύρισε σιγά και άπλωσε τα χέρια εμπρός.
Μα έπειτα, πάλι σιγά, τα έσυρε πίσω κ’ έγειρε σ’ αυτά το μέτωπο.
Η Ευανθία έκαμε να σκύψει.
Αλλά δεν έσκυψε· έφερε μόνο το χέρι στα μαλλιά του και τα χάδεψε· απαλά.
==XX==
- Πήγαν χτες; ρώτησε η κυρία Αγλαΐα.
Ο Στέφανος δεν ένιωσε, και η κυρία Αγλαΐα σήκωσε τα μάτια από το κέντημά της και πρόσθεσε:
- Στα ιγγλέζικα.
- Δεν ξέρω --- δε ρώτησα, είπε ο Στέφανος.
Μα η Μαρίκα έμεινε σκυμμένη στο δικό της κέντημα.
Και ξανασώπασαν. Έπειτα η κυρία Αγλαΐα ξαναείπε έξαφνα:
- Ο κύριος νομάρχης σα να νοστιμεύεται την Πρίφτη.
Κ’ ενώ ούτε ο Στέφανος ούτε η Μαρίκα μίλησαν:
- Να δούμε πώς θα τη μοιράσουν με το λοχαγό, είπε πάλι.
Και γυρνώντας στο Στέφανο:
- Η μητέρα σου τι λέει; ρώτησε.
Ο Στέφανος σήκωσε τους ώμους.
- Και το παιγνίδι του ταξιδιού τι να σημαίνει;
Και η κυρία Αγλαΐα γέλασε. Έπειτα μίλησε πάλι για τον κύριο νομάρχη:
- Τον είχαμε στη νομαρχία. Ήταν καλός υπάλληλος. Ο μπαμπάς σου τον συμπαθούσε, είπε της Μαρίκας που την κοίταζε κείνη τη στιγμή.
΄Επειτα έφερε την ομιλία στη νομαρχία.
- Κάθε Παρασκευή δίναμε τσάι εμείς, κάθε Δευτέρα ο Άγγλος πρόξενος· έπειτα αλλάξαμε, το κάναμε Τετάρτη· να δεις γιατί.
Η κυρία Αγλαΐα σταμάτησε το κέντημα και συλλογίστηκε.
- Α ναι, είπε έπειτα, κάθε Παρασκευή είχα συμβούλιο στο σύλλογο των κυριών· την Τρίτη στην εταιρία των εργοχείρων που ήμουν πρόεδρος.
- Ναι, μου διηγηθήκατε, είπε ο Στέφανος, και η κυρία Αγλαΐα ξανασκύβοντας στο κέντημά της:
- Τότε η νομαρχία είχε μεγάλη δικαιοδοσία, ψιθύρισε, τότε ήταν κατιτί να είναι κανείς νομάρχης.
Ο Στέφανος συμφώνησε.
- Μα οπωσδήποτε ένας νομάρχης είναι καλύτερος από το λοχαγό, είπε πάλι έξαφνα η κυρία Αγλαΐα.
Και γυρίζοντας έξαφνα πάλι στη Μαρίκα:
- Τι άσχημο που ήταν το φόρεμα της Πρίφτη· και το καπέλο με τα κίτρινα φτερά.
Αλλά η Μαρίκα σα να μην πρόσεχε· κίνησε μόνο το κεφάλι και κοίταζε μπροστά της.
Και ο Στέφανος γύρισε και είδε πως η Μαρίκα δεν κοίταζε ούτε στο κέντημα που είχε στα χέρια· κοίταζε πέρα στον ήλιο που βασίλευε.
Ο Στέφανος περίμενε όσο που σώπασε η κυρία Αγλαΐα.
Σηκώθηκε ύστερα σιγά και πήγε στο παράθυρο. Νέφη μικρά είχαν σωριαστή κομματιαστά κ’ έφεγγαν κοκκινωπά σα σφυροκοπημένες χάλκινες πλάκες στην άκρη του ουρανού, που από κάτω του έπαιζε αστραφτερή στο βάθος στενή γραμμή μονάχα η θάλασσα. Αντίκρυ το ορθόβραχο υψωνόταν ήσυχο, βαμμένο απαλό χρώμα γιουλί και διάφανο.
Ο Στέφανος έμενε ορθός εκεί και κοίταζε. Πίσω η κυρία Αγλαΐα κάτι ξαναψιθύρισε, μα ο Στέφανος ούτε την άκουσε. Και δεν την άκουσε ούτε όταν έφυγε· άκουσε μόνο το βήμα της Μαρίκας που τον πλησίασε σιγά και στάθηκε κοντά του και κοίταζε κι αυτή.
Μα τα χαλκοβαμμένα σύννεφα είχαν σκορπίσει· απλώθηκαν στη θέση τους βαθιόμαβες στενές λουρίδες που έλιωναν σιγά σιγά σε καταχνιά βιολέτινη, βαθιά, μουντά βιολέτινη. Μονάχα το ορθόβραχο βουνό έμενε αντίκρυ τους μενεξελί, θολότερο, σκουρότερο, μα ακόμα φωτεινό και διάφανο.
Στέκονταν και οι δυο και κοίταζαν. Κοίταζαν πώς σκούραινε ολοένα το βουνό, πώς η ομίχλη πέρα γινότανε πιο σταχτερή και πώς κάτω μακριά σκοτείνιαζε η γραμμή της θάλασσας.
Έξω είχε σβήσει στον αέρα κάθε αναλαμπή, κ’ ένα θολό μισόφωτο έτρεμε μέσα στην κάμαρα όταν γύρισαν κ’ έκαμαν να σαλέψουν από το παράθυρο.
Μα εκεί έξαφνα πήδησε μπρος τους η Ευανθία και τους σταμάτησε στη θέση τους.
- Μαρίκα, φώναξε, λοιπόν θα πάμε το πρωί; Μου το παράγγειλε η γιαγιά.
- Θα πάμε, ναι, απάντησε η Μαρίκα.
Και η Ευανθία που είδε το Στέφανο που κοίταξε σα να μην ένιωθε:
- Στην εκκλησίτσα· τι, δεν ξέρεις; γύρισε σ’ αυτόν.
- Δεν του το είπες; είπε πάλι της Μαρίκας.
- Ναι, το λησμόνησα, απάντησε η Μαρίκα.
- Μα εσύ το ήθελες, λέει η γιαγιά, και το έταξε να την ανοίξει.
Η Μαρίκα την κοίταξε.
- Ναι, εγώ, ένεψε ύστερα κ’ έριξε μπροστά της μια ματιά, που
χάθηκε στη σκοτεινιά που έπεφτε στην κάμαρα.
Για το Στέφανο μόνο δε χάθηκε· την είχε εμπρός του όλη την ώρα έπειτα εκεί που γύριζε στο σπίτι βαδίζοντας σκυφτός κοντά στη θάλασσα.
==XXI==
Ο παπάς τελείωνε τη λειτουργία στο εξωκλήσι της ακρογιαλιάς όταν σταμάτησε στην πόρτα του το αμάξι με την Ευανθία, το Στέφανο και την κυρία Κατίγκω. Ήρθαν αργά γιατί και ο Στέφανος και η Ευανθία άργησαν να ετοιμαστούν. Έπειτα η κυρία Κατίγκω θυμήθηκε στο δρόμο πως δεν είχε αφήσει της μαγείρισσας βούτυρο για το ραβανί, που είχε ζητήσει ο κύριος Γιάγκος για το μεσημέρι.
- Δεν μπορώ· ο πατέρας σου το περιμένει, είπε στο Στέφανο η κυρία Κατίγκω.
Έπρεπε να γυρίσουν.
Στην εκκλησία ήταν μονάχες η γιαγιά με τη Μαρίκα. Η κυρία Αγλαΐα, όταν πήγαν να την ξυπνήσουν, δεν μπόρεσε να σηκωθεί.
- Στη νομαρχία δεν ανοίγαμε εξωκλήσια, είπε της Μαρίκας, αλλά η Μαρίκα είπε μόνο της γιαγιάς:
- Η μαμά έχει πονοκέφαλο.
Και ήρθε πρωί πρωί μαζί της.
Το πρωί ήταν ψυχρό και υγρό, τα δέντρα νοτισμένα, και κάτω στο ακρογιάλι απλώνονταν ωχρόσκουρες λουρίδες καταχνιάς.
Η γιαγιά είχε ταμένο να πάνε με τα πόδια, και η Μαρίκα τυλίχτηκε στο επανωφόρι της κα βάδιζε. Καθώς περνούσαν κάτω από τα δέντρα δεν έβλεπε τον ίσκιο της, μα όταν βγήκανε στο λόφο τον ξαναείδε που σερνόταν σταχτερός κοντά στο μαύρο της γιαγιάς.
Νόμιζε πως ερχόταν η ίδια πίσω και τον έβλεπε.
Κατέβαιναν το λόφο μόνες· δεν περνούσε γύρω τους κανείς και δε μιλούσαν και οι δυο.
- Κουράστηκες; ρώτησε μόνο μια στιγμή η γιαγιά.
- Όχι, της ένεψε η Μαρίκα.
- Όχι γιαγιά, της ξαναείπε και κατέβηκαν πάλι το λόφο σιωπηλές.
Στο ακροθαλάσσι κάτω άσπριζε το εκκλησιδάκι μες στα πεύκα και παραμπρός του υψώνονταν δυο κυπαρίσσια ορθά, σταχτερά μες στο θολό πρωί.
Σε λίγο όμως η Μαρίκα στάθηκε.
- Κουράστηκες; την ξαναρώτησε η γιαγιά.
Αλλά η Μαρίκα δεν απάντησε.
Κοίταξε μόνο πίσω σα να ήθελε να δει αν είχε σταματήσει ο ίσκιος της.
- Όχι, γιαγιά, είπε τότε και κοίταξε πάλι μπροστά της κάτω.
Η καταχνιά είχε συρθεί, είχε απλωθεί πιο χαμηλά στη θάλασσα.
- Όχι, γιαγιά, είπε ξανά και ξανακίνησε.
Τα κυπαρίσσια υψώνονταν μπροστά τους κάτω πάντα σταχτιά και ασάλευτα.
Όταν τα έφτασαν και πέρασαν κοντά τους, η Μαρίκα άκουσε που ψιθύριζαν στους κλώνους τους πρωινά πουλιά. Μα δε σταμάτησε· μπήκε στην εκκλησία μαζί με τη γιαγιά.
Και όταν ήρθαν έπειτα η Ευανθία και ο Στέφανος, είδαν τη σταχτερή μορφή της ορθή σκυφτή και χαμένη μέσα στο αχνό γαλάζιο νέφος του λιβανιού που γέμιζε την εκκλησία.
Γύρισαν άθελα και κοιταχτήκαν καθώς στάθηκαν πίσω της, ενώ η κυρία Κατίγκω πήγε στο πλάι της γιαγιάς. Η Μαρίκα φάνηκε πως τους ένιωσε, μα δεν κινήθηκε.
΄Εμειναν μερικές στιγμές σκυφτοί και οι δυο.
Έπειτα η Ευανθία έδειξε του Στέφανου τον ψάλτη. Καθώς έμπαιναν πρωτύτερα της χτύπησε ευθύς στα μάτια η χοντρή κόκκινη μύτη του· και γέλασε. Μα η κυρία Κατίγκω της ένεψε και σώπασε. Και τώρα την έδειξε πάλι στο Στέφανο. Έπειτα τον σκούντησε πάλι να προσέξει πως ο ψάλτης έψελνε κλαυτά σα να νιαούριζε.
- Ναι, της είπε ο Στέφανος και ξαναγύρισε πάλι το βλέμμα εμπρός του.
Η Μαρίκα έμενε πάντα σκυφτή στην ίδια θέση. Είχε σταθεί κοντά στο μανουάλι που έκαιαν τα κεριά· στη μέση μια λευκή ψηλή λαμπάδα, γύρω μικρότερα λευκά και κίτρινα κεριά.
Ο Στέφανος έριξε κει μια ματιά· η λαμπάδα είχε μισοκαεί, είχε λυγίσει, αλλά δεν έσταζε κάτω στις πλάκες, όπως τα κίτρινα μικρά κεριά. Όταν τα κεριά έγερναν ή έλιωναν, πήγαινε και τα σήκωνε ή τα έσβηνε η γιαγιά· όσο που έσβησαν όλα κ’ έμεινε κ’ έκαιε η λαμπάδα μόνη. Έκαιε κ’ έλιωνε χωρίς να στάζει, και ο Στέφανος την κοίταζε πως έκαιε και φωτούσε χλωμά το μαυρισμένο τέμπλο, που χρυσογλυμμένο κάποτε, τώρα κοκκίνιζε θαμπά και ξέθωρα στην κίτρινη αχνή λάμψη των καντηλιών που κρέμονταν μπρος στις εικόνες του.
Η Ωραία Πύλη, ανοιγμένη εκείνη τη στιγμή, έδειχνε το ιερό βαθιά με φως θαμπότερο· ο παπάς σάλευε μέσα αόριστη σκιά και ο Στέφανος κοίταζε τώρα εκεί περίεργα σα να έβλεπε κάτι που ήξερε πως το είχε ξαναδεί, αλλά και του φαινόταν πως τώρα το πρωτοέβλεπε. Ο ψάλτης όμως στο πλευρό του μουρμούριζε κλαυτά, μουρμούριζε ενοχλητικά· και ο παπάς καθώς κινούσε μέσα στο θαμπό φως τα χέρια κ’ έσκυβε και ξανασήκωνε και ξαναέσκυβε το σώμα και κινούσε κάτι εμπρός του σα να το άπλωνε, σα να το τίναζε, του έκαμε έξαφνα μια εντύπωση σαν κωμική. Αλλά δε γέλασε, αν κ’ ένιωσε την Ευανθία που γελούσε πλάι του. Δε γέλασε, γιατί μια λάμψη κινήθηκε μες στο ιερό. Και είδε πως η Μαρίκα σήκωσε έξαφνα το πρόσωπο· το σήκωσε και κοίταξε σα να είχε πέσει η λάμψη απάνω της.
Την ώρα αυτή ύψωνε κι ο ψάλτης τη φωνή και ο παπάς απλώνοντας το χέρι έσυρε το παραπέτασμα, σα να έφραζε τα άδυτο από τα βλέμματα του Στέφανου.
Ο Στέφανος δεν έκαμε να κινηθεί. Άκουσε μόνο πως ο ψάλτης κάτι ξαναψιθύρισε σιγά και ο παπάς απάντησε κρυμμένος τώρα στα βάθη του ιερού.
Έγινε για στιγμές σιγή και όλοι έσκυψαν το μέτωπο. Ο Στέφανος ένιωσε πως το έσκυψε κι αυτός.
Όταν το ξανασήκωσε είδε κοντά του γονατισμένη τη γιαγιά και πλάι της σκυφτή και την κυρία Κατίγκω. Μα η Μαρίκα εμπρός του ήταν χαμένη. Ο παπάς είχε έβγει εμπρός στην πύλη και θυμιάτιζε, και ο καπνός του λιβανιού έπεσε πυκνό σύννεφο απάνω της και τη σκέπασε, την έκρυψε.
Μα εμπρός στο σύννεφο του λιβανιού έλαμψε φωτεινά μ’ ένα φανταστικό παιγνιδιστό αντιφέγγισμα το φόρεμα της Ευανθίας. Ήταν πράσινο, αλλά εμπρός στο Στέφανο έπαιξε πορφυρό, ρόδινα πράσινο.
Ο Στέφανος πήρε τα μάτια ευθύς, σα να μην ήθελε να δει· γύρισε κ’ έβλεπε στο τέμπλο εμπρός του. Ξυσμένη, μαυρισμένη στην παλιά κορνίζα της ήταν εκεί η μητέρα του θεού. Μισόσβηστο το πρόσωπό της, και το φόρεμα ξεθωριασμένο· άσβηστη έμενε μόνο η όψη του παιδιού με το χαμόγελο στα χείλη και τα μεγάλα μάτια του. Στο χέρι του μόλις ξεχώριζε πια η σφαίρα που κρατούσε το παιδί, μα κάτω κάτω στην εικόνα έμενε αμαύριστο το πόδι της μητέρας που πρόβαλε από το ξεβαμμένο μπλάβο φόρεμα, και φαινόνταν ζωηρά τα ξεπεταγμένα μάτια και τα κόκκινα γλωσσίδια του φιδιού που συντριβόταν κάτω από το πόδι, πατημένο με το μεγάλο δάχτυλο.
Ο Στέφανος δεν ένιωθε γιατί έμεινε στιγμές πολλές βλέποντας την εικόνα αυτή. Όταν έστρεψε, η Ευανθία τον κοίταζε παράξενα. Το φόρεμά της δεν έλαμψε τώρα μπροστά του πράσινο· είδε μόνο το πρόσωπό της πορφυρό καθώς αντίκρυσε τα μάτια της. Και σα να αισθάνθηκε κάτι με μιάς, ο Στέφανος πήρε και πάλι ευθύς το βλέμμα του. Από το τέμπλο, από την κορυφή ψηλά της Πύλης είδε ένα μάτι που τον κοίταζε· ένα μάτι όχι από πρόσωπο, μα μόνο από μια κόχη ενός ματιού. Ξεβαμμένο, θαμπό κι αυτό όπως το τέμπλο, όμως ο Στέφανος το είδε φωτεινό, ζωηρό το είδε στυλωμένο απάνω του. Κ’ έστρεψε μπρος του· η Μαρίκα φάνηκε μέσα στο σύννεφο του λιβανιού γονατιστή.
Κ’ έξαφνα αισθάνθηκε και ο ίδιος κάτι σα λύγισμα στα γόνατα.
Μα η γιαγιά και η κυρία Κατίγκω είχαν σηκωθεί, και το σύννεφο του λιβανιού είχε σκορπίσει ολόγυρα από τη Μαρίκα. Την είδε που στεκόταν πάλι ορθή και ακίνητη, κ’ έμενε ακίνητος κι αυτός με τα μάτια απάνω της.
Όσο που ξαναγύρισε η Ευανθία πάλι· της ξαναέπεσε στο βλέμμα η κωμική μορφή του ψάλτη που έλεγε τώρα γοργά και βιαστικά το τελευταίο τροπάρι του. Και γύρισε στο Στέφανο για να γελάσει. Και γέλασε.
Μα ο Στέφανος δεν πρόσεξε. Μπροστά του είχε η Μαρίκα κινηθεί· κινήθηκε ένα βήμα εμπρός κ’ έμεινε κει με το κεφάλι ορθό, μα έπειτα ξαναπροχώρησε ίσια στην Πύλη όπου είχε έβγει και στάθηκε ο παπάς κρατώντας το δισκοπότηρο στο χέρι.
Ο ψάλτης μουρμούριζε κοντά στο Στέφανο, μουρμούριζε κλαυτά, ενοχλητικά, μα ο Στέφανος δεν άκουε. Έβλεπε τη Μαρίκα που είχε ανέβη ένα σκαλί κ’ έσκυψε πάλι εκεί το πρόσωπο και πρόσμενε.
Πρώτη κοινώνησε η γιαγιά, η Μαρίκα έπειτα. Ο Στέφανος την είδε πως πλησίασε τα χείλη της αργά και τ’ άνοιξε σιγά· και κύκλοι κίτρινοι πολλοί, χλωμοί απλώθηκαν εκεί τριγύρω της στα μάτια του.
Όταν έσβησαν, είδε πως η ψηλή λευκή λαμπάδα έκαιε ακόμη στο μανουάλι πίσω της.
Στάθηκε και την κοίταζε που έκαιε· έκαιε σα γερμένη απάνω της.
……….
Άμα βγήκαν έξω, το βλέμμα της Μαρίκας είχε μια λάμψη αλλιώτικη. Μα όταν πλησίασε το Στέφανο, ο Στέφανος σα να είχε καρφωθεί στη θέση του· η Μαρίκα, ορθή μπροστά του, τυλιγμένη στο σταχτί επανωφόρι της, του ήταν σαν άλλη. Πίσω της υψώνονταν στο σταχτερό ουρανό τα κυπαρίσσια ακίνητα· στεγνά, βαριά και μαύρα φάνηκαν του Στέφανου· και η Μαρίκα εκεί μπροστά του τού ήρθε μια στιγμή πως ήταν ο ίσκιος τους.
Μα η κυρία Κατίγκω πλησίασε τη Μαρίκα και αφού τη φίλησε:
- Παιδί μου, πώς είσαι; τη ρώτησε σιγά.
Ο Στέφανος έριξε απάνω της τα μάτια ασάλευτα· και η Μαρίκα την κοίταξε κι αυτή και χαμογέλασε.
Η κυρία Κατίγκω έμεινε σαν ξεχασμένη.
- Ελάτε, τον καφέ σας, είπε έπειτα και πήρε τη Μαρίκα.
Η υπηρέτρια είχε σερβίρει τον καφέ στο πέτρινο τραπέζι εμπρός στο εκκλησιδάκι, και η Ευανθία έδινε το φλιτζάνι στον παπά, όταν πλησίασε η κυρία Κατίγκω με τη Μαρίκα.
Στάθηκαν κ’ έπιναν ορθές και οι δυο, και αντίκρυ τους ο Στέφανος.
Η Ευανθία ήρθε και θύμισε πάλι στο Στέφανο την κόκκινη μύτη του ψάλτη κ’ έσκυψε έπειτα και το ψιθύρισε και της κυρίας Κατίγκως.
- Τρελή, είπε σιγαλά η κυρία Κατίγκω, ενώ η Ευανθία γελούσε.
- Μη δείχνεις, μη γυρίζεις, της ξαναψιθύρισε η κυρία Κατίγκω.
Μα η Ευανθία, σα να φοβήθηκε μήπως τη νιώσει ο ψάλτης πως γέλασε γι’ αυτόν:
- Για δέτε, είπε αμέσως κ’ έδειξε στο λόφο απέναντι.
- Για δέτε κει!
Όλοι γύρισαν και κοίταξαν. Στην πλαγιά ψηλά του λόφου φαινόνταν μερικές μορφές που μόλις ξεχώριζαν καλά πως ήταν άνθρωποι. Φαινόνταν σα να στέκονταν σε κύκλο και τριγύριζαν μπροστά τους κάτι που δεν το έβλεπαν τι ήταν. Όταν τις έδειξε η Ευανθία, έμειναν ακίνητες· έπειτα όμως άλλες έσκυψαν, άλλες κινήθηκαν· έπειτα πάλι στάθηκαν, και τώρα έμοιαζαν σα να τίναζαν εκείνο που κρατούσαν· ύστερα έσκυψαν ξανά σα να το άπλωσαν κάτω, μα πάλι ξανασηκώθηκαν και ξαναέμειναν ορθές, ασάλευτες τριγύρω του.
- Παράξενο! τι να είναι; τι να κάνουν; ψιθύρισαν κ’ έμεναν όλοι και κοίταζαν σα να έβλεπαν μυστήριο.
Μα ο ψάλτης που πρόσεξε τι κοίταζαν:
- Είναι βαφιέδες· απλώνουν καλεμκεριά για να στεγνώσουν, τους εξήγησε.
Όλοι πήραν αδιάφορα από κει τα μάτια. Μόνη η Μαρίκα έμεινε ακόμη γυρισμένη εκεί και κοίταζε, σα να μην άκουε ή σα να μη θέλησε ν’ ακούσει. Κοντά της έγερναν τα κλαδιά τα πεύκα, σταχτιά κι αυτά στο σταχτερό πρωί, και πέρα άπλωνε ωχρή, συννεφιασμένη η θάλασσα.
Ήταν τα πεύκα που από κάτω τους είχε σταθεί λευκοντυμένη μια φορά η Μαρίκα, και ήταν η θάλασσα που έλαμπε τότε κάτω κατακόκκινη.
Ο Στέφανος έμενε μπρος τους σα λησμονημένος.
Μα έξαφνα πετάχτηκε μπροστά η Ευανθία.
- Θεία Κατίγκω, πάμε λιγάκι παραπέρα, πάμε ως το λόφο; φώναξε και της έπιασε το μπράτσο.
Η κυρία Κατίγκω, πριν απαντήσει, γύρισε τα μάτια στη Μαρίκα: ο Στέφανος είχε συρθεί κοντά της.
Η Μαρίκα δε μίλησε και ξεκινήσαν.
Το φθινόπωρο είχε προχωρήσει, και φύλλα λιγοστά απόμεναν στα δέντρα που άπλωναν εδώ και κει αραιά στο μικρό κάμπο τα μικρά κλαδιά τους σαν αδύνατα, μακριά, σκελετωμένα χέρια με δάχτυλα ανοιχτά, κ’ έδιναν όψη πιο μελαγχολική στη θολή μέρα. Μα κάτω στη γη είχε η χλόη κεντήσει, και πιο πέρα, ψηλότερα, όσο λιγόστευαν τα κοκκινόμαυρα ξερά αρμυρίκια της ακροθαλασσιάς, χνούδι ψιλό πρασίνιζε απαλά το χώμα και στρωνόταν, απλωνόταν πιο πράσινο και μαλακό όσο ανέβαινε στο λόφο.
Καθώς πήγαινε μπροστά η Ευανθία με την κυρία Κατίγκω, το πράσινό της φόρεμα χανόταν κ’ έσβηνε μέσα στο πράσινο της χλόης. Και ο Στέφανος σα να την έχασε κι αυτός ολότελα από εμπρός του. Βάδιζε πίσω αργά στο πλάι της Μαρίκας κ’ έβλεπε κ’ ένιωθε μόνο τη Μαρίκα· στεκόταν όπου σταματούσε κείνη κ’ έβλεπε μόνο ό, τι αυτή κοίταζε. Μια στιγμή στάθηκε η Μαρίκα ν’ ακούσει ένα ροδάνι που γύριζε και ηχούσε με ήσυχο και αργό ρυθμό κάπου εκεί πίσω, δεν είδαν πού. Έπειτα ανέβηκε ψηλότερα και θέλησε να δη πέρα τους μύλους· τα φτερά τους δε φαίνονταν· ακίνητα όπως έμεναν, χανόνταν στο θολό αέρα της συννεφιασμένης μέρας. Παρέκει σταμάτησε και κοίταζε ένα κοπάδι ψαρών πουλιών που έφευγαν απάνω· μόλις ξεχώριζαν από τη σταχτερή τη συννεφιά ψηλά, μόλις φαινόνταν πως σαλεύαν· μια στιγμή έδειξαν σα να σταμάτησαν μετεωρισμένα. Μα έπειτα ο Στέφανος και η Μαρίκα τα είδαν που κινήθηκαν και χαμηλώσαν κ’ έγειραν κατά τη θάλασσα.
- Αργοπόρησαν, ψιθύρισε η Μαρίκα.
- Ναι, είπε ο Στέφανος, και προχώρησαν κι αυτοί.
Παραπέρα σταμάτησαν πάλι.
- Άκου, είπε ο Στέφανος.
Σ’ ένα χαμόδεντρο λαλούσε κρυμμένο ένα πουλί· λαλούσε σιγαλά και η φωνή του ήταν ο μόνος ήχος που έτρεμε μελαγχολικά στην ερημιά του λόφου.
- Ναι, είπε η Μαρίκα καθώς στάθηκε ν’ ακούσει.
Μα το πουλί έπαψε με μιάς, και ήταν τώρα σα ν’ άκουσαν πιο μελαγχολική τη σιγαλιά του λόφου.
Έπειτα άκουσαν τη φωνή της Ευανθίας πίσω από το λόφο.
- Μαρίκα, την άκουσαν που φώναξε· μα η κυρία Κατίγκω δεν την άφησε να στρέψη πίσω, και είδαν μόνο ένα κλαδί που έπεσε στα πόδια τους.
Ήταν κλαδί από ρείκι, και καθώς ο Στέφανος το πήρε να το δώσει της Μαρίκας, τα βιολετιά μικρούλια του άνθη έπαιξαν μπροστά της σα σπίθες φωτεινές.
- Άνθισαν, είπε και κοίταξε κάτω την πλαγιά, αλλά δεν είδε παρά σταχτιά ξερόκλαδα που ανάμεσά τους πρασίνιζε μόνο το φόρεμα της Ευανθίας.
Έπειτα απάντησαν κατσίκες που έβοσκαν, και η Ευανθία ξαναφώναξε:
- Μαρίκα!
Είχε σταθεί· και γύρισε και κοίταξε από κάτω. Κοίταζε απάνω προς τη Μαρίκα και το Στέφανο, όσο που στάθηκαν και κοίταξαν κι αυτοί. Ένιωσαν πως ήθελε να δείξει τις κατσίκες. Αλλά οι κατσίκες ήταν σκυμμένες κ’ έβοσκαν, και η Μαρίκα και ο Στέφανος είδαν μόνο τις σταχτερές τους ράχες μισοχαμένες στα σταχτιά κλαδιά. Μια μόνο με δέρμα θαμποκόκκινο, κεραμιδί, που στο σταχτή αέρα έπαιρνε τόνους κίτρινους, είχε σταθεί στο λόφο ολόρθη και κοίταζε· χωρίς να βόσκει. Μα ο Στέφανος και η Μαρίκα δεν είδαν πού κοίταζε· είδαν μόνο πως δεν κοίταζε τη θάλασσα.
Γιατί όπως είχαν στρίψει στην πλαγιά, φάνηκε πάλι κάτω η θάλασσα. Ήταν θαμπή και μολυβένια, και απάνω της σερνότανε στο βάθος γκρίζα καταχνιά· οι βράχοι εμπρός της κοκκίνιζαν ωχρά, μα ίσκιους δεν έριχναν. Καθώς στάθηκαν και κοίταζαν, η Μαρίκα πρόσεξε πως πουθενά δεν έριχνε ίσκιο η θολή μέρα· και ο Στέφανος είδε πως τα μάτια της Μαρίκας ήταν χωρίς ίσκιο --- χωρίς άλλον ίσκιο από τους μαύρους κύκλους γύρω τους. Στιγμές στιγμές σα να χανόταν μάλιστα κι αυτοί στο φως που έχυνε το βλέμμα της. Αλλά το φως αυτό δεν ήταν φέγγος· ήταν ήμερο, γαληνό φως θαμπό, όμοιο με κείνο που έχυνε η συννεφιασμένη μέρα ολόγυρα. Σιγά σιγά η θολή μέρα σα να έπαιρνε και ξάνοιγε, και φως γλυκύτερο, πιο μαλακό φαινόταν πως ζητούσε ν’ απλωθεί χυμένο μια σαν από ψηλά μια σαν από τριγύρω, ο αέρας όμως έμενε πάντα θαμπός και η συννεφιά απλωμένη ασάλευτη, άφεγγη και σταχτερή.
Για μια στιγμή ήταν σα να ξεγέλασε το Στέφανο μια βραδινή μελαγχολία· η Μαρίκα ορθή μπροστά του κοίταζε με τα μάτια σα χαμένα. Της έπιασε το χέρι και σα χαμένος σε όνειρο κι αυτός θέλησε μεμιάς να τη ρωτήσει:
- Δεν είσαι πάλι ευτυχισμένη;
Μα δεν τη ρώτησε· γιατί η Μαρίκα σα να τον μάντεψε, τον έκαμε να σταματήσει.
Την είδε που είχε τα μάτια βυθισμένα κάτω στη θάλασσα και τους γιαλούς που ανοίγονταν σε σκοτεινούς κόλπους και άπλωναν σε γραμμές χαμένες θολά και αόριστα στη συννεφιά. Ήταν σα να σκοτείνιαζε, κ’ έπεφτε σιγαλά το βράδυ --- ένα βράδυ θολό και σιωπηλό που ακολουθούσε και σφράγιζε μια μέρα που πέρασε γοργά και ανώφελα κ’ έσβηνε τώρα αργά και μελαγχολικά.
Αυτό τα αίσθημα είχε ο Στέφανος· μα καθώς αντίκρυσε τα μάτια της Μαρίκας, του φάνηκε πως είδε ν’ ανοίγεται μπροστά σ’ αυτά μια άλλη εικόνα --- μια εικόνα φαιδρή και φωτεινή· του φάνηκε σα να είδε να έτρεμε μπροστά τους ένα ασυννέφιαστο χλιαρό φθινόπωρο με φωτεινούς γιαλούς, με ρόδινα νερά και απαλό, χλιαρό, διάφανο αέρα. Και είδε κι ο ίδιος να φέγγη κάτω η αμμουδιά και είδε τους βράχους μενεξελείς και σαν ανάερους, και πέρα χρυσή και πορφυρή τη θάλασσα· και τη Μαρίκα ν’ ανοίγει απάνω τους τα χέρια σα φτερά.
Κ’ έξαφνα σε μια άκρη κάτω χαμηλά μακριά ξεχώρισε το παλιό Χάλασμα, όμως το είδε σταχτερό και μαυρισμένο μπροστά στη σκοτισμένη θάλασσα· και είδε τη Μαρίκα που το κοίταζε κι αυτή. Αλλά τα μάτια της Μαρίκας τώρα δεν έλαμπαν και τα χέρια της δεν ήταν τεντωμένα πέρα σα φτερά για να πετάξουν· ήταν ριγμένα κάτω ακίνητα και κρέμονταν σαν κουρασμένα.
Και κοίταζαν και οι δυο το Χάλασμα σα να το έβλεπαν πρώτη φορά με μάτια αλλιώτικα, με μάτια αγνώριστα, με μάτια ξένα· το κοίταζαν σα να το έβλεπαν πρώτη φορά παρατημένο μόνο κ’ έρημο στον έρημο και σκοτεινό γιαλό.
Εκεί γύρισε σιγά, αργά η Μαρίκα. Και αφού τον κοίταξε:
- Ξέρεις, του είπε έξαφνα, γιατί άνοιξε η γιαγιά την εκκλησία;
Ο Στέφανος ταράχτηκε, σα να ένιωσε μεμιάς δυσάρεστο αίσθημα.
- Γιατί η μητέρα σου φιλιώθηκε με τη δική μου, είπε ξανά η Μαρίκα, και του Στέφανου του φάνηκε πως είδε ένα χαμόγελο στα χείλη της.
Κ’ ενώ ζητούσε να το εξηγήσει, η Μαρίκα πρόσθεσε σιγότερα:
- Τι καλή που είναι.
Και δείχνοντας στο λόφο επάνω:
- Δες την πώς κάθεται.
Ο Στέφανος δεν είχε προσέξει πριν, και τώρα ξαφνίστηκε όταν είδε τη γιαγιά που είχε καθίσει στο λόφο πίσω τους.
- Ερχότανε μαζί μας και κουράστηκε, είπε η Μαρίκα.
Και σα να είχε κουραστεί κι αυτή, έσκυψε σιγά και κάθισε.
Ο Στέφανος στάθηκε λίγες στιγμές ορθός κ’ έβλεπε τη γιαγιά που έγερνε το κεφάλι της σκυφτό, ακίνητο και τυλιγμένο στο μαύρο του μαντίλι.
Έπειτα έσκυψε και κάθισε κι αυτός πλάι στη Μαρίκα.
Κ’ έμειναν σιωπηλοί και οι δυο. Δεν έβλεπαν μπροστά τους άλλο από τη σταχτερή πλαγιά και πέρα τη μολυβένια θάλασσα.
Η Ευανθία με την κυρία Κατίγκω, σα να είχαν χαθεί κάτω στη λαγκαδιά, δεν ξαναφάνηκαν.
Μα έξαφνα ο Στέφανος και η Μαρίκα εκεί που κάθονταν και σώπαιναν, άκουσαν τη φωνή τους που ανέβαινε σμιχτή από βαθιά από κάτω. Τραγουδούσαν μαζί και οι δυο, κ’ έφτανε απάνω το τραγούδι τους τρεμουλιασμένο:
Σα φύλλο ξερό
στο κλαδί ξεχασμένο,
προσμένω καιρό,
τι τάχα προσμένω;
Όταν έσβησε, η Μαρίκα είδε το Στέφανο που έσκυψε χαμηλότερα το μέτωπο.
==XII==
Όταν ανέβηκαν πάλι στο λόφο η Ευανθία με την κυρία Κατίγκω ήτα φαιδρές και οι δυο· και όταν γύριζαν έπειτα στο σπίτι με το αμάξι, η Ευανθία γελούσε κ’ έλεγε αστεία όλη την ώρα.
Θυμήθηκε με τη σειρά την κόκκινη μύτη του ψάλτη, το μονύελο του λοχαγού της Πρίφτη και τα πρασινοκόκκινα μουστάκια του κυρίου νομάρχη. Μα είδε πως δε γέλασε η κυρία Κατίγκω, και γύρισε τ’ αστείο σ’ ένα φίλο του Στέφανου χλωμό και θλιβερό, που είχαν απαντήσει στην πλατεία χτες με την κυρία Κατίγκω.
- Μας λιποθύμησε.
Και η Ευανθία μιμήθηκε τη σβηστή ψόφια φωνή του και μ’ ένα μορφασμό δοκίμασε να δείξει πώς κοίταζαν τα μάτια του:
- Σα μυρμηγκιού· τι σιχαμένος! Τι είναι αλήθεια;
- Ποιητής, της είπε ο Στέφανος.
Η Ευανθία σα να μην εννόησε αμέσως. Μα έπειτα:
- Γι’ αυτό του κρέμονται τα πανταλόνια, γέλασε κ’ ενώ η Μαρίκα την κοίταξε έξαφνα.
- Ξέρεις, γύρισε σ’ αυτή, εκεί που τον έβλεπα μπροστά μου είχα το φόβο πως θα του πέσουν.
Γέλασαν όλοι και μαζί τους και η Μαρίκα.
Έπειτα η Ευανθάι αστειεύθηκε μ’ ένα φόρεμα που είδε σε μια στο δρόμο, έπειτα πάλι γέλασε με τις κίτρινες γκέτες που φορούσε μια άλλη.
- Πρόστυχη φαίνεται, ψιθύρισε.
- Γυναίκα μαρμαρά, είπε η κυρία Κατίγκω.
Μα όταν περνούσαν στην πλατεία, τα μάτια της Ευανθίας πρόσεξαν με σεβασμό την τουαλέτα μιας κυρίας.
- Μια τέτοια μωβ ταγιέρ θα κάνω, γύρισε και είπε της κυρίας Κατίγκως.
Κ’ έπειτα έξαφνα κοιτάζοντας και τη Μαρίκα:
- Τι ωραία που είναι η νέα καφέ ωλαί ζακέτα της Φιφίκας· ε, θεία Κατίγκω;
Και βλέποντας και πάλι τη Μαρίκα.
- Με τρεις σειρές κόκκινο κέντημα στη μέση, στο γιακά και στα μανίκια.
Η Μαρίκα δε μίλησε, και η Ευανθία γύρισε έξω και ζήτησε να βρει κάτι άλλο να γελάσει.
Μα όταν γύρισαν στο σπίτι, έχασε με μιας τη όρεξη· η γιαγιά δεν την άφησε να πάει με την κυρία Κατίγκω. Η κυρία Αγλαΐα είχε ακόμα πονοκέφαλο, κ’ έμειναν με τη Μαρίκα μόνες. Μια δυο στιγμές παρουσιάστηκε ο παππούς στην πόρτα και κοίταξε, μα δεν μπήκε μέσα· έμπαινε κ’ έβγαινε μόνο η γιαγιά.
Ευανθία έστειλε το απόγευμα και πήρε το φιγουρίνι της Φιφίκας κ’ έσκυψε στο τραπέζι και το ξεφύλλιζε· η Μαρίκα έβγαλε τον παπαγάλο από το κλουβί και τον άφησε να κρύβεται τριγύρω στις γωνιές και να της φωνάζει:
- Φλώρα, Φλώρα!
Η Μαρίκα έκανε πως τον ζητούσε αλλού.
- Φλώρα! έκραζε ο παπαγάλος πάλι και ξανακρυβόταν.
Έπαιξε έτσι κάμποσο μαζί του όσο που βαρέθηκε· έπειτα κάθισε και κοίταζε έξω· κοίταζε το θολό φως που έτρεμε γύρω από τα ξερά κλαδιά της λεύκας στο παράθυρο.
Εκεί η Ευανθία σήκωσε το κεφάλι και δείχνοντάς της ένα σχέδιο στο φιγουρίνι:
- Αυτό θα κάνω – τι λες; τη ρώτησε.
- Καλό είναι, ψιθύρισε η Μαρίκα αφού κοίταξε.
Έπειτα, καθώς γύρισε, είδε τον παπαγάλο που είχε έρθει σιγά και κάθισε κοντά της και την κοίταζε με ακίνητα τα στρογγυλά μικρούλια μάτια του. Ένιωσε τι ήθελε, μα δε σηκώθηκε. Έμεινε κ’ έβλεπε μια αυτόν και μια το φόρεμα της Ευανθία, σα να ήθελε να βρει ποιο ήταν πιο πράσινο.
Η Ευανθία είδε τον παπαγάλο που κοίταζε έτσι κωμικά, και γέλασε.
- Τον πονηρό, είπε και άπλωσε το χέρι της να τον χαδέψει.
Μα ο παπαγάλος τίναξε τη μύτη εμπρός και της δάγκασε το δάχτυλο.
Η Ευανθία φώναξε, και καθώς τα μάτια της αντικρυστήκαν με του παπαγάλου, η Μαρίκα είδε πως και των δυο τα βλέμματα πέταξαν μια όμοια λάμψη· μια λάμψη κίτρινη.
Ο παπαγάλος πήγε στο παράθυρο και στάθηκε στο ένα πόδι ορθός και κοίταζε από κει, ενώ η Μαρίκα και η Ευανθία έμεναν αμίλητες.
Πίσω τους είχε έρθει σιγά η γιαγιά και στάθηκε, μα ήταν με τις παντούφλες και δεν την κατάλαβαν. Την πρόδωσε όμως ο παπαγάλος που φώναξε «γιαγιά», και η Ευανθία γύρισε και γέλασε.
Μα η γιαγιά έμενε ορθή και κοίταζε, σα να μην ήξερε γιατί είχε μπει, σα να μην ήξερε τι κοίταζε. Η Ευανθία της έδειξε το φόρεμα στο φιγουρίνι· και το έδειξε και της Μαρίκας πάλι και στάθηκαν και οι τρεις και το κοίταζαν.
Αλλά σε λίγο ακούστηκε στο διάδρομο το βήμα της κυρίας Αγλαΐας, και ο παπαγάλος πρώτος μαζεύτηκε και ζάρωσε στην άκρη στο παράθυρο. Έπειτα σύρθηκε πίσω και η γιαγιά όταν την είδε δεν την περίμενε να σηκωθεί και είχε φορέσει τις παντούφλες. Περίμενε όσο που η κυρία Αγλαΐα πήγε και στάθηκε μπροστά στις γλάστρες της, και τότε έφυγε κλεφτά από την κάμαρα η γιαγιά.
Η κυρία Αγλαΐα γύρισε από τις γλάστρες της στην εταζέρα, έπειτα στο μπουφέ. Έπειτα γύρισε στην Ευανθία, και η Ευανθία της έδειξε το φόρεμα στο φιγουρίνι.
Η κυρία Αγλαΐα το κοίταξε. Έπειτα, όταν κάθισε, το ξανακοίταξε, αλλά δεν είπε γνώμη. Θυμήθηκε μόνο την τουαλέτα της Φιφίκας.
- Άμα θυμούμαι τα κίτρινα φτερά! είπε και γέλασε.
Ύστερα ρώτησε για το ταξίδι της Φιφίκας.
- Τι κωμωδία! είπε και ξαναγέλασε.
Η Ευανθία την κοίταξε και δε μιλούσε. Μα όταν η κυρία Αγλαΐα τη ρώτησε:
- Μα δε σου είπε ποιόν θα πάρει; το λοχαγό ή το νομάρχη;
- Πιστεύω, το λοχαγό, απάντησε η Ευανθία κ’ έκαμε να γελάσει.
Μα η κυρία Αγλαΐα δε γέλασε.
- Βέβαια, ένας νομάρχης, είπε με τόνο σοβαρό.
Δεν τελείωσε· εξήγησε μονάχα τι είναι ένας νομάρχης. Και διηγήθηκε όπως πάντα για τη νομαρχία.
Μα ούτε η Μαρίκα ούτε η Ευανθία πρόσεχαν πολύ. Η Ευανθία δεν έδειξε πολλή διάθεση ούτε όταν ύστερα η κυρία Αγλαΐα ξαναπήρε το φιγουρίνι και κοίταζε το φόρεμα που της έδειξε πρωτύτερα.
- Ναι, ναι, ψιθύριζε μόνο ή κουνούσε το κεφάλι σ’ ό,τι της έλεγε γι’ αυτό η κυρία Αγλαΐα.
Σα να είχε αλλού το νου, σα να έγινε με μιας ανήσυχη. Η Μαρίκα την πρόσεξε που πήγε στο παράθυρο, που βγήκε έξω και ξαναγύρισε και ξαναβγήκε. Και μια στιγμή που έπιασε τα μάτια της που κοίταζαν στην πόρτα, γύρισε και την κοίταζε κι αυτή σα να μην ήθελε να κρύψει γιατί την κοίταζε.
==XXIII==
Ευανθία περίμενα άδικα· ο Στέφανος δεν πήγε. Ξεκίνησε να πάει, αλλά σταμάτησε στο δρόμο· μπροστά στη θάλασσα. Η μέρα πήρε προς το βράδυ και ξεθόλωνε, και η θάλασσα είχε γίνει κίτρινη στο μάκρος· μπροστά όμως έμενε σταχτιά, σταχτιά και μελαγχολική. Μερικά καΐκια αραγμένα με τα πανιά ριχτά φάνηκαν του Στέφανου σαν ξεχασμένα, πεταγμένα έρημα εκεί κ’ έκαναν το ακρογιάλι πιο σκοτεινό και θλιβερό.
Έφυγε κείθε, μα στην πλατεία απάντησε το φίλο του ποιητή πιο θλιβερό. Δεν πρόσεξε τι του μιλούσε, πρόσεξε μόνο τα πανταλόνια του που κρέμονταν· και θυμήθηκε το αστείο της Ευανθίας, αλλά δε γέλασε. Έξαφνα είδε την κυρία Κατίγκω που περνούσε μαζί με τη Φιφίκα. Άφησε κείνον και πλησίασε αυτές.
Μα η κυρία Κατίγκω μίλησε αμέσως για την Ευανθία, και η Φιφίκα ρώτησε:
- Τι κάνει αλήθεια η Ευανθία;
Ο Στέφανος την κοίταξε. Μόλις κρατήθηκε και δεν τη ρώτησε: τι κάνει ο λοχαγός. Ξαφνικά όμως μίλησε για τον κύριο νομάρχη.
Και τις άφησε και κείνες και προχώρησε.
Μα όταν πλησίασε στο σπίτι της Μαρίκας, ξανασταμάτησε σα να θυμήθηκε κάτι έξαφνα. Το σπίτι το έκρυβαν σχεδόν τα πεύκα, φαινόταν μόνο η σιδερένια πόρτα της αυλής. Στάθηκε και την κοίταζε, μα δεν πλησίασε. Προχώρησε στο δρόμο· και σε λίγο βρέθηκε πάλι μπροστά στη θάλασσα. Ήταν ακόμα σκοτεινή, το μάκρος όμως έφεγγε τώρα χρυσοκόκκινο, και ο ουρανός στην άκρη πέρα είχε βαφεί ολοπόρφυρος.
Ο Στέφανος κάθισε. Βράδιαζε πάντα, και βάρκες ψαράδικες έφταναν μια μια και άραζαν στο γιαλό και κατέβαζαν τα πανιά. Ο Στέφανος κοίταζε ακίνητος. Λίγοι περίεργοι και παιδιά τριγύριζαν τις κόφες που οι ψαράδες αράδιασαν στην αμμουδιά. Έπειτα σκόρπισαν τα παιδιά· δυο τρία ήρθαν και στάθηκαν μπροστά του και τον κοίταζαν, ύστερα έκαμαν πέρα και πετούσαν πέτρες στο νερό.
Έπειτα πέρασε μπροστά του μια ολόκληρη σειρά γυναίκες· οι ψαράδες γύρισαν και τις κοίταζαν καθώς πηγαίναν στη γραμμή δυο δυο, σα στρατιώτες.
- Έρχονται από το βουνό· σπάζουνε πέτρες στα νταμάρια, είπε από πίσω το παιδί του καφενείου χωρίς κανείς να το ρωτήσει. Ο Στέφανος είδε που πέρασαν μπροστά του και του φάνηκε πως πρόσεξε τις τελευταίες: φορούσαν κίτρινα μαντίλια και χοντρά άσχημα παπούτσια.
Έπειτα πέρασε ένας αξιωματικός καβάλα· ήταν καμπουριασμένος και φαίνονταν τα δόντια του, όμως δεν ήταν ο λοχαγός της Πρίφτη. Ο Στέφανος τον είδε πως σπιρούνισε μπροστά του το άλογο και χάθηκε.
Είχαν χαθεί και τα παιδιά, και οι ψαράδες σήκωσαν τις κόφες τους. Έμεινε μπρος η θάλασσα μονάχα και τα σύννεφα, και ο Στέφανος ξεχάστηκε πάλι μπροστά στα σύννεφα. Πυκνά, γαλαζιομέλανα άπλωναν γύρω στην κοκκινάδα του ουρανού σε αόριστες μορφές και σχήματα, και άλλαζαν, έφευγαν και χάνονταν σαν τους ψαράδες, τα παιδιά και τις γυναίκες που πέρασαν πρωτύτερα και χάθηκαν.
Ο Στέφανος ξεχάστηκε, σα να μην ήθελε να δει· και όμως είδε κει ψηλά πώς ένα σύννεφο αραίωνε αγάλι αγάλι κ’ έπαιρνε μορφή· άλλαζε χρώμα, σχήμα, γινότανε σταχτί έπειτα βιολέτινο, έπειτα μενεξεδένιο, γινότανε πουλί μεγάλο με απλωτά φτερούγια έπειτα έμενε ακίνητο σαν ήσυχο ροδόχρυσο βουνάκι στην ακρογιαλιά, όσο που έγινε πάλι μακρύ καράβι και κίνησε ν’ ανοίξει τα πανιά, να φύγει και να χαθεί μέσα στην κοκκινάδα σα μέσα σε πυρωμένο πέλαγο.
Ο Στέφανος πήρε τα μάτια· δεν ήθελε να δει. Δεν ήθελε να δει, όπως δεν ήθελε να θυμηθεί. Και θυμήθηκε τις τελευταίες από τις γυναίκες που πέρασαν πρωτύτερα μπροστά του· θυμήθηκε πως ήταν νέες και πως φορούσαν άσχημα χοντρά παπούτσια.
Έπειτα όμως θυμήθηκε με μιας ό, τι δεν ήθελε να θυμηθεί, ό, τι θυμήθηκε πρωτύτερα όταν σταμάτησε απέναντι στην πόρτα με την ξερή γαζία μπροστά. Είχε συρθεί ως εκεί σα να μην ένιωθε πώς σύρθηκε. Μα όταν είδε ξαφνικά την πόρτα θυμήθηκε με μιας κ’ έφυγε αμέσως, όπως έφυγε αμέσως και το μεσημέρι από το σπίτι, που μόλις μπήκε μέσα, τον πλησίασε σιγά η κυρία Κατίγκω και πιάνοντας τον ώμο του:
- Την κράτησε η γιαγιά, του είπε μελαγχολικά.
Ο Στέφανος έκαμε αμέσως κίνημα.
Έπειτα του είπε πάλι σιγαλά η κυρία Κατίγκω:
- Είδες πώς ήταν σήμερα η Μαρίκα;
Ο Στέφανος μ’ ένα άλλο κίνημα την κάρφωσε στη θέση της. Τον ένιωσε και σώπασε. Σώπασε φοβισμένη και ο Στέφανος έφυγε ευθύς. Μα έπειτα που την ξαναβρήκε στην πλατεία με τη Φιφίκα, η πρώτη λέξη της ήταν η ίδια πάλι.
Ο Στέφανος θυμήθηκε πως είπε της Φιφίκας για τον κύριο νομάρχη, και τώρα του φάνηκε σα να μετάνιωσε γιατί το είπε.
Δεν του άρεσε· δεν ήθελε να μετανιώσει – δεν ήθελε να θυμηθεί. Κοίταξε μπρος του. Του είχε φανεί πως ξαναήρθαν εκεί πάλι τα παιδιά. Δεν ήταν τα παιδιά, ήταν στη διπλανή ταβέρνα που ψιθύριζαν σιγαλές φωνές.
Έπειτα ήρθαν δυο ψαράδες και στάθηκαν κοντά του ορθοί κ’ έβλεπαν πέρα· η θάλασσα ήταν τώρα κίτρινη βαθιά, μα ο ουρανός στο βάθος έμενε πάντα πορφυρός σαν πύρινος, σα ματωμένος.
- Θα έχομε αέρα, του είπε σιγά απλώνοντας το χέρι πέρα ο ένας ψαράς.
Ο άλλος δε μίλησε, μα ο Στέφανος είδε πως πήγαν και οι δυο κ’ έσερναν τις βάρκες τους στην αμμουδιά.
Τους κοίταζε· κ’ έπειτα κοίταξε πάλι τα σύννεφα. Είχαν αρχίσει και άλλα σκόρπιζαν ψηλά, άλλα έλειωναν πνιγμένα στο φλογισμένο βάθος. Μα έξαφνα ένα από αυτά, ένα πυκνό, βαρύ, μεγάλο πριν να σβήσει πήρε παράξενη μορφή σαν άλογο, σαν άτι μαύρο που χίμιζε με το κορμί του ορθό στην πορφυρή, στην αιματένια θάλασσα.
Ο Στέφανος σηκώθηκε· μα πριν στρίψει και ν’ αφήσει πίσω του τη θάλασσα, το ματωμένο βάθος του ουρανού είχε αχνίσει· έγινε κίτρινο και κείνο σαν τη θάλασσα.
Σιγά σιγά έπειτα από λίγο μονάχα μια θολή ωχροκίτρινη χλωμάδα έτρεμε ανάμεσα ουρανού και θάλασσας.
Και ο Στέφανος καθώς της έριξε στερνή ματιά ενώ γύριζε στην πόλη, αισθάνθηκε πως ανατρίχιασε.
Το βράδυ βρήκε πάλι την κυρία Κατίγκω μελαγχολική.
- Δεν την άφησε πάλι η νονά, του είπε και τον κοίταξε.
Ο Στέφανος δε μίλησε.
- Δεν πήγες; τον ρώτησε ύστερα από λίγο.
- Σε περίμενε, ξαναψιθύρισε, μα αμέσως πρόσθεσε:
- Η Μαρίκα.
Τον είδε όμως που γύρισε τα μάτια αλλού, και σώπασε κι αυτή.
Μα υστερότερα, σα να θυμήθηκε έξαφνα:
- Αλήθεια, Στέφανε, είπε ξανά, τι ήταν εκείνο που είπες της Φιφίκας;
Και ο Στέφανος γυρίζοντας σα να θυμήθηκε:
- Τι είπα; ρώτησε.
- Για το νομάρχη.
- Α ναι, για το νομάρχη.
Και ο Στέφανος την κοίταξε:
- Αστεία --- αστεία.
Μα έπειτα γέλασε έξαφνα, γέλασε περίεργα.
Και πλησιάζοντας την κυρία Κατίγκω:
- Γι’ άκου, μητέρα, της είπε σιγαλά, τι λες, ο κύριος νομάρχης δε θα ήτανε καλός για τη …. ;
Κ’ ενώ η κυρία Κατίγκω άνοιξε τα μάτια και περίμενε:
- … την Ευανθία, συμπλήρωσε με μιάς ο Στέφανος.
Η κυρία Κατίγκω έμεινε με ανοιχτά τα μάτια. Έμεινε μια στιγμή, έπειτα βγήκε άφωνη έξω.
Ο στέφανος την κοίταξε όπως έφευγε· ύστερα γέλασε πίσω της, γέλασε δυνατά.
Μα στο τραπέζι, που καθίσαν έπειτα, έμεινε σιωπηλός κι αυτός και η κυρία Κατίγκω. Όταν όμως ο Στέφανος σηκώθηκε να φύγει, και η κυρία Κατίγκω άκουσε την πόρτα κάτω που έκλεισε πίσω του, πετάχτηκε με μιας. Μα από το παράθυρο όπου βγήκε, μπόρεσε και είδε μόνο τον ίσκιο του στο δρόμο.
Στάθηκε και τον κοίταξε, σα να ήθελε να δει πού πάει.
Είδε μονάχα πως χάθηκε στη σκοτεινιά που άπλωνε πέρα από το δρόμο η θάλασσα.
==XXIV==
Ο Στέφανος δε στάθηκε στη θάλασσα. Στο καφενείο απέναντι στη λέσχη έπαιζε πάλι μουσική· δε στάθηκε ν’ ακούσει. Δεν ξέρει γιατί γύρισε μόνο και κοίταξε στην προκυμαία τους γλόμπους, που το φως τους έτρεμε μέσα σε μια γαλανωπή ομίχλη. Και προχώρησε. Τώρα δε σερνότανε σκυφτός, μα βάδιζε ίσια, σα να πήγαινε σε κάτι που ήξερε πως τον περίμενε· ήξερε, έβλεπε πως τον περίμενε, έβλεπε το φως που είχε ανάψει στο παράθυρο κ’ έμενε ακίνητο και τον περίμενε. Ωχρά, θαμπά και μελαγχολικά έφεγγε μπροστά του αυτό το φως, όμως η λάμψη του έσβηνε ό, τι άλλο είχε δοκιμάσει να ταραχτεί και να σαλέψει μέσα του πρωτύτερα. Και βάδιζε ίσα στο φως αυτό.
Μα βγαίνοντας στο μέρος που περίμενε πως θα το αντίκριζε, είδε έξαφνα: δεν έκαιε. Σταμάτησε και κοίταζε σα να μην πίστευε.
Κοίταζε το παράθυρο όπου πρόσμενε να δει το φως: θολάδα σταχτερή έμενε ακίνητη στο τζάμι, σα να είχε πέσει και καθρεφτιζόταν μέσα θολό μεγάλο σύννεφο. Κοίταζε απάνω: θαμπόλευκα μεγάλα σύννεφα γεμίζανε τον ουρανό· τον γέμιζαν ακίνητα. Γύρω στο σπίτι στέκονταν τα δέντρα ακίνητα κι αυτά, ακίνητα όπως το σπίτι, ακίνητα όπως τα σύννεφα και το παράθυρο και η νύχτα ολόγυρα.
Ο Στέφανος στεκόταν ώρα, σα να περίμενε κάτι να κινηθεί. Στο τέλος ήταν αυτός ο ίδιος που κινήθηκε. Πρώτα θέλησε να στρέψη πίσω, μα έπειτα σταμάτησε έξαφνα και γύρισε και προχώρησε στο δρόμο. Το φως του φαναριού έπαιζε αντίκρυ από την πόρτα με την ξερή γαζία μπροστά. Γύρισε και το είδε πως έτρεμε ωχροκόκκινο ρίχνοντας κάθετα στο δρόμο πλατιά λουρίδα πιο χλωμή. Έπειτα γύρισε στην πόρτα. Εκεί τινάχτηκε· είδε έξαφνα πως κάτι σύρθηκε σιγά. Πρώτα του φάνηκε σαν ίσκιος, έπειτα πως ήταν ο παππούς.
Ήταν η Ευανθία που πετάχτηκε μπροστά του.
Ο Στέφανος σα να έμεινε χωρίς πνοή.
Και η Ευανθία πηγαίνοντας σιμότερά του και αφού έμεινε άφωνη και κείνη μια στιγμή:
- Το ήξερα, του είπε και στάθηκε μπροστά του. Το ήξερα πως σου το είπε η θεία Κατίγκω.
Η πνοή της του άγγιξε το πρόσωπο, και ο Στέφανος θέλησε να κάνει πίσω, μα πάλι έμεινε κ’ έβλεπε --- του φαινόταν πως έβλεπε τα μάτια της, ολόφωτα τα μάτια της. Και καθώς αυτή κινήθηκε πάλι μπροστά του, έπαιξε κάτι απάνω της σα να ήταν ντυμένη κόκκινα.
Και ο Στέφανος την άφησε να τον πλησιάσει πάλι.
Εκεί όμως άκουσε βήματα στη σκάλα. Η Ευανθία δεν τ’ άκουσε και δε σταμάτησε, μα ο Στέφανος είδε και γνώρισε τον ίσκιο της Μαρίκας που σάλεψε στη σκάλα κ’ έμεινε κει σα στυλωμένος μια στιγμή.
Ο Στέφανος έκαμε να τρέξει στη Μαρίκα, αλλά η Μαρίκα είχε χαθεί. Όταν έπειτα αργά, προς το πρωί, μπήκε στην κάμαρα της Μαρίκας η γιαγιά, όπως συνήθιζε και πήγαινε να δει μην ξεσκεπάστηκε, τρόμαξε καθώς άνοιξε την πόρτα· η Μαρίκα είχε σηκωθεί γυμνή από το κρεβάτι και στεκόταν ορθή εμπρός στο ανοιχτό παράθυρο.
Η γιαγιά όρμησε γρήγορα να την αρπάξει, αλλά η Μαρίκα τη σταμάτησε· άπλωσε ήσυχα το χέρι και της έδειξε έξω ψηλά όπου μέσα σε αραιά σπαρμένα λευκά σύννεφα έτρεμαν να σβήσουν τ’ άστρα.
Η Μαρίκα έδειχνε τον Ωρίωνα που έγερνε κάτω, ακόμα φωτεινός. Μα η γιαγιά είδε μόνο τα σύννεφα και η Μαρίκα την άφησε να τη φέρει σιγαλά και να τη βάλει πάλι στο κρεβάτι.
==XXV==
Ο παππούς στεκότανε μπροστά στη σκάλα, όταν ο Στέφανος ανέβαινε. Μόλις τον είδε, έκαμε να φύγει, μα ο παπαγάλος φώναξε βαθιά από το διάδρομο, και ο παππούς σταμάτησε. Και καθώς ο Στέφανος πλησίασε, τον κοίταξε ο παππούς τόσο παράξενα, τόσο παράξενα στα μάτια, που ο Στέφανος σταμάτησε άφωνος μπροστά του.
Ο παπαγάλος ξαναέκραξε «παππού», μα η γιαγιά που σύρθηκε από μέσα, δεν πήρε τον παππού. Ήρθε ίσια στο Στέφανο και φέρνοντας τα χέρια σμιχτά μπροστά στο πρόσωπο:
- Η Μαρίκα, ψιθύρισε κλαυτά, η Μαρίκα…
Κ’ έπεσε στο κάθισμα σωρός.
Ο Στέφανος δεν έκαμε να τη σηκώσει· σα να μην ένιωσε, έριξε χαμένο βλέμμα εμπρός του: τον κοίταζαν ακόμη τα μάτια του παππού.
Έπειτα ήρθε η Ευανθία και σήκωσε και πήρε τη γιαγιά. Δεν κοίταξε το Στέφανο, και ο Στέφανος που έκαμε να τις δει που έφευγαν με τη γιαγιά, πρόσεξε μόνο πως σέρνονταν κοντά τους η σταχτιά τριμμένη ρόμπα του παππού.
Μα καθώς γύρισε, βρέθηκε μπρος του η κυρία Κατίγκω.
- Εγώ έστειλα και σ’ έφερα, του είπε και του έπιασε το χέρι.
- Δεν είναι καλά η Μαρίκα, πρόσθεσε γοργά.
Ο Στέφανος την κοίταξε· σα να μην ήθελε, σα να φοβότανε να νιώσει.
Και καθώς την κοίταζε, αφού μπήκανε στην κάμαρα:
- Εκείνο που φοβόμαστε, ξαναψιθύρισε η κυρία Κατίγκω και τον κοίταξε και κείνη μια στιγμή, σα να φοβήθηκε να προχωρήσει. Έπειτα: «Ο γιατρός», έκαμε να ξαναπεί, μα ο Στέφανος άπλωσε το χέρι και τη σταμάτησε.
Η κυρία Κατίγκω δε δοκίμασε να τον κρατήσει. Τον είδε άφωνη πως μια στιγμή έμεινε σαν καρφωμένος και πως ύστερα κινήθηκε σιγά και πήγε και κάθισε στον καναπέ.
Κάθισε κι αυτή, μα δεν τολμούσε να κοιτάξει προς το Στέφανο· δεν ένιωθε γιατί, όμως της φαινόταν πως άνοιξε έξαφνα κάτι σα χάσμα μεταξύ τους και τους χώρισε. Έσκυψε τα μάτια κάτω, σα να φοβότανε να δει, σα να φοβότανε να συλλογιστεί· και άκουε τον άνεμο που βούιζε στα πεύκα και στα κλαδιά της λεύκας έξω στο παράθυρο.
Έπειτα μπήκε η Ευανθία σιγά, τόσο σιγά ώστε δεν την είδε ο Στέφανος. Πλησίασε την κυρία Κατίγκω και στάθηκε και κοίταζε, σα να μην ήξερε γιατί πλησίασε.
- Η γιαγιά! ψιθύρισε ύστερα σκύβοντας στην κυρία Κατίγκω, αφού πρώτα κάθισε κοντά της.
Ο Στέφανος όμως δεν άκουσε. Άκουσε μόνο ύστερα τον άνεμο που τίναξε με ορμή ένα παραθυρόφυλλο· το ξανατίναξε και το έκλεισε. Και τότε είδε την Ευανθία που πήγε και άνοιξε το τζάμι κ’ έσκυψε και το στερέωσε. Μα πρόσεξε μόνο τον άνεμο. Του φάνηκε πως ο άνεμος σηκώθηκε τώρα έξαφνα· και όταν χαμήλωσε η βοή, άκουσε τα κλαδιά της λεύκας που σύρθηκαν στον τοίχο με ήχο ξερό, σα να γδερνόντανε.
Είδε έπειτα την Ευανθία που ξαναέφυγε.
Μα την κυρία Αγλαΐα, που μπήκε σε λίγο μέσα και πέρασε κοντά του, δεν την πρόσεξε. Την είδε σαν ξαφνικά, μόνο όταν στάθηκε κοντά στις γλάστρες της. Οι τουλίπες έφεγγαν ζωηρά, όπως έγερναν, όμως οι άκρες στης φοινικιάς τα φύλλα κιτρίνιζαν βαθύτερα. Η κυρία Αγλαΐα δεν τις ψαλίδισε. Ύστερα γύρισε στην εταζέρα και άπλωσε το χέρι σ’ ένα βάζο. Μα εκεί σταμάτησε· σα να είδε μόλις τώρα κι αυτή το Στέφανο, στάθηκε και τον κοίταξε.
Και η κυρία Κατίγκω είδε πως και ο Στέφανος την κοίταξε· πρώτα παράξενα, έπειτα σα να ρωτούσε και σα να περίμενε. Έπειτα τον είδε που σηκώθηκε με μιας και πήγε σιγά κοντά της και τη ρώτησε δειλά:
- Πώς είναι;
Και κρεμάστηκε στο βλέμμα της.
Η κυρία Αγλαΐα σήκωσε τους ώμους, αφού τον κοίταξε.
- Ησύχασε, κοιμάται τώρα, ψιθύρισε έπειτα.
Μα ένιωσε αμέσως πως δεν ήταν εκείνο που ήθελε να μάθει ο Στέφανος, και αφού τον ξανακοίταξε, ξαναψιθύρισε:
- Δεν το πιστεύω να είναι τίποτε.
Είδε όμως έξαφνα τα μάτια της κυρίας Κατίγκως ριγμένα απάνω της και σώπασε.
Ο Στέφανος έμεινε μπρος της και περίμενε. Μα την είδε που γύρισε έξαφνα κ’ έφυγε σιγά.
Η κυρία Κατίγκω σηκώθηκε όταν έμεινε πάλι μόνη με το Στέφανο.
- Στέφανε, Στέφανε, έκαμε να κράξει και να χυθεί απάνω του, καθώς τον έβλεπε σκυμμένο εκεί και ασάλευτο. Αλλά με μιας ακούστηκε από το διάδρομο φωνή.
Η κυρία Κατίγκω έστρεψε κει. Είδε τη υπηρέτρια που έτρεχε, κ’ έτρεξε κι αυτή στην πόρτα. Μα εκεί έβγαλε κραυγή και η ίδια: Ο παππούς στεκόταν πίσω από την πόρτα με μάτια κίτρινα και χέρια τεντωμένα απάνω της.
Γύρισε τρομαγμένη πίσω και σωριάστηκε στο πρώτο κάθισμα.
Ο Στέφανος πετάχτηκε· ο παπαγάλος έκραζε από το διάδρομο βραχνά:
- Παππού, παππού!
Μα η φωνή του σκεπάστηκε από τον άνεμο που ξαναβούιζε στο παράθυρο.
Όταν πέρασε πάλι η βοή, ξανασύρθηκαν έξω στον τοίχο τα κλαδιά της λεύκας, ξανασύρθηκαν ξερά, τριχτά σα να γδερνότανε.
==XXVI==
Το άλλο πρωί όταν ήρθε ο Στέφανος, η κυρία Αγλαΐα ψαλίδιζε τα φύλλα της φοινικιάς και είχε φωνάξει την υπηρέτρια και ξαναξεσκόνιζε.
- Σ’ αυτό το σπίτι αδύνατο να λείψει η σκόνη, είπε η κυρία Αγλαΐα σα να μιλούσε της υπηρέτριας.
- Στη νομαρχία δεν είχαμε ούτε σπυρί, ψιθύρισε έπειτα σα μόνη της ή σα να το έλεγε του Στέφανου.
Κ’ ενώ ο Στέφανος την κοίταξε σαν ξαφνισμένα.
- Ο κύριος νομάρχης έστειλε πρωί και ρώτησε, του είπε προσέχοντας μαζί στην υπηρέτρια που ξεσκόνιζε την εταζέρα.
Μα όταν έφυγε η υπηρέτρια, η κυρία Αμαλία πλησίασε το Στέφανο:
- Είναι καλύτερα, πολύ καλύτερα· κοιμήθηκε τη νύχτα, του είπε. Και βλέποντάς τον να την κοιτάζει ακόμα:
- Ο γιατρός με ησύχασε, είπε σιγότερα.
Και πήγε πλάι στις γλάστρες της και στάθηκε.
- Έστειλε τον κλητήρα, είπε έπειτα έξαφνα.
Ο Στέφανος πλησίασε ένα βήμα, σα να μην άκουσε καλά.
- Ο κύριος νομάρχης, πρόσθεσε δυνατότερα η κυρία Αγλαΐα.
Κ’ έπειτα πάλι σιγότερα:
- Η κυρία Τσαγκούλη έστειλε άνθη --- μενεξέδες.
Κ’ έσπρωξε λίγο τη γλάστρα της μπεγκόνιας. Ο Στέφανος είδε πως τρεμούλιασαν πιο παρδαλά τα φύλλα της καθώς κινήθηκαν. Κ’ ενώ τα κοίταζε, άκουσε την κυρία Αγλαΐα που ψιθύρισε, σα να μιλούσε πάλι μόνη της:
- Φαίνεται πως δεν ξεχνά τι υποχρεώσεις έχει.
Και γυρίζοντας με μιας στο Στέφανο η κυρία Αγλαΐα:
- Ο κύριος νομάρχης, είπε.
Κ’ έκανε ν’ αρχίσει για τη νομαρχία.
Μα η Ευανθία ήρθε στην πόρτα και φώναξε από κει:
-Θεία Αγλαΐα, η κυρία προέδρου.
Η κυρία Αγλαΐα σταμάτησε.
- Να έρθει εδώ;
- Όχι, όχι· πες να την μπάσουνε στη σάλα, απάντησε η κυρία Αγλαΐα, αφού έριξε γοργή ματιά τριγύρω της.
Έπειτα πήγε στον καθρέφτη, έσιαξε με το χέρι τα μαλλιά και βγήκε.
Ο Στέφανος έμεινε μόνος, ορθός στην κάμαρα. Τα φύλλα της μπεγκόνιας σάλευαν μπροστά του ακόμα, οι τουλίπες έφεγγαν κοντά τους ωχρορόδινες. Τις κοίταξε. Έπειτα κοίταξε το χλωμό φως που έριχνε απάνω τους από το παράθυρο ένας ήλιος κίτρινος. Ο άνεμος δε φυσούσε πια και η λεύκα μπροστά στο τζάμι ήταν ακίνητη. Ο Στέφανος καθώς κοίταξε κει είδε πως έμεναν ακόμα σ’ ένα κλαδί δυο φύλλα που δεν έπεσαν από τον άνεμο.
Στεκόταν και τα κοίταζε που κρέμονταν ακίνητα, όταν η Ευανθία τον πλησίασε. Την ένιωσε που έμπαινε και είδε πως δε φορούσε κόκκινα.
- Δε θα έρθει η θεία Κατίγκω; τον ρώτησε η Ευανθία μόλις τον πλησίασε.
Ο Στέφανος σήκωσε πρώτα τους ώμους· μα έπειτα:
- Δεν ξέρω, απάντησε έξαφνα.
Η Ευανθία έκανε να φύγει, μα πάλι στάθηκε και ξαναρώτησε:
- Να πήγε στη Φιφίκα χτες;
Και καθώς ο Στέφανος την κοίταξε:
- Ποιος το περίμενε, ε; είπε ξανά μ’ ένα χαμόγελο.
Ο Στέφανος δε μίλησε, μα η Ευανθία δεν έφυγε. Πήγε ίσα στο παράθυρο και το άνοιξε. Πνοή ψυχρή μπήκε στην κάμαρα, αλλά η Ευανθία στάθηκε κει. Ο Στέφανος είδε πως έπαιξε μια αντιφεγγιά θερμή στην κάμαρα, μα έξω ο ήλιος ήταν χλωμός. Στον ουρανό περνούσαν σύννεφα ωχροκίτρινα.
Η Ευανθία γύρισε πάλι μέσα χωρίς να κλείσει το παράθυρο. Γύρισε και κοίταξε το Στέφανο, αλλά δε μίλησαν.
Ο Στέφανος την ξαναπρόσεξε πως δε φορούσε κόκκινα· και η γιαγιά που ήρθε και τους βρήκε ορθούς εκεί, σα να τους κοίταξε παράξενα. Σταμάτησε, μα έπειτα σύρθηκε κοντά στο Στέφανο:
- Είναι ήσυχη, ξαναψιθύρισε και ξανασύρθηκε να φύγει.
Αλλά θυμήθηκε πως ήρθε για την Ευανθία και γύρισε και της ένεψε.
Ο Στέφανος στάθηκε και τις κοίταξε που έφυγαν. Έπειτα γύρισε και κινήθηκε προς το παράθυρο. Μα σταμάτησε πριν φτάσει. Τα φύλλα που κρεμόνταν στο κλαδί της λεύκας, σα να τ’ άγγιξε πνοή, σαλεύαν κ’ έτρεμαν όπως κρεμόντανε. Τα είδε που σαλεύαν και σταμάτησε.
Η κυρία Αγλαΐα που μπήκε μέσα έπειτα, τον βρήκε ορθό εκεί. Μπήκε μέσα με την Ευανθία και προχώρησαν σ’ αυτόν:
- Το πιστεύεις πως είναι δυνατό ποτέ; του είπε· ο κύριος νομάρχης…
Ο Στέφανος έμεινε ξαφνισμένος.
- Ο κύριος νομάρχης!
- Αρραβωνιάστηκε με τη Φιφίκα, εξήγησε η Ευανθία, και ο Στέφανος είδε πως έφεγγαν τα μάτια της καθώς το έλεγε.
Η κυρία Αγλαΐα σώπασε για μια στιγμή.
- Αδύνατο, αδύαντο, είπε ύστερα, θα είναι διάδοση· και η κυρία προέδρου είπε μόνο πως το άκουσε.
Ο Στέφανος είδε τα φρύδια της κατεβασμένα καθώς στεκόταν και τον κοίταζε.
- Αδύνατο, αδύνατο, ξαναψιθύρισε η κυρία Αγλαΐα, μα έξαφνα:
- Το ζώο! φώναξε με μιας κ’ έσκυψε στο τραπέζι και κουδούνισε.
Είχε πάρει το μάτι της τη βούρτσα, που είχε ξεχάσει η υπηρέτρια στον καναπέ καθώς ξεσκόνιζε.
Η Ευανθία πήγε στο παράθυρο.
- Ζώο! ξαναφώναξε η κυρία Αγλαΐα στην υπηρέτρια που ήρθε στην πόρτα.
Ο Στέφανος είδε την υπηρέτρια που κοκκίνισε μπροστά του· και γύρισε προς το παράθυρο. Η Ευανθία στέκονταν εκεί και κοίταζε έξω. Και ο Στέφανος είδε έξω πέρα από τους ώμους της τη ράχη του βουνού που χλόιζε.
Όταν έπειτα γύρισε πάλι τα μάτια του στην κάμαρα, μπροστά του στεκόταν η γιαγιά.
- Έλα, του είπε και του έπιασε το χέρι, έλα, σε ζήτησε.
Ο Στέφανος είδε την κυρία Αγλαΐα που τον κοίταζε, όταν κίνησε να βγει με τη γιαγιά. Μα πριν να βγει από την πόρτα, η κυρία Αγλαΐα τον σταμάτησε:
- Μην της πεις τίποτε, πήγε και του ψιθύρισε σιγά.
Κ’ ενώ ο Στέφανος την κοίταξε, γιατί δεν ένιωσε.
- Θα λυπηθεί πολύ για το νομάρχη, που είναι φίλος μας, είπε η κυρία Αγλαΐα, ενώ η Ευανθία γύρισε έξαφνα από το παράθυρο και κοίταζε.
==XXVII==
Ο Στέφανος, καθώς άνοιξε η πόρτα της Μαρίκας, είδε πρώτα τους μενεξέδες που ήταν στο βάζο απάνω στο τραπέζι στο κρεβάτι της κοντά. Ήταν σα να έχυναν αυτοί φως μελαγχολικό στην κάμαρα.
Έπειτα μπαίνοντας αντίκρυσε τα μάτια της Μαρίκας που κοίταζαν στην πόρτα σα να τον πρόσμεναν. Ήταν μεγάλα, ορθάνοιχτα, του Στέφανου του φάνταξαν σα μεγαλύτερα· ή αυτά ή οι μαύροι κύκλοι γύρω τους.
Σταμάτησε μπρος στο κρεβάτι ορθός, αμίλητος· έπειτα έσκυψε, της πήρε σιγαλά το χέρι και το έφερε στα χείλη του.
Η Μαρίκα τον άφησε να το κρατήσει λίγες στιγμές και ύστερα να το κατεβάσει πάλι σιγαλά. Του Στέφανου, εκεί που το ξανακουμπούσε κάτω, του φάνηκε πως έβαζε πάλι στη θέση του κάτι σα φαρφουρί. Αλλά του φάνηκε μαζί πως η Μαρίκα γέλασε· κ’ ενώ έμενε ορθός εκεί μπροστά της και την έβλεπε:
- Είσαι καλύτερα, της είπε.
Και η γιαγιά που είχε σταθεί κοντά και κοίταζε, απάντησε:
- Καλύτερα· γρήγορα θα σηκωθεί --- ναι, γρήγορα θα σηκωθεί.
Η Μαρίκα κίνησε μόνο τα βλέφαρα· έπειτα βλέποντας το Στέφανο που κοίταζε σα να περίμενε:
- Καλύτερα, ψιθύρισε.
Ο Στέφανος μόλις την άκουσε· η φωνή της ήταν μουντή και άηχη σαν ψιλού κρύσταλλου που ράγισε.
- Ναι, γρήγορα θα σηκωθεί, είπε ξανά η γιαγιά και κάθισε.
Η Μαρίκα ένεψε του Στέφανου και κάθισε κι αυτός κοντά της.
Της ξαναέπιασε, της άγγιξε μόλις το χέρι.
Η Μαρίκα δεν ήταν πλαγιαστή, ήταν μισοανασηκωμένη στο κρεβάτι με το κεφάλι ακουμπισμένο στα μαξιλάρια ορθό.
Η γιαγιά είδε πως το κεφάλι είχε γείρει λίγο στο πλευρό, και σηκώθηκε και ήρθε και ρώτησε:
- Κουράστηκες;
Η Μαρίκα ένεψε μόνο, και η γιαγιά έπιασε να την ανασηκώσει. Ο Στέφανος βοήθησε. Καθώς αγκάλιασε το σώμα της νόμισε πως σήκωνε σωρό από πούπουλα που ήθελαν να σκορπίσουν ελαφρά στον άνεμο, μα καθώς το ακούμπησε ξανά, το αισθάνθηκε πως έπεφτε βαρύ και κουρασμένο εκεί που το άφηνε.
Η Μαρίκα έμεινε πάλι ασάλευτη· καθώς είχε κινηθεί, μια τούφα των μαλλιών της σκόρπισε και μαύριζε σαν πλανημένο σύννεφο μέσα στη λευκότη των μαξιλαριών όπου έγερνε· και η χλωμάδα τής όψης της μέσα σ’ αυτή φάνηκε τώρα τρομαχτική στο Στέφανο. Αλλά τα μάτια της ολάνοιχτα πάλι τον κοίταζαν, σα να έπαιρναν μια λάμψη μόνο γιατί τον κοίταζαν.
Και η Μαρίκα σα να ξαναγέλασε. Και ο Στέφανος δοκίμασε κι αυτός και γέλασε.
Η Μαρίκα του ζήτησε έπειτα τους μενεξέδες από το τραπέζι· και αφού τους μύρισε, εκεί που ο Στέφανος τους κρατούσε ακόμη εμπρός της:
- Εσύ τους έφερες; ψιθύρισε.
Ο Στέφανος κοκκίνισε αλαφρά, αλλά δεν απάντησε.
Σωπάσαν· μα εκεί που σώπαιναν, η Μαρίκα γύρισε έξαφνα σιγά τα μάτια στη γιαγιά.
- Κουράστηκε, ψιθύρισε.
Ο Στέφανος έστρεψε και είδε τη γιαγιά που είχε σκύψει το κεφάλι και μισόκλεισε τα μάτια. Και του φάνηκε με μιας πως την έβλεπε να κάθεται στο λόφο ακόμα· και πως απλώνονταν ακόμα εκεί μπροστά της η σταχτερή ξερή πλαγιά και πέρα η μολυβένια θάλασσα.
Γύρισε και είδε τη Μαρίκα: Από το ανοιχτό παράθυρο αντικρύ της έβλεπε έξω μακριά τη θάλασσα· φαινόταν γαλανοπράσινη στον κίτρινο ήλιο που τη φώτιζε. Και τα μάτια της Μαρίκας δεν ήταν σκοτεινά· σα να είχαν πάρει έξαφνο φως, του φάνηκαν πως έλαμπαν μια γαλανά, μια πράσινα μέσα στους μελανούς μεγάλους κύκλους γύρω τους.
- Η θάλασσα, έκαμε να πει, μα η Μαρίκα γύρισε σ’ αυτόν το βλέμμα της. Το ξαναστύλωσε σ’ αυτόν με το ίδιο φως κ’ έμεινε και τον κοίταζε.
Και κει που ο Στέφανος την κοίταζε κι αυτός με μάτια ασάλευτα:
- Στέφανε, ψιθύρισε με μιας σιγά.
Κ’ ενώ ο Στέφανος φαινότανε σα να είχε κρεμαστεί όλος στα χείλη της.
- Πώς είμαι ευτυχισμένη τώρα, είπε σιγαλότερα, και η ματιά της φάνηκε σα να σβήνει απάνω του.
Και ο Στέφανος που είχε τιναχτεί σα να ήθελε να ορμήσει απάνω της, μπόρεσε και της άγγιξε μόνο τα δάχτυλα. Τον κρύωσαν· έσκυψε όμως το κεφάλι του σ’ αυτά.
Όταν το σήκωσε, η Μαρίκα τον κοίταζε ήσυχα, αλλά τα μάτια της δεν ήταν πια πρασινογάλανα· είχαν πάρει πάλι το θαμπό τους σκούρο φως μέσα στους μαύρους κύκλους τους, και πέρα η θάλασσα φάνηκε τώρα ωχρή του Στέφανου, κίτρινα ωχρή στον κίτρινο ήλιο.
Η γιαγιά άνοιξε τα μάτια και είδε ξαφνισμένη το Στέφανο πως κοίταζε έξω. Η Μαρίκα είχε κλείσει τα μάτια της κρατώντας το χέρι του.
- Αποκοιμήθηκε, ήρθε και είπε σιγαλά του Στέφανου η γιαγιά.
Μα όταν γλίστρησε έπειτα μαζί του έξω, σταμάτησε μπροστά στη πόρτα και ξέσπασε σ’ ένα βραχνό λυγμό:
- Η Μαρίκα, Στέφανε, η Μαρίκα…
Ο Στέφανος απόμεινε άφωνος. Μα έπειτα ακουμπώντας τα χέρια του στον τοίχο, έγειρε το κεφάλι εκεί σα να σωριάστηκε.
Έμεινε ώρα πολλή στη θέση αυτή, σαν κολλημένος.
Όταν γύρισε, ο παππούς ορθός μπροστά του τον κοίταζε με μάτια ακίνητα.
==XXVIII==
Ο Στέφανος ήρθε κρατώντας στο χέρι ένα μπουκέτο ανεμώνες. Απάντησε στο διάδρομο την Ευανθία, μα η Ευανθία δεν κοίταξε τις ανεμώνες· κοίταξε μόνο το Στέφανο και τον ρώτησε για την κυρία Κατίγκω.
Η κυρία Κατίγκω είχε έρθει χθες το βράδυ κ’ ήθελε να την πάρει, μα η Ευανθία της απάντησε:
- Δεν μπορώ να την αφήσω, θεία Κατίγκω.
Η κυρία Κατίγκω την κοίταξε μελαγχολικά και σώπασε, μα την ώρα που έφευγε της ξαναείπε να την πάρει. Έπειτα της ψιθύρισε σιγά:
- Πόσο είμαι ανήσυχη για το Στέφανο.
Κοίταξαν η μια την άλλη λυπημένα και σώπασαν. Μίλησαν μόνο για τον αρραβώνα της Φιφίκας.
- Ποιος το περίμενε!
- Ναι, ναι, απάντησε η κυρία Κατίγκω και κοίταξε την Ευανθία σα να ήθελε κάτι να πει ακόμα. Δεν το είπε όμως κ’ έφυγε.
Και η Ευανθία θέλησε να μάθει τώρα από το Στέφανο.
- Δε σου φαίνεται παράξενο; του είπε.
Μα ο Στέφανος την κοίταξε μονάχα και δεν απάντησε. Περίμενε άφωνος όσο που φάνηκε η γιαγιά.
- Έλα, του είπε αυτή σιγά όταν τον είδε.
Και άνοιξε την πόρτα.
Η Μαρίκα άπλωσε το χέρι στις ανεμώνες που κρατούσε ο Στέφανος.
- Άνθισαν; είπε και σα να γέλασε.
- Άνθισαν, ναι, είπε σιγά ο Στέφανος και τις έδωσε σιγά στο χέρι της.
Μισοανοιγμένες, ωχρορόδινες, κάποιες γαλανωπές, η Μαρίκα τις κοίταξε όπως έγερναν:
- Πόσο μου αρέσουν.
Κ’ έπειτα αφήνοντας το κεφάλι της να γείρει στο πλευρό ελαφρά και κλείνοντας λίγο τα βλέφαρα:
- Μυρίζουν, ψιθύρισε· σαν το φθινόπωρο.
Και ο Στέφανος είδε το βλέμμα της που έφυγε έξω σα χαμένο.
- Κοιμήθηκες καλά; τη ρώτησε όταν γύρισε πάλι και τον κοίταξε.
- Ω ναι, απάντησε η Μαρίκα· και η γιαγιά που δεν την άκουσε:
- Κοιμήθηκε, κοιμήθηκε καλύτερα, είπε.
Μα ο Στέφανος είδε τους κύκλους γύρω στα μάτια της Μαρίκας πιο βαθύτερους και θέλησε να πάρει το βλέμμα του από κει.
Η Μαρίκα όμως τον κοίταζε. Και καθώς τον κοίταζε ψιθύρισε πιο σιγαλά:
- Ονειρεύτηκα.
Ο Στέφανος περίμενε ν’ ακούσει τι.
Αλλά η Μαρίκα σα να ξέχασε πως το είχε πει, ξαναψιθύρισε:
- Ονειρεύτηκα.
Η Μαρίκα είχε ονειρευτεί τη θάλασσα. Είχε ονειρευτεί ρόδινα σύννεφα που έγερναν στη θάλασσα, έπειτα τους μύλους που αργοκινούσαν τα λευκά πανιά τους, έπειτα πάλι τον ξανθό γιαλό. Κ’ έπειτα δε θυμόταν τι άλλο· κάτι χλιαρό σαν ευωδιά από ρόδα, κάτι απαλό, ψιθυριστό σα λόγια που πετούσαν σα φαιδρά πουλιά.
Μα εκεί που ο Στέφανος την κοίταζε προσμένοντας ν’ ακούσει, τι, όλα πνίγονταν, χάνονταν μέσα σε μια ομίχλη σα σταχτερή, σα ρόδινη που έπλεε απάνω από μια θάλασσα.
Κ’ ενώ ο Στέφανος την κοίταζε ολοένα, η Μαρίκα είπε σιγαλά:
- Τη θάλασσα.
Η φωνή της ήταν μόνο μια πνοή· και του Στέφανου του φάνηκε σα να τον άγγιξε η πνοή μιας βραδιασμένης, ησυχασμένης θάλασσας.
Και καθώς κοίταζε σα σε όνειρο, απλώθηκαν πάλι μπροστά του οι σκοτεινοί παλιοί μεγάλοι κύκλοι και σκέπασαν τη θάλασσα.
Τα μάτια της Μαρίκας που πριν, εκεί που τον κοίταζαν, είχαν πάρει το σιγαλό ξάστερο φως τους και για μια στιγμή σπιθήρισαν σα να είχαν γεμίσει φώσφορο με μιας, τώρα σα να θολώθηκαν καθώς ξαναγυρίσαν έξω. Έξω πέρα δε φαίνονταν και η θάλασσα, κρυμμένη σε μια γκρίζα ομίχλη. Η μέρα ήταν συννεφιασμένη, και φαινόταν μόνο οι κορυφές των πεύκων από τον κήπο εμπρός και αντίκρυ η σταχτερή λειχηνιασμένη στέγη ενός σπιτιού.
Μα από τον κήπο ακούονταν ψιθυρίσματα πουλιών. Φαίνονταν πως νανούριζαν τη Μαρίκα. Αλλά η Μαρίκα δεν έκλεισε τα μάτια· τ’ άνοιξε πιο πλατιά και κοίταξε πάλι το Στέφανο και φάνηκε σα να του γέλασε.
Έπειτα κοίταξε μπροστά της, κοίταξε να δει τις ανεμώνες. Η γιαγιά τις είχε πάρει και τις έβαλε στο βάζο, και ο Στέφανος τις πήρε πάλι και τις κράτησε μπρος στη Μαρίκα.
- Βάλε τις εδώ, του ένεψε η Μαρίκα και ο Στέφανος τις άφησε μπροστά της.
Η Μαρίκα τις κοίταζε άφωνη. Κάτω στον κήπο ψιθύριζαν ακόμα τα πουλιά, κ’ ενώ η Μαρίκα φαινότανε πως τ’ άκουε, σήκωσε σιγά τα μάτια της στο Στέφανο.
- Σαν άνοιξη, του είπε.
Κ’ έμεινε και τον κοίταζε.
- Ναι, μπόρεσε και ψιθύρισε μοναχά ο Στέφανος, αλλά αν και θέλησε, αν και δοκίμασε, δεν έφτασε να πιάσει τώρα το χέρι της.
Έβλεπε τις ανεμώνες που έγερναν στο στήθος της, μισόκλειστες ακόμα, ποιες ρόδινες και ποιες γαλάζιες, μα όλες ωχρές, φθινοπωριάτικες και όλες γερμένες. Ωχρό φως φθινοπωρινό χυνόταν και στην κάμαρα κ’ έπεφτε ωχρότερο στη όψη της Μαρίκας και κάθιζε ακίνητο και σταχτερό στα μάτια της γύρω από τους βαθείς μεγάλους μαύρους κύκλους τους.
Σωπαίναν και οι τρεις στην κάμαρα. Μόνο η γιαγιά είπε κάτι σιγαλά, μα ο Στέφανος δεν άκουσε τι. Όμως εκεί που σώπαινε είδε πως στα μάτια της Μαρίκας έγερναν τα βλέφαρα· και το κεφάλι της είχε γλιστρήσει κ’ έγειρε κι αυτό στο πλάγι.
- Κουράστηκες; της είπε καθώς την κοίταζε.
Η Μαρίκα σα να μην άκουσε· μα όταν ο Στέφανος την ξαναρώτησε.
- Ναι, απάντησε σιγά, κουράστηκα.
Η γιαγιά και ο Στέφανος την πλάγιασαν.
Αλλά και πλαγιασμένη έπειτα, έμεινε και κοίταζε το Στέφανο.
==XXIX==
- Ο κύριος νομάρχης έστειλε πάλι σήμερα και ρώτησε, είπε η κυρία Αγλαΐα.
Μα έπειτα έμεινε σα λησμονημένη και ψιθύρισε:
- Δεν ήρθε ακόμα.
Είχε στείλει για το γιατρό.
Η γιαγιά είχε στείλει πάλι για την κυρία Κατίγκω και ρώτησε κι αυτή:
- Δε θα έρθει;
- Έρχεται, της είπε ο Στέφανος.
Και η γιαγιά κοιτάζοντάς τον:
- Πονεί, ψιθύρισε· δεν κοιμήθηκε οληνύχτα.
Κι έφυγε στην κάμαρα.
Έμεινε μόνος ο Στέφανος με την κυρία Αγλαΐα.
Είχαν έμπει στη σκάλα σα να ήθελαν να είναι πιο κοντά στην άρρωστη· και καθώς η σάλα ήταν άδεια και μεγάλη και ο Στέφανος έμπαινε σπάνια σ’ αυτή, τώρα του φάνηκε σαν έρημη, ψυχρή και ξένη. Μα απέναντι, ψηλά στον τοίχο κρεμόταν η εικόνα του κυρίου νομάρχη, του πατέρα της Μαρίκας· και του Στέφανου καθώς σήκωσε σ’ αυτή τα μάτια, του φάνηκε η μορφή γνώριμη και άγνωστη μαζί· σα να την πρόσεχε πρώτη φορά, το βλέμμα του σταμάτησε σ’ αυτή παράξενα. Σταμάτησε στα μάγουλα· νόμισε πως είδε τα μήλα τους γεμάτα στίγματα κοκκινωπά· και από τα βαθιά μεγάλα μάτια της σα να τον κοίταζαν τα μάτια της Μαρίκας.
Η κυρία Αγλαΐα τον είδε που έβλεπε στην εικόνα και σα να λησμόνησε που το είχε πει πρωτύτερα, ψιθύρισε:
- Ο κύριος νομάρχης έστειλε πάλι σήμερα και ρώτησε.
Ο Στέφανος την κοίταξε και πρόσεξε πως δεν ανέβασε τα φρύδια ενώ το είπε.
Έπειτα σώπασαν και οι δυο και περίμεναν το γιατρό.
Όταν ήρθε, η κυρία Αγλαΐα του άνοιξε σιγά την πόρτα της Μαρίκας, και ο Στέφανος που γλίστρησε από πίσω και κοίταξε από το άνοιγμα, είδε μόνο ένα σωρό που μαύριζε στο μαξιλάρι· ήταν τα μαλλιά της. Έπειτα είδε το γιατρό που της έπιασε το χέρι κ’ έβγαλε το ωρολόγι του.
Μα η πόρτα έκλεισε μπροστά του και ο Στέφανος έφυγε κείθε. Καθώς γύρισε είδε την κυρία Αγλαΐα που είχε πέσει σ’ ένα κάθισμα και ήταν χλωμή, πολύ χλωμή.
Κ’ έσκυψε κι αυτός και πρόσμενε.
Όταν βγήκε έπειτα ο γιατρός, ο Στέφανος πήγε κοντά του. Μα ο γιατρός δεν άφησε να τον ρωτήση· κάθισε κ’ έγραψε γοργά, και δίνοντας τη συνταγή:
- Στείλτε γρήγορα, είπε.
Ο Στέφανος την άρπαξε και βγήκε.
Όταν ξαναήρθε με το φάρμακο, ο γιατρός ήταν πάλι στην άρρωστη. Η κυρία Αγλαΐα πήρε από το χέρι του Στέφανου το φάρμακο κ’ έτρεξε αμέσως μέσα.
Ο Στέφανος έμεινε στη σάλα μόνος. Καθώς στεκόταν, άκουσε έξω που ανέβαινε η κυρία Κατίγκω. Έπειτα άκουσε πίσω του που της ψιθύρισε η Ευανθία:
- Τη νύχτα απόψε πάλι τα ίδια.
Ο Στέφανος εννόησε πως έλεγε για τη Μαρίκα και γύρισε και τις είδε που έμπαιναν· το πρόσωπο της Ευανθίας του φάνηκε σαν κίτρινο.
Μα έπειτα την άκουσε πάλι από πίσω του που ρώτησε:
- Είναι αληθινό για τη Φιφίκα;
- Ναι, πάει στην Ιταλία, ψιθύρισε η κυρία Κατίγκω.
- Και ο λοχαγός μαζί; είν’ αλήθεια;
Ο Στέφανος δε στάθηκε ν’ ακούσει τι απάντησε η κυρία Κατίγκω· βημάτισε προς το μπαλκόνι.
Μα ενώ έβγαινε έξω, αισθάνθηκε στο χέρι του το χέρι της κυρίας Κατίγκως.
Το τίναξε ελαφρά και στάθηκε και κοίταζε έξω. Η μέρα ήταν χλωμή, μα ένα αντιφέγγισμα έτρεμε κάτω στη θάλασσα· έτρεμε κ’ έφεγγε σα σκόνη κρόκινη που τίναζαν απάνω της σύννεφα σταχτοκίτρινα.
Η κυρία Κατίγκω τράβηξε πάλι το Στέφανο, και ο Στέφανος γύρισε· η Ευανθία στεκόταν πίσω της και τον κοίταζαν και οι δυο.
- Είναι μέσα ο γιατρός; τον ρώτησε η κυρία Κατίγκω, μόνο σα να ήθελε κάτι να πει.
Ο Στέφανος ένεψε ναι. Κοιτάχτηκαν και οι τρεις, μα έπειτα έσκυψαν τα μάτια κ’ έμειναν αμίλητοι. Ο αέρας ήταν ήσυχος, θολός· και μπρος, στον κήπο κάτω, τα πεύκα ακίνητα. Έμειναν ώρα ορθοί εκεί και κοίταζαν. Έξω στο δρόμο πέρασαν παιδιά και φώναζαν, έπειτα έτριξε ένα κάρο, έπειτα σταμάτησε ένας πουλητής κ’ έκραξε κάτι και τους κοίταζε· ούτε τον πρόσεξαν. Μα όταν ακούστηκε το βίτζι των βαποριών που άρχισαν και φόρτωναν, η Ευανθία ψιθύρισε έξαφνα, σα να ξεχάστηκε:
- Εδώ είν’ ακόμα;
- Τι; ρώτησε η κυρία Κατίγκω.
Η Ευανθία δεν απάντησε· είδε μόνο πως ο Στέφανος την κοίταξε. Ξανακοιτάχτηκαν και οι τρεις κ’ έσκυψαν πάλι αμίλητοι.
Μα έπειτα είδε ο Στέφανος την Ευανθία που έστρεψε έξαφνα και μπήκε γρήγορα στη σάλα· η κυρία Κατίγκω πήγε κοντά και στάθηκαν και οι δυο εμπρός στο γιατρό που βγήκε από την κάμαρα.
Ο Στέφανος δεν άκουσε τι είπε ο γιατρός, είδε μόνο πως μόλις κινήθηκαν τα χείλη του, και το κεφάλι του έσκυψε· και είδε πως η κυρία Κατίγκω έπιασε το χέρι της κυρίας Αγλαΐας και την έβαλε και κάθισε. Η Ευανθία έριξε τα μάτια κάτω κ’ έμεινε και κοίταζε το πάτωμα.
Ο Στέφανος δεν έκαμε να κινηθεί, δεν έκαμε ν’ ακούσει· έμεινε ασάλευτος εκεί και άκουε το βίτζι που έτριζε μακριά, που έτριζε τραχιά, σκληρά· έμεινε και άκουε μονάχα αυτό, σα να μην ήθελε ν’ ακούσει πια άλλο τίποτε.
………………
Το δειλινό έβαψε ρόδινα, ρόδινα ωχρά τα τζάμια μια στιγμή, έπειτα έριξε μια θολοκίτρινη χλωμάδα που κρεμάστηκε σταχτιά, μουντή κ’ έμοιαζε και ήταν σα να κρεμάστηκε και να σταμάτησε σταχτιά, μουντή και η ώρα απάνω τους· σταχτιά μουντή απλώνονταν και κάτω η θάλασσα. Καθισμένοι όλοι σκυφτά στη σάλα, δε μιλούσαν· κάποτε μόνο σήκωναν τα μάτια και κοιτάζονταν, σα να περίμεναν κάτι που όλοι το ήξεραν πως είχε ξεκινήσει κ’ έφτανε.
Πριν, είχε βγει από την κάμαρα η κυρία Αγλαΐα και σκύβοντας στην κυρία Κατίγκω της ψιθύρισε:
- Παραμιλεί ολοένα.
Και ο Στέφανος που τέντωσε το αφτί, την άκουσε που πρόσθεσε:
- Για το φθινόπωρο.
Και είδε την κυρία Αγλαΐα που έκρυψε το πρόσωπο στα χέρια της.
Έπειτα η κυρία Αγλαΐα, που μπήκε στην κάμαρα και ξαναβγήκε, και ο Στέφανος την κοίταξε, είπε:
- Γυρεύει τη Θεώνη.
Ο Στέφανος έσκυψε τα μάτια και βημάτισε στην κάμαρα.
- Να στείλομε; τον ρώτησε η κυρία Κατίγκω, όταν ξανακάθισε.
Μα ο Στέφανος δε μίλησε. Ξαναέσκυψε και σώπαινε.
Έπειτα ξαναέσκυψαν όλοι και σωπαίναν και περίμεναν να ξαναβγεί ο γιατρός, που ήρθε πάλι και πέρασε στην άρρωστη.
Μα όταν τον είδαν τέλος που έβγαινε, και ανασηκώθηκαν, ο γιατρός δεν έκλεισε την πόρτα· την άνοιξα όλη πίσω του.
Τον ένιωσαν και χίμησαν.
Η Μαρίκα είχε ακόμα τα μάτια ολάνοιχτα· η γιαγιά σκυφτή στο πλάι της κρατούσε το κεφάλι.
Πρώτη έπεσε η Ευανθία αγκαλιάζοντας τα πόδια της· ο Στέφανος καρφώθηκε κει καθώς στάθηκε στη μέση, η κυρία Κατίγκω άρπαξε την κυρία Αγλαΐα που έβγαλε φωνή.
Έπειτα σύρθηκαν όλοι στο κρεβάτι εμπρός και γονάτισαν και ζήτησαν τα χέρια της Μαρίκας κ’ έμειναν και τα κρατούσαν. Αλλά τα μάτια της Μαρίκας σταμάτησαν στο Στέφανο· σταμάτησαν και δε σφαλούσαν, σταμάτησαν και πρόσμεναν και φαίνονταν σαν κάτι να ήθελαν.
Και σα να ένιωσαν όλοι, και σα να το ένεψε η Μαρίκα, σύρθηκαν όλοι πάλι έξω, κ’ έμεινε μόνη η Μαρίκα με το Στέφανο. Η γιαγιά της κρατούσε μονάχα ακόμα το κεφάλι.
Τότε τα μάτια της Μαρίκας σα να σάλεψαν, και ο Στέφανος της άρπαξε το χέρι· ήταν υγρό και ας έκαιε, και καθώς το άρπαξε, το χάδεψε και το έσφιξε σιγά. Έπειτα ακούμπησε σ’ αυτό τα χείλη. Και περίμενε.
Μα σα να τον ήθελε σιμότερα η Μαρίκα, σύρθηκε αγάλια πιο κοντά της, ως τα χείλη της. Έπειτα σα να ήθελε η Μαρίκα να της κρατήσει μόνο εκείνος το κεφάλι, ο Στέφανος έκαμε παραπέρα τη γιαγιά και της το ακούμπησε στον ώμο του. Το ακούμπησε και το κρατούσε και της άκουε την πνοή. Κ’ ενώ την άκουε που γινόταν πιο γοργή, κ’ ενώ στο χέρι του γλιστρούσε πάντα υγρότερο το χέρι της, του ήταν σα να ζητούσε να κρατήσει πίσω κάτι που είχε φτερά και τα είχε απλώσει κ’ έφευγε.
Μα εκεί η Μαρίκα σα να θέλησε να ξαναδεί το Στέφανο --- η γιαγιά ήρθε πάλι στο κεφάλι της Μαρίκας, και ο Στέφανος γονάτισε μπροστά της και την κοίταζε. Και είδε πάλι στυλωμένα στα μάτια του τα μάτια της. Αλλά τα μάτια της δεν ήταν μάτια, ήταν μια σταχτερή άφεγγη ωχράδα που έμενε μουντή και ακίνητη.
Μα πάλι εκεί η ωχράδα σα να σάλεψε για μια στιγμή· τα βλέφαρα κινήθηκαν σα να έπαιξε κάτι ξαφνικά μπροστά τους. Και ο Στέφανος είδε τα χείλη της Μαρίκας που κινήθηκαν· και άκουσε το λόγο:
- Η θάλασσα.
Μα έξω πέρα η θάλασσα δε φαίνονταν· τη σκέπασε το σταχτί σούρουπο που είχε κρεμάσει στο παράθυρο μπροστά η νύχτα που έπεφτε.
Η κυρία Κατίγκω ήρθε και άναψε το φως και πήρε έξω το Στέφανο. Ο Στέφανος είδε το φως που έπεσε κίτρινο στην κάμαρα· και είδε τα μάτια της Μαρίκας: ακόμα ολάνοιχτα, πια δεν τον έβλεπαν.
Άφησε και τον έφερε η κυρία Κατίγκω και τον κάθισε στη σάλα. Είχαν ανάψει και δω το φως, όμως το φως δεν ήτανε πολύ· κεριά που έτρεμαν κ’ έπαιζαν κ’ έριχναν ίσκιους στις γωνίες, στους τοίχους και στο πάτωμα. Η Ευανθία σκυμμένη σε μιαν άκρη απέναντι τους κοίταζε, ο Στέφανος τους κοίταζε κι αυτός, μα δεν τους έβλεπε.
Μα έξαφνα, όπως καθόνταν είδαν και οι δυο ν’ ανοίγει η πόρτα προς το διάδρομο. Η Ευανθία τινάχτηκε, ο Στέφανος όμως τον γνώρισε πως ήταν ο παππούς που έμπαινε. Αλλά δεν ήταν ο παππούς με τη σταχτιά τριμμένη ρόμπα· είχε φορέσει τη μαύρη ρεδιγκότα του και το καπέλο και μπήκε σιγαλά και σύρθηκε σιγότερα και στάθηκε στην πόρτα της Μαρίκας. Αλλά δεν μπήκε μέσα· σταμάτησε μόνο και κοίταζε.
Μα καθώς κοίταζε, ακούστηκε κραυγή, και η κυρία Κατίγκω φάνηκε στην πόρτα φέρνοντας έξω την κυρία Αγλαΐα.
– Τελείωσε, ψιθύρισε έπειτα στο Στέφανο η κυρία Κατίγκω και του έπιασε το χέρι.
Μα ο Στέφανος έμεινε χαμένος, ακίνητος στη θέση του.
Είδε πως άναψαν και άλλα φώτα και πως έμπαιναν κι άλλοι στη σάλα. Γνώρισε μόνο τη Θεώνη που τον πλησίασε και του έσφιξε το χέρι και κάτι του ψιθύρισε. Την κοίταξε άφωνος. Μπόρεσε και σηκώθηκε έπειτα και σύρθηκε έξω στο μπαλκόνι.
Η κρύα νύχτα είχε σκορπίσει ψηλά τα σύννεφα και στον ωχρό ουρανό ανέβαινε ο Ωρίων, ανέβαινε λαμπρός κ’ έμεινε σα στημένος ορθός απάνω στο σκοτεινό βουνό.
Ο Στέφανος έμεινε ώρα κι αυτός ορθός μπροστά του και τον κοίταζε. Έπειτα έσκυψε κ’ έκρυψε το πρόσωπο στα χέρια.
==XXX==
Η κυρία Αγλαΐα παρατήρησε πως έλειπε από την κηδεία ο κύριος νομάρχης.
- Θα ήτα άρρωστος, συμπέρανε.
- Όχι· ταξίδεψε, της είπαν και της διηγήθηκαν το νέο πως η Φιφίκα Πρίφτη έφυγε με το λοχαγό, και για να λείψει από το σκάνδαλο έπρεπε να φύγει και ο κύριος νομάρχης.
- Του έκαμαν δύσκολη τη θέση του, ψιθύρισε η κυρία Αγλαΐα.
Έπειτα από μέρες όμως έλαβε την κάρτα του· ήταν μπροστά και η κυρία Κατίγκω, και η κυρία Αγλαΐα είπε:
- Πώς φέρθηκαν στον άνθρωπο!
Και πρόσθεσε:
- Έτσι ήταν πάντα πρόστυχοι.
Κοίταξε την κυρία Κατίγκω ενώ το έλεγε, και η κυρία Κατίγκω το διηγήθηκε έπειτα στον άντρα της:
- Το είπε επίτηδες για με· το ξέρω, δε με θέλει να πηγαίνω, μα δε μπορώ ν’ αφήσω μόνη τη νονά.
Κ’ έπειτα σιγότερα:
- Ξέρεις, Γιάγκο, το είπα τέλος της νονάς.
Κ’ ενώ ο κύριος Γιάγκος την κοίταξε σα να μην ένιωσε:
- Για το κτήμα. Και φαντάζεσαι; το ξέχασε πως το έχει γράψει της Μαρίκας και τρόμαξε να το θυμηθεί.
- Ε και τι είπε; ρώτησε ο κύριος Γιάγκος.
- Το κάνει --- τη φέρνομε μια μέρα εδώ.
Και η κυρία Κατίγκω μια στιγμή ξεχάστηκε.
Έπειτα πλησιάζοντας πάλι τον κύριο Γιάγκο:
- Πώς ήρθαν έτσι! είπε μελαγχολικά.
- Καλά, ετοιμάζω τα χαρτιά, είπε ο κύριος Γιάγκος σα να μην άκουσε τα τελευταία λόγια της κυρίας Κατίγκως.
Και η κυρία Κατίγκω, αφού σώπασε πάλι μια στιγμή:
- Ξέρεις, ψιθύρισε, η Ευανθία θέλει να φύγει· μα πώς ν’ αφήσει τη νονά.
Κ’ ενώ ο κύριος Γιάγκος την κοίταξε.
- Στενοχωρείται. Πώς να τη έφερνα μια μέρα εδώ, είπε πάλι η κυρία Κατίγκω και την κοίταξε στα μάτια.
Και η κυρία Κατίγκω την έφερε ένα βράδυ.
Ο Στέφανος που ήρθε σιγά ως την πόρτα της τραπεζαρίας, σταμάτησε έξαφνα· τις είδε· είχαν φέρει το δέρμα της τίγρης από μέσα από τη σάλα και κάθισαν μπροστά στο τζάκι· καθώς φορούσαν μαύρα κι οι δυο, το πρόσωπο της Ευανθίας που έγερνε στον ώμο της κυρίας Κατίγκως, φαινόταν κίτρινο.
Ο Στέφανος τις κοίταξε άλλη μια στιγμή κ’ έπειτα γύρισε πάλι πίσω στο διάδρομο· ήταν θαμπός, και από το παράθυρο έμπαινε μέσα μόνο σούρουπο. Μα από το πλαϊνό παράθυρο του μεγειριού έπεφτε μια λουρίδα φως στον τοίχο αντίκρυ και τον φώτιζε· και ο Στέφανος καθώς σταμάτησε, είδε να σημαδεύεται σ’ αυτόν ο ίσκιος μιας ακακίας από την αυλή. Όπως την είδε, του φάνηκε σα ζίφρα χαραγμένη εκεί, και στάθηκε σα να ήθελε να τη διαβάση· ο αέρας όμως που φυσούσε κίνησε το δέντρο, και τότε είδε ο Στέφανος πως ήταν μόνο ίσκιος κλαδιών γυμνών, κλαδιών χωρίς ούτε ένα φύλλο --- το φθινόπωρο τους είχε πάρει και το τελευταίο φύλλο.
Έσκυψε το πρόσωπο· μα καθώς έσκυψε, άκουσε έξαφνα την Ευανθία και την κυρία Κατίγκω που τραγουδούσαν σιγαλά από μέσα:
Σα φύλλο ξερό
στο κλαδί ξεχασμένο,
προσμένω να βρω –
τι τάχα προσμένω;
… Ο Στέφανος κατέβηκε σιγά τη σκάλα. Έξω στο δρόμο ο αέρας σφύριζε στα δέντρα, και τα φώτα έπαιζαν κίτρινα καθώς σαλεύαν.
Ο Στέφανος προχώρησε. Κίτρινη, ωχρή έπαιζε και η λάμψη του φαναριού μπροστά στη σιδερένια πόρτα με την ξερή γαζία απέξω, όπου σταμάτησε και σήμανε.
Η κυρία Αγλαΐα σα να ξαφνίστηκε καθώς τον είδε, μα η γιαγιά του κράτησε το χέρι πολλές στιγμές.
Κάθισαν σιωπηλοί και οι τρεις. Η κυρία Αγλαΐα του έδειξε την κάρτα του κυρίου νομάρχη.
- Θα γύρισε, ψιθύρισε.
- Ναι, γύρισε, είπε ο Στέφανος.
Και ξανασώπασαν.
Ο Στέφανος είδε τις κόκκινες τουλίπες που έγερναν κ’ έφεγγαν ωχρές στο φως της λάμπας. Έπειτα άκουσε τον παπαγάλο που φώναξε νυσταγμένα από το διάδρομο:
- Παππού.
Μα δε σηκώθηκε η γιαγιά· έμεινε σκυμμένη μελανός σωρός κοντά του.
- Πρωτύτερα ήταν εδώ η Θεώνη, είπε ύστερα η γιαγιά.
- Τη ζήτησε, πρόσθεσε έπειτα από λίγο.
- Και ονειρευόταν, ξαναείπε.
- Το φθινόπωρο, ψιθύρισε η κυρία Αγλαΐα.
Και ξανασώπασαν.
Όταν έπειτα έφυγε ο Στέφανος, γλίστρησε από πίσω του ο παππούς. Φορούσε πάλι τη σταχτιά τριμμένη ρόμπα και καθώς πέρασε τον κοίταξε· στάθηκε και τον κοίταξε.
Ο Στέφανος βγήκε ξανά στο δρόμο. Είδε πάλι το φως και ξαναπρόσεξε τη σιδερένια πόρτα.
Μα δε σταμάτησε.
Στο δρόμο προς το σπίτι του ήταν το σπίτι της Θεώνης. Εκεί μπροστά σταμάτησε και σήμανε.
Η Θεώνη τον δέχτηκε στη σκάλα και τον έφερε στην κάμαρα.
Μα ο Στέφανος δεν κάθισε. Στάθηκε μόνο ορθός και την έβλεπε άφωνος.
Κ’ ενώ η Θεώνη τον κοίταζε άφωνη κι αυτή, ο Στέφανος ψιθύρισε έξαφνα:
- Πρωτύτερα ήσουν εκεί.
- Ναι, ένεψε η Θεώνη.
Και ο Στέφανος ξαναψιθύρισε:
- Σε ζήτησε.
Δεν το άκουσε και ο ίδιος τι είπε και έμεινε σαν ξαφνισμένος γιατί η Θεώνη δεν απάντησε.
Αλλά δε μίλησε.
Στάθηκε μερικές στιγμές ακόμα, έπειτα γύρισε έξαφνα· γύρισε κ’ έφυγε.
Αισθάνθηκε πως η Θεώνη τον κοίταζε παράξενα εκεί καθώς της έδινε το χέρι, μα έπειτα κάτω το λησμόνησε.
Τράβηξε στο σπίτι.
Βρήκε κει την Ευανθία και την κυρία Κατίγκω καθισμένες ακόμα στη φωτιά κοντά.
Και κάθισε κι αυτός αντίκρυ.
Πολλές στιγμές δε μίλησε κανείς. Κοιτάζονταν μονάχα. Μα έξαφνα εκεί, ενώ η κυρία Κατίγκω είχε σκύψει και κοίταζε προς τη φωτιά, ο Στέφανος τη χτύπησε στον ώμο.
- Μητέρα, της είπε σιγαλά.
Η κυρία Κατίγκω γύρισε.
- Έλα, τραγούδησέ μας.
Η κυρία Κατίγκω πετάχτηκε σαν ξαφνισμένη. Αλλά δεν μπόρεσε να βγάλει λέξη. Ο Στέφανος την κοίταζε, και η κυρία Κατίγκω είδε στο βλέμμα του πως έπρεπε να τραγουδήσει· και όταν της έβαλε στα χέρια της τη φυσαρμόνικα, κατάλαβε τι ήθελε να τραγουδήσει. Και το τραγούδησε σιγά και αργά.
Στο τέλος μόνο θέλησε να σταματήσει, αλλά είδε πως ο Στέφανος περίμενε. Και η κυρία Κατίγκω δε σταμάτησε· το είπε:
Αχ πού να θυμάσαι,
Λενίτσα, Λενιώ,
εκεί που κοιμάσαι –
Εδώ όμως τη σταμάτησε η Ευανθία που έπεσε μπρος της πνιγμένη σε λυγμούς.
Δεν τη σήκωσε κανένας· η κυρία Κατίγκω είχε μείνει σα χαμένη, ο Στέφανος καθόταν ακίνητος αντίκρυ· καθόταν και τις κοίταζε.
Έπειτα, πριν σηκωθεί ακόμα η Ευανθία, σηκώθηκε ο ίδιος και βγήκε.
Βγήκε στο δρόμο.
Έξω στο δρόμο ο αέρας σφύριζε πάντα στα δέντρα, και τα φώτα έτρεμαν. Στην προκυμαία στέκονταν γραμμή τ’ αμάξια· άλλα περνούσαν γρήγορα. Ο Στέφανος είδε ένα που πέρασε πολύ κοντά του· το είδε όταν πέρασε, μα πριν περάσει άκουσε που σήμανε και φώναξε ο αμαξάς. Έπειτα άκουσε στο καφενείο τη μουσική· μα δε σταμάτησε. Και δε σταμάτησε ούτε απέναντι, στη λέσχη. Ήταν η ώρα που πήγαινε ο κύριος νομάρχης, και ο Στέφανος τον είδε, τον πρόσεξε που έμπαινε με πρόσωπο σκυφτό. Αλλά δε γύρισε να μπει κι αυτός.
Γύρισε προς τη θάλασσα.
Έφτασε κει και στάθηκε μπροστά της. Νυχτωμένη καθώς ήταν, ήταν ωχρή, θαμπή κάτω από το φθινοπωρινό ουρανό. Μα σα να μην έφτανε σ’ αυτή ο αέρας, έμενε ακίνητη αναδίνοντας μόνο μια κρύα ατάραχη πνοή.
Ο Στέφανος την κοίταζε· κοίταζε και περίμενε να δη τους κύκλους να τη γεμίσουν όλη αμέτρητοι, τρεμουλιαστοί, πλατιοί, μεγάλοι.
Μα δεν τους είδε. Έβλεπε μόνο μια ακίνητη έκταση θολή, μισόθαμπη ν’ απλώνεται άφεγγη, βουβή και κρύα μπροστά του χαμένη πέρα σε βάθος πιο άφωνο και σκοτεινό.
………….
Μια ανησυχία είχε πιάσει τη Θεώνη όταν είδε το Στέφανο που έφευγε. Έσκυψε κάτω καθώς τον έβγαζε ως τη σκάλα, και κοίταξε τη σκοτεινή σκυφτή μορφή του που γλιστρούσε αργά.
Θυμόταν έπειτα το βλέμμα του κ’ έπειτα πώς της έδωσε το χέρι. Και σα να τρόμαζε. Και το ξαναθυμήθηκε και ξανατρόμαξε.
Και φόρεσε έξαφνα το επανωφόρι της και βγήκε αμέσως.
Τράβηξε ίσια στης κυρίας Κατίγκως.
- Τι κάνουν; ρώτησε την υπηρέτρια ενώ ανέβαινε τη σκάλα.
Η υπηρέτρια σταμάτησε και φώτισε στο διάδρομο.
- Τι κάνουν; ξαναρώτησε η Θεώνη.
Η υπηρέτρια πάλι δε μίλησε, μα και η Θεώνη σταμάτησε έξαφνα.
Μέσα η κυρία Κατίγκω είχε σηκώσει την Ευανθία από κάτω και ήθελε να την ησυχάσει· κ’ έπαιζε το τραγούδι της.
Η Θεώνη στάθηκε μια στιγμή και άκουε.
Μα έπειτα σα να θυμήθηκε έξαφνα, γύρισε στην υπηρέτρια:
- Και ο κύριος Στέφανος;
- Μέσα είναι, απάντησε η υπηρέτρια που δεν τον είχε δει πως βγήκε.
Η Θεώνη έριξε μπρος της μια ματιά.
- Καλά, άφησε· μην πεις πως ήρθα, είπε σιγά.
- Ήθελα μόνο του τον κύριο Στέφανο, ψιθύρισε σιγότερα και γύρισε να κατεβεί, ενώ μέσα ηχούσαν τώρα μαζί οι φωνές της Ευανθίας και της κυρίας Κατίγκως:
προσμένω να βρω –
τι τάχα προσμένω;
ΤΕΛΟΣ
[[κατηγορία:Διηγήματα]]
1qh4qzbbyii8793wm1nbt7u1ph5yn8y
Συγγραφέας:Κωσταντίνος Χατζόπουλος
108
7485
148238
140455
2022-07-21T15:38:17Z
Chalk19
8498
Ο Chalk19 μετακίνησε τη σελίδα [[Συγγραφέας:Κωνσταντίνος Χατζόπουλος]] στην [[Συγγραφέας:Κωσταντίνος Χατζόπουλος]]: Χωρίς "ν"
wikitext
text/x-wiki
{{Συγγραφέας2
|όνομα = Κωνσταντίνος Χατζόπουλος
|ημερομηνίες = 1868-1920
|περιγραφή = Σπουδαίος μυθιστοριογράφος, ποιητής, διηγηματογράφος, μεταφραστής και δοκιμιογράφος, από τους πρωτοπόρους του δημοτικισμού και του σοσιαλισμού στην Ελλάδα.
|εικόνα =Konstantinos Chatzopoulos.gif
|λεζάντα =
|βικιπαίδεια = Κωνσταντίνος Χατζόπουλος
|βικιφθέγματα =
|commons =
}}
==Έργα==
=== Πεζά ===
*[[Ο Πύργος του Ακροπόταμου]]
*[[Η Αννιώ]]
*[[Αντάρτης]]
*[[Φθινόπωρο (Χατζόπουλος)|Φθινόπωρο]]
*[[O Μπαρμπαντώνης]]
===Ποιήματα===
*[[Έλα, ξανθή...]] (1884)
*[[Σιγά η πηγή]]
*[[Άσ' τη βάρκα...]]
==Μεταφράσεις==
*[[Ο βασιλιάς της Θούλης]] (του [[Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε]])
{{DEFAULTSORT:Χατζοπουλος Κωνσταντινος}}
[[Κατηγορία:Συγγραφείς]]
[[Κατηγορία:Συγγραφείς-Χ]]
[[Κατηγορία:Συγγραφείς του 19ου αιώνα]]
[[Κατηγορία:Συγγραφείς του 20ου αιώνα]]
suivs27nj0w0p4lat4zp6dzq42p31ua
148240
148238
2022-07-21T15:38:53Z
Chalk19
8498
wikitext
text/x-wiki
{{Συγγραφέας2
|όνομα = Κωσταντίνος Χατζόπουλος
|ημερομηνίες = 1868-1920
|περιγραφή = Σπουδαίος μυθιστοριογράφος, ποιητής, διηγηματογράφος, μεταφραστής και δοκιμιογράφος, από τους πρωτοπόρους του δημοτικισμού και του σοσιαλισμού στην Ελλάδα.
|εικόνα =Konstantinos Chatzopoulos.gif
|λεζάντα =
|βικιπαίδεια = Κωσταντίνος Χατζόπουλος
|βικιφθέγματα =
|commons =
}}
==Έργα==
=== Πεζά ===
*[[Ο Πύργος του Ακροπόταμου]]
*[[Η Αννιώ]]
*[[Αντάρτης]]
*[[Φθινόπωρο (Χατζόπουλος)|Φθινόπωρο]]
*[[O Μπαρμπαντώνης]]
===Ποιήματα===
*[[Έλα, ξανθή...]] (1884)
*[[Σιγά η πηγή]]
*[[Άσ' τη βάρκα...]]
==Μεταφράσεις==
*[[Ο βασιλιάς της Θούλης]] (του [[Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε]])
{{DEFAULTSORT:Χατζοπουλος Κωσταντινος}}
[[Κατηγορία:Συγγραφείς]]
[[Κατηγορία:Συγγραφείς-Χ]]
[[Κατηγορία:Συγγραφείς του 19ου αιώνα]]
[[Κατηγορία:Συγγραφείς του 20ου αιώνα]]
5sbswhdes4i43rrbc0d27veowfl9n2p
148271
148240
2022-07-22T08:32:16Z
Texniths
8915
/* Πεζά */
wikitext
text/x-wiki
{{Συγγραφέας2
|όνομα = Κωσταντίνος Χατζόπουλος
|ημερομηνίες = 1868-1920
|περιγραφή = Σπουδαίος μυθιστοριογράφος, ποιητής, διηγηματογράφος, μεταφραστής και δοκιμιογράφος, από τους πρωτοπόρους του δημοτικισμού και του σοσιαλισμού στην Ελλάδα.
|εικόνα =Konstantinos Chatzopoulos.gif
|λεζάντα =
|βικιπαίδεια = Κωσταντίνος Χατζόπουλος
|βικιφθέγματα =
|commons =
}}
==Έργα==
=== Πεζά ===
*[[Ο πύργος του ακροπόταμου]]
*[[Η Αννιώ]]
*[[Αντάρτης]]
*[[Φθινόπωρο (Χατζόπουλος)|Φθινόπωρο]]
*[[O Μπαρμπαντώνης]]
===Ποιήματα===
*[[Έλα, ξανθή...]] (1884)
*[[Σιγά η πηγή]]
*[[Άσ' τη βάρκα...]]
==Μεταφράσεις==
*[[Ο βασιλιάς της Θούλης]] (του [[Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε]])
{{DEFAULTSORT:Χατζοπουλος Κωσταντινος}}
[[Κατηγορία:Συγγραφείς]]
[[Κατηγορία:Συγγραφείς-Χ]]
[[Κατηγορία:Συγγραφείς του 19ου αιώνα]]
[[Κατηγορία:Συγγραφείς του 20ου αιώνα]]
ozsim5p602vs27ve3eqi4ogfx3txqjw
Συγγραφέας:Δημήτρης Χατζόπουλος
108
12844
148269
69685
2022-07-21T15:57:03Z
Chalk19
8498
wikitext
text/x-wiki
{{Συγγραφέας2
|όνομα = Δημήτρης Χατζόπουλος
|ημερομηνίες = 1872-1936
|περιγραφή = Γνωστός και με τα ψευδώνυμα Μήτσος και Μποέμ. Μικρότερος αδερφός του [[Κωσταντίνος Χατζόπουλος|Κωσταντίνου (Κώστα)]]
|εικόνα =
|λεζάντα =
|βικιπαίδεια =
|βικιφθέγματα =
|commons =
}}
==Έργα==
*[[Μετά τον χορόν]]
*[[Τα σιγάρα του Τριανταφυλλίδου]]
*[[Η εκλογή του καθηγητού]]
{{DEFAULTSORT:Χατζοπουλος, Δημήτρης}}
[[Κατηγορία:Συγγραφείς]]
[[Κατηγορία:Συγγραφείς-Χ]]
[[Κατηγορία:Συγγραφείς του 20ου αιώνα]]
cxcugx0cu23n3kqe42ayv5bbfkqlq5z
Ο βασιλιάς της Θούλης
0
13802
148241
44386
2022-07-21T15:39:33Z
Chalk19
8498
wikitext
text/x-wiki
{{κεφαλίδα
| τίτλος = Ο βασιλιάς της Θούλης
| συγγραφέας = Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε
| μεταφραστής = Κωσταντίνος Χατζόπουλος
| ενότητα =
| προηγούμενο=
| επόμενο =
| έτος =
| σημειώσεις = Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε, "Ο βασιλιάς της Θούλης", ''Φάουστ'', μετάφραση Κωσταντίνος Χατζόπουλος, 4η έκδοση, Αθήνα, εκδ. Γκοβόστης, χ.χ.έ., σσ. 113-114.
}}
<poem>
Του βασιλιά της Θούλης
πεθαίνοντας χρυσό
του χάρισε η καλή του
ποτήρι έναν καιρό.
Όλα για κείνο δίνει
του κόσμου τα καλά.
όταν με κείνο πίνει
το δάκρυ του κυλά.
Σαν είταν να πεθάνει,
τις χώρες του μετρά
και χάρισμα τις κάνει
και μόνο αυτό κρατά.
Και τους ιππότες κράζει
στη σάλα την ψηλή,
στο πατρικό παλάτι
στο ακροθαλάσσι εκεί.
Και μπρος στο παραθύρι
φλόγα στερνή ρουφά
και το άγιο το ποτήρι
στο πέλαγο πετά.
Τα κύματα το αρπούνε,
το βλέπει να βυθά,
τα μάτια του σφαλούνε,
και δεν ξανάπιε πια.
</poem>
[[Κατηγορία:Ποίηση]]
[[Κατηγορία:Μεταφράσεις]]
57z5d60guznk6jw8i20g1do8y2tokne
Συγγραφέας:Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε
108
13803
148270
71977
2022-07-21T15:57:30Z
Chalk19
8498
wikitext
text/x-wiki
{{Συγγραφέας2
|όνομα = Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε
|ημερομηνίες = 28 Αυγούστου 1749 - 22 Μαρτίου 1832
|περιγραφή =
|εικόνα = Goethe (Stieler 1828).jpg
|λεζάντα =
|βικιπαίδεια = Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε
|βικιφθέγματα =
|commons = Johann Wolfgang von Goethe}}
==Έργα ==
*Από τον ''[[Φάουστ]]''
** [[Ο βασιλιάς της Θούλης]] (μετάφραση [[Κωσταντίνος Χατζόπουλος|Κ. Χατζόπουλου]])
** [[Φάουστ (απόσπασμα)|Απόσπασμα από τον Φάουστ]] (μετάφραση [[Λορέντζος Μαβίλης|Μαβίλη]])
* [[Το εξωτικό]] (μτφρ. [[Ζαν Μορεάς]]) / [[Άλφος]] (μτφρ. [[Γεώργιος Βιζυηνός]])
{{authority control}}
{{DEFAULTSORT:Γκαιτε Γιοχαν Βολφγκανγκ}}
[[Κατηγορία:Συγγραφείς]]
[[Κατηγορία:Συγγραφείς-Γ]]
[[Κατηγορία:Ποιητές]]
[[Κατηγορία:Γερμανοί συγγραφείς]]
[[Κατηγορία:Συγγραφείς του 18ου αιώνα]]
[[Κατηγορία:Συγγραφείς του 19ου αιώνα]]
0seq7hd93jvz408h5fwmuhv286i2yun
Ο πύργος του ακροπόταμου
0
13855
148242
44508
2022-07-21T15:40:50Z
Chalk19
8498
wikitext
text/x-wiki
{{κεφαλίδα
| τίτλος = Ο Πύργος του Ακροπόταμου
| συγγραφέας = Κωσταντίνος Χατζόπουλος
| μεταφραστής =
| ενότητα =
| προηγούμενο=
| επόμενο =
| έτος =
| σημειώσεις =
}}
* [[/Α|Κεφάλαιο Α]]
* [[/Β|Κεφάλαιο Β]]
* [[/Γ|Κεφάλαιο Γ]]
* [[/Δ|Κεφάλαιο Δ]]
[[Κατηγορία:Μυθιστορήματα]]
lk7a3dvchskkztykuzslral8kczcn65
148243
148242
2022-07-21T15:41:54Z
Chalk19
8498
Ο Chalk19 μετακίνησε τη σελίδα [[Ο Πύργος του Ακροπόταμου]] στην [[Ο πύργος του ακροπόταμου]]: δεν δικαιολογούνται τα κεφάλαια -δεν έχουμε επωνυμίες ή τοπωνύμιο
wikitext
text/x-wiki
{{κεφαλίδα
| τίτλος = Ο Πύργος του Ακροπόταμου
| συγγραφέας = Κωσταντίνος Χατζόπουλος
| μεταφραστής =
| ενότητα =
| προηγούμενο=
| επόμενο =
| έτος =
| σημειώσεις =
}}
* [[/Α|Κεφάλαιο Α]]
* [[/Β|Κεφάλαιο Β]]
* [[/Γ|Κεφάλαιο Γ]]
* [[/Δ|Κεφάλαιο Δ]]
[[Κατηγορία:Μυθιστορήματα]]
lk7a3dvchskkztykuzslral8kczcn65
Ο πύργος του ακροπόταμου/Α
0
13856
148245
44492
2022-07-21T15:42:24Z
Chalk19
8498
Ο Chalk19 μετακίνησε τη σελίδα [[Ο Πύργος του Ακροπόταμου/Α]] στην [[Ο πύργος του ακροπόταμου/Α]]
wikitext
text/x-wiki
{{κεφαλίδα
| τίτλος = [[../]]
| συγγραφέας = Κωνσταντίνος Χατζόπουλος
| μεταφραστής =
| ενότητα = Α
| προηγούμενο=
| επόμενο = [[../Β|Β]]
| σημειώσεις =
}}
- Κελεπούρ’ με τα σωστά, είπε μέσα του ο Θώμος Κρανιάς ρίχνοντας το μάτι προς το παλιό στενόψηλο σπίτι εκεί μπροστά του, ενώ ροφούσε τον καφέ στον ίσκιο της γέρικης μελικοκκιάς.
Στα κλαδιά της μελικοκκιάς κελαδούσαν τα πουλιά και στον απομεσημεριάτικο ουρανό αργοκυλούσαν αριόλευκα τα σύννεφα του Μάη.
Η Φρόσω, η μεγάλη κόρη του Κρανιά, καθισμένη κοντά του είχε αφήσει κι έπεσε στην ποδιά της το κέντημα και κοίταζε τα σύννεφα κι άκουε τα πουλιά.
Ο μικρός Γεσίλας με τον κόρφο του γεμάτο χλωρούς καρπούς απ’ τη μελικοκκιά, μικρούς και στρογγυλούς σα σκάγια, πήγαινε ολόγυρα στη φράχτη και σημάδευε με τη σκάστρα τα σπουργίτια, η Μαριώ κι η Κούλα κυνηγιόντανε ξυπόλυτες στον κήπο.
Ο Θώμος Κρανιάς έριξε γύρω μιαν ήσυχη ματιά. Έπειτα ανασήκωσε το μακρύ του νυχτικό και το ’ζωσε στη μέση με το λουρί, πήρε το κλαδευτήρι κι ανέβηκε στη σκάλα την ακουμπημένη στον κορμό ενός φράξου παραπέρα, όπου κρεμότανε μια κληματαριά φτακύλι. Το είχε κλαδέψει πριν και τώρα γύρευε να το κλαρώσει πιο ψηλά.
Η κυρα-Θώμαινα, που μόλις ξυπνημένη πλενότανε στο νεροχύτη στην κορφή της σκάλας του σπιτιού, είδε τον άντρα της σκαρφαλωμένο τόσο ψηλά και τρόμαξε:
- Άνθρωπε, έχει το νου σ’! Άσ’ το να πάει στην οργή! του φώναξε.
Και κατέβηκε τη σκάλα σκουπίζοντας το πρόσωπο με την ποδιά της.
Όταν πλησίασε τον άντρα της, είχε κατεβεί και κείνος και κοίταζε το κλήμα.
- Καλά δεν το ’δεσα; είπε. Δεν το φτάνουν τώρα. Εννοούσε τα παιδιά. Τσιμπούσανε τις αγουρίδες, που τις χρειαζόντανε ν’ αυγοκόβουνε τη σούπα.
Και πρόστεσε:
- Γλιτώνουμ’ έτσι τα λεμόνια.
- Και το ρετσινόλαδο, δε λέω. Μα δε σ’ λλογιέσ’ αν παραπάταγες; Είσαι βαρύς, είπε η κυρα-Θώμαινα.
Ο Θώμος Κρανιάς την κοίταξε μια στιγμή στα μάτια. Έπειτα πήγε κοντά της, τη χτύπησε στον ώμο κι είπε:
- Καλά δε βολευτήκαμ’, ε; Κελεπούρ’ με τα σωστά.
Έδειξε τον πύργο εκεί, την κούλια του ακροπόταμου, καθώς τη λέγανε στον τόπο. Την είχε χτίσει αυτού στον όχτο κάποιος Σουλιώτης καπετάνιος για ν’ αγναντεύει τα βουνά του τόπου του και τώρα την αγόρασε ο Θώμος Κρανιάς για να τρυπώσει μέσα τα παιδιά και τη γυναίκα του σαν ξαναβρέθηκε παυμένος ξαφνικά.
- Καλά να λέμε, έκαμε ν’ αναστενάξει η κυρα-Θώμαινα. Μα θυμήθηκε πως ήτανε και δικό της θέλημα να μην κουβαληθούνε μεσοχείμωνα στο χωριό, μα να περιμένουν τον ξαναδιορισμό εδώ στην πόλη - κι έπνιξε τον αναστεναγμό. Κούνησε το κεφάλι κι έκαμε προς το σπίτι.
Η Φρόσω καθισμένη κάτω από τη μελικοκκιά κεντούσε και κοίταζε τα σύννεφα.
Ο Θώμος Κρανιάς έπιασε τώρα και κέντρωνε μια αγριοσκιά.
Το αεράκι της ποταμιάς του χάδευε το μέτωπο, από τις ράχες γύρω αχούσανε κουδούνια και βελάσματα, ο ήλιος φώτιζε μαλακά την πρασινάδα της λαγκαδιάς, τα γέλια των παιδιών γεμίζανε τον κήπο κι ο αργαλειός της κυρα-Θώμαινας άρχισε ν’ αργοβροντά, σα να βαστούσε από τον πύργο απόβαθα το ρυθμό της ήσυχης ζωής.
Ο Θώμος Κρανιάς, εκεί που έδενε με την καινούρια φλούδα τον κορμό, σταμάτησε:
Κρίμα που δεν έκλεισε ακόμα τη σύνταξη! Ας πηγαίνανε στην οργή και τα πλιάτσικα και τα πεσκέσια και το κόμμα του Κρανιά.
Το κόμμα και το σόι του Κρανιά ήταν από τα παλιότερα στην επαρχία με τ’ ατέλειωτα βουνά και τους εννιά δήμους, ξακουστούς για τ’ αρχαιόπρεπα ονόματά τους, τα κόκκινα ξυνόμηλα και τις μακριές καμπυλωτές μύτες των κατοίκων τους. Έναν απ’ αυτούς τους δήμους κυβέρνησε ο Θώμος Κρανιάς τέσσερα χρόνια μια φορά. Μα η ανάγκη το απαίτησε ν’ αφήσει αλλουνού την έννοια αυτή, η γυναίκα του σα να τραβήχτηκε και κείνη περσότερο από τον τίτλο της κυρα-επαρχίνας κι έτσι η φαμελιά του Θώμου Κρανιά πήρε το ραβδί του στρατοκόπου και τριγύρισε κοντά δεκαπέντε χρόνια μπαγάζια και παιδιά σε κάμπους και βουνά και πέλαγα.
Το περιδιάβασμα κατάντησε να ξεκινά μοιραία από την πόλη αυτή κοντά στον ποταμό. Όχι γιατί ο Θώμος Κρανιάς είχε καημό σαν το γεροσουλιώτη ν’ αγναντεύει από το μπαλκόνι του επαρχείου μακριά τις άκρες των πατρικών βουνών - μεγαλύτερο καημό είχε όπου ήταν τα πεσκέσια πιο πολλά - μα από κείνα τα βουνά κατεβαίνανε και ξεχειμάζαν ένα γύρο στον κάμπο τα κοπάδια κι η αργατιά του τόπου του. Η αργατιά αυτή έστελνε βουλευτή τον ξάδερφό του, γι’ αυτό και κείνος όταν ερχότανε στην εξουσία βιαζότανε να στείλει εδώ έπαρχο το Θώμο. Αυτός ήταν ο λόγος που όταν άλλαζε η κυβέρνηση, από την πόλη εδώ κοντά στον ποταμό έπαιρνε τις περσότερες φορές το φύσημά του ο έπαρχος Κρανιάς. Μα τη φορά αυτή δεν μπόρεσε η αργατιά να στείλει στη βουλή τον ξάδερφο κι αντίς το φύσημα που πρόσμενε, έλαβε ξαφνικά την πάψη του.
Αυτού απάνω βρέθηκε σωτηρία η κούλια του Σουλιώτη καπετάνιου. Στις δυο της κάμαρες έπρεπε να στριμωχτεί όπως όπως η φαμελιά κι η πρώην επαρχίνα να στήσει στο κατώγι τον αργαλειό για τα προικιά της Φρόσως. Ήτανε ο αργαλειός, όπου ύφανε η μάνα της και τα δικά της προικιά κι η επαρχίνα τον κουβαλούσε χρήσιμο θυμητικό, όπου πήγαινε.
Έτσι τους βρήκε η άνοιξη κάτω από σκεπή δική τους. Όσο κι αν ήτανε στενά εκεί μέσα, όμως ήτανε ο αέρας καθαρός και το απόμερο κι η μοναξιά σαν παραγγελμένα για να τρέχουν τα παιδιά ξυπόλυτα και να γλυτώνουν τα παπούτσια κι η πρώην επαρχίνα να κάνει μόνη με τη Φρόσω όλες τις δουλειές δίχως να τις βλέπει μάτι.
- Καλά βολευτήκαμε, συλλογιζόταν ο Θώμος Κρανιάς ενώ ξανάνιωνε τον κήπο και μια θλίψη έσμιγε μέσα του με τη χαρά της ώρας, που θ’ άλλαζε η κυβέρνηση και θα τον ξανάριχνε στο σήκω-απίθω.
Η κυβέρνηση δεν άργησε ν’ αλλάξει ο Θώμος Κρανιάς ήρθε τρεχάτος ένα βράδυ στον πύργο με το μήνυμα κι η κυρα-Θώμαινα άρχισε την άλλη μέρα να σιγοετοιμάζεται. Ο δισταγμός ήτανε μόνο αν τα μπαούλα θα δεθούνε για μακρινό ταξίδι η μονάχα για το επαρχείο μέσα στην πόλη.
Απάνω αυτού όμως ήρθε το ανέλπιστο. Η νέα κυβέρνηση κατάργησε τα επαρχεία κι ο Θώμος Κρανιάς έπρεπε να στρέξει να πάει γραμματικός σε νομαρχία.
- Γραμματικός! Αδύνατο! φώναξε και ξαναφώναξε, ενώ η γυναίκα του μουρμούριζε:
- Να ’τανε κάνε διαυτεντής!
Το γράψανε του ξαδέρφου και προσμένανε. Μα όσο έπεφτε το μάτι στα πόδια των παιδιών και στα σύννεφα, που όλο και χαμηλώναν από τα βουνά, όσο έπαιρνε να δυναμώνει το βοριαδάκι της ποταμιάς κι ο μπακάλης να στέλνει να ζητά συχνότερα όσα του χρωστούσαν, άρχισε κι η κυρα-Θώμαινα να πέφτει.
Μα η δυσκολία δεν ήτανε μόνο στο πως θα ’πεφτε η μύτη. Κάθε φορά που κόντευε να πείσει τον άντρα της, έβγαινε κείνος με το πρόβλημα:
Δίχως νοίκι τζάμπα πια, δίχως τυχερά, δίχως πεσκέσια πώς θα τα βγάλουν πέρα έξι νομάτοι με το μιστό ξερό;
Η γνωστικάδα της κυρα-Θώμαινας ξαναβρήκε τη λύση: Να πάει ο άντρας της μοναχός στη θέση του. Αυτή και τα παιδιά με τα λιγοστά που θα τους στέλνει θα οικονομηθούνε καλύτερα εδώ στην ερημιά παρά στην πολιτεία όπου θέλουνε λούσα, φορέματα, σπίτι καλό και χώρια δούλα. Εκεί πρέπει να φαίνουνται καθώς αξίζει στη θέση τους και στ’ όνομα της φαμελιάς. Εδώ συνήθισαν, εδώ, όπως και να ζούνε, τους ξέρει και τους τιμά όλος ο κόσμος.
Ο Θώμος Κρανιάς αναγνώρισε τη λογική και με καρδιά θλιμμένη παράτησε τον πύργο του ακροπόταμου και το σκάλισμα στον κήπο.
Ο χωρισμός δεν ήταν και για τη γυναίκα του λιγότερο πικρός κι ήρθανε στιγμές που μετάνιωσε για την απόφασή της. Μα οι λόγοι που έφερνε στον άντρα της δεν ήταν οι μόνοι που την κάμανε να πάρει τέτοια απόφαση.
Η κυρα-Θώμαινα είχε στο νου της και κάτι άλλο· το ίδιο πράμα που την έκαμε πρωτύτερα να προτιμήσει τη στενή κούλια του Σουλιώτη από την απλοχωριά του αρχοντικού της αδερφής της στο χωριό. Ένα πλουσιόπαιδο του τόπου εδώ τριγύριζε τη Φρόσω από καιρό, από τότε που κατοικούσαν ακόμα στο επαρχείο. Στο πρώτο δεν της άρεσε της μάνας. Η σειρά της θυγατέρας της δεν ήτανε να κρεμιέται στα παράθυρα. Τη φοβέριξε πως θα της κόψει τα μαλλιά, πως θα βάλει τον πατέρα της να τη λιανίσει, μια μέρα κιόλας που την ξαδιαντράπηκε της άστραψε η ίδια δυο τρεις στα μάγουλα. Μα σιγά σιγά ήρθε δίχως να το νιώσει σε λογικότερο στοχασμό: Αν η κόρη της δεν κοιτάξει μοναχή της, θα της βρει τον άντρα; Θα τόνε βρει ο πατέρας της στον καφενέ ή θα ’ρθουν από μοναχά τους τα πριτζηπόπουλα να τη γυρέψουν; Τ’ όνομα της φαμελιάς της τίμιο είναι βέβαια κι ακουσμένο κι η κόρη της νοικοκυρά και κοντά στ’ άλλα κι όμορφη, μα καθώς κατάντησε ο καιρός μας όλοι οι γαμπροί ρωτούνε πρώτα πόσα έχει η νύφη. Κι η κόρη της πού να τα βρει; Από το καζάντι του πατέρα της με το επαρχιλίκι, ή από τις πέντε δέκα πεζούλες, που έχει προίκα της η μάνα στο χωριό; Άλλο δεν της μένει λοιπόν παρά πως να μπερδέψει κάποιον με την ομορφιά της και να σιγουρευτεί. Δύσκολα χρόνια. Οι άλλες δυο κατόπι της αξαίνουνε με το φουρκίδι.
Έτσι στοχαζόταν η κυρα-Θώμαινα κι άρχισε να κλείνει τα μάτια στο αργολάβισμα της κόρης της. Κάποιους φόβους που είχε για το σκοπό του νιου που την τριγυρνούσε, τους σκόρπισε η απόκριση μιας φιλενάδας της, μιας προεστής, που την έβαλε να τον ξετάξει απόξω απόξω:
- Το παιδί έχει καλό στο νου του, ζουρλαίνεται για την επαρχοπούλα και καρτερεί μονάχα να γένει δικαστής κι απέ να τη γυρέψει τίμια από τον πατέρα της. Τώρα φοβάται κιόλας μη δεν του τη δώσει.
- Μη δεν του τη δώσει! είπε μέσα της η επαρχίνα, μα δεν το ξεστόμισε. Η υπεροχή στο σόι της κόρης της, που αναγνώριζε το τέκνο του μπακάλη μ’ όλα τα πλούτη του, της ξύπνησε μέσα της την αρχοντική περηφάνια κι αυτό την έκαμε να πάρει αέρα και να μουρμουρίσει μόνο:
- Σαν έρθ' η ώρα, τον πατέρα της τον καταφέρνουμε.
Και περιμένοντας την ώρα αυτή άφησε τον άντρα της να φύγει μοναχός. Πολλές φορές στοχάστηκε να του το πει, να μοιραστεί μαζί του την ωραία ελπίδα, μα τον πειρασμό τον νίκησε πάντα η ιδέα πως θα ’ρθει καλύτερα, αν τον ξαφνίσει με τελειωμένο πράμα. Η κυρα-Θώμαινα δεν αγαπούσε τα μπερδέματα. Όσο κι αν ήξερε πως ο άντρας της δεν παρανακατεύεται με γυναίκειες δουλειές, ωστόσο «τι τα θες και τα γυρεύεις, ο άνεμος έχει πολλά ποδάρια», στοχαζότανε πάντα και σώπαινε και περίμενε.
Μα η μοίρα άλλα λογάριαζε. Απάντεχα, πριν να περάσει χρόνος που χωρίστηκε από τον άντρα της, άξαφνος θάνατος τη χώρισε από τα σχέδια και τα όνειρά της.
- Μάνα, μην μπαίνεις στα νερά κι εισ’ ασυνήθιστη· δεν είναι καλοκαίρι ακόμα, την παρακάλεσε η δόλια η Φρόσω, σαν την είδε που έπιασε να σφουγγαρίσει μονάχη μεσοχείμωνα.
Μα ερχότανε γιορτές και περίμεναν κιόλας τον πατέρα. Κι έτσι ο Θώμος Κρανιάς, μόλις πρόφτασε το ξόδι της. Τόσο γοργά έκαμε το θάμα της η πούντα της ακροποταμιάς.
Κοντά στη θλίψη της χηριάς ξαναβρέθηκε ο Θώμος Κρανιάς μπροστά στο πρόβλημα: Τι να κάμει τα ορφανά; Να τα πάρει μαζί του, δύσκολο· να τ’ αφήσει μόνα τους, αποκλεισμένο. Η αδερφή της μακαρίτισσας, που είχε τρέξει στο ψυχομάχημά της από το χωριό, τον έβγαλε από τη στενοχώρια. Προσφέρθηκε να μείνει αυτή προσωρινά με τα παιδιά. Παρηγοριά ανέλπιστη. Μαζί της έμενε στον πύργο κι η σύνταξή της, σύνταξη χήρας λοχαγού. Κι έτσι ο Θώμος Κρανιάς ξαναχωρίστηκε από τα ορφανά του με την καρδιά διπλά ησυχασμένη.
Σε καλά χέρια τ’ άφηνε. Η θεια τους ήτανε γυναίκα όπως την ήθελε. Αν και παντρεμένη είκοσι χρόνια με αξιωματικό, έμεινε στην παλιά συνήθεια και δεν άφησε το σπίτι στο χωριό για ν’ ακολουθήσει τον άντρα της στις πολιτείες. Έτσι απόμεινε η αυστηρή απελέκητη χωριάτισσα, η νοικοκυρά, το άγρυπνο μαντρόσκυλο που χρειαζότανε τ’ ορφανεμένο σπίτι.
Όσο ήτανε ζωντανή η γυναίκα του, ο Θώμος Κρανιάς δε σκοτίστηκε ποτέ για τη φαμελιά του. Όχι πως δεν αγαπούσε τη γυναίκα του, ή πως η καρδιά του δεν ένιωθε την πατρική χαρά, μα την έννοια του σπιτιού την είχε όλη απάνω της η μακαρίτισσα. Αυτός είχε σκοτούρες άλλες. Το επαρχείο, την πολιτική την αργατιά από τα βουνά του κι ακόμα μεγαλύτερη τον καφενέ. Ζιαφέτα και χαρτιά ήταν αδυναμίες του μεγαλύτερες από τις σπιτικές μικροχαρές. Είν’ αλήθεια πως με πολλή όρεξη έτρωγε το μπορέκι από τα χέρια της κυρα-Θώμαινας, μα με περσότερη ξεψάχνιζε μια πλάτη αρνιού σε συντροφιά φίλων· μ’ ευχαρίστηση ρουφούσε το κρασί του ζεσταμένο στην πύρα της γωνιάς του επαρχείου, δίπλα στο νυχτέρι της γυναίκας και της κόρης του, χαδεύοντας στα γόνατα του το μικρό Γεσίλα, ωστόσο σα ν’ ανάσαινε η καρδιά του με πιο απόλαψη μέσα στους πνιγερούς καπνούς ενός στενού καμαρινιού στον καφενέ, όταν εύρισκε το ρήγα του μια τέταρτη και σήκωνε την μπάγκα. Το συχνότερο ήτανε πως δεν την εύρισκε κι η μακαρίτισσα το μάντευε την άλλη αυγή από το χαλασμένο κέφι του.
- Δε συλλογιέσαι τα παιδιά, καημένε, τον γκρίνιαζε.
Μα αυτός γελούσε: «Βίτσιο αρχοντικό», της απαντούσε· «το κληρονόμησ' από τον πατέρα μου μαζί με το σόι. Και συ γι’ αυτό το σόι με πήρες, όχι για το καζάντι μου».
Με το σόι δικαιολογούσε πάντα κάθε παραπάτημά του ο Θώμος Κρανιάς. Ήξερε τι σεβασμό του είχε η γυναίκα του και το άδραζε κάθε φορά. Εκείνη ήξερε πάλι την κάθε αδυναμία της γενιάς του αντρός της και δεν τον άφηνε από το κοντό. Δεν ήτανε μόνο τ’ όνομα της κυρά επαρχίνας, που την έκανε να τον ακολουθά μαζί μ’ όλα τα τσούρδελα και τον αργαλειό της μάνας της παντού όπου τον πετούσε η υπηρεσία. Κι αν τον άφησε στα τελευταία να φύγει μοναχός, θαρρούσε πως τα χρόνια του γιατρέψανε πια μιαν άλλη αδυναμία της γενιάς του, μιαν αδυναμία που της θόλωνε την ευτυχία περσότερο από την τράπουλα. Κι αν έκλεισε σ’ αυτή τα μάτια σ’ όλη τη ζωή της, ο λόγος ήτανε γιατί την έριχνε με τα σωστά στο σόι. Η χωριάτικη αρχοντιά του τόπου της την είχε συνηθίσει, της είχε ριζωμένη μέσα της μια πίστη σα σε νόμο φυσικό, πως το σόι πρέπει να το παίρνει κανένας όπως είναι, μ’ όλα τα καλά και τα κακά του, μ’ όλες τις αρετές και τα ψεγάδια.
Όσο για τον άντρα της, αυτός δεν έδωσε ποτέ του σημασία πολλή στο σόι, τουλάχιστο ανώτερη από την πραχτική. Όσο ήταν έπαρχος, η θέση του ασφάλιζε την καλοπέραση που γύρευε μονάχα στη ζωή· σαν ερχόταν η πάψη, τότε γύριζε στο σόι που του χρειαζότανε για τον ψωμά και τον μπακάλη. Τώρα όμως που χήρεψε, τώρα που ήτανε ν’ αφήσει πίσω τα ορφανά του, το ξαναθυμήθηκε. Του φαινότανε πως το άφηνε κοντά τους σα φύλακα και παραστάτη. Το σόι του Κρανιά δεν ήτανε ντόπιο βέβαια στην πόλη κοντά στον ποταμό, μα πάλι ούτε κι ολότελα άγνωστο. Η αργατιά, που ξεχείμαζε στον κάμπο και δεν έπαψε ποτέ να προσκυνά την αυλόπορτα του πύργου, ήτανε το μεγαλύτερο σημάδι του, κι αρχοντιά και πλέμπα εδώ στην πόλη δεν μπορούσανε να μην το σεβαστούν.
Και αληθινά ο Θώμος Κρανιάς δεν είχε άδικο να βασίζεται σ’ αυτό. Η γυναικαδέρφη, που έμεινε με τα παιδιά, δεν έλαβε αφορμή να επιθυμήσει τις τιμές και τις φροντίδες που παράτησε στο χωριό. Ούτε η παλιόκαπα του τόπου της, ούτε οι προεστές της πόλης κοντά στον ποταμό την αφήσανε μοναχή στη θλίψη της· οι εννιά, οι σαράντα και το ξάμηνο της επαρχίνας μοιρολογηθήκανε, όπως κι η θανή της, από τις καλύτερες νοικοκυρές του τόπου, καμιά δεν έλλειψε να μη συλλυπηθεί και να παρηγορήσει με τη συνοδειά της τον πύργο του ακροπόταμου. Κι όσο για την καθημερινή ζωή εκεί μέσα, ο πύργος σα ν’ άλλαξε μόνο κυρά και τις κουρτίνες, που βαφήκανε μαύρες για τη λύπη της μακαρίτισσας. Όλα τ’ άλλα ξακολουθήσανε το συνηθισμένο δρόμο τους. Η σούπα δεν έπαψε ν’ αυγοκόβεται με τις αγουρίδες της κληματαριάς, ο Γεσίλας να κυνηγά τα σπουργίτια ολόγυρα στις φράχτες, η Μαριώ κι η Κούλα να μη μαζεύουνται από τη γειτονιά κι η Φρόσω να παραμονεύει πίσω από την κουρτίνα το πέρασμα του πλουσιόπαιδου.
Η άνοιξη ξαναήρθε, τα πουλιά κελαδούνε στη μελικοκκιά κι η λαγκαδιά της ποταμιάς γέμισε γαλάζιους ίσκιους. Μαζί τους σέρνεται κει κι ο ίσκιος του πλουσιόπαιδου. Η Φρόσω έλπιζε τώρα πως με τη μαύρη φορεσιά και τη χλομάδα της ορφάνιας θα το αποτρέλαινε και θα το ανάγκαζε να δώσει γλήγορα ένα τέλος.
Η θεια τη βοήθησε. Να κάθεται να κεντά στον κήπο κάτω από τον ίσκιο της μελικοκκιάς πρι να χρονιάσει η μάνα δεν την άφηνε, όμως να πλένει στο γιαλό την έστελνε. Η σύνταξή της δεν έφτανε για να πληρώσει πλυστικά κι η δουλειά για τη χωριάτισσα δεν είχε ούτε ντροπή ούτε λυποκράτημα.
Η Φρόσω πετούσε κάτω εκεί τη μαύρη σκέπη κι άφηνε να στράφτουνε στον ήλιο τα μαλλιά.
«Κι έφεγγε ο γιαλός κι έλαμπε ο τόπος»
Η σχολάρχαινα άκουσε πρώτη απόμακρα το νυχτερινό τραγούδι του πλουσιόπαιδου κι έτρεξε ν’ ανοίξει τα μάτια της χωριάτισσας. Μα ήταν αργά. Τ’ απόμερα της ποταμιάς είχαν προδώσει στη γειτονιά το μυστικό. Μια πολύτροπη γριά βάλθηκε γλήγορα να το σκεπάσει να μη βγει στο φως. Ωστόσο ψιθυρίστηκε και μέσα στην πόλη και το πλουσιόπαιδο χάθηκε κείθε ξαφνικά.
Η θεια κλείδωσε τη Φρόσω στο κατώγι. Της έκοψε τα μαλλιά, την ξιπόλυσε και περίμενε να ’ρθει ο πατέρας να της χαρακώσει και να της αλατίσει τα ψαχνά. Μόνο με δικό της δάρσιμο δεν έσβηνε η ντροπή.
Είναι αλήθεια πως αυτή δεν ήταν πρωτόλουβη στη γενιά. Δεν είχε ανάγκη να της το θυμίσει η σχολάρχαινα, που τώρα λυπότανε τη Φρόσω και γύρευε να μαλακώσει τη χωριάτισσα.
Η χωριάτισσα δεν ξέχασε πως κι η ίδια η Φρόσω παράστεκε κάτι περσότερο από πνεύμα την ώρα που ευλογούσε ο παπάς το γάμο των γονιών της. Ωστόσο η τωρινή περίσταση δεν είναι η ίδια. Ο Θώμος Κρανιάς είχε το φόβο πως, μ’ όλο το σόι του και το μαύρο το μουστάκι, ο δήμαρχος Φασίτσας δεν τον έκανε και τόσο χάζι για γαμπρό και γύρευε ν’ ασφαλιστεί. Δεν έγινε άφαντος. Και τέλος ο Θώμος Κρανιάς ήτανε το εγγόνι του προεστού Κρανιά, ο γιος του φαλαγγίτη ταγματάρχη, που είχε το κορμί σπαρμένο βόλια, τα δάχτυλα φαγωμένα από το μπαρούτι κι όχι αργασμένα από τα τυριά και βρόμικα από τις σαρδέλες, σαν τον πατέρα του ξεπλανευτή της Φρόσως.
Το τελευταίο αυτό αγριεύει περσότερο την καπετάνισσα. Να γινότανε η ντροπή στο σύνορό της ο άνομος δε γλίτωνε εύκολα. Μα εδώ στον ξένο τόπο τι μπορεί να κάνει; Η αργατιά του τόπου της ξέρει μονάχα να την παρακαλεί να στέλνει στον εισπράχτορα και στον ειρηνοδίκη. Εκείνοι, που είναι για να εκδικούνται τους αρχόντους τους, δεν αργατεύονται με το τσαπί, ούτε φυλάν κοπάδια· τα δεκατίζουνε μονάχα.
Η σχολάρχαινα κι η υπομοιραρχίνα πολεμούνε να την παρηγορήσουν:
«Σαν έρθει ο Κρανιάς, θα λογαριαστεί σαν άρχοντας με τον παλιό μπακάλη».
Τέλος την κατάφεραν κι έβγαλε από το κατώγι την ανιψιά. Μα δεν της έβγαλε και τα κουρέλια από το κορμί, δεν της έδωσε ούτε τα ποδήματα, ούτε θέση στο τραπέζι.
Θέλει να το βλέπει ο κόσμος πως η αρχόντισσα δεν δέχεται την ατιμία. Έτσι τιμώρησε μια φορά την αδελφή της κι ο δήμαρχος Φασίτσας. Για τη συχωρεμένη πέσανε τότες οι δικοί κι η οργή του πατέρα πράυνε κι έδωσε τέλος την ευχή του στο στεφάνωμα με το γιο του φαλαγγίτη ταγματάρχη.
Η Φρόσω ξέρει καλά πως η θεια θα ’τανε πιο πρόθυμη από το μακαρίτη τον παππού της να στρέξει σε παρόμοιο τέλος και στη δική της περίσταση, όμως ένα τέτοιο τέλος δεν της περνά στο νου μήτε σαν όνειρο. Νιώθει καλά πως το πλουσιόπαιδο χάθηκε για παντοτινά. Κοιτάζει μόνο πως να γλιτώσει από τη χωριάτισσα κι από το μικρό Γεσίλα, που άρχισε να αιστάνεται κι αυτός την προσβολή και να της τη φωνάζει, αν δεν τον προλάβει με μια κουταλιά γλυκό, μια φούχτα μύγδαλα ή ένα δίλεπτο κλεμμένο με καρδιοχτύπι από το κομπόδεμα της θειας. Και περιμένει τον πατέρα να ’ρθει να τη σκοτώσει, όπως τη φοβερίζουν όλοι κάθε μέρα.
Όταν ήρθε τέλος μια λαμπρή στον πύργο του ο Θώμος Κρανιάς, η χωριάτισσα ξαφνίστηκε. Όχι μόνο δεν έβρισε και δεν έδειρε την κόρη του, μα την αγκάλιασε κιόλας εκεί που τον προσδέχτηκε κάτω στην αυλόπορτα.
Η χωριάτισσα περίμενε τον γαμπρό της να ’ρθει να τρίξει δόντια και να σπάσει κόκαλα, να γυρέψει ακόμα λόγο κι από αυτή την ίδια πως έκλεισε τα μάτια κι άφησε τη ντροπή να μπει στο σπίτι του. Και τώρα βλέπει μπροστά της έναν πατέρα αδιάφορο, έναν άρχοντα δίχως οργή και δίχως δίψα να εκδικηθεί ένα γιο μπακάλη, που ατίμασε και καταφρόνεσε το σόι του.
Δεν ξέρει πως να το εξηγήσει. Του κάκου περιμένει να της κάμει λόγο πρώτα εκείνος. Περνούν οι μέρες κι ο Θώμος Κρανιάς σωπαίνει.
Η σχολάρχαινα πιστεύει πως θα ’χει στο νου του κάνα σκέδιο και δε θέλει να το φανερώσει.
«Δε μπορεί· μίλησε με τον πατέρα του παιδιού και του ’ταξε πως θα την πάρει κι ησύχασε». Είναι βέβαιη κι η υπομοιραρχίνα.
Μα η χωριάτισσα δεν ησυχάζει.
«Θα του πιάσω πρώτη εγώ κουβέντα»· αποφασίζει κάθε μέρα. Όμως η γλώσσα της δε λύνεται. Τόνε φέρνει αποδώ αποκεί του μιλεί για το αγόρι του που άρχισε να μπιρμπαντεύει, για τις μικρότερες που δε μαζεύουνται από τη γειτονιά. Από το σοκάκι της Φρόσως φοβάται να περάσει. Ο λόγος έρχεται στα χείλη της, όμως δε βγαίνει. Γιατί σα να μη θέλει να βγει κι από το νου της πως κι αυτή δεν έκαμε το χρέος της, δεν είχε τέσσερα τα μάτια στο θηλυκό της αδερφής της.
Κι έτσι περνούν οι μέρες. Ο γαμπρός της πάει κι έρχεται στον καφενέ κι η χωριάτισσα κλαίγεται στις φιλενάδες για την ξενοιασιά του.
Η Φρόσω, αντίς το θάνατο που πρόσμενε να της έρθει με τον πατέρα, αντίκρισε στην όψη του κάτι που το θαρρούσε χαμένο, αγύριστα. Η ζωή της σα να είχε σβήσει για παντοτινά θαμμένη μέσα στο κατώγι και στη μαύρη σκέπη, που φορεί ακόμα από το θάνατο της μάνας· από κάτω της δεν έκρυψε μονάχα τα κομμένα μαλλιά και τα στεγνωμένα μάγουλα, μα και κάθε χαρά και γέλιο.
Και τώρα ξαφνικά ο πατέρας της φέρνει έν’ απόλαμπο ιλαρό κι ανέλπιστο. Το χαμόγελο που έχει πάντα στα χείλη του γι’ αυτή, το μάτι του, που πέφτει απάνω της γεμάτο αγάπη, κάνουν και τα δικά της χείλη να γελάσουνε μια στιγμή κι η λαλιά της σα να βρίσκει στο πλευρό του έν’ απόφωνο από τον παλιόν αχό της.
Ξαφνίζεται από αυτό κι η ίδια. Σιγά σιγά θαρρεί κι αρχίζει να ξαναζεί. Στην ψυχή της ανοίγεται μια αγάπη απέραντη, πιο απέραντη από τη θλίψη της κι ωστόσο της φαίνεται πολύ μικρή, πολύ στενή να κλείσει μέσα τον πατέρα. Τα μάτια του θέλει να βλέπει πάντα, τη φωνή του θέλει ν’ ακούει πάντα. Την αυγή τον περιμένει με καρδιοχτύπι να ξυπνήσει, το μεσημέρι λαχταρά πότε ν’ ακούσει το πάτημα του στην αυλόπορτα, το δειλινό σαν να ξαναγνωρίζει την άνοιξη ένα γύρο του στον κήπο. Μαζί του ήθελε να ’ναι όλη την ώρα, να τρέχει πάντα πίσω του, σα να ξανάγινε μικρό παιδί.
Ωστόσο κάτι την κρατά, κάτι τη φοβίζει να μείνει μαζί του μοναχή. Πίσω από το γέλιο του, από το βλέμμα το γεμάτο αγάπη σα να σηκώνεται ένα σύννεφο από έννοια κι από θλίψη, ένα σύννεφο που μόνο αυτή το βλέπει και το φαντάζεται πως είναι ο αχνός της πίκρας, που του στάλαξε στην καρδιά η ντροπή κι η μοίρα της κι έτσι η ευτυχία, που αιστάνεται στο πλάγι του, θολώνεται κι αυτή. Για να σκορπίσει αυτό το σύννεφο από το μέτωπό του ένας τρόπος είναι μόνο, εκείνος που θα ημέρωνε και τη θεια, θα ησύχαζε τον κόσμο και θα ξανάδινε κι αυτής της ίδιας την τιμή και τη ζωή. Μα το γνωρίζει, αυτό είν’ αδύνατο.
Και σωριάζεται στην πόρτα του κατωγιού και κλαίει πιο πολύ για τον πατέρα παρά για τον εαυτό της.
Η θεια ετοιμαζότανε να πάει στην εκκλησιά. Ήτανε μεγάλο Σάββατο κι η Φρόσω θα σφουγγάριζε τον πύργο.
- Τι στέκισι, τι μιρμιρί’ εις; Πάει η ώρα γιόμα, γκρίνιαξε η χωριάτισσα, όταν είδε την ανιψιά να τρίβει ξέκαρδα το πάτωμα.
Η Φρόσω φοβότανε μην ξυπνήσει τον πατέρα, που κοιμόταν ακόμα στην άλλη κάμαρα, και δεν έβαζε δύναμη στο πόδι.
- Σκρόφα, θα μι κουλά’ εις. Του ξέρ’ ς, θα μιταλάβου σήμιρα, ξαναφώναξε η θεια βλέποντας πως η Φρόσω δεν άκουε το λόγο της· συντάρχα, σου ’πα· πάρ’ τα ξιρά σ’.
Ήθελε να γίνεται ο λόγος της δίχως αντιλογία κι άργητα, όταν κιόλας εκείνος που προσταζόταν ήταν η Φρόσω.
Μα η Φρόσω επίμενε να τρίβει σιγαλά κι αργά, χωρίς να λέει την αφορμή. Γνώριζε πως η θεια δεν έβλεπε με καλό μάτι τα συμπόνια της με τον πατέρα.
Η χωριάτισσα άναψε:
- Τήρα η στρίγκλα, δε γρικάει!
Ήξερε πως σαν καλή χριστιανή δεν έφτανε να μη βάλει τίποτε στο στόμα της σήμερα πριν πάει να κοινωνήσει έπρεπε κιόλας να μη βγάλει λόγο κακό από αυτό. Μα η Φρόσω την είχε φουρκίσει κι η κοινωνία της πήγαινε χαμένη.
- Κιφάλι αγύρ’ γου· σ’ έβαλ’ ου τρισκατάρατους να μ’ αλ’ κουτή’ εις; Η οργή της άναψε περσότερο και το χέρι της, γυμνασμένο καθώς ήτανε, ξάμωσε να χτυπήσει.
Η Φρόσω κάνοντας να φυλαχτεί γλίστρησε στο βρεμένο πάτωμα κι έπεσε χάμω. Μα με το γλίστρημα ένα ξεσκίδι από τη σκούπα, όπου πατούσε, της τρύπησε τη φτέρνα.
- Φρόσω, Φρόσω!, ακούστηκε άξαφνα από μέσα η φωνή του Θώμου Κρανιά.
Η χωριάτισσα έφυγε σωριάζοντας κατάρες κι η Φρόσω σηκώθηκε και χύμηξε στην πόρτα, απ’ όπου πίσωθε έκραζε ο πατέρας.
- Παιδί μου, είπε ο Θώμος Κρανιάς ανασηκωμένος στο κρεβάτι με τα μάτια θαμπωμένα από τον ύπνο.
Η όψη της κόρης του, όπως στάθηκε μπροστά του βρεμένη, πονεμένη, κίτρινη τόνε φόβισε.
- Τι έπαθες; τι κλαις; είπε ξανά κι άπλωσε τα χέρια.
Η Φρόσω σκέπασε με τα δικά της το πρόσωπο κι έπεσε στην αγκαλιά του.
- Πες μου, τι κλαις;
Και γύρεψε ο πατέρας να της πάρει τα χέρια από το πρόσωπο.
Μα η Φρόσω τα ’σφιγγε πιο δυνατά· σωριασμένη απάνω του άφησε λεύτερα μόνο τ’ αναφιλητά της. Ο πατέρας τα ’χασε.
- Παιδί μου, τι έχεις; μουρμούριζε και πολεμούσε ν’ ανασηκώσει το κεφάλι της.
Μια στιγμή το μπόρεσε με κόπο και κόρη και πατέρας αντικριστήκανε στο φως που έριχνε ο ήλιος μέσα στην κάμαρα από μια σκισμάδα του παραθυριού.
Ο πατέρας έκαμε να της φιλήσει το μέτωπο, μα η Φρόσω σα να μη βάσταξε το βλέμμα του ξανάκρυψε στην αγκαλιά του το πρόσωπο και τ αναφιλητά της ξαναπνίξανε το στήθος.
- Πατέρα μου, συμπάθα με, συμπάθα με, της λύθηκε τέλος η φωνή τη στιγμή που τα χείλη του πατέρα ακουμπούσανε στα μαλλιά της.
Ο πατέρας δεν πρόσμενε το λόγο. Ξυπνημένος πριν απάνω σε ήσυχο όνειρο από τις φωνές της χωριάτισσας, έκραξε τ’ όνομα της κόρης του σαν απ’ ορμή ασυναίσθητη. Κατάλαβε ποιόνε μαρτύρευε η χωριάτισσα και τόνε φώναξε να τον παρηγορήσει.
Και τώρα της κόρης του τα λόγια του θυμίσαν άξαφνα πως είχε γονατιστή μπροστά του μια μετανοιωμένη αμαρτωλή. Η καρδιά του αποσυντρίφτηκε:
- Ό,τ’ έγινε έγινε· λησμόνα το, μουρμούρισε σκυμμένος απάνω στο κεφάλι της, μην έχοντας πια τη δύναμη να το σηκώσει.
Η Φρόσω μια κι η καρδιά της άνοιξε, μια και ξεστόμισε το λόγο που της βάραινε τα στήθη, ήθελε να χύσει μέσα στην πατρική αγκαλιά και τη στερνή σταλιά του πόνου της.
- Λησμόνα το, λησμόνα το, ξαναμουρμούρισε ο πατέρας χαδεύοντας το κεφάλι της·
Κι η κόρη του αυτό ήθελε· να λησμονήσει ό,τι έγινε. Με τα ξεσκίδια της παλιάς ζωής να πλέξει μια καινούργια ήσυχη και ταπεινή στην άκρη της, πλημμυρισμένη από την αγάπη και την αφοσίωση στον πατέρα, τριγυρισμένη από τη λησμονιά της αμαρτίας, φωτισμένη από μιαν αχτίδα συχώρεσης κι ελεημοσύνης. Τη λησμονιά και τη συμπόνεση λαχτάριζε η ψυχή της και φιλούσε και πότιζε με δάκρυα τα χέρια που τη σκουπίζανε.
Άξαφνα όμως άκουσε μια φωνή που έκραξε τ’ όνομά της. Μια στιγμή νόμισε πως ερχότανε από τα τρομαγμένα σπλάχνα της. Μα όταν την ξανάκουσε, τη γνώρισε καλά· Σα να ξύπνησε μεμιάς απ’ όνειρο, πετάχτηκε και θέλησε να τρέξει προς τη φωνή. Όμως δεν μπόρεσε. Μια κεντιά στην πληγωμένη φτέρνα την κάρφωσε στον τόπο της.
- Πατέρα, πάρε με μαζί σου, δε βεστάω άλλο δω, φώναξε και του αγκάλιασε τα γόνατα και πάλι με αναφιλητά.
Ο πατέρας την ξανάσφιξε στο στήθος.
- Σώπα, παιδί μου, σώπα, μουρμούρισε πολεμώντας να την ησυχάσει.
- Πατέρα, πάρε με, θα πεθάνω δω μέσα, ξαναπαρακάλεσε πνιγμένα η Φρόσω.
- Που είναι τ’ νε η θιόβριτ’; Μουρή, μουρή!, ακούστηκε πάλι η φωνή της χωριάτισσας τώρα κοντύτερα, από την πόρτα της άλλης κάμαρας.
Κι έτσι ο πατέρας δεν πρόφτασε ν’ αποκριθεί...
… … … … …
Η Φρόσω ξανάπιασε το σφουγγάρισμα κουτσαίνοντας κι ο Θώμος Κρανιάς κατέβηκε ύστερα από λίγο με συννεφιασμένο πρόσωπο στον καφενέ.
Η σιγόντα όμως, που βρήκε κει στο πικέτο, τον έφερε το μεσημέρι πάλι γελούμενο στην κούλια. Κι η Φρόσω ξέχασε κι αυτή τον πόνο στην όψη του πατέρα.
Ο Θώμος Κρανιάς είχε ξεχωριστή αγάπη στη μεγάλη κόρη του από τον καιρό που ήτανε μικρή κι όταν έμαθε το πάθημά της η ψυχή του πόνεσε βαθιά. Κι η ντροπή, που του έγινε στο σπίτι, δεν του πλήγωσε λιγότερο και τη φιλοτιμία.
Το πρώτο που σκέφτηκε ήτανε να τρέξει να βιάσει τον ατιμαστή να διορθώσει το κακό. Μα η πράξη δεν είν’ εύκολη σαν το στοχασμό. Ο Θώμος Κρανιάς το γνώριζε κι αυτού ξεχώριζε από τη γυναικαδέρφη του. Οι φούριες δεν του αρέσανε κι ήξερε πως στην περίσταση αυτή η βία κι οι φοβέρες δεν πιάνουν τόπο. Πρώτα έλειπε ο άνθρωπος που θα τις έκανε. Νταλματζήδες και τσολιάδες είχανε τα βουνά του τόπου του, άλλο καλό· μα ποιος θα πήγαινε να τους εύρισκε; Ή λες θα τους έστελνε ο ξάδερφός του; Εκείνος από τον καιρό που καταργηθήκανε τα επαρχεία και δεν μπορούσε να τον έχει πια στην πόλη κοντά στον ποταμό, ούτε τόνε νοιάζεται άλλο· τον άφησε γραμματικό εκεί στο λασπότοπο της Θεσσαλίας.
Το μέτρησε λοιπόν το πράμα έτσι κι αλλιώς κι είδε πως δεν του μένει άλλο απ’ τον καλό τον τρόπο. Ο πρώτος στοχασμός του ήτανε πάλι να ’ρθει στον πύργο μόνος του και με όλη τη ντροπή που του ερχόταν από τον κόσμο κι από τους φίλους του στην πόλη, θα το αποφάσιζε, αν η γυναικαδέρφη του δεν έβγαινε στο μεταξύ με την απαίτηση να ’ρθει να πάρει τα παιδιά ή τουλάχιστο μόνο τη ντροπιασμένη.
Αυτού τα έμπλεξε ο Θώμος Κρανιάς. Αυτό δεν ήτανε δυνατό να γίνει· με κανέναν τρόπο. Γιατί; Ίσια ίσια το γιατί αυτό ήθελε να ξεφύγει. Ανάθεμα μόνο την ώρα, που αποφάσισε να χωριστεί από τη μακαρίτισσα, έλεγε με πόνο μέσα του, και για να μην πονοκεφαλά να βρίσκει αφορμές, έγραψε πως θα ’ρθει αμέσως όταν του δώσει άδεια η υπηρεσία. Για ν’ αναπάψει όμως και τη συνείδησή του, έπιασε κι έγραψε και του πατέρα του νέου, που απάτησε την κόρη του, ένα γράμμα γεμάτο αρχοντική αξιοπρέπεια και πατρικό θυμό. Δεν του άφηνε κανένα δισταγμό πως από μέρος του θαρρούσε το συνοικέσιο σαν τελειωμένο. Ο παραλής μπακάλης, πάλι, αξιόπρεπος το ίδιο, δεν άργησε να τόνε βεβαιώσει με μια σύντομη απόκριση πως είναι και κείνος αγαναχτισμένος άλλο τόσο με την πράξη του γιου του και πως του μήνυσε να τρέξει να τη διορθώσει. Έτσι αλλαχτήκανε δυο τρία γράμματα ευγενικά και φιλικά και το πράμα έμεινε να μιληθεί προφορικά όταν ανταμώσουνε με το καλό. Μα μια από το φόβο μην η γυναικαδέρφη του ξαναβγεί με την απαίτηση να πάρει τα ορφανά μαζί του, μια γιατί δεν είχε στο χέρι πάντα τα έξοδα, το ταξίδι έμενε όλο και για παραπέρα. Κι αποφασίστηκε να γίνει τη λαμπρή αυτή, όταν περισσέψανε κάτι ψιλά από μια περιοδεία κι όταν πια νόμιζε πως στον πύργο κρύωσε το πράμα και πως η χωριάτισσα συνήθισε με την καινούργια κατάσταση.
Κι έτσι έγινε κιόλας· η χωριάτισσα δεν τόνε στενοχώρησε, όσο κι αν τρωγότανε και θύμωνε μαζί του μέσα της. Ο παραλής μπακάλης πάλι, όταν τον είδε που ήρθε, θυμήθηκε λαμπριάτικα κάποιους παλιούς χρεοφειλέτες του ένα γύρο στα χωριά και χάθηκε από την πόλη. Κι έτσι ο Θώμος Κρανιάς πίστεψε πως θα φάει μ’ ησυχία το αρνί στην κούλια του, θα θυμηθεί με συντριμμένη καρδιά τη μακαρίτισσα και με αναπαμένη τη συνείδηση πως ξεπλήρωσε το πατρικό χρέος του στα ορφανά, θα ξαναγυρίσει στ’ άλλα του καθήκοντα στο λασπότοπο, όπου τον άφησε ο ξάδερφος του να κολλήσει.
Και τώρα βρήκε ξαφνικά τον κόμπο εκεί που δεν τον πρόσμενε και κει που του πονούσε αληθινά. Η μαραμένη όψη της κόρης του, θαμμένη μες τη μαύρη φορεσιά, του τρύπησε την καρδιά μόλις την είδε που τον προσδέχτηκε δειλά, ταπεινωμένα στην αυλόπορτα του πύργου, η τραχιά ζωή της έπειτα εκεί μέσα, που του έπεφτε στα μάτια όσο κι αν το απόφευγε, του ξυπνήσανε στην ψυχή μαζί με τη συμπόνεση και κάποιο βάρος.
Αυτό μαζευότανε στο σύννεφο, που η Φρόσω έβλεπε στο μέτωπό του κι έριχνε την αφορμή όλη στον εαυτό της. Ο Θώμος Κρανιάς την ώρα που η κόρη του γονατιστή μπροστά του γύρευε με δάκρυα να τη συμπαθήσει, δεν ένιωθε μόνο τον πόνο του πατέρα για ένα δυστυχισμένο τέκνο, μα κάτι πιο πολύ, κάτι που η κόρη του δεν το φανταζότανε. Αιστανότανε βαθιά πως κι αυτός ο ίδιος έπρεπε να γονατίσει μπροστά σε κάποιον ίσκιο και να του γυρέψει συχώρεση. Κάπως θολό ήταν αυτό το αίστημα, αξεδιάλυτο κι ομιχλιασμένο· του Θώμου Κρανιά δεν του πολυάρεσε ν’ αντικρίζεται κατάματα και με τους άλλους και με τον εαυτό του. Ήτανε το φυσικό του τέτοιο. Μόνο η συχωρεμένη που το γνώριζε καλά, μόνο η κυρα-Θώμαινα, αν ίσως ζούσε τώρα, θα μυριζόταν από την πρώτη στιγμή που πάτησε στο σπίτι ο άντρας της, τι πολεμά να σωπάσει μέσα του κι αυτός και ποιες αδυναμίες της γενιάς του ξυπνήσανε μακριά της. Όσο κι αν τις θαρρούσε φυσικές αυτές κι ο ίδιος, όσο κι αν δεν έκανε ποτέ του δοκιμή να τις νικήσει, πάντα η ψυχή του σήκωνε μιαν αδύνατη ανταρσία. Μα η ίδια πάλι ξανάβρισκε μέσα της τη δύναμη και την έπνιγε. Γι’ αυτό δεν αγαπούσε ο Θώμος Κρανιάς ν’ αντικρίζεται κατάματα με την ψυχή του· το αντίκρισμα θρέφει τον πόλεμο· η λησμονιά μόνο τον πνίγει. Και τη στιγμή που γύρευε να την απλώσει στη θύμηση της κόρης του, σα να ήθελε να ρίξει λίγες δίπλες της και στη δική του θύμηση. Πολλά είχε κι ήθελε να ξεχάσει κι αυτός και πρώτα πρώτα τη δυστυχία της κόρης του. Πριν του το ξεστομίσει εκείνη, το αισθάνθηκε μονάχος του πως είχε χρέος να τη λύτρωνε τουλάχιστο από τη σκληρή ζωή που έκανε στην κούλια. Πάντα όταν έπεφτε το μάτι του απάνω της, η έννοια αυτή του πρόβαλε στο νου. Κι η καρδιά του μέσα έκλαιγε. Μα - «ανάθεμα την ώρα που αποφάσισε να χωριστεί από τη συχωρεμένη» - αναστέναζε πάλι από βαθιά και ξεθύμαινε. Ό,τι αιστανότανε ο Θώμος Κρανιάς για μια στιγμή, το αιστανότανε με τα σωστά, για να το λησμονήσει με την ίδια ειλικρίνεια έπειτ' από λίγο.
Έτσι και τώρα, ύστερ’ από τη συγκίνηση που του δώσανε τα κλάματα της κόρης του, τον είδε κείνη να γυρίζει το μεσημέρι γελαστός. Όμοια, ανάμεσα έννοιας και χαράς περάσανε κι οι άλλες μέρες που έμεινε κοντά στη φαμελιά του. Ας έχει δόξα ο θεός, οι φίλοι του στην πόλη περισσεύανε κι έτσι μπορούσε να περνά τις περισσότερες ώρες έξω από την κούλια. Εκείνο που ζητούσε να ξεφύγει πρώτα και κύρια ήτανε το να μείνει πάλι μόνος με την κόρη του. Μέσα η ψυχή του λαχταρούσε να τη σφίξει άλλη μια φορά στα στήθη του, να της φιλήσει τα μαραγκιασμένα μάγουλα, να την παρηγορήσει· μα η φωνή της, «πατέρα πάρε με μαζί σου» τον τρόμαζε κι έφευγε όσο μπορούσε πιο πρωί από το σπίτι, για τον καφενέ, όσο που έφυγε μιαν αυγή θαμπότερα για τη λασπόπολη της Θεσσαλίας.
- Σαν ξένος ήρθε και σαν ξένος έφυγε, μουρμούρισε η χωριάτισσα και σταυροκοπήθηκε από πίσω του.
Κρύα και θλιβερή του έσφιξε η Φρόσω και του φίλησε το χέρι κάτω στην αυλόπορτα που τον προβόδισε.
Και ρωτούσε μέσα της: «Τι έπαθε; Πως άλλαξε μεμιάς;» Η αλλαγή του πατέρα ύστερ’ από το ξέσπασμά της στην αγκαλιά του δεν της ξέφυγε. Ναι, μήτε ο λόγος ο γλυκός γι’ αυτή, μήτε το συμπόνεμα έλειψε από την όψη του, μ’ από τ’ άλλο μέρος το έδειχνε ολοφάνερα πως απόφευγε να μείνει μοναχός μαζί της. Με τη συχώρεση, που του ζήτησε ολόψυχα, η Φρόσω αιστανότανε να τίναξε το πιο μεγάλο βάρος από μέσα της και πρόσμενε να ξαλαφρώσει μ’ αυτό λιγάκι και τη δική του καρδιά. Πως τη συχώρεσε, πως ο πατρικός της πόνος νίκησε μέσα του την προσβαλμένη τιμή και το ντροπιασμένο σόι, που κάνανε τη θεια ανεξιλέωτη μαζί της, το νόησε από τον τρόπο που την έσφιξε στην αγκαλιά του, από το φιλί του κι από το λόγο που της είπε να λησμονήσει ό,τι έγινε. Πως δεν της είχε μίσος μέσα του, όπως φοβόταν πριν, το είδε ως την τελευταία στιγμή που έφυγε.
Κι όμως τις ύστερες μέρες, έπειτ’ από το πρωί που έκλαψε στην αγκαλιά του, δεν ήταν πια ο ίδιος ο πατέρας. Δε γελιόταν, όχι. Μια στενοχώρια δοκίμαζε κοντά της κι η όψη του έγινε πιο θλιβερή και πιο νοιασμένη. Έννοια ήτανε κι όχι ξενοιασιά, όπως το νόμιζε η χωριάτισσα. Όχι· ο πατέρας δεν ήταν αδιάφορος γι’ αυτή· η πονετική ματιά, που της έριχνε, της άνοιγε το μέσα του. Κατιτίς άλλο θα τόνε στενοχωρούσε. Κι αυτό τη βασάνιζε.
Τι να ’τανε τάχα; Να ’τανε γιατί του γύρεψε να την πάρει μαζί του κι αυτό του ήταν αδύνατο κι αυτό τον έκανε να λυπάται, και την απόφευγε μην έχοντας τι να της πει; Γιατί βέβαια δεν ήθελε να της πει το λόγο ξάστερα, να της φανερώσει πως η ατιμία της του είναι ντροπή και στον ξένο τόπο.
Με τη σκέψη αυτή βυθίζεται βαθύτερα στη θλίψη της και πόνο και κλαίει τον πατέρα για το κακό που του έκαμε. Αυτή, αυτή είναι η αφορμή σε όλα. Η χωριάτισσα έχει δίκιο να την καταριέται και να την τυραννεί.
Η νυχτιά, που είχε φανεί μια στιγμή πως έπαιρνε να ξεθαμπώσει, έπεσε ξανά πιο μαύρη και την έζωσε.
Όμως όσο κι αν αιστάνεται πως είναι όλο το φταίξιμο δικό της, όσο κι αν ρίχνει δίκιο της χωριάτισσας, που της φέρνεται τόσο σκληρά, δεν μπορεί να πνίξει μέσα της έν’ άλλο αίστημα. Γεννιέται μόνο του μ’ όλον τον πόλεμο που θέλει να του κάμει ο στοχασμός της. Βλέπει τον εαυτό της παρατημένο από θεούς κι ανθρώπους. Κι έρχουνται στιγμές που η ψυχή της αγριεύει κι ανταριάζεται και δειλά δειλά σα να γυρεύει κάποιο δίκιο, που δεν το λογαριάζει κανένας γύρω της, που κι η ίδια κιόλας δεν είναι βέβαιη αν είναι αλήθεια δίκιο. Αν έφταιξε, αν ανόμησε και βύθισε στη δυστυχία και στη ντροπή τους άλλους, μα δεν είναι κι η ίδια αυτή περσότερο δυστυχισμένη; Αυτή δεν την αδίκησε κανένας; Κανένας δεν το συλλογίζεται αυτό, μα όλοι την πνιγούνε στο ανάθεμα. Και στο τέλος ποιο είναι το μεγάλο κρίμα της, το άλυτο και το ασυμπάθιστο, που πρέπει να το σέρνει σ’ όλη τη ζωή; Τι έκαμε; Και πως το έκαμε ακόμα, καλά δεν το ξέρει και μόνη της· σα σ’ όνειρο, σα σε μεθύσι σύρθηκε σ’ αυτό. Ας λέει η θεία ό,τι θέλει για την ξετσιπωσιά και το κακό της αίμα, ας λέει ο κόσμος ό,τι θέλει για τα δόκανα που βάλθηκε να στήσει κι έπεσε η ίδια μέσα· αυτή, ο θεός το ξέρει, κακό σκοπό δεν έβαλε στο νου. Τα πλούτη του αγαπητικού δεν τα λογάριασε ολότελα, ούτε και τα ήξερε την πρώτη αρχή, όταν τον αντίκρισε κάτω από το μπαλκόνι του επαρχείου ένα δειλινό. Τα μάτια του είδε μόνο που την κοιτάζανε παράξενα, τα μάγουλά της θυμάται που ξανάψανε και το γιασεμί που μοσχοβολούσε από την αυλή. Τίποτες άλλο, τίποτες άλλο. Τα πλούτη η μάνα της τα θύμισε κατόπι εκείνη της πρωτάνοιξε τα μάτια στο ισοφάρισμά τους με το φτωχό σόι του Κρανιά. Κι αλήθεια τη συμβούλεψε, τη φοβέριξε, την έδειρε κιόλας, μ’ από τ’ άλλο μέρος της έβαλε και το πρώτο κοκκινάδι στα μάγουλα, της έκοψε τα πρώτα σγουρά στο μέτωπο και τη μάλωσε να μη βγει άλλη φορά όξω στο μπαλκόνι αχτένιστη κι ανάλλαγη, όπως συγύριζε το σπίτι. Αυτή στην αρχή πετιότανε κει, σα μάντευε το πέρασμα του νιου, δίχως να το θέλει, δίχως να το νιώθει. Ύστερα βέβαια άλλαξε κι αυτή, χόρεψε όπως της λαλούσαν όλοι γύρω της, όπως τη δασκαλεύανε προεστές και φιλενάδες, ύστερα ξύπνησε μέσα της κι αυτής η φυσική έννοια, που έχει κάθε κόρη δίχως προίκα, πως να σιγουρευτεί. Και σιγουρεύτηκε καλά. Αν σιγουρευόταν αλλιώτικα, αν το δόκανο έπιανε τα πλούτη, τότε θα ’ταν όλα καλά καμωμένα, όλοι θα της κάναν τόπο να περάσει. Τώρα όμως!...
Από τα παράθυρα του πύργου η θέα ανοιγότανε στον ποταμό. Η ματιά της Φρόσως πέφτει στα νερά του που αστράφτανε φεγγερά στον ήλιο ή θαμπίζανε μολυβένια στη συννεφιά· και τη νύχτα αυτιάζεται το βόγκο τους. Ο δρόμος ως εκεί δεν ήτανε μακρύς. Μα η Φρόσω δεν τολμούσε να τον πάρει. Η όψη του πατέρα έβγαινε πάντα μπροστά της, το πονετικό γέλιο του, η ματιά η γεμάτη αγάπη. Τρόμαζε μήπως τα ’παιρνε κι αυτά μαζί της.
Οι φιλενάδες δεν παύουνε να ’ρχουνται να συντροφεύουν τη χωριάτισσα κι η ομιλία γυρίζει πάντα στην ξενοιασιά που δείχνει για το σπίτι του ο Κρανιάς.
Η δημαρχίνα ξαφνίζεται κι αυτή πως το ’καμ’ έτσι ο έπαρχος
- Έπρεπε ν αναγκάσει τον παλιομπακάλη!
- Ή να ’παιρνε κάνε μαζί του την κοπέλα, να την κουκουλώσει εκεί με κάποιον άλλον.
- Όχι, δεν είν’ από καλό του του κυρ-Θώμου, λέει η σχολάρχαινα: Όσο έζ’ γε η σχωρεμέν’ η Θώμαινα δεν ήταν έτσι.
Κι αυτό π’λές πως τσουρούτιψε κι τα λεπτά.
- Κι τάχατις πως τα στ’λε κι χάθ’ κανε στου δρόμου!
Η δημαρχίνα ησυχάζει τη χωριάτισσα πως θα βάλει αυτή τον άντρα της να γράψει του Κρανιά.
- Τι τουν κάνι τόσου μιστό, θιαμαίνουμι! Να τουν ήξιρα κάνε πως πίνι!
- Τα χαρτιά τουν τρώνε.
Η χωριάτισσα αναστενάζει:
— Χαμένου το ’χου. Είναι μυστήριου μ’ αυτόν τουν άνθρωπου.
- Μυστήριου, μυστήριου αλήθεια, μουρμουρίζουν όλες. Και το μυστήριο δε θα λυνότανε ποιος το ξέρει ως πότε, αν άξαφνα ένα σούρουπο χινοπωριάτικο δεν ξεκάμπιζε στον πύργο του ο Θώμος Κρανιάς με την πάψη πάλι στην τσέπη και μ’ ένα κοριτσάκι δυο χρονών στην αγκαλιά.
Είπε πως ήταν ορφανό της πλύστρας του. Πέθανε τώρα κοντά η μάνα του και το λυπήθηκε να το άφηνε στους πέντε δρόμους. Ένα κομμάτι ψωμί θα περισσέψει στην κούλια και γι’ αυτό.
Στο πρώτο το λυπήθηκε κι η γυναικαδέρφη του και δε ρώτησε περσότερα. Κι ίσως θα ησύχαζε με όσα έμαθε αν ησυχάζανε κι οι φιλενάδες κι ο κόσμος γύρω της. Μα ο κόσμος νοιώθει το χρέος να βγάζει πάντα την αλήθεια στο φως και τη φορά αυτή εδώ στην πόλη είχαν το φόβο πως δεν τη λέει ολάκερη ο πρώην έπαρχός τους.
Η χωριάτισσα έπρεπε λοιπόν να βγάλει την αλήθεια. Αν μια φορά δεν άνοιξε το στόμα μπρος τον αδιάφορο πατέρα, όταν η Φρόσω ντρόπιασε τη γενιά, τότε το πράμα είχε κάποιον κόμπο και γι’ αυτή. Τώρα όμως η συνείδησή της είναι καθαρή, τώρα δεν έχει φόβο ν’ αντικριστεί με το γαμπρό της, όλο το δίκιο είναι με το μέρος της.
Έτσι άρχισε η γκρίνια. Ο Θώμος Κρανιάς έχει τον τρόπο να την ξεφεύγει και να την ξεχνά όλη την ημέρα στον καφενέ. Μα δεν μπορεί να ξενυχτά κιόλας εκεί. Είτε αργά είτε γλήγορα έρχεται το βράδυ, άμα κοιμηθούνε τα παιδιά στην άλλη κάμαρα, η γλώσσα της χωριάτισσας λύνεται κοντά στο τζάκι, οπού κάθεται και πλέκει το τσουράπι της.
- Δε σο ’φταν’ η μια ντροπή! Βάλθ’ κις να πουριζιλέψις του σόι σ’. Πώς έχ’ς μούτρα κι παρουσιάζισι στουν κόσμο; Έχασις ντιπ του ίρτς’ σ;
Ο Θώμος Κρανιάς σώπαινε.
- Γέρουντας άνθρουπους! Κακά γραφτά. Τ’ είχα να ιδού!
Ο Κρανιάς γύριζε το ποτήρι του να ζεσταθεί κι από το άλλο πλευρό κι η χωριάτισσα του ξαναθυμούσε μ’ άλλα λόγια τη ντροπή, τα χρόνια του, το σόι, την αδερφή της και τον κόσμο.
- Σαν παίρνεις στο κοντό τι λέει ο κόσμος! μουρμούριζε ήσυχα ο Θώμος Κρανιάς και ρουφούσε από το ποτήρι.
- Δε μ’ χρειάζιτι να πάρου τουν κόσμου στου κουντό· τ’ν έχουμε μπρουστά μ’ - ιδώ π’τ’νε κι βάλ’ σις μέσα στα θηλυκά σ’.
Ο Θώμος Κρανιάς γυρνούσε από το άλλο πλευρό.
- Έγνοια σ’ κι θα ιδείς. Κι οι άλλες οι δυο του δρόμου τς χαϊδιμένη σ’ θα πάρ'νε. Κι η δεύτιρ’ στα νύχια στέκιτι· οι αργουλάβ’ έζουσανε τ’ν κούλια. Μαύρα μ’ κι άλαλα· τι μ’ είχε πες η μοίρα μ’ να ιδού!
Ο Θώμος Κρανιάς συνηθισμένος από το νανούρισμα έκλεινε τα μάτια. Το πολύ να μουρμούριζε κάποτε πριν αποκοιμηθεί:
- Δε βαρέθ’ κες; δεν απόστασε το στόμο σ’;
Η Φρόσω έμπαινε σιγά από τη μέσα κάμαρα, σκέπαζε τον πατέρα κι έπεφτε κι αυτή φοβισμένα στην άκρη της. Ήξερε πως με το πρωινό νυχτέρι θα ερχότανε η δική της σειρά. Η χαρά της θειας ήτανε να γκρινιάζει κι η απόλαψή της να τσιμπά και να χτυπά.
Με το μακαρίτη τον άντρας της, το λοχαγό, δεν έζησε πολύν καιρό μαζί, ώστε να ξεθυμάνουν τα στέρφα νεύρα της. Σαν έλειπε κείνος, τρωγότανε με την ψυχοπαίδα της. Ένα δυο χρόνια πριν πεθάνει, που τον είχε κοντά της απόστρατο, δοκίμασε και μαζί του το ίδιο σύστημα, μα πολύ γλήγορα τα βρήκε στενά. Στη διοίκηση του μεταβατικού, όπου πέρασε την περσότερη ζωή του ο λοχαγός Παπαδογούλης, είχε γνωρίσει τη δύναμη του βούρδουλα. Τον κρέμασε λοιπόν απάνω από το κρεβάτι, κάτω από το κόνισμα και δίπλα στη στεφανοθήκη κι έτσι η λιγοστή ζωή, που του άφησε ο θεός στα τελευταία να ζήσει μαζί με τη γυναίκα του, πέρασε μέλι και γάλα.
Μα με το γαμπρό άλλαζε το πράμα. Η ίδια φωνή, που κοίμιζε το Θώμο Κρανιά το βράδυ, τον ξυπνούσε και το πρωί. Τόσο συνήθισε στην γκρίνια της χωριάτισσας, που αν έλειπε κανένα πρωί, ήτανε σα ν’ άλλαζε το σύστημα, σα ν’ άλλαζε το δρόμο της κι η ίδια η ζωή. Ο Θώμος Κρανιάς ήτανε της συνήθειας άνθρωπος. Τα χωρατά ύστερα με τους φίλους στον καφενέ και κατόπι τα ρακιά ένα γύρο στα μπακάλικα δε θα ’χαν τη συνηθισμένη χάρη τους. Αν κάποτε θλιβόταν από την γκρίνια της γυναικαδέρφης, θλιβότανε περσότερο για τη Φρόσω. Συχνά εκεί που σκότωνε την ώρα όξω από τον πύργο, τη συλλογιζότανε να τη βασανίζει εκεί η χωριάτισσα κι έχανε μια στιγμή την όρεξη. Μα όσο δεν μπορούσε να της δώσει την παραμικρή βοήθεια, πολεμούσε να το ξεχνά. Κι έλπιζε μόνο στον καιρό· αυτός μόνο θα ’κανε να ξεχαστεί το πράμα. Η δημαρχίνα ωστόσο κι η σχολάρχαινα κι η υπομοιραρχίνα βοηθούσαν και κέντριζαν τη χωριάτισσα στον αγώνα της για την τιμή της κούλιας.
Ο υπομοίραρχος κάτ’ είχε ακουστά.
- Κι ο σχολάρχης, μα δεν το ’λεγε για να μη βάλει διαντρεχές.
- Να μη ντραπεί κάνε τον κόσμο να τη φέρει σπίτι του.
- Δεν έπρεπε να την παραδεχτείς στην κούλια!
- Φοβέριξε πως θα φύγεις και βλέπεις πως τη διώχνει στη στιγμή. Θα τη στοχαστεί τη σύνταξή σου!
Συμβουλεύανε τη χωριάτισσα. Και για φοβέρα το πρωτοξεστόμισε του γαμπρού της κι αυτή.
Ο Θώμος Κρανιάς δεν το πίστεψε και ξακολουθούσε να σωπαίνει.
Η χωριάτισσα ήταν αδύνατο να κρατηθεί άλλο. Και πιο πολύ όταν έβλεπε πως οι φοβέρες της δεν πιάναν τόπο, δεν ίδρωναν του Κρανιά το αυτί. Και δίχως να φαντασθεί πως θα έφτανε ως εκεί το πράμα, περσότερο από πείσμα, έβαλε καθαρά το ζήτημα:
Μια από τις δυο, ή η ορφανή της πλύστρας από τη λασπόπολη, ή αυτή η ίδια η αρχόντισσα, η λοχαγίνα, πρέπει να λείψει αποκεί μέσα.
Ο Θώμος Κρανιάς κι όταν ακόμα πήρε στα σοβαρά το δίλημμα, άφησε τα πράματα σαν πάντα στο φυσικό τους δρόμο. Κι ο φυσικότερος ήτανε να φύγει η λοχαγίνα. Μαζί της έφευγε κι η σύνταξη της; Ώρα καλή. Η δική του δεν ήτανε συμπληρωμένη ακόμα; Κακό και μαύρο. Μα έτσι το θέλησε η μοίρα, να μη σταθεί άλλα δυο χρόνια η κυβέρνηση, όσο να τη συμπληρώσει.
Ο Θώμος Κρανιάς άφησε πάντα να κυβερνά το θέλημα της μοίρας. Έτσι πέρασε η ζωή του ίσια με σήμερα· να της αντισταθεί τώρα στα γεράματα μεμιάς, δε γίνεται. Καλοδεχούμενα λοιπόν όσα φέρνει η ώρα. Έχει ο θεός, είναι μεγάλος. Δε θ’ αφήσει να πάει χαμένο το γένος του Κρανιά. Τη θέση του και την υπόληψη εδώ στην πόλη ακόμα δε την έχασε· οι φίλοι θα ξαναβοηθήσουν, η αγορά θα δώσει βερεσέ όσο να ’ρθουνε πάλι βολικά τα πράματα. Αφού η ζωή είναι τέτοια, τι να κάμεις; Δεν μπορείς να την αλλάξεις με το θέλημά σου. Πότε με την αλήθεια θα την περάσεις, πότε με το ψέμα, με τον αέρα της θα πας πάντα. Αυτή είναι η φιλοσοφία του Θώμου Κρανιά.
Η χωριάτισσα έφυγε και τα παράθυρα του πύργου ανοίξανε στον αέρα και στο φως. Στο κάστρο κιόλας παραπέρα από τον πύργο ήρθε ένα ευζωνικό τάγμα, αντίκρυ από τον πύργο άνοιξε ένα βελούχι κι η ακροποταμιά πήρε ζωή.
Όξω στο μπαλκόνι κάθεται η Κούλα με τη Μαριώ. Κόψανε αφέλειες στο μέτωπο κι οι δυο και φορούνε κεντητές παντούφλες. Η Κούλα πλέκει ένα ροδάκι, η Μαριώ κεντά ένα μαξιλάρι.
Κάτω στο δρόμο περνούνε δυο νέοι.
- Είν’ ο καινούργιος λογιστής, λέει η Κούλα. Η Μαριώ δε σήκωσε τα μάτια.
- Περάσανε και χτες.
Της Μαριώς της είχε μπερδευτεί η κλωστή.
- Ο άλλος είναι φοιτητής. Να δεις πώς μου τον είπανε, ξαναείπε η Κούλα.
Οι νέοι φτάσανε στη γωνιά του πύργου. Στρίβοντας προς το ποτάμι κοιτάξανε στο μπαλκόνι.
Η Κούλα γύρισε προς τα εκεί. Ο λογιστής της γέλασε.
Όταν ξανάστριψε, αντίκρισε τη Μαριώ που την κοίταζε. Η Κούλα κοκκίνισε όλη.
- Να χαρεί τα δόντια του, είπε η Μαριώ, σκάλισε μια στιγμή το δικό της με τη βελόνα και ξανάσκυψε στο κέντημα.
Από μέσα ακούστηκε το σιγαλό τραγούδι του πατέρα. Είχε ανεβεί από κάτω από τον κήπο και πλενότανε στο νεροχύτη.
Με το φευγιό της χωριάτισσας, ο Θώμος Κρανιάς ξαναβρήκε την όρεξη να κλαδεύει και να σκαλίζει καμιάν ώρα στον κήπο το δειλινό πριν κατεβεί στον καφενέ.
Η Κούλα έτρεξε να τον βοηθήσει να ντυθεί.
Όταν ξαναγύρισε στο μπαλκόνι, στο βελούχι αντίκρυ καθόντανε δυο αξιωματικοί. Της Μαριώς, όπως ακουμπούσε το πόδι στα κάγκελα, της είχε ανασηκωθεί το φόρεμα κι η κόκκινη κάλτσα έφεγγε στο φως.
- Μωρή, τα ’δειξες όλα, της είπε η Κούλα και κοίταξε ίσια στους αξιωματικούς.
- Τα μούτρα τους! είπε η Μαριώ.
Η Κούλα κάθισε και ξανάπιασε το πλέξιμο. Η Μαριώ μισογύρισε την πλάτη στους αξιωματικούς.
- Τώρα που ήρθα γω, συλλογίστηκε η Κούλα. Και ξανακοίταξε τους αξιωματικούς.
- Τι ξεχάστηκες, μωρή; Δε θα το αποπλέξεις ούτ’ απόψε, της φώναξε η Μαριώ.
Η Κούλα έκαμε να της μουρμουρίσει τι τη νοιάζει αυτή· θυμήθηκε όμως πως της έταξε να της πληρώσει το βράδυ αυτό όσα της χρωστούσε.
- Θα σ’ τη δώσω τη μια κι εξήντα σου, είπε απότομα.
- Κι εξήντα πέντε είπε η Μαριώ.
- Τριάντα πέντε μο’ ’δωσες, είπε η Μαριώ.
- Τι, τι; Δε σο’ ’δωσα σαράντα λεπτά προχτές;
Ο λογιστής ξαναφάνηκε που ανέβαινε τον όχτο με το φοιτητή.
Η Κούλα γύρισε και τους κοίταξε.
- Καλά, είπε ύστερα της αδερφής: Καλά μια κι εξήντα πέντε.
Ήταν έτοιμη να της δώσει μια κι εβδομήντα, αν της άφηνε τη δραχμή για μια βδομάδ’ ακόμα. Στη μόστρα του γυρολόγου, που πέρασε το πρωί, είχε δει μια χτένα, και τη ζήλεψε για τα μαλλιά της.
- Τι τη θέλεις τη δραχμή; ρώτησε η Μαριώ, όταν της έκαμε την πρόταση.
Η Κούλα δεν απάντησε. Αν της έλεγε, φοβότανε πως θα προλάβαινε ν’ αγόραζε η Μαριώ τη χτένα. Στοχάστηκε ακόμα πως την άλλη βδομάδα δε θα είχε πλύση και θα μπορούσε να βγάλει τη δραχμή. Κι έτσι σωπάσανε κι οι δυο.
Ο λογιστής κι ο φοιτητής δεν καθίσανε στο βελούχι. Μείνανε μόνο οι δυο αξιωματικοί.
Καθώς ήτανε σκυμμένη η Φρόσω κάτω στο κατώγι μπροστά στον αργαλειό, μπαίνει ο Γεσίλας βιαστικά και την αρπάζει άξαφνα από το χέρι:
- Έλα, τη δραχμή !
Η Φρόσω θυμήθηκε πως του την έταξε από μέρες. Μα ούτε αυτή πρόφτασε να βγάλει χτες το φύλλο από το κελίμι που ύφαινε, ούτε η Κούλα τέλειωσε τα ροδάκια, που της είχαν παραγγείλει. Από τον καιρό που έφυγε η θεια, οι αδερφές ξενοδουλεύουνε κρυφά κι οι τρεις.
Ο Γεσίλας δεν ακούει:
- Δεν ξέρω γω απ’ αυτά· θέλω τη δραχμή.
Στο βελούχι, που άνοιξε αντίκρυ από τον πύργο, άρχισε να μαθαίνει τα χαρτιά και χρεώθηκε στον καφετζή.
- Έλα, φέρ’ την αλλιώς σ’ το κόβω, φοβέριξε κι έπιασε το διάσμα.
Η Φρόσω έκαμε να φωνάξει. Μα θυμήθηκε πως τις προάλλες της ρέκαξε τη ντροπή της όξω στην αυλή και συμβιβάστηκε μαζί του να του δώσει μόνο τις δεκάρες που είχε.
Τις είχε δεμένες στο μαντίλι για να πάρει του πατέρα λιγάκι κρέας για το βράδυ. Δεν της φαινότανε καλά να λείπει κάθε βράδυ από το σπίτι, να τρώει όξω με τους φίλους. Όχι πως γίνεται στους φίλους βάρος. Αυτό δεν το πιστεύει, γιατί ξέρει πως είναι τιμή για τον καθένα να τρώει μαζί με τον Κρανιά. Μα της αρέσει να ’χει τον πατέρα στο τραπέζι αντικρινά της, ν’ ακούει τα χωρατά του, ν’ ακούει ακόμα και την γκρίνια του, άμα γυρίζει με χαλασμένο κέφι από τον καφενέ.
Η Κούλα μπήκε μόλις έφυγε ο Γεσίλας.
Το κατώγι ήτανε σκοτεινό. Το φως έπεφτε μέσα μόνο από δυο τρύπες μακριές, ορθόστενες, που μοιάζανε με μασγάλια κάστρου.
Η Κούλα πήγε και τεντώθηκε ορθή στα νύχια μπροστά σε μια απ’ αυτές. Ο αργαλειός δε βροντούσε και δεν πρόσεξε τη Φρόσω που ήτανε σκυφτή στην άκρη. Κι όταν άκουσε τη φωνή της τρόμαξε.
- Μωρή, ποιον παραμονεύεις; είπε η Φρόσω.
Η Κούλα δε μίλησε.
Όξω είχε σταματήσει ο γυρολόγος με το καροτσάκι του κι η Μαριώ κατέβηκε κι έψαχνε στη μόστρα. Η Κούλα φοβήθηκε μη δε βασταχτεί και προδώσει με καμιά ματιά την πιθυμιά της για τη χτένα και γι’ αυτό δεν έτρεξε μαζί. Ήρθε και την παραφύλαγε αποδώ.
- Φεύγα, μωρή, απ’ αυτού, μη μο’ ’πιασες το φως, ξαναφώναξε η Φρόσω, που πολεμούσε να ασιάξει τις κλωστές στο διάσμα.
Η Κούλα δεν μπόρεσε να βαστάξει πια. Ήρθε κοντά στη Φρόσω και της είπε παρακαλεστικά:
- Απόψε τελειώνω τα ροδάκια. Δε μου δίνεις μια δραχμή μπροστά;
Η Φρόσω την αποπήρε:
- Δε μ’ αφήνεις και συ αποδώ; Άι τσακίσου· πιάσ’ τη δουλειά σου.
Κι άρχισε να υφαίνει.
Η Κούλα έφυγε κι η Φρόσω έβγαλε ως την άκρη την κλωστή. Περίεργη, σηκώθηκε ύστερα και πήγε στο στενό παράθυρο. Όξω η Μαριώ βαστούσε στο χέρι ένα κομμάτι μουσελίνα κλαρωτή φανταχτερά και τη δοκίμαζε απάνω της, μια στον κορσέ μια στο φουστάνι.
Και γύριζε και την παζάρευε.
«Γι’ αυτό ήθελε κι η άλλη τη δραχμή», είπε η Φρόσω.
Το φως απόξω, καθώς έμπαινε από το στενό μασγάλι, έπεφτε απάνω στο ξεθωριασμένο φόρεμά της. Κάτω στο σκούρο χώμα φέγγανε τα δάχτυλα, που βγαίνανε από το τρύπιο παπούτσι.
Η Φρόσω ακίνητη με σκυφτό κεφάλι τα κοίταζε.
Έπειτα γύρισε και ξανακοίταξε όξω. Η Μαριώ κρατώντας διπλωμένη τη μουσελίνα έμπαινε στην αυλόπορτα λιγώντας το κορμί. Αντικρινά κάθονταν οι αξιωματικοί και δυο άλλοι νέοι στο πλαγινό τραπέζι. Και το φως του δειλινού έγερνε στην ποταμιά ρίχνοντας απαλούς βιολετένιους ίσκιους πέρα στα λιοστάσια. Από τη μελικοκκιά όξω βοούσε το σμιχτό τραγούδι των πουλιών.
Το φως της μέρας ζάλισε τη Φρόσω. Από πάνω ακούστηκε το πάτημα της Κούλας, που έβγαινε στο μπαλκόνι.
Η Φρόσω είδε πως είχε ξεχαστεί κι έκαμε να γυρίσει να πάει στον αργαλειό. Μα οι αξιωματικοί από αντίκρυ προσηκωθήκαν και χαιρετήσανε.
Σταμάτησε και κοίταξε: Ποιος να περνά;
Ήταν ο πατέρας που έβγαινε από την αυλόπορτα. Η φουστανέλα του έφεγγε φρέσκη φρέσκη από το σκανταλέτο, τα τουζλούκια του φούσκωναν τουφωτά, οι πλατιές μανίκες του άσπρες σαν το χιόνι.
Η Φρόσω στάθηκε τεντωμένη και τον κοίταζε όσο που να χαθεί στο δρόμο. Ο σχολάρχης, που απαντήθηκε παραπέρα μαζί του, έβγαλε ως κάτω το καπέλο.
Η Φρόσω πήγε και κάθισε στον αργαλειό :
- Το σόι του Κρανιά δε χάθηκε μ’ όσα κι αν έλεε η θεια! Στο ίδιο σόι λογαριάζουν κι η Μαριώ κι η Κούλα καθισμένες στο μπαλκόνι.
Μια γειτόνισσα ήρθε και πρόδωσε της Φρόσως πως είδε τη Μαριώ να σμίγει, στο πίσω μέρος μ’ έναν αξιωματικό κι ο Γεσίλας έπιασε την Κούλα να κουβεντιάζει μ’ έναν άλλον στην αυλόπορτα.
Η Φρόσω θέλησε να ορμηνέψει τη Μαριώ. Η Μαριώ όμως της το ’κοψε μια και καλή :
- Κοίτα τον αργαλειό σ’ και ξεφορτώσου με.
Ο Γεσίλας κάτι ανταρεύτηκε κι αυτός της Κούλας, μα και κείνη είχε μάθει πρωτύτερ' από τη Φρόσω πως τον ησυχάζουν.
Κι έτσι δεν ταράχτηκε η ειρήνη. Η θεια δεν είναι δω να κλείσει το μπαλκόνι, ο πατέρας βγαίνει και κάθεται καμιά φορά και κείνος με τους αξιωματικούς και της Φρόσως της φτάνει μόνο να βλέπει ευχαριστημένον τον πατέρα.
Κι ο Θώμος Κρανιάς δεν είχε λόγο να μην είναι. Όχι πως προσπαθούσε να μη βλέπει τι έλειπε από τον πύργο του· μα δεν του έμενε καιρός γι’ αυτό. Μήτε η ανοιχτή καρδιά μήτε το βουνίσιο πνεύμα του είχανε θολώσει τόσο, μήτε το γέλιο κι η φωνή του είχανε χάσει τον ηχό τους, ώστε να καταντήσουν περιττά κι αδιάφορα για τα τσιμπούσια στα μεγέρικα και τα γλέντια στα περιβόλια. Με τη συνήθεια που πήραν όλοι να τον κράζουν ακόμα κύριο έπαρχο, κόντευε να λησμονήσει με τα σωστά πως ήτανε παυμένος. Απάνω κάτω κιόλα σα να του άρεσε καλύτερα η ζωή δίχως μπερδεψιές κομματικές, δίχως σκοτούρες με νομάρχες και δημάρχους. Μονάχα όταν αντίκριζε στο δρόμο καμιά πιάτα σκεπασμένη με λευκή πετσέτα να τράβα κατά το σπίτι του ταμία ή του ειρηνοδίκη, έπεφτε σε θλιβερή μελαγχολία λίγες στιγμές. Μα είχε πάλι το καλό να μην παρακωλυέται σε πράματα λυπητερά, είχε βρει κιόλας κάποιους ατζαμήδες στα χαρτιά κι ασφάλισε το χαρτζιλίκι της ημέρας κι έτσι ο καιρός ψευτοπερνούσε.
Ως πότε θα ψευτοπερνούσε, άρχισε πρώτη η Φρόσω να το ρωτά, όταν πια κάθε παλιό θυμητικό της μάνας ήταν αμανάτι κι οι πέντε δέκα της πεζούλες στο χωριό είχαν πουληθεί. Ο αργαλειός της δεν τα πρόφταινε όλα, η Μαριώ κι η Κούλα είχαν τις δικές τους έννοιες, ο Γεσίλας γύρευε πάντα τη δραχμή.
Μια μέρα, η Παναγιούλα, η μικρή ορφανή της πλύστρας του πατέρα, που πήγαινε κοντά του στην αγορά για τα ψούνια, γύρισε μ’ αδειανό κοφίνι.
Δεν έφερε ούτε το πλαστάρι το ψωμί.
Η Φρόσω έσκυψε το κεφάλι.
- Κι ο παλιοφούρναρης, είπε η Μαριώ. Ο πατέρας ήρθε το μεσημέρι δίχως όρεξη.
Είχε φτάσει και νέο γράμμα της θειας από το χωριό. Από καιρό ζητούσε να πάει μια, όποια θέλει από τις δυο ανιψιές να την κάμει θυγατέρα της.
Η Φρόσω τις παρακινούσε. Μα η Μαριώ έλεγε:
- Ας πάει η Κούλα. Κι αυτή απαντούσε:
- Ας πάει καλύτερα η Μαριώ. Ο πατέρας δε μιλούσε.
Τώρα εκεί που διαβάστηκε το γράμμα, γύρισε και κοίταξε τις κόρες του, τη μια μετά την άλλη. Έπειτα χαμήλωσε τα μάτια.
Τη νύχτα τον πειράξαν τα τραγούδια από το βελούχι αντίκρυ. Οι ξενύχτηδες τον ξέρανε πως του αρέσουν οι καλές φωνές και σιγά σιγά σιμώσανε με τις φυσαρμόνικες ως από κάτω απ’ τα παράθυρα.
Ο πατέρας τα ’βαλε με την Κούλα το πρωί. Πρώτη φορά.
- Θα σε λιανίσω, της είπε, εδώ που τους μαζώνεις.
Και της έδειξε το ραβδί του καθώς έφευγε για τον καφενέ.
Το άλλο βράδυ άνοιξε το παράθυρο και φοβέριξε τους ξενύχτηδες πως θα κατέβει και σε κείνους με το ξύλο.
Και το πρωί το σήκωσε και στη Μαριώ, που τον ξαδιαντράπηκε. Του είπε πως δεν τραγουδούνε γι’ αυτή:
- Μαζώνουντι για του…
Σταμάτησε, μα σαν είδε πως ο πατέρας δεν ένιωθε, το απόσωσε:
- Για του χαϊδιάρ’ σ’, σαν του θέλις να σ’ του που.
Ο πατέρας έφυγε φοβερίζοντας την πως θα τη στείλει στο χωριό στη θεια.
Οι τραγουδιστάδες τραβηχτήκανε λίγο μακρύτερα. Απόμεινε μονάχα ο λογιστής της Τράπεζας κι ο φοιτητής. Δε θέλανε να το πάρουνε για τελειωμένο πως τους ξετοπίσαν οι αξιωματικοί και σταματούσανε μπροστά στην κούλια μ’ ένα μαντολίνο και με δίστιχα πειραχτικά. Μα οι αξιωματικοί τους τρίξανε τα δόντια κι έτσι συχάσανε κι αυτοί.
Ωστόσο δεν ξαναήρθε ο ήσυχος ύπνος στον Κρανιά.
Μέρα με την ήμερα άρχισε να παραξενεύει κιόλας και στον καφενέ, να χάνει την υπομονή, άμα δε βοηθούσε το χαρτί να θυμώνει με τους φίλους, άμα δε δίνουν ό,τι του χρειάζεται.
Η αλλαγή του πρώην επάρχου τους δεν είναι ευχάριστη σε πολλούς στην πόλη και πολλοί είναι που σμίγουνε με τη Φρόσω τα παρακάλια τους να ’ρθει ο διορισμός.
Κι αυτός αργεί τη φορά τούτη περσότερο παρ’ ότι το πρόσμενε κι ο ίδιος ο Κρανιάς. Του κάκου χαλά τα μάτια του και χάνει τον καιρό στον καφενέ διαβάζοντας τ’ αντιπολιτευόμενα άρθρα, μαλώνει συζητώντας με τους φίλους, γράφει και ξαναγράφει του ξαδέρφου. Η κυβέρνηση δεν έχει κίνδυνο να πέσει. Φόβος είναι μη φάει και τα τέσσερα χρόνια.
Και τα έφαγε με τα σωστά. Όταν τη ρίξαν οι εκλογές κι ο βουλευτής Κρανιάς έστειλε του ξαδέρφου του το διορισμό, ήταν αργά πια. Από το στερνό ταξίδι του ο Θώμος Κρανιάς δεν έφερε μαζί του μόνο τ’ ορφανό της πλύστρας του, μα κι ένα σφάχτη στο πλευρό κι ένα βήχα κούφιο. Τον πήρε στην αρχή αψήφιστα, όσο που του αναδρίμωσε άξαφνα κι ο αέρας της ακροποταμιάς δεν ήταν ο αέρας που του χρειαζότανε για να πάρει το καλύτερο. Ο διορισμός τον ευρήκε στο κρεβάτι, κι έπεσε στο κρεβάτι ο Θώμος Κρανιάς για να μην ξανασηκωθεί.
fdymv9hq9iioxmjv3cw7fnwgz2x8nqm
148256
148245
2022-07-21T15:45:02Z
Chalk19
8498
wikitext
text/x-wiki
{{κεφαλίδα
| τίτλος = [[../]]
| συγγραφέας = Κωσταντίνος Χατζόπουλος
| μεταφραστής =
| ενότητα = Α
| προηγούμενο=
| επόμενο = [[../Β|Β]]
| σημειώσεις =
}}
- Κελεπούρ’ με τα σωστά, είπε μέσα του ο Θώμος Κρανιάς ρίχνοντας το μάτι προς το παλιό στενόψηλο σπίτι εκεί μπροστά του, ενώ ροφούσε τον καφέ στον ίσκιο της γέρικης μελικοκκιάς.
Στα κλαδιά της μελικοκκιάς κελαδούσαν τα πουλιά και στον απομεσημεριάτικο ουρανό αργοκυλούσαν αριόλευκα τα σύννεφα του Μάη.
Η Φρόσω, η μεγάλη κόρη του Κρανιά, καθισμένη κοντά του είχε αφήσει κι έπεσε στην ποδιά της το κέντημα και κοίταζε τα σύννεφα κι άκουε τα πουλιά.
Ο μικρός Γεσίλας με τον κόρφο του γεμάτο χλωρούς καρπούς απ’ τη μελικοκκιά, μικρούς και στρογγυλούς σα σκάγια, πήγαινε ολόγυρα στη φράχτη και σημάδευε με τη σκάστρα τα σπουργίτια, η Μαριώ κι η Κούλα κυνηγιόντανε ξυπόλυτες στον κήπο.
Ο Θώμος Κρανιάς έριξε γύρω μιαν ήσυχη ματιά. Έπειτα ανασήκωσε το μακρύ του νυχτικό και το ’ζωσε στη μέση με το λουρί, πήρε το κλαδευτήρι κι ανέβηκε στη σκάλα την ακουμπημένη στον κορμό ενός φράξου παραπέρα, όπου κρεμότανε μια κληματαριά φτακύλι. Το είχε κλαδέψει πριν και τώρα γύρευε να το κλαρώσει πιο ψηλά.
Η κυρα-Θώμαινα, που μόλις ξυπνημένη πλενότανε στο νεροχύτη στην κορφή της σκάλας του σπιτιού, είδε τον άντρα της σκαρφαλωμένο τόσο ψηλά και τρόμαξε:
- Άνθρωπε, έχει το νου σ’! Άσ’ το να πάει στην οργή! του φώναξε.
Και κατέβηκε τη σκάλα σκουπίζοντας το πρόσωπο με την ποδιά της.
Όταν πλησίασε τον άντρα της, είχε κατεβεί και κείνος και κοίταζε το κλήμα.
- Καλά δεν το ’δεσα; είπε. Δεν το φτάνουν τώρα. Εννοούσε τα παιδιά. Τσιμπούσανε τις αγουρίδες, που τις χρειαζόντανε ν’ αυγοκόβουνε τη σούπα.
Και πρόστεσε:
- Γλιτώνουμ’ έτσι τα λεμόνια.
- Και το ρετσινόλαδο, δε λέω. Μα δε σ’ λλογιέσ’ αν παραπάταγες; Είσαι βαρύς, είπε η κυρα-Θώμαινα.
Ο Θώμος Κρανιάς την κοίταξε μια στιγμή στα μάτια. Έπειτα πήγε κοντά της, τη χτύπησε στον ώμο κι είπε:
- Καλά δε βολευτήκαμ’, ε; Κελεπούρ’ με τα σωστά.
Έδειξε τον πύργο εκεί, την κούλια του ακροπόταμου, καθώς τη λέγανε στον τόπο. Την είχε χτίσει αυτού στον όχτο κάποιος Σουλιώτης καπετάνιος για ν’ αγναντεύει τα βουνά του τόπου του και τώρα την αγόρασε ο Θώμος Κρανιάς για να τρυπώσει μέσα τα παιδιά και τη γυναίκα του σαν ξαναβρέθηκε παυμένος ξαφνικά.
- Καλά να λέμε, έκαμε ν’ αναστενάξει η κυρα-Θώμαινα. Μα θυμήθηκε πως ήτανε και δικό της θέλημα να μην κουβαληθούνε μεσοχείμωνα στο χωριό, μα να περιμένουν τον ξαναδιορισμό εδώ στην πόλη - κι έπνιξε τον αναστεναγμό. Κούνησε το κεφάλι κι έκαμε προς το σπίτι.
Η Φρόσω καθισμένη κάτω από τη μελικοκκιά κεντούσε και κοίταζε τα σύννεφα.
Ο Θώμος Κρανιάς έπιασε τώρα και κέντρωνε μια αγριοσκιά.
Το αεράκι της ποταμιάς του χάδευε το μέτωπο, από τις ράχες γύρω αχούσανε κουδούνια και βελάσματα, ο ήλιος φώτιζε μαλακά την πρασινάδα της λαγκαδιάς, τα γέλια των παιδιών γεμίζανε τον κήπο κι ο αργαλειός της κυρα-Θώμαινας άρχισε ν’ αργοβροντά, σα να βαστούσε από τον πύργο απόβαθα το ρυθμό της ήσυχης ζωής.
Ο Θώμος Κρανιάς, εκεί που έδενε με την καινούρια φλούδα τον κορμό, σταμάτησε:
Κρίμα που δεν έκλεισε ακόμα τη σύνταξη! Ας πηγαίνανε στην οργή και τα πλιάτσικα και τα πεσκέσια και το κόμμα του Κρανιά.
Το κόμμα και το σόι του Κρανιά ήταν από τα παλιότερα στην επαρχία με τ’ ατέλειωτα βουνά και τους εννιά δήμους, ξακουστούς για τ’ αρχαιόπρεπα ονόματά τους, τα κόκκινα ξυνόμηλα και τις μακριές καμπυλωτές μύτες των κατοίκων τους. Έναν απ’ αυτούς τους δήμους κυβέρνησε ο Θώμος Κρανιάς τέσσερα χρόνια μια φορά. Μα η ανάγκη το απαίτησε ν’ αφήσει αλλουνού την έννοια αυτή, η γυναίκα του σα να τραβήχτηκε και κείνη περσότερο από τον τίτλο της κυρα-επαρχίνας κι έτσι η φαμελιά του Θώμου Κρανιά πήρε το ραβδί του στρατοκόπου και τριγύρισε κοντά δεκαπέντε χρόνια μπαγάζια και παιδιά σε κάμπους και βουνά και πέλαγα.
Το περιδιάβασμα κατάντησε να ξεκινά μοιραία από την πόλη αυτή κοντά στον ποταμό. Όχι γιατί ο Θώμος Κρανιάς είχε καημό σαν το γεροσουλιώτη ν’ αγναντεύει από το μπαλκόνι του επαρχείου μακριά τις άκρες των πατρικών βουνών - μεγαλύτερο καημό είχε όπου ήταν τα πεσκέσια πιο πολλά - μα από κείνα τα βουνά κατεβαίνανε και ξεχειμάζαν ένα γύρο στον κάμπο τα κοπάδια κι η αργατιά του τόπου του. Η αργατιά αυτή έστελνε βουλευτή τον ξάδερφό του, γι’ αυτό και κείνος όταν ερχότανε στην εξουσία βιαζότανε να στείλει εδώ έπαρχο το Θώμο. Αυτός ήταν ο λόγος που όταν άλλαζε η κυβέρνηση, από την πόλη εδώ κοντά στον ποταμό έπαιρνε τις περσότερες φορές το φύσημά του ο έπαρχος Κρανιάς. Μα τη φορά αυτή δεν μπόρεσε η αργατιά να στείλει στη βουλή τον ξάδερφο κι αντίς το φύσημα που πρόσμενε, έλαβε ξαφνικά την πάψη του.
Αυτού απάνω βρέθηκε σωτηρία η κούλια του Σουλιώτη καπετάνιου. Στις δυο της κάμαρες έπρεπε να στριμωχτεί όπως όπως η φαμελιά κι η πρώην επαρχίνα να στήσει στο κατώγι τον αργαλειό για τα προικιά της Φρόσως. Ήτανε ο αργαλειός, όπου ύφανε η μάνα της και τα δικά της προικιά κι η επαρχίνα τον κουβαλούσε χρήσιμο θυμητικό, όπου πήγαινε.
Έτσι τους βρήκε η άνοιξη κάτω από σκεπή δική τους. Όσο κι αν ήτανε στενά εκεί μέσα, όμως ήτανε ο αέρας καθαρός και το απόμερο κι η μοναξιά σαν παραγγελμένα για να τρέχουν τα παιδιά ξυπόλυτα και να γλυτώνουν τα παπούτσια κι η πρώην επαρχίνα να κάνει μόνη με τη Φρόσω όλες τις δουλειές δίχως να τις βλέπει μάτι.
- Καλά βολευτήκαμε, συλλογιζόταν ο Θώμος Κρανιάς ενώ ξανάνιωνε τον κήπο και μια θλίψη έσμιγε μέσα του με τη χαρά της ώρας, που θ’ άλλαζε η κυβέρνηση και θα τον ξανάριχνε στο σήκω-απίθω.
Η κυβέρνηση δεν άργησε ν’ αλλάξει ο Θώμος Κρανιάς ήρθε τρεχάτος ένα βράδυ στον πύργο με το μήνυμα κι η κυρα-Θώμαινα άρχισε την άλλη μέρα να σιγοετοιμάζεται. Ο δισταγμός ήτανε μόνο αν τα μπαούλα θα δεθούνε για μακρινό ταξίδι η μονάχα για το επαρχείο μέσα στην πόλη.
Απάνω αυτού όμως ήρθε το ανέλπιστο. Η νέα κυβέρνηση κατάργησε τα επαρχεία κι ο Θώμος Κρανιάς έπρεπε να στρέξει να πάει γραμματικός σε νομαρχία.
- Γραμματικός! Αδύνατο! φώναξε και ξαναφώναξε, ενώ η γυναίκα του μουρμούριζε:
- Να ’τανε κάνε διαυτεντής!
Το γράψανε του ξαδέρφου και προσμένανε. Μα όσο έπεφτε το μάτι στα πόδια των παιδιών και στα σύννεφα, που όλο και χαμηλώναν από τα βουνά, όσο έπαιρνε να δυναμώνει το βοριαδάκι της ποταμιάς κι ο μπακάλης να στέλνει να ζητά συχνότερα όσα του χρωστούσαν, άρχισε κι η κυρα-Θώμαινα να πέφτει.
Μα η δυσκολία δεν ήτανε μόνο στο πως θα ’πεφτε η μύτη. Κάθε φορά που κόντευε να πείσει τον άντρα της, έβγαινε κείνος με το πρόβλημα:
Δίχως νοίκι τζάμπα πια, δίχως τυχερά, δίχως πεσκέσια πώς θα τα βγάλουν πέρα έξι νομάτοι με το μιστό ξερό;
Η γνωστικάδα της κυρα-Θώμαινας ξαναβρήκε τη λύση: Να πάει ο άντρας της μοναχός στη θέση του. Αυτή και τα παιδιά με τα λιγοστά που θα τους στέλνει θα οικονομηθούνε καλύτερα εδώ στην ερημιά παρά στην πολιτεία όπου θέλουνε λούσα, φορέματα, σπίτι καλό και χώρια δούλα. Εκεί πρέπει να φαίνουνται καθώς αξίζει στη θέση τους και στ’ όνομα της φαμελιάς. Εδώ συνήθισαν, εδώ, όπως και να ζούνε, τους ξέρει και τους τιμά όλος ο κόσμος.
Ο Θώμος Κρανιάς αναγνώρισε τη λογική και με καρδιά θλιμμένη παράτησε τον πύργο του ακροπόταμου και το σκάλισμα στον κήπο.
Ο χωρισμός δεν ήταν και για τη γυναίκα του λιγότερο πικρός κι ήρθανε στιγμές που μετάνιωσε για την απόφασή της. Μα οι λόγοι που έφερνε στον άντρα της δεν ήταν οι μόνοι που την κάμανε να πάρει τέτοια απόφαση.
Η κυρα-Θώμαινα είχε στο νου της και κάτι άλλο· το ίδιο πράμα που την έκαμε πρωτύτερα να προτιμήσει τη στενή κούλια του Σουλιώτη από την απλοχωριά του αρχοντικού της αδερφής της στο χωριό. Ένα πλουσιόπαιδο του τόπου εδώ τριγύριζε τη Φρόσω από καιρό, από τότε που κατοικούσαν ακόμα στο επαρχείο. Στο πρώτο δεν της άρεσε της μάνας. Η σειρά της θυγατέρας της δεν ήτανε να κρεμιέται στα παράθυρα. Τη φοβέριξε πως θα της κόψει τα μαλλιά, πως θα βάλει τον πατέρα της να τη λιανίσει, μια μέρα κιόλας που την ξαδιαντράπηκε της άστραψε η ίδια δυο τρεις στα μάγουλα. Μα σιγά σιγά ήρθε δίχως να το νιώσει σε λογικότερο στοχασμό: Αν η κόρη της δεν κοιτάξει μοναχή της, θα της βρει τον άντρα; Θα τόνε βρει ο πατέρας της στον καφενέ ή θα ’ρθουν από μοναχά τους τα πριτζηπόπουλα να τη γυρέψουν; Τ’ όνομα της φαμελιάς της τίμιο είναι βέβαια κι ακουσμένο κι η κόρη της νοικοκυρά και κοντά στ’ άλλα κι όμορφη, μα καθώς κατάντησε ο καιρός μας όλοι οι γαμπροί ρωτούνε πρώτα πόσα έχει η νύφη. Κι η κόρη της πού να τα βρει; Από το καζάντι του πατέρα της με το επαρχιλίκι, ή από τις πέντε δέκα πεζούλες, που έχει προίκα της η μάνα στο χωριό; Άλλο δεν της μένει λοιπόν παρά πως να μπερδέψει κάποιον με την ομορφιά της και να σιγουρευτεί. Δύσκολα χρόνια. Οι άλλες δυο κατόπι της αξαίνουνε με το φουρκίδι.
Έτσι στοχαζόταν η κυρα-Θώμαινα κι άρχισε να κλείνει τα μάτια στο αργολάβισμα της κόρης της. Κάποιους φόβους που είχε για το σκοπό του νιου που την τριγυρνούσε, τους σκόρπισε η απόκριση μιας φιλενάδας της, μιας προεστής, που την έβαλε να τον ξετάξει απόξω απόξω:
- Το παιδί έχει καλό στο νου του, ζουρλαίνεται για την επαρχοπούλα και καρτερεί μονάχα να γένει δικαστής κι απέ να τη γυρέψει τίμια από τον πατέρα της. Τώρα φοβάται κιόλας μη δεν του τη δώσει.
- Μη δεν του τη δώσει! είπε μέσα της η επαρχίνα, μα δεν το ξεστόμισε. Η υπεροχή στο σόι της κόρης της, που αναγνώριζε το τέκνο του μπακάλη μ’ όλα τα πλούτη του, της ξύπνησε μέσα της την αρχοντική περηφάνια κι αυτό την έκαμε να πάρει αέρα και να μουρμουρίσει μόνο:
- Σαν έρθ' η ώρα, τον πατέρα της τον καταφέρνουμε.
Και περιμένοντας την ώρα αυτή άφησε τον άντρα της να φύγει μοναχός. Πολλές φορές στοχάστηκε να του το πει, να μοιραστεί μαζί του την ωραία ελπίδα, μα τον πειρασμό τον νίκησε πάντα η ιδέα πως θα ’ρθει καλύτερα, αν τον ξαφνίσει με τελειωμένο πράμα. Η κυρα-Θώμαινα δεν αγαπούσε τα μπερδέματα. Όσο κι αν ήξερε πως ο άντρας της δεν παρανακατεύεται με γυναίκειες δουλειές, ωστόσο «τι τα θες και τα γυρεύεις, ο άνεμος έχει πολλά ποδάρια», στοχαζότανε πάντα και σώπαινε και περίμενε.
Μα η μοίρα άλλα λογάριαζε. Απάντεχα, πριν να περάσει χρόνος που χωρίστηκε από τον άντρα της, άξαφνος θάνατος τη χώρισε από τα σχέδια και τα όνειρά της.
- Μάνα, μην μπαίνεις στα νερά κι εισ’ ασυνήθιστη· δεν είναι καλοκαίρι ακόμα, την παρακάλεσε η δόλια η Φρόσω, σαν την είδε που έπιασε να σφουγγαρίσει μονάχη μεσοχείμωνα.
Μα ερχότανε γιορτές και περίμεναν κιόλας τον πατέρα. Κι έτσι ο Θώμος Κρανιάς, μόλις πρόφτασε το ξόδι της. Τόσο γοργά έκαμε το θάμα της η πούντα της ακροποταμιάς.
Κοντά στη θλίψη της χηριάς ξαναβρέθηκε ο Θώμος Κρανιάς μπροστά στο πρόβλημα: Τι να κάμει τα ορφανά; Να τα πάρει μαζί του, δύσκολο· να τ’ αφήσει μόνα τους, αποκλεισμένο. Η αδερφή της μακαρίτισσας, που είχε τρέξει στο ψυχομάχημά της από το χωριό, τον έβγαλε από τη στενοχώρια. Προσφέρθηκε να μείνει αυτή προσωρινά με τα παιδιά. Παρηγοριά ανέλπιστη. Μαζί της έμενε στον πύργο κι η σύνταξή της, σύνταξη χήρας λοχαγού. Κι έτσι ο Θώμος Κρανιάς ξαναχωρίστηκε από τα ορφανά του με την καρδιά διπλά ησυχασμένη.
Σε καλά χέρια τ’ άφηνε. Η θεια τους ήτανε γυναίκα όπως την ήθελε. Αν και παντρεμένη είκοσι χρόνια με αξιωματικό, έμεινε στην παλιά συνήθεια και δεν άφησε το σπίτι στο χωριό για ν’ ακολουθήσει τον άντρα της στις πολιτείες. Έτσι απόμεινε η αυστηρή απελέκητη χωριάτισσα, η νοικοκυρά, το άγρυπνο μαντρόσκυλο που χρειαζότανε τ’ ορφανεμένο σπίτι.
Όσο ήτανε ζωντανή η γυναίκα του, ο Θώμος Κρανιάς δε σκοτίστηκε ποτέ για τη φαμελιά του. Όχι πως δεν αγαπούσε τη γυναίκα του, ή πως η καρδιά του δεν ένιωθε την πατρική χαρά, μα την έννοια του σπιτιού την είχε όλη απάνω της η μακαρίτισσα. Αυτός είχε σκοτούρες άλλες. Το επαρχείο, την πολιτική την αργατιά από τα βουνά του κι ακόμα μεγαλύτερη τον καφενέ. Ζιαφέτα και χαρτιά ήταν αδυναμίες του μεγαλύτερες από τις σπιτικές μικροχαρές. Είν’ αλήθεια πως με πολλή όρεξη έτρωγε το μπορέκι από τα χέρια της κυρα-Θώμαινας, μα με περσότερη ξεψάχνιζε μια πλάτη αρνιού σε συντροφιά φίλων· μ’ ευχαρίστηση ρουφούσε το κρασί του ζεσταμένο στην πύρα της γωνιάς του επαρχείου, δίπλα στο νυχτέρι της γυναίκας και της κόρης του, χαδεύοντας στα γόνατα του το μικρό Γεσίλα, ωστόσο σα ν’ ανάσαινε η καρδιά του με πιο απόλαψη μέσα στους πνιγερούς καπνούς ενός στενού καμαρινιού στον καφενέ, όταν εύρισκε το ρήγα του μια τέταρτη και σήκωνε την μπάγκα. Το συχνότερο ήτανε πως δεν την εύρισκε κι η μακαρίτισσα το μάντευε την άλλη αυγή από το χαλασμένο κέφι του.
- Δε συλλογιέσαι τα παιδιά, καημένε, τον γκρίνιαζε.
Μα αυτός γελούσε: «Βίτσιο αρχοντικό», της απαντούσε· «το κληρονόμησ' από τον πατέρα μου μαζί με το σόι. Και συ γι’ αυτό το σόι με πήρες, όχι για το καζάντι μου».
Με το σόι δικαιολογούσε πάντα κάθε παραπάτημά του ο Θώμος Κρανιάς. Ήξερε τι σεβασμό του είχε η γυναίκα του και το άδραζε κάθε φορά. Εκείνη ήξερε πάλι την κάθε αδυναμία της γενιάς του αντρός της και δεν τον άφηνε από το κοντό. Δεν ήτανε μόνο τ’ όνομα της κυρά επαρχίνας, που την έκανε να τον ακολουθά μαζί μ’ όλα τα τσούρδελα και τον αργαλειό της μάνας της παντού όπου τον πετούσε η υπηρεσία. Κι αν τον άφησε στα τελευταία να φύγει μοναχός, θαρρούσε πως τα χρόνια του γιατρέψανε πια μιαν άλλη αδυναμία της γενιάς του, μιαν αδυναμία που της θόλωνε την ευτυχία περσότερο από την τράπουλα. Κι αν έκλεισε σ’ αυτή τα μάτια σ’ όλη τη ζωή της, ο λόγος ήτανε γιατί την έριχνε με τα σωστά στο σόι. Η χωριάτικη αρχοντιά του τόπου της την είχε συνηθίσει, της είχε ριζωμένη μέσα της μια πίστη σα σε νόμο φυσικό, πως το σόι πρέπει να το παίρνει κανένας όπως είναι, μ’ όλα τα καλά και τα κακά του, μ’ όλες τις αρετές και τα ψεγάδια.
Όσο για τον άντρα της, αυτός δεν έδωσε ποτέ του σημασία πολλή στο σόι, τουλάχιστο ανώτερη από την πραχτική. Όσο ήταν έπαρχος, η θέση του ασφάλιζε την καλοπέραση που γύρευε μονάχα στη ζωή· σαν ερχόταν η πάψη, τότε γύριζε στο σόι που του χρειαζότανε για τον ψωμά και τον μπακάλη. Τώρα όμως που χήρεψε, τώρα που ήτανε ν’ αφήσει πίσω τα ορφανά του, το ξαναθυμήθηκε. Του φαινότανε πως το άφηνε κοντά τους σα φύλακα και παραστάτη. Το σόι του Κρανιά δεν ήτανε ντόπιο βέβαια στην πόλη κοντά στον ποταμό, μα πάλι ούτε κι ολότελα άγνωστο. Η αργατιά, που ξεχείμαζε στον κάμπο και δεν έπαψε ποτέ να προσκυνά την αυλόπορτα του πύργου, ήτανε το μεγαλύτερο σημάδι του, κι αρχοντιά και πλέμπα εδώ στην πόλη δεν μπορούσανε να μην το σεβαστούν.
Και αληθινά ο Θώμος Κρανιάς δεν είχε άδικο να βασίζεται σ’ αυτό. Η γυναικαδέρφη, που έμεινε με τα παιδιά, δεν έλαβε αφορμή να επιθυμήσει τις τιμές και τις φροντίδες που παράτησε στο χωριό. Ούτε η παλιόκαπα του τόπου της, ούτε οι προεστές της πόλης κοντά στον ποταμό την αφήσανε μοναχή στη θλίψη της· οι εννιά, οι σαράντα και το ξάμηνο της επαρχίνας μοιρολογηθήκανε, όπως κι η θανή της, από τις καλύτερες νοικοκυρές του τόπου, καμιά δεν έλλειψε να μη συλλυπηθεί και να παρηγορήσει με τη συνοδειά της τον πύργο του ακροπόταμου. Κι όσο για την καθημερινή ζωή εκεί μέσα, ο πύργος σα ν’ άλλαξε μόνο κυρά και τις κουρτίνες, που βαφήκανε μαύρες για τη λύπη της μακαρίτισσας. Όλα τ’ άλλα ξακολουθήσανε το συνηθισμένο δρόμο τους. Η σούπα δεν έπαψε ν’ αυγοκόβεται με τις αγουρίδες της κληματαριάς, ο Γεσίλας να κυνηγά τα σπουργίτια ολόγυρα στις φράχτες, η Μαριώ κι η Κούλα να μη μαζεύουνται από τη γειτονιά κι η Φρόσω να παραμονεύει πίσω από την κουρτίνα το πέρασμα του πλουσιόπαιδου.
Η άνοιξη ξαναήρθε, τα πουλιά κελαδούνε στη μελικοκκιά κι η λαγκαδιά της ποταμιάς γέμισε γαλάζιους ίσκιους. Μαζί τους σέρνεται κει κι ο ίσκιος του πλουσιόπαιδου. Η Φρόσω έλπιζε τώρα πως με τη μαύρη φορεσιά και τη χλομάδα της ορφάνιας θα το αποτρέλαινε και θα το ανάγκαζε να δώσει γλήγορα ένα τέλος.
Η θεια τη βοήθησε. Να κάθεται να κεντά στον κήπο κάτω από τον ίσκιο της μελικοκκιάς πρι να χρονιάσει η μάνα δεν την άφηνε, όμως να πλένει στο γιαλό την έστελνε. Η σύνταξή της δεν έφτανε για να πληρώσει πλυστικά κι η δουλειά για τη χωριάτισσα δεν είχε ούτε ντροπή ούτε λυποκράτημα.
Η Φρόσω πετούσε κάτω εκεί τη μαύρη σκέπη κι άφηνε να στράφτουνε στον ήλιο τα μαλλιά.
«Κι έφεγγε ο γιαλός κι έλαμπε ο τόπος»
Η σχολάρχαινα άκουσε πρώτη απόμακρα το νυχτερινό τραγούδι του πλουσιόπαιδου κι έτρεξε ν’ ανοίξει τα μάτια της χωριάτισσας. Μα ήταν αργά. Τ’ απόμερα της ποταμιάς είχαν προδώσει στη γειτονιά το μυστικό. Μια πολύτροπη γριά βάλθηκε γλήγορα να το σκεπάσει να μη βγει στο φως. Ωστόσο ψιθυρίστηκε και μέσα στην πόλη και το πλουσιόπαιδο χάθηκε κείθε ξαφνικά.
Η θεια κλείδωσε τη Φρόσω στο κατώγι. Της έκοψε τα μαλλιά, την ξιπόλυσε και περίμενε να ’ρθει ο πατέρας να της χαρακώσει και να της αλατίσει τα ψαχνά. Μόνο με δικό της δάρσιμο δεν έσβηνε η ντροπή.
Είναι αλήθεια πως αυτή δεν ήταν πρωτόλουβη στη γενιά. Δεν είχε ανάγκη να της το θυμίσει η σχολάρχαινα, που τώρα λυπότανε τη Φρόσω και γύρευε να μαλακώσει τη χωριάτισσα.
Η χωριάτισσα δεν ξέχασε πως κι η ίδια η Φρόσω παράστεκε κάτι περσότερο από πνεύμα την ώρα που ευλογούσε ο παπάς το γάμο των γονιών της. Ωστόσο η τωρινή περίσταση δεν είναι η ίδια. Ο Θώμος Κρανιάς είχε το φόβο πως, μ’ όλο το σόι του και το μαύρο το μουστάκι, ο δήμαρχος Φασίτσας δεν τον έκανε και τόσο χάζι για γαμπρό και γύρευε ν’ ασφαλιστεί. Δεν έγινε άφαντος. Και τέλος ο Θώμος Κρανιάς ήτανε το εγγόνι του προεστού Κρανιά, ο γιος του φαλαγγίτη ταγματάρχη, που είχε το κορμί σπαρμένο βόλια, τα δάχτυλα φαγωμένα από το μπαρούτι κι όχι αργασμένα από τα τυριά και βρόμικα από τις σαρδέλες, σαν τον πατέρα του ξεπλανευτή της Φρόσως.
Το τελευταίο αυτό αγριεύει περσότερο την καπετάνισσα. Να γινότανε η ντροπή στο σύνορό της ο άνομος δε γλίτωνε εύκολα. Μα εδώ στον ξένο τόπο τι μπορεί να κάνει; Η αργατιά του τόπου της ξέρει μονάχα να την παρακαλεί να στέλνει στον εισπράχτορα και στον ειρηνοδίκη. Εκείνοι, που είναι για να εκδικούνται τους αρχόντους τους, δεν αργατεύονται με το τσαπί, ούτε φυλάν κοπάδια· τα δεκατίζουνε μονάχα.
Η σχολάρχαινα κι η υπομοιραρχίνα πολεμούνε να την παρηγορήσουν:
«Σαν έρθει ο Κρανιάς, θα λογαριαστεί σαν άρχοντας με τον παλιό μπακάλη».
Τέλος την κατάφεραν κι έβγαλε από το κατώγι την ανιψιά. Μα δεν της έβγαλε και τα κουρέλια από το κορμί, δεν της έδωσε ούτε τα ποδήματα, ούτε θέση στο τραπέζι.
Θέλει να το βλέπει ο κόσμος πως η αρχόντισσα δεν δέχεται την ατιμία. Έτσι τιμώρησε μια φορά την αδελφή της κι ο δήμαρχος Φασίτσας. Για τη συχωρεμένη πέσανε τότες οι δικοί κι η οργή του πατέρα πράυνε κι έδωσε τέλος την ευχή του στο στεφάνωμα με το γιο του φαλαγγίτη ταγματάρχη.
Η Φρόσω ξέρει καλά πως η θεια θα ’τανε πιο πρόθυμη από το μακαρίτη τον παππού της να στρέξει σε παρόμοιο τέλος και στη δική της περίσταση, όμως ένα τέτοιο τέλος δεν της περνά στο νου μήτε σαν όνειρο. Νιώθει καλά πως το πλουσιόπαιδο χάθηκε για παντοτινά. Κοιτάζει μόνο πως να γλιτώσει από τη χωριάτισσα κι από το μικρό Γεσίλα, που άρχισε να αιστάνεται κι αυτός την προσβολή και να της τη φωνάζει, αν δεν τον προλάβει με μια κουταλιά γλυκό, μια φούχτα μύγδαλα ή ένα δίλεπτο κλεμμένο με καρδιοχτύπι από το κομπόδεμα της θειας. Και περιμένει τον πατέρα να ’ρθει να τη σκοτώσει, όπως τη φοβερίζουν όλοι κάθε μέρα.
Όταν ήρθε τέλος μια λαμπρή στον πύργο του ο Θώμος Κρανιάς, η χωριάτισσα ξαφνίστηκε. Όχι μόνο δεν έβρισε και δεν έδειρε την κόρη του, μα την αγκάλιασε κιόλας εκεί που τον προσδέχτηκε κάτω στην αυλόπορτα.
Η χωριάτισσα περίμενε τον γαμπρό της να ’ρθει να τρίξει δόντια και να σπάσει κόκαλα, να γυρέψει ακόμα λόγο κι από αυτή την ίδια πως έκλεισε τα μάτια κι άφησε τη ντροπή να μπει στο σπίτι του. Και τώρα βλέπει μπροστά της έναν πατέρα αδιάφορο, έναν άρχοντα δίχως οργή και δίχως δίψα να εκδικηθεί ένα γιο μπακάλη, που ατίμασε και καταφρόνεσε το σόι του.
Δεν ξέρει πως να το εξηγήσει. Του κάκου περιμένει να της κάμει λόγο πρώτα εκείνος. Περνούν οι μέρες κι ο Θώμος Κρανιάς σωπαίνει.
Η σχολάρχαινα πιστεύει πως θα ’χει στο νου του κάνα σκέδιο και δε θέλει να το φανερώσει.
«Δε μπορεί· μίλησε με τον πατέρα του παιδιού και του ’ταξε πως θα την πάρει κι ησύχασε». Είναι βέβαιη κι η υπομοιραρχίνα.
Μα η χωριάτισσα δεν ησυχάζει.
«Θα του πιάσω πρώτη εγώ κουβέντα»· αποφασίζει κάθε μέρα. Όμως η γλώσσα της δε λύνεται. Τόνε φέρνει αποδώ αποκεί του μιλεί για το αγόρι του που άρχισε να μπιρμπαντεύει, για τις μικρότερες που δε μαζεύουνται από τη γειτονιά. Από το σοκάκι της Φρόσως φοβάται να περάσει. Ο λόγος έρχεται στα χείλη της, όμως δε βγαίνει. Γιατί σα να μη θέλει να βγει κι από το νου της πως κι αυτή δεν έκαμε το χρέος της, δεν είχε τέσσερα τα μάτια στο θηλυκό της αδερφής της.
Κι έτσι περνούν οι μέρες. Ο γαμπρός της πάει κι έρχεται στον καφενέ κι η χωριάτισσα κλαίγεται στις φιλενάδες για την ξενοιασιά του.
Η Φρόσω, αντίς το θάνατο που πρόσμενε να της έρθει με τον πατέρα, αντίκρισε στην όψη του κάτι που το θαρρούσε χαμένο, αγύριστα. Η ζωή της σα να είχε σβήσει για παντοτινά θαμμένη μέσα στο κατώγι και στη μαύρη σκέπη, που φορεί ακόμα από το θάνατο της μάνας· από κάτω της δεν έκρυψε μονάχα τα κομμένα μαλλιά και τα στεγνωμένα μάγουλα, μα και κάθε χαρά και γέλιο.
Και τώρα ξαφνικά ο πατέρας της φέρνει έν’ απόλαμπο ιλαρό κι ανέλπιστο. Το χαμόγελο που έχει πάντα στα χείλη του γι’ αυτή, το μάτι του, που πέφτει απάνω της γεμάτο αγάπη, κάνουν και τα δικά της χείλη να γελάσουνε μια στιγμή κι η λαλιά της σα να βρίσκει στο πλευρό του έν’ απόφωνο από τον παλιόν αχό της.
Ξαφνίζεται από αυτό κι η ίδια. Σιγά σιγά θαρρεί κι αρχίζει να ξαναζεί. Στην ψυχή της ανοίγεται μια αγάπη απέραντη, πιο απέραντη από τη θλίψη της κι ωστόσο της φαίνεται πολύ μικρή, πολύ στενή να κλείσει μέσα τον πατέρα. Τα μάτια του θέλει να βλέπει πάντα, τη φωνή του θέλει ν’ ακούει πάντα. Την αυγή τον περιμένει με καρδιοχτύπι να ξυπνήσει, το μεσημέρι λαχταρά πότε ν’ ακούσει το πάτημα του στην αυλόπορτα, το δειλινό σαν να ξαναγνωρίζει την άνοιξη ένα γύρο του στον κήπο. Μαζί του ήθελε να ’ναι όλη την ώρα, να τρέχει πάντα πίσω του, σα να ξανάγινε μικρό παιδί.
Ωστόσο κάτι την κρατά, κάτι τη φοβίζει να μείνει μαζί του μοναχή. Πίσω από το γέλιο του, από το βλέμμα το γεμάτο αγάπη σα να σηκώνεται ένα σύννεφο από έννοια κι από θλίψη, ένα σύννεφο που μόνο αυτή το βλέπει και το φαντάζεται πως είναι ο αχνός της πίκρας, που του στάλαξε στην καρδιά η ντροπή κι η μοίρα της κι έτσι η ευτυχία, που αιστάνεται στο πλάγι του, θολώνεται κι αυτή. Για να σκορπίσει αυτό το σύννεφο από το μέτωπό του ένας τρόπος είναι μόνο, εκείνος που θα ημέρωνε και τη θεια, θα ησύχαζε τον κόσμο και θα ξανάδινε κι αυτής της ίδιας την τιμή και τη ζωή. Μα το γνωρίζει, αυτό είν’ αδύνατο.
Και σωριάζεται στην πόρτα του κατωγιού και κλαίει πιο πολύ για τον πατέρα παρά για τον εαυτό της.
Η θεια ετοιμαζότανε να πάει στην εκκλησιά. Ήτανε μεγάλο Σάββατο κι η Φρόσω θα σφουγγάριζε τον πύργο.
- Τι στέκισι, τι μιρμιρί’ εις; Πάει η ώρα γιόμα, γκρίνιαξε η χωριάτισσα, όταν είδε την ανιψιά να τρίβει ξέκαρδα το πάτωμα.
Η Φρόσω φοβότανε μην ξυπνήσει τον πατέρα, που κοιμόταν ακόμα στην άλλη κάμαρα, και δεν έβαζε δύναμη στο πόδι.
- Σκρόφα, θα μι κουλά’ εις. Του ξέρ’ ς, θα μιταλάβου σήμιρα, ξαναφώναξε η θεια βλέποντας πως η Φρόσω δεν άκουε το λόγο της· συντάρχα, σου ’πα· πάρ’ τα ξιρά σ’.
Ήθελε να γίνεται ο λόγος της δίχως αντιλογία κι άργητα, όταν κιόλας εκείνος που προσταζόταν ήταν η Φρόσω.
Μα η Φρόσω επίμενε να τρίβει σιγαλά κι αργά, χωρίς να λέει την αφορμή. Γνώριζε πως η θεια δεν έβλεπε με καλό μάτι τα συμπόνια της με τον πατέρα.
Η χωριάτισσα άναψε:
- Τήρα η στρίγκλα, δε γρικάει!
Ήξερε πως σαν καλή χριστιανή δεν έφτανε να μη βάλει τίποτε στο στόμα της σήμερα πριν πάει να κοινωνήσει έπρεπε κιόλας να μη βγάλει λόγο κακό από αυτό. Μα η Φρόσω την είχε φουρκίσει κι η κοινωνία της πήγαινε χαμένη.
- Κιφάλι αγύρ’ γου· σ’ έβαλ’ ου τρισκατάρατους να μ’ αλ’ κουτή’ εις; Η οργή της άναψε περσότερο και το χέρι της, γυμνασμένο καθώς ήτανε, ξάμωσε να χτυπήσει.
Η Φρόσω κάνοντας να φυλαχτεί γλίστρησε στο βρεμένο πάτωμα κι έπεσε χάμω. Μα με το γλίστρημα ένα ξεσκίδι από τη σκούπα, όπου πατούσε, της τρύπησε τη φτέρνα.
- Φρόσω, Φρόσω!, ακούστηκε άξαφνα από μέσα η φωνή του Θώμου Κρανιά.
Η χωριάτισσα έφυγε σωριάζοντας κατάρες κι η Φρόσω σηκώθηκε και χύμηξε στην πόρτα, απ’ όπου πίσωθε έκραζε ο πατέρας.
- Παιδί μου, είπε ο Θώμος Κρανιάς ανασηκωμένος στο κρεβάτι με τα μάτια θαμπωμένα από τον ύπνο.
Η όψη της κόρης του, όπως στάθηκε μπροστά του βρεμένη, πονεμένη, κίτρινη τόνε φόβισε.
- Τι έπαθες; τι κλαις; είπε ξανά κι άπλωσε τα χέρια.
Η Φρόσω σκέπασε με τα δικά της το πρόσωπο κι έπεσε στην αγκαλιά του.
- Πες μου, τι κλαις;
Και γύρεψε ο πατέρας να της πάρει τα χέρια από το πρόσωπο.
Μα η Φρόσω τα ’σφιγγε πιο δυνατά· σωριασμένη απάνω του άφησε λεύτερα μόνο τ’ αναφιλητά της. Ο πατέρας τα ’χασε.
- Παιδί μου, τι έχεις; μουρμούριζε και πολεμούσε ν’ ανασηκώσει το κεφάλι της.
Μια στιγμή το μπόρεσε με κόπο και κόρη και πατέρας αντικριστήκανε στο φως που έριχνε ο ήλιος μέσα στην κάμαρα από μια σκισμάδα του παραθυριού.
Ο πατέρας έκαμε να της φιλήσει το μέτωπο, μα η Φρόσω σα να μη βάσταξε το βλέμμα του ξανάκρυψε στην αγκαλιά του το πρόσωπο και τ αναφιλητά της ξαναπνίξανε το στήθος.
- Πατέρα μου, συμπάθα με, συμπάθα με, της λύθηκε τέλος η φωνή τη στιγμή που τα χείλη του πατέρα ακουμπούσανε στα μαλλιά της.
Ο πατέρας δεν πρόσμενε το λόγο. Ξυπνημένος πριν απάνω σε ήσυχο όνειρο από τις φωνές της χωριάτισσας, έκραξε τ’ όνομα της κόρης του σαν απ’ ορμή ασυναίσθητη. Κατάλαβε ποιόνε μαρτύρευε η χωριάτισσα και τόνε φώναξε να τον παρηγορήσει.
Και τώρα της κόρης του τα λόγια του θυμίσαν άξαφνα πως είχε γονατιστή μπροστά του μια μετανοιωμένη αμαρτωλή. Η καρδιά του αποσυντρίφτηκε:
- Ό,τ’ έγινε έγινε· λησμόνα το, μουρμούρισε σκυμμένος απάνω στο κεφάλι της, μην έχοντας πια τη δύναμη να το σηκώσει.
Η Φρόσω μια κι η καρδιά της άνοιξε, μια και ξεστόμισε το λόγο που της βάραινε τα στήθη, ήθελε να χύσει μέσα στην πατρική αγκαλιά και τη στερνή σταλιά του πόνου της.
- Λησμόνα το, λησμόνα το, ξαναμουρμούρισε ο πατέρας χαδεύοντας το κεφάλι της·
Κι η κόρη του αυτό ήθελε· να λησμονήσει ό,τι έγινε. Με τα ξεσκίδια της παλιάς ζωής να πλέξει μια καινούργια ήσυχη και ταπεινή στην άκρη της, πλημμυρισμένη από την αγάπη και την αφοσίωση στον πατέρα, τριγυρισμένη από τη λησμονιά της αμαρτίας, φωτισμένη από μιαν αχτίδα συχώρεσης κι ελεημοσύνης. Τη λησμονιά και τη συμπόνεση λαχτάριζε η ψυχή της και φιλούσε και πότιζε με δάκρυα τα χέρια που τη σκουπίζανε.
Άξαφνα όμως άκουσε μια φωνή που έκραξε τ’ όνομά της. Μια στιγμή νόμισε πως ερχότανε από τα τρομαγμένα σπλάχνα της. Μα όταν την ξανάκουσε, τη γνώρισε καλά· Σα να ξύπνησε μεμιάς απ’ όνειρο, πετάχτηκε και θέλησε να τρέξει προς τη φωνή. Όμως δεν μπόρεσε. Μια κεντιά στην πληγωμένη φτέρνα την κάρφωσε στον τόπο της.
- Πατέρα, πάρε με μαζί σου, δε βεστάω άλλο δω, φώναξε και του αγκάλιασε τα γόνατα και πάλι με αναφιλητά.
Ο πατέρας την ξανάσφιξε στο στήθος.
- Σώπα, παιδί μου, σώπα, μουρμούρισε πολεμώντας να την ησυχάσει.
- Πατέρα, πάρε με, θα πεθάνω δω μέσα, ξαναπαρακάλεσε πνιγμένα η Φρόσω.
- Που είναι τ’ νε η θιόβριτ’; Μουρή, μουρή!, ακούστηκε πάλι η φωνή της χωριάτισσας τώρα κοντύτερα, από την πόρτα της άλλης κάμαρας.
Κι έτσι ο πατέρας δεν πρόφτασε ν’ αποκριθεί...
… … … … …
Η Φρόσω ξανάπιασε το σφουγγάρισμα κουτσαίνοντας κι ο Θώμος Κρανιάς κατέβηκε ύστερα από λίγο με συννεφιασμένο πρόσωπο στον καφενέ.
Η σιγόντα όμως, που βρήκε κει στο πικέτο, τον έφερε το μεσημέρι πάλι γελούμενο στην κούλια. Κι η Φρόσω ξέχασε κι αυτή τον πόνο στην όψη του πατέρα.
Ο Θώμος Κρανιάς είχε ξεχωριστή αγάπη στη μεγάλη κόρη του από τον καιρό που ήτανε μικρή κι όταν έμαθε το πάθημά της η ψυχή του πόνεσε βαθιά. Κι η ντροπή, που του έγινε στο σπίτι, δεν του πλήγωσε λιγότερο και τη φιλοτιμία.
Το πρώτο που σκέφτηκε ήτανε να τρέξει να βιάσει τον ατιμαστή να διορθώσει το κακό. Μα η πράξη δεν είν’ εύκολη σαν το στοχασμό. Ο Θώμος Κρανιάς το γνώριζε κι αυτού ξεχώριζε από τη γυναικαδέρφη του. Οι φούριες δεν του αρέσανε κι ήξερε πως στην περίσταση αυτή η βία κι οι φοβέρες δεν πιάνουν τόπο. Πρώτα έλειπε ο άνθρωπος που θα τις έκανε. Νταλματζήδες και τσολιάδες είχανε τα βουνά του τόπου του, άλλο καλό· μα ποιος θα πήγαινε να τους εύρισκε; Ή λες θα τους έστελνε ο ξάδερφός του; Εκείνος από τον καιρό που καταργηθήκανε τα επαρχεία και δεν μπορούσε να τον έχει πια στην πόλη κοντά στον ποταμό, ούτε τόνε νοιάζεται άλλο· τον άφησε γραμματικό εκεί στο λασπότοπο της Θεσσαλίας.
Το μέτρησε λοιπόν το πράμα έτσι κι αλλιώς κι είδε πως δεν του μένει άλλο απ’ τον καλό τον τρόπο. Ο πρώτος στοχασμός του ήτανε πάλι να ’ρθει στον πύργο μόνος του και με όλη τη ντροπή που του ερχόταν από τον κόσμο κι από τους φίλους του στην πόλη, θα το αποφάσιζε, αν η γυναικαδέρφη του δεν έβγαινε στο μεταξύ με την απαίτηση να ’ρθει να πάρει τα παιδιά ή τουλάχιστο μόνο τη ντροπιασμένη.
Αυτού τα έμπλεξε ο Θώμος Κρανιάς. Αυτό δεν ήτανε δυνατό να γίνει· με κανέναν τρόπο. Γιατί; Ίσια ίσια το γιατί αυτό ήθελε να ξεφύγει. Ανάθεμα μόνο την ώρα, που αποφάσισε να χωριστεί από τη μακαρίτισσα, έλεγε με πόνο μέσα του, και για να μην πονοκεφαλά να βρίσκει αφορμές, έγραψε πως θα ’ρθει αμέσως όταν του δώσει άδεια η υπηρεσία. Για ν’ αναπάψει όμως και τη συνείδησή του, έπιασε κι έγραψε και του πατέρα του νέου, που απάτησε την κόρη του, ένα γράμμα γεμάτο αρχοντική αξιοπρέπεια και πατρικό θυμό. Δεν του άφηνε κανένα δισταγμό πως από μέρος του θαρρούσε το συνοικέσιο σαν τελειωμένο. Ο παραλής μπακάλης, πάλι, αξιόπρεπος το ίδιο, δεν άργησε να τόνε βεβαιώσει με μια σύντομη απόκριση πως είναι και κείνος αγαναχτισμένος άλλο τόσο με την πράξη του γιου του και πως του μήνυσε να τρέξει να τη διορθώσει. Έτσι αλλαχτήκανε δυο τρία γράμματα ευγενικά και φιλικά και το πράμα έμεινε να μιληθεί προφορικά όταν ανταμώσουνε με το καλό. Μα μια από το φόβο μην η γυναικαδέρφη του ξαναβγεί με την απαίτηση να πάρει τα ορφανά μαζί του, μια γιατί δεν είχε στο χέρι πάντα τα έξοδα, το ταξίδι έμενε όλο και για παραπέρα. Κι αποφασίστηκε να γίνει τη λαμπρή αυτή, όταν περισσέψανε κάτι ψιλά από μια περιοδεία κι όταν πια νόμιζε πως στον πύργο κρύωσε το πράμα και πως η χωριάτισσα συνήθισε με την καινούργια κατάσταση.
Κι έτσι έγινε κιόλας· η χωριάτισσα δεν τόνε στενοχώρησε, όσο κι αν τρωγότανε και θύμωνε μαζί του μέσα της. Ο παραλής μπακάλης πάλι, όταν τον είδε που ήρθε, θυμήθηκε λαμπριάτικα κάποιους παλιούς χρεοφειλέτες του ένα γύρο στα χωριά και χάθηκε από την πόλη. Κι έτσι ο Θώμος Κρανιάς πίστεψε πως θα φάει μ’ ησυχία το αρνί στην κούλια του, θα θυμηθεί με συντριμμένη καρδιά τη μακαρίτισσα και με αναπαμένη τη συνείδηση πως ξεπλήρωσε το πατρικό χρέος του στα ορφανά, θα ξαναγυρίσει στ’ άλλα του καθήκοντα στο λασπότοπο, όπου τον άφησε ο ξάδερφος του να κολλήσει.
Και τώρα βρήκε ξαφνικά τον κόμπο εκεί που δεν τον πρόσμενε και κει που του πονούσε αληθινά. Η μαραμένη όψη της κόρης του, θαμμένη μες τη μαύρη φορεσιά, του τρύπησε την καρδιά μόλις την είδε που τον προσδέχτηκε δειλά, ταπεινωμένα στην αυλόπορτα του πύργου, η τραχιά ζωή της έπειτα εκεί μέσα, που του έπεφτε στα μάτια όσο κι αν το απόφευγε, του ξυπνήσανε στην ψυχή μαζί με τη συμπόνεση και κάποιο βάρος.
Αυτό μαζευότανε στο σύννεφο, που η Φρόσω έβλεπε στο μέτωπό του κι έριχνε την αφορμή όλη στον εαυτό της. Ο Θώμος Κρανιάς την ώρα που η κόρη του γονατιστή μπροστά του γύρευε με δάκρυα να τη συμπαθήσει, δεν ένιωθε μόνο τον πόνο του πατέρα για ένα δυστυχισμένο τέκνο, μα κάτι πιο πολύ, κάτι που η κόρη του δεν το φανταζότανε. Αιστανότανε βαθιά πως κι αυτός ο ίδιος έπρεπε να γονατίσει μπροστά σε κάποιον ίσκιο και να του γυρέψει συχώρεση. Κάπως θολό ήταν αυτό το αίστημα, αξεδιάλυτο κι ομιχλιασμένο· του Θώμου Κρανιά δεν του πολυάρεσε ν’ αντικρίζεται κατάματα και με τους άλλους και με τον εαυτό του. Ήτανε το φυσικό του τέτοιο. Μόνο η συχωρεμένη που το γνώριζε καλά, μόνο η κυρα-Θώμαινα, αν ίσως ζούσε τώρα, θα μυριζόταν από την πρώτη στιγμή που πάτησε στο σπίτι ο άντρας της, τι πολεμά να σωπάσει μέσα του κι αυτός και ποιες αδυναμίες της γενιάς του ξυπνήσανε μακριά της. Όσο κι αν τις θαρρούσε φυσικές αυτές κι ο ίδιος, όσο κι αν δεν έκανε ποτέ του δοκιμή να τις νικήσει, πάντα η ψυχή του σήκωνε μιαν αδύνατη ανταρσία. Μα η ίδια πάλι ξανάβρισκε μέσα της τη δύναμη και την έπνιγε. Γι’ αυτό δεν αγαπούσε ο Θώμος Κρανιάς ν’ αντικρίζεται κατάματα με την ψυχή του· το αντίκρισμα θρέφει τον πόλεμο· η λησμονιά μόνο τον πνίγει. Και τη στιγμή που γύρευε να την απλώσει στη θύμηση της κόρης του, σα να ήθελε να ρίξει λίγες δίπλες της και στη δική του θύμηση. Πολλά είχε κι ήθελε να ξεχάσει κι αυτός και πρώτα πρώτα τη δυστυχία της κόρης του. Πριν του το ξεστομίσει εκείνη, το αισθάνθηκε μονάχος του πως είχε χρέος να τη λύτρωνε τουλάχιστο από τη σκληρή ζωή που έκανε στην κούλια. Πάντα όταν έπεφτε το μάτι του απάνω της, η έννοια αυτή του πρόβαλε στο νου. Κι η καρδιά του μέσα έκλαιγε. Μα - «ανάθεμα την ώρα που αποφάσισε να χωριστεί από τη συχωρεμένη» - αναστέναζε πάλι από βαθιά και ξεθύμαινε. Ό,τι αιστανότανε ο Θώμος Κρανιάς για μια στιγμή, το αιστανότανε με τα σωστά, για να το λησμονήσει με την ίδια ειλικρίνεια έπειτ' από λίγο.
Έτσι και τώρα, ύστερ’ από τη συγκίνηση που του δώσανε τα κλάματα της κόρης του, τον είδε κείνη να γυρίζει το μεσημέρι γελαστός. Όμοια, ανάμεσα έννοιας και χαράς περάσανε κι οι άλλες μέρες που έμεινε κοντά στη φαμελιά του. Ας έχει δόξα ο θεός, οι φίλοι του στην πόλη περισσεύανε κι έτσι μπορούσε να περνά τις περισσότερες ώρες έξω από την κούλια. Εκείνο που ζητούσε να ξεφύγει πρώτα και κύρια ήτανε το να μείνει πάλι μόνος με την κόρη του. Μέσα η ψυχή του λαχταρούσε να τη σφίξει άλλη μια φορά στα στήθη του, να της φιλήσει τα μαραγκιασμένα μάγουλα, να την παρηγορήσει· μα η φωνή της, «πατέρα πάρε με μαζί σου» τον τρόμαζε κι έφευγε όσο μπορούσε πιο πρωί από το σπίτι, για τον καφενέ, όσο που έφυγε μιαν αυγή θαμπότερα για τη λασπόπολη της Θεσσαλίας.
- Σαν ξένος ήρθε και σαν ξένος έφυγε, μουρμούρισε η χωριάτισσα και σταυροκοπήθηκε από πίσω του.
Κρύα και θλιβερή του έσφιξε η Φρόσω και του φίλησε το χέρι κάτω στην αυλόπορτα που τον προβόδισε.
Και ρωτούσε μέσα της: «Τι έπαθε; Πως άλλαξε μεμιάς;» Η αλλαγή του πατέρα ύστερ’ από το ξέσπασμά της στην αγκαλιά του δεν της ξέφυγε. Ναι, μήτε ο λόγος ο γλυκός γι’ αυτή, μήτε το συμπόνεμα έλειψε από την όψη του, μ’ από τ’ άλλο μέρος το έδειχνε ολοφάνερα πως απόφευγε να μείνει μοναχός μαζί της. Με τη συχώρεση, που του ζήτησε ολόψυχα, η Φρόσω αιστανότανε να τίναξε το πιο μεγάλο βάρος από μέσα της και πρόσμενε να ξαλαφρώσει μ’ αυτό λιγάκι και τη δική του καρδιά. Πως τη συχώρεσε, πως ο πατρικός της πόνος νίκησε μέσα του την προσβαλμένη τιμή και το ντροπιασμένο σόι, που κάνανε τη θεια ανεξιλέωτη μαζί της, το νόησε από τον τρόπο που την έσφιξε στην αγκαλιά του, από το φιλί του κι από το λόγο που της είπε να λησμονήσει ό,τι έγινε. Πως δεν της είχε μίσος μέσα του, όπως φοβόταν πριν, το είδε ως την τελευταία στιγμή που έφυγε.
Κι όμως τις ύστερες μέρες, έπειτ’ από το πρωί που έκλαψε στην αγκαλιά του, δεν ήταν πια ο ίδιος ο πατέρας. Δε γελιόταν, όχι. Μια στενοχώρια δοκίμαζε κοντά της κι η όψη του έγινε πιο θλιβερή και πιο νοιασμένη. Έννοια ήτανε κι όχι ξενοιασιά, όπως το νόμιζε η χωριάτισσα. Όχι· ο πατέρας δεν ήταν αδιάφορος γι’ αυτή· η πονετική ματιά, που της έριχνε, της άνοιγε το μέσα του. Κατιτίς άλλο θα τόνε στενοχωρούσε. Κι αυτό τη βασάνιζε.
Τι να ’τανε τάχα; Να ’τανε γιατί του γύρεψε να την πάρει μαζί του κι αυτό του ήταν αδύνατο κι αυτό τον έκανε να λυπάται, και την απόφευγε μην έχοντας τι να της πει; Γιατί βέβαια δεν ήθελε να της πει το λόγο ξάστερα, να της φανερώσει πως η ατιμία της του είναι ντροπή και στον ξένο τόπο.
Με τη σκέψη αυτή βυθίζεται βαθύτερα στη θλίψη της και πόνο και κλαίει τον πατέρα για το κακό που του έκαμε. Αυτή, αυτή είναι η αφορμή σε όλα. Η χωριάτισσα έχει δίκιο να την καταριέται και να την τυραννεί.
Η νυχτιά, που είχε φανεί μια στιγμή πως έπαιρνε να ξεθαμπώσει, έπεσε ξανά πιο μαύρη και την έζωσε.
Όμως όσο κι αν αιστάνεται πως είναι όλο το φταίξιμο δικό της, όσο κι αν ρίχνει δίκιο της χωριάτισσας, που της φέρνεται τόσο σκληρά, δεν μπορεί να πνίξει μέσα της έν’ άλλο αίστημα. Γεννιέται μόνο του μ’ όλον τον πόλεμο που θέλει να του κάμει ο στοχασμός της. Βλέπει τον εαυτό της παρατημένο από θεούς κι ανθρώπους. Κι έρχουνται στιγμές που η ψυχή της αγριεύει κι ανταριάζεται και δειλά δειλά σα να γυρεύει κάποιο δίκιο, που δεν το λογαριάζει κανένας γύρω της, που κι η ίδια κιόλας δεν είναι βέβαιη αν είναι αλήθεια δίκιο. Αν έφταιξε, αν ανόμησε και βύθισε στη δυστυχία και στη ντροπή τους άλλους, μα δεν είναι κι η ίδια αυτή περσότερο δυστυχισμένη; Αυτή δεν την αδίκησε κανένας; Κανένας δεν το συλλογίζεται αυτό, μα όλοι την πνιγούνε στο ανάθεμα. Και στο τέλος ποιο είναι το μεγάλο κρίμα της, το άλυτο και το ασυμπάθιστο, που πρέπει να το σέρνει σ’ όλη τη ζωή; Τι έκαμε; Και πως το έκαμε ακόμα, καλά δεν το ξέρει και μόνη της· σα σ’ όνειρο, σα σε μεθύσι σύρθηκε σ’ αυτό. Ας λέει η θεία ό,τι θέλει για την ξετσιπωσιά και το κακό της αίμα, ας λέει ο κόσμος ό,τι θέλει για τα δόκανα που βάλθηκε να στήσει κι έπεσε η ίδια μέσα· αυτή, ο θεός το ξέρει, κακό σκοπό δεν έβαλε στο νου. Τα πλούτη του αγαπητικού δεν τα λογάριασε ολότελα, ούτε και τα ήξερε την πρώτη αρχή, όταν τον αντίκρισε κάτω από το μπαλκόνι του επαρχείου ένα δειλινό. Τα μάτια του είδε μόνο που την κοιτάζανε παράξενα, τα μάγουλά της θυμάται που ξανάψανε και το γιασεμί που μοσχοβολούσε από την αυλή. Τίποτες άλλο, τίποτες άλλο. Τα πλούτη η μάνα της τα θύμισε κατόπι εκείνη της πρωτάνοιξε τα μάτια στο ισοφάρισμά τους με το φτωχό σόι του Κρανιά. Κι αλήθεια τη συμβούλεψε, τη φοβέριξε, την έδειρε κιόλας, μ’ από τ’ άλλο μέρος της έβαλε και το πρώτο κοκκινάδι στα μάγουλα, της έκοψε τα πρώτα σγουρά στο μέτωπο και τη μάλωσε να μη βγει άλλη φορά όξω στο μπαλκόνι αχτένιστη κι ανάλλαγη, όπως συγύριζε το σπίτι. Αυτή στην αρχή πετιότανε κει, σα μάντευε το πέρασμα του νιου, δίχως να το θέλει, δίχως να το νιώθει. Ύστερα βέβαια άλλαξε κι αυτή, χόρεψε όπως της λαλούσαν όλοι γύρω της, όπως τη δασκαλεύανε προεστές και φιλενάδες, ύστερα ξύπνησε μέσα της κι αυτής η φυσική έννοια, που έχει κάθε κόρη δίχως προίκα, πως να σιγουρευτεί. Και σιγουρεύτηκε καλά. Αν σιγουρευόταν αλλιώτικα, αν το δόκανο έπιανε τα πλούτη, τότε θα ’ταν όλα καλά καμωμένα, όλοι θα της κάναν τόπο να περάσει. Τώρα όμως!...
Από τα παράθυρα του πύργου η θέα ανοιγότανε στον ποταμό. Η ματιά της Φρόσως πέφτει στα νερά του που αστράφτανε φεγγερά στον ήλιο ή θαμπίζανε μολυβένια στη συννεφιά· και τη νύχτα αυτιάζεται το βόγκο τους. Ο δρόμος ως εκεί δεν ήτανε μακρύς. Μα η Φρόσω δεν τολμούσε να τον πάρει. Η όψη του πατέρα έβγαινε πάντα μπροστά της, το πονετικό γέλιο του, η ματιά η γεμάτη αγάπη. Τρόμαζε μήπως τα ’παιρνε κι αυτά μαζί της.
Οι φιλενάδες δεν παύουνε να ’ρχουνται να συντροφεύουν τη χωριάτισσα κι η ομιλία γυρίζει πάντα στην ξενοιασιά που δείχνει για το σπίτι του ο Κρανιάς.
Η δημαρχίνα ξαφνίζεται κι αυτή πως το ’καμ’ έτσι ο έπαρχος
- Έπρεπε ν αναγκάσει τον παλιομπακάλη!
- Ή να ’παιρνε κάνε μαζί του την κοπέλα, να την κουκουλώσει εκεί με κάποιον άλλον.
- Όχι, δεν είν’ από καλό του του κυρ-Θώμου, λέει η σχολάρχαινα: Όσο έζ’ γε η σχωρεμέν’ η Θώμαινα δεν ήταν έτσι.
Κι αυτό π’λές πως τσουρούτιψε κι τα λεπτά.
- Κι τάχατις πως τα στ’λε κι χάθ’ κανε στου δρόμου!
Η δημαρχίνα ησυχάζει τη χωριάτισσα πως θα βάλει αυτή τον άντρα της να γράψει του Κρανιά.
- Τι τουν κάνι τόσου μιστό, θιαμαίνουμι! Να τουν ήξιρα κάνε πως πίνι!
- Τα χαρτιά τουν τρώνε.
Η χωριάτισσα αναστενάζει:
— Χαμένου το ’χου. Είναι μυστήριου μ’ αυτόν τουν άνθρωπου.
- Μυστήριου, μυστήριου αλήθεια, μουρμουρίζουν όλες. Και το μυστήριο δε θα λυνότανε ποιος το ξέρει ως πότε, αν άξαφνα ένα σούρουπο χινοπωριάτικο δεν ξεκάμπιζε στον πύργο του ο Θώμος Κρανιάς με την πάψη πάλι στην τσέπη και μ’ ένα κοριτσάκι δυο χρονών στην αγκαλιά.
Είπε πως ήταν ορφανό της πλύστρας του. Πέθανε τώρα κοντά η μάνα του και το λυπήθηκε να το άφηνε στους πέντε δρόμους. Ένα κομμάτι ψωμί θα περισσέψει στην κούλια και γι’ αυτό.
Στο πρώτο το λυπήθηκε κι η γυναικαδέρφη του και δε ρώτησε περσότερα. Κι ίσως θα ησύχαζε με όσα έμαθε αν ησυχάζανε κι οι φιλενάδες κι ο κόσμος γύρω της. Μα ο κόσμος νοιώθει το χρέος να βγάζει πάντα την αλήθεια στο φως και τη φορά αυτή εδώ στην πόλη είχαν το φόβο πως δεν τη λέει ολάκερη ο πρώην έπαρχός τους.
Η χωριάτισσα έπρεπε λοιπόν να βγάλει την αλήθεια. Αν μια φορά δεν άνοιξε το στόμα μπρος τον αδιάφορο πατέρα, όταν η Φρόσω ντρόπιασε τη γενιά, τότε το πράμα είχε κάποιον κόμπο και γι’ αυτή. Τώρα όμως η συνείδησή της είναι καθαρή, τώρα δεν έχει φόβο ν’ αντικριστεί με το γαμπρό της, όλο το δίκιο είναι με το μέρος της.
Έτσι άρχισε η γκρίνια. Ο Θώμος Κρανιάς έχει τον τρόπο να την ξεφεύγει και να την ξεχνά όλη την ημέρα στον καφενέ. Μα δεν μπορεί να ξενυχτά κιόλας εκεί. Είτε αργά είτε γλήγορα έρχεται το βράδυ, άμα κοιμηθούνε τα παιδιά στην άλλη κάμαρα, η γλώσσα της χωριάτισσας λύνεται κοντά στο τζάκι, οπού κάθεται και πλέκει το τσουράπι της.
- Δε σο ’φταν’ η μια ντροπή! Βάλθ’ κις να πουριζιλέψις του σόι σ’. Πώς έχ’ς μούτρα κι παρουσιάζισι στουν κόσμο; Έχασις ντιπ του ίρτς’ σ;
Ο Θώμος Κρανιάς σώπαινε.
- Γέρουντας άνθρουπους! Κακά γραφτά. Τ’ είχα να ιδού!
Ο Κρανιάς γύριζε το ποτήρι του να ζεσταθεί κι από το άλλο πλευρό κι η χωριάτισσα του ξαναθυμούσε μ’ άλλα λόγια τη ντροπή, τα χρόνια του, το σόι, την αδερφή της και τον κόσμο.
- Σαν παίρνεις στο κοντό τι λέει ο κόσμος! μουρμούριζε ήσυχα ο Θώμος Κρανιάς και ρουφούσε από το ποτήρι.
- Δε μ’ χρειάζιτι να πάρου τουν κόσμου στου κουντό· τ’ν έχουμε μπρουστά μ’ - ιδώ π’τ’νε κι βάλ’ σις μέσα στα θηλυκά σ’.
Ο Θώμος Κρανιάς γυρνούσε από το άλλο πλευρό.
- Έγνοια σ’ κι θα ιδείς. Κι οι άλλες οι δυο του δρόμου τς χαϊδιμένη σ’ θα πάρ'νε. Κι η δεύτιρ’ στα νύχια στέκιτι· οι αργουλάβ’ έζουσανε τ’ν κούλια. Μαύρα μ’ κι άλαλα· τι μ’ είχε πες η μοίρα μ’ να ιδού!
Ο Θώμος Κρανιάς συνηθισμένος από το νανούρισμα έκλεινε τα μάτια. Το πολύ να μουρμούριζε κάποτε πριν αποκοιμηθεί:
- Δε βαρέθ’ κες; δεν απόστασε το στόμο σ’;
Η Φρόσω έμπαινε σιγά από τη μέσα κάμαρα, σκέπαζε τον πατέρα κι έπεφτε κι αυτή φοβισμένα στην άκρη της. Ήξερε πως με το πρωινό νυχτέρι θα ερχότανε η δική της σειρά. Η χαρά της θειας ήτανε να γκρινιάζει κι η απόλαψή της να τσιμπά και να χτυπά.
Με το μακαρίτη τον άντρας της, το λοχαγό, δεν έζησε πολύν καιρό μαζί, ώστε να ξεθυμάνουν τα στέρφα νεύρα της. Σαν έλειπε κείνος, τρωγότανε με την ψυχοπαίδα της. Ένα δυο χρόνια πριν πεθάνει, που τον είχε κοντά της απόστρατο, δοκίμασε και μαζί του το ίδιο σύστημα, μα πολύ γλήγορα τα βρήκε στενά. Στη διοίκηση του μεταβατικού, όπου πέρασε την περσότερη ζωή του ο λοχαγός Παπαδογούλης, είχε γνωρίσει τη δύναμη του βούρδουλα. Τον κρέμασε λοιπόν απάνω από το κρεβάτι, κάτω από το κόνισμα και δίπλα στη στεφανοθήκη κι έτσι η λιγοστή ζωή, που του άφησε ο θεός στα τελευταία να ζήσει μαζί με τη γυναίκα του, πέρασε μέλι και γάλα.
Μα με το γαμπρό άλλαζε το πράμα. Η ίδια φωνή, που κοίμιζε το Θώμο Κρανιά το βράδυ, τον ξυπνούσε και το πρωί. Τόσο συνήθισε στην γκρίνια της χωριάτισσας, που αν έλειπε κανένα πρωί, ήτανε σα ν’ άλλαζε το σύστημα, σα ν’ άλλαζε το δρόμο της κι η ίδια η ζωή. Ο Θώμος Κρανιάς ήτανε της συνήθειας άνθρωπος. Τα χωρατά ύστερα με τους φίλους στον καφενέ και κατόπι τα ρακιά ένα γύρο στα μπακάλικα δε θα ’χαν τη συνηθισμένη χάρη τους. Αν κάποτε θλιβόταν από την γκρίνια της γυναικαδέρφης, θλιβότανε περσότερο για τη Φρόσω. Συχνά εκεί που σκότωνε την ώρα όξω από τον πύργο, τη συλλογιζότανε να τη βασανίζει εκεί η χωριάτισσα κι έχανε μια στιγμή την όρεξη. Μα όσο δεν μπορούσε να της δώσει την παραμικρή βοήθεια, πολεμούσε να το ξεχνά. Κι έλπιζε μόνο στον καιρό· αυτός μόνο θα ’κανε να ξεχαστεί το πράμα. Η δημαρχίνα ωστόσο κι η σχολάρχαινα κι η υπομοιραρχίνα βοηθούσαν και κέντριζαν τη χωριάτισσα στον αγώνα της για την τιμή της κούλιας.
Ο υπομοίραρχος κάτ’ είχε ακουστά.
- Κι ο σχολάρχης, μα δεν το ’λεγε για να μη βάλει διαντρεχές.
- Να μη ντραπεί κάνε τον κόσμο να τη φέρει σπίτι του.
- Δεν έπρεπε να την παραδεχτείς στην κούλια!
- Φοβέριξε πως θα φύγεις και βλέπεις πως τη διώχνει στη στιγμή. Θα τη στοχαστεί τη σύνταξή σου!
Συμβουλεύανε τη χωριάτισσα. Και για φοβέρα το πρωτοξεστόμισε του γαμπρού της κι αυτή.
Ο Θώμος Κρανιάς δεν το πίστεψε και ξακολουθούσε να σωπαίνει.
Η χωριάτισσα ήταν αδύνατο να κρατηθεί άλλο. Και πιο πολύ όταν έβλεπε πως οι φοβέρες της δεν πιάναν τόπο, δεν ίδρωναν του Κρανιά το αυτί. Και δίχως να φαντασθεί πως θα έφτανε ως εκεί το πράμα, περσότερο από πείσμα, έβαλε καθαρά το ζήτημα:
Μια από τις δυο, ή η ορφανή της πλύστρας από τη λασπόπολη, ή αυτή η ίδια η αρχόντισσα, η λοχαγίνα, πρέπει να λείψει αποκεί μέσα.
Ο Θώμος Κρανιάς κι όταν ακόμα πήρε στα σοβαρά το δίλημμα, άφησε τα πράματα σαν πάντα στο φυσικό τους δρόμο. Κι ο φυσικότερος ήτανε να φύγει η λοχαγίνα. Μαζί της έφευγε κι η σύνταξη της; Ώρα καλή. Η δική του δεν ήτανε συμπληρωμένη ακόμα; Κακό και μαύρο. Μα έτσι το θέλησε η μοίρα, να μη σταθεί άλλα δυο χρόνια η κυβέρνηση, όσο να τη συμπληρώσει.
Ο Θώμος Κρανιάς άφησε πάντα να κυβερνά το θέλημα της μοίρας. Έτσι πέρασε η ζωή του ίσια με σήμερα· να της αντισταθεί τώρα στα γεράματα μεμιάς, δε γίνεται. Καλοδεχούμενα λοιπόν όσα φέρνει η ώρα. Έχει ο θεός, είναι μεγάλος. Δε θ’ αφήσει να πάει χαμένο το γένος του Κρανιά. Τη θέση του και την υπόληψη εδώ στην πόλη ακόμα δε την έχασε· οι φίλοι θα ξαναβοηθήσουν, η αγορά θα δώσει βερεσέ όσο να ’ρθουνε πάλι βολικά τα πράματα. Αφού η ζωή είναι τέτοια, τι να κάμεις; Δεν μπορείς να την αλλάξεις με το θέλημά σου. Πότε με την αλήθεια θα την περάσεις, πότε με το ψέμα, με τον αέρα της θα πας πάντα. Αυτή είναι η φιλοσοφία του Θώμου Κρανιά.
Η χωριάτισσα έφυγε και τα παράθυρα του πύργου ανοίξανε στον αέρα και στο φως. Στο κάστρο κιόλας παραπέρα από τον πύργο ήρθε ένα ευζωνικό τάγμα, αντίκρυ από τον πύργο άνοιξε ένα βελούχι κι η ακροποταμιά πήρε ζωή.
Όξω στο μπαλκόνι κάθεται η Κούλα με τη Μαριώ. Κόψανε αφέλειες στο μέτωπο κι οι δυο και φορούνε κεντητές παντούφλες. Η Κούλα πλέκει ένα ροδάκι, η Μαριώ κεντά ένα μαξιλάρι.
Κάτω στο δρόμο περνούνε δυο νέοι.
- Είν’ ο καινούργιος λογιστής, λέει η Κούλα. Η Μαριώ δε σήκωσε τα μάτια.
- Περάσανε και χτες.
Της Μαριώς της είχε μπερδευτεί η κλωστή.
- Ο άλλος είναι φοιτητής. Να δεις πώς μου τον είπανε, ξαναείπε η Κούλα.
Οι νέοι φτάσανε στη γωνιά του πύργου. Στρίβοντας προς το ποτάμι κοιτάξανε στο μπαλκόνι.
Η Κούλα γύρισε προς τα εκεί. Ο λογιστής της γέλασε.
Όταν ξανάστριψε, αντίκρισε τη Μαριώ που την κοίταζε. Η Κούλα κοκκίνισε όλη.
- Να χαρεί τα δόντια του, είπε η Μαριώ, σκάλισε μια στιγμή το δικό της με τη βελόνα και ξανάσκυψε στο κέντημα.
Από μέσα ακούστηκε το σιγαλό τραγούδι του πατέρα. Είχε ανεβεί από κάτω από τον κήπο και πλενότανε στο νεροχύτη.
Με το φευγιό της χωριάτισσας, ο Θώμος Κρανιάς ξαναβρήκε την όρεξη να κλαδεύει και να σκαλίζει καμιάν ώρα στον κήπο το δειλινό πριν κατεβεί στον καφενέ.
Η Κούλα έτρεξε να τον βοηθήσει να ντυθεί.
Όταν ξαναγύρισε στο μπαλκόνι, στο βελούχι αντίκρυ καθόντανε δυο αξιωματικοί. Της Μαριώς, όπως ακουμπούσε το πόδι στα κάγκελα, της είχε ανασηκωθεί το φόρεμα κι η κόκκινη κάλτσα έφεγγε στο φως.
- Μωρή, τα ’δειξες όλα, της είπε η Κούλα και κοίταξε ίσια στους αξιωματικούς.
- Τα μούτρα τους! είπε η Μαριώ.
Η Κούλα κάθισε και ξανάπιασε το πλέξιμο. Η Μαριώ μισογύρισε την πλάτη στους αξιωματικούς.
- Τώρα που ήρθα γω, συλλογίστηκε η Κούλα. Και ξανακοίταξε τους αξιωματικούς.
- Τι ξεχάστηκες, μωρή; Δε θα το αποπλέξεις ούτ’ απόψε, της φώναξε η Μαριώ.
Η Κούλα έκαμε να της μουρμουρίσει τι τη νοιάζει αυτή· θυμήθηκε όμως πως της έταξε να της πληρώσει το βράδυ αυτό όσα της χρωστούσε.
- Θα σ’ τη δώσω τη μια κι εξήντα σου, είπε απότομα.
- Κι εξήντα πέντε είπε η Μαριώ.
- Τριάντα πέντε μο’ ’δωσες, είπε η Μαριώ.
- Τι, τι; Δε σο’ ’δωσα σαράντα λεπτά προχτές;
Ο λογιστής ξαναφάνηκε που ανέβαινε τον όχτο με το φοιτητή.
Η Κούλα γύρισε και τους κοίταξε.
- Καλά, είπε ύστερα της αδερφής: Καλά μια κι εξήντα πέντε.
Ήταν έτοιμη να της δώσει μια κι εβδομήντα, αν της άφηνε τη δραχμή για μια βδομάδ’ ακόμα. Στη μόστρα του γυρολόγου, που πέρασε το πρωί, είχε δει μια χτένα, και τη ζήλεψε για τα μαλλιά της.
- Τι τη θέλεις τη δραχμή; ρώτησε η Μαριώ, όταν της έκαμε την πρόταση.
Η Κούλα δεν απάντησε. Αν της έλεγε, φοβότανε πως θα προλάβαινε ν’ αγόραζε η Μαριώ τη χτένα. Στοχάστηκε ακόμα πως την άλλη βδομάδα δε θα είχε πλύση και θα μπορούσε να βγάλει τη δραχμή. Κι έτσι σωπάσανε κι οι δυο.
Ο λογιστής κι ο φοιτητής δεν καθίσανε στο βελούχι. Μείνανε μόνο οι δυο αξιωματικοί.
Καθώς ήτανε σκυμμένη η Φρόσω κάτω στο κατώγι μπροστά στον αργαλειό, μπαίνει ο Γεσίλας βιαστικά και την αρπάζει άξαφνα από το χέρι:
- Έλα, τη δραχμή !
Η Φρόσω θυμήθηκε πως του την έταξε από μέρες. Μα ούτε αυτή πρόφτασε να βγάλει χτες το φύλλο από το κελίμι που ύφαινε, ούτε η Κούλα τέλειωσε τα ροδάκια, που της είχαν παραγγείλει. Από τον καιρό που έφυγε η θεια, οι αδερφές ξενοδουλεύουνε κρυφά κι οι τρεις.
Ο Γεσίλας δεν ακούει:
- Δεν ξέρω γω απ’ αυτά· θέλω τη δραχμή.
Στο βελούχι, που άνοιξε αντίκρυ από τον πύργο, άρχισε να μαθαίνει τα χαρτιά και χρεώθηκε στον καφετζή.
- Έλα, φέρ’ την αλλιώς σ’ το κόβω, φοβέριξε κι έπιασε το διάσμα.
Η Φρόσω έκαμε να φωνάξει. Μα θυμήθηκε πως τις προάλλες της ρέκαξε τη ντροπή της όξω στην αυλή και συμβιβάστηκε μαζί του να του δώσει μόνο τις δεκάρες που είχε.
Τις είχε δεμένες στο μαντίλι για να πάρει του πατέρα λιγάκι κρέας για το βράδυ. Δεν της φαινότανε καλά να λείπει κάθε βράδυ από το σπίτι, να τρώει όξω με τους φίλους. Όχι πως γίνεται στους φίλους βάρος. Αυτό δεν το πιστεύει, γιατί ξέρει πως είναι τιμή για τον καθένα να τρώει μαζί με τον Κρανιά. Μα της αρέσει να ’χει τον πατέρα στο τραπέζι αντικρινά της, ν’ ακούει τα χωρατά του, ν’ ακούει ακόμα και την γκρίνια του, άμα γυρίζει με χαλασμένο κέφι από τον καφενέ.
Η Κούλα μπήκε μόλις έφυγε ο Γεσίλας.
Το κατώγι ήτανε σκοτεινό. Το φως έπεφτε μέσα μόνο από δυο τρύπες μακριές, ορθόστενες, που μοιάζανε με μασγάλια κάστρου.
Η Κούλα πήγε και τεντώθηκε ορθή στα νύχια μπροστά σε μια απ’ αυτές. Ο αργαλειός δε βροντούσε και δεν πρόσεξε τη Φρόσω που ήτανε σκυφτή στην άκρη. Κι όταν άκουσε τη φωνή της τρόμαξε.
- Μωρή, ποιον παραμονεύεις; είπε η Φρόσω.
Η Κούλα δε μίλησε.
Όξω είχε σταματήσει ο γυρολόγος με το καροτσάκι του κι η Μαριώ κατέβηκε κι έψαχνε στη μόστρα. Η Κούλα φοβήθηκε μη δε βασταχτεί και προδώσει με καμιά ματιά την πιθυμιά της για τη χτένα και γι’ αυτό δεν έτρεξε μαζί. Ήρθε και την παραφύλαγε αποδώ.
- Φεύγα, μωρή, απ’ αυτού, μη μο’ ’πιασες το φως, ξαναφώναξε η Φρόσω, που πολεμούσε να ασιάξει τις κλωστές στο διάσμα.
Η Κούλα δεν μπόρεσε να βαστάξει πια. Ήρθε κοντά στη Φρόσω και της είπε παρακαλεστικά:
- Απόψε τελειώνω τα ροδάκια. Δε μου δίνεις μια δραχμή μπροστά;
Η Φρόσω την αποπήρε:
- Δε μ’ αφήνεις και συ αποδώ; Άι τσακίσου· πιάσ’ τη δουλειά σου.
Κι άρχισε να υφαίνει.
Η Κούλα έφυγε κι η Φρόσω έβγαλε ως την άκρη την κλωστή. Περίεργη, σηκώθηκε ύστερα και πήγε στο στενό παράθυρο. Όξω η Μαριώ βαστούσε στο χέρι ένα κομμάτι μουσελίνα κλαρωτή φανταχτερά και τη δοκίμαζε απάνω της, μια στον κορσέ μια στο φουστάνι.
Και γύριζε και την παζάρευε.
«Γι’ αυτό ήθελε κι η άλλη τη δραχμή», είπε η Φρόσω.
Το φως απόξω, καθώς έμπαινε από το στενό μασγάλι, έπεφτε απάνω στο ξεθωριασμένο φόρεμά της. Κάτω στο σκούρο χώμα φέγγανε τα δάχτυλα, που βγαίνανε από το τρύπιο παπούτσι.
Η Φρόσω ακίνητη με σκυφτό κεφάλι τα κοίταζε.
Έπειτα γύρισε και ξανακοίταξε όξω. Η Μαριώ κρατώντας διπλωμένη τη μουσελίνα έμπαινε στην αυλόπορτα λιγώντας το κορμί. Αντικρινά κάθονταν οι αξιωματικοί και δυο άλλοι νέοι στο πλαγινό τραπέζι. Και το φως του δειλινού έγερνε στην ποταμιά ρίχνοντας απαλούς βιολετένιους ίσκιους πέρα στα λιοστάσια. Από τη μελικοκκιά όξω βοούσε το σμιχτό τραγούδι των πουλιών.
Το φως της μέρας ζάλισε τη Φρόσω. Από πάνω ακούστηκε το πάτημα της Κούλας, που έβγαινε στο μπαλκόνι.
Η Φρόσω είδε πως είχε ξεχαστεί κι έκαμε να γυρίσει να πάει στον αργαλειό. Μα οι αξιωματικοί από αντίκρυ προσηκωθήκαν και χαιρετήσανε.
Σταμάτησε και κοίταξε: Ποιος να περνά;
Ήταν ο πατέρας που έβγαινε από την αυλόπορτα. Η φουστανέλα του έφεγγε φρέσκη φρέσκη από το σκανταλέτο, τα τουζλούκια του φούσκωναν τουφωτά, οι πλατιές μανίκες του άσπρες σαν το χιόνι.
Η Φρόσω στάθηκε τεντωμένη και τον κοίταζε όσο που να χαθεί στο δρόμο. Ο σχολάρχης, που απαντήθηκε παραπέρα μαζί του, έβγαλε ως κάτω το καπέλο.
Η Φρόσω πήγε και κάθισε στον αργαλειό :
- Το σόι του Κρανιά δε χάθηκε μ’ όσα κι αν έλεε η θεια! Στο ίδιο σόι λογαριάζουν κι η Μαριώ κι η Κούλα καθισμένες στο μπαλκόνι.
Μια γειτόνισσα ήρθε και πρόδωσε της Φρόσως πως είδε τη Μαριώ να σμίγει, στο πίσω μέρος μ’ έναν αξιωματικό κι ο Γεσίλας έπιασε την Κούλα να κουβεντιάζει μ’ έναν άλλον στην αυλόπορτα.
Η Φρόσω θέλησε να ορμηνέψει τη Μαριώ. Η Μαριώ όμως της το ’κοψε μια και καλή :
- Κοίτα τον αργαλειό σ’ και ξεφορτώσου με.
Ο Γεσίλας κάτι ανταρεύτηκε κι αυτός της Κούλας, μα και κείνη είχε μάθει πρωτύτερ' από τη Φρόσω πως τον ησυχάζουν.
Κι έτσι δεν ταράχτηκε η ειρήνη. Η θεια δεν είναι δω να κλείσει το μπαλκόνι, ο πατέρας βγαίνει και κάθεται καμιά φορά και κείνος με τους αξιωματικούς και της Φρόσως της φτάνει μόνο να βλέπει ευχαριστημένον τον πατέρα.
Κι ο Θώμος Κρανιάς δεν είχε λόγο να μην είναι. Όχι πως προσπαθούσε να μη βλέπει τι έλειπε από τον πύργο του· μα δεν του έμενε καιρός γι’ αυτό. Μήτε η ανοιχτή καρδιά μήτε το βουνίσιο πνεύμα του είχανε θολώσει τόσο, μήτε το γέλιο κι η φωνή του είχανε χάσει τον ηχό τους, ώστε να καταντήσουν περιττά κι αδιάφορα για τα τσιμπούσια στα μεγέρικα και τα γλέντια στα περιβόλια. Με τη συνήθεια που πήραν όλοι να τον κράζουν ακόμα κύριο έπαρχο, κόντευε να λησμονήσει με τα σωστά πως ήτανε παυμένος. Απάνω κάτω κιόλα σα να του άρεσε καλύτερα η ζωή δίχως μπερδεψιές κομματικές, δίχως σκοτούρες με νομάρχες και δημάρχους. Μονάχα όταν αντίκριζε στο δρόμο καμιά πιάτα σκεπασμένη με λευκή πετσέτα να τράβα κατά το σπίτι του ταμία ή του ειρηνοδίκη, έπεφτε σε θλιβερή μελαγχολία λίγες στιγμές. Μα είχε πάλι το καλό να μην παρακωλυέται σε πράματα λυπητερά, είχε βρει κιόλας κάποιους ατζαμήδες στα χαρτιά κι ασφάλισε το χαρτζιλίκι της ημέρας κι έτσι ο καιρός ψευτοπερνούσε.
Ως πότε θα ψευτοπερνούσε, άρχισε πρώτη η Φρόσω να το ρωτά, όταν πια κάθε παλιό θυμητικό της μάνας ήταν αμανάτι κι οι πέντε δέκα της πεζούλες στο χωριό είχαν πουληθεί. Ο αργαλειός της δεν τα πρόφταινε όλα, η Μαριώ κι η Κούλα είχαν τις δικές τους έννοιες, ο Γεσίλας γύρευε πάντα τη δραχμή.
Μια μέρα, η Παναγιούλα, η μικρή ορφανή της πλύστρας του πατέρα, που πήγαινε κοντά του στην αγορά για τα ψούνια, γύρισε μ’ αδειανό κοφίνι.
Δεν έφερε ούτε το πλαστάρι το ψωμί.
Η Φρόσω έσκυψε το κεφάλι.
- Κι ο παλιοφούρναρης, είπε η Μαριώ. Ο πατέρας ήρθε το μεσημέρι δίχως όρεξη.
Είχε φτάσει και νέο γράμμα της θειας από το χωριό. Από καιρό ζητούσε να πάει μια, όποια θέλει από τις δυο ανιψιές να την κάμει θυγατέρα της.
Η Φρόσω τις παρακινούσε. Μα η Μαριώ έλεγε:
- Ας πάει η Κούλα. Κι αυτή απαντούσε:
- Ας πάει καλύτερα η Μαριώ. Ο πατέρας δε μιλούσε.
Τώρα εκεί που διαβάστηκε το γράμμα, γύρισε και κοίταξε τις κόρες του, τη μια μετά την άλλη. Έπειτα χαμήλωσε τα μάτια.
Τη νύχτα τον πειράξαν τα τραγούδια από το βελούχι αντίκρυ. Οι ξενύχτηδες τον ξέρανε πως του αρέσουν οι καλές φωνές και σιγά σιγά σιμώσανε με τις φυσαρμόνικες ως από κάτω απ’ τα παράθυρα.
Ο πατέρας τα ’βαλε με την Κούλα το πρωί. Πρώτη φορά.
- Θα σε λιανίσω, της είπε, εδώ που τους μαζώνεις.
Και της έδειξε το ραβδί του καθώς έφευγε για τον καφενέ.
Το άλλο βράδυ άνοιξε το παράθυρο και φοβέριξε τους ξενύχτηδες πως θα κατέβει και σε κείνους με το ξύλο.
Και το πρωί το σήκωσε και στη Μαριώ, που τον ξαδιαντράπηκε. Του είπε πως δεν τραγουδούνε γι’ αυτή:
- Μαζώνουντι για του…
Σταμάτησε, μα σαν είδε πως ο πατέρας δεν ένιωθε, το απόσωσε:
- Για του χαϊδιάρ’ σ’, σαν του θέλις να σ’ του που.
Ο πατέρας έφυγε φοβερίζοντας την πως θα τη στείλει στο χωριό στη θεια.
Οι τραγουδιστάδες τραβηχτήκανε λίγο μακρύτερα. Απόμεινε μονάχα ο λογιστής της Τράπεζας κι ο φοιτητής. Δε θέλανε να το πάρουνε για τελειωμένο πως τους ξετοπίσαν οι αξιωματικοί και σταματούσανε μπροστά στην κούλια μ’ ένα μαντολίνο και με δίστιχα πειραχτικά. Μα οι αξιωματικοί τους τρίξανε τα δόντια κι έτσι συχάσανε κι αυτοί.
Ωστόσο δεν ξαναήρθε ο ήσυχος ύπνος στον Κρανιά.
Μέρα με την ήμερα άρχισε να παραξενεύει κιόλας και στον καφενέ, να χάνει την υπομονή, άμα δε βοηθούσε το χαρτί να θυμώνει με τους φίλους, άμα δε δίνουν ό,τι του χρειάζεται.
Η αλλαγή του πρώην επάρχου τους δεν είναι ευχάριστη σε πολλούς στην πόλη και πολλοί είναι που σμίγουνε με τη Φρόσω τα παρακάλια τους να ’ρθει ο διορισμός.
Κι αυτός αργεί τη φορά τούτη περσότερο παρ’ ότι το πρόσμενε κι ο ίδιος ο Κρανιάς. Του κάκου χαλά τα μάτια του και χάνει τον καιρό στον καφενέ διαβάζοντας τ’ αντιπολιτευόμενα άρθρα, μαλώνει συζητώντας με τους φίλους, γράφει και ξαναγράφει του ξαδέρφου. Η κυβέρνηση δεν έχει κίνδυνο να πέσει. Φόβος είναι μη φάει και τα τέσσερα χρόνια.
Και τα έφαγε με τα σωστά. Όταν τη ρίξαν οι εκλογές κι ο βουλευτής Κρανιάς έστειλε του ξαδέρφου του το διορισμό, ήταν αργά πια. Από το στερνό ταξίδι του ο Θώμος Κρανιάς δεν έφερε μαζί του μόνο τ’ ορφανό της πλύστρας του, μα κι ένα σφάχτη στο πλευρό κι ένα βήχα κούφιο. Τον πήρε στην αρχή αψήφιστα, όσο που του αναδρίμωσε άξαφνα κι ο αέρας της ακροποταμιάς δεν ήταν ο αέρας που του χρειαζότανε για να πάρει το καλύτερο. Ο διορισμός τον ευρήκε στο κρεβάτι, κι έπεσε στο κρεβάτι ο Θώμος Κρανιάς για να μην ξανασηκωθεί.
19lppc1fhvdomxsg8p1gvbg5xr0yev7
Ο πύργος του ακροπόταμου/Β
0
13857
148247
44493
2022-07-21T15:42:47Z
Chalk19
8498
Ο Chalk19 μετακίνησε τη σελίδα [[Ο Πύργος του Ακροπόταμου/Β]] στην [[Ο πύργος του ακροπόταμου/Β]]
wikitext
text/x-wiki
{{κεφαλίδα
| τίτλος = [[../]]
| συγγραφέας = Κωνσταντίνος Χατζόπουλος
| μεταφραστής =
| ενότητα = Β
| προηγούμενο= [[../Α|Α]]
| επόμενο = [[../Γ|Γ]]
| σημειώσεις =
}}
Είναι περασμένα τέσσερα πέντε χρόνια. Στον τάφο του πατέρα θρασομανούν τ’ αγριάγκαθα. Ο Γεσίλας ζήτησε στο μεταξύ πόρο ζωής σ’ ένα ραφτάδικο. Όμως σε λίγες μέρες τον ξαναείδαν οι αδερφές να παίζει αντίκρυ, στο βελούχι, τα χαρτιά.
- Στενή ζωή, κακός αέρας, απάντησε της Μαριώς, που τόλμησε να ρωτήσει γιατί έφυγε από το ραφτάδικο.
Η Φρόσω κίνησε και πήγε σ’ έναν έμπορο, παλιό φίλο του πατέρα, και τον πήρε στο εμπορικό του. Μα όταν τον έστειλε να βγει στον καθημερινό γύρο στις γειτονιές, ο Γεσίλας πέταξε χάμω τα τσίτια, που τον έβαλε να φορτωθεί και γύρισε στον πύργο.
Οι αδερφές τα βάλανε με τον έμπορο.
- Τουν παλιάνθρουπου!
- Ου γιος τ’ Κρανιά να φορτωθεί τ’ βαντάκα!
Έτσι ο Γεσίλας γύρισε στους δρόμους, όσο που πήγε στο στρατό.
Οι αδερφές μείνανε μόνες. Η θεια από το χωριό είχε αφήσει χρόνους, αφού του κάκου γύρευε ως τα τελευταία να πάει κοντά της μια απ’ τις ανεψιές. Στο πόδι της εδώ είναι τώρα η Φρόσω. Το περασμένο της ξεχάστηκε πια και ξαναμπήκε λεύτερα στη ζωή του κόσμου. Βέβαια όχι πια σαν κόρη ανύπαντρη, μα σαν κατιτίς ουδέτερο είδος, κατιτίς ανάμεσα χήρας και γεροντοκόρης. Στην εκκλησιά, στα λείψανα, σ’ αρρώστιες, όπου είχαν οι αδερφές να μοιρολογήσουν ή να συλλυπηθούν τις αντιπροσώπευε η Φρόσω. Όπου όμως γιορτή και γάμος, όπου η αρχοντιά της πόλης θυμότανε στις χαρές της κάποτε τις ορφανές του παλιού επάρχου της, εκεί έτρεχε η Μαριώ κι η Κούλα.
Τις περσότερες φορές η πρώτη· δεν άφηνε να της πατηθεί εύκολα το δικαίωμα που είχε σα μεγαλύτερη. Ο πύργος είχε και φροντίδες, που κάποτε δεν παίρνανε χασομέρια μήτε ένα δειλινό. Τέσσερα χέρια δεν μπορούσανε να λείψουνε την ίδια ώρα. Όσο κι αν βιάζεται η Μαριώ να κρατήσει όξω από τον πύργο το περασμένο περήφανο μπροστά σε κόρες ψωρονοικοκυρέων κι εμπόρων, κάτω από τη σκεπή του είναι η ζωή βαριά. Κι όχι μόνο για τη Φρόσω. Το βελονάκι των μικρότερων δεν πλέκει τώρα μονάχα για πόλκες και χτένες κι οι κεντητές παντούφλες δε δείχνουνται στο μπαλκόνι σα μια φορά, γιατί δεν είναι πάντα για δείξιμο. Κι έπειτα σε ποιόνε κιόλας να δειχτούν; Οι αξιωματικοί, σα να έχουν φόβο της κούλιας του Σουλιώτη, άμα γυρίζουν από την αναφορά δε σταματούνε στο βελούχι. Το αφήσανε στους υπαξιωματικούς κι ίσια μ’ αυτούς δεν ξέπεσαν ακόμα οι επαρχοπούλες.
Βελούχια λέγουνται στην πόλη κοντά στον ποταμό τα εξοχικά καφενεδάκια, που στένουνται την άνοιξη με λίγα πέταυρα για να σαπίσουν το χειμώνα στη βροχή και στην ερμιά, αν δεν καούνε στο μεταξύ στα τζάκια της γειτονιάς. Κάθε άκρη, κάθε γειτονιά της πόλης έχει το δικό της. Αυτού σπουδάζει τα χαρτιά η νεολαία του τόπου, όσο φοβάται ακόμα τον πατέρα και το δάσκαλο, αυτού φέρνει ο τελευταίος αποδείλινα τη γραμματική και το χασμούρημα, αυτού σχεδιάζει ο κομματάρχης τους συνδυασμούς, αυτού ο χωριάτης, που έφερε το γέννημά του στην αγορά, γυρεύοντας να βρει τον παπά στα τρία τραπουλόχαρτα, χάνει ό,τι του περίσσεψε από τον προστυχιστή κι από το νοικιαστή του φόρου, αυτού έρχεται καμιά λαμπρή η δεσποτική γιορτή να πάρει αέρα το εμπορόπουλο, αυτού τραγουδά τη νύχτα στ’ άστρα ο ερωτεμένος. Ο καφές είναι πάντα από καβουρδιστό ψωμί ή ρεβίθι, το λουκούμι καθαρό ζυμάρι και το ρακί μονάτο τσίπουρο. Μα κανείς δεν έρχεται αυτού για τον καφέ και το ρακί. Έρχεται για τη δροσιά, για το νερό και τον αέρα. Κι άλλο νερό κι άλλος αέρας δεν είναι δροσερότερα στην πόλη, όσο εδώ στον όχτο του ακροπόταμου. Σωστό βελούχι του Καρπενησιού.
Κι ο πρώην λοχίας Τυλιγάδας, που το έχει τώρα, ξέρει τη δουλειά του καλύτερα από τους άλλους πριν. Δεν έκοψε φτέρη από τον κάμπο, μα κουβάλησε λατόκλαδα από το βουνό και σκέπασε τη φρετζάτα απόξω, και μέσα στην παράγκα κρέμασε δίπλα στο δικό του και δεύτερο μπουζούκι· Ήξερε και την αγάπη των πρώην συναδέρφων του στ’ άνθη και στα μυρουδικά και δεν άφησε τραπέζι δίχως ρίζα βασιλικό, δεν άφησε γαρουφαλιά άκλεφτη από τις γειτονιές και τσιτσέκι και περικοκλάδι που να μη φυτέψει ολόγυρα.
Όσο για τα μαύρα μάτια, έλπιζε πως με τον καιρό να νοιαστούνε γι’ αυτά από καρσί, από τον πύργο. Για την ώρα του έφτανε πως νοιαζόντανε για μαρούλια κι αγγουράκια· του στέλνανε με τη μικρή την Παναγιούλα όσα ήθελε.
Η Παναγιούλα αυτή σα να ’πεσε στον πύργο από τον ουρανό. Ο Θώμος Κρανιάς παίρνει κάθε στιγμή συχώρια από τις κόρες του, που φρόντισε και τη γκενιάστηκε. Δεν κρατούσε μόνο την ανταπόκριση του πύργου με το αντικρινό βελούχι, μα είχε απάνω της και τη συγκοινωνία με την πόλη. Αυτή έφερνε τα νέα μαζί με τα ψούνια από την αγορά, αυτή πηγαινοερχότανε στα σπίτια με τα διασίδια και τα ραψίματα αυτή έτρεχε στους παλιούς φίλους και στους δικούς του πατέρα. Ο Θώμος Κρανιάς δεν άφησε των κοριτσιών του μοναχή κληρονομιά το σόι και την περηφάνια για το σόι, άφησε κι ένα σωρό φίλους στην πόλη και μια πλατιά δικαιολογιά. Κάθε υπάλληλος ή μετανάστης από τα βουνά με τους εννιά δήμους ήτανε δικός του πύργου. Κι οι φίλοι, αν είχανε μια φορά την τσέπη ανοιχτή για τον πατέρα, μπορούσανε να την κλείσουν τώρα στα ορφανά κορίτσια του, όταν αυτά ήταν κιόλας νια κι όμορφα, σαν τη Μαριώ και σαν την Κούλα, κι όταν το τάλιρο ή το δίφραγκο, που στέλναν και ζητούσαν κατά την ώρα και το πρόσωπο, το ζητούσανε γι’ ανάγκες, όπως είναι η αρρώστια μιας από τις αδερφές, το συλλείτουργο του πατέρα και της μάνας, ή το γιορτάσι του μονάκριβου αδερφού; Συχνά η αρρώστια περνούσε όσο να γυρίσει πίσω η Παναγιούλα, εξόν αν γύριζε με άδεια χέρια· για το συλλείτουργο, αν δε γινότανε, συχωρούσε ο Θεός, που μόνος γνώριζε τ’ απόκρυφα του πύργου· τ’ όνομα όμως του αδερφού έπρεπε να γιορταστεί με κάθε τρόπο. Ευκολότερο ήτανε να χαλάσει ο κόσμος παρά να μην ανοίξει ο πύργος την αυλόπορτά του την ημέρ’ αυτή, μάλιστα τώρα που ήταν ο αδερφός μακριά κι ήρθε κιόλας το μήνυμα πως προβιβάστηκε λοχίας.
Η Κούλα σφουγγάρισε τον πύργο, άσπρισε μέσα τον οντά και τη σκάλα και το πεζούλι της απόξω, η Φρόσω πήγε και δανείστηκε από τη γειτονιά ένα εξήντα νούμερο σεντόνι για τον καναπέ κι η Μαριώ έδεσε τη μαστίχα και το τριαντάφυλλο.
Και το πρωί την άλλη μέρα παραταχτήκανε κι οι τρεις ορθές μπροστά στην πόρτα. Η Φρόσω δίχως τη μαύρη σκέπη στα μαλλιά. Η μικρή ορφανή της πλύστρας πήγαινε κι ερχότανε με πλυμένα πόδια.
Πρώτος έφτασε ο σχολάρχης με το ψηλό καπέλο του. Συγχάρηκε για τη γιορτή και για την πρόοδο του Γεσίλα, μίλησε για τον καιρό και για τις λάσπες, που δε στεγνώσανε στο δρόμο, και φιλεύτηκε κι από τα δυο γλυκά.
Έπειτα ήρθανε δυο γειτόνοι κι ο παπάς της ενορίας και σήκωσε το ύψωμα.
Η Μαριώ, που έστεκε και βοηθούσε στο φίλεμα, δεν ήρθε στην ανάγκη να βιάσει και τον παπά να φιλευτεί κι από τα δυο γλυκά.
Μα πίσω από το γιατρό, έναν ξάδερφο που ήρθε υστερότερα μαζί με τον ταμία, και δεν καταδεχτήκανε κι οι δυο παρά μόλις ν’ αγγίξουνε το ροσόλι με τα χείλη, έλυσε τη γλώσσα της:
- Να ’ταν άλλού· σε κάνα νιοκαζαντισμένο!
Γιατί οι δικοί και φίλοι δεν έφτανε να δώσουνε μονάχα τ’ οβολό τους για τη γιορτή, δεν έφτανε να ’ρθουνε μόνο να πολυχρονίσουν. Όποιος δε φιλευόταν κι από τα δυο γλυκά και δεν έπαιρνε ακόμα μαζί του και το παντεσπάνι τυλιγμένο στο χαρτί, καταφρονούσε την κούλια.
Η γιορτή έπεσε κιόλας κοντά τη Λαμπρή κι ήτανε και τα κόκκινα αυγά χτυπητός σωρός στο πιάτο δίπλα στο δίσκο. Όλα την ήμερα αυτή έπρεπε να είναι πλούσια και περισσά.
Όσοι ανεβαίνανε σήμερα τη σκάλα έπρεπε να δείξουν πως ξεχνούνε κείνη τη στιγμή τη δυστυχία της κούλιας.
Σ’ αυτό βοηθούσε κι ο ανοιξιάτικος ήλιος, που χυνότανε μέσα στον οντά κι άστραφτε στους κάτασπρους τους τοίχους, παιγνίδιζε στα ρακοπότηρα με το ροσόλι κι έκανε να λάμπουνε φανταχτερά κι οι σκουριασμένοι ακόμα τενεκέδες, που πολεμούσανε να κρύψουνε με τις κρεμάμενες μακριές, σγουρές τους πρασινάδες τα σκασμένα τ’ αγκωνάρια πίσω τους.
Τα πρόσωπα των αδερφών άστραφταν. Πολεμούσανε κι αυτά μαζί με όλα τ’ άλλα πράματα εκεί μέσα να σκεπάσουν και να σβήσουνε για μια μέρα το τωρινό και το πραγματικό και ν’ αφήσουνε ν’ απλωθεί και να μετεωριστεί η λάμψη του περασμένου και τ’ όνειρο του μέλλοντος. Και τα δυο αυτά σμίγουν κι αστράφτουν ολόγυρα από τ’ όνομα του Γεσίλα Κρανιά. Την ήμερα αυτή δε γιόρταζε στην κούλια ο φτωχός άγιος, ο άγνωστος κι, άσημος μάρτυρας Γεσίλας· γιόρταζε τ’ όνομα, η γενιά, το σόι του Κρανιά, που έκλεισε όλες τις ελπίδες του στο πρόσωπο του λοχία Γεσίλα Κρανιά.
Το δειλινό αυτό πήγε και το διάλεξε να ’ρθει κι η γριά Λιγούραινα, μια παλιά φιλενάδα της μάνας.
Είπε πως ήρθε να πολυχρονίσει κι οι αδερφές τη δεχτήκανε κι οι τρεις στην πόρτα και τη βάλανε και κάθισε στην κορφή του καναπέ. Κι η Μαριώ πήγε κι έφερε το δίσκο και τη φίλεψε.
Μα μόλις η Μαριώ βγήκε στη διπλανή κάμαρα ν’ αλλάξει στα ποτήρια το νερό, η γερόντισσα έσκυψε στη Φρόσω και της ψιθύρισε:
Ένα παιδί, πραματευτής, την έβαλε να ’ρθει να γυρέψει τη Μαριώ. Έχει το σπίτι του, το μαγαζί του, τ’ άλογό του, κάμποσα στρέμματα χωράφι κι είναι γερό κι άξιο.
Η Μαριώ, σαν κάτι να μυρίστηκε, σταμάτησε πίσω από την πόρτα και την άκουσε.
Και χύμησε μ’ ορμή μέσα στον οντά.
Πώς η προξενήτρα κατέβηκε ζωντανή τη σκάλα, ας το χρωστά της νέας βίζιτας που ήρθε σε λίγο. Κι οι τρεις αδερφές χυθήκανε ίσια να την πνίξουν.
Το βράδυ δε σφάλισε καμιά τους μάτι. Παρόμοια ντροπή δεν έγινε ως την ώρα στο γένος του Κρανιά. Μονάχα τότε που πέθανε ο πατέρας κι οι φίλοι βγάλανε φανερά δίσκο στην αγορά για την ταφή του.
- Αν θέλαν οι φίλοι να κάμουνε το χρέος τους, έπρεπε να το κάμουνε μυστικά και συναμεταξύ τους, είπε τότε κατάμουτρα του ειρηνοδίκη, άγρια κι όξω από τα λογικά της η Μαριώ, που το μυρίστηκε.
Μα οι σάλπιγγες, που ήρθανε να συνεβγάλουν τον αργυρό σταυρό του πρώην έπαρχου, κάμανε να ξεχαστεί η ταπείνωση κι η Μαριώ μπόρεσε να βγει στο παράθυρο να στείλει, κρεμώντας τα λυτά μαλλιά, τα τελευταία ρεκάσματά της του άμοιρου πατέρα και μια κρυφή ματιά του αξιωματικού, που πρόσταζε με το λεπίδι του γυμνό το απόσπασμα κάτω στο δρόμο.
Η Μαριώ έχασε για καιρό την όρεξη. Τότε ήταν κι οι αξιωματικοί παρηγοριά. Τώρα έχασε και τον ανθυπασπιστή, που τον είχε τελευταία δεμένον στο πανί. Ήταν ευεργετικός, αλήθεια, μ’ από γενιά καλή· ο μπάρμπας του είχε κάμει δήμαρχος. Έκανε σαν τρελός γι’ αυτή. Μα μετατέθηκε άξαφνα κι όταν ύστερ’ από λίγους μήνες τα κατάφερε να ξαναρθεί στο κάστρο, τη βρήκε να τα παίζει με το γραμματικό της εφορίας.
Με τούτον τη γλύτωσε η Μαριώ φτηνά. Κυνηγώντας όμως και τους δυο μαζί, δεν έπιασε κανέναν. Σα να συμφωνήσανε, δεν ξαναφανήκανε κι οι δυο στο βελούχι του ακροπόταμου.
Ο Φωτούλας Τυλιγάδας το μάντεψε καλά πως τα μαύρα μάτια από καρσί δεν μπορούσανε να μην τραβηχτούν από τη λεβεντιά της φουστανέλας.
Άμα λείψανε οι αξιωματικοί, άμα χάθηκε ο ανθυπασπιστής και δεν πιάστηκαν άλλοι δυο τρεις υπάλληλοι, απόμεινε η ελπίδα μόνο στους υπαξιωματικούς.
Το αποφάσισε πρώτη η Κούλα.
- Κι αυτοί μια μέρα, γλήγορα η αργά, θα το κολλήσουν το χρυσό γαλόνι, συλλογίστηκε κι έκαμε την αρχή.
Η Μαριώ ψιλοκρατούσε ακόμα. Όμως κάτι την κεντούσε πάντα μέσα της να μην αφήνει μάτια να κοιτάζουν άλλη. Και μόλις είδε το λοχία Μάνθο Σακαρέλο να τα παίζει με την Κούλα, βάλθηκε να της τον πάρει.
Μα δεν τα κατάφερε και για να εκδικηθεί έπιασε κι αυτή το Γιαννακό Πλαστάρα, όχι τόσο καλοσούσουμο, όσο καλοπίχερο.
Η Κούλα έσκασε με τη χρυσή την κονταπέτα, που είδε ξαφνικά στην τραχηλιά της αδερφής. Ο δικός της της είχε φέρει μόνο ένα ζευγάρι καλτσοδέτες, και κείνες η Μαριώ τις βρήκε πρόστυχες.
- Κυρά μ’, ιγώ δεν τ’ τς γύρεψα· είδι πως ήταν χαλασμένες εκείνες π’ φόρ’ γα κι μ’ αγόρασ’ άλλες απού μοναχός τ’, είπε η Κούλα.
- Σάμπους τ’ γύρεψα γω ν’ κουνταπέτα; θύμωσε η Μαριώ κι άρχισε μεταξύ τους το φάγωμα.
Μα δεν ήτανε μόνο οι δυο αδερφές που πέσανε στους υπαξιωματικούς.
Η αρχοντιά του τόπου, όσο και να μην ξεχνούσε τον παλιό της έπαρχο και να είχε ανοιχτή την πόρτα της στις ορφανές του, δεν άφηνε όμως και τα δικά της κορίτσια να ’χουνε πολλά νταραβέρια με τον πύργο. Το παράμερο της ποταμιάς, το βελούχι αντίκρυ από τον πύργο, μια καταπαχτή που ανοιγόκλεινε προς το κατώγι στην από πίσω κάμαρα, όλ’ αυτά είχανε κάτι υποψιάρικο για τις μανάδες. Και τέλος το πάθημα της Φρόσως, και να λησμονήθηκε με τον καιρό, μένει πάντα στο κατώφλι της αχνό σημάδι, που δειλιάζει να το δρασκελίσει κάθε κόρη γνωστική. Αν έρχεται καμιά από τις καλύτερες της πόλης, τις σοϊλίτισσες ή τις ακουσμένες για την προίκα, έρχεται ή με τη μάνα ή μοναχή της το απόβραδο από το στενό κι από τον πίσω φράχτη, με φόβο μην δει άλλο μάτι παρά εκείνο που θέλει η ίδια να τη δει.
Αυτό δεν ξεφεύγει τις αδερφές. Η Φρόσω τρομάζει να κρατήσει το στόμα της Μαριώς:
- Έχουμι ’ν ανάγκ’ τς, μουρή, δεν του σ’ λουέσι!, της ψιθυρίζει κάθε φορά που την ακούει να τα βάζει όξω στην αυλή με την ψωροαρχοντιά.
Πιο ελεύτερη και με πιο λίγη πρόληψη στην ηθική της η κατωτερινή τάξη, φαίνεται προθυμότερη στις φιλίες με την κούλια. οι φτωχότερες, οι ταπεινές νοικοκυροπούλες του τόπου το νομίζουνε τιμή να βγαίνουνε στο σεργιάνι μπράτσο με τις επαρχοπούλες και να καθίζουν πλάι τους στο μπαλκόνι. Κι η Μαριώ κι η Κούλα πάλι βρίσκουν ευκολότερα στη συντροφιά των κοριτσιών αυτών εκείνο που γυρεύουν: το σεβασμό στο σόι τους και την αναγνώριση πως όσο κι αν ξεπέσανε, είναι και μένουν ανώτερες τους πάντα. Κι έν’ άλλο ακόμα· τα φτωχά και χιλιοξανακαμωμένα φορέματα των αδελφάδων χάνουνται μπρος στα λούσα μιας εμποροπούλας, ενώ μπροστά στην κόρη του ζευγά ή τη θυγατέρα της υφάντρας, ο αρχοντικός αέρας της Μαριώς και το ψιλό νάζι της Κούλας ξεχωρίζουνε και φιγουράρουν. Αντί λοιπόν να ρίχνουνε τα μούτρα στις ψωροπερήφανες, ανοίγουν την πόρτα τους στις όμορφες και πεταχτές και χαρδακίστρες από κάθε μαχαλά, όσες δεν έχουν την υπομονή να περιμένουνε ν’ ανοίξει από μόνη η τύχη τους, να τους έρθει ο καλός με τη μάνα και την προξενήτρα, μα βγαίνουν οι ίδιες να τον απαντήσουν.
Όλες αυτές μαζεύονται στον πύργο. Κι όξω στα τραπέζια του βελουχιού και το βράδυ βράδυ στον περίπατο της ακροποταμιάς συνάζουνται κι οι υπαξιωματικοί, όλοι αλαφροπερπάτητοι και τσελεπήδες, από τα πρώτα ονόματα στα ευζωνικά. Οι μανάδες στη γειτονιά σκίζουν τα ρούχα τους, μανταλώνουν τα θηλυκά τους και στέλνουνε τους άντρες τους στο δήμαρχο και του ζητούνε να κλείσει το βελούχι. Μα κι ο Φωτούλας Τυλιγάδας δεν είναι από το τούρκικο κι έτσι το παιγνίδι δε σταματά.
Μόνο η Φρόσω δεν παίρνει μέρος σ’ αυτό. Γι’ αυτή το πέρασμα του καιρού το μετρά ο βρόντος του αργαλειού της κάτω στο ανήλιαγο και απάτωτο κατώγι. Και το βράδυ, όταν χύνεται το σούρωπο στο δρόμο, ίσκιος σκοτεινός, μπαμπουλωμένος με τη μαύρη σκέπη γλιστρά προς τη νυχτωμένη πόλη γυρεύοντας νέα διασίδια και πλεξίματα ή τους φίλους του πατέρα, όταν πρωτύτερα βγήκε άκαρπο το στάλσιμο της Παναγιούλας.
Γύρω από τον επιλοχία Συμεών Καραφωτιά στήθηκε ο μεγαλύτερος αγώνας ανάμεσα στις πιο όμορφες, που μαζευόντανε στον πύργο. Μα έπρεπε να κάμουν όλες τόπο στις επαρχοπούλες και το μάλωμα περιορίστηκε στις δυο αδερφές.
Πρώτη έβαλε στο μάτι τον επιλοχία η Μαριώ, άμα τα χάλασε με το Γιαννακό Πλαστάρα, που γύρευε να την περιορίσει να μην κουβεντιάζει με κανέναν άλλον.
Μα ένα βράδυ, που έλειπε η Μαριώ, του ένεψε η Κούλα από το παράθυρο. Σα μακρινός ξάδερφος, που ανακαλύφτηκε πως ήταν, ανέβαινε λεύτερα στην κούλια πιο συχνά το σούρουπο παρά την ήμερα με τον ήλιο.
Η Κούλα τον έφερε κάτω από το θόλο εμπρός στην πόρτα του κατωγιού. Η Φρόσω έλειπε και κείνη κι η Κούλα κάθισε μαζί του όσο που ακούσανε πως γύρισε η Μαριώ.
Εκεί στο θόλο σμίξανε άλλες δυο τρεις βραδιές κλεφτά, όσο που χίμηξε η Μαριώ κι έδιωξε με τις σπρωχτιές την αδερφή. Και απόμεινε ο επιλοχίας δικός της.
Η νίκη της δεν ήταν τιποτένια. Ο επιλοχίας Καραφωτιάς ήταν ο πρώτος μέσα στους πρώτους του κάστρου. Καλόκορμος, μουστακαλής, περήφανος στη ντυμασιά και στο φιλότιμο, μην κάτσει μύγα πάνω του, μην τόνε στραβοκοιτάξει όπως περνά κανείς πολίτης, φόβος των ζωοκλεφτών και των φυγόδικων, όταν έβγαινε στο απόσπασμα, και τρόμος των νεοσύλλεχτων στο λόχο, άμα δε βάζαν το γκιουβέτσι έγκαιρα, στη Μαριώ μπροστά γινότανε μολαΐμικο αρνί, υποταχτικό στο θέλημά της, πρόθυμο σε κάθε της απαίτηση για σειρητάκια και κορδέλες και κάπου κάπου και κανένα φόρεμα.
Σιωπηλά, σαν πάντα, συμφώνησε κι η Φρόσω με τον τρόπο που λύθηκε το μάλωμα των αδελφάδων. Η Φρόσω, αν και δεν έπαιρνε η ίδια μέρος στο παιγνίδι, το ακολουθούσε ωστόσο από το βάθος του σκοτεινού της κατωγιού. Όσο κι αν η στεγνωμένη όψη της με τα βαθουλωμένα μάτια φαίνουνται σαν να λένε: φάντασμα περασμένου είμαστε μόνο, η έννοια μας δεν είναι από τον κόσμο αυτό - η έννοια της από τον καιρό που έθαψε και ξέχασε τον εαυτό της είναι όλη για τον κόσμο αυτό.
Εκείνο το παιγνίδι, που παίζεται γύρω της χωρίς να την αγγίζει, δεν παίζεται και γι’ αυτή χωρίς σκοπό. Το έπαιξε κι η ίδια μια φορά κι έχασε και ξόφλησε μια και καλή. Μα ίσια ίσια το δικό της πάθημα φυλάγει τώρα τις άλλες. Μια δυο φορές κιντύνεψε κι η Μαριώ, είν’ αλήθεια. Μα τώρα έχει σίγουρον τον επιλοχία της. Αυτός δεν είναι ξένος, σαν τους άλλους πρωτύτερα. Παιδί από σόι κι από τα χώματά τους. Συνάδερφος του Γεσίλα κιόλας. Αυτό της το θύμισε κι ο ίδιος, όταν τον ξεμονάχιασε μια μέρα και σα μεγαλύτερη αδερφή, σα μάνα να πεις, τον ξεψάχνισε για τους σκοπούς του:
- Είναι να λέγεται πως δε θα την πάρει τη Μαριώ! Μα πρώτα πρέπει να γίνει αξιωματικός, να δέσει τη γαϊδάρα του. Τρία χρόνια, που θα κλειστεί μέσα στο σκολειό, τι να την κάμει τη γυναίκα;
Η Φρόσω ήτανε λογική, σαν τον πατέρα της. «Πρώτα να γίνει δικαστής», της είχε πει μια φορά και το δικό της πλουσιόπαιδο, μα εκείνο δεν ήταν από σόι μήτε από τον τόπο της. Ύστερα κιόλας τ’ αλλοτινά δε θέλει να τα συλλογίζεται. Η φροντίδα της είναι τα τωρινά και τα μελλούμενα.
Ο επιλοχίας ανθυπολοχαγός λοιπόν κι η Μαριώ σιγουρεμένη. Όσο για την Κούλα, δεν την πήραν ακόμα τα χρόνια μπροστά. Έχει ο θεός γι’ αυτή. Εκείνο που είναι το πιο βιαστικό, είναι πως να κρεμάσει το μακρύ σπαθί ο Γεσίλας.
Αυτό σκοτίζει τη Φρόσω και σ’ αυτό δυο είναι οι τρόποι: Ή να μπει στη σκολή, ή να σκοτώσει κάνα φυγόδικο.
Το δεύτερο πιο εύκολο. Μα ο βλογημένος πήγε και κόλλησε, σαν τον πατέρα, στο λασπόκαμπο της Θεσσαλίας· του αρέσει καλύτερα το γραφείο και πιο πολύ ακόμα το σιτιστιλίκι. Για τις αδερφές είναι αυτό καλό, γιατί έτσι περισσεύει κάποτε κάποιο πεντάφραγκο και γι’ αυτές, μα η Φρόσω νοιάζεται περσότερο για το μέλλον του παιδιού. Αν αποφάσιζε να ’βγαινε απάνω στα πατρικά βουνά, τόσο συγγενολόγι εκεί θα του κατάδινε κάνα φυγόδικο κι έτσι τελειώνανε τα βάσανα, λείπαν οι φροντίδες και τα παρακάλια για τη σκολή, που δεν είναι και τόσο εύκολο το πράμα. Θέλει μεγάλες συστάσεις, βαρβάτα μέσα, που έπρεπε να ζει ο πατέρας να τα βάλει. Μοναχή της τι να κάμει αυτή; Πού να πρωτοτρέξει;
Το ’φερε η οργή να ’ναι φαντάρος κιόλας ο Γεσίλας και να μην μπορεί να μετατεθεί εδώ στο τάγμα, που είναι τόσοι γνώριμοι αξιωματικοί και πρώτος ο διοικητής. Ήτανε στενός φίλος του πάτερα και τους το λέει πάντα, σαν έρχεται καπότες αποσπερνού στην κούλια:
- Ας τον είχα γω στα χέρια μου και βλέπατε πως τον έφερνα πρώτο στον πίνακα!
Από μακριά όμως, με τα γράμματα τι να σου κάνει κι αυτός! Ωστόσο πιστός φίλος ο καημένος και πονετική καρδιά. Σα σε παιδιά του μιλεί των κοριτσιών, μάλιστα στην Κούλα, σαν πιο μικρή που είναι, δείχνει συμπάθεια ξεχωριστή. Τη χτυπά στο μάγουλο, σαν μπαίνει μέσα, την καθίζει κοντά στο πλάι του, στα γόνατα του πες, και της χαϊδεύει το χέρι και τα μαλλιά. Κακό ποιος βάζει με το νου, ποιος πιστεύει δηλαδή τέτοια τύχη! Έτσι βέβαια ξεμπερδεύαν όλες οι στενοχώριες και τα βάσανα...
Μα αυτά είν’ όνειρα. Το πρώτο για την ώρα είναι πως να κρεμάσει ο Γεσίλας το μακρύ σπαθί.
Ενώ η Μαριώ έχει περάσει από το Γιαννακό Πλαστάρα στον Καραφωτιά, η Κούλα μένει πιστή στο Μάνθο Σακαρέλο. Μπροστά στον Καραφωτιά θα θυσίαζε κι αυτή το Μάνθο μ’ όλη την καρδιά της κι ο ίδιος ο Καραφωτιάς έδειξε όλη τη διάθεση να προτιμήσει τη μικρότερη ξαδέρφη, μα η Μαριώ μια κι έβαζε κάτι στο νου, έπρεπε κιόλας να γίνει.
Η συχωρεμένη θεια είχε δίκιο να της λέει πως έμοιαζε του παππού της σ’ αυτό. Η Μαριώ μια και το ’βαλε, κυρίεψε τον Καραφωτιά σα με γιουρούσι. Με το έτσι θέλω.
Ο περήφανος επιλοχίας δεν μπόρεσε ν αντισταθεί. Είδε πως έπρεπε ή να υποταχθεί στο θέλημα της ή να μην ξανανεβεί τη σκάλα του πύργου.
Σα γνωστικός που ήταν, προτίμησε το πρώτο, κι έτσι στο φανερό περιορίστηκε στη μεγαλύτερη ξαδέρφη. Είν’ αλήθεια πως εκεί που καθότανε στον οντά της κούλιας με την αρρεβωνιαστικιά, όπως ήρθε στην ανάγκη να τη λέει κι ονειρευότανε μαζί της την ευτυχία που τους πρόσμενε, αν τύχαινε να πάρει το μάτι του στην άλλη κάμαρα την Κούλα που άλλαζε την πόλκα της, ή αν η Κούλα εκεί που έβγαζε νερό έσκυβε το κορμί περσότερο έτσι για να τόνε σκάσει, ο ξάδερφος αγρίευε ως το σημείο να πετάξει από την αγκαλιά το «μόφαρο», που πήγε και φορτώθηκε. Μα ξανανικούσε η φρονιμάδα του και παρηγοριότανε μ’ ό,τι άρπαζε κλεφτά και πεταχτά της Κούλας, κι έμενε πιστός κι υποταγμένος στη Μαριώ. Είχε δοσμένο κιόλα το λόγο του της Φρόσως.
Η Κούλα από το άλλο μέρος υποτάχτηκε στην ανάγκη κι αυτή. Κι αν άφηνε τον ξάδερφο να τη σιμώνει κοντύτερα παρ’ ότι στέκει σ’ έναν ξάδερφο, δεν το έκανε από κακή γυναικεία ορμή για ν’ απατήσει το Σακαρέλο, μα μόνο και μόνο για να εκδικηθεί την αδερφή της. Αν αποφάσισε μια στιγμή να παραιτήσει το Μάνθο, άμα παρουσιάστηκε ο Καραφωτιάς, δεν το έκαμε γιατί εκείνος δεν της άρεσε, μα μόνο και μόνο γιατί ο ξάδερφος είχε καλύτερα τον τρόπο για κορδέλες και καρφίτσες και γιατί, σα συγγενής που ήτανε, μπορούσε να μπαινοβγαίνει πιο εύκολα στην κούλια. Αφού όμως η Μαριώ το ’καμε ζήτημα παρηγορήθηκε με κείνο που είχε κι αυτή.
Ο Σακαρέλος κιόλας αν δεν είχε τον τρόπο του Καραφωτιά, στην ομορφάδα όμως και στη λεβεντιά δεν έμεινε διόλου πίσω. Το κορμί λαμπάδα, η μέση δαχτυλίδι, η φουστανέλα με σαράντα μάνες, τα τσαρούχια κεντητά, η σκάλτσα πάντα τέζα, τα μάτια καστανά, η όψη του σταράτη όπως κι η δική της, και το μουστάκι μαύρο και ψιλοστριμμένο. Ο σβέρκος μοναχά λίγο μακρύς, μα τόνε σκέπαζε μακρύτερη η χοντρή φούντα του φεσιού· με τόσο χου δεν τη φορούσε την παπαρούνα άλλος υπαξιωματικός. Έπειτα δα ο μακρύς λαιμός με το πεταχτό καρύδι του κάτω από το σαγόνι είναι το πιο σίγουρο σημάδι της καλής γενιάς από τα βουνά του βάλτου.
Κι ο Σακαρέλος ήταν από μια από τις πρώτες φαμελιές του Βάλτου, από τους Χαλκιοπούλους μέσα. Ο πατέρας του κλέφτης στον καιρό του, από τα πρώτα παλικάρια του Μαριόλη· ο αδερφός της μάνα του ληστής και κείνος με τον Κωνσταντέλο· ένας αδερφός του ξεμπέρδεψε ένα δήμαρχο, εχτρό της φαμελιάς, κι είναι ακόμα στου Μακρή, στο Μεσολόγγι. Μα ο Μάνθος δεν τους έμοιασε· είναι ήσυχος και φρόνιμος, φτάνει μόνο να μην τον πειράξει κανένας ή να μην του κοιτάξει την Κούλα, το βάσανό του, καθώς τη λέει του φίλου του Θόδωρου Μαυλή και πίνει στο βελούχι τον καφέ του, μισό φλιτζάνι δίχως ζάχαρη.
Ο Θόδωρος Μαυλής είναι ο μπιστεμένος φίλος του Μάνθου Σακαρέλου. Λοχίας κι αυτός, όμως λίγο νοιάζεται γι’ αγάπες. Του αρέσει καλύτερα το κρασί, μάλιστα σαν τον κερνούνε, γιατί αφού τον πήρε το όριο κι απελπίστηκε για το χρυσό γαλόνι, το ’βαλε να κάμει μικρό κομπόδεμα, ν’ ανοίξει κάνα μαγαζάκι σα φύγει απ’ το στρατό.
Στα νιάτα του δεν είχε μείνει κι αυτός αλάβωτος από τα μαύρα μάτια κι απ’ τα παιγνίδια τους δεν ήταν άμαθος. Ο Σακαρέλος ήξερε πως είχε πείρα σ’ αυτά τα πράματα και τον έβαλε να του πατήσει τη φιλενάδα.
Ο Θόδωρος Μαυλής λοιπόν έκαμε κάμποσες φορές της Κούλας γλυκά μάτια κι ένα βράδυ της πέταξε στο μπαλκόνι ένα τενεκεδένιο βραχιολάκι τυλιγμένο σ’ ένα παρδαλό μαντίλι με τον Κολοκοτρώνη σταμπαρισμένον καβαλάρη, αφού της το ’δειξε πρωτύτερα, το δειλινό, από το βελούχι.
Μα τη βρήκε την Κούλα να γελαστεί κι ο Σακαρέλος βρήκε κι έβαλε τον άνθρωπο να την πατήσει:
- Ένα μπεκρούλιακα και μ’ άσπρες τρίχες κιόλας στα μουστάκια!
Η Κούλα του τα πέταξε πάλι στα μούτρα και το άλλο βράδυ, που έσμιξε με το Σακαρέλο στις πατουλιές της ακροποταμιάς, του παραπονέθηκε για το φίλο του.
Ο Σακαρέλος έκαμε πως δεν το πίστεψε.
- Θαν τα ’ρρ’ ξι για τ' Μαριώ. Ισένανε δεν κουτάει να σι πράξ’ μουτ’ ου ίδιους ου Θιός, της είπε με παθητική φωνή.
- Έλα δα μην αγριεύ’ς· σι ξέρου που είσι παλικάρ’, γέλασε η Κούλα και τόνε χτύπησε χαδευτικά στο μάγουλο.
- Σα θέλις, δουκίμασι κι τήραξ’ άλλουν.
- Τι θα μ’ κάμ’ς; θα μι σκουτώ’ εις, θάρου, είπε η Κούλα.
- Για δουκίμασι κι βλέπ’ς, απάντησε ο λοχίας σοβαρά.
Η Κούλα ξαναγέλασε και τον αγκάλιασε, σα να ήθελε να δείξει πως την κολάκευε η άγρια αγάπη του καλού της.
Ο Σακαρέλος ξεσκοτείνιασε. Ησυχασμένος από το αποτέλεσμα της δοκιμής του Θόδωρου Μαυλή, δεν γκρίνιασε το βράδυ αυτό την αγαπητικιά με τις υποψίες που είχε, πως ο Καραφωτιάς δεν μπαινοβγαίνει στην κούλια μόνο για τη Μαριώ.
Το βοριαδάκι φυσούσε ψιλό από τις ράχες. Ο λοχίας είδε την Κούλα που ανατρίχιαζε, έστρωσε χάμω τη μισή καπότα και με την άλλη μισή σκέπασε και κείνη και τις πλάτες του.
Το σκοτάδι, που πύκνωνε ολοένα γύρω, σκέπασε και τους δυο περσότερο.
Στον ουρανό φανήκανε τα πρώτ’ αστέρια, μα κι οι δυο δεν τα προσέξανε. Η Κούλα είχε φροντίδα μεγαλύτερη για πράματα πιο γήινα. Ήθελε να μάθει αν ο συνάδερφος του Σακαρέλου Νώντας Σαματάς αποφάσισε στ’ αλήθεια να στεφανωθεί την Κατέρω του Μπρέσακου, αν ο Θύμιος Βασιλόπουλος ξέκοψε πράματις για πάντα από τη Βαγγελιώ, τη φιλενάδα της, αν ο Στέριος Μπουλοβίνας, που δεν ξαναφάνηκε τέσσαρες μέρες στο βελούχι, είναι τιμωρημένος και γιατί.
Οι φιλενάδες όλων αυτουνών ήτανε από τα κορίτσια, που συναζόντανε στον πύργο και περιμένανε να τους στείλει μήνυμα η Κούλα με τη μικρή ορφανή της πλύστρας.
Αν κι ο δικός της ο λοχίας θα την έπαιρνε κι αυτή, για τούτο είχε ρωτήσει άλλες βραδιές. Απόψε είχε στο νου άλλο κάτι πιο βιαστικό.
Το σκοτάδι πύκνωνε πάντα πιο πολύ, τ’ αστέρια ψηλά πληθαίνανε κι από την πλαγιά έκραζε τριζανιστά το γιδοβίζι. Και το ποτάμι βογκούσε αθώρητο εκεί κάπου.
- Πρώιμα έπιασε του κρύου, είπε άξαφνα η Κούλα, ύστερ’ από σύντομη σιγή, αφού έμαθε όσα ήθελε.
- Καιρός για δύου, απάντησε ο λοχίας.
- Δεν πάου π’θινά απόψι· θα μείνου δω ούλι νύχτα. Ζιστάθ’ κι του κόκαλό μ’ κάτ’ απ’ ’ν κάπα σ’.
- Σαν τ’ θέλεις, χάρ’σμά σ’.
- Του ξέρ’ς, δεν τ’ ν παίρνου κι κάνεις του γαλαντόμου, είπε η Κούλα: Να ’τανε τίπουτας άλλου!
- Λες πως έτσ’ του λέου; Πάρ’ νε κι φεύγα! είπε ο λοχίας και σηκώθηκε.
Η Κούλα έκαμε να τον κρατήσει.
- Έλ’ άσ’ τα χώρατα. Έλα κάτσι, θα κρυώ’ εις.
- Δεν είμι για να κάτσου· όπ’ κι αν είναι θα βαρέσ’ προυσκλητήριου.
- Έλα, σου ’πα, κάτσι κάτ’· κάτ’ έχου να σ’ που.
Αυτό το κάτι είχε μαντέψει ο Σακαρέλος και ζητούσε να ξεφύγει. Μα όπως έβλεπε κει την Κούλα τυλιγμένη ως απάνω με την κάπα του - τα μάγουλά της μόνο θαμποφέγγανε και τα μαλλιά της μαυρίζανε βαθύτερα στο σκοτάδι:
- Άι ουρή, πως έκανες για βλάχα! φώναξε, σα να του ξύπνησαν άξαφνα σβησμένες θύμησες κι έσκυψε και τη φίλησε σκασταριστά.
Η Κούλα τον αγκάλιασε:
- Δε σ’ αφήν’ απόψι· ιδώ θα ξιν’ χτύσουμι.
Και τον κάθισε κοντά της και τον ξανασκέπασε με την καπότα.
- Πώς σε κάνει ένα παλιόπραμα, ωρέ Σακαρέλο!, στοχαζότανε απελπισμένος με τον εαυτό του ο βαλτινός λοχίας. Δεν μπορούσε να βρει τη δύναμη να σηκωθεί.
Η Κούλα τον ξαναγκάλιασε:
- Η φουτιά μας λείπ’ μαναχά, μουρμούρισε.
- Κι κάστανα να ψήσουμι, γέλασε ο Σακαρέλος σαρκαστικά.
- Μάνθου, θα σ’ νε πάρου τ’ ν καπότα μι τα σουστά. Καθώς ζιστάθ’ κα δω απ’ κάτ’, δεν μπουρού να πάου αλλιώς στ’ ν κούλια.
- Κουρίτσ’ απάν’ στ’ βράσ’ σ’ κι να κρυώνεις! Δε ντρέπισι! είπε ο Σακαρέλος και την αγκάλιασε.
- Ας είχα κι γω ένα τέτοιου τσόλι απάνε μ’ κι ήγλεπις αν κρύουνα· μα μι του ψ’ λό του τα’ τάκι, μι του λιόμ’ αυτό!
Κι έφερε η Κούλα το χέρι του λοχία στην ψιλή μπερτίτσα, που τύλιγε τους ώμους της.
- Δεν έρχουμ’ άλλου βράδ’ να σι σμίξου δω, πρόστεσε κλαυτά.
- Γιατί δε φουρείς του σπαλέτου σ’; ρώτησε ο Σακαρέλος κι εννοούσε το σάλι του Θώμου Κρανιά, που έριχνε η Κούλα απάνω της τον περασμένο χειμώνα, όταν ερχόταν αποβραδίς στα πρώτα, τους ανταμώματα.
Η Κούλα δε θέλησε να του πει πως το έβαψε τώρα μαύρο η Φρόσω και τουλουπωνότανε μ’ αυτό, όταν έβγαινε στο βραδινό γύρο της στην πόλη.
Προτίμησε κι ήρθε ίσια στο ζήτημα:
- Θέλεις να κρυώνου, Μάνθου, ή να μην κρυώνου;
- Τι ρώτ’ μα είν’ αυτό;
- Σι ρουτάου, πες, τι θέλεις;
Ο λοχίας έμπλεξε:
- Να μην κρυώνεις, μουρμούρισε.
- Τότινες πάρι μ’ τρία τσικλιά κόκκινου γνέμα μάλλινου, να πλέξου νια μπιρτίτσα.
Ο λοχίας έπεσε στο δίχτυ.
- Θα μ’ τα πάρ’ ς ε; Θα μ’ τα φέρ’ ς αύριου; Σι καρτιρού πίσου στ’ φράχτ’ απουβραδίς.
Και κρεμάστηκε απάνω του.
'Ο Σακαρέλος κοίταξε άφωνος τα μάτια της, που λάμπανε στο σκοτάδι. Δεν ήτανε γραφτό να πάρει και τη δεκαμερία αυτή τις μεταξωτές καλτσοδέτες (με τ’ όνομά του κεντημένο σ’ αυτές ανάποδα) που παράγγειλε δω και δυο μήνες σ’ έναν καζάζη του τουρκομαχαλά.
- Αυτή η αγάπη θα με ρίξει στο γκρεμό, στοχαζόταν ο Σακαρέλος κι ήταν έτοιμος να πει το όχι.
Τσιγκούνης δεν ήταν αληθινά, όπως είχε τ’ όνομα κι όπως τον πίστευε κι η Κούλα. Μα οι πόροι του ήτανε μετρημένοι κι ο Μάνθος Σακαρέλος δεν εννοούσε να γυρεύει άδηλους τέτοιους, όσο κι αν οι συνάδερφοί του βρίσκανε την ψυχολογία του αυτή αταίριαστη με την πατροπαράδοτη του τόπου του.
Ο Σακαρέλος δεν ήθελε να είναι περήφανος και τσελεπής μόνο στη ντυμασιά, εννοούσε να είναι το ίδιο παστρικός και στα χέρια. Και την ώρ’ αυτή πάλευε με τον πειρασμό. Ένα πείσμα μέσα του ήθελε να κόψει την κακή συνήθεια, που είχε η Κούλα να ’ρχεται να τόνε σμίγει πάντα με μιαν απαίτηση.
Κάλλιο να μην ξαναρθείς να μ’ ανταμώσεις, γυρνούσε στη γλώσσα του να πει, μα τα μάτια του φιδιού, που του είχε ζώσει το λαιμό, τη δένανε· η πύρα του κορμιού, που άγγιζε το δικό του, κι η ιδέα πως αυτό κρυώνει του φέρναν ανατρίχιασμα θερμό κι αυτού και ζαλίζανε το νου του.
Κι έμενε άφωνος εκεί.
Μα ξάφνω ακουστήκανε κουδούνια πίσω τους, από την πλαγιά. Ήτανε κοπάδι γίδια, που ροβολούσε προς την ποταμιά. Σε λίγο πήδησε κι ο τράγος μπρος τους.
Αναγκαστήκανε να σηκωθούνε, να θυμηθούν πως τους περιμένουνε στο στρατώνα και στην κούλια.
Άμα προχώρησαν ένα διάστημα μαζί, όσο που φανήκανε τα φώτα από το κάστρο, η Κούλα στάθηκε:
- Άι στου στρατώνα συ· μην έρχισ’ απ’ τουν κουντό, μη ιδεί κανένας, είπε.
Κι αφού του ξαναθύμισε πως θα τον περιμένει αύριο βράδυ εκεί που του είπε, τον καλονύχτισε και πάει.
Ήτανε το βράδυ του Αϊ-Γιωργιού ανήμερα. Οι υπαξιωματικοί του κάστρου είχανε γενικό ζιαφέτι στο βελούχι του Φωτούλα Τυλιγάδα. Δυο τρεις τους είχαν τ’ όνομά τους κι όλοι μαζί κάνανε τραπέζι του νιοφερμένου συναδέλφου τους Αχιλλέα Σκαλτσογιώργου.
Ο Φωτούλας Τυλιγάδας έβαλε τα δυνατά του να τους ευχαριστήσει όσο μπορούσε καλύτερα. Αλάτισε μοναχός το αρνί, έπλεξε το κοκορέτσι και μάζεψε από τη κούλια κι από τη γειτονιά πιάτα και μαχαιροπίρονα.
Οι πρώην συνάδερφοό του θα προτιμούσανε λατσούδια, μα το βουνό ήτανε μακριά. Ένα γύρο οι κήποι είχανε μόνο τριαντάφυλλα. Η Μαριώ μάζεψε μιαν αγκαλιά κι άλλη μια η Κούλα, τα στείλανε με την ορφανή της πλύστρας του πατέρα και γυρέψανε να της στείλει κι ο Φωτούλας την κοιλιά του αρνιού. Μα δυο ευζώνοι, που γυρνούσανε το σουβλί από πίσω από την παράγκα, προλάβανε και την ψήσανε πρωτύτερα στα θράκια.
Ο Θόδωρος Μαυλής, που ήρθε να ρίξει μια ματιά, αν είναι όλα σε τάξη, πήρε κι αυτός ένα μεζέ κι ήπιε ένα τσίπουρο. Και το βράδυ, αφού οι υπαξιωματικοί πήρανε και δώσανε τη νυχτερινή αναφορά στους λόχους τους, μαζεύτηκαν όλοι γύρω από το μακρύ τραπέζι, που τους περίμενε στρωμένο κάτω από φρετζάτα του βελουχιού, αντίκρυ στα παράθυρα του πύργου.
Την προεδρία την πήρε ο Συμεών Καραφωτιάς. Ο Τυλιγάδας φρόντισε και του προμήθεψε έναν ταμπουρά, γιατί στα τέλια του μπουζουκιού του μπερδευόντανε τα δάχτυλα· δεν το συνήθισε. Ο μουσαφίρης Σκαλτσογιώργος κάθισε πλάι του, ο Μάνθος Σακαρέλος παραπέρα, αντικρινά στο Γιαννακό Πλαστάρα, που είχε καθίσει με την πλάτη γυρισμένη προς την κούλια· από τον καιρό που μάλωσε με τη Μαριώ δεν ξανασήκωσε ποτέ τα μάτια στα παράθυρά της.
Κατόπι πήρε θέση στη σειρά όλη η λεβεντιά του κάστρου κι ανάμεσό της ένας πολίτης φίλος τους με μια φυσαρμόνικα για να βαστά το μπάσο.
Τα δυο μπουζούκια του βελουχιού καθίσανε κοντά κοντά. Το ένα στα χέρια του Φωτούλα Τυλιγάδα, το άλλο στου Γιώργου Καραμπλιάκα από την Αντράνοβα. Το χωριό του, ονομαστό για τραγανά κεράσια και κορίτσια, δε φημίζεται για παιγνιδιάτορες, μα ο λοχίας Καραμπλιάκας έκαμε καιρό στην Καλαμάτα και κει ξεσκόλισε στο μπουζούκι.
Τα όργανα προσμένανε στην άκρη, όσο να φαγωθεί το αρνί και ν’ ανοίξει η διάθεση με τα ποτήρια, που αδειάζανε στην υγειά του ενός και του άλλου. Δεν άργησε και πρώτοι δώσανε το σημείο οι κλαψάρικοι τόνοι της φυσαρμόνικας.
«Τα λελούδια μαραμένα, τα φιλιά φαρμακωμένα», ταίριασε με το μινόρε της τη σκληρή και ξεγοφιάρικη φωνή του ο μοραΐτης επιλοχίας Ανάστος Παδελόπουλος.
Δεύτερη και τρίτη τον ακολουθήσανε και το τραγούδι απλώθηκε. Τα μπουζούκια θελήσανε να το συνοδέψουνε, μα η μπουργάνα του Φωτούλα Τυλιγάδα κάτι έπαθε και χαλούσε το ρυθμό.
- Ποιος διάτανους πήι κι του σκαντάλισι! Ιγώ του σ’ νάρ’ σα τ’ απέγιουμα, φουρκίστηκε ο Φωτούλας κι άρχισε να κουρδίζει το μπουζούκι του.
Το τραγούδι κόπηκε και μοναχή η φωνή του Γιαννακού Πλαστάρα αποτέλειωσε το γύρισμα:
Δώσ’ μου πίσω τα λελούδια,
δώσ’ μου πίσω τα φιλιά.
Είχαν ξυπνήσει μέσα του οι καημοί και ξεχάστηκε.
Τα ποτήρια ξαναδειάσαν, όσο έσιαχνε ο Φωτούλας το μπουζούκι.
- Έλα, Φωτούλα, πάρ’ το τώρα· μας γκάστρωσες, πρόσταξε ο Συμεών Καραφωτιάς.
Ο Τυλιγάδας, γελαστότερη ψυχή από τον παίχτη της φυσαρμόνικας, χτύπησε πιο περίχαρη χορδή, πιο ανοιχτόκαρδο σκοπό:
- Ούλες οι παπαρούνες, παπαρούνα μου, — αντιλάλησε η ψιλή, βραχνότρεμη φωνή του.
- Ούλες οι παπαρούνες με γέλια, με χαρές, βουίξαν όλοι μ’ ένα στόμα.
- Άιντε τσολιά μου! αλάλαξε ο Καραφωτιάς, σκαρταρίζοντας ψηλά στον αέρα τα τρία δάχτυλα.
Μπιμ! μπαμ!
- Νίλα θα γένει απόψε! ρεκάξανε άλλες φωνές.
Και το γλέντι μπήκε στο δρόμο του. Τα δυο μπουζούκια παλεύανε ποιο να περάσει το άλλο, οι φωνές ποια να πάει ψηλότερα και πότε γελούμενοι, αλαφροί, πότε βαριοί, παθητικοί ακολουθούσαν ένας τον άλλον οι σκοποί, όσο που ο επιλοχίας Καραφωτιάς έδωσε πάλι το σημείο στην αλλαγή του τόνου.
Τα δυο μπουζούκια πάψανε, όταν τον είδανε να πάρει στα χέρια του τον ταμπουρά κι όλοι σωπάσανε.
Ο επιλοχίας Καραφωτιάς ήταν τραγουδιστής με τ’ όνομα στα ευζωνικά. Ο σεβντάς του ήτανε τα κλέφτικα. Η ζωή, που πέρασε στα ρουμελιώτικα βουνά κυνηγώντας τους φυγόδικους, του πλούτισε την ανθολογία και του ταίριασε τη φωνή με το γαργάρισμα της βρύσης και τη λαλιά της πέρδικας, με τη βουή του ελατιού και την τζαμάρα του τσοπάνη. Όλα τούτα αντιλαλούσανε μ’ όλους τους αχούς τους στο μεστό και λαγαρό τραγούδι του και κοντά σ’ αυτά και πρώτ’ απ’ όλα έτρεμε στη φωνή του κι αναστέναζε ο καημός μιας λεβεντιάς, που χάνεται ολοέν’ από τα βουνά, η πίκρα για το χαμό και μαζί και κάποια ελπίδα μήπως ξανανθίσει. Η λαχτάρα της σα να ξεχείλισε και την ώρ’ αυτή κι άρχισε βαθιά, βαριά:
- Με γέλασε μια χαραυγή, ο αυγερινός κι η πούλια, και πήρα πλάγια ταϊβουνά.
Ο ταμπουράς μόνο συνόδευε στα χέρια του ίδιου επιλοχία κι οι φωνές από τη μισή παρέα ακολουθούσαν αργά και σιγαλινά, για να το σηκώσει έπειτα η άλλη μισή με τη φωνή του Τυλιγάδα απάνω απάνω.
Όπως όλοι οι ξακουστοί τραγουδιστάδες, ο Συμεών Καραφωτιάς δεν τέλειωνε ποτέ τραγούδι. Και τώρα ύστερ’ από τρία τέσσερα γυρίσματα το έκοψε στη μέση.
Και σώπασε κι η άλλη μεριά.
Ο καημός του επιλοχία Καραφωτιά ξάναψε όμοιους πόθους σ’ όλο το τραπέζι. Ο Φωτούλας Τυλιγάδας άδραξε πάλι το μπουζούκι.
Ο Γιαννακός Πλαστάρας βαλαντώθηκε και το τραγούδι του Κατσαντώνη απλώθηκε θλιμμένο και βαρύ.
Όμως η λάμψη του αγραφιώτη αρματολού ήταν παλιά και θαμπωμένη πια για το Φωτούλα Τυλιγάδα. Οι λαχτάρες του πετούσανε σε κοντινότερους καιρούς και στη φαντασία του σύχναζαν άλλες νωπότερες σκιές και δόξες, που γεμίσανε τον Έλυμπο και Κίσαβο, την Γκιόνα και τη Λιάκουρα, τον Μπούμπιστο και τη Βελίτσα.
- Εσείς, πουλιά του Γρεβενού, Τσίτσου κι Μήτσου μου, έσκισε τη νυχτιά η στριγκή λαλιά του πρώην λοχία.
Ο Τσιτσομήτσος ήτανε μια από εκείνες τις σκιές, που η γενιά του είχε νταραβέρια ζωντανότερα παρ’ ότι με τις δόξες του Βλαχάβα και του Κατσαντώνη, Στα νιάτα του τις κυνήγησε κι ο ίδιος στα βουνά κι έπλεξε γύρω τους κάποιο όμορφο όνειρο, που η τύχη το θέλησε να σβήσει έτσι σκληρά στη βρόμικη ποδιά του βελουχτζή εδώ στον όχτο του ακροπόταμου.
Τέτοιο όνειρο πλανεύει και τη λεβεντιά του κάστρου εκεί τριγύρω του. Όλοι έχουν τον ίδιο πόθο μαζί με τον Καραφωτιά, όλοι κλαιν ελπίδες που χάνουνται όσο πάνε. Γιατί ξέρουν πως οι σκιές, που ξύπνησε το τραγούδι του Φωτούλα Τυλιγάδα, δε γεμίσανε μόνο δόξα τα βουνά, δε στοιχειώσανε κάθε κορφή και ράχη και χωριό και χούνη, μα πλημμύρισαν και τους καφενέδες με χρυσά γαλόνια, στολίσανε τις στράτες με αστραφτερά σπαθιά και σκόρπισαν απόστρατους συνταξιούχους απ’ άκρη σ’ άκρη στα βουνά και στα χωριά.
Αργά, επίσημα, συγκρατητά κι απανωτά αντηχούνε τα τραγούδια του Σπανού, του Τάκη, του Ντελή, του Κάγκαλου, του Πατσαούρα. Καθένας έχει κι ένα χωριανό αρχιληστή να θυμηθεί και τα πουλιά ξορκίζονται να μη λαλήσουν, οι κούκοι και τ’ αηδόνια να βουβαθούν κι οι όμορφες να αλλάξουν τη Λαμπρή, γιατί τον έναν ήρωα σκοτώσανε, τον άλλον τον λαβώσανε, τον τρίτον πάνε να τον κρεμάσουν. Η φωνή του Φωτούλα βράχνιασε, ο Καραμπλιάκας άναψε με τ’ άλλο το λαλούμενο, ο Γιαννακός Πλαστάρας χούγιαξε πως δε ματάειδε τέτοιο πατιρντί, ο Ανάστος Παδελόπουλος μνημόνεψε κι αυτός το Λίγκο το λεβέντη κι έτσι ξεντρόπιασε το Μοριά μπροστά στους Ρουμελιώτες.
Μια δόξα μόνο δεν υμνήθηκε κι ένα όνομα δεν αναφέρθηκε· του Κωσταντέλου. Κάποιος, που το χωριό του ενεχότανε στο φόνο του, ήτανε στη συντροφιά και κανένας δεν είχε όρεξη να ξανάψει πατροπαράδοτες μνησικακίες στο βαλτινό λοχία. Ένας ήτανε φόβος μην το κάμει, ο νιόφερτος συνάδερφος, που ίσως δεν ήξερε πως ο αδερφός της μάνας του Σακαρέλου πήγε θράσος και κείνος μαζί με το μεγάλο ήρωα.
Μα τον Αχιλλέα Σκαλτσογιώργο δεν τόνε φλόγιζαν τέτοιοι πόθοι. Όταν ήρθε η σειρά του να τραγουδήσει γύρισε ξαφνικά το σκοπό.
- Θέλουν ν’ ανθίσουν τα κλαριά, βλάχα, βλαχούλα μου - άρχισε απαλά, σιγαλινά.
Όλοι σωπάσανε μεμιάς.
- Κι ο πάγος δεν τ’ αφήνει· θέλω και γω να σ’ αρνηθώ
- κι ο πόνος δε μ’ αφήνει, το πήρε άξαφνα ο Γιαννακός Πλαστάρας από το άλλο πλευρό.
Ο Καραφωτιάς έκαμε κίνημα να τον σωπάσει. Αν δε φοβότανε μην το πάρει σε κακό ο πρωτυτερινός αγαπητικός της αρρεβωνιαστικιάς του, θα του βούλωνε το στόμα με την απαλάμη.
Μα πρόλαβε άλλος και του ένεψε και σώπασε.
Κι ο Σκαλτσογιώργος ξαναπήρε μόνος το τραγούδι.
Τριγύρω τσιμουδιά· όλοι κρατήσανε και την αναπνοή.
Η φωνή του Σκαλτσογιώργου, συνοδεμένη μόνο από τα μπουζούκια ανέβηκε σιγαλά σιγαλά κι υψώθηκε βεργολίγερη, τρεμούλιασε απαλά και λύγισε, κελάρισε και τρίλισε σαν την λαλιά του κότσυφα, ξαναχαμήλωσε, τσακίστηκε, βράχνιασε και μουρμούρισε σαν παράπονο τρυγονιού, για ν’ ανέβει και να παιγνιδίσει πάλι σα γελαστό φλυάρημα γαλιάντρας, να ξαναπέσει και να ξανασηκωθεί, να παιγνιδίσει και ν’ αναστενάξει, όσο να σβήσει ψιθυριστά σαν ανατρίχιασμ’ αεριού στα φύλλα. Ο Συμεών Καραφωτιάς σήκωσε το ποτήρι:
- Γεια σου, ορέ Σκαλτσογιώργο, γεια σου! Όλοι ήπιανε στην υγεία του Σκαλτσογιώργου και σιωπή κράτησε μερικές στιγμές.
Αντίκρυ στο μπαλκόνι της κούλιας σα ν’ αναδεύτηκε ένας ίσκιος κι ο επιλοχίας Καραφωτιάς αλαφιάστηκε.
Ο Σακαρέλος δεν κουνήθηκε στο κάθισμά του. Στην άλλη άκρη του τραπεζιού η φυσαρμόνικα ξανάρχισε το κλάμα :
Εις φρικώδη μαύρη νύχτα,
εις σιγήν κοιμητηρίου,
άντικρυ νεκροταφείου
μουρμούριζε ο Ανάστος Παδελόπουλος την ίδια στιγμή που ο Καραφωτιάς κεντημένος από το τραγούδημα του Σκαλτσογιώργου άπλωνε το χέρι στον ταμπουρά.
Ο Παδελόπουλος είδε το κίνημα και σώπασε.
- Έλα, πάρε κανένα, του μουρμούρισε κι ο Σκαλτσογιώργος. Ο Καραφωτιάς ξανάπλωσε το χέρι. Μα η τρεκλιστή φωνή του Θόδωρου Μαυλή από την άλλη άκρη του τραπεζιού τον έκοψε ξανά.
- Το παιδί που με - το παιδί που με -, τραύλιζε ο τσακιρωμένος υπαξιωματικός και σκουντούσε τους μπουζουξήδες να τον ακολουθήσουν.
- Ας κάμ’ νε κι άλλοι του κέφ’ τς είπε ο Καραφωτιάς και σηκώθηκε ξάφνω αφήνοντας τον ταμπουρά στο κάθισμα.
- Αχά, πού πας; ρώτησε ο Σκαλτσογιώργος.
- Π’ θινά· θα γυρίσου άμεσους, είπε αδιάφορα ο επιλοχίας κι έφυγε.
Κανείς δεν τον πρόσεξε. Μονάχα ο Σκαλτσογιώργος και ο Σακαρέλος είδαν την φουστανέλα του, που άσπρισε μια στιγμή όξω στο δρόμο.
Ο Σακαρέλος είδε ακόμα πως χάθηκε κι ο ίσκιος από το μπαλκόνι της κούλιας και τη στιγμή αυτή δεν έμεινε ήσυχος στο κάθισμά του.
Το γλέντι άναψε τώρα στην αντίπερ’ άκρη του τραπεζιού. Κέντρο ήτανε εκεί ο Θόδωρος Μαυλής κι ο Φωτούλας Τυλιγάδας, που είχε την τέχνη να ταιριάζεται με όλους. Ένιωθε και τις λεβέντικες ορμές του Καραφωτιά και τις παράτροπες λιγάκι του Θόδωρου Μαυλή. Οι κακές γλώσσες λέγανε μάλιστα πως τις είχε κι αυτός στο αίμα του, μα σα γεροντοπαλίκαρο που έμεινε και σα βελουχτζής που ήταν, του τις συμπαθούσαν. Και τη στιγμή αυτή με το τραγούδι, που άρχισε ο Μαυλής, σα να ξαναβαλαντώθηκε.
Ο Αχιλλέας Σκαλτσογιώργος αηδίασε και βαρέθηκε να τους ακούει.
- Πού να πάει ο Καραφωτιάς; ρώτησε το Σακαρέλο.
- Θα πάει για φ’ λί, πετάχτηκε από αντικρινά ο Κώτσος Παπαδημούλης, που άκουσε το ρώτημα.
Ο Σακαρέλος δεν κουνήθηκε, δε μίλησε. Ο Σκαλτσογιώργος λάγγεψε:
- Τι στο δρόμο το π’ λιούν εδώ το φ’ λί; ξαναείπε του Σακαρέλου χαμογελώντας.
Ο Σακαρέλος έκαμε πάλι πως δεν άκουσε.
- Γεια σ’, ορέ Μάνθο! Τα ’ρρ’ ξες κιόλας, νύσταξες! του φώναξε ο Γιαννακός Πλαστάρας κι άπλωσε το ποτήρι.
Ο Σακαρέλος πήρε το δικό του, τσούγγρισε μαζί του και το άδειασε χωρίς να βγάλει λόγο.
- Κάτι θέλει να μου πει, τραύλιζε ολοένα ο Θόδωρος Μαυλής στην κάτω άκρη.
- Στον μπαξέ θέλει να πάμε να γλεντήσουμε μαζί, συμπλήρωσε ο Γιαννακός Πλαστάρας και γύρισε κείθε χτυπώντας το ρυθμό με τις απαλάμες.
- Αν είναι κείν’ η στρουμπ’λούλα, που είδα δω καρσί το δειλινό, χαλάλι τ’! μουρμούρισε του Σακαρέλου ο Σκαλτσογιώργος, χωρίς να λάβει πάλι απόκριση.
Ο Σακαρέλος ξανάδειασε το ποτήρι του μια δυο φορές αλλάζοντας με τους πλαγινούς του ομιλίες αδιάφορες. Δεν είχε τραγουδήσει όλο το βράδυ· ακολουθούσε μόνο τους άλλους μουρμουριστά. Δεν ήταν τραγουδιστής και δεν του άρεσε να καταπιάνεται με ό,τι δεν μπορούσε να το βγάλει πέρα.
Ο Καραφωτιάς δεν άργησε να γυρίσει. Όσοι τον είδαν κάμανε πως δεν τον πρόσεξαν. Κανένας δεν τον ρώτησε πού ήταν. Ο Σκαλτσογιώργος μόνο σφύριξε χαμογελώντας στο αυτί:
- Φάνηκε απόξω κανένας νταλματίας;
Ο επιλοχίας δε μίλησε.
- Τόνε λιτάρωσες καλά: τον παράδωσες στ’ ν υπομεραρχία; Ο Σκαλτσογιώργος είδε πως ο ανώτερός του δεν είχε όρεξη για χωρατά και σώπασε.
Μα η διάθεση δεν ξαναήρθε στο απάνω μέρος του τραπεζιού. Ο Καραφωτιάς δεν ξανάπλωσε το χέρι στον ταμπουρά, ο Σκαλτσογιώργος δεν ξανατραγούδησε.
Κοντεύανε μεσάνυχτα. Άδεια διανυκτερεύσεως δεν είχαν όλοι τους κι ήταν καιρός να το χαλάσουν. Αδειάσανε τελευταία φορά τα ποτήρια τους κάτω από το βραχνό τραγούδι του Μαυλή και σηκωθήκανε και πήραν το δρόμο του κάστρου.
Μονάχα ο Γιαννακός Πλαστάρας κι ο Μάνθος Σακαρέλος δεν είχαν όρεξη για ύπνο. Χωρίς να πούνε τίποτε στους άλλους, κοντοσταθήκανε και κάμανε κατά την πόλη. Η Κατινίτσα η Σμυρνιά χόρευε με το καφέ αμάν σ’ έναν από τους καφενέδες της πλατείας και τράβηξαν εκεί να ξεθυμάνουν τη βαριά καρδιά.
Όσο βαστούσε το γλέντι στο βελούχι, δεν μπορούσε να ησυχάσει αντίκρυ κι η κούλια. Πρι να καθίσουν οι υπαξιωματικοί στο τραπέζι, ο επιλοχίας Καραφωτιάς νοιάστηκε να στείλει στις ξαδέρφες το σβέρκο του αρνιού, δυο τρία ψαχνά κομμάτια και μια μισοκάρικη μπουκάλα κρασί. Κι έτσι μπορούσανε ν’ ακολουθούν κι αυτές το γλέντι με καλύτερη διάθεση.
Η Κούλα πήρε την καρέκλα της και βγήκε στο μπαλκόνι, η Μαριώ κάθισε στο παράθυρο της άλλης κάμαρας κι η Φρόσω, μην έχοντας κανένα λόγο ν’ αγρυπνά, έπεσε και κοιμήθηκε.
Ο Καραφωτιάς από το μέρος που καθόταν είδε και γνώρισε μόνο τον ίσκιο, που παραφύλαγε όλη την ώρα στο μπαλκόνι. Το κεφάλι της Μαριώς δεν μπόρεσε να το ξεχωρίσει στο σκοτεινό παράθυρο ούτε αυτός ούτε ο Σακαρέλος που καθότανε κατάντικρυ. Κι ο Καραφωτιάς νόμισε πως η αρραβωνιαστικιά του είχε κοιμηθεί. Αλλιώς δε θα τραβούσε προς τον πύργο, άμα έφυγε από το γλέντι για λίγες στιγμές.
Μόλις όμως προχώρησε προς την αυλόπορτα, η Μαριώ τον ξάφνισε μισοανοίγοντάς την:
- Καλησπέρ’, έλ’ απού μέσα.
Ο επιλοχίας δεν πρόφτασε να μπει, όταν από το βάθος της αυλής παρουσιάστηκε τρεχάτη η Κούλα. Νομίζοντας κι αυτή πως η Μαριώ κοιμήθηκε στην άλλη κάμαρα, σαν είδε στο δρόμο πως ο ίσκιος του ξαδέρφου έκαμε κατά τον πύργο έτρεξε σιγαλά, ξυπόλυτη, νυχοπατώντας μην ξυπνήσει τη Μαριώ και πήδησε αλαφρά τη σκάλα.
Κι οι τρεις βρεθήκανε ξαφνισμένοι κι απογοητευμένοι πίσω από την αυλόπορτα.
- Συμεών, ποιος ήτανε π’ τραγούδ’σι τ’ βλάχα; ρώτησε η Κούλα σιγαλινά, σιμώνοντας τον Καραφωτιά.
- Ο Σακαρέλος, της απάντησε απότομα ο Καραφωτιάς, σα να ξέσπασε μ’ αυτό τη φούρκα του.
Η Κούλα του έδωσε μιαν ανάποδη στο στόμα.
- Να σε μάθω γω πως βαρούν, αγρίεψε ο ξάδερφος, και της άδραξε με ένα χέρι τα δικά της χέρια, ενώ με το άλλο της έπιασε σφιχτά το αυτί, στριμώχνοντάς την προς τον τοίχο:
- Τώρα τι θέλεις να σ’ κάμω;
Η Κούλα πόνεσε και φώναξε βραχνά.
- Ντόσα, σκασμός! – Έλ’ άφσ’ τ’ νε, Συμεών, τ’ ν τουρλακίδα· θα ν’ αϊκούσ’νε στου βιλούχι, μουρμούρισε πνιχτά η Μαριώ.
- Του λες του ράι είτ’ όχι; ξακολούθησε ο επιλοχίας, δίχως να προσέχει τη Μαριώ.
Της ξαπόλυσε κάπως το αυτί και την έσφιξε δυνατότερα στον τοίχο.
Η Κούλα γελούσε, σα να ήταν ευχαριστημένη στα δεσμά του ξάδερφου. Δεν είχε φόβο να της τριφτεί στον τοίχο το καλό το φόρεμα, που φορούσε το δειλινό στον περίπατο της ακροποταμιάς. Το είχε ξεγδυθεί αποβραδίς κι έμεινε με το μεσοφόρι και την παλιά της πόλκα, που καθώς την έσφιγγε στον τοίχο ο ξάδερφος, άνοιξε μπροστά στην τραχηλιά.
Ο Καραφωτιάς κόντευε να λησμονήσει πως έστεκε η Μαριώ στο πλάι. Μα κι η Μαριώ έχασε την υπομονή.
- Ας’ τ’ νε, σούπα, τ’ στρίγλα να χαθεί. Θα ξυπνήσ’ η γειτουνιά, είπε και θυμωμένη έπιασε τα χέρια του αρρεβωνιαστικού και τον τράβηξε από την αδερφή.
- Ας έχεις χάρ’ τς Μαριώς, είπε τέλος κι ο επιλοχίας απελπισμένα και την απόλυσε.
- Μα σα θέλεις, ξανασ’κώνεις χέρ’ πρόστεσε και γύρισε προς τη Μαριώ.
Η Μαριώ ήταν ακόμα με το ημερινό της λούσο και καθώς έκαμε ο επιλοχίας να την παρηγορήσει κι αυτή μ’ εν’ αγκάλιασμα, το χέρι του σκόνταψε απάνω στο τορνούρι της.
- Δεν το ’βγαλες ακόμα το σαμάρ’; Σκιάζουμι θα κοιμάσι κιόλας μι δαύτο, είπε αποφουρκισμένος ολότελα.
Η Κούλα γέλασε κι η Μαριώ δάγκασε τα χείλια.
Μέσα στο θαμπόφωτο της νύχτας ο επιλοχίας μόλις ξεχώριζε την όψη της. Εκείνο που έβλεπε καθαρά ήταν η μακριά της μύτη, χαραχτηριστικό σημάδι της γενιάς του Κρανιά, που η Κούλα μοιάζοντας περσότερο της μάνας της δεν το είχε.
Πολλές φορές η μύτη αυτή χάλασε τη διάθεση του επιλοχία, απόψε όμως καθώς την έβλεπε από το πλάι να σκίζει το σκοτάδι με το τόξο της, του έκοψε ολότελα κάθε όρεξη.
Στην άκρη στο πεζούλι παραπέρα είχε καθίσει η Κούλα και κουνούσε τις γυμνές αρίδες της χαμογελώντας του σαν περιπαιχτικά.
Ο Καραφωτιάς ένοιωσε να τον αφήνει κάθε δύναμη:
— Άιστε, κοιμ’ θείτε τώρα, μουρμούρισε και γύρισε προς την αυλόπορτα.
Η Μαριώ έμεινε σαν αποκαρωμένη.
΄-Συμεών, πες μ’ καημένε, ποιος τραγούδ’ σι τ’ βλάχα; έτρεξε η Κούλα κατόπι του.
Μα ο Συμεών δε γύρισε μήτε να κοιτάξει.
- Ποιος ήταν που τραγούδησε τη βλάχα; συλλογιζόταν όλη νύχτα η Κούλα στριφογυρίζοντας στο στρώμα της.
- Ποιος ήταν που τραγούδησε;
Τον έβαζε στο νου της, τον μάντευε, ήτανε βέβαιη σχεδόν, ωστόσο ήθελε να μάθει τ’ όνομά του.
Ο νιόφερτος λοχίας, ο μελαψός και μαυρομούστακος, με το κορμί το λίγο έγκωμο το ζουνάρι το κρεμαστό μαριόλικα και τη φέρμελη την κεντισμένη ιδιότροπα δεν της ξέφυγε τη ματιά το απόγεμα, που ήρθε στο βελούχι. Καθόταν όμως στο ίδιο τραπέζι κι ο Μαυλής κι έτσι δεν έλαβε καιρό να τον περιεργαστεί καλύτερα. Και κείνος την πρόσεξε στο μπαλκόνι και στύλωσε απάνω της τα μάτια, μα η Κούλα έδωσε τόπο της οργής και κρύφτηκε μέσα, από φόβο μην ο Μαυλής το πει του Σακαρέλου.
- Δίχως άλλο εκείνος θα τραγούδησε. Τις άλλες τις φωνές τις ξέρει, τις γνωρίζει όλες.
- Μα ποιος να ’ναι τάχ’ αυτός; Πότε ήρθε και πούθε ήρθε; Είναι περαστικός, ή μετατέθηκε στο τάγμα;
- Δεν πάει στο καλό· τι με νοιάζει όποιος και να ’ναι! ξαναλέει μέσα της, κλείνει τα μάτια και ζητά να κοιμηθεί.
- Το χέρι σου το παχουλό και το -, σα ν’ αντηχεί όμως ακόμα η άγνωρη φωνή κι η Κούλα αναταράζεται και ξανανοίγει τα μάτια.
Θυμώνει με τον εαυτό της. Τι τη μέλει αυτή; Δεν πάει να ’ναι όποιος θέλει ο ξένος ο λοχίας! Μήπως δεν έχει αυτή το Μάνθο της, μήπως δεν είναι και κείνος λεβέντης κι όμορφος; Πως δεν τραγουδά θα πεις. Πως η φωνή του μήτε ακούστηκε απόψε στο βελούχι. Και τι με τούτο; Αυτή δεν τον αγάπησε για τη φωνή. Αυτός δεν είναι λόγος να… Μαζί του δεν έχει κανένα παράπονο. Δεν της κάνει ό,τι του γυρέψει, δεν της φέρνει ό,τι της χρειάζεται; Πλούσια δεν είν’ αυτά, πολλά κι ακριβά δεν είναι. Μα τι να τον κάμ' η Μαριώ τον ξάδερφο, που της φέρνει πιο πολλά, μα την ίδια ώρα κοιτάζει να τη βουλώσει μπροστά στα μάπα της! Ο Μάνθος μήτε σηκώνει μάτι σ’ άλλη.
Κι η Κούλα ξανακλείνει τα μάτια.
Μα ο ύπνος δε θέλει να ’ρθει. Τι έπαθε; τι της ήρθε; Σε καλό της απόψε! Να πάρ’ η αμαρτία κι αυτούς τους ψύλλους, που θεριέψανε με την άνοιξη. Αύριο πρωί θα σφουγγαρίσει όλη την κούλια από άκρη σ’ άκρη. Δε βαστιέται το κακό τους.
Ξανάκλεισε τα μάτια.
Τέτοιο τραγούδημα όμως δεν ξανάκουσε. Το σκέπασε το αηδόνι που κελαδούσε στα λιοστάσια. Και τι αλλιώτικα κεντίδια που είχε η φέρμελη του, τι καλοΐσκιωτος! Έχει και μιαν ελιά στο μάγουλο, αν δε γελάστηκε. Την κοίταξε κατάματα.
Δεν είν’ άλλος| αυτός τραγούδησε. Κι ο Καραφωτιάς πειράχτηκε, που τόνε ρώτησε ποιος τραγούδησε τη βλάχα. Ζήλεψε μονομιάς. Άλλος πάλε και τούτος! Σα να φταίει αυτή που εκείνος τρέμει τη Μαριώ, σα να φταίει αυτή που η Μαριώ την πρόλαβε απόψε στην αυλόπορτα. Είδες η βρόμα το μυρίστηκε. Ήτανε για να μη — για να μη μάθει ποιος τραγούδησε. - Η Κούλα τρόμαξε ν’ αποκοιμηθεί.
Οι ψύλλοι στην άλλη κάμαρα δεν αφήνανε πιο ήσυχη και τη Μαριώ. Κι αυτή ήτανε σκασμένη, που κατέβηκε η αδερφή και την εμπόδισε, κι αγριεμένη πιότερο με τον τρόπο που έφυγε ο αρρεβωνιαστικός. Δεν βλέπει την ώρα, πότε να ξημερώσει να τόνε βρει και να τον μάθει πως φέρνουνται, μπροστά στην Κούλα κιόλας.
Ακούς εκεί να της πει πως κοιμάται με το τορνούρι!
Κι η σουσουράδα η άλλη γέλασε! Ας φέξει ο Θεός την ήμερα μοναχά κι απέ ακούει κι αυτή όσα της πρέπουν.
Τη νύχτα δε θέλησε η Μαριώ να κάμει φασαρία, μην ακούσουν από το βελούχι. Μόλις όμως χάραξε, πετάχτηκε, κι η Κούλα, που ότι μέστωνε τέλος στον ύπνο, ξαφνίστηκε από ένα τράβηγμα γερό, που ένιωσε στο πόδι.
Η Μαριώ μισόγυμνη, με τα μαλλιά ξέπλεκα, με τα μάτια πεταχτά όξω από την αγρύπνια, αφτιασίδωτη και κουρελιάρα στεκότανε μπροστά της:
- Μ’ μουσκουκιμάσ’ ακόμα! Τήρα ξιγνοιασά. Πάει η ώρα γιόμα!
Η Κούλα μόλις την ξεχώριζε στο θάμπωμα της χαραυγής. Παράξενο, η σουβλερή μύτη τη φόβισε κι αυτή. Μια στιγμή νόμισε πως είχε μπροστά της κάποια στρίγγλα, που έβγαινε από τη σπηλιά της. Έτριψε τα μάτια κι έκαμε να ξυστεί.
- Θα σ’ κουθείς, μουρή, ή όχι, σου ’πα; φώναξε η Μαριώ.
- Άι να χαθείς, μι τρόμαξις, μουρμούρισε η Κούλα και ξαπλώθηκε πάλι.
- Τρουμασμένη! Ακούς ικεί, τς χάλασανε τουν ύπνου!
Η Κούλα ξανάκλεισε τα μάτια.
- Τήρα τ’ βρόμα, δεν αϊκούει!
Κι η Μαριώ την κλώτσησε στο πλευρό.
- Φεύγα, σου ’πα, ξιφουρτώσου μι· ξύπνησες μ’ όρεξ’ θαμπά θαμπά, μουρμούρισε η Κούλα.
- Θαμπά θαμπά... βέβαια. Ιψές μόκατσες ως τα μεσάνυχτα. Τ’ αστόησις πως έχις να κουφ’ νιάεις σήμιρα! έδωσε δεύτερη, τρίτη κλωτσιά η Μαριώ.
Η Κούλα ξαναμουρμούρισε κάτι και μισοσηκώθηκε.
- Τι είπις; δεν έχεις να κουφ’ νιάεις;
- Όχι, δεν κουφ’ νιάζου!
- Θα κουφ’ νιάεις κι θα σκάεις!
Κι οι αδερφές αδραχτήκανε.
Η Φρόσω, που ξύπνησε από την ταραχή, τις βρήκε να κυλιούνται μαλλοπιασμένες στο πάτωμα. Η Κούλα έβριζε κι έσπρωχνε μονάχα. Σα μικρότερη, δε σήκωνε το χέρι να χτυπήσει.
Η Φρόσω είδε κι έλαβε όσο να τις χωρίσει.
Άμα βγήκε ο ήλιος, βρήκε την Κούλα σκυμμένη στη σκάφη. Έγινε το θέλημα της Μαριώς· έπρεπε να βρέξει τα ρούχα και να τα ρίξει στην μπουγάδα. Οι χοντροδουλιές του πύργου είχανε πέσει όλες στην Κούλα και στην ορφανή της πλύστρας του πατέρα. Δεν έφτανε μόνο να τις κάνουν, έπρεπε κιόλας να τις κάνουν όπως κι όποτε ήθελε η Μαριώ.
Η Κούλα έτριβε στη σκάφη με τα μάτια κλαμένα. Δεν είχε πώς αλλιώς να ξεθυμάνει. Με τον καυγά και με την ταραχή λησμόνησε μια στιγμή και το νιόφερτο λοχία και το ζουνάρι του και την ελιά στο μάγουλο και το τραγούδημα της νύχτας. Από την αϋπνιά ήτανε και το κεφάλι της βαρύ, ο αέρας της αυγής ψυχρός, το νερό της σκάφης κρύο, η γης, όπου πατούσαν οι φτέρνες της, κρύα κι αυτή. Η καρδιά της ανατρίχιαζε· Όλη η λαχτάρα, που τη γέμιζε ψες τη νύχτα στο μπαλκόνι, είχε σβηστεί και ξεχαστεί με την τραχιά καθημερινή ζωή, που ξανάρχιζε σήμερα πριν καλοφωτίσει ακόμα η μέρα.
Μα όταν έδωσε ο ήλιος κι ο αέρας πήρε να ζεσταίνει, όταν αρχίσανε ν’ ανάβουνε τα μπράτσα με το τρίψιμο στη σκάφη και το αίμα κυκλόφερε ξανά, πήρε να ζεσταίνει κι η ψυχή και τ’ αυτιά ν’ ακούνε τα πουλιά, που κελαδούσανε στη μελικοκκιά.
Σιγά σιγά ήρθε πια η καρδιά στον τόπο της κι έτρεμε τώρα πότε ν’ ακούσει τη σάλπιγγα, που θα έλυνε την αναφορά στο κάστρο και θ’ άφηνε λεύτερους τους υπαξιωματικούς να ’ρθουνε στο βελούχι.
Τέλος την άκουσε κι αφού περίμενε όση ώρα λογάριαζε πως θα τους χρειαζότανε να φτάσουν, άφησε την πλύση κι ανέβηκε στον πύργο.
Κοίταξε από το παράθυρο· άδειο ακόμα το βελούχι· ο νοικιαστής του φόρου καθότανε σ’ ένα τραπέζι μοναχός.
Κατέβηκε πάλι στη σκάφη της, για να ξανανεβεί σε λίγο.
Τώρα είδε τέσσερους υπαξιωματικούς. Εκείνος όμως δεν ήταν. Ποιος εκείνος; Ο Μάνθος ή ο άγνωστος λοχίας;
Η Κούλα δεν ήξερε κι αυτή ποιον γύρευε το μάτι της.
Κατέβηκε πάλι στη δουλειά της. Όσο ν’ αποστρώσει την μπουγάδα, ξανανέβηκε δυο τρεις φορές μ’ όλο το φόβο που είχε ν’ απαντηθεί με τη Μαριώ και να ξαναπιαστούνε, γιατί αφήνει τη δουλειά της. Μα του κάκου· εκείνος δεν ήρθε ακόμα.
Άμα σκέπασε τα ρούχα με το σταχτοπάνι κι άδειασε απάνω και τον τελευταίον τενεκέ την αλισίβα, η καρδιά της ανάσανε. Μπορούσε τώρα να τρέξει απάνω δίχως έννοια.
Δρασκέλησε τη σκάλα πηδηχτά. Είχε ξεχάσει όλη την πρωινή της λύπη κι έτρεχε σα να έτρεχε στην αγκαλιά του. Νάτος τώρα, ήταν καθισμένος στο βελούχι.
Η Κούλα έκαμε να χυμήσει στο μπαλκόνι, μα έπεσε η ματιά της στα βρεμένα ρούχα, που φορούσε, και σταμάτησε.
Η κάμαρα, όπου ήταν η Κούλα, είχε το μπαλκόνι μοναχό άνοιγμα προς το βελούχι· στη διπλανή, που είχε προς τα εκεί παράθυρα, καθόταν κι έραβε η Μαριώ. Κι η Κούλα δεν ήθελε ν’ απαντηθεί μαζί της. Γλήγορα γλήγορα πέρασε το φουστάνι της, ποδέθηκε και βγήκε στο μπαλκόνι.
Τα μάτια του πέσανε, καρφώθηκαν αμέσως απάνω της κι ήταν έτοιμη κι αυτή να του χαμογελάσει, μα η ματιά του Θόδωρου Μαυλή, που καθόταν πάλι κοντά του, την έκοψε.
- Γιατί; γιατί; είπε μέσα της χωρίς να το καταλάβει. Γι’ αυτόν λοιπόν λαχτάριζε η καρδιά της όλη την αυγή κάτω στην αυλή που έπλενε; Για να ’ρθει να δει αυτόν βιαζότανε πότε να ρίξει την μπουγάδα;
Σ’ ένα τραπέζι του βελουχιού καθόταν ο Αχιλλέας Σκαλτσογιώργος και μόλις αντίκρισε κι αυτός την Κούλα, που παρουσιάστηκε στο μπαλκόνι ξαναμμένη και ροδοκόκκινη, του κόπηκε η μιλιά και στύλωσε κει τα μάτια.
Ο Θόδωρος Μαυλής τον είδε και κοίταξε και κείνος στο μπαλκόνι.
Η Κούλα τρόμαξε και θύμωσε.
- Εκεί που βρέθηκε κι αυτός! Σα να μη μας φτάνει ο άλλος μοναχός, έχουμε και τούτον το μεθύστακα. Ζωή κι αυτή να μην έχει κανένας το λεύτερο να κάνει ό,τι τ’ αρέσει.
Φουρκισμένη, μπήκε μέσα και κάθισε στον καναπέ. Η καρδιά της έτρεμε. Το κορμί έκαιγε όλο. Κουρασμένη από τη δουλειά, κομμένη από την αϋπνιά, ένιωθε να της πονούν όλα τα μέλη. Το κεφάλι της βούιζε, τα χέρια και τα πόδια της ήτανε φωτιά.
Ξαπλώθηκε, άνοιξε τα στήθη κι ήθελε να κλάψει. Η Μαριώ άνοιξε την πόρτα, κοίταξε μέσα μια στιγμή, μα την έκλεισε πάλι κι έφυγε, χωρίς να πει λόγο.
Δεν έκανε πως έλεγε!
Η Κούλα αυτό ήθελε, φωνές να ξεθυμάνει.
- Δε βαστιέται άλλο αυτή η ζωή!
Έκλεισε τα μάτια και δοκίμασε να κοιμηθεί. Μα ξαφνικά ένα γέλιο ακούστηκε σκαρταριστό από κάτω, από το βελούχι.
Η Κούλα το άκουσε πρώτη φορά· κανένας από τους υπαξιωματικούς του κάστρου δε γελούσε τόσο ξάστερα και γκαρδιακά. Αν τ’ άκουγε η Φρόσω, θα ’λεγε πως ξύπνησε ο πατέρας από το λάκκο του. Είναι δίχως άλλο το δικό του και την καλεί να βγει όξω στο μπαλκόνι.
Η Κούλα δεν μπόρεσε να κρατηθεί. Πετάχτηκε από τον καναπέ:
- Όχι ο Μαυλής, μα κι ο Μάνθος ο ίδιος να ’ναι όξω, εγώ θα βγω. Δεν έχω να δώσω λόγο σε κανέναν.
Και κούμπωσε τα στήθη ρίχνοντας μαζί το μάτι στον καθρέφτη.
Τα κατακόκκινά της μάγουλα τη φοβίσανε, μα όταν κοίταξε μέσα καλύτερα είδε πως ήταν ομορφότερη έτσι. Τόσο όμορφη, όσο ποτέ.
- Και να χαθεί θαμμένη μες την κούλια του Σουλιώτη! Ο νους της άναψε:
- Όχι! Θα βγω όξω κι ας χαλάσει ο κόσμος!
Και βγήκε.
Ο Θόδωρος Μαυλής δεν καθόταν πια κοντά στο Σκαλτσογιώργο.
Τούτος άμα την είδε, της χαμογέλασε.
Η Κούλα του χαμογέλασε κι αυτή και μπήκε μέσα.
- Τι να του κάμω; Δε φταίω γω· Ποιος του ’πε να μην τραγουδά έτσι καλόφωνα κι αυτός, ποιος του ’πε να κλείσει εψές τη νύχτα το στόμα του, να βουβαθεί! Όλοι ακουστήκαν, ολωνών άνοιξε η καρδιά. Το δικό του αχείλι δεν έβγαλε ούτε τσιμουδιά. Αν δεν τον έβλεπα να κάθεται καρσί, θα ’λεγα πως δεν ήτανε στο τραπέζι. Οληνώρ’ ακούνητος, αμίλητος, σκουντουφλιασμένος, μαραζάρης, άγριος κι υποψιάρης μ’ όλους και με μένα· μην κοιτάξω πουθενά όπου δεν είν’ αυτός, μην πάω πουθενά δίχως να τον ρωτήσω, μη λαθευτώ και κάμω τίποτες που δεν τ’ αρέσει. Όποιος μπαίνει στην κούλια, έρχεται για μένα· μ’ όποιονε με δει να κουβεντιάζω, βάζει κακό στο νου του. Μαύρη ζωή θα κάμω με τέτοιον άνθρωπο - στοχάζεται η Κούλα σκυμμένη πάλι στη σκάφη το απομεσήμερο και βιάζεται να ξεμπερδέψει και ν’ ανεβεί να βγει στο παράθυρο.
Ο Μάνθος Σακαρέλος είναι νικημένος πια από το νιόφερτο λοχία. Ποιος είναι, ποιο είναι τ’ όνομά του και το σόι, δεν το ξέρει ακόμα. Η ντυμασιά του δείχνει πως δεν είναι της αράδας. Το ίδιο και το φέρισμό του. Όχι, δεν είναι όποιος όποιος.
Τα δεσμά, που γύρευε να της βάλει πάντα ο Σακαρέλος, βρήκαν την περίσταση να σπάσουν και το μόνο που την ανησυχεί είναι πώς να του φερθεί, άμα θα τόνε δει σε λίγο, πως θα τα βγάλει πέρα με την μπλεξιά, που θα κάμει και με τους δυο.
Γιατί, να κόψει μια και καλή με το Σακαρέλο, μήτε είναι δυνατό, μήτε θέλει κιόλα να το κάμει πριν να μάθει πιο πολλά για το νιοφερμένο, να βεβαιωθεί πως θα μείνει εδώ και να σιγουρευτεί δα κάπως και για το σκοπό του. Πως έχει τη διάθεση να πιάσει φιλία μαζί της, το μισοκατάλαβε από χτες, που τον είδε να ρίξει τις πρώτες ματιές στο μπαλκόνι· βάζει ακόμα στοίχημα πως επίτηδες γι’ αυτή τραγούδησε ψες το βράδυ τη βλάχα. Και σήμερα, όπως κοίταξε, δεν της άφησε πια δισταγμό. Μα ο Μάνθος τι θα κάμει, σαν το μυριστεί; Δεν είναι από κείνους, που μπορεί να τους ξεφορτωθεί κανένας εύκολα. Της το ξέκοψε πως δεν έχει γλυτωμό κι αυτή και κείνος που θα την κοιτάξει.
Αυτή η ανησυχία τη βασανίζει κι ύστερα το απόβραδο, όταν κάθισε στο παράθυρο κι αλλάζει κρυφές ματιές με τον Αχιλλέα Σκαλτσογιώργο, που ήρθε και κάθισε μοναχός σ’ ένα τραπέζι αντίκρυ.
Κουρασμένη από την πλύση, καθώς ήτανε, βαρέθηκε να συγυριστεί και να βγει όξω στο μπαλκόνι. Το βρήκε κιόλας πιο στρατηγικό να μείνει μισοκρυμμένη στο παράθυρο πίσω από το μπερντεδάκι· κι από το φόβο μην την πιτύχει ο Σακαρέλος ξαφνικά και με το στοχασμό πως είναι καλύτερα για την αγάπη, ν’ αρχίζει σιγαλά και κρύφια.
Όμως κάτι μέσα της δεν την αφήνει να μην αιστάνεται και κάποιο βάρος με κάθε ματιά που ρίχνει του καινούριου φίλου. Αγάπη ενός χρονού και παραπάνω δε σβήνει σε μια μέρα. Έπειτα έρχουνται και τα καλά του βαλτινού λοχία και την κάνουνε να μετανιώσει μια στιγμή. Αν έβγαινε μπροστά της την ώρ’ αυτή, δεν ξέρει κι η ίδια αν δε θα ’στελνε στο καλό τον άγνωστο και δε θα χυνότανε μ’ όλη την παλιά λαχτάρα στον παλιό φίλο.
Παράπονο δεν μπορεί να ’χει κιόλας από το Σακαρέλο. Ακόμα κι ό,τι φορεί, ό,τι κρέμεται δηλ. στην άλλη κάμαρα, εκείνος της το ’φερε, από το υστέρημα του μάλιστα.
Μα θα μπορέσει τάχα να της πάρει και τις χρυσές βεργέτες, που της έταξε; Πάνε τόσοι μήνες κι ακόμα δεν του περισσέψανε τα παρτικά. Ο καινούριος εκεί μπορούσε να τις φέρει αμέσως με το πρώτο νέμα της. Όλοι οι άντρες έτσι είναι στην αρχή. Έπειτα στερεύουνται. Τούτος μπορούσε να της πάρει κι ένα ζευγάρι στιβαλέτα, που ’χει χρόνια να φορέσει. Κάλτσες της χρειάζουνται ακόμα, που κάθεται και παιδεύεται μονάχη της και κόβει ώρες από τον ύπνο της για να πλέκει. Τελευταία γύρεψε του Μάνθου να της φέρει ένα ζευγάρι και τι θαρρείς της είπε; «Τι τις θέλεις! τώρα πιάνει καλοκαίρι». Ήτανε λόγος αυτός από έναν αγαπητικό; Μα εκεινού, μάτια μου, δεν τ’ αρέσουνε τα λούσα στις γυναίκες. Ο ίδιος θέλει μονάχα να ντύνεται, να ’ναι πάντα στο καντίνι. Για κείνη δε νοιάζεται. Μήτε και τη θέλει κιόλας να παραβγαίνει όξω. Μ’ αν τώρα είν’ έτσι, σαν την πάρει κιόλας θα την αφήνει να γυρίζει κουρελιάρα, αν κι άμα γίνει αξιωματικός δεν μπορεί να το κάνει από ντροπή του κόσμου. Μ’ αν πάλι γίνει αξιωματικός, θα την πάρει τάχα; Δεν τον είδες πως φυλάγεται μην απαντηθεί πουθενά με τη Φρόσω;
Απάνω αυτού ξαναπαντά τη ματιά του Σκαλτσογιώργου και δίχως να το νιώσει του χαμογελά. Πήρε όμως να σουρουπώνει και φοβάται μη δε βλέπει το χαμόγελο της, όπως βλέπει εκείνη το δικό του κάτω από το φως του φαναριού, όπου είναι καθισμένος: Τώρα έχει χάζι να ξεκαμπίσει ο Σακαρέλος ξαφνικά και να την πιάσει μ’ αυτό στα χείλια. Μπορεί κιόλας να κάθεται κρυμμένος εκεί πουθενά ή να ’χει βάλει κάποιον άλλον να παραφυλάγει. Αυτός, για να μην φανεί σήμερα ολημέρα, κάτι θα μυρίστηκε·
Την Κούλα την πιάνει καινούρια ταραχή. Όσο περνά η ώρα, αρχίζει να θυμάται πιο πολύ το Μάνθο της. Πού είναι και δε φάνηκε ολημέρα; Κοντεύει να τον πιθυμήσει. Ας βγει τέλος μπροστά της, να δει από τον τρόπο του αν έχει αλήθεια νιώσει τίποτες, ή όλα είναι μόνο υποψίες της.
Κι ο Αχιλλέας Σκαλτσογιώργος δεν το κουνεί από κει που κάθισε. Αρχίσανε να μαζεύουνται κι άλλοι συνάδερφοι και κάμανε συντροφιά. Ήρθε κι ο Μαυλής τσακιρωμένος σαν πάντα. Και μόνο ο Μάνθος δεν παρουσιάζεται.
Η Κούλα σηκώθηκε από το σκοτεινό παράθυρο, βγήκε όξω στο μπαλκόνι και κοίταξε ένα γύρο. Πουθενά.
- Τι έπαθε; Πώς χάθηκε μια μέρα ολάκερη; Όχι άλλο!
Κατέβηκε στην αυλόπορτα· ο Θόδωρος Μαυλής την είδε. Η Κούλα ανησυχεί στ’ αλήθεια για το Σακαρέλο. Της έρχεται να κάμει νόημα του Μαυλή να ’ρθει να τόνε ρωτήσει. Μα δεν μπορεί· αν του κάμει, θα τη δει κι ο ξένος λοχίας.
Μπήκε μέσα πάλι και γύρεψε την Παναγιούλα να τη στείλει στο Φωτούλα Τυλιγάδα να ρωτήσει μην ξέρει εκείνος τίποτε, μα δεν τη βρήκε. Την είχε σταλμένη άλλου η Φρόσω.
Απάνω εκεί γυρνά η Μαριώ από τον περίπατο και φέρνει το μήνυμα:
Ο Μάνθος Σακαρέλος με το Γιαννακό Πλαστάρα είναι στο μπουντρούμι. Τα κάμανε, λέει, θάλασσα ψες τη νύχτα στο καφέ αμάν, καθώς πήγανε μεθυσμένοι. Γυρέψαν από τα βιολιά να τους παίξουνε τη Μαριωρή. Άλλη παρέα όμως είχε διατάξει πριν άλλο τραγούδι κι οι υπαξιωματικοί, σαν ακούσανε πως τα βιολιά πήραν εκείνο κι όχι το δικό τους, σηκώθηκαν και θελήσανε να κατεβάσουν από το πάλκο τη χορεύτρα. Οι βιολιτζήδες κάτι κάμανε να πούνε κι ο Σακαρέλος κι ο Πλαστάρας τους τσακίσανε στο ξύλο. Ο καφετζής θέλησε να μπει στη μέση, μα τόνε δείρανε κι αυτόν και φόρα τις ξιφολόγχες, δεν αφήσανε γερό καθρέφτη, ρίξανε μόστρες, κομματιάσανε ποτήρια, σηκώσανε τον κόσμο στο ποδάρι. Έπρεπε να ’ρθει το περίπολο να τους συχάσει, Ο διοικητής τους προφυλάκισε. Την έχουνε κακή· καλά να πάθουνε.
Τη στιγμή αυτή εκδικιέται η Μαριώ μονομιάς όλα τα μίση της: Την Κούλα, το Γιαννακό Πλαστάρα και το Σακαρέλο. Γιατί και τούτον δεν είχε μάτια να τον δει: ρίχτηκε μονομιάς της Κούλας, αυτή την περιφρόνεσε. Νόμιζε τώρα πως με κάθε λόγο της τρυπούσε την καρδιά της αδερφής.
Μα η Κούλα σα ν’ ανάσανε με το χαμπέρι· Έτσι ε; Αυτά της κάνει τις νύχτες η αφεντιά του! Γυρίζει στις καφεαμάνισσες. Απ’ αυτή γυρεύει μονάχα να μη σηκώσει μάτι σ’ άλλον άνθρωπο. Σα θέλει τώρα, ας έρθει να της πει κανένα λόγο. Μα πού να ’ρθει; Πώς να βγει από το μπουντρούμι! Ποιος ξέρει ως πότε θα καθίσει μέσα!
- Θα μπούνε φυλακή πολύ; ρώτησε τη Μαριώ.
- Πολύ λέει! Θαν τς πάνε στ’ Ανάπλι· μην περά’ σ’ νε κι απ’ του στρατουδικείου κιόλας, είπε η Μαριώ με χαρά πως τρόμαζε πιο πολύ την αδερφή.
Κι αλήθεια, η Κούλα τρόμαξε μια στιγμή. Το κάστρο του Αναπλιού, το στρατοδικείο τα είχε ακούσει σαν κάτι φοβερό και τρομερό. Μια θλίψη πέρασε στην ψυχή της, σα φαντάστηκε πως ο κακόμοιρος ο Μάνθος θα πάθει όσα έλεγε η Μαριώ. Όσα παράπονα κι αν έχει μαζί του, προχτές τη νύχτα κόντεψε να τη βρούνε τα μεσάνυχτα πλάι του στην ακροποταμιά.
- Οι παλιουμπικρούλιακες ικεί! Ηύρανε τς βιουλτζήδις να κάμ’ νε τουν παλικαρά! μουρμούρισε η Μαριώ ανεβαίνοντας τη σκάλα.
Η Κούλα ακούμπησε συλλογισμένη στον τοίχο. Δεν ήξερε αν έπρεπε να λυπηθεί ή να χαρεί. Ο Μάνθος της περνούσε στο νου μια σα φταίχτης και μια σαν αδικημένος· έτσι πότε ήθελε να χαρεί, πότε κόντευε να κλάψει. Έτριψε τα μάτια για να της έρθουν δάκρυα, έπιασε κιόλα την άκρη της ποδιάς της για να τα σκουπίσει. Και την ένιωσε νοτισμένη στα δάχτυλά της, χωρίς όμως να ξέρει αν βράχηκε από δάκρυα ή ήταν ακόμα υγρή από την πλύση πρωτύτερα.
- Κακομοίρη Μάνθο! μουρμούρισε και κοίταξε χαμένα στο μισοσκόταδο.
- Κακομοίρη Μάνθο! της φάνηκε πως έκλαψε κι ο γκιώνης κάπου εκεί πίσω από την κούλια· «κακομοίρη Μάνθο», της φάνηκε πως ψιθύριζε θλιμμένα και το αέρι του βραδιού. Είχε βρέξει απάνω στα βουνά κι ερχότανε κρυαδερό από τις ράχες.
Ψιλό ανατρίχιασμα της γαργάλισε την πλάτη κι οι γυμνοί αστράγαλοι μυρμηγκιάσαν κάτω από το νοτισμένο φόρεμα.
- Πιάνει καλοκαίρι, ήρθε στη θύμησή της, χωρίς να το θελήσει ο στερεμένος λόγος του αγαπητικού κι η ψυχή της άλλαξε πάλι:
- Για τις χορεύτρες και τις καφεαμάνισσες του περισσεύουν. Ας κάτσει τώρα φυλακή!
Μα ο γκιώνης ξανάκραξε από τα δέντρα, η Μαριώ από την κορφή της σκάλας παραπέρα ιστορούσε μιας γειτόνισσας τα νυχτερινά άθλα του Πλαστάρα και του Σακαρέλου κι η ψυχή της Κούλας μαλάκωσε πάλι άθελά της. Η όψη του Σακαρέλου πέρασε τώρα μπροστά της σαν κατατρεγμένη και μαρτυρική. Τόνε στοχάστηκε κλεισμένο στη φυλακή και τόνε φαντάστηκε να τον πηγαίνουνε σιδερόδετο στο Ανάπλι.
- Παναγία μ’ Βλαχέρνα, ας βγει απ’ τ’ φυλακή κι ας περπατού ξ’πολυτ’ ένα χρόνου, παρακάλεσε από καρδιά και τα μάτια της γεμίσανε δάκρυα.
Μα εκεί, που έπιασε πάλι την ποδιά να τα σφογγίσει, ακούστηκε άξαφνα από το δρόμο το ίδιο γέλιο, που πριν το μεσημέρι την έκαμε να πεταχτεί ορθή από τον καναπέ. Κι η Κούλα χύμησε στην αυλόπορτα.
Την άλλη μέρα ήταν Κυριακή κι έτσι μπορούσε η Κούλα να στολιστεί. Μα εκεί που έπιασε και ντυνόταν, είδε περσότερο παρ’ άλλη φορά πόσο φτωχή ήτανε σε στολίδια. Η καρδιά της γέμισε θυμό με τον αγαπητικό της:
- Τήρα κει φιούμπα, τήρα βελουδάκι! γινήκανε ριτίδια. Αφήνω δα ούτε μια ταντέλα, ούτε μια καρφιτσούλα για την τραχηλιά!
Μόνο τα γοβάκια είναι καινούργια, μα κι αυτά τ’ αγόρασε από δικά της, από τα ξενοπλεξίματα.
Και σήμερα το στόλισμα χρειαζότανε περσότερο παρά κάθε άλλη φορά. Η Κούλα έμαθε πρωί πρωί από τον Τυλιγάδα ποιος ήταν ο λοχίας με τη φέρμελη την κεντιστή ιδιότροπα και με το ξάστερο το γέλιο. Αρχοντόπουλο από τα μέρη της Υπάτης και μετατέθηκε στο τάγμα. Κι έτσι πάψανε και τα τελευταία κλονίσματα.
Ποιος του φταίει του κυρ-Μάνθου; Ποιος του είπε να κυνηγά τις καφεαμάνισσες; Ας κάθεται τώρα στη φυλακή.
Το δειλινό οι υπαξιωματικοί του κάστρου παραταχτήκανε ασπροβολώντας στα τραπέζια του βελουχιού κι οι όμορφες από τους μαχαλάδες πιάσανε τη θέση τους στο μπαλκόνι και στα παράθυρα της κούλιας. Η Μαριώ είχε ασφαλισμένον τον πιλοχία της και πήγε σε κάποια βαφτίσια μέσα στην πόλη, η Φρόσω το ίδιο κάπου να συλλυπηθεί κι η Κούλα εξουσίαζε μοναχή την κούλια. Ο Σακαρέλος κάθεται στη φυλακή κι ο Αχιλλέας Σκαλτσογιώργος στο τραπέζι αντίκρυ.
Ο Φωτούλας Τυλιγάδας δεν έδωσε ψεύτικες πληροφορίες της Κούλας, Ο νιόφερτος υπαξιωματικός ήταν από τα μέρη, που της είπε, κι ο πατέρας του καλός νοικοκύρης, κομματάρχης και πάρεδρος του χωριού. Έστειλε το γιο του στο στρατό για να κρεμάσει το μακρύ σπαθί, είχε τα μέσα να του το σιγουρέψει κι είχε χωράφια και μετρητά στον τόκο για να του στέλνει να καλοπερνά, να ντένεται και να φαίνεται. Ασφαλισμένος πως τη σκοτούρα για το μέλλον την έχει πάρει ο πατέρας, ο λοχίας Σκαλτσογιώργος έκαμε δουλειά του την αγάπη. Με τη γερή κορμοστασιά, με την καλή φωνή, με τ’ όνομα και το χαρτζιλίκι που έχει, το έργο του δε βρίσκει μεγάλα εμπόδια. Όλα τα μάτια πέφτουν απάνω του, όλες οι πόρτες του ανοίγουνε. Γιατί ο Αχιλλέας ξέρει πού χτυπά. Τα κατορθώματα του είναι αριθμητά, παντού όπου πέρασε δεν τον ξεχνούν. Και το άλλο ευζωνικό τάγμα, απ’ όπου έρχεται τώρα, το παράτησε, γιατί ο τόπος ήτανε στενός για τα κυνήγια του. Ό,τι δροσερό είχε το χωριό κοντά στα σύνορα, που ήτανε το τάγμα, ο Αχιλλέας το μύρισε, του πήρε τον αθέρα και δώθε παν οι άλλοι. Χωριστά απ’ αυτό, εδώ στο κάστρο του ακροπόταμου είχε περσότερες ελπίδες να τον προτείνουν υποψήφιο για τη σχολή κι ο γέρο Σκαλτσογιώργος όταν το άκουσε, έτρεξε να κάμει με το βουλευτή του το θέλημα του γιου.
Ένας σαν τον Αχιλλέα Σκαλτσογιώργο δεν μπορούσε παρά ν’ αλαφιαστεί, όταν εκεί που γλεντούσανε προψές άκουσε πως ο επιλοχίας Καραφωτιάς ξεκλέφτηκε από το πλάγι του και πήγε για φιλί. Η Κούλα, που την είχε δει το απόγεμα στο μπαλκόνι, του κέντησε την όρεξη. Και πρώτη δουλειά του την άλλη μέρα ήτανε να ’ρθει να μυριστεί καλύτερα το μέρος, που δίνει τα φιλιά τη νύχτα. Πως το τραγούδι του είχε δολώσει κάποια εκεί τριγύρω, δεν το φαντάστηκε· μόλις όμως αντίκρισε στο μπαλκόνι την Κούλα, βεβαιώθηκε γι’ αυτό. Κι από την πρώτη ματιά της και το κρύψιμο ύστερα και το ξαναβγάλσιμο ήξερε πια με ποιο είδος είχε κει να κάμει. Τέλος το βράδυ, όταν την είδε καθισμένη στο παράθυρο, δεν είχε πια δισταγμό.
- Σα στον μπούφο το π’λί, στοχάστηκε κει που καθότανε μοναχός και το σχέδιο του ήταν πια καταστρωμένο.
Την Κυριακή πρωί ούτε πέρασε από το βελούχι· το δειλινό ήρθε και κάθισε με δυο άλλους υπαξιωματικούς αδιάφορος και σοβαρός· κι αν έριχνε καμιά ματιά στον πύργο, φρόντιζε να φαίνεται η ματιά πως πέφτει εκεί από τύχη, όπως έπεφτε και στους ανθρώπους που καθόντανε γύρω του στ’ άλλα τραπέζια, ή σε κείνους που περνούσανε στο δρόμο. Οι ματιές τον βεβαιώσαν πως η Κούλα δεν ήταν η πιο όμορφη εκεί στο μπαλκόνι, ωστόσο αφού αυτή έπεσε πρώτη, δεν έπρεπε να την αφήσει για την ώρα.
Αφού κάθισε κάτι λιγότερο από ώρα, πήρε τους συντρόφους του και φύγανε.
Και δε γελάστηκε. Η Κούλα δεν μπορούσε να ησυχάσει στο μπαλκόνι με την αδιαφορία του νιόφερτου λοχία. Οι φιλενάδες της νομίζανε πως είναι λυπημένη για το φυλακωμένον αγαπητικό και την πειράζανε. Μα η Κούλα δεν τις πρόσεχε. Δεν μπορεί να νιώσει και να εξηγήσει τον τρόπο του λοχία. Δε φαντάζεται πως το παιγνίδι, που είχε παίξει αυτή του Μάνθου μια φορά, μπορεί να της το παίξει της ίδιας ένας άλλος. Και σαν είδε που σηκώθηκε ο Σκαλτσογιώργος κι έφυγε, τα έχασε ολότελα. Μια στιγμή γύρεψε να βρει παρηγοριά στη θύμηση του Σακαρέλου: Αν ήτανε λεύτερος, ποιος ξέρει σε ποιο απόμερο θα ’τανε καθισμένη πλάι του, ίσως θα της έφερνε σήμερα και κείνα που της έταξε.
Μα εκεί που είναι κείνος πού να τόνε βρει. Το μόνο που της μένει είναι να πάει κοντά στο Σκαλτσογιώργο.
- Ε, δεν πάμε λίγο κατ’ ν’ ποταμιά; πρότεινε αδιάφορα στις φιλενάδες της ύστερ' από λίγη ώρα, σαν είδε πως οι υπαξιωματικοί έκαμαν εκείθε.
Δυο από τις φιλενάδες, που οι καλοί τους πήγανε μαζί με τον Αχιλλέα Σκαλτσογιώργο, σηκώθηκαν αμέσως. Οι δυο άλλες βρήκαν πως ήτανε νωρίς ακόμα. Οι δικοί τους φίλοι κάμανε πρωτύτερα κατά τη χώρα και τους προσμένανε να γυρίσουν.
Η Κούλα με τις δυο πρώτες επιμένανε. Κι οι άλλες, σα λιγότερες, έπρεπε ν’ ακολουθήσουν.
- Σα στον μπούφο το π’λί, ξαναείπε μέσα του ο Σκαλτσογιώργος όταν τις είδε.
Η ακροποταμιά ήταν ένας έρημος περίπατος ανάμεσα του ποταμού και του κάστρου. Άρχιζε από τον τουρκομαχαλά και περνώντας από κάποια σπιτοκάλυβα, σκόρπια στα ριζιά μιας ράχης, έβγαινε όξω στα περιβόλια και στ’ αμπέλια, ανεβαίνοντας κορδελωτά σε λόφους χαμηλούς αλλού ελιοφύτευτους, αλλού σπαρμένους άγρια σκίνα και μυρτιές και σπάρτα. Κάτω περνούσε το ποτάμι ασημωπή μουντή λουρίδα, κάπου πλατιά, κάπου στενή μέσα στον πλατύ λευκό χαλιά, αντίπερα απλωνόταν ο πράσινος και φουντωμένος κάμπος και στο μάκρος γαλανές απανωτές αράδες τα βουνά.
Ο περίπατος αυτός ήτανε παρατημένος σ’ ένα δυο ποιητικούς νεοσσούς του τόπου, στους δασκάλους και στα κορίτσια που βγαίναν τις γιορτές ξεσκούφωτα και τις καθημερνές το βράδυ βράδυ όπως δούλευαν ολημέρα μες το σπίτι. Η αρχοντιά δεν έβγαινε ως αυτού· είχε κρατήσει ένα γούπατο μέσα στην πόλη, που το ’λεγε πλατεία και κει τριγύρω χτίσανε τα σπίτια τους οι νιόπλουτοι τοκιστάδες κι έμποροι. Άλλοι φραγκοφορεμένοι ίσκιοι σπάνια να περάσουνε στην ακροποταμιά, εξόν αν πήγαινε στα χτήματα του κανείς γιατρός.
Του Σκαλτσογιώργου, όπως ήτανε συνηθισμένος να μην περιορίζεται μόνο στα κάτω στρώματα, δεν του πολυάρεσε η ερημιά. Η φύση όμορφη γύρω, μα εκείνος δεν κίνησε από την άλλη άκρη της Ρούμελης να ’ρθει εδώ πέρα να περιδιαβάζει στην εξοχή. Πέντ’ έξι βόλτες στο χαλιά και δυο τρία συναπαντήματα με κείνες που ήρθαν από την κούλια κι άρχισε κιόλα να βαριέται.
Τ’ άλλα κορίτσια, που σεργιανίζανε κει, δεν άξιζαν ούτε να τα κοιτάξει. Τύχη και κατεβήκανε κι άλλοι υπαξιωματικοί από το κάστρο κι ο Σκαλτσογιώργος βρήκε συντροφιά. Άφησε τους άλλους και κατέβηκε μαζί τους στη χώρα. Αυτό απαιτούσε κιόλα και το σχέδιο.
Και το σχέδιο πέτυχε. Το βράδυ, όταν ο Σκαλτσογιώργος γύριζε στο στρατώνα, η Κούλα στεκότανε μονάχη στην αυλόπορτα και τον περίμενε.
Την άλλη Κυριακή η φιούμπα και το βελουδάκι ήταν ολοκαίνουργα στα μαλλιά της Κούλας και στ’ αυτιά της γυαλίζανε οι χρυσές βεργέτες, που λαχταρούσε τόσον καιρό.
- Σκύλα· άμελη· θα σι σκουτώς’ ου Σακαρέλους, σα βγει απ’ τ’ φυλακή, της είπε η Μαριώ, σαν την είδε άξαφνα έτσι στολισμένη.
Η Κούλα γέλασε:
- Αν δε μι σκουτώεις ισύ προυτήτιρ’ απ’ τ’ ζήλια σ’, της αποκρίθηκε από μέσα της.
Ούτε τη ζήλια της Μαριώς, ούτε το Σακαρέλο λογάριαζε τώρα η Κούλα. Ήτανε σα μεθυσμένη με τον καινούριον αγαπητικό κι ήθελε να χαίρεται μονάχα· «Σαν έβγει ο Σακαρέλος, ό,τι θέλει ας γίνει, ας χαλάσει ο κόσμος».
Η Κούλα νοιάζεται πιότερο πως να μη χαλάσει το χατίρι του Αχιλλέα σε τίποτε, όπως δεν της χαλά κι αυτός σε ό,τι του γυρεύει.
Αυτές οι μέρες ήτανε σαν όνειρο για τη ζωή της. Εκείνο, που ποθούσε από καιρό, το βρήκε τέλος και μέσα της αλάλαζε όταν τη ζήλευε η Μαριώ. Ο Σκαλτσογιώργος ήταν ο πρώτος κι ο καλύτερος· η φορεσιά, ο αέρας του, το φέρσιμο τούς έβαζε όλους κάτω.
Όλες οι φιλενάδες βρήκαν πως διάλεξε καλά και το μόνο που ρωτούσαν ήτανε για το σκοπό του καινούργιου φίλου.
Μα η Κούλα σα μη νοιαζότανε πολύ γι’ αυτόν. Για την ώρα δεν έβλεπε άλλο από τη νίκη της στιγμής και της έφτανε η δόξα πως κέρδισε τον πρώτο, τον καλύτερο. Με το Σακαρέλο πριν έβαζε όλα τα δυνατά της να μένει ευχαριστημένη. Δεν μπορούσε να σωπάσει ποτέ μια ταπείνωση, που ένιωθε μέσα της πάντα σα γύρευε να πάρει ένα φιλί κλεφτό ή χάδι από τον ξάδερφο Καραφωτιά. Και τώρα θριαμβεύει και μπροστά σ’ αυτόν δεν τον έχει ανάγκη πια. Δεν έχει ανάγκη κιόλα να τρέμει από την αδερφή, να την αιστάνεται οληνώρα σαν κάτι ανώτερό της.
Τώρα είναι κείνη που το βλέπει πως την έβαλε κάτω η Κούλα. Η περηφάνια της δεν την αφήνει βέβαια να το φανερώσει κι έχει μόνο περιπαιχτικά λόγια για το νιόφερτο λοχία:
- Χαρνέ μ’ τον πεσλιά, σα να ’ναι γκαραγκούνικα. Τι κρεμάει του ζουνάρ’ του; σκιά μας κάνει; Τα μαλλιά τα κοβ’ πόλκα, σαν τ’ παλιού κιρού. Τα μάτια τ’ είναι σαν κουλουφουτιές, τα χείλια τ’ κριμασμένα σαν αράπ’κα, του κουρμί τ’ σα β’τσί.
Η Μαριώ βρήκε ακόμα πως ο Σκαλτσογιώργος βάφει το μουστάκι με καραμπογιά και πως τρώει και τα νύχια του.
Μα η Κούλα δε σκοτίζεται· μήτε της απαντά. Ξέρει γιατί τα λέει. Τη σωστή γνώμη της γι’ αυτόν της τη δείχνει πιο καθαρά ο λόγος που της λέει και της ξαναλέει:
- Δε θα σι πάρ’ κακουμοίρα!
Όσο θα σε πάρει και σένα ο πιλοχίας σου, λέει μέσα της η Κούλα και γελά και δεν κόβει τη διάθεσή της. Είδες εκεί, σαν κι ήτανε σίγουρη πως θα την έπαιρνε ο Σακαρέλος, σαν και το πίστεψε ποτέ κι αυτό με τα σωστά! Η ευτυχία της στιγμής σα να της φώτισε μονομιάς και το μέσα της και τον κόσμο γύρω και τόνε βλέπει ατύφλωτη κι ομολογεί ξάστερα με τον εαυτό της ποιο λόγο και ποιο σκοπό έχουν αυτά όλα τα καμώματα και τα μπερδέματα, τα κυνηγητά και τα τρεξίματα, τα γέλια κι τα κλάματα. Παιγνίδι καθαρό για να ξεχνιέται η πίκρα της ζωής, για να γλυκαίνει η στερεμάρα κι η σκληράδα της. Όποιος μπορεί ας χαρεί μόνο περσότερο την ψεύτρα τη ζωή, την άχαρη την άδικη, τη μάταια και ξελογιάστρα μαζί.
Κι η Κούλα τη χαίρεται μια και βρήκε την περίσταση. Ποιος ξέρει τι θα φέρει αύριο η μέρα! Αρκετά τυραννήθηκε χρόνο ολάκερο με τη ζευζεκιά του Σακαρέλου. Ο Αχιλλέας τώρα ούτε τη ρωτά πού θα πάει σήμερα, ούτε σκοτίζεται να μάθει πού ήτανε χτες και ποιον απάντησε στο δρόμο και τι της είπε, ούτε του καίεται καρφί γιατί ο ένας έρχεται στη κούλια ή γιατί κοιτάζει ο άλλος στα παράθυρά της. Φροντίζει μόνο πως να την ευχαριστήσει καλύτερα σε ό,τι της χρειάζεται. Αυτές τις λίγες μέρες που τον έχει χόρτασε και τα γλυκά, τα παστίτσια και τα τρίγωνα. Η τσέπη της είναι πάντα γεμάτη ζαχαράτα κι η Μαριώ σκυλιάζει που τα βλέπει:
Ούλο κι ματσαλάς· της λέει, δε σ’ απόστασι του στόμα δόλια!
Η Κούλα βγάζει και της δίνει κι αυτής για να σκάζει περσότερο. Ο Σκαλτσογιώργος έφερε και για τη Φρόσω μια καινούρια τσίπα. Δε μιλεί και κείνη πια. Η Κούλα αιστάνεται τόση χαρά, σα να ξαναγεννήθηκε.
Μόνο να μην τη θόλωνε ώρες ώρες ένας ίσκιος. Γιατί όσο περνούν οι μέρες η άγρια θωριά του βαλτινού λοχία αρχίζει ν’ ανησυχεί πάλι την Κούλα.
Από την άλλη μέρα, που κλείσανε στη φυλακή το Σακαρέλο, άκουσε από τον Καραφωτιά πως οι τιμωρίες, που λογάριαζε η Μαριώ, ήτανε μόνο φαντασίες της. Ο ξάδερφος τής εξήγησε πως για λίγα γυαλιά που θα κομματιάσει ένας στρατιωτικός και για τα μούτρα ενός πολίτη, βιολιτζή κιόλας, παλιόγυφτου, που θα σπάσει απάνω στο μεθύσι του δεν πηγαίνει στο στρατοδικείο και στο Ανάπλι.
Ένα μήνα φυλακή κι αυτό πολύ θα ’ναι, λογάριαζε ο Καραφωτιάς. Κι ύστερ’ από δυο τρεις μέρες που ξαναήρθε, είπε:
- Ε, τα μάθατε; είκοσ' πέντε μέρες φάγανε ο Σακαρέλος κι ο Πλαστάρας.
- Μονάχα; έκανε ξαφνιασμένα η Κούλα.
- Να το ’ξερε ο διοικητής πως θα σο’ ’κανε τ’ ν καρδιά, θαν τς έκαν’ ένα μήνα.
Κι ο επιλοχίας την κοίταξε με χαμόγελο.
Η Κούλα δεν τόνε χτύπησε στο στόμα, καθώς το συνηθούσε πριν, όταν την πείραζε. Τώρα δεν τόνε χρειαζόταν πια.
- Άι να χαθείς, του είπε μονάχα κι έφυγε.
Και λογάριασε τις μέρες που ήθελε ακόμα ο Σακαρέλος να βγει από τη φυλακή.
Και τις λογάριαζε ολοένα. Μα από λάθος στο λογαριασμό, άξαφνα εκεί που δεν τον πρόσμενε, νάτος παρουσιάστηκε στο βελούχι, τσελεπής σαν πάντα και φρεσκοξουρισμένος.
Η Κούλα πάγωσε καθώς τον είδε. Αθέλητα τρύπωσε μέσα για να μην την πάρει το μάτι του.
Η πρώτη απόφασή της ήτανε να μην του παρουσιαστεί ολότελα, να του κάμει το βαρύ. Κι αν παραπονευτεί να του απαντήσει ορθά κοφτά: ας μην έτρεχε στις καφεαμάνισσες. Κι έτσι ξεμπερδεύει μαζί του μια για πάντα.
Με την απόφαση αυτή πήρε τη δουλειά της και κατέβηκε στο κατώγι να καθίσει με τη Φρόσω και να τον κοιτάζει από το στενό μασγάλι πως θα κάνει στο βελούχι, δίχως αυτή να φαίνεται αποκεί. Μόλις όμως πάτησε την πόρτα, η Μαριώ την περίμενε με το λόγο:
- Καλώς τα δέχτ’καμε!
Και γέλασε χαιρέκακα.
Η Κούλα για να μην πιάσει καυγά προτίμησε να φύγει.
Κάθισε κάμποση ώρα μόνη στην αυλή. Μα η καρδιά της χτυπούσε κι η περιέργεια δεν την άφηνε. Ήθελε να τόνε δει πως κάνει στο βελούχι. Ξανανέβηκε λοιπόν απάνω, σούρθηκε σκυφτά στο παράθυρο, το έκλεισε και κατέβασε και τους μπερντέδες. Έτσι έβλεπε χωρίς να φαίνεται.
Ο Μάνθος καθότανε μαζί με δυο τρεις άλλους. Ακούνητος και σκυθρωπός σαν πάντα· μόνο τα μάτια του γυρνούσε ανήσυχα από το ένα στ’ άλλο παράθυρο του πύργου.
Η Κούλα στοχάστηκε:
- Δε θα ’μαθε τίποτα· ο Μαυλής δεν του το πρόφτασε.
- Μα κάλιο να το πρόδινε, να γλύτωνα μια και καλή, είπε πάλι έπειτα από λίγο.
Απάνω στην ταραχή της με τον παλιό αγαπητικό κόντεψε να ξεχάσει τον καινούργιο, αν σε λίγο δεν έφτανε και κείνος.
Και τώρα το πράμα μπερδεύτηκε, γιατί κοιτάζει στα παράθυρα κι αυτός.
Η Κούλα πήρε να θυμώνει με την επιμονή του Σακαρέλου. Τώρα δε φοβάται μονάχα αυτόν, φοβάται μην το μυριστεί κι ο άλλος.
Αυτό ήτανε το πιο χειρότερο, ένας κίντυνος, που ως την ώρα δεν τόνε λογάριασε όσο έπρεπε. Ανάγκη να δείξει ποιον προτιμά, μήπως αλλιώς τους χάσει και τους δυο. Η καρδιά της δεν είχε να παλέψει πολύ πού να γύρει. Καθώς τους βλέπει και τους δυο μαζί, τον έναν πλάι στον άλλον, ο Σακαρέλος πέφτει πιο χαμηλά στο ζύγι. Ο ένας γελαστός, χαρούμενος, χωρατατζής· ο άλλος σκουντουφλιάρης, αμίλητος, ζευζέκης. Δες τον πώς ρίχνει το μάτι απάνω στο παράθυρο: όλο κακία κι υποψία. Το είδε κλεισμένο και δίχως άλλο έβαλε κακό στο νου.
Ο Αχιλλέας απεναντίας, αφού είδε πως δεν είναι κανένας εκεί, δεν ξανακοίταξε για να μη βάλει σε υποψία τον άλλον. Γελά και κουβεντιάζει με τους φίλους. Ο άλλος μήτε ανοίγει το στόμα· η μύτη του στάζει φαρμάκι.
Είναι να συλλογίζεται ποιος απ’ τους δυο είν’ ο καλύτερος; Νοιώθει κιόλα στ’ αυτιά τα σκουλαρίκια, στα πόδια τις κάλτσες και δεν το βρίσκει ούτε για συζήτηση το πράμα.
Ο Μάνθος Σακαρέλος, σα να είχε νιώσει πράματι πως η Κούλα καθόταν πίσω από το κλειστό παράθυρο κάρφωσε κείνη τη στιγμή τα μάτια του σ αυτό και το αγριωπό τους βλέμμα έκοψε της Κούλας το αίμα. Το πίστεψε κι αυτή πως τη βλέπει αλήθεια, της φάνηκε ακόμα πως κοίταξε τα σκουλαρίκια στ’ αυτιά της. Και σαν τρομαγμένη, έφερε τα χέρια στ’ αυτιά να σκεπάσει τα σκουλαρίκια ή να τα βγάλει δεν ήξερε κι αυτή.
Μα κατάλαβε αμέσως πως ο τρόμος της ήταν αστείος και γέλασε κι η ίδια.
- Ωστόσο για καλό και για κακό, ας τα βγάλω, ξαναείπε και σηκώθηκε και πήγε στον καθρέφτη να το κάμει.
Μα σαν είδε κει τ’ αυτιά της δίχως τα στολίδια, κόντεψε να της έρθουνε δάκρυα.
- Να μην μπορεί κανένας να κάνει εκείνο που τ’ αρέσει! Σκλαβιά ανυπόφερτη είν’ αυτή η ζωή για τα θηλυκά του κόσμου. Οι άντρες για λογαριασμό τους δε ρωτούν κανέναν.
Και την άναψε ο θυμός :
- Όχι· και γω θα κάμω το δικό μου. Θα τα φορέσω και θα βγω. Όποιονε θέλω θ’ αγαπήσω· δικαίωμά μου· δεν έχω να πιάσω το χέρι κανενού!
Ξαναφόρεσε τις βεργέτες κι έτρεξε στο παράθυρο να το ανοίξει.
Μα τα τέσσερα μάτια, που ήτανε σηκωμένα κατ’ αυτό εκείνη τη στιγμή, της κόψανε τη φόρα.
Έπεσε στο κάθισμά της:
- Δεν είναι ζωή, δεν είναι ζωή αυτή!
Η Κούλα δεν παρουσιάστηκε όλη την ήμερα ούτε στον έναν ούτε στον άλλον.
Ο Θόδωρος Μαυλής, γνωρίζοντας το αψίθυμο του Σακαρέλου, δε βιάστηκε να του προφτάσει την απιστία της αγαπητικιάς του. Κι οι άλλοι συνάδερφοι το ίδιο. Τον αφήσανε να τη δει μόνος του και να μην είναι αυτοί αφορμή σε ό,τι γίνει.
Κι αλήθεια ο Σακαρέλος με τις πρώτες ματιές, που είδε να ρίχνει ο νιόφερτος λοχίας στα παράθυρα του πύργου, κατάλαβε τι θα ’γινε τις μέρες που έλειψε. Το κρύψιμο της Κούλας όλη την ήμερα ήτανε ολοφάνερο σημάδι. Γιατί βέβαια δεν μπορούσε να πιστέψει πως δεν τον πήρε μυρουδιά που βγήκε από τη φυλακή. Το μάτι του πήρε κιόλα πως το παράθυρο κλείστηκε το πρωί όταν κάθισε αυτός αντίκρυ· κι ακόμα γνώρισε καλά και τον ίσκιο της Κούλας πίσω από τον μπερντέ.
Ο Σακαρέλος δάγκανε τα χείλια, και περίμενε ώσπου να δει περσότερα σημάδια κι έπειτα να κάμει το χρέος του.
Ο Σκαλτσογιώργος από το άλλο μέρος δεν ήτανε τυφλός κι αυτός. Κάτι άκουσε στο μεταξύ για τα δικαιώματα του βαλτινού λοχία μα η αρχή του δεν ήτανε να σέβεται τέτοια δικαιώματα. Την αγάπη τη θαρρούσε αγώνα κι αυτήν, σαν τη ζωή· όποιος φάει τον άλλον. Σούσουρα και καυγάδες απόφευγε μόνο όσο μπορούσε, σε σημείο που δεν πάθαινε το φιλότιμό του.
Και σήμερα μόλις αντίκρισε το Σακαρέλο στο βελούχι, κατάλαβε. Ωστόσο δεν μπορούσε ν’ αδειάσει τον τόπο αμέσως. Από μιας αρχής δεν το είχε κι ο ίδιος στο νου να τραβήξει πολύ μακριά το παιγνίδι με την Κούλα, μα πάλι ο καιρός που έχασε γι’ αυτή και πιο πολύ τα έξοδα που έκαμε πηγαίνανε πολλά για δυο τρεις βδομάδες μόνο· έπειτα δεν είχε ακόμα πουθενά άλλου ετοιμασμένα τα πράματα ως εκεί που να μπορεί να φασκελώσει εδώ μια και καλή.
Για να μη δώσει περσότερες υποψίες, αφού είδε κιόλα πως η Κούλα δεν έβγαινε, έφυγε γλήγορα από το βελούχι. Γύρισε μόνο το νύχτωμα, όταν είδε πως η Μαριώ βγήκε περίπατο κι ο ίσκιος της Φρόσως κίνησε κατά την πόλη. Και κατά τη συνήθειά του, ολωσδιόλου αλλιώτικη από του Σακαρέλου, δρασκέλησε το φράχτη κι ανέβηκε γοργότερα τη σκάλα της κούλιας.
- Καλησπέρα.
Η Κούλα δεν τον περίμενε.
- Σε φόβ’σα;
Η Κούλα έτρεξε και του έσφιξε και τα δυο χέρια, σα να γύρευε προστασία κοντά του. Τον κάθισε στον καναπέ κι έγειρε το κεφάλι στον ώμο του.
Περάσανε μερικές στιγμές αμίλητες.
Η Κούλα πήρε να ξαναβρίσκει τη γαλήνη, που της ταράχτηκε όλη την ημέρα. Γύρισε και κοίταξε στα μάτια τον αγαπητικό. Καθώς κι αυτός την κοίταζε, τη ρώτησε:
- Είσ’ αποσταμένη;
Η Κούλα τον αγκάλιασε.
- Θα να ’χες σήμερα πολλή δ’λιά;
Η Κούλα κούνησε το κεφάλι με χαμόγελο.
- Γι’ αυτό δε σ’ είδα ολότελα στο παραθύρ’. Η Κούλα σα να στεναχωρέθηκε.
- Έτσ’ είν’ οι ν’κουκυρές. Δεν τς μέλει αν ο άλλος λαχταράει απ’ κάτ’.
Της Κούλας της φάνηκε πως ξεχώρισε κάτι σα χαμόγελο στα χείλια του.
- Ήρθις, βλέπου, μ όρεξ’ να μι π’ράξεις, μουρμούρισε.
- Κι μάλιστα να ’ναι και δυο απ’ ακαρτεράνε, ξακολούθησε ο Αχιλλέας.
Η Κούλα κοκκίνισε, μα ο Αχιλλέας δεν μπορούσε να το δει στη σκοτεινιά.
- Ποιοι δυο; δε σε καταλαβαίνου, τον έκοψε γοργά. Ο Σκαλτσογιώργος γέλασε:
- Που να καταλάβ’ς;
- Τι σου ’ρθ’ απόψι; Ήρθις ιξιπιτούτο να μι σικλιτίεις; είπε η Κούλα κλαυτά κι άφησε το χέρι του.
Ο Αχιλλέας της το ξανάπιασε:
- Έλα, έτσ’ το λέω, για χώρατα, της είπε, την τράβηξε πιο κοντά του και τη φίλησε.
Η Κούλα ξαναβρήκε το θάρρος της και τόνε φίλησε κι αυτή.
- Να σε ρωτήσω ένα πράμα, θα μ’ το πεις στ’ αλήθεια, Κούλα; είπε άξαφνα ο Αχιλλέας.
- Αν του ξέρου θα σ’ του που, αποκρίθηκε η Κούλα κάπως κομπιασμένα, σα να μάντευε τι θα ρωτούσε.
- Μ’ κάνις όρκου;
- Τι όρκου να σ’ κάμου;
- Πως θα μ’ πεις τ’ ν αλήθεια.
- Αν ’νε ξέρου σ’ νε που. Η Κούλα πολεμούσε να φαίνεται πως δε διστάζει.
Ο Σκαλτσογιώργος την κοίταξε στα μάτια:
- Πόσες φορές σε φίλησ’ ο Σακαρέλος;
- Ποιος Σακαρέλος; ξέφυγε της Κούλας. Μα διορθώθηκε αμέσως:
- Ου Μάνθους Σακαρέλους;
- Ναι, κείνος π’ κάθεται κει απόξω. Η Κούλα τινάχτηκε απάνω:
- Ήρθις ντογκρού απόψε για καυγά, είπε θυμωμένα κι έκαμε να φύγει.
Μα ο Αχιλλέας την κράτησε:
- Μου ’πες θα μ’ πεις τ’ν αλήθεια, επίμενε.
- Θ’ ακ’σις τι λέει ου κόσμους, μουρμούρισε η Κούλα και πολεμούσε να του φύγει.
Ο Σκαλτσογιώργος θέλησε να την καλοπιάσει πάλι:
- Έλ’ άσ’ τα! Δεν άικι’σ’ απ’ τον κόσμο τίποτα, της είπε.
Μα όταν η Κούλα θάρρεψε και τον ξανασίμωσε, ρώτησε πάλι:
- Γιατί δε βγήκες σήμερα στο παραθύρ’;
- Για ποιον να βγου; Ισύ ήρθις κι δεν έκατσες, είπε η Κούλα.
- Το δειλινό. Μα πριν το γιόμα; Πριν του γιόμα δε σ’ είδα· δεν ήμ’ν’ απάν’, τυλιγάδιαζα στους νιβουρό, είπε η Κούλα σταθερά.
Ο Σκαλτσογιώργος την κοίταξε κατάματα:
- Δε μ’ είδες αλήθεια;
- Να χαρού τουν αδιρφό μ’!
Ήταν ο όρκος που μπορούσε να πιστευτεί ευκολότερα κι ερχότανε από μόνος του στα χείλη των αδερφάδων σε κάθε δύσκολη περίσταση. Στην αρχή δειλά, με κάποιο δισταγμό και φόβο, σιγά σιγά όμως, αφού είδαν πως δε στρέγει, ξεστομιζότανε ξέθαρρα πια.
Μα ο Σκαλτσογιώργος σα να φοβήθηκε περσότερο αυτός μη στρέξει, βιάστηκε να πάρει πίσω το ρώτημα:
- Έλ’, άσ’ τς όρκι’ς· — τα’ σ’ τα ’πα ούλα, να σε δοκ’μάσω, βεβαίωσε την Κούλα και την έσφιξε στην αγκαλιά του.
Όσο κι αν του άρεσε να πειράζει πάντα τις αγαπητικιές του, να τις φέρνει στα στενά, να τις τρομάζει, άμα όμως έβλεπε πως παίρνουνε σοβαρά το πράμα, πως θυμώνουν ή πως θλίβουνται, ο Αχιλλέας έδινε τόπο της οργής.
Δε βαστούσε κιόλα να τυραννά. Ήξερε, λογάριαζε από πριν πως όπου έμπαινε δεν ήταν πάντα ούτε ο πρώτος ούτε ο μόνος και φρόντιζε να ταιριάζεται κάθε φορά με την περίσταση. Δεν είχε πάρει για σκοπό του να διορθώσει αυτός τον κόσμο και να βάλει τα σίδερα στις γυναικείες καρδιές. Συνηθισμένος να πετά κι αυτός εδώθε κείθε χωρίς να πιάνεται, νόμιζε πως τις καταλάβαινε καλύτερα παρά οι άλλοι. Ψευτιά και γλέντι είναι η ζωή κι η αγάπη εδώ απάνω στον παλιόκοσμο, συλλογιζότανε συχνά.
Κι απόψε δεν πήδησε το φράχτη για να ’ρθει εδώ να χολοσκάσει. Όσες στιγμές έμεινε με την Κούλα χωράτεψε και γέλασε μαζί της, όσο που ακούστηκε στη σκάλα το πάτημα της Μαριώς και τότε πήδησε αμέσως την καταπαχτή κι έφυγε από το κατώγι.
Κι όταν ξαναδρασκέλιζε όξω το φράχτη, ήταν ευχαριστημένος που, χάρη στα πειράγματα του για το Σακαρέλο, γλίτωσε το βράδυ αυτό χωρίς να τάξει πως θα ξαναρθεί γλήγορα με κανένα καινούργιο χάρισμα.
Περάσανε λίγες μέρες δίχως η Κούλα να φανερωθεί ολότελα στο Σακαρέλο. Ο Σκαλτσογιώργος, όσο είχε ανοιχτόν τον πίσω δρόμο, δεν είχε ανάγκη να πολυκαθίζει στο βελούχι· δεν ήθελε ούτε το συνάδερφό του να πειράζει ούτε να φέρνει σε δύσκολη θέση την Κούλα. Έτσι και κείνη ήταν ησυχότερη.
Μα ο απατημένος Σακαρέλος δεν αναπαυότανε μ’ αυτό. Κι ας μην είχε ακόμα χεροπιαστή απόδειξη, όμως η καρδιά του ήτανε βεβαιωμένη. Μην μπορώντας να ξεμοναχιάσει πουθενά την Κούλα, γύρισε πρώτα στο Σκαλτσογιώργο.
Τον πέτυχε μια βραδιά καθώς πήγαινε στο κάστρο:
- Καλά π’ σ’ ηύρα μοναχόν· θέλω να σ’ που ένα λόγο, του είπε σιμώνοντας τον.
- Και δυο σα θέλεις, είπε ο Σκαλτσογιώργος, που κατάλαβε.
- Δε φέρθ’κες σα συνάδερφος, είπε βραχνά ο βαλτινός.
- Σε τι; για πες μ’.
- Ξέρ’ς σε τι.
- Δε σε καταλαβαίνω.
- Άσ’ τ’ αυτά και μίλα μ’ σαν άντρας. Ο λόγος άναψε το Σκαλτσογιώργο:
- Άσ’ τς βρισές κι συ κι μίλα σα συνάδερφος, είπε κι αυτός στεγνά.
- Να, στα παραθύρια π’ τηράς.
Η φωνή του Σακαρέλου έτρεμε τόσο που ο Σκαλτσογιώργος τον λυπήθηκε.
- Μπορώ, ωρέ Μάνθο, να σε ρωτήσω και γω ένα λόγο; του είπε μαλακά και μ’ όλη την καρδιά, σα να του έφυγε ο θυμός με μιας.
- Ρώτα, είπε ξερά ο Σακαρέλος.
— Διαφέρνεσαι κει στα σοβαρά;
Στα σοβαρά ή όχι. είναι δ’κός μ’ λογαριασμός, απάντησε ο βαλτινός απότομα.
Ο Σκαλτσογιώργος τον κοίταξε μια στιγμή και συλλογίστηκε: Αξίζει το πράμα για καυγά; Η όρεξή του για την Κούλα πήρε να πέφτει. Η ομορφιά της δεν άξιζε τις απαίτησες που είχε.
- Διαφέρνεσαι στ’ αλήθεια, ωρέ Σακαρέλο; ξαναρώτησε κι άπλωσε το χέρι.
- Τι, κοροϊδεύ’ς τώρα; έκαμε να θυμώσει ο Σακαρέλος, μα ο Σκαλτσογιώργος τον έκοψε:
- Αν κορόιδευα, δε σο ’δ’ να το χέρ’. Έχ’ς το λόγο μ’, ούτε θα ξανασκώσω μάτ’, του είπε και τον έπιασε από τη μέση:
- Έλα πάμε!
- Τώρα το λες, μουρμούρισε σκοτεινιασμένα πάντα ο Σακαρέλος.
- Τι τώρα; Δεν πήρα ούτε μια καλησπέρα· σα θέλεις πίστεψε.
Ο Σακαρέλος τον κοίταξε παράξενα.
- Αφού σ’ το λέω, να το π’στέψεις, είπε τον τελευταίο του λόγο ο Σκαλτσογιώργος και τραβήξανε κι οι δυο αμίλητοι στο κάστρο.
Κι αλήθεια ο Σκαλτσογιώργος φύλαξε το λόγο του· δεν ξανασήκωσε μάτια στον πύργο.
Η Κούλα τον περίμενε άδικα μερικές βραδιές· τέλος τη φάγανε τα φίδια. Μάνιωσε όχι τόσο μ’ αυτόν, όσο με το Σακαρέλο. Κι είχε και τα λόγια της Μαριώς και τα πειράγματα του Καραφωτιά ακόμα:
- Φ’λάξ’, κακουμοίρα· δε γλιτώνεις απ’ του Σακαρέλου, της λέγανε κι οι δυο.
Ο Καραφωτιάς ευχαριστήθηκε περσότερο από τη Μαριώ, που ο Σκαλτσογιώργος ξεμπήχτηκε τελειωτικά από την κούλια.
Του φαινότανε ντροπή στ’ αλήθεια, να ’ρθει έτσι ξαφνικά το ξένο γουρούνι να φάει το πιο ώριμο αχλάδι από την αχλαδιά μπροστά στα μάτια του, καθώς του το ’λεγε και τον πείραζε ο μοραΐτης επιλοχίας Παδελόπουλος. Ο Σακαρέλος, με την αρχή που είχε να βαστιέται όσο μπορεί όξω από το σύνορο της κούλιας, ήταν ο αγαπητικός που παραχωρούσε μ’ όλη την καρδιά του της μικρότερης ξαδέρφης, μια και της χρειαζόταν ένας. Γι’ αυτό έβαζε τα δυνατά του να ξαναφέρει τα πράματα στη θέση τους.
Μα η Κούλα δεν ήθελε ούτε να τ’ ακούσει:
- Πες τ’ να πάει στ’ς καφεαμάνισσις κι στ’ς χουρεύτρις, του έλεγε πάντα σαν την παρασκότιζε.
Ο Καραφωτιάς το ’λεγε του Σακαρέλου κι αυτό τόνε φρένιαζε πιο πολύ.
- Την άτιμη, να μου βγει και με το παραπάνω! Το αποφάσισε με τα σωστά να τη σκοτώσει.
Πώς θα το έφτανε ως εκεί, δεν το πίστευε ούτε ο Καραφωτιάς, ούτε ο Μαυλής, που το άκουγαν από το στόμα του. Μα ωστόσο για καλό και για κακό, κι ο Καραφωτιάς το είπε ο ίδιος της Κούλας κι ο Μαυλής της παράγγειλε με το Φωτούλα Τυλιγάδα να φυλάγεται λίγον καιρό, όσο να περάσει το μπουρίνι του βαλτινού.
Ο Σακαρέλος ο ίδιος δεν ξαναφάνηκε στο βελούχι, όμως η Κούλα βλέπει τον ίσκιο του να σέρνεται, άμα σουρουπώνει ολόγυρα στον πύργο. Κι όταν είναι φευγάτες οι αδερφές, διπλοσυρτώνεται από μέσα.
Γιατί άρχισε να φοβάται κι η Κούλα αληθινά. Κάθε στιγμή νομίζει πως ακούει το πάτημα του όξω στη σκάλα, της φαίνεται πως ανοίγει η πόρτα και χυμά μέσα η αγριεμένη όψη του.
Κι οι φόβοι της δεν ήταν κούφιοι. Ένα βράδυ, που η Φρόσω κι η Μαριώ λείπανε κι η Κούλα έμεινε μόνη με τη μικρή την Παναγιούλα, χτύπησε στ’ αλήθεια η πόρτα.
- Ποιος είναι; ρώτησε από μέσα η Κούλα τρομαγμένη.
- Εγώ, απάντησε μια πνιχτή φωνή. Ήταν ο Μάνθος Σακαρέλος.
Η Κούλα δεν μπόρεσε να βγάλει τσιμουδιά. Η πόρτα ξαναχτύπησε.
- Άνοιξε, αλλιώς θα την τσακίσω.
Η Κούλα άδραξε την Παναγιούλα κι ακουμπήσανε με όση δύναμη είχαν πίσω από την πόρτα.
- Άνοιξε ή θα την τσακίσω, σου ’πα, ξαναμούγκρισε η φωνή απόξω.
- Φεύγ’, αλλιώς θα βγω στου παραθύρ’ να φωνάξω, φοβέριξε κι η Κούλα.
Δυνατότερη χτυπιά, σα να ήταν τώρα με το πόδι, τράνταξε την πόρτα. Και δεύτερη και τρίτη απανωτά.
Η Κούλα χύμηξε στην άλλη κάμαρα, την κλείδωσε και βγήκε στο μπαλκόνι φωνάζοντας.
Η Παναγιούλα, που έμεινε μέσα μόνη στο σκοτάδι, έβαλε και κείνη τους σκουσμούς.
Ο Φωτούλας Τυλιγάδας με δυο άλλους, που ακούσανε από το βελούχι, τρέξανε.
Πρι να φτάσουν όμως στην αυλόπορτα, ο Σακαρέλος έγινε άφαντος από το πίσω μέρος.
Η Φρόσω κι η Μαριώ, άμα γυρίσανε, βρήκανε την αδερφή με κομμένο το αίμα της. Δεν μπορούσε να τους διηγηθεί καλά καλά τι έγινε.
Η Φρόσω πήγε πρωί πρωί την άλλη μέρα στο διοικητή κι ο άγριος βαλτινός λοχίας διατάχτηκε να φύγει αμέσως για το λόχο, που είχε αποσπασμένον το τάγμα στα βουνά κοντά στα σύνορα.
cvpwwxvtg0lj6jk49wqjgyi3rhh8g61
148255
148247
2022-07-21T15:44:48Z
Chalk19
8498
wikitext
text/x-wiki
{{κεφαλίδα
| τίτλος = [[../]]
| συγγραφέας = Κωσταντίνος Χατζόπουλος
| μεταφραστής =
| ενότητα = Β
| προηγούμενο= [[../Α|Α]]
| επόμενο = [[../Γ|Γ]]
| σημειώσεις =
}}
Είναι περασμένα τέσσερα πέντε χρόνια. Στον τάφο του πατέρα θρασομανούν τ’ αγριάγκαθα. Ο Γεσίλας ζήτησε στο μεταξύ πόρο ζωής σ’ ένα ραφτάδικο. Όμως σε λίγες μέρες τον ξαναείδαν οι αδερφές να παίζει αντίκρυ, στο βελούχι, τα χαρτιά.
- Στενή ζωή, κακός αέρας, απάντησε της Μαριώς, που τόλμησε να ρωτήσει γιατί έφυγε από το ραφτάδικο.
Η Φρόσω κίνησε και πήγε σ’ έναν έμπορο, παλιό φίλο του πατέρα, και τον πήρε στο εμπορικό του. Μα όταν τον έστειλε να βγει στον καθημερινό γύρο στις γειτονιές, ο Γεσίλας πέταξε χάμω τα τσίτια, που τον έβαλε να φορτωθεί και γύρισε στον πύργο.
Οι αδερφές τα βάλανε με τον έμπορο.
- Τουν παλιάνθρουπου!
- Ου γιος τ’ Κρανιά να φορτωθεί τ’ βαντάκα!
Έτσι ο Γεσίλας γύρισε στους δρόμους, όσο που πήγε στο στρατό.
Οι αδερφές μείνανε μόνες. Η θεια από το χωριό είχε αφήσει χρόνους, αφού του κάκου γύρευε ως τα τελευταία να πάει κοντά της μια απ’ τις ανεψιές. Στο πόδι της εδώ είναι τώρα η Φρόσω. Το περασμένο της ξεχάστηκε πια και ξαναμπήκε λεύτερα στη ζωή του κόσμου. Βέβαια όχι πια σαν κόρη ανύπαντρη, μα σαν κατιτίς ουδέτερο είδος, κατιτίς ανάμεσα χήρας και γεροντοκόρης. Στην εκκλησιά, στα λείψανα, σ’ αρρώστιες, όπου είχαν οι αδερφές να μοιρολογήσουν ή να συλλυπηθούν τις αντιπροσώπευε η Φρόσω. Όπου όμως γιορτή και γάμος, όπου η αρχοντιά της πόλης θυμότανε στις χαρές της κάποτε τις ορφανές του παλιού επάρχου της, εκεί έτρεχε η Μαριώ κι η Κούλα.
Τις περσότερες φορές η πρώτη· δεν άφηνε να της πατηθεί εύκολα το δικαίωμα που είχε σα μεγαλύτερη. Ο πύργος είχε και φροντίδες, που κάποτε δεν παίρνανε χασομέρια μήτε ένα δειλινό. Τέσσερα χέρια δεν μπορούσανε να λείψουνε την ίδια ώρα. Όσο κι αν βιάζεται η Μαριώ να κρατήσει όξω από τον πύργο το περασμένο περήφανο μπροστά σε κόρες ψωρονοικοκυρέων κι εμπόρων, κάτω από τη σκεπή του είναι η ζωή βαριά. Κι όχι μόνο για τη Φρόσω. Το βελονάκι των μικρότερων δεν πλέκει τώρα μονάχα για πόλκες και χτένες κι οι κεντητές παντούφλες δε δείχνουνται στο μπαλκόνι σα μια φορά, γιατί δεν είναι πάντα για δείξιμο. Κι έπειτα σε ποιόνε κιόλας να δειχτούν; Οι αξιωματικοί, σα να έχουν φόβο της κούλιας του Σουλιώτη, άμα γυρίζουν από την αναφορά δε σταματούνε στο βελούχι. Το αφήσανε στους υπαξιωματικούς κι ίσια μ’ αυτούς δεν ξέπεσαν ακόμα οι επαρχοπούλες.
Βελούχια λέγουνται στην πόλη κοντά στον ποταμό τα εξοχικά καφενεδάκια, που στένουνται την άνοιξη με λίγα πέταυρα για να σαπίσουν το χειμώνα στη βροχή και στην ερμιά, αν δεν καούνε στο μεταξύ στα τζάκια της γειτονιάς. Κάθε άκρη, κάθε γειτονιά της πόλης έχει το δικό της. Αυτού σπουδάζει τα χαρτιά η νεολαία του τόπου, όσο φοβάται ακόμα τον πατέρα και το δάσκαλο, αυτού φέρνει ο τελευταίος αποδείλινα τη γραμματική και το χασμούρημα, αυτού σχεδιάζει ο κομματάρχης τους συνδυασμούς, αυτού ο χωριάτης, που έφερε το γέννημά του στην αγορά, γυρεύοντας να βρει τον παπά στα τρία τραπουλόχαρτα, χάνει ό,τι του περίσσεψε από τον προστυχιστή κι από το νοικιαστή του φόρου, αυτού έρχεται καμιά λαμπρή η δεσποτική γιορτή να πάρει αέρα το εμπορόπουλο, αυτού τραγουδά τη νύχτα στ’ άστρα ο ερωτεμένος. Ο καφές είναι πάντα από καβουρδιστό ψωμί ή ρεβίθι, το λουκούμι καθαρό ζυμάρι και το ρακί μονάτο τσίπουρο. Μα κανείς δεν έρχεται αυτού για τον καφέ και το ρακί. Έρχεται για τη δροσιά, για το νερό και τον αέρα. Κι άλλο νερό κι άλλος αέρας δεν είναι δροσερότερα στην πόλη, όσο εδώ στον όχτο του ακροπόταμου. Σωστό βελούχι του Καρπενησιού.
Κι ο πρώην λοχίας Τυλιγάδας, που το έχει τώρα, ξέρει τη δουλειά του καλύτερα από τους άλλους πριν. Δεν έκοψε φτέρη από τον κάμπο, μα κουβάλησε λατόκλαδα από το βουνό και σκέπασε τη φρετζάτα απόξω, και μέσα στην παράγκα κρέμασε δίπλα στο δικό του και δεύτερο μπουζούκι· Ήξερε και την αγάπη των πρώην συναδέρφων του στ’ άνθη και στα μυρουδικά και δεν άφησε τραπέζι δίχως ρίζα βασιλικό, δεν άφησε γαρουφαλιά άκλεφτη από τις γειτονιές και τσιτσέκι και περικοκλάδι που να μη φυτέψει ολόγυρα.
Όσο για τα μαύρα μάτια, έλπιζε πως με τον καιρό να νοιαστούνε γι’ αυτά από καρσί, από τον πύργο. Για την ώρα του έφτανε πως νοιαζόντανε για μαρούλια κι αγγουράκια· του στέλνανε με τη μικρή την Παναγιούλα όσα ήθελε.
Η Παναγιούλα αυτή σα να ’πεσε στον πύργο από τον ουρανό. Ο Θώμος Κρανιάς παίρνει κάθε στιγμή συχώρια από τις κόρες του, που φρόντισε και τη γκενιάστηκε. Δεν κρατούσε μόνο την ανταπόκριση του πύργου με το αντικρινό βελούχι, μα είχε απάνω της και τη συγκοινωνία με την πόλη. Αυτή έφερνε τα νέα μαζί με τα ψούνια από την αγορά, αυτή πηγαινοερχότανε στα σπίτια με τα διασίδια και τα ραψίματα αυτή έτρεχε στους παλιούς φίλους και στους δικούς του πατέρα. Ο Θώμος Κρανιάς δεν άφησε των κοριτσιών του μοναχή κληρονομιά το σόι και την περηφάνια για το σόι, άφησε κι ένα σωρό φίλους στην πόλη και μια πλατιά δικαιολογιά. Κάθε υπάλληλος ή μετανάστης από τα βουνά με τους εννιά δήμους ήτανε δικός του πύργου. Κι οι φίλοι, αν είχανε μια φορά την τσέπη ανοιχτή για τον πατέρα, μπορούσανε να την κλείσουν τώρα στα ορφανά κορίτσια του, όταν αυτά ήταν κιόλας νια κι όμορφα, σαν τη Μαριώ και σαν την Κούλα, κι όταν το τάλιρο ή το δίφραγκο, που στέλναν και ζητούσαν κατά την ώρα και το πρόσωπο, το ζητούσανε γι’ ανάγκες, όπως είναι η αρρώστια μιας από τις αδερφές, το συλλείτουργο του πατέρα και της μάνας, ή το γιορτάσι του μονάκριβου αδερφού; Συχνά η αρρώστια περνούσε όσο να γυρίσει πίσω η Παναγιούλα, εξόν αν γύριζε με άδεια χέρια· για το συλλείτουργο, αν δε γινότανε, συχωρούσε ο Θεός, που μόνος γνώριζε τ’ απόκρυφα του πύργου· τ’ όνομα όμως του αδερφού έπρεπε να γιορταστεί με κάθε τρόπο. Ευκολότερο ήτανε να χαλάσει ο κόσμος παρά να μην ανοίξει ο πύργος την αυλόπορτά του την ημέρ’ αυτή, μάλιστα τώρα που ήταν ο αδερφός μακριά κι ήρθε κιόλας το μήνυμα πως προβιβάστηκε λοχίας.
Η Κούλα σφουγγάρισε τον πύργο, άσπρισε μέσα τον οντά και τη σκάλα και το πεζούλι της απόξω, η Φρόσω πήγε και δανείστηκε από τη γειτονιά ένα εξήντα νούμερο σεντόνι για τον καναπέ κι η Μαριώ έδεσε τη μαστίχα και το τριαντάφυλλο.
Και το πρωί την άλλη μέρα παραταχτήκανε κι οι τρεις ορθές μπροστά στην πόρτα. Η Φρόσω δίχως τη μαύρη σκέπη στα μαλλιά. Η μικρή ορφανή της πλύστρας πήγαινε κι ερχότανε με πλυμένα πόδια.
Πρώτος έφτασε ο σχολάρχης με το ψηλό καπέλο του. Συγχάρηκε για τη γιορτή και για την πρόοδο του Γεσίλα, μίλησε για τον καιρό και για τις λάσπες, που δε στεγνώσανε στο δρόμο, και φιλεύτηκε κι από τα δυο γλυκά.
Έπειτα ήρθανε δυο γειτόνοι κι ο παπάς της ενορίας και σήκωσε το ύψωμα.
Η Μαριώ, που έστεκε και βοηθούσε στο φίλεμα, δεν ήρθε στην ανάγκη να βιάσει και τον παπά να φιλευτεί κι από τα δυο γλυκά.
Μα πίσω από το γιατρό, έναν ξάδερφο που ήρθε υστερότερα μαζί με τον ταμία, και δεν καταδεχτήκανε κι οι δυο παρά μόλις ν’ αγγίξουνε το ροσόλι με τα χείλη, έλυσε τη γλώσσα της:
- Να ’ταν άλλού· σε κάνα νιοκαζαντισμένο!
Γιατί οι δικοί και φίλοι δεν έφτανε να δώσουνε μονάχα τ’ οβολό τους για τη γιορτή, δεν έφτανε να ’ρθουνε μόνο να πολυχρονίσουν. Όποιος δε φιλευόταν κι από τα δυο γλυκά και δεν έπαιρνε ακόμα μαζί του και το παντεσπάνι τυλιγμένο στο χαρτί, καταφρονούσε την κούλια.
Η γιορτή έπεσε κιόλας κοντά τη Λαμπρή κι ήτανε και τα κόκκινα αυγά χτυπητός σωρός στο πιάτο δίπλα στο δίσκο. Όλα την ήμερα αυτή έπρεπε να είναι πλούσια και περισσά.
Όσοι ανεβαίνανε σήμερα τη σκάλα έπρεπε να δείξουν πως ξεχνούνε κείνη τη στιγμή τη δυστυχία της κούλιας.
Σ’ αυτό βοηθούσε κι ο ανοιξιάτικος ήλιος, που χυνότανε μέσα στον οντά κι άστραφτε στους κάτασπρους τους τοίχους, παιγνίδιζε στα ρακοπότηρα με το ροσόλι κι έκανε να λάμπουνε φανταχτερά κι οι σκουριασμένοι ακόμα τενεκέδες, που πολεμούσανε να κρύψουνε με τις κρεμάμενες μακριές, σγουρές τους πρασινάδες τα σκασμένα τ’ αγκωνάρια πίσω τους.
Τα πρόσωπα των αδερφών άστραφταν. Πολεμούσανε κι αυτά μαζί με όλα τ’ άλλα πράματα εκεί μέσα να σκεπάσουν και να σβήσουνε για μια μέρα το τωρινό και το πραγματικό και ν’ αφήσουνε ν’ απλωθεί και να μετεωριστεί η λάμψη του περασμένου και τ’ όνειρο του μέλλοντος. Και τα δυο αυτά σμίγουν κι αστράφτουν ολόγυρα από τ’ όνομα του Γεσίλα Κρανιά. Την ήμερα αυτή δε γιόρταζε στην κούλια ο φτωχός άγιος, ο άγνωστος κι, άσημος μάρτυρας Γεσίλας· γιόρταζε τ’ όνομα, η γενιά, το σόι του Κρανιά, που έκλεισε όλες τις ελπίδες του στο πρόσωπο του λοχία Γεσίλα Κρανιά.
Το δειλινό αυτό πήγε και το διάλεξε να ’ρθει κι η γριά Λιγούραινα, μια παλιά φιλενάδα της μάνας.
Είπε πως ήρθε να πολυχρονίσει κι οι αδερφές τη δεχτήκανε κι οι τρεις στην πόρτα και τη βάλανε και κάθισε στην κορφή του καναπέ. Κι η Μαριώ πήγε κι έφερε το δίσκο και τη φίλεψε.
Μα μόλις η Μαριώ βγήκε στη διπλανή κάμαρα ν’ αλλάξει στα ποτήρια το νερό, η γερόντισσα έσκυψε στη Φρόσω και της ψιθύρισε:
Ένα παιδί, πραματευτής, την έβαλε να ’ρθει να γυρέψει τη Μαριώ. Έχει το σπίτι του, το μαγαζί του, τ’ άλογό του, κάμποσα στρέμματα χωράφι κι είναι γερό κι άξιο.
Η Μαριώ, σαν κάτι να μυρίστηκε, σταμάτησε πίσω από την πόρτα και την άκουσε.
Και χύμησε μ’ ορμή μέσα στον οντά.
Πώς η προξενήτρα κατέβηκε ζωντανή τη σκάλα, ας το χρωστά της νέας βίζιτας που ήρθε σε λίγο. Κι οι τρεις αδερφές χυθήκανε ίσια να την πνίξουν.
Το βράδυ δε σφάλισε καμιά τους μάτι. Παρόμοια ντροπή δεν έγινε ως την ώρα στο γένος του Κρανιά. Μονάχα τότε που πέθανε ο πατέρας κι οι φίλοι βγάλανε φανερά δίσκο στην αγορά για την ταφή του.
- Αν θέλαν οι φίλοι να κάμουνε το χρέος τους, έπρεπε να το κάμουνε μυστικά και συναμεταξύ τους, είπε τότε κατάμουτρα του ειρηνοδίκη, άγρια κι όξω από τα λογικά της η Μαριώ, που το μυρίστηκε.
Μα οι σάλπιγγες, που ήρθανε να συνεβγάλουν τον αργυρό σταυρό του πρώην έπαρχου, κάμανε να ξεχαστεί η ταπείνωση κι η Μαριώ μπόρεσε να βγει στο παράθυρο να στείλει, κρεμώντας τα λυτά μαλλιά, τα τελευταία ρεκάσματά της του άμοιρου πατέρα και μια κρυφή ματιά του αξιωματικού, που πρόσταζε με το λεπίδι του γυμνό το απόσπασμα κάτω στο δρόμο.
Η Μαριώ έχασε για καιρό την όρεξη. Τότε ήταν κι οι αξιωματικοί παρηγοριά. Τώρα έχασε και τον ανθυπασπιστή, που τον είχε τελευταία δεμένον στο πανί. Ήταν ευεργετικός, αλήθεια, μ’ από γενιά καλή· ο μπάρμπας του είχε κάμει δήμαρχος. Έκανε σαν τρελός γι’ αυτή. Μα μετατέθηκε άξαφνα κι όταν ύστερ’ από λίγους μήνες τα κατάφερε να ξαναρθεί στο κάστρο, τη βρήκε να τα παίζει με το γραμματικό της εφορίας.
Με τούτον τη γλύτωσε η Μαριώ φτηνά. Κυνηγώντας όμως και τους δυο μαζί, δεν έπιασε κανέναν. Σα να συμφωνήσανε, δεν ξαναφανήκανε κι οι δυο στο βελούχι του ακροπόταμου.
Ο Φωτούλας Τυλιγάδας το μάντεψε καλά πως τα μαύρα μάτια από καρσί δεν μπορούσανε να μην τραβηχτούν από τη λεβεντιά της φουστανέλας.
Άμα λείψανε οι αξιωματικοί, άμα χάθηκε ο ανθυπασπιστής και δεν πιάστηκαν άλλοι δυο τρεις υπάλληλοι, απόμεινε η ελπίδα μόνο στους υπαξιωματικούς.
Το αποφάσισε πρώτη η Κούλα.
- Κι αυτοί μια μέρα, γλήγορα η αργά, θα το κολλήσουν το χρυσό γαλόνι, συλλογίστηκε κι έκαμε την αρχή.
Η Μαριώ ψιλοκρατούσε ακόμα. Όμως κάτι την κεντούσε πάντα μέσα της να μην αφήνει μάτια να κοιτάζουν άλλη. Και μόλις είδε το λοχία Μάνθο Σακαρέλο να τα παίζει με την Κούλα, βάλθηκε να της τον πάρει.
Μα δεν τα κατάφερε και για να εκδικηθεί έπιασε κι αυτή το Γιαννακό Πλαστάρα, όχι τόσο καλοσούσουμο, όσο καλοπίχερο.
Η Κούλα έσκασε με τη χρυσή την κονταπέτα, που είδε ξαφνικά στην τραχηλιά της αδερφής. Ο δικός της της είχε φέρει μόνο ένα ζευγάρι καλτσοδέτες, και κείνες η Μαριώ τις βρήκε πρόστυχες.
- Κυρά μ’, ιγώ δεν τ’ τς γύρεψα· είδι πως ήταν χαλασμένες εκείνες π’ φόρ’ γα κι μ’ αγόρασ’ άλλες απού μοναχός τ’, είπε η Κούλα.
- Σάμπους τ’ γύρεψα γω ν’ κουνταπέτα; θύμωσε η Μαριώ κι άρχισε μεταξύ τους το φάγωμα.
Μα δεν ήτανε μόνο οι δυο αδερφές που πέσανε στους υπαξιωματικούς.
Η αρχοντιά του τόπου, όσο και να μην ξεχνούσε τον παλιό της έπαρχο και να είχε ανοιχτή την πόρτα της στις ορφανές του, δεν άφηνε όμως και τα δικά της κορίτσια να ’χουνε πολλά νταραβέρια με τον πύργο. Το παράμερο της ποταμιάς, το βελούχι αντίκρυ από τον πύργο, μια καταπαχτή που ανοιγόκλεινε προς το κατώγι στην από πίσω κάμαρα, όλ’ αυτά είχανε κάτι υποψιάρικο για τις μανάδες. Και τέλος το πάθημα της Φρόσως, και να λησμονήθηκε με τον καιρό, μένει πάντα στο κατώφλι της αχνό σημάδι, που δειλιάζει να το δρασκελίσει κάθε κόρη γνωστική. Αν έρχεται καμιά από τις καλύτερες της πόλης, τις σοϊλίτισσες ή τις ακουσμένες για την προίκα, έρχεται ή με τη μάνα ή μοναχή της το απόβραδο από το στενό κι από τον πίσω φράχτη, με φόβο μην δει άλλο μάτι παρά εκείνο που θέλει η ίδια να τη δει.
Αυτό δεν ξεφεύγει τις αδερφές. Η Φρόσω τρομάζει να κρατήσει το στόμα της Μαριώς:
- Έχουμι ’ν ανάγκ’ τς, μουρή, δεν του σ’ λουέσι!, της ψιθυρίζει κάθε φορά που την ακούει να τα βάζει όξω στην αυλή με την ψωροαρχοντιά.
Πιο ελεύτερη και με πιο λίγη πρόληψη στην ηθική της η κατωτερινή τάξη, φαίνεται προθυμότερη στις φιλίες με την κούλια. οι φτωχότερες, οι ταπεινές νοικοκυροπούλες του τόπου το νομίζουνε τιμή να βγαίνουνε στο σεργιάνι μπράτσο με τις επαρχοπούλες και να καθίζουν πλάι τους στο μπαλκόνι. Κι η Μαριώ κι η Κούλα πάλι βρίσκουν ευκολότερα στη συντροφιά των κοριτσιών αυτών εκείνο που γυρεύουν: το σεβασμό στο σόι τους και την αναγνώριση πως όσο κι αν ξεπέσανε, είναι και μένουν ανώτερες τους πάντα. Κι έν’ άλλο ακόμα· τα φτωχά και χιλιοξανακαμωμένα φορέματα των αδελφάδων χάνουνται μπρος στα λούσα μιας εμποροπούλας, ενώ μπροστά στην κόρη του ζευγά ή τη θυγατέρα της υφάντρας, ο αρχοντικός αέρας της Μαριώς και το ψιλό νάζι της Κούλας ξεχωρίζουνε και φιγουράρουν. Αντί λοιπόν να ρίχνουνε τα μούτρα στις ψωροπερήφανες, ανοίγουν την πόρτα τους στις όμορφες και πεταχτές και χαρδακίστρες από κάθε μαχαλά, όσες δεν έχουν την υπομονή να περιμένουνε ν’ ανοίξει από μόνη η τύχη τους, να τους έρθει ο καλός με τη μάνα και την προξενήτρα, μα βγαίνουν οι ίδιες να τον απαντήσουν.
Όλες αυτές μαζεύονται στον πύργο. Κι όξω στα τραπέζια του βελουχιού και το βράδυ βράδυ στον περίπατο της ακροποταμιάς συνάζουνται κι οι υπαξιωματικοί, όλοι αλαφροπερπάτητοι και τσελεπήδες, από τα πρώτα ονόματα στα ευζωνικά. Οι μανάδες στη γειτονιά σκίζουν τα ρούχα τους, μανταλώνουν τα θηλυκά τους και στέλνουνε τους άντρες τους στο δήμαρχο και του ζητούνε να κλείσει το βελούχι. Μα κι ο Φωτούλας Τυλιγάδας δεν είναι από το τούρκικο κι έτσι το παιγνίδι δε σταματά.
Μόνο η Φρόσω δεν παίρνει μέρος σ’ αυτό. Γι’ αυτή το πέρασμα του καιρού το μετρά ο βρόντος του αργαλειού της κάτω στο ανήλιαγο και απάτωτο κατώγι. Και το βράδυ, όταν χύνεται το σούρωπο στο δρόμο, ίσκιος σκοτεινός, μπαμπουλωμένος με τη μαύρη σκέπη γλιστρά προς τη νυχτωμένη πόλη γυρεύοντας νέα διασίδια και πλεξίματα ή τους φίλους του πατέρα, όταν πρωτύτερα βγήκε άκαρπο το στάλσιμο της Παναγιούλας.
Γύρω από τον επιλοχία Συμεών Καραφωτιά στήθηκε ο μεγαλύτερος αγώνας ανάμεσα στις πιο όμορφες, που μαζευόντανε στον πύργο. Μα έπρεπε να κάμουν όλες τόπο στις επαρχοπούλες και το μάλωμα περιορίστηκε στις δυο αδερφές.
Πρώτη έβαλε στο μάτι τον επιλοχία η Μαριώ, άμα τα χάλασε με το Γιαννακό Πλαστάρα, που γύρευε να την περιορίσει να μην κουβεντιάζει με κανέναν άλλον.
Μα ένα βράδυ, που έλειπε η Μαριώ, του ένεψε η Κούλα από το παράθυρο. Σα μακρινός ξάδερφος, που ανακαλύφτηκε πως ήταν, ανέβαινε λεύτερα στην κούλια πιο συχνά το σούρουπο παρά την ήμερα με τον ήλιο.
Η Κούλα τον έφερε κάτω από το θόλο εμπρός στην πόρτα του κατωγιού. Η Φρόσω έλειπε και κείνη κι η Κούλα κάθισε μαζί του όσο που ακούσανε πως γύρισε η Μαριώ.
Εκεί στο θόλο σμίξανε άλλες δυο τρεις βραδιές κλεφτά, όσο που χίμηξε η Μαριώ κι έδιωξε με τις σπρωχτιές την αδερφή. Και απόμεινε ο επιλοχίας δικός της.
Η νίκη της δεν ήταν τιποτένια. Ο επιλοχίας Καραφωτιάς ήταν ο πρώτος μέσα στους πρώτους του κάστρου. Καλόκορμος, μουστακαλής, περήφανος στη ντυμασιά και στο φιλότιμο, μην κάτσει μύγα πάνω του, μην τόνε στραβοκοιτάξει όπως περνά κανείς πολίτης, φόβος των ζωοκλεφτών και των φυγόδικων, όταν έβγαινε στο απόσπασμα, και τρόμος των νεοσύλλεχτων στο λόχο, άμα δε βάζαν το γκιουβέτσι έγκαιρα, στη Μαριώ μπροστά γινότανε μολαΐμικο αρνί, υποταχτικό στο θέλημά της, πρόθυμο σε κάθε της απαίτηση για σειρητάκια και κορδέλες και κάπου κάπου και κανένα φόρεμα.
Σιωπηλά, σαν πάντα, συμφώνησε κι η Φρόσω με τον τρόπο που λύθηκε το μάλωμα των αδελφάδων. Η Φρόσω, αν και δεν έπαιρνε η ίδια μέρος στο παιγνίδι, το ακολουθούσε ωστόσο από το βάθος του σκοτεινού της κατωγιού. Όσο κι αν η στεγνωμένη όψη της με τα βαθουλωμένα μάτια φαίνουνται σαν να λένε: φάντασμα περασμένου είμαστε μόνο, η έννοια μας δεν είναι από τον κόσμο αυτό - η έννοια της από τον καιρό που έθαψε και ξέχασε τον εαυτό της είναι όλη για τον κόσμο αυτό.
Εκείνο το παιγνίδι, που παίζεται γύρω της χωρίς να την αγγίζει, δεν παίζεται και γι’ αυτή χωρίς σκοπό. Το έπαιξε κι η ίδια μια φορά κι έχασε και ξόφλησε μια και καλή. Μα ίσια ίσια το δικό της πάθημα φυλάγει τώρα τις άλλες. Μια δυο φορές κιντύνεψε κι η Μαριώ, είν’ αλήθεια. Μα τώρα έχει σίγουρον τον επιλοχία της. Αυτός δεν είναι ξένος, σαν τους άλλους πρωτύτερα. Παιδί από σόι κι από τα χώματά τους. Συνάδερφος του Γεσίλα κιόλας. Αυτό της το θύμισε κι ο ίδιος, όταν τον ξεμονάχιασε μια μέρα και σα μεγαλύτερη αδερφή, σα μάνα να πεις, τον ξεψάχνισε για τους σκοπούς του:
- Είναι να λέγεται πως δε θα την πάρει τη Μαριώ! Μα πρώτα πρέπει να γίνει αξιωματικός, να δέσει τη γαϊδάρα του. Τρία χρόνια, που θα κλειστεί μέσα στο σκολειό, τι να την κάμει τη γυναίκα;
Η Φρόσω ήτανε λογική, σαν τον πατέρα της. «Πρώτα να γίνει δικαστής», της είχε πει μια φορά και το δικό της πλουσιόπαιδο, μα εκείνο δεν ήταν από σόι μήτε από τον τόπο της. Ύστερα κιόλας τ’ αλλοτινά δε θέλει να τα συλλογίζεται. Η φροντίδα της είναι τα τωρινά και τα μελλούμενα.
Ο επιλοχίας ανθυπολοχαγός λοιπόν κι η Μαριώ σιγουρεμένη. Όσο για την Κούλα, δεν την πήραν ακόμα τα χρόνια μπροστά. Έχει ο θεός γι’ αυτή. Εκείνο που είναι το πιο βιαστικό, είναι πως να κρεμάσει το μακρύ σπαθί ο Γεσίλας.
Αυτό σκοτίζει τη Φρόσω και σ’ αυτό δυο είναι οι τρόποι: Ή να μπει στη σκολή, ή να σκοτώσει κάνα φυγόδικο.
Το δεύτερο πιο εύκολο. Μα ο βλογημένος πήγε και κόλλησε, σαν τον πατέρα, στο λασπόκαμπο της Θεσσαλίας· του αρέσει καλύτερα το γραφείο και πιο πολύ ακόμα το σιτιστιλίκι. Για τις αδερφές είναι αυτό καλό, γιατί έτσι περισσεύει κάποτε κάποιο πεντάφραγκο και γι’ αυτές, μα η Φρόσω νοιάζεται περσότερο για το μέλλον του παιδιού. Αν αποφάσιζε να ’βγαινε απάνω στα πατρικά βουνά, τόσο συγγενολόγι εκεί θα του κατάδινε κάνα φυγόδικο κι έτσι τελειώνανε τα βάσανα, λείπαν οι φροντίδες και τα παρακάλια για τη σκολή, που δεν είναι και τόσο εύκολο το πράμα. Θέλει μεγάλες συστάσεις, βαρβάτα μέσα, που έπρεπε να ζει ο πατέρας να τα βάλει. Μοναχή της τι να κάμει αυτή; Πού να πρωτοτρέξει;
Το ’φερε η οργή να ’ναι φαντάρος κιόλας ο Γεσίλας και να μην μπορεί να μετατεθεί εδώ στο τάγμα, που είναι τόσοι γνώριμοι αξιωματικοί και πρώτος ο διοικητής. Ήτανε στενός φίλος του πάτερα και τους το λέει πάντα, σαν έρχεται καπότες αποσπερνού στην κούλια:
- Ας τον είχα γω στα χέρια μου και βλέπατε πως τον έφερνα πρώτο στον πίνακα!
Από μακριά όμως, με τα γράμματα τι να σου κάνει κι αυτός! Ωστόσο πιστός φίλος ο καημένος και πονετική καρδιά. Σα σε παιδιά του μιλεί των κοριτσιών, μάλιστα στην Κούλα, σαν πιο μικρή που είναι, δείχνει συμπάθεια ξεχωριστή. Τη χτυπά στο μάγουλο, σαν μπαίνει μέσα, την καθίζει κοντά στο πλάι του, στα γόνατα του πες, και της χαϊδεύει το χέρι και τα μαλλιά. Κακό ποιος βάζει με το νου, ποιος πιστεύει δηλαδή τέτοια τύχη! Έτσι βέβαια ξεμπερδεύαν όλες οι στενοχώριες και τα βάσανα...
Μα αυτά είν’ όνειρα. Το πρώτο για την ώρα είναι πως να κρεμάσει ο Γεσίλας το μακρύ σπαθί.
Ενώ η Μαριώ έχει περάσει από το Γιαννακό Πλαστάρα στον Καραφωτιά, η Κούλα μένει πιστή στο Μάνθο Σακαρέλο. Μπροστά στον Καραφωτιά θα θυσίαζε κι αυτή το Μάνθο μ’ όλη την καρδιά της κι ο ίδιος ο Καραφωτιάς έδειξε όλη τη διάθεση να προτιμήσει τη μικρότερη ξαδέρφη, μα η Μαριώ μια κι έβαζε κάτι στο νου, έπρεπε κιόλας να γίνει.
Η συχωρεμένη θεια είχε δίκιο να της λέει πως έμοιαζε του παππού της σ’ αυτό. Η Μαριώ μια και το ’βαλε, κυρίεψε τον Καραφωτιά σα με γιουρούσι. Με το έτσι θέλω.
Ο περήφανος επιλοχίας δεν μπόρεσε ν αντισταθεί. Είδε πως έπρεπε ή να υποταχθεί στο θέλημα της ή να μην ξανανεβεί τη σκάλα του πύργου.
Σα γνωστικός που ήταν, προτίμησε το πρώτο, κι έτσι στο φανερό περιορίστηκε στη μεγαλύτερη ξαδέρφη. Είν’ αλήθεια πως εκεί που καθότανε στον οντά της κούλιας με την αρρεβωνιαστικιά, όπως ήρθε στην ανάγκη να τη λέει κι ονειρευότανε μαζί της την ευτυχία που τους πρόσμενε, αν τύχαινε να πάρει το μάτι του στην άλλη κάμαρα την Κούλα που άλλαζε την πόλκα της, ή αν η Κούλα εκεί που έβγαζε νερό έσκυβε το κορμί περσότερο έτσι για να τόνε σκάσει, ο ξάδερφος αγρίευε ως το σημείο να πετάξει από την αγκαλιά το «μόφαρο», που πήγε και φορτώθηκε. Μα ξανανικούσε η φρονιμάδα του και παρηγοριότανε μ’ ό,τι άρπαζε κλεφτά και πεταχτά της Κούλας, κι έμενε πιστός κι υποταγμένος στη Μαριώ. Είχε δοσμένο κιόλα το λόγο του της Φρόσως.
Η Κούλα από το άλλο μέρος υποτάχτηκε στην ανάγκη κι αυτή. Κι αν άφηνε τον ξάδερφο να τη σιμώνει κοντύτερα παρ’ ότι στέκει σ’ έναν ξάδερφο, δεν το έκανε από κακή γυναικεία ορμή για ν’ απατήσει το Σακαρέλο, μα μόνο και μόνο για να εκδικηθεί την αδερφή της. Αν αποφάσισε μια στιγμή να παραιτήσει το Μάνθο, άμα παρουσιάστηκε ο Καραφωτιάς, δεν το έκαμε γιατί εκείνος δεν της άρεσε, μα μόνο και μόνο γιατί ο ξάδερφος είχε καλύτερα τον τρόπο για κορδέλες και καρφίτσες και γιατί, σα συγγενής που ήτανε, μπορούσε να μπαινοβγαίνει πιο εύκολα στην κούλια. Αφού όμως η Μαριώ το ’καμε ζήτημα παρηγορήθηκε με κείνο που είχε κι αυτή.
Ο Σακαρέλος κιόλας αν δεν είχε τον τρόπο του Καραφωτιά, στην ομορφάδα όμως και στη λεβεντιά δεν έμεινε διόλου πίσω. Το κορμί λαμπάδα, η μέση δαχτυλίδι, η φουστανέλα με σαράντα μάνες, τα τσαρούχια κεντητά, η σκάλτσα πάντα τέζα, τα μάτια καστανά, η όψη του σταράτη όπως κι η δική της, και το μουστάκι μαύρο και ψιλοστριμμένο. Ο σβέρκος μοναχά λίγο μακρύς, μα τόνε σκέπαζε μακρύτερη η χοντρή φούντα του φεσιού· με τόσο χου δεν τη φορούσε την παπαρούνα άλλος υπαξιωματικός. Έπειτα δα ο μακρύς λαιμός με το πεταχτό καρύδι του κάτω από το σαγόνι είναι το πιο σίγουρο σημάδι της καλής γενιάς από τα βουνά του βάλτου.
Κι ο Σακαρέλος ήταν από μια από τις πρώτες φαμελιές του Βάλτου, από τους Χαλκιοπούλους μέσα. Ο πατέρας του κλέφτης στον καιρό του, από τα πρώτα παλικάρια του Μαριόλη· ο αδερφός της μάνα του ληστής και κείνος με τον Κωνσταντέλο· ένας αδερφός του ξεμπέρδεψε ένα δήμαρχο, εχτρό της φαμελιάς, κι είναι ακόμα στου Μακρή, στο Μεσολόγγι. Μα ο Μάνθος δεν τους έμοιασε· είναι ήσυχος και φρόνιμος, φτάνει μόνο να μην τον πειράξει κανένας ή να μην του κοιτάξει την Κούλα, το βάσανό του, καθώς τη λέει του φίλου του Θόδωρου Μαυλή και πίνει στο βελούχι τον καφέ του, μισό φλιτζάνι δίχως ζάχαρη.
Ο Θόδωρος Μαυλής είναι ο μπιστεμένος φίλος του Μάνθου Σακαρέλου. Λοχίας κι αυτός, όμως λίγο νοιάζεται γι’ αγάπες. Του αρέσει καλύτερα το κρασί, μάλιστα σαν τον κερνούνε, γιατί αφού τον πήρε το όριο κι απελπίστηκε για το χρυσό γαλόνι, το ’βαλε να κάμει μικρό κομπόδεμα, ν’ ανοίξει κάνα μαγαζάκι σα φύγει απ’ το στρατό.
Στα νιάτα του δεν είχε μείνει κι αυτός αλάβωτος από τα μαύρα μάτια κι απ’ τα παιγνίδια τους δεν ήταν άμαθος. Ο Σακαρέλος ήξερε πως είχε πείρα σ’ αυτά τα πράματα και τον έβαλε να του πατήσει τη φιλενάδα.
Ο Θόδωρος Μαυλής λοιπόν έκαμε κάμποσες φορές της Κούλας γλυκά μάτια κι ένα βράδυ της πέταξε στο μπαλκόνι ένα τενεκεδένιο βραχιολάκι τυλιγμένο σ’ ένα παρδαλό μαντίλι με τον Κολοκοτρώνη σταμπαρισμένον καβαλάρη, αφού της το ’δειξε πρωτύτερα, το δειλινό, από το βελούχι.
Μα τη βρήκε την Κούλα να γελαστεί κι ο Σακαρέλος βρήκε κι έβαλε τον άνθρωπο να την πατήσει:
- Ένα μπεκρούλιακα και μ’ άσπρες τρίχες κιόλας στα μουστάκια!
Η Κούλα του τα πέταξε πάλι στα μούτρα και το άλλο βράδυ, που έσμιξε με το Σακαρέλο στις πατουλιές της ακροποταμιάς, του παραπονέθηκε για το φίλο του.
Ο Σακαρέλος έκαμε πως δεν το πίστεψε.
- Θαν τα ’ρρ’ ξι για τ' Μαριώ. Ισένανε δεν κουτάει να σι πράξ’ μουτ’ ου ίδιους ου Θιός, της είπε με παθητική φωνή.
- Έλα δα μην αγριεύ’ς· σι ξέρου που είσι παλικάρ’, γέλασε η Κούλα και τόνε χτύπησε χαδευτικά στο μάγουλο.
- Σα θέλις, δουκίμασι κι τήραξ’ άλλουν.
- Τι θα μ’ κάμ’ς; θα μι σκουτώ’ εις, θάρου, είπε η Κούλα.
- Για δουκίμασι κι βλέπ’ς, απάντησε ο λοχίας σοβαρά.
Η Κούλα ξαναγέλασε και τον αγκάλιασε, σα να ήθελε να δείξει πως την κολάκευε η άγρια αγάπη του καλού της.
Ο Σακαρέλος ξεσκοτείνιασε. Ησυχασμένος από το αποτέλεσμα της δοκιμής του Θόδωρου Μαυλή, δεν γκρίνιασε το βράδυ αυτό την αγαπητικιά με τις υποψίες που είχε, πως ο Καραφωτιάς δεν μπαινοβγαίνει στην κούλια μόνο για τη Μαριώ.
Το βοριαδάκι φυσούσε ψιλό από τις ράχες. Ο λοχίας είδε την Κούλα που ανατρίχιαζε, έστρωσε χάμω τη μισή καπότα και με την άλλη μισή σκέπασε και κείνη και τις πλάτες του.
Το σκοτάδι, που πύκνωνε ολοένα γύρω, σκέπασε και τους δυο περσότερο.
Στον ουρανό φανήκανε τα πρώτ’ αστέρια, μα κι οι δυο δεν τα προσέξανε. Η Κούλα είχε φροντίδα μεγαλύτερη για πράματα πιο γήινα. Ήθελε να μάθει αν ο συνάδερφος του Σακαρέλου Νώντας Σαματάς αποφάσισε στ’ αλήθεια να στεφανωθεί την Κατέρω του Μπρέσακου, αν ο Θύμιος Βασιλόπουλος ξέκοψε πράματις για πάντα από τη Βαγγελιώ, τη φιλενάδα της, αν ο Στέριος Μπουλοβίνας, που δεν ξαναφάνηκε τέσσαρες μέρες στο βελούχι, είναι τιμωρημένος και γιατί.
Οι φιλενάδες όλων αυτουνών ήτανε από τα κορίτσια, που συναζόντανε στον πύργο και περιμένανε να τους στείλει μήνυμα η Κούλα με τη μικρή ορφανή της πλύστρας.
Αν κι ο δικός της ο λοχίας θα την έπαιρνε κι αυτή, για τούτο είχε ρωτήσει άλλες βραδιές. Απόψε είχε στο νου άλλο κάτι πιο βιαστικό.
Το σκοτάδι πύκνωνε πάντα πιο πολύ, τ’ αστέρια ψηλά πληθαίνανε κι από την πλαγιά έκραζε τριζανιστά το γιδοβίζι. Και το ποτάμι βογκούσε αθώρητο εκεί κάπου.
- Πρώιμα έπιασε του κρύου, είπε άξαφνα η Κούλα, ύστερ’ από σύντομη σιγή, αφού έμαθε όσα ήθελε.
- Καιρός για δύου, απάντησε ο λοχίας.
- Δεν πάου π’θινά απόψι· θα μείνου δω ούλι νύχτα. Ζιστάθ’ κι του κόκαλό μ’ κάτ’ απ’ ’ν κάπα σ’.
- Σαν τ’ θέλεις, χάρ’σμά σ’.
- Του ξέρ’ς, δεν τ’ ν παίρνου κι κάνεις του γαλαντόμου, είπε η Κούλα: Να ’τανε τίπουτας άλλου!
- Λες πως έτσ’ του λέου; Πάρ’ νε κι φεύγα! είπε ο λοχίας και σηκώθηκε.
Η Κούλα έκαμε να τον κρατήσει.
- Έλ’ άσ’ τα χώρατα. Έλα κάτσι, θα κρυώ’ εις.
- Δεν είμι για να κάτσου· όπ’ κι αν είναι θα βαρέσ’ προυσκλητήριου.
- Έλα, σου ’πα, κάτσι κάτ’· κάτ’ έχου να σ’ που.
Αυτό το κάτι είχε μαντέψει ο Σακαρέλος και ζητούσε να ξεφύγει. Μα όπως έβλεπε κει την Κούλα τυλιγμένη ως απάνω με την κάπα του - τα μάγουλά της μόνο θαμποφέγγανε και τα μαλλιά της μαυρίζανε βαθύτερα στο σκοτάδι:
- Άι ουρή, πως έκανες για βλάχα! φώναξε, σα να του ξύπνησαν άξαφνα σβησμένες θύμησες κι έσκυψε και τη φίλησε σκασταριστά.
Η Κούλα τον αγκάλιασε:
- Δε σ’ αφήν’ απόψι· ιδώ θα ξιν’ χτύσουμι.
Και τον κάθισε κοντά της και τον ξανασκέπασε με την καπότα.
- Πώς σε κάνει ένα παλιόπραμα, ωρέ Σακαρέλο!, στοχαζότανε απελπισμένος με τον εαυτό του ο βαλτινός λοχίας. Δεν μπορούσε να βρει τη δύναμη να σηκωθεί.
Η Κούλα τον ξαναγκάλιασε:
- Η φουτιά μας λείπ’ μαναχά, μουρμούρισε.
- Κι κάστανα να ψήσουμι, γέλασε ο Σακαρέλος σαρκαστικά.
- Μάνθου, θα σ’ νε πάρου τ’ ν καπότα μι τα σουστά. Καθώς ζιστάθ’ κα δω απ’ κάτ’, δεν μπουρού να πάου αλλιώς στ’ ν κούλια.
- Κουρίτσ’ απάν’ στ’ βράσ’ σ’ κι να κρυώνεις! Δε ντρέπισι! είπε ο Σακαρέλος και την αγκάλιασε.
- Ας είχα κι γω ένα τέτοιου τσόλι απάνε μ’ κι ήγλεπις αν κρύουνα· μα μι του ψ’ λό του τα’ τάκι, μι του λιόμ’ αυτό!
Κι έφερε η Κούλα το χέρι του λοχία στην ψιλή μπερτίτσα, που τύλιγε τους ώμους της.
- Δεν έρχουμ’ άλλου βράδ’ να σι σμίξου δω, πρόστεσε κλαυτά.
- Γιατί δε φουρείς του σπαλέτου σ’; ρώτησε ο Σακαρέλος κι εννοούσε το σάλι του Θώμου Κρανιά, που έριχνε η Κούλα απάνω της τον περασμένο χειμώνα, όταν ερχόταν αποβραδίς στα πρώτα, τους ανταμώματα.
Η Κούλα δε θέλησε να του πει πως το έβαψε τώρα μαύρο η Φρόσω και τουλουπωνότανε μ’ αυτό, όταν έβγαινε στο βραδινό γύρο της στην πόλη.
Προτίμησε κι ήρθε ίσια στο ζήτημα:
- Θέλεις να κρυώνου, Μάνθου, ή να μην κρυώνου;
- Τι ρώτ’ μα είν’ αυτό;
- Σι ρουτάου, πες, τι θέλεις;
Ο λοχίας έμπλεξε:
- Να μην κρυώνεις, μουρμούρισε.
- Τότινες πάρι μ’ τρία τσικλιά κόκκινου γνέμα μάλλινου, να πλέξου νια μπιρτίτσα.
Ο λοχίας έπεσε στο δίχτυ.
- Θα μ’ τα πάρ’ ς ε; Θα μ’ τα φέρ’ ς αύριου; Σι καρτιρού πίσου στ’ φράχτ’ απουβραδίς.
Και κρεμάστηκε απάνω του.
'Ο Σακαρέλος κοίταξε άφωνος τα μάτια της, που λάμπανε στο σκοτάδι. Δεν ήτανε γραφτό να πάρει και τη δεκαμερία αυτή τις μεταξωτές καλτσοδέτες (με τ’ όνομά του κεντημένο σ’ αυτές ανάποδα) που παράγγειλε δω και δυο μήνες σ’ έναν καζάζη του τουρκομαχαλά.
- Αυτή η αγάπη θα με ρίξει στο γκρεμό, στοχαζόταν ο Σακαρέλος κι ήταν έτοιμος να πει το όχι.
Τσιγκούνης δεν ήταν αληθινά, όπως είχε τ’ όνομα κι όπως τον πίστευε κι η Κούλα. Μα οι πόροι του ήτανε μετρημένοι κι ο Μάνθος Σακαρέλος δεν εννοούσε να γυρεύει άδηλους τέτοιους, όσο κι αν οι συνάδερφοί του βρίσκανε την ψυχολογία του αυτή αταίριαστη με την πατροπαράδοτη του τόπου του.
Ο Σακαρέλος δεν ήθελε να είναι περήφανος και τσελεπής μόνο στη ντυμασιά, εννοούσε να είναι το ίδιο παστρικός και στα χέρια. Και την ώρ’ αυτή πάλευε με τον πειρασμό. Ένα πείσμα μέσα του ήθελε να κόψει την κακή συνήθεια, που είχε η Κούλα να ’ρχεται να τόνε σμίγει πάντα με μιαν απαίτηση.
Κάλλιο να μην ξαναρθείς να μ’ ανταμώσεις, γυρνούσε στη γλώσσα του να πει, μα τα μάτια του φιδιού, που του είχε ζώσει το λαιμό, τη δένανε· η πύρα του κορμιού, που άγγιζε το δικό του, κι η ιδέα πως αυτό κρυώνει του φέρναν ανατρίχιασμα θερμό κι αυτού και ζαλίζανε το νου του.
Κι έμενε άφωνος εκεί.
Μα ξάφνω ακουστήκανε κουδούνια πίσω τους, από την πλαγιά. Ήτανε κοπάδι γίδια, που ροβολούσε προς την ποταμιά. Σε λίγο πήδησε κι ο τράγος μπρος τους.
Αναγκαστήκανε να σηκωθούνε, να θυμηθούν πως τους περιμένουνε στο στρατώνα και στην κούλια.
Άμα προχώρησαν ένα διάστημα μαζί, όσο που φανήκανε τα φώτα από το κάστρο, η Κούλα στάθηκε:
- Άι στου στρατώνα συ· μην έρχισ’ απ’ τουν κουντό, μη ιδεί κανένας, είπε.
Κι αφού του ξαναθύμισε πως θα τον περιμένει αύριο βράδυ εκεί που του είπε, τον καλονύχτισε και πάει.
Ήτανε το βράδυ του Αϊ-Γιωργιού ανήμερα. Οι υπαξιωματικοί του κάστρου είχανε γενικό ζιαφέτι στο βελούχι του Φωτούλα Τυλιγάδα. Δυο τρεις τους είχαν τ’ όνομά τους κι όλοι μαζί κάνανε τραπέζι του νιοφερμένου συναδέλφου τους Αχιλλέα Σκαλτσογιώργου.
Ο Φωτούλας Τυλιγάδας έβαλε τα δυνατά του να τους ευχαριστήσει όσο μπορούσε καλύτερα. Αλάτισε μοναχός το αρνί, έπλεξε το κοκορέτσι και μάζεψε από τη κούλια κι από τη γειτονιά πιάτα και μαχαιροπίρονα.
Οι πρώην συνάδερφοό του θα προτιμούσανε λατσούδια, μα το βουνό ήτανε μακριά. Ένα γύρο οι κήποι είχανε μόνο τριαντάφυλλα. Η Μαριώ μάζεψε μιαν αγκαλιά κι άλλη μια η Κούλα, τα στείλανε με την ορφανή της πλύστρας του πατέρα και γυρέψανε να της στείλει κι ο Φωτούλας την κοιλιά του αρνιού. Μα δυο ευζώνοι, που γυρνούσανε το σουβλί από πίσω από την παράγκα, προλάβανε και την ψήσανε πρωτύτερα στα θράκια.
Ο Θόδωρος Μαυλής, που ήρθε να ρίξει μια ματιά, αν είναι όλα σε τάξη, πήρε κι αυτός ένα μεζέ κι ήπιε ένα τσίπουρο. Και το βράδυ, αφού οι υπαξιωματικοί πήρανε και δώσανε τη νυχτερινή αναφορά στους λόχους τους, μαζεύτηκαν όλοι γύρω από το μακρύ τραπέζι, που τους περίμενε στρωμένο κάτω από φρετζάτα του βελουχιού, αντίκρυ στα παράθυρα του πύργου.
Την προεδρία την πήρε ο Συμεών Καραφωτιάς. Ο Τυλιγάδας φρόντισε και του προμήθεψε έναν ταμπουρά, γιατί στα τέλια του μπουζουκιού του μπερδευόντανε τα δάχτυλα· δεν το συνήθισε. Ο μουσαφίρης Σκαλτσογιώργος κάθισε πλάι του, ο Μάνθος Σακαρέλος παραπέρα, αντικρινά στο Γιαννακό Πλαστάρα, που είχε καθίσει με την πλάτη γυρισμένη προς την κούλια· από τον καιρό που μάλωσε με τη Μαριώ δεν ξανασήκωσε ποτέ τα μάτια στα παράθυρά της.
Κατόπι πήρε θέση στη σειρά όλη η λεβεντιά του κάστρου κι ανάμεσό της ένας πολίτης φίλος τους με μια φυσαρμόνικα για να βαστά το μπάσο.
Τα δυο μπουζούκια του βελουχιού καθίσανε κοντά κοντά. Το ένα στα χέρια του Φωτούλα Τυλιγάδα, το άλλο στου Γιώργου Καραμπλιάκα από την Αντράνοβα. Το χωριό του, ονομαστό για τραγανά κεράσια και κορίτσια, δε φημίζεται για παιγνιδιάτορες, μα ο λοχίας Καραμπλιάκας έκαμε καιρό στην Καλαμάτα και κει ξεσκόλισε στο μπουζούκι.
Τα όργανα προσμένανε στην άκρη, όσο να φαγωθεί το αρνί και ν’ ανοίξει η διάθεση με τα ποτήρια, που αδειάζανε στην υγειά του ενός και του άλλου. Δεν άργησε και πρώτοι δώσανε το σημείο οι κλαψάρικοι τόνοι της φυσαρμόνικας.
«Τα λελούδια μαραμένα, τα φιλιά φαρμακωμένα», ταίριασε με το μινόρε της τη σκληρή και ξεγοφιάρικη φωνή του ο μοραΐτης επιλοχίας Ανάστος Παδελόπουλος.
Δεύτερη και τρίτη τον ακολουθήσανε και το τραγούδι απλώθηκε. Τα μπουζούκια θελήσανε να το συνοδέψουνε, μα η μπουργάνα του Φωτούλα Τυλιγάδα κάτι έπαθε και χαλούσε το ρυθμό.
- Ποιος διάτανους πήι κι του σκαντάλισι! Ιγώ του σ’ νάρ’ σα τ’ απέγιουμα, φουρκίστηκε ο Φωτούλας κι άρχισε να κουρδίζει το μπουζούκι του.
Το τραγούδι κόπηκε και μοναχή η φωνή του Γιαννακού Πλαστάρα αποτέλειωσε το γύρισμα:
Δώσ’ μου πίσω τα λελούδια,
δώσ’ μου πίσω τα φιλιά.
Είχαν ξυπνήσει μέσα του οι καημοί και ξεχάστηκε.
Τα ποτήρια ξαναδειάσαν, όσο έσιαχνε ο Φωτούλας το μπουζούκι.
- Έλα, Φωτούλα, πάρ’ το τώρα· μας γκάστρωσες, πρόσταξε ο Συμεών Καραφωτιάς.
Ο Τυλιγάδας, γελαστότερη ψυχή από τον παίχτη της φυσαρμόνικας, χτύπησε πιο περίχαρη χορδή, πιο ανοιχτόκαρδο σκοπό:
- Ούλες οι παπαρούνες, παπαρούνα μου, — αντιλάλησε η ψιλή, βραχνότρεμη φωνή του.
- Ούλες οι παπαρούνες με γέλια, με χαρές, βουίξαν όλοι μ’ ένα στόμα.
- Άιντε τσολιά μου! αλάλαξε ο Καραφωτιάς, σκαρταρίζοντας ψηλά στον αέρα τα τρία δάχτυλα.
Μπιμ! μπαμ!
- Νίλα θα γένει απόψε! ρεκάξανε άλλες φωνές.
Και το γλέντι μπήκε στο δρόμο του. Τα δυο μπουζούκια παλεύανε ποιο να περάσει το άλλο, οι φωνές ποια να πάει ψηλότερα και πότε γελούμενοι, αλαφροί, πότε βαριοί, παθητικοί ακολουθούσαν ένας τον άλλον οι σκοποί, όσο που ο επιλοχίας Καραφωτιάς έδωσε πάλι το σημείο στην αλλαγή του τόνου.
Τα δυο μπουζούκια πάψανε, όταν τον είδανε να πάρει στα χέρια του τον ταμπουρά κι όλοι σωπάσανε.
Ο επιλοχίας Καραφωτιάς ήταν τραγουδιστής με τ’ όνομα στα ευζωνικά. Ο σεβντάς του ήτανε τα κλέφτικα. Η ζωή, που πέρασε στα ρουμελιώτικα βουνά κυνηγώντας τους φυγόδικους, του πλούτισε την ανθολογία και του ταίριασε τη φωνή με το γαργάρισμα της βρύσης και τη λαλιά της πέρδικας, με τη βουή του ελατιού και την τζαμάρα του τσοπάνη. Όλα τούτα αντιλαλούσανε μ’ όλους τους αχούς τους στο μεστό και λαγαρό τραγούδι του και κοντά σ’ αυτά και πρώτ’ απ’ όλα έτρεμε στη φωνή του κι αναστέναζε ο καημός μιας λεβεντιάς, που χάνεται ολοέν’ από τα βουνά, η πίκρα για το χαμό και μαζί και κάποια ελπίδα μήπως ξανανθίσει. Η λαχτάρα της σα να ξεχείλισε και την ώρ’ αυτή κι άρχισε βαθιά, βαριά:
- Με γέλασε μια χαραυγή, ο αυγερινός κι η πούλια, και πήρα πλάγια ταϊβουνά.
Ο ταμπουράς μόνο συνόδευε στα χέρια του ίδιου επιλοχία κι οι φωνές από τη μισή παρέα ακολουθούσαν αργά και σιγαλινά, για να το σηκώσει έπειτα η άλλη μισή με τη φωνή του Τυλιγάδα απάνω απάνω.
Όπως όλοι οι ξακουστοί τραγουδιστάδες, ο Συμεών Καραφωτιάς δεν τέλειωνε ποτέ τραγούδι. Και τώρα ύστερ’ από τρία τέσσερα γυρίσματα το έκοψε στη μέση.
Και σώπασε κι η άλλη μεριά.
Ο καημός του επιλοχία Καραφωτιά ξάναψε όμοιους πόθους σ’ όλο το τραπέζι. Ο Φωτούλας Τυλιγάδας άδραξε πάλι το μπουζούκι.
Ο Γιαννακός Πλαστάρας βαλαντώθηκε και το τραγούδι του Κατσαντώνη απλώθηκε θλιμμένο και βαρύ.
Όμως η λάμψη του αγραφιώτη αρματολού ήταν παλιά και θαμπωμένη πια για το Φωτούλα Τυλιγάδα. Οι λαχτάρες του πετούσανε σε κοντινότερους καιρούς και στη φαντασία του σύχναζαν άλλες νωπότερες σκιές και δόξες, που γεμίσανε τον Έλυμπο και Κίσαβο, την Γκιόνα και τη Λιάκουρα, τον Μπούμπιστο και τη Βελίτσα.
- Εσείς, πουλιά του Γρεβενού, Τσίτσου κι Μήτσου μου, έσκισε τη νυχτιά η στριγκή λαλιά του πρώην λοχία.
Ο Τσιτσομήτσος ήτανε μια από εκείνες τις σκιές, που η γενιά του είχε νταραβέρια ζωντανότερα παρ’ ότι με τις δόξες του Βλαχάβα και του Κατσαντώνη, Στα νιάτα του τις κυνήγησε κι ο ίδιος στα βουνά κι έπλεξε γύρω τους κάποιο όμορφο όνειρο, που η τύχη το θέλησε να σβήσει έτσι σκληρά στη βρόμικη ποδιά του βελουχτζή εδώ στον όχτο του ακροπόταμου.
Τέτοιο όνειρο πλανεύει και τη λεβεντιά του κάστρου εκεί τριγύρω του. Όλοι έχουν τον ίδιο πόθο μαζί με τον Καραφωτιά, όλοι κλαιν ελπίδες που χάνουνται όσο πάνε. Γιατί ξέρουν πως οι σκιές, που ξύπνησε το τραγούδι του Φωτούλα Τυλιγάδα, δε γεμίσανε μόνο δόξα τα βουνά, δε στοιχειώσανε κάθε κορφή και ράχη και χωριό και χούνη, μα πλημμύρισαν και τους καφενέδες με χρυσά γαλόνια, στολίσανε τις στράτες με αστραφτερά σπαθιά και σκόρπισαν απόστρατους συνταξιούχους απ’ άκρη σ’ άκρη στα βουνά και στα χωριά.
Αργά, επίσημα, συγκρατητά κι απανωτά αντηχούνε τα τραγούδια του Σπανού, του Τάκη, του Ντελή, του Κάγκαλου, του Πατσαούρα. Καθένας έχει κι ένα χωριανό αρχιληστή να θυμηθεί και τα πουλιά ξορκίζονται να μη λαλήσουν, οι κούκοι και τ’ αηδόνια να βουβαθούν κι οι όμορφες να αλλάξουν τη Λαμπρή, γιατί τον έναν ήρωα σκοτώσανε, τον άλλον τον λαβώσανε, τον τρίτον πάνε να τον κρεμάσουν. Η φωνή του Φωτούλα βράχνιασε, ο Καραμπλιάκας άναψε με τ’ άλλο το λαλούμενο, ο Γιαννακός Πλαστάρας χούγιαξε πως δε ματάειδε τέτοιο πατιρντί, ο Ανάστος Παδελόπουλος μνημόνεψε κι αυτός το Λίγκο το λεβέντη κι έτσι ξεντρόπιασε το Μοριά μπροστά στους Ρουμελιώτες.
Μια δόξα μόνο δεν υμνήθηκε κι ένα όνομα δεν αναφέρθηκε· του Κωσταντέλου. Κάποιος, που το χωριό του ενεχότανε στο φόνο του, ήτανε στη συντροφιά και κανένας δεν είχε όρεξη να ξανάψει πατροπαράδοτες μνησικακίες στο βαλτινό λοχία. Ένας ήτανε φόβος μην το κάμει, ο νιόφερτος συνάδερφος, που ίσως δεν ήξερε πως ο αδερφός της μάνας του Σακαρέλου πήγε θράσος και κείνος μαζί με το μεγάλο ήρωα.
Μα τον Αχιλλέα Σκαλτσογιώργο δεν τόνε φλόγιζαν τέτοιοι πόθοι. Όταν ήρθε η σειρά του να τραγουδήσει γύρισε ξαφνικά το σκοπό.
- Θέλουν ν’ ανθίσουν τα κλαριά, βλάχα, βλαχούλα μου - άρχισε απαλά, σιγαλινά.
Όλοι σωπάσανε μεμιάς.
- Κι ο πάγος δεν τ’ αφήνει· θέλω και γω να σ’ αρνηθώ
- κι ο πόνος δε μ’ αφήνει, το πήρε άξαφνα ο Γιαννακός Πλαστάρας από το άλλο πλευρό.
Ο Καραφωτιάς έκαμε κίνημα να τον σωπάσει. Αν δε φοβότανε μην το πάρει σε κακό ο πρωτυτερινός αγαπητικός της αρρεβωνιαστικιάς του, θα του βούλωνε το στόμα με την απαλάμη.
Μα πρόλαβε άλλος και του ένεψε και σώπασε.
Κι ο Σκαλτσογιώργος ξαναπήρε μόνος το τραγούδι.
Τριγύρω τσιμουδιά· όλοι κρατήσανε και την αναπνοή.
Η φωνή του Σκαλτσογιώργου, συνοδεμένη μόνο από τα μπουζούκια ανέβηκε σιγαλά σιγαλά κι υψώθηκε βεργολίγερη, τρεμούλιασε απαλά και λύγισε, κελάρισε και τρίλισε σαν την λαλιά του κότσυφα, ξαναχαμήλωσε, τσακίστηκε, βράχνιασε και μουρμούρισε σαν παράπονο τρυγονιού, για ν’ ανέβει και να παιγνιδίσει πάλι σα γελαστό φλυάρημα γαλιάντρας, να ξαναπέσει και να ξανασηκωθεί, να παιγνιδίσει και ν’ αναστενάξει, όσο να σβήσει ψιθυριστά σαν ανατρίχιασμ’ αεριού στα φύλλα. Ο Συμεών Καραφωτιάς σήκωσε το ποτήρι:
- Γεια σου, ορέ Σκαλτσογιώργο, γεια σου! Όλοι ήπιανε στην υγεία του Σκαλτσογιώργου και σιωπή κράτησε μερικές στιγμές.
Αντίκρυ στο μπαλκόνι της κούλιας σα ν’ αναδεύτηκε ένας ίσκιος κι ο επιλοχίας Καραφωτιάς αλαφιάστηκε.
Ο Σακαρέλος δεν κουνήθηκε στο κάθισμά του. Στην άλλη άκρη του τραπεζιού η φυσαρμόνικα ξανάρχισε το κλάμα :
Εις φρικώδη μαύρη νύχτα,
εις σιγήν κοιμητηρίου,
άντικρυ νεκροταφείου
μουρμούριζε ο Ανάστος Παδελόπουλος την ίδια στιγμή που ο Καραφωτιάς κεντημένος από το τραγούδημα του Σκαλτσογιώργου άπλωνε το χέρι στον ταμπουρά.
Ο Παδελόπουλος είδε το κίνημα και σώπασε.
- Έλα, πάρε κανένα, του μουρμούρισε κι ο Σκαλτσογιώργος. Ο Καραφωτιάς ξανάπλωσε το χέρι. Μα η τρεκλιστή φωνή του Θόδωρου Μαυλή από την άλλη άκρη του τραπεζιού τον έκοψε ξανά.
- Το παιδί που με - το παιδί που με -, τραύλιζε ο τσακιρωμένος υπαξιωματικός και σκουντούσε τους μπουζουξήδες να τον ακολουθήσουν.
- Ας κάμ’ νε κι άλλοι του κέφ’ τς είπε ο Καραφωτιάς και σηκώθηκε ξάφνω αφήνοντας τον ταμπουρά στο κάθισμα.
- Αχά, πού πας; ρώτησε ο Σκαλτσογιώργος.
- Π’ θινά· θα γυρίσου άμεσους, είπε αδιάφορα ο επιλοχίας κι έφυγε.
Κανείς δεν τον πρόσεξε. Μονάχα ο Σκαλτσογιώργος και ο Σακαρέλος είδαν την φουστανέλα του, που άσπρισε μια στιγμή όξω στο δρόμο.
Ο Σακαρέλος είδε ακόμα πως χάθηκε κι ο ίσκιος από το μπαλκόνι της κούλιας και τη στιγμή αυτή δεν έμεινε ήσυχος στο κάθισμά του.
Το γλέντι άναψε τώρα στην αντίπερ’ άκρη του τραπεζιού. Κέντρο ήτανε εκεί ο Θόδωρος Μαυλής κι ο Φωτούλας Τυλιγάδας, που είχε την τέχνη να ταιριάζεται με όλους. Ένιωθε και τις λεβέντικες ορμές του Καραφωτιά και τις παράτροπες λιγάκι του Θόδωρου Μαυλή. Οι κακές γλώσσες λέγανε μάλιστα πως τις είχε κι αυτός στο αίμα του, μα σα γεροντοπαλίκαρο που έμεινε και σα βελουχτζής που ήταν, του τις συμπαθούσαν. Και τη στιγμή αυτή με το τραγούδι, που άρχισε ο Μαυλής, σα να ξαναβαλαντώθηκε.
Ο Αχιλλέας Σκαλτσογιώργος αηδίασε και βαρέθηκε να τους ακούει.
- Πού να πάει ο Καραφωτιάς; ρώτησε το Σακαρέλο.
- Θα πάει για φ’ λί, πετάχτηκε από αντικρινά ο Κώτσος Παπαδημούλης, που άκουσε το ρώτημα.
Ο Σακαρέλος δεν κουνήθηκε, δε μίλησε. Ο Σκαλτσογιώργος λάγγεψε:
- Τι στο δρόμο το π’ λιούν εδώ το φ’ λί; ξαναείπε του Σακαρέλου χαμογελώντας.
Ο Σακαρέλος έκαμε πάλι πως δεν άκουσε.
- Γεια σ’, ορέ Μάνθο! Τα ’ρρ’ ξες κιόλας, νύσταξες! του φώναξε ο Γιαννακός Πλαστάρας κι άπλωσε το ποτήρι.
Ο Σακαρέλος πήρε το δικό του, τσούγγρισε μαζί του και το άδειασε χωρίς να βγάλει λόγο.
- Κάτι θέλει να μου πει, τραύλιζε ολοένα ο Θόδωρος Μαυλής στην κάτω άκρη.
- Στον μπαξέ θέλει να πάμε να γλεντήσουμε μαζί, συμπλήρωσε ο Γιαννακός Πλαστάρας και γύρισε κείθε χτυπώντας το ρυθμό με τις απαλάμες.
- Αν είναι κείν’ η στρουμπ’λούλα, που είδα δω καρσί το δειλινό, χαλάλι τ’! μουρμούρισε του Σακαρέλου ο Σκαλτσογιώργος, χωρίς να λάβει πάλι απόκριση.
Ο Σακαρέλος ξανάδειασε το ποτήρι του μια δυο φορές αλλάζοντας με τους πλαγινούς του ομιλίες αδιάφορες. Δεν είχε τραγουδήσει όλο το βράδυ· ακολουθούσε μόνο τους άλλους μουρμουριστά. Δεν ήταν τραγουδιστής και δεν του άρεσε να καταπιάνεται με ό,τι δεν μπορούσε να το βγάλει πέρα.
Ο Καραφωτιάς δεν άργησε να γυρίσει. Όσοι τον είδαν κάμανε πως δεν τον πρόσεξαν. Κανένας δεν τον ρώτησε πού ήταν. Ο Σκαλτσογιώργος μόνο σφύριξε χαμογελώντας στο αυτί:
- Φάνηκε απόξω κανένας νταλματίας;
Ο επιλοχίας δε μίλησε.
- Τόνε λιτάρωσες καλά: τον παράδωσες στ’ ν υπομεραρχία; Ο Σκαλτσογιώργος είδε πως ο ανώτερός του δεν είχε όρεξη για χωρατά και σώπασε.
Μα η διάθεση δεν ξαναήρθε στο απάνω μέρος του τραπεζιού. Ο Καραφωτιάς δεν ξανάπλωσε το χέρι στον ταμπουρά, ο Σκαλτσογιώργος δεν ξανατραγούδησε.
Κοντεύανε μεσάνυχτα. Άδεια διανυκτερεύσεως δεν είχαν όλοι τους κι ήταν καιρός να το χαλάσουν. Αδειάσανε τελευταία φορά τα ποτήρια τους κάτω από το βραχνό τραγούδι του Μαυλή και σηκωθήκανε και πήραν το δρόμο του κάστρου.
Μονάχα ο Γιαννακός Πλαστάρας κι ο Μάνθος Σακαρέλος δεν είχαν όρεξη για ύπνο. Χωρίς να πούνε τίποτε στους άλλους, κοντοσταθήκανε και κάμανε κατά την πόλη. Η Κατινίτσα η Σμυρνιά χόρευε με το καφέ αμάν σ’ έναν από τους καφενέδες της πλατείας και τράβηξαν εκεί να ξεθυμάνουν τη βαριά καρδιά.
Όσο βαστούσε το γλέντι στο βελούχι, δεν μπορούσε να ησυχάσει αντίκρυ κι η κούλια. Πρι να καθίσουν οι υπαξιωματικοί στο τραπέζι, ο επιλοχίας Καραφωτιάς νοιάστηκε να στείλει στις ξαδέρφες το σβέρκο του αρνιού, δυο τρία ψαχνά κομμάτια και μια μισοκάρικη μπουκάλα κρασί. Κι έτσι μπορούσανε ν’ ακολουθούν κι αυτές το γλέντι με καλύτερη διάθεση.
Η Κούλα πήρε την καρέκλα της και βγήκε στο μπαλκόνι, η Μαριώ κάθισε στο παράθυρο της άλλης κάμαρας κι η Φρόσω, μην έχοντας κανένα λόγο ν’ αγρυπνά, έπεσε και κοιμήθηκε.
Ο Καραφωτιάς από το μέρος που καθόταν είδε και γνώρισε μόνο τον ίσκιο, που παραφύλαγε όλη την ώρα στο μπαλκόνι. Το κεφάλι της Μαριώς δεν μπόρεσε να το ξεχωρίσει στο σκοτεινό παράθυρο ούτε αυτός ούτε ο Σακαρέλος που καθότανε κατάντικρυ. Κι ο Καραφωτιάς νόμισε πως η αρραβωνιαστικιά του είχε κοιμηθεί. Αλλιώς δε θα τραβούσε προς τον πύργο, άμα έφυγε από το γλέντι για λίγες στιγμές.
Μόλις όμως προχώρησε προς την αυλόπορτα, η Μαριώ τον ξάφνισε μισοανοίγοντάς την:
- Καλησπέρ’, έλ’ απού μέσα.
Ο επιλοχίας δεν πρόφτασε να μπει, όταν από το βάθος της αυλής παρουσιάστηκε τρεχάτη η Κούλα. Νομίζοντας κι αυτή πως η Μαριώ κοιμήθηκε στην άλλη κάμαρα, σαν είδε στο δρόμο πως ο ίσκιος του ξαδέρφου έκαμε κατά τον πύργο έτρεξε σιγαλά, ξυπόλυτη, νυχοπατώντας μην ξυπνήσει τη Μαριώ και πήδησε αλαφρά τη σκάλα.
Κι οι τρεις βρεθήκανε ξαφνισμένοι κι απογοητευμένοι πίσω από την αυλόπορτα.
- Συμεών, ποιος ήτανε π’ τραγούδ’σι τ’ βλάχα; ρώτησε η Κούλα σιγαλινά, σιμώνοντας τον Καραφωτιά.
- Ο Σακαρέλος, της απάντησε απότομα ο Καραφωτιάς, σα να ξέσπασε μ’ αυτό τη φούρκα του.
Η Κούλα του έδωσε μιαν ανάποδη στο στόμα.
- Να σε μάθω γω πως βαρούν, αγρίεψε ο ξάδερφος, και της άδραξε με ένα χέρι τα δικά της χέρια, ενώ με το άλλο της έπιασε σφιχτά το αυτί, στριμώχνοντάς την προς τον τοίχο:
- Τώρα τι θέλεις να σ’ κάμω;
Η Κούλα πόνεσε και φώναξε βραχνά.
- Ντόσα, σκασμός! – Έλ’ άφσ’ τ’ νε, Συμεών, τ’ ν τουρλακίδα· θα ν’ αϊκούσ’νε στου βιλούχι, μουρμούρισε πνιχτά η Μαριώ.
- Του λες του ράι είτ’ όχι; ξακολούθησε ο επιλοχίας, δίχως να προσέχει τη Μαριώ.
Της ξαπόλυσε κάπως το αυτί και την έσφιξε δυνατότερα στον τοίχο.
Η Κούλα γελούσε, σα να ήταν ευχαριστημένη στα δεσμά του ξάδερφου. Δεν είχε φόβο να της τριφτεί στον τοίχο το καλό το φόρεμα, που φορούσε το δειλινό στον περίπατο της ακροποταμιάς. Το είχε ξεγδυθεί αποβραδίς κι έμεινε με το μεσοφόρι και την παλιά της πόλκα, που καθώς την έσφιγγε στον τοίχο ο ξάδερφος, άνοιξε μπροστά στην τραχηλιά.
Ο Καραφωτιάς κόντευε να λησμονήσει πως έστεκε η Μαριώ στο πλάι. Μα κι η Μαριώ έχασε την υπομονή.
- Ας’ τ’ νε, σούπα, τ’ στρίγλα να χαθεί. Θα ξυπνήσ’ η γειτουνιά, είπε και θυμωμένη έπιασε τα χέρια του αρρεβωνιαστικού και τον τράβηξε από την αδερφή.
- Ας έχεις χάρ’ τς Μαριώς, είπε τέλος κι ο επιλοχίας απελπισμένα και την απόλυσε.
- Μα σα θέλεις, ξανασ’κώνεις χέρ’ πρόστεσε και γύρισε προς τη Μαριώ.
Η Μαριώ ήταν ακόμα με το ημερινό της λούσο και καθώς έκαμε ο επιλοχίας να την παρηγορήσει κι αυτή μ’ εν’ αγκάλιασμα, το χέρι του σκόνταψε απάνω στο τορνούρι της.
- Δεν το ’βγαλες ακόμα το σαμάρ’; Σκιάζουμι θα κοιμάσι κιόλας μι δαύτο, είπε αποφουρκισμένος ολότελα.
Η Κούλα γέλασε κι η Μαριώ δάγκασε τα χείλια.
Μέσα στο θαμπόφωτο της νύχτας ο επιλοχίας μόλις ξεχώριζε την όψη της. Εκείνο που έβλεπε καθαρά ήταν η μακριά της μύτη, χαραχτηριστικό σημάδι της γενιάς του Κρανιά, που η Κούλα μοιάζοντας περσότερο της μάνας της δεν το είχε.
Πολλές φορές η μύτη αυτή χάλασε τη διάθεση του επιλοχία, απόψε όμως καθώς την έβλεπε από το πλάι να σκίζει το σκοτάδι με το τόξο της, του έκοψε ολότελα κάθε όρεξη.
Στην άκρη στο πεζούλι παραπέρα είχε καθίσει η Κούλα και κουνούσε τις γυμνές αρίδες της χαμογελώντας του σαν περιπαιχτικά.
Ο Καραφωτιάς ένοιωσε να τον αφήνει κάθε δύναμη:
— Άιστε, κοιμ’ θείτε τώρα, μουρμούρισε και γύρισε προς την αυλόπορτα.
Η Μαριώ έμεινε σαν αποκαρωμένη.
΄-Συμεών, πες μ’ καημένε, ποιος τραγούδ’ σι τ’ βλάχα; έτρεξε η Κούλα κατόπι του.
Μα ο Συμεών δε γύρισε μήτε να κοιτάξει.
- Ποιος ήταν που τραγούδησε τη βλάχα; συλλογιζόταν όλη νύχτα η Κούλα στριφογυρίζοντας στο στρώμα της.
- Ποιος ήταν που τραγούδησε;
Τον έβαζε στο νου της, τον μάντευε, ήτανε βέβαιη σχεδόν, ωστόσο ήθελε να μάθει τ’ όνομά του.
Ο νιόφερτος λοχίας, ο μελαψός και μαυρομούστακος, με το κορμί το λίγο έγκωμο το ζουνάρι το κρεμαστό μαριόλικα και τη φέρμελη την κεντισμένη ιδιότροπα δεν της ξέφυγε τη ματιά το απόγεμα, που ήρθε στο βελούχι. Καθόταν όμως στο ίδιο τραπέζι κι ο Μαυλής κι έτσι δεν έλαβε καιρό να τον περιεργαστεί καλύτερα. Και κείνος την πρόσεξε στο μπαλκόνι και στύλωσε απάνω της τα μάτια, μα η Κούλα έδωσε τόπο της οργής και κρύφτηκε μέσα, από φόβο μην ο Μαυλής το πει του Σακαρέλου.
- Δίχως άλλο εκείνος θα τραγούδησε. Τις άλλες τις φωνές τις ξέρει, τις γνωρίζει όλες.
- Μα ποιος να ’ναι τάχ’ αυτός; Πότε ήρθε και πούθε ήρθε; Είναι περαστικός, ή μετατέθηκε στο τάγμα;
- Δεν πάει στο καλό· τι με νοιάζει όποιος και να ’ναι! ξαναλέει μέσα της, κλείνει τα μάτια και ζητά να κοιμηθεί.
- Το χέρι σου το παχουλό και το -, σα ν’ αντηχεί όμως ακόμα η άγνωρη φωνή κι η Κούλα αναταράζεται και ξανανοίγει τα μάτια.
Θυμώνει με τον εαυτό της. Τι τη μέλει αυτή; Δεν πάει να ’ναι όποιος θέλει ο ξένος ο λοχίας! Μήπως δεν έχει αυτή το Μάνθο της, μήπως δεν είναι και κείνος λεβέντης κι όμορφος; Πως δεν τραγουδά θα πεις. Πως η φωνή του μήτε ακούστηκε απόψε στο βελούχι. Και τι με τούτο; Αυτή δεν τον αγάπησε για τη φωνή. Αυτός δεν είναι λόγος να… Μαζί του δεν έχει κανένα παράπονο. Δεν της κάνει ό,τι του γυρέψει, δεν της φέρνει ό,τι της χρειάζεται; Πλούσια δεν είν’ αυτά, πολλά κι ακριβά δεν είναι. Μα τι να τον κάμ' η Μαριώ τον ξάδερφο, που της φέρνει πιο πολλά, μα την ίδια ώρα κοιτάζει να τη βουλώσει μπροστά στα μάπα της! Ο Μάνθος μήτε σηκώνει μάτι σ’ άλλη.
Κι η Κούλα ξανακλείνει τα μάτια.
Μα ο ύπνος δε θέλει να ’ρθει. Τι έπαθε; τι της ήρθε; Σε καλό της απόψε! Να πάρ’ η αμαρτία κι αυτούς τους ψύλλους, που θεριέψανε με την άνοιξη. Αύριο πρωί θα σφουγγαρίσει όλη την κούλια από άκρη σ’ άκρη. Δε βαστιέται το κακό τους.
Ξανάκλεισε τα μάτια.
Τέτοιο τραγούδημα όμως δεν ξανάκουσε. Το σκέπασε το αηδόνι που κελαδούσε στα λιοστάσια. Και τι αλλιώτικα κεντίδια που είχε η φέρμελη του, τι καλοΐσκιωτος! Έχει και μιαν ελιά στο μάγουλο, αν δε γελάστηκε. Την κοίταξε κατάματα.
Δεν είν’ άλλος| αυτός τραγούδησε. Κι ο Καραφωτιάς πειράχτηκε, που τόνε ρώτησε ποιος τραγούδησε τη βλάχα. Ζήλεψε μονομιάς. Άλλος πάλε και τούτος! Σα να φταίει αυτή που εκείνος τρέμει τη Μαριώ, σα να φταίει αυτή που η Μαριώ την πρόλαβε απόψε στην αυλόπορτα. Είδες η βρόμα το μυρίστηκε. Ήτανε για να μη — για να μη μάθει ποιος τραγούδησε. - Η Κούλα τρόμαξε ν’ αποκοιμηθεί.
Οι ψύλλοι στην άλλη κάμαρα δεν αφήνανε πιο ήσυχη και τη Μαριώ. Κι αυτή ήτανε σκασμένη, που κατέβηκε η αδερφή και την εμπόδισε, κι αγριεμένη πιότερο με τον τρόπο που έφυγε ο αρρεβωνιαστικός. Δεν βλέπει την ώρα, πότε να ξημερώσει να τόνε βρει και να τον μάθει πως φέρνουνται, μπροστά στην Κούλα κιόλας.
Ακούς εκεί να της πει πως κοιμάται με το τορνούρι!
Κι η σουσουράδα η άλλη γέλασε! Ας φέξει ο Θεός την ήμερα μοναχά κι απέ ακούει κι αυτή όσα της πρέπουν.
Τη νύχτα δε θέλησε η Μαριώ να κάμει φασαρία, μην ακούσουν από το βελούχι. Μόλις όμως χάραξε, πετάχτηκε, κι η Κούλα, που ότι μέστωνε τέλος στον ύπνο, ξαφνίστηκε από ένα τράβηγμα γερό, που ένιωσε στο πόδι.
Η Μαριώ μισόγυμνη, με τα μαλλιά ξέπλεκα, με τα μάτια πεταχτά όξω από την αγρύπνια, αφτιασίδωτη και κουρελιάρα στεκότανε μπροστά της:
- Μ’ μουσκουκιμάσ’ ακόμα! Τήρα ξιγνοιασά. Πάει η ώρα γιόμα!
Η Κούλα μόλις την ξεχώριζε στο θάμπωμα της χαραυγής. Παράξενο, η σουβλερή μύτη τη φόβισε κι αυτή. Μια στιγμή νόμισε πως είχε μπροστά της κάποια στρίγγλα, που έβγαινε από τη σπηλιά της. Έτριψε τα μάτια κι έκαμε να ξυστεί.
- Θα σ’ κουθείς, μουρή, ή όχι, σου ’πα; φώναξε η Μαριώ.
- Άι να χαθείς, μι τρόμαξις, μουρμούρισε η Κούλα και ξαπλώθηκε πάλι.
- Τρουμασμένη! Ακούς ικεί, τς χάλασανε τουν ύπνου!
Η Κούλα ξανάκλεισε τα μάτια.
- Τήρα τ’ βρόμα, δεν αϊκούει!
Κι η Μαριώ την κλώτσησε στο πλευρό.
- Φεύγα, σου ’πα, ξιφουρτώσου μι· ξύπνησες μ’ όρεξ’ θαμπά θαμπά, μουρμούρισε η Κούλα.
- Θαμπά θαμπά... βέβαια. Ιψές μόκατσες ως τα μεσάνυχτα. Τ’ αστόησις πως έχις να κουφ’ νιάεις σήμιρα! έδωσε δεύτερη, τρίτη κλωτσιά η Μαριώ.
Η Κούλα ξαναμουρμούρισε κάτι και μισοσηκώθηκε.
- Τι είπις; δεν έχεις να κουφ’ νιάεις;
- Όχι, δεν κουφ’ νιάζου!
- Θα κουφ’ νιάεις κι θα σκάεις!
Κι οι αδερφές αδραχτήκανε.
Η Φρόσω, που ξύπνησε από την ταραχή, τις βρήκε να κυλιούνται μαλλοπιασμένες στο πάτωμα. Η Κούλα έβριζε κι έσπρωχνε μονάχα. Σα μικρότερη, δε σήκωνε το χέρι να χτυπήσει.
Η Φρόσω είδε κι έλαβε όσο να τις χωρίσει.
Άμα βγήκε ο ήλιος, βρήκε την Κούλα σκυμμένη στη σκάφη. Έγινε το θέλημα της Μαριώς· έπρεπε να βρέξει τα ρούχα και να τα ρίξει στην μπουγάδα. Οι χοντροδουλιές του πύργου είχανε πέσει όλες στην Κούλα και στην ορφανή της πλύστρας του πατέρα. Δεν έφτανε μόνο να τις κάνουν, έπρεπε κιόλας να τις κάνουν όπως κι όποτε ήθελε η Μαριώ.
Η Κούλα έτριβε στη σκάφη με τα μάτια κλαμένα. Δεν είχε πώς αλλιώς να ξεθυμάνει. Με τον καυγά και με την ταραχή λησμόνησε μια στιγμή και το νιόφερτο λοχία και το ζουνάρι του και την ελιά στο μάγουλο και το τραγούδημα της νύχτας. Από την αϋπνιά ήτανε και το κεφάλι της βαρύ, ο αέρας της αυγής ψυχρός, το νερό της σκάφης κρύο, η γης, όπου πατούσαν οι φτέρνες της, κρύα κι αυτή. Η καρδιά της ανατρίχιαζε· Όλη η λαχτάρα, που τη γέμιζε ψες τη νύχτα στο μπαλκόνι, είχε σβηστεί και ξεχαστεί με την τραχιά καθημερινή ζωή, που ξανάρχιζε σήμερα πριν καλοφωτίσει ακόμα η μέρα.
Μα όταν έδωσε ο ήλιος κι ο αέρας πήρε να ζεσταίνει, όταν αρχίσανε ν’ ανάβουνε τα μπράτσα με το τρίψιμο στη σκάφη και το αίμα κυκλόφερε ξανά, πήρε να ζεσταίνει κι η ψυχή και τ’ αυτιά ν’ ακούνε τα πουλιά, που κελαδούσανε στη μελικοκκιά.
Σιγά σιγά ήρθε πια η καρδιά στον τόπο της κι έτρεμε τώρα πότε ν’ ακούσει τη σάλπιγγα, που θα έλυνε την αναφορά στο κάστρο και θ’ άφηνε λεύτερους τους υπαξιωματικούς να ’ρθουνε στο βελούχι.
Τέλος την άκουσε κι αφού περίμενε όση ώρα λογάριαζε πως θα τους χρειαζότανε να φτάσουν, άφησε την πλύση κι ανέβηκε στον πύργο.
Κοίταξε από το παράθυρο· άδειο ακόμα το βελούχι· ο νοικιαστής του φόρου καθότανε σ’ ένα τραπέζι μοναχός.
Κατέβηκε πάλι στη σκάφη της, για να ξανανεβεί σε λίγο.
Τώρα είδε τέσσερους υπαξιωματικούς. Εκείνος όμως δεν ήταν. Ποιος εκείνος; Ο Μάνθος ή ο άγνωστος λοχίας;
Η Κούλα δεν ήξερε κι αυτή ποιον γύρευε το μάτι της.
Κατέβηκε πάλι στη δουλειά της. Όσο ν’ αποστρώσει την μπουγάδα, ξανανέβηκε δυο τρεις φορές μ’ όλο το φόβο που είχε ν’ απαντηθεί με τη Μαριώ και να ξαναπιαστούνε, γιατί αφήνει τη δουλειά της. Μα του κάκου· εκείνος δεν ήρθε ακόμα.
Άμα σκέπασε τα ρούχα με το σταχτοπάνι κι άδειασε απάνω και τον τελευταίον τενεκέ την αλισίβα, η καρδιά της ανάσανε. Μπορούσε τώρα να τρέξει απάνω δίχως έννοια.
Δρασκέλησε τη σκάλα πηδηχτά. Είχε ξεχάσει όλη την πρωινή της λύπη κι έτρεχε σα να έτρεχε στην αγκαλιά του. Νάτος τώρα, ήταν καθισμένος στο βελούχι.
Η Κούλα έκαμε να χυμήσει στο μπαλκόνι, μα έπεσε η ματιά της στα βρεμένα ρούχα, που φορούσε, και σταμάτησε.
Η κάμαρα, όπου ήταν η Κούλα, είχε το μπαλκόνι μοναχό άνοιγμα προς το βελούχι· στη διπλανή, που είχε προς τα εκεί παράθυρα, καθόταν κι έραβε η Μαριώ. Κι η Κούλα δεν ήθελε ν’ απαντηθεί μαζί της. Γλήγορα γλήγορα πέρασε το φουστάνι της, ποδέθηκε και βγήκε στο μπαλκόνι.
Τα μάτια του πέσανε, καρφώθηκαν αμέσως απάνω της κι ήταν έτοιμη κι αυτή να του χαμογελάσει, μα η ματιά του Θόδωρου Μαυλή, που καθόταν πάλι κοντά του, την έκοψε.
- Γιατί; γιατί; είπε μέσα της χωρίς να το καταλάβει. Γι’ αυτόν λοιπόν λαχτάριζε η καρδιά της όλη την αυγή κάτω στην αυλή που έπλενε; Για να ’ρθει να δει αυτόν βιαζότανε πότε να ρίξει την μπουγάδα;
Σ’ ένα τραπέζι του βελουχιού καθόταν ο Αχιλλέας Σκαλτσογιώργος και μόλις αντίκρισε κι αυτός την Κούλα, που παρουσιάστηκε στο μπαλκόνι ξαναμμένη και ροδοκόκκινη, του κόπηκε η μιλιά και στύλωσε κει τα μάτια.
Ο Θόδωρος Μαυλής τον είδε και κοίταξε και κείνος στο μπαλκόνι.
Η Κούλα τρόμαξε και θύμωσε.
- Εκεί που βρέθηκε κι αυτός! Σα να μη μας φτάνει ο άλλος μοναχός, έχουμε και τούτον το μεθύστακα. Ζωή κι αυτή να μην έχει κανένας το λεύτερο να κάνει ό,τι τ’ αρέσει.
Φουρκισμένη, μπήκε μέσα και κάθισε στον καναπέ. Η καρδιά της έτρεμε. Το κορμί έκαιγε όλο. Κουρασμένη από τη δουλειά, κομμένη από την αϋπνιά, ένιωθε να της πονούν όλα τα μέλη. Το κεφάλι της βούιζε, τα χέρια και τα πόδια της ήτανε φωτιά.
Ξαπλώθηκε, άνοιξε τα στήθη κι ήθελε να κλάψει. Η Μαριώ άνοιξε την πόρτα, κοίταξε μέσα μια στιγμή, μα την έκλεισε πάλι κι έφυγε, χωρίς να πει λόγο.
Δεν έκανε πως έλεγε!
Η Κούλα αυτό ήθελε, φωνές να ξεθυμάνει.
- Δε βαστιέται άλλο αυτή η ζωή!
Έκλεισε τα μάτια και δοκίμασε να κοιμηθεί. Μα ξαφνικά ένα γέλιο ακούστηκε σκαρταριστό από κάτω, από το βελούχι.
Η Κούλα το άκουσε πρώτη φορά· κανένας από τους υπαξιωματικούς του κάστρου δε γελούσε τόσο ξάστερα και γκαρδιακά. Αν τ’ άκουγε η Φρόσω, θα ’λεγε πως ξύπνησε ο πατέρας από το λάκκο του. Είναι δίχως άλλο το δικό του και την καλεί να βγει όξω στο μπαλκόνι.
Η Κούλα δεν μπόρεσε να κρατηθεί. Πετάχτηκε από τον καναπέ:
- Όχι ο Μαυλής, μα κι ο Μάνθος ο ίδιος να ’ναι όξω, εγώ θα βγω. Δεν έχω να δώσω λόγο σε κανέναν.
Και κούμπωσε τα στήθη ρίχνοντας μαζί το μάτι στον καθρέφτη.
Τα κατακόκκινά της μάγουλα τη φοβίσανε, μα όταν κοίταξε μέσα καλύτερα είδε πως ήταν ομορφότερη έτσι. Τόσο όμορφη, όσο ποτέ.
- Και να χαθεί θαμμένη μες την κούλια του Σουλιώτη! Ο νους της άναψε:
- Όχι! Θα βγω όξω κι ας χαλάσει ο κόσμος!
Και βγήκε.
Ο Θόδωρος Μαυλής δεν καθόταν πια κοντά στο Σκαλτσογιώργο.
Τούτος άμα την είδε, της χαμογέλασε.
Η Κούλα του χαμογέλασε κι αυτή και μπήκε μέσα.
- Τι να του κάμω; Δε φταίω γω· Ποιος του ’πε να μην τραγουδά έτσι καλόφωνα κι αυτός, ποιος του ’πε να κλείσει εψές τη νύχτα το στόμα του, να βουβαθεί! Όλοι ακουστήκαν, ολωνών άνοιξε η καρδιά. Το δικό του αχείλι δεν έβγαλε ούτε τσιμουδιά. Αν δεν τον έβλεπα να κάθεται καρσί, θα ’λεγα πως δεν ήτανε στο τραπέζι. Οληνώρ’ ακούνητος, αμίλητος, σκουντουφλιασμένος, μαραζάρης, άγριος κι υποψιάρης μ’ όλους και με μένα· μην κοιτάξω πουθενά όπου δεν είν’ αυτός, μην πάω πουθενά δίχως να τον ρωτήσω, μη λαθευτώ και κάμω τίποτες που δεν τ’ αρέσει. Όποιος μπαίνει στην κούλια, έρχεται για μένα· μ’ όποιονε με δει να κουβεντιάζω, βάζει κακό στο νου του. Μαύρη ζωή θα κάμω με τέτοιον άνθρωπο - στοχάζεται η Κούλα σκυμμένη πάλι στη σκάφη το απομεσήμερο και βιάζεται να ξεμπερδέψει και ν’ ανεβεί να βγει στο παράθυρο.
Ο Μάνθος Σακαρέλος είναι νικημένος πια από το νιόφερτο λοχία. Ποιος είναι, ποιο είναι τ’ όνομά του και το σόι, δεν το ξέρει ακόμα. Η ντυμασιά του δείχνει πως δεν είναι της αράδας. Το ίδιο και το φέρισμό του. Όχι, δεν είναι όποιος όποιος.
Τα δεσμά, που γύρευε να της βάλει πάντα ο Σακαρέλος, βρήκαν την περίσταση να σπάσουν και το μόνο που την ανησυχεί είναι πώς να του φερθεί, άμα θα τόνε δει σε λίγο, πως θα τα βγάλει πέρα με την μπλεξιά, που θα κάμει και με τους δυο.
Γιατί, να κόψει μια και καλή με το Σακαρέλο, μήτε είναι δυνατό, μήτε θέλει κιόλα να το κάμει πριν να μάθει πιο πολλά για το νιοφερμένο, να βεβαιωθεί πως θα μείνει εδώ και να σιγουρευτεί δα κάπως και για το σκοπό του. Πως έχει τη διάθεση να πιάσει φιλία μαζί της, το μισοκατάλαβε από χτες, που τον είδε να ρίξει τις πρώτες ματιές στο μπαλκόνι· βάζει ακόμα στοίχημα πως επίτηδες γι’ αυτή τραγούδησε ψες το βράδυ τη βλάχα. Και σήμερα, όπως κοίταξε, δεν της άφησε πια δισταγμό. Μα ο Μάνθος τι θα κάμει, σαν το μυριστεί; Δεν είναι από κείνους, που μπορεί να τους ξεφορτωθεί κανένας εύκολα. Της το ξέκοψε πως δεν έχει γλυτωμό κι αυτή και κείνος που θα την κοιτάξει.
Αυτή η ανησυχία τη βασανίζει κι ύστερα το απόβραδο, όταν κάθισε στο παράθυρο κι αλλάζει κρυφές ματιές με τον Αχιλλέα Σκαλτσογιώργο, που ήρθε και κάθισε μοναχός σ’ ένα τραπέζι αντίκρυ.
Κουρασμένη από την πλύση, καθώς ήτανε, βαρέθηκε να συγυριστεί και να βγει όξω στο μπαλκόνι. Το βρήκε κιόλας πιο στρατηγικό να μείνει μισοκρυμμένη στο παράθυρο πίσω από το μπερντεδάκι· κι από το φόβο μην την πιτύχει ο Σακαρέλος ξαφνικά και με το στοχασμό πως είναι καλύτερα για την αγάπη, ν’ αρχίζει σιγαλά και κρύφια.
Όμως κάτι μέσα της δεν την αφήνει να μην αιστάνεται και κάποιο βάρος με κάθε ματιά που ρίχνει του καινούριου φίλου. Αγάπη ενός χρονού και παραπάνω δε σβήνει σε μια μέρα. Έπειτα έρχουνται και τα καλά του βαλτινού λοχία και την κάνουνε να μετανιώσει μια στιγμή. Αν έβγαινε μπροστά της την ώρ’ αυτή, δεν ξέρει κι η ίδια αν δε θα ’στελνε στο καλό τον άγνωστο και δε θα χυνότανε μ’ όλη την παλιά λαχτάρα στον παλιό φίλο.
Παράπονο δεν μπορεί να ’χει κιόλας από το Σακαρέλο. Ακόμα κι ό,τι φορεί, ό,τι κρέμεται δηλ. στην άλλη κάμαρα, εκείνος της το ’φερε, από το υστέρημα του μάλιστα.
Μα θα μπορέσει τάχα να της πάρει και τις χρυσές βεργέτες, που της έταξε; Πάνε τόσοι μήνες κι ακόμα δεν του περισσέψανε τα παρτικά. Ο καινούριος εκεί μπορούσε να τις φέρει αμέσως με το πρώτο νέμα της. Όλοι οι άντρες έτσι είναι στην αρχή. Έπειτα στερεύουνται. Τούτος μπορούσε να της πάρει κι ένα ζευγάρι στιβαλέτα, που ’χει χρόνια να φορέσει. Κάλτσες της χρειάζουνται ακόμα, που κάθεται και παιδεύεται μονάχη της και κόβει ώρες από τον ύπνο της για να πλέκει. Τελευταία γύρεψε του Μάνθου να της φέρει ένα ζευγάρι και τι θαρρείς της είπε; «Τι τις θέλεις! τώρα πιάνει καλοκαίρι». Ήτανε λόγος αυτός από έναν αγαπητικό; Μα εκεινού, μάτια μου, δεν τ’ αρέσουνε τα λούσα στις γυναίκες. Ο ίδιος θέλει μονάχα να ντύνεται, να ’ναι πάντα στο καντίνι. Για κείνη δε νοιάζεται. Μήτε και τη θέλει κιόλας να παραβγαίνει όξω. Μ’ αν τώρα είν’ έτσι, σαν την πάρει κιόλας θα την αφήνει να γυρίζει κουρελιάρα, αν κι άμα γίνει αξιωματικός δεν μπορεί να το κάνει από ντροπή του κόσμου. Μ’ αν πάλι γίνει αξιωματικός, θα την πάρει τάχα; Δεν τον είδες πως φυλάγεται μην απαντηθεί πουθενά με τη Φρόσω;
Απάνω αυτού ξαναπαντά τη ματιά του Σκαλτσογιώργου και δίχως να το νιώσει του χαμογελά. Πήρε όμως να σουρουπώνει και φοβάται μη δε βλέπει το χαμόγελο της, όπως βλέπει εκείνη το δικό του κάτω από το φως του φαναριού, όπου είναι καθισμένος: Τώρα έχει χάζι να ξεκαμπίσει ο Σακαρέλος ξαφνικά και να την πιάσει μ’ αυτό στα χείλια. Μπορεί κιόλας να κάθεται κρυμμένος εκεί πουθενά ή να ’χει βάλει κάποιον άλλον να παραφυλάγει. Αυτός, για να μην φανεί σήμερα ολημέρα, κάτι θα μυρίστηκε·
Την Κούλα την πιάνει καινούρια ταραχή. Όσο περνά η ώρα, αρχίζει να θυμάται πιο πολύ το Μάνθο της. Πού είναι και δε φάνηκε ολημέρα; Κοντεύει να τον πιθυμήσει. Ας βγει τέλος μπροστά της, να δει από τον τρόπο του αν έχει αλήθεια νιώσει τίποτες, ή όλα είναι μόνο υποψίες της.
Κι ο Αχιλλέας Σκαλτσογιώργος δεν το κουνεί από κει που κάθισε. Αρχίσανε να μαζεύουνται κι άλλοι συνάδερφοι και κάμανε συντροφιά. Ήρθε κι ο Μαυλής τσακιρωμένος σαν πάντα. Και μόνο ο Μάνθος δεν παρουσιάζεται.
Η Κούλα σηκώθηκε από το σκοτεινό παράθυρο, βγήκε όξω στο μπαλκόνι και κοίταξε ένα γύρο. Πουθενά.
- Τι έπαθε; Πώς χάθηκε μια μέρα ολάκερη; Όχι άλλο!
Κατέβηκε στην αυλόπορτα· ο Θόδωρος Μαυλής την είδε. Η Κούλα ανησυχεί στ’ αλήθεια για το Σακαρέλο. Της έρχεται να κάμει νόημα του Μαυλή να ’ρθει να τόνε ρωτήσει. Μα δεν μπορεί· αν του κάμει, θα τη δει κι ο ξένος λοχίας.
Μπήκε μέσα πάλι και γύρεψε την Παναγιούλα να τη στείλει στο Φωτούλα Τυλιγάδα να ρωτήσει μην ξέρει εκείνος τίποτε, μα δεν τη βρήκε. Την είχε σταλμένη άλλου η Φρόσω.
Απάνω εκεί γυρνά η Μαριώ από τον περίπατο και φέρνει το μήνυμα:
Ο Μάνθος Σακαρέλος με το Γιαννακό Πλαστάρα είναι στο μπουντρούμι. Τα κάμανε, λέει, θάλασσα ψες τη νύχτα στο καφέ αμάν, καθώς πήγανε μεθυσμένοι. Γυρέψαν από τα βιολιά να τους παίξουνε τη Μαριωρή. Άλλη παρέα όμως είχε διατάξει πριν άλλο τραγούδι κι οι υπαξιωματικοί, σαν ακούσανε πως τα βιολιά πήραν εκείνο κι όχι το δικό τους, σηκώθηκαν και θελήσανε να κατεβάσουν από το πάλκο τη χορεύτρα. Οι βιολιτζήδες κάτι κάμανε να πούνε κι ο Σακαρέλος κι ο Πλαστάρας τους τσακίσανε στο ξύλο. Ο καφετζής θέλησε να μπει στη μέση, μα τόνε δείρανε κι αυτόν και φόρα τις ξιφολόγχες, δεν αφήσανε γερό καθρέφτη, ρίξανε μόστρες, κομματιάσανε ποτήρια, σηκώσανε τον κόσμο στο ποδάρι. Έπρεπε να ’ρθει το περίπολο να τους συχάσει, Ο διοικητής τους προφυλάκισε. Την έχουνε κακή· καλά να πάθουνε.
Τη στιγμή αυτή εκδικιέται η Μαριώ μονομιάς όλα τα μίση της: Την Κούλα, το Γιαννακό Πλαστάρα και το Σακαρέλο. Γιατί και τούτον δεν είχε μάτια να τον δει: ρίχτηκε μονομιάς της Κούλας, αυτή την περιφρόνεσε. Νόμιζε τώρα πως με κάθε λόγο της τρυπούσε την καρδιά της αδερφής.
Μα η Κούλα σα ν’ ανάσανε με το χαμπέρι· Έτσι ε; Αυτά της κάνει τις νύχτες η αφεντιά του! Γυρίζει στις καφεαμάνισσες. Απ’ αυτή γυρεύει μονάχα να μη σηκώσει μάτι σ’ άλλον άνθρωπο. Σα θέλει τώρα, ας έρθει να της πει κανένα λόγο. Μα πού να ’ρθει; Πώς να βγει από το μπουντρούμι! Ποιος ξέρει ως πότε θα καθίσει μέσα!
- Θα μπούνε φυλακή πολύ; ρώτησε τη Μαριώ.
- Πολύ λέει! Θαν τς πάνε στ’ Ανάπλι· μην περά’ σ’ νε κι απ’ του στρατουδικείου κιόλας, είπε η Μαριώ με χαρά πως τρόμαζε πιο πολύ την αδερφή.
Κι αλήθεια, η Κούλα τρόμαξε μια στιγμή. Το κάστρο του Αναπλιού, το στρατοδικείο τα είχε ακούσει σαν κάτι φοβερό και τρομερό. Μια θλίψη πέρασε στην ψυχή της, σα φαντάστηκε πως ο κακόμοιρος ο Μάνθος θα πάθει όσα έλεγε η Μαριώ. Όσα παράπονα κι αν έχει μαζί του, προχτές τη νύχτα κόντεψε να τη βρούνε τα μεσάνυχτα πλάι του στην ακροποταμιά.
- Οι παλιουμπικρούλιακες ικεί! Ηύρανε τς βιουλτζήδις να κάμ’ νε τουν παλικαρά! μουρμούρισε η Μαριώ ανεβαίνοντας τη σκάλα.
Η Κούλα ακούμπησε συλλογισμένη στον τοίχο. Δεν ήξερε αν έπρεπε να λυπηθεί ή να χαρεί. Ο Μάνθος της περνούσε στο νου μια σα φταίχτης και μια σαν αδικημένος· έτσι πότε ήθελε να χαρεί, πότε κόντευε να κλάψει. Έτριψε τα μάτια για να της έρθουν δάκρυα, έπιασε κιόλα την άκρη της ποδιάς της για να τα σκουπίσει. Και την ένιωσε νοτισμένη στα δάχτυλά της, χωρίς όμως να ξέρει αν βράχηκε από δάκρυα ή ήταν ακόμα υγρή από την πλύση πρωτύτερα.
- Κακομοίρη Μάνθο! μουρμούρισε και κοίταξε χαμένα στο μισοσκόταδο.
- Κακομοίρη Μάνθο! της φάνηκε πως έκλαψε κι ο γκιώνης κάπου εκεί πίσω από την κούλια· «κακομοίρη Μάνθο», της φάνηκε πως ψιθύριζε θλιμμένα και το αέρι του βραδιού. Είχε βρέξει απάνω στα βουνά κι ερχότανε κρυαδερό από τις ράχες.
Ψιλό ανατρίχιασμα της γαργάλισε την πλάτη κι οι γυμνοί αστράγαλοι μυρμηγκιάσαν κάτω από το νοτισμένο φόρεμα.
- Πιάνει καλοκαίρι, ήρθε στη θύμησή της, χωρίς να το θελήσει ο στερεμένος λόγος του αγαπητικού κι η ψυχή της άλλαξε πάλι:
- Για τις χορεύτρες και τις καφεαμάνισσες του περισσεύουν. Ας κάτσει τώρα φυλακή!
Μα ο γκιώνης ξανάκραξε από τα δέντρα, η Μαριώ από την κορφή της σκάλας παραπέρα ιστορούσε μιας γειτόνισσας τα νυχτερινά άθλα του Πλαστάρα και του Σακαρέλου κι η ψυχή της Κούλας μαλάκωσε πάλι άθελά της. Η όψη του Σακαρέλου πέρασε τώρα μπροστά της σαν κατατρεγμένη και μαρτυρική. Τόνε στοχάστηκε κλεισμένο στη φυλακή και τόνε φαντάστηκε να τον πηγαίνουνε σιδερόδετο στο Ανάπλι.
- Παναγία μ’ Βλαχέρνα, ας βγει απ’ τ’ φυλακή κι ας περπατού ξ’πολυτ’ ένα χρόνου, παρακάλεσε από καρδιά και τα μάτια της γεμίσανε δάκρυα.
Μα εκεί, που έπιασε πάλι την ποδιά να τα σφογγίσει, ακούστηκε άξαφνα από το δρόμο το ίδιο γέλιο, που πριν το μεσημέρι την έκαμε να πεταχτεί ορθή από τον καναπέ. Κι η Κούλα χύμησε στην αυλόπορτα.
Την άλλη μέρα ήταν Κυριακή κι έτσι μπορούσε η Κούλα να στολιστεί. Μα εκεί που έπιασε και ντυνόταν, είδε περσότερο παρ’ άλλη φορά πόσο φτωχή ήτανε σε στολίδια. Η καρδιά της γέμισε θυμό με τον αγαπητικό της:
- Τήρα κει φιούμπα, τήρα βελουδάκι! γινήκανε ριτίδια. Αφήνω δα ούτε μια ταντέλα, ούτε μια καρφιτσούλα για την τραχηλιά!
Μόνο τα γοβάκια είναι καινούργια, μα κι αυτά τ’ αγόρασε από δικά της, από τα ξενοπλεξίματα.
Και σήμερα το στόλισμα χρειαζότανε περσότερο παρά κάθε άλλη φορά. Η Κούλα έμαθε πρωί πρωί από τον Τυλιγάδα ποιος ήταν ο λοχίας με τη φέρμελη την κεντιστή ιδιότροπα και με το ξάστερο το γέλιο. Αρχοντόπουλο από τα μέρη της Υπάτης και μετατέθηκε στο τάγμα. Κι έτσι πάψανε και τα τελευταία κλονίσματα.
Ποιος του φταίει του κυρ-Μάνθου; Ποιος του είπε να κυνηγά τις καφεαμάνισσες; Ας κάθεται τώρα στη φυλακή.
Το δειλινό οι υπαξιωματικοί του κάστρου παραταχτήκανε ασπροβολώντας στα τραπέζια του βελουχιού κι οι όμορφες από τους μαχαλάδες πιάσανε τη θέση τους στο μπαλκόνι και στα παράθυρα της κούλιας. Η Μαριώ είχε ασφαλισμένον τον πιλοχία της και πήγε σε κάποια βαφτίσια μέσα στην πόλη, η Φρόσω το ίδιο κάπου να συλλυπηθεί κι η Κούλα εξουσίαζε μοναχή την κούλια. Ο Σακαρέλος κάθεται στη φυλακή κι ο Αχιλλέας Σκαλτσογιώργος στο τραπέζι αντίκρυ.
Ο Φωτούλας Τυλιγάδας δεν έδωσε ψεύτικες πληροφορίες της Κούλας, Ο νιόφερτος υπαξιωματικός ήταν από τα μέρη, που της είπε, κι ο πατέρας του καλός νοικοκύρης, κομματάρχης και πάρεδρος του χωριού. Έστειλε το γιο του στο στρατό για να κρεμάσει το μακρύ σπαθί, είχε τα μέσα να του το σιγουρέψει κι είχε χωράφια και μετρητά στον τόκο για να του στέλνει να καλοπερνά, να ντένεται και να φαίνεται. Ασφαλισμένος πως τη σκοτούρα για το μέλλον την έχει πάρει ο πατέρας, ο λοχίας Σκαλτσογιώργος έκαμε δουλειά του την αγάπη. Με τη γερή κορμοστασιά, με την καλή φωνή, με τ’ όνομα και το χαρτζιλίκι που έχει, το έργο του δε βρίσκει μεγάλα εμπόδια. Όλα τα μάτια πέφτουν απάνω του, όλες οι πόρτες του ανοίγουνε. Γιατί ο Αχιλλέας ξέρει πού χτυπά. Τα κατορθώματα του είναι αριθμητά, παντού όπου πέρασε δεν τον ξεχνούν. Και το άλλο ευζωνικό τάγμα, απ’ όπου έρχεται τώρα, το παράτησε, γιατί ο τόπος ήτανε στενός για τα κυνήγια του. Ό,τι δροσερό είχε το χωριό κοντά στα σύνορα, που ήτανε το τάγμα, ο Αχιλλέας το μύρισε, του πήρε τον αθέρα και δώθε παν οι άλλοι. Χωριστά απ’ αυτό, εδώ στο κάστρο του ακροπόταμου είχε περσότερες ελπίδες να τον προτείνουν υποψήφιο για τη σχολή κι ο γέρο Σκαλτσογιώργος όταν το άκουσε, έτρεξε να κάμει με το βουλευτή του το θέλημα του γιου.
Ένας σαν τον Αχιλλέα Σκαλτσογιώργο δεν μπορούσε παρά ν’ αλαφιαστεί, όταν εκεί που γλεντούσανε προψές άκουσε πως ο επιλοχίας Καραφωτιάς ξεκλέφτηκε από το πλάγι του και πήγε για φιλί. Η Κούλα, που την είχε δει το απόγεμα στο μπαλκόνι, του κέντησε την όρεξη. Και πρώτη δουλειά του την άλλη μέρα ήτανε να ’ρθει να μυριστεί καλύτερα το μέρος, που δίνει τα φιλιά τη νύχτα. Πως το τραγούδι του είχε δολώσει κάποια εκεί τριγύρω, δεν το φαντάστηκε· μόλις όμως αντίκρισε στο μπαλκόνι την Κούλα, βεβαιώθηκε γι’ αυτό. Κι από την πρώτη ματιά της και το κρύψιμο ύστερα και το ξαναβγάλσιμο ήξερε πια με ποιο είδος είχε κει να κάμει. Τέλος το βράδυ, όταν την είδε καθισμένη στο παράθυρο, δεν είχε πια δισταγμό.
- Σα στον μπούφο το π’λί, στοχάστηκε κει που καθότανε μοναχός και το σχέδιο του ήταν πια καταστρωμένο.
Την Κυριακή πρωί ούτε πέρασε από το βελούχι· το δειλινό ήρθε και κάθισε με δυο άλλους υπαξιωματικούς αδιάφορος και σοβαρός· κι αν έριχνε καμιά ματιά στον πύργο, φρόντιζε να φαίνεται η ματιά πως πέφτει εκεί από τύχη, όπως έπεφτε και στους ανθρώπους που καθόντανε γύρω του στ’ άλλα τραπέζια, ή σε κείνους που περνούσανε στο δρόμο. Οι ματιές τον βεβαιώσαν πως η Κούλα δεν ήταν η πιο όμορφη εκεί στο μπαλκόνι, ωστόσο αφού αυτή έπεσε πρώτη, δεν έπρεπε να την αφήσει για την ώρα.
Αφού κάθισε κάτι λιγότερο από ώρα, πήρε τους συντρόφους του και φύγανε.
Και δε γελάστηκε. Η Κούλα δεν μπορούσε να ησυχάσει στο μπαλκόνι με την αδιαφορία του νιόφερτου λοχία. Οι φιλενάδες της νομίζανε πως είναι λυπημένη για το φυλακωμένον αγαπητικό και την πειράζανε. Μα η Κούλα δεν τις πρόσεχε. Δεν μπορεί να νιώσει και να εξηγήσει τον τρόπο του λοχία. Δε φαντάζεται πως το παιγνίδι, που είχε παίξει αυτή του Μάνθου μια φορά, μπορεί να της το παίξει της ίδιας ένας άλλος. Και σαν είδε που σηκώθηκε ο Σκαλτσογιώργος κι έφυγε, τα έχασε ολότελα. Μια στιγμή γύρεψε να βρει παρηγοριά στη θύμηση του Σακαρέλου: Αν ήτανε λεύτερος, ποιος ξέρει σε ποιο απόμερο θα ’τανε καθισμένη πλάι του, ίσως θα της έφερνε σήμερα και κείνα που της έταξε.
Μα εκεί που είναι κείνος πού να τόνε βρει. Το μόνο που της μένει είναι να πάει κοντά στο Σκαλτσογιώργο.
- Ε, δεν πάμε λίγο κατ’ ν’ ποταμιά; πρότεινε αδιάφορα στις φιλενάδες της ύστερ' από λίγη ώρα, σαν είδε πως οι υπαξιωματικοί έκαμαν εκείθε.
Δυο από τις φιλενάδες, που οι καλοί τους πήγανε μαζί με τον Αχιλλέα Σκαλτσογιώργο, σηκώθηκαν αμέσως. Οι δυο άλλες βρήκαν πως ήτανε νωρίς ακόμα. Οι δικοί τους φίλοι κάμανε πρωτύτερα κατά τη χώρα και τους προσμένανε να γυρίσουν.
Η Κούλα με τις δυο πρώτες επιμένανε. Κι οι άλλες, σα λιγότερες, έπρεπε ν’ ακολουθήσουν.
- Σα στον μπούφο το π’λί, ξαναείπε μέσα του ο Σκαλτσογιώργος όταν τις είδε.
Η ακροποταμιά ήταν ένας έρημος περίπατος ανάμεσα του ποταμού και του κάστρου. Άρχιζε από τον τουρκομαχαλά και περνώντας από κάποια σπιτοκάλυβα, σκόρπια στα ριζιά μιας ράχης, έβγαινε όξω στα περιβόλια και στ’ αμπέλια, ανεβαίνοντας κορδελωτά σε λόφους χαμηλούς αλλού ελιοφύτευτους, αλλού σπαρμένους άγρια σκίνα και μυρτιές και σπάρτα. Κάτω περνούσε το ποτάμι ασημωπή μουντή λουρίδα, κάπου πλατιά, κάπου στενή μέσα στον πλατύ λευκό χαλιά, αντίπερα απλωνόταν ο πράσινος και φουντωμένος κάμπος και στο μάκρος γαλανές απανωτές αράδες τα βουνά.
Ο περίπατος αυτός ήτανε παρατημένος σ’ ένα δυο ποιητικούς νεοσσούς του τόπου, στους δασκάλους και στα κορίτσια που βγαίναν τις γιορτές ξεσκούφωτα και τις καθημερνές το βράδυ βράδυ όπως δούλευαν ολημέρα μες το σπίτι. Η αρχοντιά δεν έβγαινε ως αυτού· είχε κρατήσει ένα γούπατο μέσα στην πόλη, που το ’λεγε πλατεία και κει τριγύρω χτίσανε τα σπίτια τους οι νιόπλουτοι τοκιστάδες κι έμποροι. Άλλοι φραγκοφορεμένοι ίσκιοι σπάνια να περάσουνε στην ακροποταμιά, εξόν αν πήγαινε στα χτήματα του κανείς γιατρός.
Του Σκαλτσογιώργου, όπως ήτανε συνηθισμένος να μην περιορίζεται μόνο στα κάτω στρώματα, δεν του πολυάρεσε η ερημιά. Η φύση όμορφη γύρω, μα εκείνος δεν κίνησε από την άλλη άκρη της Ρούμελης να ’ρθει εδώ πέρα να περιδιαβάζει στην εξοχή. Πέντ’ έξι βόλτες στο χαλιά και δυο τρία συναπαντήματα με κείνες που ήρθαν από την κούλια κι άρχισε κιόλα να βαριέται.
Τ’ άλλα κορίτσια, που σεργιανίζανε κει, δεν άξιζαν ούτε να τα κοιτάξει. Τύχη και κατεβήκανε κι άλλοι υπαξιωματικοί από το κάστρο κι ο Σκαλτσογιώργος βρήκε συντροφιά. Άφησε τους άλλους και κατέβηκε μαζί τους στη χώρα. Αυτό απαιτούσε κιόλα και το σχέδιο.
Και το σχέδιο πέτυχε. Το βράδυ, όταν ο Σκαλτσογιώργος γύριζε στο στρατώνα, η Κούλα στεκότανε μονάχη στην αυλόπορτα και τον περίμενε.
Την άλλη Κυριακή η φιούμπα και το βελουδάκι ήταν ολοκαίνουργα στα μαλλιά της Κούλας και στ’ αυτιά της γυαλίζανε οι χρυσές βεργέτες, που λαχταρούσε τόσον καιρό.
- Σκύλα· άμελη· θα σι σκουτώς’ ου Σακαρέλους, σα βγει απ’ τ’ φυλακή, της είπε η Μαριώ, σαν την είδε άξαφνα έτσι στολισμένη.
Η Κούλα γέλασε:
- Αν δε μι σκουτώεις ισύ προυτήτιρ’ απ’ τ’ ζήλια σ’, της αποκρίθηκε από μέσα της.
Ούτε τη ζήλια της Μαριώς, ούτε το Σακαρέλο λογάριαζε τώρα η Κούλα. Ήτανε σα μεθυσμένη με τον καινούριον αγαπητικό κι ήθελε να χαίρεται μονάχα· «Σαν έβγει ο Σακαρέλος, ό,τι θέλει ας γίνει, ας χαλάσει ο κόσμος».
Η Κούλα νοιάζεται πιότερο πως να μη χαλάσει το χατίρι του Αχιλλέα σε τίποτε, όπως δεν της χαλά κι αυτός σε ό,τι του γυρεύει.
Αυτές οι μέρες ήτανε σαν όνειρο για τη ζωή της. Εκείνο, που ποθούσε από καιρό, το βρήκε τέλος και μέσα της αλάλαζε όταν τη ζήλευε η Μαριώ. Ο Σκαλτσογιώργος ήταν ο πρώτος κι ο καλύτερος· η φορεσιά, ο αέρας του, το φέρσιμο τούς έβαζε όλους κάτω.
Όλες οι φιλενάδες βρήκαν πως διάλεξε καλά και το μόνο που ρωτούσαν ήτανε για το σκοπό του καινούργιου φίλου.
Μα η Κούλα σα μη νοιαζότανε πολύ γι’ αυτόν. Για την ώρα δεν έβλεπε άλλο από τη νίκη της στιγμής και της έφτανε η δόξα πως κέρδισε τον πρώτο, τον καλύτερο. Με το Σακαρέλο πριν έβαζε όλα τα δυνατά της να μένει ευχαριστημένη. Δεν μπορούσε να σωπάσει ποτέ μια ταπείνωση, που ένιωθε μέσα της πάντα σα γύρευε να πάρει ένα φιλί κλεφτό ή χάδι από τον ξάδερφο Καραφωτιά. Και τώρα θριαμβεύει και μπροστά σ’ αυτόν δεν τον έχει ανάγκη πια. Δεν έχει ανάγκη κιόλα να τρέμει από την αδερφή, να την αιστάνεται οληνώρα σαν κάτι ανώτερό της.
Τώρα είναι κείνη που το βλέπει πως την έβαλε κάτω η Κούλα. Η περηφάνια της δεν την αφήνει βέβαια να το φανερώσει κι έχει μόνο περιπαιχτικά λόγια για το νιόφερτο λοχία:
- Χαρνέ μ’ τον πεσλιά, σα να ’ναι γκαραγκούνικα. Τι κρεμάει του ζουνάρ’ του; σκιά μας κάνει; Τα μαλλιά τα κοβ’ πόλκα, σαν τ’ παλιού κιρού. Τα μάτια τ’ είναι σαν κουλουφουτιές, τα χείλια τ’ κριμασμένα σαν αράπ’κα, του κουρμί τ’ σα β’τσί.
Η Μαριώ βρήκε ακόμα πως ο Σκαλτσογιώργος βάφει το μουστάκι με καραμπογιά και πως τρώει και τα νύχια του.
Μα η Κούλα δε σκοτίζεται· μήτε της απαντά. Ξέρει γιατί τα λέει. Τη σωστή γνώμη της γι’ αυτόν της τη δείχνει πιο καθαρά ο λόγος που της λέει και της ξαναλέει:
- Δε θα σι πάρ’ κακουμοίρα!
Όσο θα σε πάρει και σένα ο πιλοχίας σου, λέει μέσα της η Κούλα και γελά και δεν κόβει τη διάθεσή της. Είδες εκεί, σαν κι ήτανε σίγουρη πως θα την έπαιρνε ο Σακαρέλος, σαν και το πίστεψε ποτέ κι αυτό με τα σωστά! Η ευτυχία της στιγμής σα να της φώτισε μονομιάς και το μέσα της και τον κόσμο γύρω και τόνε βλέπει ατύφλωτη κι ομολογεί ξάστερα με τον εαυτό της ποιο λόγο και ποιο σκοπό έχουν αυτά όλα τα καμώματα και τα μπερδέματα, τα κυνηγητά και τα τρεξίματα, τα γέλια κι τα κλάματα. Παιγνίδι καθαρό για να ξεχνιέται η πίκρα της ζωής, για να γλυκαίνει η στερεμάρα κι η σκληράδα της. Όποιος μπορεί ας χαρεί μόνο περσότερο την ψεύτρα τη ζωή, την άχαρη την άδικη, τη μάταια και ξελογιάστρα μαζί.
Κι η Κούλα τη χαίρεται μια και βρήκε την περίσταση. Ποιος ξέρει τι θα φέρει αύριο η μέρα! Αρκετά τυραννήθηκε χρόνο ολάκερο με τη ζευζεκιά του Σακαρέλου. Ο Αχιλλέας τώρα ούτε τη ρωτά πού θα πάει σήμερα, ούτε σκοτίζεται να μάθει πού ήτανε χτες και ποιον απάντησε στο δρόμο και τι της είπε, ούτε του καίεται καρφί γιατί ο ένας έρχεται στη κούλια ή γιατί κοιτάζει ο άλλος στα παράθυρά της. Φροντίζει μόνο πως να την ευχαριστήσει καλύτερα σε ό,τι της χρειάζεται. Αυτές τις λίγες μέρες που τον έχει χόρτασε και τα γλυκά, τα παστίτσια και τα τρίγωνα. Η τσέπη της είναι πάντα γεμάτη ζαχαράτα κι η Μαριώ σκυλιάζει που τα βλέπει:
Ούλο κι ματσαλάς· της λέει, δε σ’ απόστασι του στόμα δόλια!
Η Κούλα βγάζει και της δίνει κι αυτής για να σκάζει περσότερο. Ο Σκαλτσογιώργος έφερε και για τη Φρόσω μια καινούρια τσίπα. Δε μιλεί και κείνη πια. Η Κούλα αιστάνεται τόση χαρά, σα να ξαναγεννήθηκε.
Μόνο να μην τη θόλωνε ώρες ώρες ένας ίσκιος. Γιατί όσο περνούν οι μέρες η άγρια θωριά του βαλτινού λοχία αρχίζει ν’ ανησυχεί πάλι την Κούλα.
Από την άλλη μέρα, που κλείσανε στη φυλακή το Σακαρέλο, άκουσε από τον Καραφωτιά πως οι τιμωρίες, που λογάριαζε η Μαριώ, ήτανε μόνο φαντασίες της. Ο ξάδερφος τής εξήγησε πως για λίγα γυαλιά που θα κομματιάσει ένας στρατιωτικός και για τα μούτρα ενός πολίτη, βιολιτζή κιόλας, παλιόγυφτου, που θα σπάσει απάνω στο μεθύσι του δεν πηγαίνει στο στρατοδικείο και στο Ανάπλι.
Ένα μήνα φυλακή κι αυτό πολύ θα ’ναι, λογάριαζε ο Καραφωτιάς. Κι ύστερ’ από δυο τρεις μέρες που ξαναήρθε, είπε:
- Ε, τα μάθατε; είκοσ' πέντε μέρες φάγανε ο Σακαρέλος κι ο Πλαστάρας.
- Μονάχα; έκανε ξαφνιασμένα η Κούλα.
- Να το ’ξερε ο διοικητής πως θα σο’ ’κανε τ’ ν καρδιά, θαν τς έκαν’ ένα μήνα.
Κι ο επιλοχίας την κοίταξε με χαμόγελο.
Η Κούλα δεν τόνε χτύπησε στο στόμα, καθώς το συνηθούσε πριν, όταν την πείραζε. Τώρα δεν τόνε χρειαζόταν πια.
- Άι να χαθείς, του είπε μονάχα κι έφυγε.
Και λογάριασε τις μέρες που ήθελε ακόμα ο Σακαρέλος να βγει από τη φυλακή.
Και τις λογάριαζε ολοένα. Μα από λάθος στο λογαριασμό, άξαφνα εκεί που δεν τον πρόσμενε, νάτος παρουσιάστηκε στο βελούχι, τσελεπής σαν πάντα και φρεσκοξουρισμένος.
Η Κούλα πάγωσε καθώς τον είδε. Αθέλητα τρύπωσε μέσα για να μην την πάρει το μάτι του.
Η πρώτη απόφασή της ήτανε να μην του παρουσιαστεί ολότελα, να του κάμει το βαρύ. Κι αν παραπονευτεί να του απαντήσει ορθά κοφτά: ας μην έτρεχε στις καφεαμάνισσες. Κι έτσι ξεμπερδεύει μαζί του μια για πάντα.
Με την απόφαση αυτή πήρε τη δουλειά της και κατέβηκε στο κατώγι να καθίσει με τη Φρόσω και να τον κοιτάζει από το στενό μασγάλι πως θα κάνει στο βελούχι, δίχως αυτή να φαίνεται αποκεί. Μόλις όμως πάτησε την πόρτα, η Μαριώ την περίμενε με το λόγο:
- Καλώς τα δέχτ’καμε!
Και γέλασε χαιρέκακα.
Η Κούλα για να μην πιάσει καυγά προτίμησε να φύγει.
Κάθισε κάμποση ώρα μόνη στην αυλή. Μα η καρδιά της χτυπούσε κι η περιέργεια δεν την άφηνε. Ήθελε να τόνε δει πως κάνει στο βελούχι. Ξανανέβηκε λοιπόν απάνω, σούρθηκε σκυφτά στο παράθυρο, το έκλεισε και κατέβασε και τους μπερντέδες. Έτσι έβλεπε χωρίς να φαίνεται.
Ο Μάνθος καθότανε μαζί με δυο τρεις άλλους. Ακούνητος και σκυθρωπός σαν πάντα· μόνο τα μάτια του γυρνούσε ανήσυχα από το ένα στ’ άλλο παράθυρο του πύργου.
Η Κούλα στοχάστηκε:
- Δε θα ’μαθε τίποτα· ο Μαυλής δεν του το πρόφτασε.
- Μα κάλιο να το πρόδινε, να γλύτωνα μια και καλή, είπε πάλι έπειτα από λίγο.
Απάνω στην ταραχή της με τον παλιό αγαπητικό κόντεψε να ξεχάσει τον καινούργιο, αν σε λίγο δεν έφτανε και κείνος.
Και τώρα το πράμα μπερδεύτηκε, γιατί κοιτάζει στα παράθυρα κι αυτός.
Η Κούλα πήρε να θυμώνει με την επιμονή του Σακαρέλου. Τώρα δε φοβάται μονάχα αυτόν, φοβάται μην το μυριστεί κι ο άλλος.
Αυτό ήτανε το πιο χειρότερο, ένας κίντυνος, που ως την ώρα δεν τόνε λογάριασε όσο έπρεπε. Ανάγκη να δείξει ποιον προτιμά, μήπως αλλιώς τους χάσει και τους δυο. Η καρδιά της δεν είχε να παλέψει πολύ πού να γύρει. Καθώς τους βλέπει και τους δυο μαζί, τον έναν πλάι στον άλλον, ο Σακαρέλος πέφτει πιο χαμηλά στο ζύγι. Ο ένας γελαστός, χαρούμενος, χωρατατζής· ο άλλος σκουντουφλιάρης, αμίλητος, ζευζέκης. Δες τον πώς ρίχνει το μάτι απάνω στο παράθυρο: όλο κακία κι υποψία. Το είδε κλεισμένο και δίχως άλλο έβαλε κακό στο νου.
Ο Αχιλλέας απεναντίας, αφού είδε πως δεν είναι κανένας εκεί, δεν ξανακοίταξε για να μη βάλει σε υποψία τον άλλον. Γελά και κουβεντιάζει με τους φίλους. Ο άλλος μήτε ανοίγει το στόμα· η μύτη του στάζει φαρμάκι.
Είναι να συλλογίζεται ποιος απ’ τους δυο είν’ ο καλύτερος; Νοιώθει κιόλα στ’ αυτιά τα σκουλαρίκια, στα πόδια τις κάλτσες και δεν το βρίσκει ούτε για συζήτηση το πράμα.
Ο Μάνθος Σακαρέλος, σα να είχε νιώσει πράματι πως η Κούλα καθόταν πίσω από το κλειστό παράθυρο κάρφωσε κείνη τη στιγμή τα μάτια του σ αυτό και το αγριωπό τους βλέμμα έκοψε της Κούλας το αίμα. Το πίστεψε κι αυτή πως τη βλέπει αλήθεια, της φάνηκε ακόμα πως κοίταξε τα σκουλαρίκια στ’ αυτιά της. Και σαν τρομαγμένη, έφερε τα χέρια στ’ αυτιά να σκεπάσει τα σκουλαρίκια ή να τα βγάλει δεν ήξερε κι αυτή.
Μα κατάλαβε αμέσως πως ο τρόμος της ήταν αστείος και γέλασε κι η ίδια.
- Ωστόσο για καλό και για κακό, ας τα βγάλω, ξαναείπε και σηκώθηκε και πήγε στον καθρέφτη να το κάμει.
Μα σαν είδε κει τ’ αυτιά της δίχως τα στολίδια, κόντεψε να της έρθουνε δάκρυα.
- Να μην μπορεί κανένας να κάνει εκείνο που τ’ αρέσει! Σκλαβιά ανυπόφερτη είν’ αυτή η ζωή για τα θηλυκά του κόσμου. Οι άντρες για λογαριασμό τους δε ρωτούν κανέναν.
Και την άναψε ο θυμός :
- Όχι· και γω θα κάμω το δικό μου. Θα τα φορέσω και θα βγω. Όποιονε θέλω θ’ αγαπήσω· δικαίωμά μου· δεν έχω να πιάσω το χέρι κανενού!
Ξαναφόρεσε τις βεργέτες κι έτρεξε στο παράθυρο να το ανοίξει.
Μα τα τέσσερα μάτια, που ήτανε σηκωμένα κατ’ αυτό εκείνη τη στιγμή, της κόψανε τη φόρα.
Έπεσε στο κάθισμά της:
- Δεν είναι ζωή, δεν είναι ζωή αυτή!
Η Κούλα δεν παρουσιάστηκε όλη την ήμερα ούτε στον έναν ούτε στον άλλον.
Ο Θόδωρος Μαυλής, γνωρίζοντας το αψίθυμο του Σακαρέλου, δε βιάστηκε να του προφτάσει την απιστία της αγαπητικιάς του. Κι οι άλλοι συνάδερφοι το ίδιο. Τον αφήσανε να τη δει μόνος του και να μην είναι αυτοί αφορμή σε ό,τι γίνει.
Κι αλήθεια ο Σακαρέλος με τις πρώτες ματιές, που είδε να ρίχνει ο νιόφερτος λοχίας στα παράθυρα του πύργου, κατάλαβε τι θα ’γινε τις μέρες που έλειψε. Το κρύψιμο της Κούλας όλη την ήμερα ήτανε ολοφάνερο σημάδι. Γιατί βέβαια δεν μπορούσε να πιστέψει πως δεν τον πήρε μυρουδιά που βγήκε από τη φυλακή. Το μάτι του πήρε κιόλα πως το παράθυρο κλείστηκε το πρωί όταν κάθισε αυτός αντίκρυ· κι ακόμα γνώρισε καλά και τον ίσκιο της Κούλας πίσω από τον μπερντέ.
Ο Σακαρέλος δάγκανε τα χείλια, και περίμενε ώσπου να δει περσότερα σημάδια κι έπειτα να κάμει το χρέος του.
Ο Σκαλτσογιώργος από το άλλο μέρος δεν ήτανε τυφλός κι αυτός. Κάτι άκουσε στο μεταξύ για τα δικαιώματα του βαλτινού λοχία μα η αρχή του δεν ήτανε να σέβεται τέτοια δικαιώματα. Την αγάπη τη θαρρούσε αγώνα κι αυτήν, σαν τη ζωή· όποιος φάει τον άλλον. Σούσουρα και καυγάδες απόφευγε μόνο όσο μπορούσε, σε σημείο που δεν πάθαινε το φιλότιμό του.
Και σήμερα μόλις αντίκρισε το Σακαρέλο στο βελούχι, κατάλαβε. Ωστόσο δεν μπορούσε ν’ αδειάσει τον τόπο αμέσως. Από μιας αρχής δεν το είχε κι ο ίδιος στο νου να τραβήξει πολύ μακριά το παιγνίδι με την Κούλα, μα πάλι ο καιρός που έχασε γι’ αυτή και πιο πολύ τα έξοδα που έκαμε πηγαίνανε πολλά για δυο τρεις βδομάδες μόνο· έπειτα δεν είχε ακόμα πουθενά άλλου ετοιμασμένα τα πράματα ως εκεί που να μπορεί να φασκελώσει εδώ μια και καλή.
Για να μη δώσει περσότερες υποψίες, αφού είδε κιόλα πως η Κούλα δεν έβγαινε, έφυγε γλήγορα από το βελούχι. Γύρισε μόνο το νύχτωμα, όταν είδε πως η Μαριώ βγήκε περίπατο κι ο ίσκιος της Φρόσως κίνησε κατά την πόλη. Και κατά τη συνήθειά του, ολωσδιόλου αλλιώτικη από του Σακαρέλου, δρασκέλησε το φράχτη κι ανέβηκε γοργότερα τη σκάλα της κούλιας.
- Καλησπέρα.
Η Κούλα δεν τον περίμενε.
- Σε φόβ’σα;
Η Κούλα έτρεξε και του έσφιξε και τα δυο χέρια, σα να γύρευε προστασία κοντά του. Τον κάθισε στον καναπέ κι έγειρε το κεφάλι στον ώμο του.
Περάσανε μερικές στιγμές αμίλητες.
Η Κούλα πήρε να ξαναβρίσκει τη γαλήνη, που της ταράχτηκε όλη την ημέρα. Γύρισε και κοίταξε στα μάτια τον αγαπητικό. Καθώς κι αυτός την κοίταζε, τη ρώτησε:
- Είσ’ αποσταμένη;
Η Κούλα τον αγκάλιασε.
- Θα να ’χες σήμερα πολλή δ’λιά;
Η Κούλα κούνησε το κεφάλι με χαμόγελο.
- Γι’ αυτό δε σ’ είδα ολότελα στο παραθύρ’. Η Κούλα σα να στεναχωρέθηκε.
- Έτσ’ είν’ οι ν’κουκυρές. Δεν τς μέλει αν ο άλλος λαχταράει απ’ κάτ’.
Της Κούλας της φάνηκε πως ξεχώρισε κάτι σα χαμόγελο στα χείλια του.
- Ήρθις, βλέπου, μ όρεξ’ να μι π’ράξεις, μουρμούρισε.
- Κι μάλιστα να ’ναι και δυο απ’ ακαρτεράνε, ξακολούθησε ο Αχιλλέας.
Η Κούλα κοκκίνισε, μα ο Αχιλλέας δεν μπορούσε να το δει στη σκοτεινιά.
- Ποιοι δυο; δε σε καταλαβαίνου, τον έκοψε γοργά. Ο Σκαλτσογιώργος γέλασε:
- Που να καταλάβ’ς;
- Τι σου ’ρθ’ απόψι; Ήρθις ιξιπιτούτο να μι σικλιτίεις; είπε η Κούλα κλαυτά κι άφησε το χέρι του.
Ο Αχιλλέας της το ξανάπιασε:
- Έλα, έτσ’ το λέω, για χώρατα, της είπε, την τράβηξε πιο κοντά του και τη φίλησε.
Η Κούλα ξαναβρήκε το θάρρος της και τόνε φίλησε κι αυτή.
- Να σε ρωτήσω ένα πράμα, θα μ’ το πεις στ’ αλήθεια, Κούλα; είπε άξαφνα ο Αχιλλέας.
- Αν του ξέρου θα σ’ του που, αποκρίθηκε η Κούλα κάπως κομπιασμένα, σα να μάντευε τι θα ρωτούσε.
- Μ’ κάνις όρκου;
- Τι όρκου να σ’ κάμου;
- Πως θα μ’ πεις τ’ ν αλήθεια.
- Αν ’νε ξέρου σ’ νε που. Η Κούλα πολεμούσε να φαίνεται πως δε διστάζει.
Ο Σκαλτσογιώργος την κοίταξε στα μάτια:
- Πόσες φορές σε φίλησ’ ο Σακαρέλος;
- Ποιος Σακαρέλος; ξέφυγε της Κούλας. Μα διορθώθηκε αμέσως:
- Ου Μάνθους Σακαρέλους;
- Ναι, κείνος π’ κάθεται κει απόξω. Η Κούλα τινάχτηκε απάνω:
- Ήρθις ντογκρού απόψε για καυγά, είπε θυμωμένα κι έκαμε να φύγει.
Μα ο Αχιλλέας την κράτησε:
- Μου ’πες θα μ’ πεις τ’ν αλήθεια, επίμενε.
- Θ’ ακ’σις τι λέει ου κόσμους, μουρμούρισε η Κούλα και πολεμούσε να του φύγει.
Ο Σκαλτσογιώργος θέλησε να την καλοπιάσει πάλι:
- Έλ’ άσ’ τα! Δεν άικι’σ’ απ’ τον κόσμο τίποτα, της είπε.
Μα όταν η Κούλα θάρρεψε και τον ξανασίμωσε, ρώτησε πάλι:
- Γιατί δε βγήκες σήμερα στο παραθύρ’;
- Για ποιον να βγου; Ισύ ήρθις κι δεν έκατσες, είπε η Κούλα.
- Το δειλινό. Μα πριν το γιόμα; Πριν του γιόμα δε σ’ είδα· δεν ήμ’ν’ απάν’, τυλιγάδιαζα στους νιβουρό, είπε η Κούλα σταθερά.
Ο Σκαλτσογιώργος την κοίταξε κατάματα:
- Δε μ’ είδες αλήθεια;
- Να χαρού τουν αδιρφό μ’!
Ήταν ο όρκος που μπορούσε να πιστευτεί ευκολότερα κι ερχότανε από μόνος του στα χείλη των αδερφάδων σε κάθε δύσκολη περίσταση. Στην αρχή δειλά, με κάποιο δισταγμό και φόβο, σιγά σιγά όμως, αφού είδαν πως δε στρέγει, ξεστομιζότανε ξέθαρρα πια.
Μα ο Σκαλτσογιώργος σα να φοβήθηκε περσότερο αυτός μη στρέξει, βιάστηκε να πάρει πίσω το ρώτημα:
- Έλ’, άσ’ τς όρκι’ς· — τα’ σ’ τα ’πα ούλα, να σε δοκ’μάσω, βεβαίωσε την Κούλα και την έσφιξε στην αγκαλιά του.
Όσο κι αν του άρεσε να πειράζει πάντα τις αγαπητικιές του, να τις φέρνει στα στενά, να τις τρομάζει, άμα όμως έβλεπε πως παίρνουνε σοβαρά το πράμα, πως θυμώνουν ή πως θλίβουνται, ο Αχιλλέας έδινε τόπο της οργής.
Δε βαστούσε κιόλα να τυραννά. Ήξερε, λογάριαζε από πριν πως όπου έμπαινε δεν ήταν πάντα ούτε ο πρώτος ούτε ο μόνος και φρόντιζε να ταιριάζεται κάθε φορά με την περίσταση. Δεν είχε πάρει για σκοπό του να διορθώσει αυτός τον κόσμο και να βάλει τα σίδερα στις γυναικείες καρδιές. Συνηθισμένος να πετά κι αυτός εδώθε κείθε χωρίς να πιάνεται, νόμιζε πως τις καταλάβαινε καλύτερα παρά οι άλλοι. Ψευτιά και γλέντι είναι η ζωή κι η αγάπη εδώ απάνω στον παλιόκοσμο, συλλογιζότανε συχνά.
Κι απόψε δεν πήδησε το φράχτη για να ’ρθει εδώ να χολοσκάσει. Όσες στιγμές έμεινε με την Κούλα χωράτεψε και γέλασε μαζί της, όσο που ακούστηκε στη σκάλα το πάτημα της Μαριώς και τότε πήδησε αμέσως την καταπαχτή κι έφυγε από το κατώγι.
Κι όταν ξαναδρασκέλιζε όξω το φράχτη, ήταν ευχαριστημένος που, χάρη στα πειράγματα του για το Σακαρέλο, γλίτωσε το βράδυ αυτό χωρίς να τάξει πως θα ξαναρθεί γλήγορα με κανένα καινούργιο χάρισμα.
Περάσανε λίγες μέρες δίχως η Κούλα να φανερωθεί ολότελα στο Σακαρέλο. Ο Σκαλτσογιώργος, όσο είχε ανοιχτόν τον πίσω δρόμο, δεν είχε ανάγκη να πολυκαθίζει στο βελούχι· δεν ήθελε ούτε το συνάδερφό του να πειράζει ούτε να φέρνει σε δύσκολη θέση την Κούλα. Έτσι και κείνη ήταν ησυχότερη.
Μα ο απατημένος Σακαρέλος δεν αναπαυότανε μ’ αυτό. Κι ας μην είχε ακόμα χεροπιαστή απόδειξη, όμως η καρδιά του ήτανε βεβαιωμένη. Μην μπορώντας να ξεμοναχιάσει πουθενά την Κούλα, γύρισε πρώτα στο Σκαλτσογιώργο.
Τον πέτυχε μια βραδιά καθώς πήγαινε στο κάστρο:
- Καλά π’ σ’ ηύρα μοναχόν· θέλω να σ’ που ένα λόγο, του είπε σιμώνοντας τον.
- Και δυο σα θέλεις, είπε ο Σκαλτσογιώργος, που κατάλαβε.
- Δε φέρθ’κες σα συνάδερφος, είπε βραχνά ο βαλτινός.
- Σε τι; για πες μ’.
- Ξέρ’ς σε τι.
- Δε σε καταλαβαίνω.
- Άσ’ τ’ αυτά και μίλα μ’ σαν άντρας. Ο λόγος άναψε το Σκαλτσογιώργο:
- Άσ’ τς βρισές κι συ κι μίλα σα συνάδερφος, είπε κι αυτός στεγνά.
- Να, στα παραθύρια π’ τηράς.
Η φωνή του Σακαρέλου έτρεμε τόσο που ο Σκαλτσογιώργος τον λυπήθηκε.
- Μπορώ, ωρέ Μάνθο, να σε ρωτήσω και γω ένα λόγο; του είπε μαλακά και μ’ όλη την καρδιά, σα να του έφυγε ο θυμός με μιας.
- Ρώτα, είπε ξερά ο Σακαρέλος.
— Διαφέρνεσαι κει στα σοβαρά;
Στα σοβαρά ή όχι. είναι δ’κός μ’ λογαριασμός, απάντησε ο βαλτινός απότομα.
Ο Σκαλτσογιώργος τον κοίταξε μια στιγμή και συλλογίστηκε: Αξίζει το πράμα για καυγά; Η όρεξή του για την Κούλα πήρε να πέφτει. Η ομορφιά της δεν άξιζε τις απαίτησες που είχε.
- Διαφέρνεσαι στ’ αλήθεια, ωρέ Σακαρέλο; ξαναρώτησε κι άπλωσε το χέρι.
- Τι, κοροϊδεύ’ς τώρα; έκαμε να θυμώσει ο Σακαρέλος, μα ο Σκαλτσογιώργος τον έκοψε:
- Αν κορόιδευα, δε σο ’δ’ να το χέρ’. Έχ’ς το λόγο μ’, ούτε θα ξανασκώσω μάτ’, του είπε και τον έπιασε από τη μέση:
- Έλα πάμε!
- Τώρα το λες, μουρμούρισε σκοτεινιασμένα πάντα ο Σακαρέλος.
- Τι τώρα; Δεν πήρα ούτε μια καλησπέρα· σα θέλεις πίστεψε.
Ο Σακαρέλος τον κοίταξε παράξενα.
- Αφού σ’ το λέω, να το π’στέψεις, είπε τον τελευταίο του λόγο ο Σκαλτσογιώργος και τραβήξανε κι οι δυο αμίλητοι στο κάστρο.
Κι αλήθεια ο Σκαλτσογιώργος φύλαξε το λόγο του· δεν ξανασήκωσε μάτια στον πύργο.
Η Κούλα τον περίμενε άδικα μερικές βραδιές· τέλος τη φάγανε τα φίδια. Μάνιωσε όχι τόσο μ’ αυτόν, όσο με το Σακαρέλο. Κι είχε και τα λόγια της Μαριώς και τα πειράγματα του Καραφωτιά ακόμα:
- Φ’λάξ’, κακουμοίρα· δε γλιτώνεις απ’ του Σακαρέλου, της λέγανε κι οι δυο.
Ο Καραφωτιάς ευχαριστήθηκε περσότερο από τη Μαριώ, που ο Σκαλτσογιώργος ξεμπήχτηκε τελειωτικά από την κούλια.
Του φαινότανε ντροπή στ’ αλήθεια, να ’ρθει έτσι ξαφνικά το ξένο γουρούνι να φάει το πιο ώριμο αχλάδι από την αχλαδιά μπροστά στα μάτια του, καθώς του το ’λεγε και τον πείραζε ο μοραΐτης επιλοχίας Παδελόπουλος. Ο Σακαρέλος, με την αρχή που είχε να βαστιέται όσο μπορεί όξω από το σύνορο της κούλιας, ήταν ο αγαπητικός που παραχωρούσε μ’ όλη την καρδιά του της μικρότερης ξαδέρφης, μια και της χρειαζόταν ένας. Γι’ αυτό έβαζε τα δυνατά του να ξαναφέρει τα πράματα στη θέση τους.
Μα η Κούλα δεν ήθελε ούτε να τ’ ακούσει:
- Πες τ’ να πάει στ’ς καφεαμάνισσις κι στ’ς χουρεύτρις, του έλεγε πάντα σαν την παρασκότιζε.
Ο Καραφωτιάς το ’λεγε του Σακαρέλου κι αυτό τόνε φρένιαζε πιο πολύ.
- Την άτιμη, να μου βγει και με το παραπάνω! Το αποφάσισε με τα σωστά να τη σκοτώσει.
Πώς θα το έφτανε ως εκεί, δεν το πίστευε ούτε ο Καραφωτιάς, ούτε ο Μαυλής, που το άκουγαν από το στόμα του. Μα ωστόσο για καλό και για κακό, κι ο Καραφωτιάς το είπε ο ίδιος της Κούλας κι ο Μαυλής της παράγγειλε με το Φωτούλα Τυλιγάδα να φυλάγεται λίγον καιρό, όσο να περάσει το μπουρίνι του βαλτινού.
Ο Σακαρέλος ο ίδιος δεν ξαναφάνηκε στο βελούχι, όμως η Κούλα βλέπει τον ίσκιο του να σέρνεται, άμα σουρουπώνει ολόγυρα στον πύργο. Κι όταν είναι φευγάτες οι αδερφές, διπλοσυρτώνεται από μέσα.
Γιατί άρχισε να φοβάται κι η Κούλα αληθινά. Κάθε στιγμή νομίζει πως ακούει το πάτημα του όξω στη σκάλα, της φαίνεται πως ανοίγει η πόρτα και χυμά μέσα η αγριεμένη όψη του.
Κι οι φόβοι της δεν ήταν κούφιοι. Ένα βράδυ, που η Φρόσω κι η Μαριώ λείπανε κι η Κούλα έμεινε μόνη με τη μικρή την Παναγιούλα, χτύπησε στ’ αλήθεια η πόρτα.
- Ποιος είναι; ρώτησε από μέσα η Κούλα τρομαγμένη.
- Εγώ, απάντησε μια πνιχτή φωνή. Ήταν ο Μάνθος Σακαρέλος.
Η Κούλα δεν μπόρεσε να βγάλει τσιμουδιά. Η πόρτα ξαναχτύπησε.
- Άνοιξε, αλλιώς θα την τσακίσω.
Η Κούλα άδραξε την Παναγιούλα κι ακουμπήσανε με όση δύναμη είχαν πίσω από την πόρτα.
- Άνοιξε ή θα την τσακίσω, σου ’πα, ξαναμούγκρισε η φωνή απόξω.
- Φεύγ’, αλλιώς θα βγω στου παραθύρ’ να φωνάξω, φοβέριξε κι η Κούλα.
Δυνατότερη χτυπιά, σα να ήταν τώρα με το πόδι, τράνταξε την πόρτα. Και δεύτερη και τρίτη απανωτά.
Η Κούλα χύμηξε στην άλλη κάμαρα, την κλείδωσε και βγήκε στο μπαλκόνι φωνάζοντας.
Η Παναγιούλα, που έμεινε μέσα μόνη στο σκοτάδι, έβαλε και κείνη τους σκουσμούς.
Ο Φωτούλας Τυλιγάδας με δυο άλλους, που ακούσανε από το βελούχι, τρέξανε.
Πρι να φτάσουν όμως στην αυλόπορτα, ο Σακαρέλος έγινε άφαντος από το πίσω μέρος.
Η Φρόσω κι η Μαριώ, άμα γυρίσανε, βρήκανε την αδερφή με κομμένο το αίμα της. Δεν μπορούσε να τους διηγηθεί καλά καλά τι έγινε.
Η Φρόσω πήγε πρωί πρωί την άλλη μέρα στο διοικητή κι ο άγριος βαλτινός λοχίας διατάχτηκε να φύγει αμέσως για το λόχο, που είχε αποσπασμένον το τάγμα στα βουνά κοντά στα σύνορα.
51t5m9og090u1iaym9nvw3w6dmr6ank
Ο πύργος του ακροπόταμου/Γ
0
13858
148249
44494
2022-07-21T15:43:07Z
Chalk19
8498
Ο Chalk19 μετακίνησε τη σελίδα [[Ο Πύργος του Ακροπόταμου/Γ]] στην [[Ο πύργος του ακροπόταμου/Γ]]
wikitext
text/x-wiki
{{κεφαλίδα
| τίτλος = [[../]]
| συγγραφέας = Κωνσταντίνος Χατζόπουλος
| μεταφραστής =
| ενότητα = Γ
| προηγούμενο= [[../Β|Β]]
| επόμενο = [[../Δ|Δ]]
| σημειώσεις =
}}
Και περνούν τα χρόνια· μονότονα κι ειρηνικά, όσο δεν ξαναφαίνεται άλλος βαλτινός λοχίας. Και το διάβα τους έδειξε άλλη μια φορά στην πόλη κοντά στον ποταμό πως η γενιά δεν είναι άδειος λόγος.
- Ο Θεός δεν πήρε ολότελα το χέρι του απ’ το σπίτι του Θώμου Κρανιά!
Μ’ αυτά τα λόγια δέχεται η Φρόσω το μήνυμα πως ο Γεσίλας μπήκε στη σκολή. Μετά τόσα βάσανα!
Η ράχη της Φρόσως πολεμά να μη σκύβει πια, η ματιά της να μη βλέπει πως η κούλια όλο και ρέβει, οι τοίχοι της αποραγίζονται, τα παραθυρόφυλλα δε φράζουν τον άνεμο της ποταμιάς, η σκεπή της δε βαστά τις μπόρες του χινόπωρου. Και μέσ’ από τους τοίχους το ίδιο, ξεχαρβαλώθηκαν όλα· τα στρωσίδια, τα σκεπάσματα δεν παίρνουν άλλο μπάλωμα, για το γιορτάσι του αδερφού δε φτάνει τώρα να βοηθά η γειτονιά μόνο με το εξήντα νούμερο σεντόνι.
Μα όλ’ αυτά θα τα ξεκαινουργώσει το μακρύ σπαθί που έρχεται. Η Φρόσω τ’ ακούει κιόλας που βροντά. Ήταν έτοιμη να βγάλει τώρα και τα μαύρα, αν δεν πέθαινε ξαφνικά στο χωριό ένας μπάρμπας, συγγενής καλός, που θυμότανε κάθε χινόπωρο τις ανιψιές μ’ ένα σακούλι τραχανά και φασόλια και καρύδια και πού και πού και με κανένα δεκάρικο.
Πάει τώρα, στέρεψε κι αυτή η πηγή· αφού στέρεψε πρωτύτερα κι η άλλη του Γεσίλα, που δεν είναι πια σιτιστής στο λόχο, μα χρειάζεται κι ο ίδιος τώρα να του στέλνουνε χαρτζιλίκι οι αδερφές στο σκολειό που κλείστηκε.
Έπρεπε λοιπόν η Παναγιούλα να συχνώσει τους βραδινούς δρόμους της στους φίλους και στους δικούς μέσα στην πόλη.
Κι όσο να γυρίσει αυτή, η Μαριώ είτε η Κούλα, μια από τις δυο έπρεπε να λείψει από τον περίπατο στην ακροποταμιά. Ο νέος δήμαρχος είχε οικόπεδα εκεί κοντά και την έκαμε πλατεία κι έτσι δεν μπορούσαν πια να βγαίνουνε με τις παντόφλες, όπως πρωτύτερα. Παπούτσια περιττά δε βρισκόντανε στην κούλια και τα στιβάλια της Φρόσως δε χωρούσαν πια την Παναγιούλα.
Αλίμονό της λοιπόν όταν αργούσε να γυρίσει αν ήτανε μάλιστα η Μαριώ που την περίμενε κι αν κιόλας γύριζε με άδεια χέρια, όπως δεν ήταν σπάνιο. Γιατί οι δικοί και φίλοι του πατέρα πήρανε και στερευόντανε και κοντά σ’ αυτούς κι οι υπαξιωματικοί του κάστρου δε δείχνουνται πια τόσο πρόθυμοι σε κάθε απαίτηση των αδερφάδων.
Και της Μαριώς λιγότερο.
Κι έτσι η Μαριώ άρχισε να γίνεται πιο νευρική και πιο παράξενη.
Πρώτη το αισθάνθηκε η ράχη της ορφανής της πλύστρας του πατέρα. Σιγά σιγά το είδε κι η ίδια η Μαριώ πως άλλαξε, πως παραξένεψε, ήξερε μάλιστα και το λόγο της παραξενιάς της, μόνο το λόγο αυτό δεν μπορούσε να τον εξηγήσει ακόμα.
Τον επιλοχία Καραφωτιά κοντεύει πια να τον ξεχάσει. Πάνε δυο χρόνια που άφησε το κάστρο και πάει να ξανακυνηγήσει στα βουνά φυγόδικους. Από τότε άλλαξε η Μαριώ δυο τρεις, μα όλοι τους κόψανε άξαφνα μαζί της άπονα και κρύα, σα να μη βρήκανε σ’ αυτή εκείνο που ζητούσανε. Κι αυτή έχει συνηθίσει στην αγάπη και στις ταραχές της. Δίχως αυτές προς τι η ζωή; Για να σκύβει ολημερίς στα πλεξίματα και στα ραψίματα, που τις αποκάνουνε τα χέρια, της θαμπώνουν τα μάτια, κι όταν έρχεται ο ύπνος να τα ξεκουράσει, να μην έρχεται πια με πλάνες φαντασίες;
Δίχως αυτές, της Μαριώς της είναι αδύνατο να ζήσει· το ξέκοψε στον εαυτό της. Δε φταίει αυτή, φταίνε τα μάτια από το δρόμο κι από το βελούχι, που τη συνηθίσανε από μια φορά να πέφτουν όλα απάνω της, να την κυνηγούν αδιάκριτα, σα να θέλουνε να τη φάνε ζωντανή.
Και τώρα αυτά τα μάτια αρχίσανε να την αφήνουν ήσυχη. Μα ίσια ίσια την ησυχία μισά η Μαριώ, η ησυχία την κάνει τώρα πάντα πιο παράξενη και νευρική·
Και λίγο λίγο αρχίζει να ξηγά την αφορμή. Όσο κι αν ακόμα της γελά ο καθρέφτης τα δικά της μάτια, οι ζαρωματιές παραπληθύνανε στο πρόσωπο της και δεν μπορούνε να κρυφτούν όλες από τα ξένα μάτια με το κοκκινάδι. Τι να πρωτοκάμει κι αυτό το δόλιο! Στο κοντινό χαλά τα δόντια μοναχά.
Και της Μαριώς πήγε και διάλεξε να κουφαλιάσει τα δυο μπροστινά. Στη συμφορά μπορούσε να βοηθήσει μόνο ο δοντογιατρός. Δοντογιατροί έχουνε συχνό πέρασμα την πόλη κοντά στον ποταμό, μα παραπαίρνουν ακριβά, άκουσε η Μαριώ. Δεκάρικα και παραπάνω. Κι αυτή μόλις οικονομά τις δεκάρες για την οκνά που θέλουν τα μαλλιά, που αρχίσανε κι αυτά να πέφτουνε λόιδα με το χτένισμα. Να ’χουνε κάνε χρώμα. Και να είναι η Μαριώ δικασμένη να βλέπει ολημερίς μπροστά της τα μαλλιά της Κούλας.
Απελπισιά, απελπισιά.
Τόσο ήτανε λοιπόν τ’ όνειρο, τόσο ήταν όλο το παιγνίδι; Το μακρύ, το αδιάκοπο, το απελπισμένο κυνήγημα μιας τύχης καλύτερης, μιας γωνιάς ζεστής και χορτασμένης ήτανε γραφτό να έχει αυτό το τέλος; Η δυστυχία η αβάσταχτη κι η υπομονή της δεν απλώνουνται λοιπόν μονάχα πίσω, δε χάνουνται στο περασμένο και δε σβήνουνε στη λησμονιά, μα ανοίγουνται πλατιά, το ίδιο αχνά και μαραζιάρικα, το ίδιο κουρελιάρικα και πεινασμένα και τουρτουριασμένα τραβούν το δρόμο τους και μπρος, ένα μακρινό, ατέλειωτο, έρημο δρόμο;
Απελπισιά, απελπισιά.
Μα πάλι μην είναι όλα φαντασιά και παραξενιά δική της; Μην τάχα την αναγελά ο καθρέφτης έτσι άνοστα και της χωρατεύει τόσο σκληρά, για να παίξει μαζί της;
Η Μαριώ τον έσπασε.
Μα ένας έφεδρος ανθυπολοχαγός, που είχε δολώσει την Κούλα εκείνον τον καιρό με τα ψεύτικα λιλιά του, όπως τα περιγελούσε η Μαριώ, αγόρασε καινούργιον της Κούλας, μεγαλύτερον και καθαρότερο και το χωρατό ξακολούθησε πιο σκληρό.
Απελπισιά, απελπισιά.
Δίπλα στο πηγάδι της κούλιας είχε σπείρει η Μαριώ την άνοιξη ανάμεσα στις φασουλιές και μια καλαμποκιά και την πότιζε καθημερινά και τη σκάλιζε όλο το καλοκαίρι. Μα ήρθε ο χινόπωρος και κείνη πέταξε μόνο στάχια, δίχως να ψομώσει τον καρπό.
Εκεί που την είδε να την ποτίζει ακόμα, η Κούλα της είπε:
- Τι παιδεύεσαι μ’ αυτή, άκαρπη θα ξεσταχιάσει η καψερή.
Η Μαριώ δεν της λησμονά το λόγο. Την άγγιξε στην καρδιά, της καίει το αίμα, της τρυπά το κορμί, της κεντά τα σπλάχνα. Η καλαμποκιά μαράθηκε· έπεσε και σάπισε. Μα η Μαριώ την έχει μπροστά της πάντα και βάζει όλα της τα δυνατά να μπει παντού εμπρός από την Κούλα, να την παραμερίσει ή τουλάχιστο να την αλικοτήσει. Ξικεύει το προσφάγι για καινούργιο βελουδάκι στα μαλλιά, τον ύπνο για τον άλικο το φιόγκο μπροστά στο στήθος. Μα τα μάτια αντίκρυ στο βελούχι δε σέρνουνται απ’ αυτά. Το ξέκοψε πως αποδώ και πέρα δεν ξαναδίνει της Παναγιούλας τα σκαρπίνια της. Κι όμως άμα γυρίζει από τον περίπατο, εκείνον που πήγε να κυνηγήσει εκεί τόνε βρίσκει να κάθεται στο βελούχι και να κοιτάζει την Κούλα στο παράθυρο. Και χυμά στην αδερφή:
- Χασκομπουρίστρα, αδιάντροπη!
Μα όσα μαλλιά κι αν της μαδά, την άλλη αυγή τα βρίσκει πάλι φουντωτά, πάλι σγουρωμένα και το στήθος φουσκωμένο κύμα.
Η Μαριώ φρενιάζει. Αν δεν ήτανε στη μέση αυτή η άπονη αδερφή, να της βγαίνει παντού μπροστά με τα στολίδια της! Σηκώνεται σιγαλά τη νύχτα, στα δάχτυλα, γλιστρά πίσω από την πόρτα, όπου είναι κρεμασμένο το φόρεμα της Κούλας, και το ξεσκίζει με τα δόντια της, ανοίγει τον κομό σιγά και κλέβει τις κορδέλες της για να τις κάψει την αυγή θαμπά, βρίσκει στο σκοτάδι τον κλώστη και της τρυπά τα γοβάκια.
- Ας μου βγει πια περίπατο η ξετσίπωτη! γυρίζει εκδικημένη στο στρώμα της.
Μα το μπαλκόνι δεν μπορεί να το γκρεμίσει, τα παράθυρα να τα φράξει.
Το άλλο βράδυ άδικα ξανατρέχει να βρει το λοχία στην ακροποταμιά. Γυρίζοντας βλέπει τον ίσκιο του να γοργοχάνεται από την αυλόπορτα της κούλιας και την άλλη Κυριακή καινούργιες πιο όμορφες κορδέλες κρέμουνται στο στήθος της αδερφής και στα πόδια της φορεί νέα ποδήματα.
Όλα λοιπόν του κάκου! Νοιώθει μια δύναμη άφαντη κι ανίκητη να τη σέρνει προς τη Φρόσω.
Κι όμως το λοχία αυτόν δεν έπρεπε να της τον πάρει η Κούλα. Δεν ήταν όμορφος, δεν είχε απάνω του αέρα πολύ και νταηλίκι, μα η ώρα δεν ήταν πια για τέτοια. Της έφτανε έτσι όπως ήταν ήσυχος και σιγαλός· έτσι κιόλας τον ήθελε. Άκουσε πως δεν είχε απαντοχές πέρ’ από την σύνταξη του ανθυπασπιστή, μα συμβιβάστηκε και μ’ αυτό. Της αρκούσε το σπίτι που είχε στο χωριό, δεχόταν ακόμα και τη γριά μάνα του να καθίσει μαζί στο σπίτι. Κορακοζώητη δε θα γινότανε.
Η Μαριώ θαρρούσε πως ξεχώριζε το σπίτι στο χωριό, στο χωριό που άσπριζε αντίκρυ, μακριά στη ρίζα του βουνού μέσα στις καστανιές, που κοκκινίζανε στο χινοπωριάτικο ήλιο σα χάλκωμα λιωτό. Ναι, έβλεπε το σπίτι κι έβλεπε και κείνον απόστρατο κοντά της. Ας είναι μόνο με το χρυσό γαλόνι στο κεφάλι κι η άλλη φορεσιά του ντρίλινη. Ήταν ευχαριστημένη κι έτσι.
Και θα τον είχε δίχως άλλο. Εκείνος αυτή πρωτοκοίταξε. Ήτανε θαρρείς, επίτηδες σταλμένος γι’ αυτή, μα, καθώς πάντα, βγήκε η αδερφή μπροστά. Πολλές στιγμές της έρχεται να πάει να πέσει στα πόδια της, να την παρακαλέσει ν’ αφήσει το λοχία ήσυχο, να τραβήξει από κείνον χέρι. Δεν είναι τώρα σα μια φορά με τον Καραφωτιά, καιρός δεν είναι τώρα για παιγνίδια. Σα θέλει αυτή παιγνίδια, εδώ είναι οι άλλοι· όλοι χάρισμά της, ας πάει να βγάλει μ’ αυτούς τα μάτια της.
Το αποφασίζει και τραβά να το κάμει, όμως αντικρίζει την Κούλα γελαστή και θροφανή, με τα μάγουλα κοκκινισμένα, με τα μάτια φωτερά σαν αναγελαστικά, κι η περηφάνια της δεν την αφήνει και προτιμά καλύτερα να της χυθεί σαν άγρια γάτα, να της ξεσκίσει τα μάγουλα και να της ξεριζώσει τα μάτια από τις κούπες τους.
Και της έγινε τώρα περήφανη και κείνη, δεν παίρνει λόγο να της πει, κοντεύουνε να γίνουν ίσες.
Η Μαριώ τραβά στη Φρόσω και φορτώνεται αυτή, που δεν τη μαζεύει σα μεγαλύτερη, που δε βλέπει πως έκαμε την κούλια θέατρο, έτσι παραμαντόνα που κατήντησε:
- Ναι, παραμαντόνα! Έβγα να ’νε ιδείς· σήκουσι στου μπαλκόνι παντιέρα. Δε φτάνει π’ νε κουλούσερνει ούλου του τάγμα στου χαλιά, τώρα τουν κινούριουνε πο’ ’πιασι τουνέ φέρνει κι στου κατώι τ’ νύχτα.
Η Φρόσω πολεμά να τη σωπάσει.
- Σαν είναι κι σ’ αρέσε’, κατέβινε κι συ στ’ν πόρτα κι μάζουνε δικάρις, της φωνάζει δυνατά η Μαριώ.
Η Φρόσω βούλωνε τ’ αυτιά να μην ακούει. Μα η Μαριώ φωνάζει δυνατότερα και στο τέλος φοβερίζει πως θα τα γράψει όλα του Γεσίλα.
- Ναι, τ’ Γεσίλα! ναν τς στείλει ένα ντέλφ’, να βγει να χουρεύ’ καρσί στου βιλούχι.
Για να την ησυχάσει η Φρόσω αποφασίζει και της λέει μια μέρα το μυστικό: ο λοχίας, που έρχεται κάποτε ως την πόρτα κι όχι ως μέσα στο κατώγι, αρρεβώνιασε κρυφά την Κούλα και σ’ αυτό έστρεξε κι η μάνα του. Σ’ ένα δυο μήνες θα το βγάλουνε κιόλα στο φόρο.
Η Φρόσω δεν είδε τη Μαριώ ποτέ τόσο όξω από τα λογικά.
Πριν αποσώσει η Φρόσω το λόγο της, η Μαριώ την άδραξε από την τραχηλιά, την έσεισε με όση είχε δύναμη και της φώναξε τινάζοντας απάνω της τα ξεπεταγμένα μάτια της:
Κι συ μαζί μ’ αυτήν! Μα άικ’ σι π’ σ’ του λέου: δε θαν τουν πάρ’, δε θα προυφτάσ’ ναν τουν πάρ’!
Και γύρισε κι έγινε άφαντη στην πόρτα.
Δε φάνηκε στον πύργο κι όλο το δειλινό. Η Κούλα, που είχε βγει το σούρουπο περίπατο με το λοχία, ένιωσε, μια στιγμή από πίσω τους τον ίσκιο της. Έπειτα τον έχασε. Άμα γύρισε στο σπίτι, η Μαριώ ήταν εκεί μα δεν κάθισε να φάνε όλες μαζί. Μια όμως και το έκανε συχνά, η Κούλα δεν έδωσε προσοχή σ’ αυτό, ούτε ρώτησε τι έχει η αδερφή της.
Όταν η Φρόσω πήγε μέσα να κοιμηθεί βρήκε τη Μαριώ πεσμένη, μα τη φοβίσανε τα μάτια της, που φέγγανε σαν αναμμένα κάρβουνα εκεί στην άκρη.
Η Φρόσω δεν απορούσε να τα βλέπει και γύρισε από το πλευρό.
Μα τα μάτια της Μαριώς μέναν ασάλευτα. Δεν τα κολλούσε ο ύπνος. Έλαμπε κει μπροστά τους ο αρρεβώνας της αδερφής, σαν κάτι τρομερό. Τον έβλεπε να γίνεται μεγάλος πύρινος γύρος και να την περικλείνει σκορπώντας φωτιές, που κάνανε να καίνε όλα τα μέλη της και που περνούσαν ίσια με βαθιά της και τη φλογίζανε και κει. Θαρρούσε πως έπλεγε σε αναμμένη θάλασσα. Έπειτα ο γύρος στένευε σιγά σιγά και την έζωνε όλο και σφιχτότερα, όλο και πυρότερα· και μίκραινε, μίκραινε πάντα καυτερός και γινότανε θηλιά κι ερχότανε να σφιχτεί γύρω στο λαιμό της. Τα μάτια της κάμανε μια στιγμή να κλείσουνε, μα απάνω εκεί της έσφιξε η θηλιά πιο δυνατά το λάρυγγα κι η Μαριώ τινάχτηκε:
- Όχι στο δικό μου, όχι εδώ, έβγαλε σχεδόν κραυγή κι ανασηκώθηκε και τέντωσε το αυτί, μην έτυχε και την άκουσε η Φρόσω. Μα την είδε γυρισμένη προς τον τοίχο, νόμισε κιόλας πως άκουσε τον υπνωμένο ανασασμό της.
Και πετάχτηκε. Πρώτ’ ανακαθιστή, έπειτα ολόρθη αφικράστηκε ξανά: Η Φρόσω κοιμότανε. Μέσα κι όξω σιγαλιά, μήτε σκύλου βάβισμα.
Η πόρτα προς την άλλη κάμαρα ήτανε μόνο γυρτή, χωρίς το τσεμπερέκι. Καθώς την έσπρωξε, δε βρόντησε μήτε σαν τρίχα που πέφτει χάμω.
Δυο βήματα κι η Μαριώ βρέθηκε σκυφτή μπροστά στο χαμηλό σοφά, όπου κοιμόταν η Κούλα γερμένη στο πλευρό. Τα παραθυρόφυλλα ήταν κλειστά και θαμπόφεγγε μόνο το καντήλι μπρος στο κόνισμα. Στο φως του η Μαριώ ξεχώρισε που ασπρίζανε στο μέτωπο της Κούλας τα χαρτάκια, που τυλίγαν τα σγουρά της.
Η Κούλα ανάσαινε ήσυχα κι είχε κλειστά τα μάτια - η Μαριώ νόμισε πως βλέπει, τ’ όνειρό της. Το στόμα της μισοανοιχτό λες την αναγελούσε και στον ύπνο.
Η απαλάμη της Μαριώς χύμηξε ίσια και το ’κλεισε, ενώ τα δάχτυλα του άλλου χεριού θηλυκώναν το λαιμό της κοιμισμένης.
Μα πριν προφτάσουνε να σφίξουνε καλά, δυο άλλα χέρια της αρπάξανε τα δικά της και μια κραυγή από πίσω της έσμιξε με τον πνιγμένο βόγκο, που έβγαινε από το στήθος της Κούλας.
Ήταν η Φρόσω, που δεν κοιμόταν όπως νόμισε η Μαριώ, μα φοβισμένη από το αγρίεμα της αδερφής, υποψιάστηκε κάτι κακό και την παραφύλαγε κάνοντας τον κοιμισμένο. Και μόλις είδε τον ίσκιο της, που πέρασε την πόρτα, χύμηξε κατόπι.
Μωρή στρίγλα, μωρή κάησσα! έβγαλε φωνή ξυπνώντας μαζί με την Κούλα και την Παναγιούλα, που κοιμότανε σε μιαν άκρη στην ίδια κάμαρα.
Μα όλες πνίξανε κει μέσα τις φωνές και μόνο η Μαριώ κι η Κούλα μείναν ορθές με ανάερα τα χέρια, σαν πετρωμένες η μια αντίκρυ στην άλλη.
Η Κούλα ξέκοψε με το λοχία κι η Μαριώ σιγά σιγά ησύχασε. Ήταν το στερνό της ξέσπασμα.
- Όλα περνούν και ξεθυμαίνουν, όλα χάνουνται και σβήνουν. Και το σαράκι, που τρώει το ξύλο, ψοφά κι αυτό άμα φάει το ξύλο, στοχάζεται ύστερα εκεί που ράβει, και βλέπει πως τα ξέχασε κι αυτή όλα κι άφησε σχεδόν αδιάφορη να κυλά τον κατήφορο, που φέρνει προς τη Φρόσω, προς τη χαρά από τη χαρά μόνο των άλλων, την παρηγοριά από το σόι μόνο, την ελπίδα λυτρωμού μόνο από τον αδερφό.
Ο δρόμος, η ακροποταμιά και το μπαλκόνι μένουνε πια μόνο για την Κούλα, η Μαριώ μοιράζεται τώρα περσότερο την έννοια με τη Φρόσω, ψάχνει κι αυτή να βρούνε ποια νύφη μες την πόλη ταιριάζει καλύτερα του αξιωματικού που περιμένουνε.
Στη νύφη δεν ξετάζεται βέβαια τόσο η γενιά, όσο η προίκα. Λογαριάζουνται τα μετρητά της μιας, τα χωράφια της άλλης. Χρυσαφικά, χαλιά και ρουχισμό έχουν όλες. Αυτά τα ξέρουνε στην κούλια καλύτερα παρά καθένας άλλος, γιατί τα περσότερα υφαθήκανε και ραφτήκανε από τις αδερφές, όχι χωρίς ελπίδα πως θα ξαναγυρίζανε σ’ αυτή μια μέρα.
- Θα το δείτε, θα το δείτε, λέει με τον εαυτό της η Μαριώ, σα ν’ απαντά σε κάποιο δισταγμό, που βλέπει στο χαμόγελο της γειτονιάς· και σκύβει τώρα πιο βιαστική στο ράψιμο.
Κι η Φρόσω εκεί που, όπως ξεχνιέται στους συλλογισμούς της, μπερδεύεται το διάσμα της στον αργαλειό, προσέχει να μην τ’ οργιστεί.
- Και συ βλουημένου, μουρμουρίζει μοναχά.
Μπορεί να βγάλει κακό λόγο για κάτι, που το περιμένει να της φέρει την ευτυχία;
Κι η ευτυχία έχει ανοίξει κιόλας τα φτερά και πετά προς την κούλια. Οι αδερφές τη βλέπουν όλο και πιο κοντά: Όλα τα πλουσιοκόριτσα της πόλης κοντά στον ποταμό περιμένουν τον αξιωματικό. Η δημαρχοπούλα με τα πολλά τα χτήματα, που τους έκανε το μεγάλο ως τώρα, τις προάλλες, που είδε την Κούλα στην αυλόπορτα σταμάτησε και τη γλυκοχαιρέτησε. Η Χριστίνα του Καταπόδη κίνησε κι ήρθε μοναχή της να δει τάχα αν έριξε η Φρόσω στον αργαλειό τις μπατανίες της. Μια τρίτη ρώτησε τη Μαριώ, που την απάντησε στο δρόμο, τι μαθαίνουν από τον αδερφό, η μάνα της αλληνής, εκεί που γύριζε με τη Φρόσω από το λείψανο, ξέταζε να μάθει πότε βγαίνει ο Γεσίλας από το σκολειό κι η μεγάλη η Ζωριοπούλα ρώτησε κιόλα τη Μαριώ προχτές σε ποιο σώμα θα βγει.
Κι άμα άκουσε στο πεζικό, αστράψανε τα μάτια της.
- Αν ήθελε στο οικονομικό, θα ’τανε τώρα από δυο χρόνια αξιωματικός, της απάντησε η Μαριώ. Μα ο γιος του Κρανιά δεν πήγε στο στρατό για το ψωμί, ούτε το θέλει το σπαθί μόνο για φιγούρα.
Η κόρη διπλοευχαριστήθηκε κι η Μαριώ το λέει και το ξαναλέει στις αδερφές:
- Θα το δείτε, θα το δείτε· όλες θα τσακιστούνε ποια να τον πρωτοπάρει.
Και τα γράφουν το Γεσίλα και τον περιμένουν.
Μα όταν πήρε και σίμωσε ο καιρός να ’ρθει, τους έγραψε και κείνος να φροντίσουνε να του στείλουν τα παρτικά για τα χρυσάφια και τα σιδερικά, που θα του χρειαστούνε όταν κολλήσει το γαλόνι.
Η Φρόσω το λογάριαζε από μιας αρχής και φρόντιζε να κρύβει στο κατώγι κάτω από μια πέτρα ό,τι περίσσευε αποδώ αποκεί. Όμως άλλες ανάγκες την κάνανε και τα ξανάβγαζε. Κι έλπιζε πάντα στο θεό και στα βραδινά τρεξίματα στους φίλους.
Θα ’μενε με την ελπίδα, αν δε βοηθούσε το αναπάντεχο. Σεισμός γερός τράνταξε ξαφνικά την πόλη κοντά στον ποταμό. Μαζί με τ’ άλλα σαράβαλα του τουρκομαχαλά μισοσωριάστηκε κι η κούλια του Σουλιώτη καπετάνιου. Οι τοίχοι της, κατά τη γνώμη του μηχανικού της επαρχίας, γίνανε κίντυνος για το γένος του Κρανιά και τ’ όνομα των ορφανών του γράφηκε από τα πρώτα στον κατάλογο των σεισμοπαθημένων.
Μα πάλι το βοήθημα, που ήρθε από το κράτος, ήτανε κρίμα να ξοδευτεί στους τσούσηδες και στους μαραγκούς. Βιάζαν άλλες πιο απόλυτες ανάγκες. Χωριστά από σπαθιά, καπέλα και σιρίτια, χρειαζότανε και μια καρέκλα να καθίσει ένας μουσαφίρης, ένα φλιτζάνι για να πιει καφέ, περούνια, πιάτα, το ’να τ’ άλλο, τέλος ένα τραπέζι με γερά ποδαρικά. Ο αξιωματικός της κούλιας δεν μπορεί να τρώει σταυροπόδι στο σοφρά, σα μια φορά ο πατέρας. Όσο για τους τοίχους, θα προφτάσει εκείνος να τους ξεκαινουργώσει από τα θέμελα, πριν ξανασειστεί η γης. Για την ώρα φτάνει να μπαλωθούν οι σκισματιές με τον ασβέστη, ίσια ίσια να μην φαίνουνται και να τρομάζουνε, φτάνει ν’ ασπριστεί απόξω κι από μέσα η κούλια για το καλό δέξιμο του καπιτάνιου.
Όλα ήρθανε δεξιά κι ο Γεσίλας πήδησε από το αμάξι στην αυλόπορτα της κούλιας κατακαίνουργος κι αρματωμένος. Η γειτονιά, που ως τα σήμερα τέντωνε τ’ αυτιά ν’ αφικραστεί μην μπερδευτεί στον πίσω φράχτη καμιά σπαθολόγχη, που τον πηδούσε βιαστικά το σούρουπο, βγήκε τώρα κι ακούει το βρόντο του αστραφτερού μακριού σπαθιού, που ανεβαίνει ξαμολυτό την πέτρινη σκάλα της κούλιας.
Οι αδερφές λαμποκοπούν από χαρά και δε χορταίνουν το λυγερόκορμο αξιωματικό: Είν’ ο Γεσίλας αυτός με το μακρύ σπαθί, με τ’ αργυρόλαμπα αστεράκια στο λαιμό, με τις ολάστραφτες λουστρινένιες μπότες;
Η Μαριώ τις ξεσκονίζει απαλά απαλά με την ποδιά της, αφού η Φρόσω έκαμε πρωτύτερα τον αδερφό να τρομάξει με τη φαγωμένη παλιόβουρτσα της κούλιας, που πήγε κι έφερε.
- Φεύγ' αποκεί, μουρή· θα μ’ τς χαρακιάεις μι του μιστρί σ’, της φώναξε.
Κι οι τρεις τον αγκαλιάζουν και τον ξαναγκαλιάζουνε μην ξέροντας τι να πρωτοχαρούν τον αδερφό ή τα στολίδια του.
- Γιατί έβαλες τόσου στινό γαλόνι στου καπέλου; ρωτά η Κούλα, κι ας είχε βάλει ο Γεσίλας το πλατύτερο που βρήκε.
- Τι όμορφ' που ’ναι! ξεφώνησε η Μαριώ, σαν πήρε η ματιά της τη νικέλινη αλυσίδα, που είχε ο ζωστήρας του σπαθιού του αντίς για κοντό λουρί:
- Είναι τς μόδας ή νέους κανουνισμός;
- Μαντύου έφκιασες ή αδιάβροχου; ρώτησε κι η Φρόσω, που ακολουθούσε και κείνη από το κατώγι της τη στρατιωτική πρόοδο του τόπου.
- Σ’ πααίν’νε καλά κι τα μακριά τα πιντιλόνια; ξαναρώτησε ύστερα.
Η Κούλα θυμήθηκε και την άσπρη μπλούζα κι η Μαριώ θέλει να τόνε δει ίσια κι όλα με τη μεγάλη στολή.
Μα για να τη ντυθεί ο Γεσίλας, ανοίχτηκε το φορτσέρι του κι απάνω απάνω προβάλανε δυο καπελίνα.
Ήτανε τα χαρίσματα, που έφερνε της Μαριώς και της Κούλας.
Ο Γεσίλας φόρεσε τη στολή, μα η Μαριώ, που το γύρεψε, τώρα δεν τον προσέχει.
Μόνο η Φρόσω καμαρώνει τις χρυσές σπαλέτες, σιάζει τη ζώνη στη μέση του, ρωτά πόσο αγόρασε την τσόχα, πόσα έδωσε για ραφτικά, βρίσκει πού φουσκώνει και πού μαζώνει.
Καπελίνα με φτερά. Ως την ώρα λούσο άγνωστο στην κούλια. Η Κούλα τα βλέπει σα χελιδόνια νέας ζωής και κόλλησε μπρος στον καθρέφτη, το θυμητικό του εφέδρου. Τώρα τον ήθελε να την έβλεπε με το καπέλο!
Η Μαριώ σα να φοβάται ωστόσο να σιμώσει στον καθρέφτη. Μια ματιά, που έριξε κει από μακριά, της έδειξε στο πρώτο χαμογέλασμα κάτω από τα φτερά του καπελίνου αποφαγωμένα ολότελα τα δυο μπροστινά της δόντια. Κι έμεινε κει σα μαρμαρωμένη.
- Ε, Μαριώ, με πιάνει το μάτ’ σ’; σ’ αρέσου; ρώτησε ο αδερφός κορδωμένος και γελούμενος.
Η Μαριώ κούνησε το κεφάλι, σα να μην άκουσε καλά. Περσότερο προσέχει την Κούλα, που όλο και σιάζει τα μαλλιά της μπροστά στον καθρέφτη και ρωτά και ξαναρωτά κι αυτή πώς της στέκει το καπέλο.
- Μας σκότ’σις μι δαύτο, ξέσπασε τέλος η Μαριώ.
- Σαν κι θα σι γνοιάσ’, αν πιάσ’ μέσα του φαί.
Της έριξε άλλη μια άγρια ματιά και πάει μέσα στην άλλη κάμαρα.
Η Κούλα αποπαρμένη έβγαλε και κείνη το καπέλο κι έπιασε να στρώσει το τραπέζι με την Παναγιούλα, που σ’ όλο το αναμεταξύ έστεκε στην πόρτα αμίλητη, μα χτενισμένη σήμερα και με πλυμένα πόδια.
Η Φρόσω άφησε τον αδερφό να κοιτάζεται μόνος στον καθρέφτη και πάει να βοηθήσει και κείνη στο φαγί, που μαγερεύεται στη γωνιά του χειμωνιάτικου. Ο πύργος δεν είχε ξεχωριστή κουζίνα.
Βρήκε τη Μαριώ, που ετοίμαζε ν’ αυγοκόψει τη σούπα, με λεμόνι σήμερα χάρη του Γεσίλα. οι αγουρίδες της κληματαριάς είχανε παραγλυκάνει.
Έλα, καημένη, κάνε λίγου γλήγουρα κι του Γισίλα τουν πείνασι, της είπε χαμογελαστά.
- Σαν κι είμι γω φουτιά, απάντησε απότομα η Μαριώ χωρίς να την κοιτάξει.
Η Φρόσω δεν ξαναμίλησε· φύσηξε μόνο τη φωτιά.
Στον πύργο μαγερεύανε με φρύγανα και τσάκνα, που μάζευε και κουβαλούσε στην πλάτη της ή στο κεφάλι η Παναγιούλα από τις γύρω ράχες.
Και καθώς η Φρόσω σύμπησε με την ποδιά της, τούφα καπνός πετάχτηκε μαζί με στάχτη προς τη Μαριώ.
- Στραβέλου! Μο’ ’βγαλες τα μάτια, φώναξε τούτη με θυμό, σκεπάζοντας με τα χέρια το πρόσωπο: Στουν άνεμου δω πούρθις· σ’ ούλα μπιρδεύισι!
Η Φρόσω σώπασε ξανά.
Τέλος έγινε η σούπα. Επειδή έλειπε σουπιέρα από την κούλια η Μαριώ την κένωσε ίσια στα πιάτα κι η Κούλα τα ’φερνε στο τραπέζι ένα ένα.
Η Παναγιούλα είχε πάει για κρύο νερό.
- Για ποιον αυτό; ρώτησε η Μαριώ και κοίταξε την Κούλα, όταν της άπλωσε και πέμπτο πιάτο.
- Για την Παναγιούλα.
- Αυτή τρώει κι απ’ τον τέτζερ', είπε η Μαριώ κι ακούμπησε στο γωνολίθι την ξύλινη κουτάλα.
Η Φρόσω την κοίταξε.
- Τι, δε θα κάτσ’ η Παναγιούλα στου τραπέζ’; είπε η Κούλα ξαφνισμένη.
- Άλλου δε μας έλιπι απάντησε η Μαριώ και σηκώθηκε από τη γωνιά, όπου ήτανε σκυμμένη.
- Ψήλουσ' η μύτ’μας, μουρμούρησε η Κούλα, μα η Φρόσω την έσπρωξε στην άλλη κάμαρα.
- Μη θέλεις ναν τς βάλουμι καπέλου κιόλας; Δεν τς δίνεις του θ’κό σ’; της φώναξε η Μαριώ κατόπι.
- Καλουπιάσματα, για να μας πααίνει καλύτιρα τα ραβασάκια, ξακολούθησε της Φρόσως, που γύρεψε να την ησυχάσει μην ακούσει κι ο Γεσίλας.
- Ακούς ικεί! θα φάμι κι μι πλυστρουπούλες.
- Δεν τρώμι τόσα χρόνια τώρα; Η Φρόσω θέλησε να τη φέρει στη λογική με το καλό.
Μα η Μαριώ έμεινε αμετάπειστη κι η Φρόσω έδωσε τόπο της οργής.
Κι έτσι σε λίγο μόνο τα τέσσερα αφιλονείκητα παιδιά του Θώμου Κρανιά καθίσανε στο πρώτο ευτυχισμένο γιόμα, που έβλεπε η σκεπή της κούλιας από τον παλιόν καλό καιρό της.
Ο Γεσίλας έτρωγε μ’ όρεξη κι αυτό μόνο χόρταινε τη Φρόσω.
Η Κούλα ξέχασε και το μάλλωμα με την αδερφή και το πώς δεν έγινε το θέλημά της να καθίσει η Παναγιούλα στο τραπέζι. Άστραφτε ολόβολη, όσο έβλεπε το καπελίνο αντίκρυ στον κομό. Πότε να τελειώσει μόνο το φαΐ, για να το ξαναδοκιμάσει. Αν και στέκει ορθή στην πόρτα η Παναγιούλα για ό,τι χρειάζεται, η Κούλα βρίσκει πάντα κάποια αφορμή να σηκωθεί να το κοιτάξει κι από το πλευρό.
- Γισίλα, καλώς ήρθις! Πάντα μ’ υγειά κι ό,τι πιθ’μάει η καρδιά σ’, άρχισε πρώτη η Φρόσω τις ευχές.
Ο Γεσίλας άδειασε το ποτήρι του κι αφού ξανάδειασε σε λίγο και το πιάτο, σήκωσε το ποτήρι κι αυτός
- Ότ’ πιθ’μάει κι σένανε η καρδιά σ’, Φρόσω!
Τα μάτια της Φρόσως θολώσανε:
- Νάτανε κι ου κακουμοίρ’ς ου πατέρας!
Και με το λόγο ανατρίχιασε. Σα να πετούσε αληθινά τριγύρω εκεί το πνεύμα του Θώμου Κρανιά και την άγγιξε.
Ο Γεσίλας είχε σκύψει στο πιάτο του με το χαλβά, που του είχε σερβίρει πριν η Φρόσω.
- Πουτέ μ’ δεν έφαγα τέτοιου σαπουνγέ. Ποια απ’ ούλες σας τουν έφκιασι;
- Μάντιψι!
- Ποια άλλη απ’ τ’ Μαριώ. - Έλα στην υγειά σ’, Μαριώ! Κι ο Γεσίλας τσίγγρισε μαζί της.
Μα η Μαριώ είχε χάσει την όρεξη.
- Με σύγχυσε αυτή η βρόμα· ακούς εκεί να θέλει να τη βάλει στο τραπέζι! γυρεύει να δικαιολογήσει μέσα της την ανορεξιά.
Μα όσο και να ζητά να το κρύψει από τον εαυτό της, το αιστάνεται πως δεν είναι αυτός ο λόγος. Μια θλίψη αόριστη καθίζει μέσα της και δεν την αφήνει να χαρεί κι αυτή μαζί με τις άλλες τον αδερφό, που αστράφτει αντίκρυ της - ο Γεσίλας κάθισε στο τραπέζι όπως βρέθηκε με τη μεγάλη στολή. Στιγμές νικά τη θλιβερή διάθεση και γελά και παίρνει μέρος στην ομιλία, μα η ματιά της πέφτει πάλι στο καπελίνο, που την κοιτάζει από τον καναπέ, όπου το έριξε πρωτύτερα, και το σύννεφο της θλίψης ξαναπλώνεται βαθιά της. Κάτι παλιό, σβησμένο αναταράζεται κει, σα μέσ' από τη στάχτη του. Πολεμά να το σιγάσει, μα δεν μπορεί· δεν αφήνει το καπελίνο από τον καναπέ. Η Κούλα λαχταρά πότε να ξαναπιάσει στα χέρια το δικό της κι η Μαριώ μόλις βαστιέται και δεν τ’ αρπάζει και τα δυο να τα πετάξει από το παράθυρο. Δεν τα υποφέρει να τα βλέπει εκεί. Το δικό της ήτανε στολισμένο μ’ ένα πράσινο πουλί κι η γυάλινη ματιά του της φαίνεται πως την κοιτάζει αναγελαστικά, η κόκκινη μυτίτσα του σα ν’ ανοιγοκλείνει και να της σφυρίζει μελαγχολικά, θλιμμένα:
- Τι να με κάμεις τώρα πο’ ’ρθα!
Ο Γεσίλας ξανασηκώνει το ποτήρι με ξαναμμένο πρόσωπο από το φαγί κι από το σφίξιμο της μεγάλης στολής:
- Βίβα, κορίτσια, στην υγειά μας!
Η Μαριώ πίνει και κείνη με βιασμένο χαμόγελο τη λησμονιά του περασμένου.
Γιατί το περασμένο θέλει σήμερα ν’ αναστηθεί ολόβολο, κάποια όνειρα, που τα θαρρούσε πεθαμένα για πάντα, ξυπνούν την ώρ’ αυτή και κλαίνε γύρω της και την ξεσκίζουνε μέσα της με τα πετρωμένα τους φτερά. Ο ολάστραφτος κι ολόχαρος αξιωματικός, που έχει αντίκρυ, της φέρνει επίμονα στη θύμηση μιαν άλλη όψη, που την ονειρεύτηκε μια μέρα στο πλευρό της έτσι χαρούμενη και χρυσοστόλιστη και για να λέει την αλήθεια με πόθο θερμότερο παρότι ονειρεύτηκε τον αδερφό. Η όψη αυτή, που τα μοιασίδια της είχανε ξεθωριάσει πια στη θύμηση με τον καιρό, ξαναστέκει τώρα μεμιάς ολοζώντανη μπροστά της. Τη βλέπει αχνή και μελαγχολική σε μιαν άκρη κι η Μαριώ δεν ξέρει μη δε βαρυθυμά περσότερο για κείνη παρά για τον εαυτό της.
Γιατί, ας λέγαν ό,τι θέλανε οι κακές γλώσσες, η Μαριώ αγάπησε μ’ όλη την καρδιά τον πιλοχία της, τον ξάδερφο με το ξανθό μουστάκι, που, ποιος το ξέρει πού μαραζώνει και κείνος, επιλοχίας ακόμα· ναι, τον αγάπησε κι έπλεξε με το νου της κάποια ευτυχία μαζί του μακρύτερη από την ευτυχία της στιγμής. Η χαμένη αυτή ευτυχία ταράζεται τώρα, σα βουρκόλακας στο σάβανό του, κι η Μαριώ δεν μπορεί να κρατήσει τα δάκρυα.
Η Φρόσω τα νομίζει δάκρυα χαράς και κλαίει και κείνη στο πλευρό της αγκαλιάζοντας τον αδερφό. Είτε τα δάκρυα των αδερφάδων είτε τα ποτήρια το κρασί ανταρέψανε την καρδιά και του αδερφού και τα μάτια του θολώσανε. Η Κούλα για να μην κλάψει κι αυτή, σηκώθηκε και βγήκε στο μπαλκόνι.
Μα η λαύρα του μεσημεριού άπλωνε την πνιγερή σιγαλιά στο βελούχι αντίκρυ.
Ξαναγύρισε μέσα και πήρε να σηκώνει το τραπέζι με την Παναγιούλα.
Ο Γεσίλας, κουρασμένος από το ταξίδι κι από το φαγί, έπεσε να ησυχάσει στη μέση της σάλας, όπου του στρώσανε για τη δροσιά. Η Φρόσω ξάπλωσε κι αυτή, η Κούλα πήρε το καπέλο της και πήγε μέσα κι η Μαριώ κάθισε μόνη στο παράθυρο.
Δοκίμασε πρωτύτερα να πλαγιάσει και δεν μπόρεσε. Ο νους της ζητούσε αέρα. Μα πού αέρας στη φλόγα του μεσημεριού! Σε λίγο βαθιά σιωπή απλώθηκε γύρω της. Δεν άκουγε άλλο από το ρουχαλητό του Γεσίλα και της Φρόσως κι από τους τζίτζικες, που φλυαρούσαν όξω στη μελικοκκιά. Ο δρόμος ήταν έρημος και βλογισμένος.
Η Μαριώ έπεσε πάλι σε θλιμμένους στοχασμούς ρίχνοντας το βλέμμα χαμένο στα βουνά, που τυλιγμένα τη μεσημεριάτικη άχνα πυρωνόντανε μακριά στο βάθος στον ήλιο του Αλωνάρη.
Όσο που αποκοιμήθηκε κι αυτή σκυμμένη στο περβάζι του παραθυριού.
Όταν ξανάνοιξε ύστερα τα μάτια, η άχνα είχε σκορπίσει κι από τα βουνά κι από βαθιά της. Ένα βάρος της έσφιγγε μονάχα το κεφάλι, το ίδιο βάρος, που παραπονεθήκανε πως είχαν κι η Φρόσω κι ο Γεσίλας, όταν ξύπνησαν έπειτα κι αυτοί.
- Μην ξαναπάρτε κρασί απ’ τουν ίδιον τ’ βάνει σπίρτο ου κερατάς, είπε ο αδερφός καθώς σηκώθηκε από το στρώμα του και πήγε και κάθισε στον καναπέ.
Η Παναγιούλα ήρθε μέσα να σηκώσει τα ρούχα από χάμω.
- Άσ’ τα σκι’τιά κι σύρι βγάλε πρώτα ένα σατίλι κρύου νερό, είπε ο Γεσίλας.
Και τεντώθηκε και χασμουρήθηκε.
- Άιντε γλήουρα, τα σ’κώνου γω τα σκι’τιά, πετάχτηκε η Φρόσω και τεντώθηκε και χασμουρήθηκε κι αυτή.
- Άιντε γλήουρα, τσακίσ’, φώναξε κι η Μαριώ, που γέμιζε το μπρίκι, να ψήσει τον καφέ.
Η Κούλα έλειπε· είχε πάρει το καπέλο και πήγε να το δείξει στη γειτονιά.
Ο Γεσίλας είχε ξαναμισοαποκοιμηθεί, όταν η Φρόσω τόνε σκούντησε να του πει πως ήρθε το νερό.
- Α μπράβο, πού ’ναι το; μουρμούρισε.
- Όξου στου νεροχύτ’.
Ο Γεσίλας βγήκε κει, στην κορφή της σκάλας, αντίκρυ στην πόρτα του οντά, όπου ήταν ο νεροχύτης.
- Έλα, άδειασε μ’ του ίσα στου κιφάλι· μα του νου σ’, μη μι κάμ’ς λούτσα, είπε της Παναγιούλας, που περίμενε ορθή με το νερό. Κι έσκυψε το κεφάλι.
Η Παναγιούλα τον κοίταξε λίγο δισταχτικά, μα ύστερα υπάκουσε.
Δεν είχε αδειάσει όμως όλο το νερό, όταν άξαφνα κάτω από την αυλή ακούστηκε βρόντος σπαθιών.
- Στρατάρχα, τώρα μ’ ξυπνάς; φώναξε κιόλα μια λαλιά μπροστά στη σκάλα.
Ο Γεσίλας τη γνώρισε:
- Καλώς του Νάκα· έλα, έλ’ απάν’. Τα νερά τρέχανε στα μάτια του και δεν μπορούσε να τ’ ανοίξει.
Τα βήματα ανεβαίνανε τη σκάλα.
- Ποιος άλλος είναι; ρώτησε ο Γεσίλας, ακούοντας πως τα σπαθιά ήτανε δυο.
- Μάντεψε τον! απάντησε μια δεύτερη φωνή.
- Μωρέ, ου Κουλουμπέρδας! — Νο μ’ ιδώ τ’ν μπόλια.
Η Παναγιούλα του την έδωσε κι ο Γεσίλας σφόγγισε το πρόσωπο:
- Πως βρέθ’κις εδώ, βρε Τιμολέο; Δεν είσ’ να σ’ν Κέρκυρα; είπε ανοίγοντας τα μάτια.
- Είμαστε μεις για μακαρούνια κι πουλπέτις; Πήγα να σκάσου για παγίδ’, απάντησε ο Τιμολέος.
- Κι για τζουρνά, πρόστεσε ο άλλος αξιωματικός.
- Ελάτε, μπάτε μέσα· έμαθα είναι δω κι ου Σκλέπας. Ούλοι εδώ. Τι έχει να γένει!
- Θα τουν κάψουμι τον τόπου, είπε ο Κουλουμπέρδας.
Ο Γεσίλας αποσκουπίστηκε κι αγκαλιάστηκε και φιλήθηκε με τους φίλους του. Ήτανε συμμαθητές του βγαλμένοι τον περασμένο χρόνο από το σκολειό.
Η Φρόσω μόλις άκουσε όξω τις φωνές, πρόφτασε και σήκωσε από χάμω από τον οντά τα ρούχα· και πέρασε στην άλλη κάμαρα να βάλει τις παντόφλες της και να σιάξει λίγο τα μαλλιά.
Ο Γεσίλας με τους φίλους του μπήκανε στον οντά.
— Μι τ’ μιγάλι στουλή σ’ ηύραμε, είπε ο ένας απ’ αυτούς χτυπώντας με την άκρη του σπαθιού του τα λουριά, που κρεμόντανε λυτά κάτω από την πουκαμίσα του Γεσίλα.
- Σ’ πάνε καλά, μωρέ; Έλα, ντύσ’ να σι ιδούμι. Γι’ αυτό ήρθαμε, πρόστεσε ο άλλος.
- Τώρ’ αμέσους· σταθήτι νια στιγμή.
Κι ο Γεσίλας φώναξε τη Μαριώ.
Αντίς αυτή, παρουσιάστηκε η Φρόσω και χαιρέτισε τους αξιωματικούς.
- Τα σκ’τιά μ’, να ντ’θού. Τ’ν γκιλότα μ’ κι τη λ’νη τ’ μπλούζα, της ζήτησε ο Γεσίλας.
Η Φρόσω σταμάτησε:
- Ποια γκελότα; - πώς τ’ν είπις;
- Του κουντό μ’ του βρακί, μουρή! Πες τς Μαριώς, ικείνη ξέρ’, φώναξε ο Γεσίλας ανυπόμονα.
Η Φρόσω πήγε και τα ’φερε από την άλλη κάμαρα.
- Μα γιατί δε φουρείς το λινό του πιντιλόνι; είπε κει που του τα ’δινε.
- Τι κάτασπρους θέλεις να βγου; Σα μυλουνάς, απάντησε ο Γεσίλας γελώντας.
- Δε συνηθείται πλια, είπε ο Κουλουμπέρδας.
- Φόρισι κάνε του μακρύ σ’ του τσόχινου, επίμενε η Φρόσω, που βιαζότανε να τόνε δει και μ’ αυτό. Καψόπιδο, θα σκάεις μι τς μπότες. Να πάου ναν του φέρου;
- Όχι· θέλει πρώτα λίγου σιδέρουμα.
- Να βάλουμε το σίδηρο.
Το γέλιο του Γεσίλα την έκοψε:
- Θ’μάτι π’ σιδέρουνε τ’ φ’ στανέλα τ’ πατέρα, είπε ο Γεσίλας και κοίταξε τους συναδέρφους του.
Η Φρόσω χαμογέλασε βιασμένα. Δε της άρεσε ο λόγος. Μα «έτσ’ είν’ τα παιδιά», είπε μέσα της και του το συχώρεσε.
- Έλα, έλα, ντύσ’ τώρα, φώναξε του Γεσίλα ο Νάκας Κλωστογιωργόπουλος, όπως λεγόταν ο άλλος αξιωματικός· δεν είμαστι να κάτσουμι πουλύ.
- Έχετε υπηρεσία; έχετε πουλλή δ’λειά στου τάγμα; ρώτησε ο Γεσίλας πιάνοντας να ντυθεί.
- Κόπ’καμε. Ούλη μέρα πρέφα κι τριόνφο, είπε ο Κουλουμπέρδας.
- Ζουή κι κότα το λοιπόν, γέλασε ο Γεσίλας. Μα καθώς έκαμε να δέσει το παντσάκι, του έμεινε στα χέρια.
Φουρκίστηκε:
- Να πάρ’ ου διάουλους· ηύρις ’ν ώρα να κουπείς!
- Στέκα να σ’ του ράψου νια στιγμούλα, πετάχτηκε η Φρόσω και κίνησε να πάει να φέρει τη βελόνα.
- Άσε· του δένου, καλύτερα, είπε ο Γεσίλας.
Η Φρόσω έσκυψε να τόνε βοηθήσει, μα δε δενότανε· είχε πολλούς κόμπους από πριν.
- Πατσαλή είσι, καψαρή· άσ’ του, δε δένετι. Σύρι βγάλε μ’ άλλου απ’ του σιπέτ’. Τούτο είναι βρόμιο κιόλας απ’ του δρόμου, σκούντησε ο Γεσίλας την αδερφή.
Η Φρόσω πήγε και το έφερε κι ο Γεσίλας πήρε να το φορέσει. Μόλις όμως ξαναβγήκε η Φρόσω, οι φίλοι σηκώθηκαν και δεν τον αφήνανε να ντυθεί.
- Θα μι τσικλίστι! αφήστι μι! εσείς είσαστι π’ διάζουστανε; τους έσπρωχνε γελώντας ο Γεσίλας.
Μα οι συνάδερφοι του θυμηθήκανε τα χωρατά τους μια φορά μέσα στους θαλάμους του σκολειού.
Κι η Κούλα, που γυρίζοντας από τη γειτονιά με το καπέλο της στο χέρι μπήκε άξαφνα στην πόρτα, βρήκε άξαφνα τον Κουλουμπέρδα να κρατά το ένα μπουζουνάρι, ενώ ο αδερφός της πολεμούσε να φορέσει το άλλο.
Ο Γεσίλας μπόρεσε τέλος να τα φορέσει και τα δυο και να γυρίσει να συστήσει την αδερφή στους φίλους του.
Η Κούλα γνώριζε μόνο τον έναν, τον Κλωστογιωργόπουλο, από τον καιρό που ήταν υπαξιωματικός στο κάστρο. Τον Κουλουμπέρδα τον έβλεπε πρώτη φορά.
- Τα παιδία παίζει, είπε τούτος κατακόκκινος και ξανακάθισε στον καναπέ, αφού χαιρέτισε με βαθύ σκύψιμο.
Η Κούλα δεν κατάλαβε καλά το αστείο, μα γέλασε. Τα δόντια της δεν ήταν τόσο φαγωμένα ακόμα, ώστε να φοβάται να τα δείξει.
- Σας συγχαίρου διά τον αδερφόν σας, πρόστεσε ο Κουλουμπέρδας κι η Κούλα τον ευχαρίστησε ξαναδείχνοντας με χαμόγελο τα δόντια της.
Ο Γεσίλας παραπέρα ντυνότανε.
- Κούλα, έλα ίσιαξι απού πίσου τς σούφρις, φώναξε της αδερφής, όταν είχε φορέσει και την μπλούζα του.
Η Κούλα πήγε και τόνε βοήθησε, ενώ εκείνος χτένιζε τα μαλλιά και το μουστάκι στον καθρέφτη εμπρός.
- Έτοιμος; ρώτησε ο Κλωστογιωργόπουλος από την κασέλα, όπου ήταν καθισμένος.
Ο Γεσίλας προχώρησε μπροστά τους παίρνοντας στάση προσοχής:
- Διατάξατε, κύριοι ανθυπολουχαοί!
Η Φρόσω, που ξαναμπήκε, τόνε χάδεψε στον ώμο.
- Ωραία σ’ πααίν’νε, είπε ο Κουλουμπέρδας.
- Του καπέλου δε μ’ παραρέσ’ μοναχά, είναι πουλύ σ’ κουτό απού πίσου, παρατήρησε ο Κλωστογιωργόπουλος.
Ο Γεσίλας είπε πως είναι το νέο σχέδιο κι ο Κλωστογιωργόπουλος βεβαίωσε πως το είδε κι αυτός σ’ έναν του πυροβολικού.
- Κι μένα ψ’λό μ’ φαίνετι, έκαμε να πει κι η Φρόσω. Μα ο αδερφός την έκοψε απότομα:
- Που ξέρ’ς ισύ απ’ αυτά! Σύρι μέσα κι φκιάσι τον καφέ.
- Τουνέ φκιάνει η Μαριώ, μουρμούρισε η Φρόσω σα βρεμένη γάτα.
- Κι σεις ποίαν γνώμην έχιτι, δισποινίς; ρώτησε την Κούλα ο Τιμολέων Κουλουμπέρδας.
Η Κούλα πρώτη φορά άκουε τη λέξη και της άρεσε:
- Αφού είναι του περιβολικού, είναι καλύτιρου, απάντησε χαμογελώντας.
- Ώστ’ εκτιμείτε καλύτερα το πυρουβουλικόν; της χαμογέλασε κι ο αξιωματικός.
Η Κούλα συμπλήρωσε το κοπλιμέντο της:
- Όχι ιγώ μαναχά, η κοινουνία ούλι.
- Όπους κι να ’ναι, του περιβουλικού έχει άλλη χάρ’, είπε από την άκρη κι η Φρόσω κι έξυνε το πόδι της κάτω από το γόνα.
- Τ’ν κακή ψυχρή κι τ’ δυανώ σας· ό,τ’ ακούτι τσαμπ’νάτι. Του πυρουβουλικό πάει, ξέπισι, του μέλλον είναι στου πεζικόν.
- Άντι, μουρή Κούλα, φέρι τουν καφέ, έκοψε τη συζήτηση ο Γεσίλας.
Η Κούλα έφυγε και πάει στην άλλη κάμαρα.
Η Μαριώ την περίμενε στην πόρτα:
- Ε, πού ’ναι τα;
- Τι να σ’ κάμου, δε σ’κώνεται, απάντησε η Κούλα βιαστικά.
- Πού σ’ αφήν’νε οι γλυκουκ’βέντις με τουν άλλονε, είπε θυμωμένα η Μαριώ.
- Δεν ήρθα για καυγάδις· ου Γεσίλας μ’ έστ’λε για τς καφέδις. Τς έφκιασις;
- Άλλη όρεξ’ δεν έχου, να σας φκιάσου κι καφέδις. Κι η Μαριώ κάθισε φουρκισμένη στην άκρη.
Ο λόγος ήτανε σοβαρός. Όταν ακούστηκαν πρωτύτερα στη σκάλα οι φωνές των αξιωματικών, η Μαριώ έτρεξε στον οντά να πάρει από την κασέλα τα γοβάκια της, που τα είχε κλειδωμένα εκεί από το φόβο μην τα πάρει η Παναγιούλα, μα δεν πρόλαβε. Ο ευλογημένος ο Γεσίλας είχε σωριάσει τα ρούχα του απάνω στην κασέλα κι όσο να τα σηκώσει αυτά η Μαριώ, οι ξένοι μπήκανε μέσα. Και σα να μην έφτανε αυτό, έβαλε ο διάβολος τον έναν τους και κάθισε απάνω στην κασέλα και μήτε η Φρόσω μήτε η Κούλα θέλουνε να του ζητήσουνε συμπάθιο και να τόνε σηκώσουνε μια στιγμή.
Κι έτσι, ενώ οι άλλοι γελούν και χωρατεύουνε μες τον οντά, η Μαριώ κλείστηκε στο χειμωνιάτικο. Πώς να ’βγαινε στους ξένους με τα πατίκια, που είχε μοναχά στα πόδια; Δοκίμασε τα λαστιχένια της παλιοστίβαλα, που βρισκόντανε σε μιαν άκρη του κατωγιού, μα βγαίναν απ’ αυτά όξω τα δάχτυλα, φόρεσε πάλι τα πατίκια και κατέβασε μακρύτερα το φόρεμα, μα φαίνεται μια σιχασιά το φόρεμα.
- Τι ντρέπισι, μουρή; Σαν κι θα σι τ’ράξ’νε στα πουδάρια; Δε γλέπ’ς ιγώ — της είπε η Φρόσω και της έδειξε πως ήταν και ξεκάλτσωτη.
Κι αυτό την έσκασε περσότερο. Η Μαριώ, όσο κι αν το ένιωθε πια πως πέρασε τη νιότη και σίμωσε τη Φρόσω στις φροντίδες, όμως δε χωρίστηκε κι ολότελας από τη ζωή του κόσμου. Δεν έφτασε ακόμα στη σειρά της Φρόσως. Αν είχε φτάσει, δε θα της έφερνε ο Γεσίλας, καπελίνο, μα σκέπη μαύρη, καθώς έφερε κεινής. Πώς περνά λοιπόν στο νου της Φρόσως πως μπορεί να βγαίνει στον καθένα όπως φτάσει, σαν και δαύτη;
Η Κούλα έψησε μόνη τους καφέδες, τους έβαλε στο δίσκο και ξαναπάει μ’ αυτούς στη σάλα.
Η Μαριώ έμεινε πάλι μόνη με τη σκάση της. Από τη χαραμάδα της πόρτας κοιτάζει να δει τι γίνεται στη σάλα, μα βλέπει μονάχα τη ράχη της Φρόσως, που κάθεται κοντά κοντά στην πόρτα. Την Κούλα δεν μπορεί να τη δει, πού είναι καθισμένη, μόνο το γέλιο της ακούει. Να, ο αξιωματικός της ξαναλέει κάτι.
Μα ο Γεσίλας γύρεψε τώρα τη μεγάλη του στολή κι η Φρόσω ήρθε στο χειμωνιάτικο για να την πάρει. Η Μαριώ χύμησε απάνω της:
- Κουταημάνα, δεν μπορείς να τόνε σ’κώσεις!
- Πώς να κάμου; Τώρα έβαλε κι τουν καφέ μπροστά τ’ στ’ν καθήκλα. Ντρέπουμι, μουρή, της απάντησε βιαστικά η Φρόσω κι έφυγε με τη στολή.
Η Μαριώ δε βαστά πια. Μέσα ξαναφόρεσε ο Γεσίλας τη μεγάλη στολή και κρέμασε και το σπαθί. Κάποιος από τους αξιωματικούς είπε κάτι για την αλυσίδα του ζωστήρα. Τα μούτρα του, δεν του άρεσε! Την είπε αντικανονική. Από τη ζήλεια του, γιατί ο δικός του θα ’χει λουρί. Έπρεπε να είναι μέσα αυτή να του δώσει την απάντηση. Τώρα είναι κει η Φρόσω, το κούτσουρο, κι η Κούλα, το χαϊβάνι, που ξέρει μόνο να γελά. Τι να της κάμει όμως τουτηνής, που πρόφτασε και συγυρίστηκε πρι να ’ρθουν οι ξένοι. Την ήθελε να τη βρουν, όπως βρήκαν αυτή, και τότε της έλεγε πως γελούνε και χαχανίζουν. Άκου την, άκου την ξαδιάντροπη! Όλο το δικό της γέλιο κι όλο η φωνή του ξένου αξιωματικού ακούεται. Δίχως άλλο κοιτάζει να τον μπλέξει. Κι ο άλλος αγαπητικός, ο ψάλτης, κάθεται στο βελούχι.
Η Μαριώ τόνε βλέπει από το παράθυρο να κοιτάζει στο μπαλκόνι, μα από τη χαραμάδα δεν μπορεί να δει πού κάθεται κι η Κούλα μέσα στον οντά. Δίχως άλλο εκείνος θα τη βλέπει και τούτη θα του ρίχνει κι αυτουνού καμιά ματιά. Παιζογελά και με τους δυο. Γι’ αυτό δεν τη θέλει τη Μαριώ να ’ρθει στη σάλα, γι’ αυτό δε βρίσκει μιαν αφορμή να σηκώσει τον Κλωστογιωργόπουλο από την κασέλα. Μούτρα που ντρέπεται! Σα να τόνε βλέπει στα μάτια της πρώτη φορά. Ποιος ξέρει πόσες φορές τη στρίμωξε στ’ αγκωνάρια της κούλιας τον καιρό που ήτανε λοχίας στο κάστρο. Καλά, έτσι φέρνεται, κι έχει ράμματα κι αυτή· να μην τη λένε Μαριώ, αν δεν τα πει όλα του Γεσίλα.
Η Φρόσω ήρθε μέσα για να ξαναπάρει κάτι άλλο· οι φίλοι πρέπει να τα δούνε όλα.
- Κουταημάνα, κουταημάνα! ξαναχύμησε απάνω της η Μαριώ σφίγγοντας τη γροθιά μπροστά στο πρόσωπο της.
- Μπα, σι καλό σ’! μουρλάθ’κις, μουρή; τι σου ’ρθι; Ποιος σο ’φτιξι κι κάνεις έτσ’;
- Ισύ, ισύ ήσ’να κουντά στ’ν πόρτα κι δεν τ’ν έκλεισις, άμα τς άικ’σις που ’ρχόντανε.
Η Φρόσω σταυροκοπήθηκε και ξαναπάει στη σάλα. Εκεί άναψε τώρα ζωηρή συζήτηση. Μα η Μαριώ από την ταραχή της με τη Φρόσω δεν μπορούσε να την ακολουθήσει. Άκουσε μόνο την Κούλα, που είπε κάτι κι οι άλλοι γελάσανε.
- Η κυρία Κούλα έχει δίκιο, είμαι με το μέρος της, έφτασε φωνή του Κουλουμπέρδα ως τ’ αυτιά της Μαριώς.
- Να τ’ νε κιόλα, τόνε μάγεψε, τόνε μπέρδεψε!
- Κυρία Κούλα, μη φεύγετε, μη μ’ εγκαταλείπετε μαναχόν να τα βγάλω πέρα, ακούστηκε πάλι από μέσα η ίδια φωνή.
- Αφού δόλωσε μέσα τον έναν, πάει τώρα όξω και στον άλλον, ξανασυλλογίστηκε η Μαριώ κι έτρεξε στο παράθυρο:
- Νάτα· νάτα· ο ψάλτης δεν είναι πια καρσί· θα πήγε από το πίσω μέρος. Η βρόμα ηύρε καιρό και του το ’καμε το νόημα. Πάει να τον σμίξει. Δεν την ξέρω, δεν την ξέρω!
Κι η Μαριώ γυρίζει να κοιτάξει από το πίσω παράθυρο. Μα την ίδια στιγμή παρουσιάζεται στην πόρτα η Κούλα κρατώντας στο χέρι τα γοβάκια:
- Να, πάρ’ τα· τόνε σήκουσα. Μα πήγις κι τα τρύπουσις κι συ στουν πάτου. Τρόμαξα να τα βρου.
Η Μαριώ μαρμάρωσε.
Η Κούλα ξαναέφυγε βιαστική κι άμα γύρισε στη σάλα, ξαναζωήρεψε η κουβέντα.
Η Μαριώ ύστερ’ από τόσο σούσουρο, έχασε πια την όρεξη να πάει μέσα. Μα σαν ξανάκουσε τα γέλια της Κούλας, δεν μπόρεσε να κρατηθεί. Φόρεσε τα γοβάκια της, πέρασε το καλό φουστάνι κι άνοιξε την πόρτα.
Το ζήτημα της ντυμασιάς είχε πια ξετελειωθεί κι οι αξιωματικοί μιλούσαν τώρα για πρόσωπα και πράματα, που ως την ώρα δεν τάραξαν τους αχούς της κούλιας.
Τη Μαριώ, που μπήκε, κανένας δεν την πρόσεξε ξεχωριστά· κι αυτός ακόμα ο παλιός της γνώριμος Κλωστογιωργόπουλος δεν πολυταράχτηκε. Μόνο «τι κάνετε»; και ξακολούθησε να διηγιέται για μια μονομαχία, που κόντεψε να κάμει το χειμώνα για ένα μπάτσο, που έδωσ’ ενός φίλου του πολίτη. Τόνε θύμωσε με κάποιο λόγο του, που πρόσβαλε το στράτευμα.
- Καλά το ’καμις τ’ παλιανθρώπ’, είπε ο Γεσίλας και διηγήθηκε κι αυτός ένα επεισόδιο, που του συνέβηκε στο σιδερόδρομο τώρα που ερχότανε και που λίγο έλειψε να καταχειρίσει κι αυτός κάποιον:
- Οι πουλίτις θέλ’ νε ξύλου κι..., πρόφερε το λόγο πλέριον και με τόνο.
Ο Κλωστογιωργόπουλος κι ο Κουλουμπέρδας συμφωνήσανε με κούνημα του κεφαλιού. Η Κούλα δε χαμογέλασε τη φορά αυτή, η Φρόσω δεν παραπρόσεχε στην ομιλία κι η Μαριώ είχε ξαναπέσει στη μελαγχολία της.
- Αυτοί οι άντρες, σα σμίγουνε δυο τρεις μαζί, είναι βαρετοί άνθρωποι, έλεγε μόνη της και χασμουριότανε μ’ όλο το φύλαγμα, που έκανε να μη δείξει τα σάπια δόντια της.
Η Κούλα δεν είχε τέτοιο φόβο κι έτσι δε θυμόταν αυτή να βάλει την απαλάμη μπροστά στο στόμα, όταν το άνοιγε πλατύ πλατύ από την ίδια πλήξη. Η ομιλία είχε γυρίσει τώρα στον πόλεμο. Ο Κουλουμπέρδας άκουε τον Κλωστογιωργόπουλο, που διηγόταν πως αντραγάθησε στο Δομοκό κι ωστόσο έπρεπε να τυραννηθεί τρία χρόνια στο σκολειό για το ψωρογαλόνι.
Η Κούλα απελπίστηκε πως η ομιλία μπορούσε να γυρίσει σε θέμα πιο ευχάριστο για όλους. Βρήκε αφορμή πως θα σηκώσει τα φλιτζάνια, τα μάζεψε και πάει στην άλλη κάμαρα.
- Πάει στον άλλο τώρα, στοχάστηκε η Μαριώ, σαν είδε πως η Κούλα δε γύρισε. Και βαρυθύμησε περσότερο:
Για να κάθεται λοιπόν εδώ σαν ξόανο και να χασμουριέται, χάλασε πρωτύτερα τον κόσμο και το συκώτι της; Δεν θα ’κανε καλύτερα να πήγαινε κι αυτή στη γειτονιά να δείξει το καπελίνο, σαν την Κούλα, να λέει και να διηγιέται για τα ρούχα και τα χρυσά στολίδια του αδερφού και να την ακούν οι γειτόνισσες με το στόμα ανοιχτό; Τι έβγαλε δω με τους αξιωματικούς; Να τους ακούει να κόβουν τις σφηνάρες τους και ν’ αγναντεύει το ψωροκαμάρωμά τους;
Ήθελε να ’ξερε σαν τι τους φαίνεται πως είναι; Τον έναν δα, τον Κλωστογιωργόπουλο, τον ξέρουμε: Παιδί παπά. Κι ο άλλος ο άγνωστος - ποιος ξέρει πούθε κρατά η σκούφια του; Δίχως άλλο από τα Κράβαρα ή από το Λιδορίκι, καταπώς φαίνεται από την κουβέντα του, όσο κι αν θέλει να τα κόβει σα γραμματισμένος. Τρομάρα του, τήρα πως γουρλώνει τα μάτια σαν μπούρμπουλας κι έχει τα μουστάκια του άγρια κι ανασηκωμένα, σαν τ’ αγκάθια του σκατζόχερα. Νέα μόδα κι αυτή. Μια σιχασιά είναι. Και του Γεσίλα θα του πει κοφτά, δεν της αρέσει αυτό το σκέδιο, σα βούρτσα. Μπορεί να βγάλουνε τα μάτια της δόλιας της γυναίκας, που θα κάμουνε να σκύψουνε στο πρόσωπό της.
Μια σάλπιγγα σήμανε στο κάστρο κι οι αξιωματικοί σηκωθήκανε.
- Αχά, κάτ’ ουρθοί κιόλας; ρώτησε ο Γεσίλας.
- Δεν ακούς; βαρεί συσσιτίου, είμαστι κι οι δυο τς υπερεσίας, είπε ο Κλωστογιωργόπουλος και πήρε το καπέλο του.
- Κάνε δε θα ’ναι η Κούλα δω να πάρει το στερνό χαμόγελο του Κουλουμπέρδα, παρηγορήθηκε μέσα της η Μαριώ.
Μα εκεί που βγαίναν οι αξιωματικοί, η Κούλα πρόβαλε στη σκάλα με δύο γαρίφαλα στο χέρι, το ένα για τον Κλωστογιωργόπουλο, το άλλο για τον Κουλουμπέρδα.
Ο πρώτος έφυγε κρατώντας το στο χέρι, ο δεύτερος αφού πρώτα το μύρισε και το έμπηξε στο στήθος ευχαριστώντας άλλη μια φορά.
- Τίποτες, τίποτες, μουρμούρισε η Κούλα, χαμογελώντας και κοκκινίζοντας όσο μπορεί να κοκκινίσει φτιασιδωμένο πρόσωπο.
Η Μαριώ έπεσε πάλι στην ανορεξία της και το βάρος, που είχε νιώσει στο κεφάλι, όταν ξύπνησε το απομεσήμερο, έγινε τώρα πονοκέφαλος σωστός. Από την ταραχή της ξέχασε πρωτύτερα να πιει καφέ, μήπως και της περνούσε. Το έκαμε τώρα, μα δε βοήθησε πολύ.
Μόνο αργότερα, άμα με το πέσιμο του ήλιου ο Γεσίλας, αφού ξαναθύμισε της Φρόσως να μην πάρουνε κρασί για το βράδυ από τον ίδιον, την πήρε μαζί με την Κούλα και βγήκανε περίπατο στην πόλη, τότε άρχισε να της περνά. Όπως αντίκριζε τον κόσμο, που κοίταζε περίεργα τον αδερφό και χαιρετούσε και παραμέριζε, ξεχάστηκαν όλα, η ταραχή του απομεσήμερου, η μελαγχολία από το αργοπόρημα του καπελίνου, το μαράζωμα του επιλοχία Καραφωτιά, η νιότη που πέρασε άδικα. Όλ’ αυτά δεν τα θυμάται πια η Μαριώ, σα να μην ήταν άλλο τίποτες από παραξενιά μονάχα μιας στιγμής.
Και σιγά σιγά, σα να μη θυμάται πια ούτε τα φαγωμένα δόντια της, αφήνει να χαμογελούν ελεύτερα τα χείλη της και τρέχει πεταχτή κι ανάλαφρη πλάι στον αδερφό, όσο κι αν της βαραίνει στο κεφάλι το ασυνήθιστο καπελίνο, και χαίρεται κάθε ματιά που ρίχνεται σ’ αυτό και στον καινούργιο αξιωματικό.
Η έννοια για το ξαναγέννημα της κούλιας νίκησε πάλι μέσα της. Κι αληθινά, το θρίαμβο δεν τόνε φανταζότανε ποτέ τόσο μεγάλο. Η πλατεία όλο και γεμίζει γύρω της, όλος ο κόσμος βγήκε κει μονάχα για να δει το γιο του παλιού επάρχου του. Γι’ αυτόν ανάφτηκε κει στη μέση και το πεντάλυχνο φανάρι, γι’ αυτόν παίζει η μουσική, γι’ αυτόν βάλανε τόσο νάζι απόψε τα κορίτσια που σεργιανίζουν εκεί. Όλα γι’ αυτόν, όλα γι’ αυτόν και για τον πύργο.
Και νέα ζωή άρχισε στον πύργο. Πρώτα η θέση του Γεσίλα της έφερε υποχρέωσες και γι’ αυτές δύσκολα να φτάσει ο μιστός του ανθυπολοχαγού, ο ψωρολουφές, όπως τόνε λέει η Μαριώ. Και στον πύργο δε στέκει πια να ξενοδουλεύει στο φανερό, δε στέκει να στέλνει να πουλά μαρούλια κι αγγουράκια στο βελούχι, ούτε την Παναγιούλα να γυρίζει στην αγορά και στα σπίτια. Ο πύργος όπου και να ’ναι περιμένει τη νύφη κι η ορφανή της πλύστρας του Θώμου Κρανιά δεν είναι από τα συστατικά, που χρειάζεται να δείχνει στον κόσμο η γενιά του τις στιγμές αυτές.
- Σ’ τα ’κουψα τα πουδάρια, σα σι ματαϊδού στου παζάρ’, τη φοβέριξε ο Γεσίλας, αφού της το είπε μια φορά με το καλό και δεν άκουσε - η Φρόσω δηλαδή, που την έστειλε.
- Κι ό,τ’ θέλ’τ’ ισείς, ιδώ πιρνάν οι στρατιώτις, είπε των αδερφάδων.
Από την ημέρ’ αυτή αλίμονο στον εύζωνα που θα περνούσε κάτω από το δρόμο.
- Ψιτ! εύζουνα! έλα να μ’ φέρ’ς του νταβά στου φούρνου, φώναζε δυνατά η Μαριώ για να την ακούσει κι η γειτόνισσα.
- Να, πάρι μ’ κι μένα νια ρικέλα τάδε νούμιρου, πρόσταζε κι η Κούλα από το μπαλκόνι.
Μόνο η Φρόσω απόμεινε δίχως χουσμεκιάρη. Έπρεπε να τρέχει στα παιδιά της γειτονιάς· γιατί στο φούρνο, στον μπακάλη και στον έμπορο καλά, μα με τα υφάδια δεν μπορούσανε να τρέχουν οι στρατιώτες. Το δοκίμασε δυο τρεις φορές, η Μαριώ όμως της έκαμε τον τέλο: αν το μάθαινε ο Γεσίλας!
Οι αδερφές πήραν ακόμα την απόφαση, ο αργαλειός κι οι βελόνες να δουλεύουνε μόνο μυστικά και την ώρα που λείπει από την κούλια ο αδερφός. Για καλό και για κακό. Πού ξέρεις πώς το παίρνει; Θα προτιμούσανε βέβαια να κάθουνται και να φλυαρούνε στη γειτονιά, όμως τα καπελίνα, που φορέσανε στο κεφάλι, απαιτούσαν παρόμοιο στόλισμα και του κορμιού. Κι ο αδερφός σταμάτησε στα πρώτα χαρίσματα, που έφερε όταν ήρθε. Η Ένωση έστελνε από την Αθήνα τσόχες και καπέλα για τον αξιωματικό, μα για ένα μεριμένιο φόρεμα της Μαριώς ή για ένα ζευγάρι κίτρινα σκαρπίνια της Κούλας, που ήταν τώρα η μόδα, δε νοιαζότανε.
Η Μαριώ άρχισε να φουρκίζεται μαζί του:
- Δεν πας στο γεροδιάολο και συ κι αυτός! Καλύτερα να ιδεί, αγρίεψε στο τέλος της Κούλας, που έτρεξε να την προφτάσει να κρύψει τη μάλλινη φανέλα, που έπλεκε για κάποιον υπαξιωματικό του κάστρου.
- Σα δεν τ’ αρέσ’ να ξινουδ’λεύ’νε οι αδερφές τ’, ας γνοιάζιτι γι’ αυτές ου ίδιους.
Ωστόσο τη φανέλα την έκρυψε κάτω από το στρώμα, που καθότανε.
Μόνο ο αργαλειός της Φρόσως μπορούσε να βροντολογά ελεύτερα, εξόν από τις ώρες που ο καπετάνιος ησύχαζε ή ήτανε στα νεύρα του. Ο αργαλειός ύφαινε τάχα για το σπίτι και για τα προικιά της Κούλας. Πού εύρισκε τα υφάδια ή πούθ’ ερχότανε το καινούριο φόρεμα της Κούλας, που έβγαινε μαζί του στον περίπατο, ο Γεσίλας δε σκοτιζότανε να ρωτήσει.
Οι αδερφές του φοβόντανε άδικα. Για την εσωτερική υπερεσία της κούλιας δεν τον έμελε πολύ τον αξιωματικό· του έφτανε πως εύρισκε κει έτοιμο το φαγί στην ώρα του και πως δειχνόταν αυτή στον κόσμο καθώς χρειαζότανε. Για περσότερα καθέκαστα δεν του έμενε καιρός. Είχε την εσωτερική υπερεσία του κάστρου, την πρέφα στον καφενέ και πρώτ’ απ’ όλα το αγνάντεμα στα παράθυρα. Η ευτυχία, που προσμένανε στην κούλια, ήρθε ο καιρός να πληρωθεί: οι όμορφες και πλούσιες της πόλης κοντά στον ποταμό αρχίσανε να μαλώνουνε για το γιο του Θώμου Κρανιά.
- Είδις πως τήραε η Πηνιώ τ’ Τσιλιβήθρα; είπε η Μαριώ ένα βράδυ, που γύριζαν από τον περίπατο.
- Μηδά η Βασιλική τ’ Στούπα! Κουκκίνισ’ ουλόβουλι, άμα τ’ νς χιρέτ’ σις, πρόστεσε η Κούλα.
Ο Γεσίλας μουρμούρισε ξερά:
- Δε φελάνε τίποτας κι οι δυο.
Οι αδερφές δε φέρανε αντιλογία. Κι οι δυο δεν είχαν παραπάνω από είκοσι χιλιάδες.
- Για τ’ν Τασία τ’ Ξ’διά όμως δεν μπουρείς να πεις τίπουτα· κι όμορφ’ είναι κι ούλα τα ’χει, ξαναείπε η Μαριώ.
Ο Γεσίλας δε μίλησε.
Είκουσ’ πέντε μετρητές κι ένα μαγαζί στου παζάρ’, ξανάπιασε την ομιλία η Μαριώ το βράδυ εκεί που τρώγανε κι η Φρόσω πρότεινε να στείλουνε να τη γυρέψουν.
- Αφήστε τ’ν κι βέντ’ αυτήνι, είπε ο αδερφός απότομα. Μα εκείνες επιμένανε.
- Αφήστε τ’ κι βέντ’ αυτήνι, σας είπα, τις έκοψε πάλι.
- Γιατί ναν τ’ν αφήσουμι; ανακατεύτηκε κι η Κούλα, περίεργη από την επιμονή του.
- Θέλ’τι να μας σκουτώσ’ ου Κουλουμπέρδας; Ξάφνισμα γενικό.
- Τα μούτρα τ’! πετάχτηκε η Μαριώ και βλέποντας την Κούλα, που ξίνισε το πρόσωπο, την κοίταξε στα μάτια.
Η Μαριώ, ας παραιτήθηκε από την παντρειά, δε δεχόταν ευχάριστα να ξαραδιαστεί από τη μικρότερη αδερφή, δεν της χάριζε κιόλας εύκολα γαμπρό με μακρύ σπαθί. Κι η ματιά της τώρα, μ’ όλον το θυμό της για την τόλμη του Κουλουμπέρδα, έδειχνε κάποια χαρά μαζί.
Γιατί το μακρύ σπαθί του Κουλουμπέρδα σα να χαμοάρεσε της Κούλας και να της ξανακέντησε παλιούς ξεθυμασμένους πόθους. Ο ανθυπολοχαγός δεν έπαψε να κόβει τις ελληνικούρες του, όπως τον κορόιδευε η Μαριώ, όποτε την απαντούσε στον περίπατο. Κι όταν ερχότανε στον πύργο με τον αδερφό, η Κούλα έτρεχε να του κόψει πάντα ένα γαρίφαλο από την άλικη γαριφαλιά της. Ο Κουλουμπέρδας το μύριζε, το έμπηγε στο στήθος, η Κούλα κοκκίνιζε, χαμογελούσε, ο Κουλουμπέρδας κατέβαινε τη σκάλα χαμογελώντας κι αυτός, μα το πράμα δεν προχωρούσε μακρύτερα.
Γιατί δεν προχωρούσε, το εξήγησε τώρα ο λόγος του Γεσίλα.
Η Κούλα μελαγχόλησε όλο το βράδυ κι έχασε για λίγες μέρες την όρεξη να βγαίνει περίπατο.
Η Μαριώ χαιρότανε. Όσο που νέα περιστατικά ρίξανε την κούλια σ’ έννοιες σοβαρότερες.
Ο Γεσίλας διάλεξε πια. Τη μεγάλη κόρη του έμπορου Ζωριά. οι αδερφές μείνανε σύμφωνες και το ζήτημα ήτανε μόνο ποιον να στείλουνε προξενητή. Ο νους της Φρόσως κι η γλώσσα της Μαριώς δεν ησυχάζανε. Μόνο η Κούλα δεν έδειχνε μεγάλο ζήλο στη συζήτηση. Όχι πως είχε αντιλογία, μα γελασμένη από τον Κουλουμπέρδα, είχε στρίψει την προσοχή της στο βελούχι.
Τον τελευταίο καιρό, πριν έρθει ακόμα ο αδερφός, ξεροστάλιζε κει ένας γραφιάς και μαζί και ψάλτης σε μιαν εκκλησιά του τόπου. Ήτανε ερωτεμένος στα γερά με την Κούλα κι ήτανε κείνος, που καθότανε στο βελούχι την ημέρα, που ήρθε ο αδερφός κι η Κούλα χασκογελούσε στη σάλα με τον Κουλουμπέρδα.
Η Μαριώ δεν είχε άδικο να τη φοβάται, σα μαστόρισσα, που την ήξερε στο δίπορτο. Κι αλήθεια, η λάμψη του μακριού σπαθιού του Κουλουμπέρδα, όσο κι αν έριξε τον ψάλτη χαμηλά στα μάτια της Κούλας, δεν της θάμπωσε ολότελα και το λογικό. Δεν έπαψε να κάθεται στο μπαλκόνι και για τον ψάλτη κι εύρισκε πάντα τον καιρό να κατεβαίνει να τον ανταμώνει στην ακροποταμιά; Κι έτσι δεν έχανε και κείνος την ελπίδα. Απεναντίας, σα να μυρίστηκε κάτι, κι η ζήλεια του άναψε τη φλόγα περσότερο.
Η Κούλα γελούσε στην αρχή με τα παράπονά του. Μα όσο έβλεπε τον ανθυπολοχαγό να κοκκινίζει σαν του έδινε το γαρίφαλο, άρχισε να σοβαρεύεται στον ψάλτη και τέλος αποφάσισε να του μαζέψει τα λουριά μεμιάς.
Η αποκάλυψη του Γεσίλα για τον Κουλουμπέρδα βρήκε την Κούλα απάνω που έπαιζε το κρυφτό του ψάλτη μια ολάκερη βδομάδα. Κι η βαρυθυμιά από τον πρώτον ξέσπασε στο δεύτερο. Το κρυφτό βάσταξε περσότερο παρ’ όσο πρόσμενε κι η ίδια η Κούλα κι ο ψάλτης ήτανε δυστυχισμένος. Το μπουζούκι του Φωτούλα Τυλιγάδα δεν έπαυε μέρα και νύχτα μέσα στην παράγκα του βελουχιού. Φυλάγοντας να μη βραχνιάσει τη φωνή του, που τη χρειαζότανε για τα τροπάρια στην εκκλησιά, ξεθύμαινε στα τέλια του μπουζουκιού. Τέλος η Κούλα τον ελεήθηκε.
Είδε πια την ανάγκη πως έπρεπε να του κερδίσει την εμπιστοσύνη και παρουσιάστηκε και του ξαναγέλασε.
Μα το κακό ήρθε τώρα από κει που δεν το πρόσμενε. Η Μαριώ κι η Φρόσω είχαν αφήσει στην αρχή ολότελα ελεύτερη την Κούλα. Η Μαριώ της χάριζε τον ψάλτη μ’ όλη την καρδιά της. Καλό είναι κιόλα το παιδί, στοχαζόντανε κι οι δυο· βγάζει καλά απ’ τ’ αντίγραφα. Χώρια ο μιστός της εκκλησιάς. Μα τώρα που αλλάξανε τα πράματα, τώρα που περιμένανε την απάντηση του έμπορου Ζωριά, θυμηθήκανε πως ο πατέρας του ψάλτη άνοιγε μια φορά τους λάκκους στον Αϊ-Λάζαρο κι η Ζωριοπούλα δύσκολα θα στρεχτεί να γίνει αντραδερφή μιας, που η πεθερά της τους έπλυνε ίσια με τα προχτές τα ρούχα.
Η Μαριώ έβαλε στα τρία στενά την Κούλα να δώσει του ψάλτη τα παπούτσια του. Μα η Κούλα δεν αποφάσιζε να θυσιάσει το δικό της καλό μπροστά στο γενικό καλό της κούλιας. Από το άλλο μέρος πάλι το πράμα για την κούλια βίαζε. Έφτασε ένα φοβέρισμα του Γεσίλα κι ο ψάλτης αρατίστηκε από το βελούχι.
- Κοίτα καλά, σ’ του λέω μια για πάντα· εκειά π’ κάνου γω άλλου, δεν τα δέχουμι στου σπίτι μ’. Θέλου παστρικό του μέτουπου, αγρίεψε ο Γεσίλας και στην Κούλα.
Έτσι της απόμεινε κι αυτής μοναχή παρηγοριά το καπελίνο και τα κίτρινα σκαρπίνια, που της αγόρασε τέλος ο αδερφός και τα φορούσε κάθε βράδυ στον περίπατο και στην πλατεία, όπου καθίζανε μαζί. Η Κούλα ήτανε πιο της προκοπής κι ο Γεσίλας την προτιμούσε καλύτερα από τη Μαριώ. Του χρειαζότανε για δόλωμα, για κράχτης των άλλων θηλυκών. Έλπιζε πως κάποιο θα κολλήσει τέλος στη συντροφιά τους.
Μα τους κολλούσε μόνο ο Κουλουμπέρδας. Οι ελληνικούρες του δε βρίσκανε πια την καρδιά της Κούλας, ωστόσο τις άκουγε για να περνά η ώρα, αν δεν τύχαινε να περάσει εκείθε η Τασία Ξυδιά και να του κόψει και κεινού την όρεξη.
Σε λίγες μέρες το μυστικό, που έφερε ο Γεσίλας στις αδερφές, πως η μητέρα της Τασίας αρνήθηκε να δώσει την κόρη της του Κουλουμπέρδα, γέμισε ολόκαρδη χαρά την κούλια.
Μα κι ο Κουλουμπέρδας δεν άργησε να πάρει την εκδίκηση. Ύστερ’ από λίγο μαθεύτηκε στην πόλη πως η Ζωριοπούλα αρρεβωνιάστηκε με κάποιο δήμαρχο από ξένον τόπο.
Το άκουσμα αναστάτωσε την κούλια.
Η Μαριώ τα ’βαλε με τη θεια Χαραλάμπαινα, που δεν έκαμε καλά την προξενιά:
Την πίσα και την δίξα! δεν έκαμε καθώς της είπε αυτή. Δεν πήγε να πει πως κατεβαίνανε πέντε από τις πενήντα, που γυρέψανε στην αρχή. Και δε θα μίλησε κιόλα της Ζωριούς καταπώς την ορμήνεψε, όταν άκουσε πως η κοπέλα θέλει σώνει και καλά πολιτευόμενο. Δε θα της μελέτησε ολότελα πως κι ο Γεσίλας θα βγει βουλευτής, πως το κόμμα του Κρανιά απάνω στα βουνά σε κείνον πέτεται.
Άμα όμως συνήρθαν από το ξάφνισμα, είδαν πως το πράμα δεν ήτανε γι’ απελπισία ολότελα. Ούτε οι πλούσιες ούτε οι όμορφες χαθήκανε από τον τόπο κι ο έμπορος Ζωριάς είχε άλλες τρεις ακόμα. Η δεύτερη, η Ευγενία, είναι μάλιστα ομορφότερη από τη μεγάλη, έλεγε η Μαριώ για να παρηγορήσει τον αδερφό.
Κι έτσι αποφασίσανε να στείλουνε να τη γυρέψουν ίσια κιόλα, πριν προλάβει κανένας άλλος από την ξενιτιά.
Τέσσερες θυγατέρες είχε ο έμπορος Ζωριάς, μα δεν είχε αρσενικό και κείνες μέναν πλουσιότερες νυφάδες του τόπου. Από πενήντα χιλιάδες έδινε της καθεμιάς, τις είχε μάλιστα και καθόντανε στην τράπεζα, έλεγε ο κόσμος. Με το θάνατό του όμως θα περνούσαν τις διακόσιες. Τα πλούτη του Ζωριά ήταν αλογάριαστα. Σπίτια, χωράφια, αμπέλια, τοκισμένα μετρητά και το εμπόριο της πόλης όλο, βελανίδια, ελιές, σιτάρι, ζάχαρες, καφέδες, ό,τι έμπαινε κι ό,τι έβγαινε περνούσε από τα χέρια του Ζωριά. Η κούλια έπρεπε λοιπόν να λάβει μέρος στην κληρονομιά, αφού μάλιστα ο Θώμος Κρανιάς και φίλος ήταν του Ζωριά κι όλος ο κόσμος το λέει πως με την υποστήριξη, που του έκαμε στο λαθρεμπόριο σαν έπαρχος, τόνε βοήθησε να καζαντήσει.
Η Φρόσω ήθελε τώρα να στείλει προξενήτρα στη Ζωριού μια προεστή από τις καλές του τόπου, μα ο Γεσίλας κι η Μαριώ επιμένανε να σηκωθεί να πάει μονάχη της. Ο λύκος, έλεγε ο Γεσίλας, κάνει καλύτερα τη δουλειά του μοναχός.
Η Φρόσω το γύριζε και το ξαναγύριζε. Έβλεπε κι η ίδια πως το πράμα ήταν πιο σίγουρο έτσι, ωστόσο ντρεπότανε!
- Πώς να σας του που, ντιριόμι, έλεγε και ξανάλεγε. Μα τη στενοχωρέσανε. Κι αποφάσισε και πήγε.
Γύρισε θλιμμένη με την απόκριση: Δεν έχουνε καιρό. Ακόμα δε βγάλανε την πρώτη.
Η Μαριώ χύμησε απάνω της:
Δεν τς είπις, μουρή, πως καρτερούμι κι ένα κι δυο χρόνια ακόμα του γάμου;
- Πώς δεν τς είπα!
— Κούτσουρου, κουταημάνα! Δεν τς είπις πως μας χάλεψανε κι απ’ αλλού;
Η Φρόσω έσκυψε τα μάτια άφωνη. Ο Γεσίλας πρασίνισε:
- Δε φταίει άλλος από μένα, μουρμούρισε μες από τα δόντια. Και πήρε την απόφασή του.
Το είδε πια: τα κάστρα δεν παίρνουνται με τους τσασίτες. Θέλουνε γερούσι· πολιορκία σωστή και κρατητή.
Και την έστησε ίσια κιόλα της Ευανθίας Τελατίνη. Όμορφη δεν παραήτανε, μα είχε σαράντα μετρητές χιλιάδες. Μια κι έτυχε κιόλας να είναι το σπίτι της αντικρινά στον καφενέ, δεν της άφησε ησυχία μήτε στιγμή. Έκανε να βγει στον παράθυρο, ο ανθυπολοχαγός Κρανιάς μπροστά της· πήγαινε περίπατο, την έπαιρνε από το κοντό· ξεκλεβότανε στη φιλενάδα ή στη θεια της, το σπαθί του έδινε κι έπαιρνε στα καλδερίμια απόξω. Της κατάντησε ίσκιος όπου πήγαινε κι όπου περνούσε, όπου στεκότανε κι όπου καθότανε. Για να της θυμίσει ποια είναι η γενιά του, μάζευε γύρω του την κοντόκαπα από τα βουνά, για να της δείξει την παλικαριά του έδειρε ένα δικολάβο, που έτυχε να βήξει την ώρα που περνούσε ο αξιωματικός κάτω από τα παράθυρά της.
Στον πύργο το είχανε σίγουρο. Μόνο της Φρόσως δεν παράρεσε η μεγάλη φούρια, μα η Μαριώ ήτανε με τη γνώμη του Γεσίλα: όπου πατά ο γιος του Κρανιά, πρέπει να τρίζει ο τόπος κι όπου δε θέλουνε με το καλό, χρειάζεται το ζόρι.
Ωστόσο σα να στοχαζόταν καλύτερα η Φρόσω. Ο τοκιστής Τελατίνης δεν είχε μόνο τον τρόπο να προικιώσει την κόρη του με τις σαράντα μετρητές χιλιάδες, είχε και το μέσο να τις φυλάγει από καθέναν, που θα ζητούσε να τις πάρει με το ζόρι.
Έτσι άξαφνα ο ανθυπολοχαγός Κρανιάς πήρε φύλλο πορείας να πάει να τρίξει κι άλλου τον τόπο όπου πατά.
if6ysysmtrsqnmpwsa9t0dajsmzan15
148254
148249
2022-07-21T15:44:11Z
Chalk19
8498
wikitext
text/x-wiki
{{κεφαλίδα
| τίτλος = [[../]]
| συγγραφέας = Κωσταντίνος Χατζόπουλος
| μεταφραστής =
| ενότητα = Γ
| προηγούμενο= [[../Β|Β]]
| επόμενο = [[../Δ|Δ]]
| σημειώσεις =
}}
Και περνούν τα χρόνια· μονότονα κι ειρηνικά, όσο δεν ξαναφαίνεται άλλος βαλτινός λοχίας. Και το διάβα τους έδειξε άλλη μια φορά στην πόλη κοντά στον ποταμό πως η γενιά δεν είναι άδειος λόγος.
- Ο Θεός δεν πήρε ολότελα το χέρι του απ’ το σπίτι του Θώμου Κρανιά!
Μ’ αυτά τα λόγια δέχεται η Φρόσω το μήνυμα πως ο Γεσίλας μπήκε στη σκολή. Μετά τόσα βάσανα!
Η ράχη της Φρόσως πολεμά να μη σκύβει πια, η ματιά της να μη βλέπει πως η κούλια όλο και ρέβει, οι τοίχοι της αποραγίζονται, τα παραθυρόφυλλα δε φράζουν τον άνεμο της ποταμιάς, η σκεπή της δε βαστά τις μπόρες του χινόπωρου. Και μέσ’ από τους τοίχους το ίδιο, ξεχαρβαλώθηκαν όλα· τα στρωσίδια, τα σκεπάσματα δεν παίρνουν άλλο μπάλωμα, για το γιορτάσι του αδερφού δε φτάνει τώρα να βοηθά η γειτονιά μόνο με το εξήντα νούμερο σεντόνι.
Μα όλ’ αυτά θα τα ξεκαινουργώσει το μακρύ σπαθί που έρχεται. Η Φρόσω τ’ ακούει κιόλας που βροντά. Ήταν έτοιμη να βγάλει τώρα και τα μαύρα, αν δεν πέθαινε ξαφνικά στο χωριό ένας μπάρμπας, συγγενής καλός, που θυμότανε κάθε χινόπωρο τις ανιψιές μ’ ένα σακούλι τραχανά και φασόλια και καρύδια και πού και πού και με κανένα δεκάρικο.
Πάει τώρα, στέρεψε κι αυτή η πηγή· αφού στέρεψε πρωτύτερα κι η άλλη του Γεσίλα, που δεν είναι πια σιτιστής στο λόχο, μα χρειάζεται κι ο ίδιος τώρα να του στέλνουνε χαρτζιλίκι οι αδερφές στο σκολειό που κλείστηκε.
Έπρεπε λοιπόν η Παναγιούλα να συχνώσει τους βραδινούς δρόμους της στους φίλους και στους δικούς μέσα στην πόλη.
Κι όσο να γυρίσει αυτή, η Μαριώ είτε η Κούλα, μια από τις δυο έπρεπε να λείψει από τον περίπατο στην ακροποταμιά. Ο νέος δήμαρχος είχε οικόπεδα εκεί κοντά και την έκαμε πλατεία κι έτσι δεν μπορούσαν πια να βγαίνουνε με τις παντόφλες, όπως πρωτύτερα. Παπούτσια περιττά δε βρισκόντανε στην κούλια και τα στιβάλια της Φρόσως δε χωρούσαν πια την Παναγιούλα.
Αλίμονό της λοιπόν όταν αργούσε να γυρίσει αν ήτανε μάλιστα η Μαριώ που την περίμενε κι αν κιόλας γύριζε με άδεια χέρια, όπως δεν ήταν σπάνιο. Γιατί οι δικοί και φίλοι του πατέρα πήρανε και στερευόντανε και κοντά σ’ αυτούς κι οι υπαξιωματικοί του κάστρου δε δείχνουνται πια τόσο πρόθυμοι σε κάθε απαίτηση των αδερφάδων.
Και της Μαριώς λιγότερο.
Κι έτσι η Μαριώ άρχισε να γίνεται πιο νευρική και πιο παράξενη.
Πρώτη το αισθάνθηκε η ράχη της ορφανής της πλύστρας του πατέρα. Σιγά σιγά το είδε κι η ίδια η Μαριώ πως άλλαξε, πως παραξένεψε, ήξερε μάλιστα και το λόγο της παραξενιάς της, μόνο το λόγο αυτό δεν μπορούσε να τον εξηγήσει ακόμα.
Τον επιλοχία Καραφωτιά κοντεύει πια να τον ξεχάσει. Πάνε δυο χρόνια που άφησε το κάστρο και πάει να ξανακυνηγήσει στα βουνά φυγόδικους. Από τότε άλλαξε η Μαριώ δυο τρεις, μα όλοι τους κόψανε άξαφνα μαζί της άπονα και κρύα, σα να μη βρήκανε σ’ αυτή εκείνο που ζητούσανε. Κι αυτή έχει συνηθίσει στην αγάπη και στις ταραχές της. Δίχως αυτές προς τι η ζωή; Για να σκύβει ολημερίς στα πλεξίματα και στα ραψίματα, που τις αποκάνουνε τα χέρια, της θαμπώνουν τα μάτια, κι όταν έρχεται ο ύπνος να τα ξεκουράσει, να μην έρχεται πια με πλάνες φαντασίες;
Δίχως αυτές, της Μαριώς της είναι αδύνατο να ζήσει· το ξέκοψε στον εαυτό της. Δε φταίει αυτή, φταίνε τα μάτια από το δρόμο κι από το βελούχι, που τη συνηθίσανε από μια φορά να πέφτουν όλα απάνω της, να την κυνηγούν αδιάκριτα, σα να θέλουνε να τη φάνε ζωντανή.
Και τώρα αυτά τα μάτια αρχίσανε να την αφήνουν ήσυχη. Μα ίσια ίσια την ησυχία μισά η Μαριώ, η ησυχία την κάνει τώρα πάντα πιο παράξενη και νευρική·
Και λίγο λίγο αρχίζει να ξηγά την αφορμή. Όσο κι αν ακόμα της γελά ο καθρέφτης τα δικά της μάτια, οι ζαρωματιές παραπληθύνανε στο πρόσωπο της και δεν μπορούνε να κρυφτούν όλες από τα ξένα μάτια με το κοκκινάδι. Τι να πρωτοκάμει κι αυτό το δόλιο! Στο κοντινό χαλά τα δόντια μοναχά.
Και της Μαριώς πήγε και διάλεξε να κουφαλιάσει τα δυο μπροστινά. Στη συμφορά μπορούσε να βοηθήσει μόνο ο δοντογιατρός. Δοντογιατροί έχουνε συχνό πέρασμα την πόλη κοντά στον ποταμό, μα παραπαίρνουν ακριβά, άκουσε η Μαριώ. Δεκάρικα και παραπάνω. Κι αυτή μόλις οικονομά τις δεκάρες για την οκνά που θέλουν τα μαλλιά, που αρχίσανε κι αυτά να πέφτουνε λόιδα με το χτένισμα. Να ’χουνε κάνε χρώμα. Και να είναι η Μαριώ δικασμένη να βλέπει ολημερίς μπροστά της τα μαλλιά της Κούλας.
Απελπισιά, απελπισιά.
Τόσο ήτανε λοιπόν τ’ όνειρο, τόσο ήταν όλο το παιγνίδι; Το μακρύ, το αδιάκοπο, το απελπισμένο κυνήγημα μιας τύχης καλύτερης, μιας γωνιάς ζεστής και χορτασμένης ήτανε γραφτό να έχει αυτό το τέλος; Η δυστυχία η αβάσταχτη κι η υπομονή της δεν απλώνουνται λοιπόν μονάχα πίσω, δε χάνουνται στο περασμένο και δε σβήνουνε στη λησμονιά, μα ανοίγουνται πλατιά, το ίδιο αχνά και μαραζιάρικα, το ίδιο κουρελιάρικα και πεινασμένα και τουρτουριασμένα τραβούν το δρόμο τους και μπρος, ένα μακρινό, ατέλειωτο, έρημο δρόμο;
Απελπισιά, απελπισιά.
Μα πάλι μην είναι όλα φαντασιά και παραξενιά δική της; Μην τάχα την αναγελά ο καθρέφτης έτσι άνοστα και της χωρατεύει τόσο σκληρά, για να παίξει μαζί της;
Η Μαριώ τον έσπασε.
Μα ένας έφεδρος ανθυπολοχαγός, που είχε δολώσει την Κούλα εκείνον τον καιρό με τα ψεύτικα λιλιά του, όπως τα περιγελούσε η Μαριώ, αγόρασε καινούργιον της Κούλας, μεγαλύτερον και καθαρότερο και το χωρατό ξακολούθησε πιο σκληρό.
Απελπισιά, απελπισιά.
Δίπλα στο πηγάδι της κούλιας είχε σπείρει η Μαριώ την άνοιξη ανάμεσα στις φασουλιές και μια καλαμποκιά και την πότιζε καθημερινά και τη σκάλιζε όλο το καλοκαίρι. Μα ήρθε ο χινόπωρος και κείνη πέταξε μόνο στάχια, δίχως να ψομώσει τον καρπό.
Εκεί που την είδε να την ποτίζει ακόμα, η Κούλα της είπε:
- Τι παιδεύεσαι μ’ αυτή, άκαρπη θα ξεσταχιάσει η καψερή.
Η Μαριώ δεν της λησμονά το λόγο. Την άγγιξε στην καρδιά, της καίει το αίμα, της τρυπά το κορμί, της κεντά τα σπλάχνα. Η καλαμποκιά μαράθηκε· έπεσε και σάπισε. Μα η Μαριώ την έχει μπροστά της πάντα και βάζει όλα της τα δυνατά να μπει παντού εμπρός από την Κούλα, να την παραμερίσει ή τουλάχιστο να την αλικοτήσει. Ξικεύει το προσφάγι για καινούργιο βελουδάκι στα μαλλιά, τον ύπνο για τον άλικο το φιόγκο μπροστά στο στήθος. Μα τα μάτια αντίκρυ στο βελούχι δε σέρνουνται απ’ αυτά. Το ξέκοψε πως αποδώ και πέρα δεν ξαναδίνει της Παναγιούλας τα σκαρπίνια της. Κι όμως άμα γυρίζει από τον περίπατο, εκείνον που πήγε να κυνηγήσει εκεί τόνε βρίσκει να κάθεται στο βελούχι και να κοιτάζει την Κούλα στο παράθυρο. Και χυμά στην αδερφή:
- Χασκομπουρίστρα, αδιάντροπη!
Μα όσα μαλλιά κι αν της μαδά, την άλλη αυγή τα βρίσκει πάλι φουντωτά, πάλι σγουρωμένα και το στήθος φουσκωμένο κύμα.
Η Μαριώ φρενιάζει. Αν δεν ήτανε στη μέση αυτή η άπονη αδερφή, να της βγαίνει παντού μπροστά με τα στολίδια της! Σηκώνεται σιγαλά τη νύχτα, στα δάχτυλα, γλιστρά πίσω από την πόρτα, όπου είναι κρεμασμένο το φόρεμα της Κούλας, και το ξεσκίζει με τα δόντια της, ανοίγει τον κομό σιγά και κλέβει τις κορδέλες της για να τις κάψει την αυγή θαμπά, βρίσκει στο σκοτάδι τον κλώστη και της τρυπά τα γοβάκια.
- Ας μου βγει πια περίπατο η ξετσίπωτη! γυρίζει εκδικημένη στο στρώμα της.
Μα το μπαλκόνι δεν μπορεί να το γκρεμίσει, τα παράθυρα να τα φράξει.
Το άλλο βράδυ άδικα ξανατρέχει να βρει το λοχία στην ακροποταμιά. Γυρίζοντας βλέπει τον ίσκιο του να γοργοχάνεται από την αυλόπορτα της κούλιας και την άλλη Κυριακή καινούργιες πιο όμορφες κορδέλες κρέμουνται στο στήθος της αδερφής και στα πόδια της φορεί νέα ποδήματα.
Όλα λοιπόν του κάκου! Νοιώθει μια δύναμη άφαντη κι ανίκητη να τη σέρνει προς τη Φρόσω.
Κι όμως το λοχία αυτόν δεν έπρεπε να της τον πάρει η Κούλα. Δεν ήταν όμορφος, δεν είχε απάνω του αέρα πολύ και νταηλίκι, μα η ώρα δεν ήταν πια για τέτοια. Της έφτανε έτσι όπως ήταν ήσυχος και σιγαλός· έτσι κιόλας τον ήθελε. Άκουσε πως δεν είχε απαντοχές πέρ’ από την σύνταξη του ανθυπασπιστή, μα συμβιβάστηκε και μ’ αυτό. Της αρκούσε το σπίτι που είχε στο χωριό, δεχόταν ακόμα και τη γριά μάνα του να καθίσει μαζί στο σπίτι. Κορακοζώητη δε θα γινότανε.
Η Μαριώ θαρρούσε πως ξεχώριζε το σπίτι στο χωριό, στο χωριό που άσπριζε αντίκρυ, μακριά στη ρίζα του βουνού μέσα στις καστανιές, που κοκκινίζανε στο χινοπωριάτικο ήλιο σα χάλκωμα λιωτό. Ναι, έβλεπε το σπίτι κι έβλεπε και κείνον απόστρατο κοντά της. Ας είναι μόνο με το χρυσό γαλόνι στο κεφάλι κι η άλλη φορεσιά του ντρίλινη. Ήταν ευχαριστημένη κι έτσι.
Και θα τον είχε δίχως άλλο. Εκείνος αυτή πρωτοκοίταξε. Ήτανε θαρρείς, επίτηδες σταλμένος γι’ αυτή, μα, καθώς πάντα, βγήκε η αδερφή μπροστά. Πολλές στιγμές της έρχεται να πάει να πέσει στα πόδια της, να την παρακαλέσει ν’ αφήσει το λοχία ήσυχο, να τραβήξει από κείνον χέρι. Δεν είναι τώρα σα μια φορά με τον Καραφωτιά, καιρός δεν είναι τώρα για παιγνίδια. Σα θέλει αυτή παιγνίδια, εδώ είναι οι άλλοι· όλοι χάρισμά της, ας πάει να βγάλει μ’ αυτούς τα μάτια της.
Το αποφασίζει και τραβά να το κάμει, όμως αντικρίζει την Κούλα γελαστή και θροφανή, με τα μάγουλα κοκκινισμένα, με τα μάτια φωτερά σαν αναγελαστικά, κι η περηφάνια της δεν την αφήνει και προτιμά καλύτερα να της χυθεί σαν άγρια γάτα, να της ξεσκίσει τα μάγουλα και να της ξεριζώσει τα μάτια από τις κούπες τους.
Και της έγινε τώρα περήφανη και κείνη, δεν παίρνει λόγο να της πει, κοντεύουνε να γίνουν ίσες.
Η Μαριώ τραβά στη Φρόσω και φορτώνεται αυτή, που δεν τη μαζεύει σα μεγαλύτερη, που δε βλέπει πως έκαμε την κούλια θέατρο, έτσι παραμαντόνα που κατήντησε:
- Ναι, παραμαντόνα! Έβγα να ’νε ιδείς· σήκουσι στου μπαλκόνι παντιέρα. Δε φτάνει π’ νε κουλούσερνει ούλου του τάγμα στου χαλιά, τώρα τουν κινούριουνε πο’ ’πιασι τουνέ φέρνει κι στου κατώι τ’ νύχτα.
Η Φρόσω πολεμά να τη σωπάσει.
- Σαν είναι κι σ’ αρέσε’, κατέβινε κι συ στ’ν πόρτα κι μάζουνε δικάρις, της φωνάζει δυνατά η Μαριώ.
Η Φρόσω βούλωνε τ’ αυτιά να μην ακούει. Μα η Μαριώ φωνάζει δυνατότερα και στο τέλος φοβερίζει πως θα τα γράψει όλα του Γεσίλα.
- Ναι, τ’ Γεσίλα! ναν τς στείλει ένα ντέλφ’, να βγει να χουρεύ’ καρσί στου βιλούχι.
Για να την ησυχάσει η Φρόσω αποφασίζει και της λέει μια μέρα το μυστικό: ο λοχίας, που έρχεται κάποτε ως την πόρτα κι όχι ως μέσα στο κατώγι, αρρεβώνιασε κρυφά την Κούλα και σ’ αυτό έστρεξε κι η μάνα του. Σ’ ένα δυο μήνες θα το βγάλουνε κιόλα στο φόρο.
Η Φρόσω δεν είδε τη Μαριώ ποτέ τόσο όξω από τα λογικά.
Πριν αποσώσει η Φρόσω το λόγο της, η Μαριώ την άδραξε από την τραχηλιά, την έσεισε με όση είχε δύναμη και της φώναξε τινάζοντας απάνω της τα ξεπεταγμένα μάτια της:
Κι συ μαζί μ’ αυτήν! Μα άικ’ σι π’ σ’ του λέου: δε θαν τουν πάρ’, δε θα προυφτάσ’ ναν τουν πάρ’!
Και γύρισε κι έγινε άφαντη στην πόρτα.
Δε φάνηκε στον πύργο κι όλο το δειλινό. Η Κούλα, που είχε βγει το σούρουπο περίπατο με το λοχία, ένιωσε, μια στιγμή από πίσω τους τον ίσκιο της. Έπειτα τον έχασε. Άμα γύρισε στο σπίτι, η Μαριώ ήταν εκεί μα δεν κάθισε να φάνε όλες μαζί. Μια όμως και το έκανε συχνά, η Κούλα δεν έδωσε προσοχή σ’ αυτό, ούτε ρώτησε τι έχει η αδερφή της.
Όταν η Φρόσω πήγε μέσα να κοιμηθεί βρήκε τη Μαριώ πεσμένη, μα τη φοβίσανε τα μάτια της, που φέγγανε σαν αναμμένα κάρβουνα εκεί στην άκρη.
Η Φρόσω δεν απορούσε να τα βλέπει και γύρισε από το πλευρό.
Μα τα μάτια της Μαριώς μέναν ασάλευτα. Δεν τα κολλούσε ο ύπνος. Έλαμπε κει μπροστά τους ο αρρεβώνας της αδερφής, σαν κάτι τρομερό. Τον έβλεπε να γίνεται μεγάλος πύρινος γύρος και να την περικλείνει σκορπώντας φωτιές, που κάνανε να καίνε όλα τα μέλη της και που περνούσαν ίσια με βαθιά της και τη φλογίζανε και κει. Θαρρούσε πως έπλεγε σε αναμμένη θάλασσα. Έπειτα ο γύρος στένευε σιγά σιγά και την έζωνε όλο και σφιχτότερα, όλο και πυρότερα· και μίκραινε, μίκραινε πάντα καυτερός και γινότανε θηλιά κι ερχότανε να σφιχτεί γύρω στο λαιμό της. Τα μάτια της κάμανε μια στιγμή να κλείσουνε, μα απάνω εκεί της έσφιξε η θηλιά πιο δυνατά το λάρυγγα κι η Μαριώ τινάχτηκε:
- Όχι στο δικό μου, όχι εδώ, έβγαλε σχεδόν κραυγή κι ανασηκώθηκε και τέντωσε το αυτί, μην έτυχε και την άκουσε η Φρόσω. Μα την είδε γυρισμένη προς τον τοίχο, νόμισε κιόλας πως άκουσε τον υπνωμένο ανασασμό της.
Και πετάχτηκε. Πρώτ’ ανακαθιστή, έπειτα ολόρθη αφικράστηκε ξανά: Η Φρόσω κοιμότανε. Μέσα κι όξω σιγαλιά, μήτε σκύλου βάβισμα.
Η πόρτα προς την άλλη κάμαρα ήτανε μόνο γυρτή, χωρίς το τσεμπερέκι. Καθώς την έσπρωξε, δε βρόντησε μήτε σαν τρίχα που πέφτει χάμω.
Δυο βήματα κι η Μαριώ βρέθηκε σκυφτή μπροστά στο χαμηλό σοφά, όπου κοιμόταν η Κούλα γερμένη στο πλευρό. Τα παραθυρόφυλλα ήταν κλειστά και θαμπόφεγγε μόνο το καντήλι μπρος στο κόνισμα. Στο φως του η Μαριώ ξεχώρισε που ασπρίζανε στο μέτωπο της Κούλας τα χαρτάκια, που τυλίγαν τα σγουρά της.
Η Κούλα ανάσαινε ήσυχα κι είχε κλειστά τα μάτια - η Μαριώ νόμισε πως βλέπει, τ’ όνειρό της. Το στόμα της μισοανοιχτό λες την αναγελούσε και στον ύπνο.
Η απαλάμη της Μαριώς χύμηξε ίσια και το ’κλεισε, ενώ τα δάχτυλα του άλλου χεριού θηλυκώναν το λαιμό της κοιμισμένης.
Μα πριν προφτάσουνε να σφίξουνε καλά, δυο άλλα χέρια της αρπάξανε τα δικά της και μια κραυγή από πίσω της έσμιξε με τον πνιγμένο βόγκο, που έβγαινε από το στήθος της Κούλας.
Ήταν η Φρόσω, που δεν κοιμόταν όπως νόμισε η Μαριώ, μα φοβισμένη από το αγρίεμα της αδερφής, υποψιάστηκε κάτι κακό και την παραφύλαγε κάνοντας τον κοιμισμένο. Και μόλις είδε τον ίσκιο της, που πέρασε την πόρτα, χύμηξε κατόπι.
Μωρή στρίγλα, μωρή κάησσα! έβγαλε φωνή ξυπνώντας μαζί με την Κούλα και την Παναγιούλα, που κοιμότανε σε μιαν άκρη στην ίδια κάμαρα.
Μα όλες πνίξανε κει μέσα τις φωνές και μόνο η Μαριώ κι η Κούλα μείναν ορθές με ανάερα τα χέρια, σαν πετρωμένες η μια αντίκρυ στην άλλη.
Η Κούλα ξέκοψε με το λοχία κι η Μαριώ σιγά σιγά ησύχασε. Ήταν το στερνό της ξέσπασμα.
- Όλα περνούν και ξεθυμαίνουν, όλα χάνουνται και σβήνουν. Και το σαράκι, που τρώει το ξύλο, ψοφά κι αυτό άμα φάει το ξύλο, στοχάζεται ύστερα εκεί που ράβει, και βλέπει πως τα ξέχασε κι αυτή όλα κι άφησε σχεδόν αδιάφορη να κυλά τον κατήφορο, που φέρνει προς τη Φρόσω, προς τη χαρά από τη χαρά μόνο των άλλων, την παρηγοριά από το σόι μόνο, την ελπίδα λυτρωμού μόνο από τον αδερφό.
Ο δρόμος, η ακροποταμιά και το μπαλκόνι μένουνε πια μόνο για την Κούλα, η Μαριώ μοιράζεται τώρα περσότερο την έννοια με τη Φρόσω, ψάχνει κι αυτή να βρούνε ποια νύφη μες την πόλη ταιριάζει καλύτερα του αξιωματικού που περιμένουνε.
Στη νύφη δεν ξετάζεται βέβαια τόσο η γενιά, όσο η προίκα. Λογαριάζουνται τα μετρητά της μιας, τα χωράφια της άλλης. Χρυσαφικά, χαλιά και ρουχισμό έχουν όλες. Αυτά τα ξέρουνε στην κούλια καλύτερα παρά καθένας άλλος, γιατί τα περσότερα υφαθήκανε και ραφτήκανε από τις αδερφές, όχι χωρίς ελπίδα πως θα ξαναγυρίζανε σ’ αυτή μια μέρα.
- Θα το δείτε, θα το δείτε, λέει με τον εαυτό της η Μαριώ, σα ν’ απαντά σε κάποιο δισταγμό, που βλέπει στο χαμόγελο της γειτονιάς· και σκύβει τώρα πιο βιαστική στο ράψιμο.
Κι η Φρόσω εκεί που, όπως ξεχνιέται στους συλλογισμούς της, μπερδεύεται το διάσμα της στον αργαλειό, προσέχει να μην τ’ οργιστεί.
- Και συ βλουημένου, μουρμουρίζει μοναχά.
Μπορεί να βγάλει κακό λόγο για κάτι, που το περιμένει να της φέρει την ευτυχία;
Κι η ευτυχία έχει ανοίξει κιόλας τα φτερά και πετά προς την κούλια. Οι αδερφές τη βλέπουν όλο και πιο κοντά: Όλα τα πλουσιοκόριτσα της πόλης κοντά στον ποταμό περιμένουν τον αξιωματικό. Η δημαρχοπούλα με τα πολλά τα χτήματα, που τους έκανε το μεγάλο ως τώρα, τις προάλλες, που είδε την Κούλα στην αυλόπορτα σταμάτησε και τη γλυκοχαιρέτησε. Η Χριστίνα του Καταπόδη κίνησε κι ήρθε μοναχή της να δει τάχα αν έριξε η Φρόσω στον αργαλειό τις μπατανίες της. Μια τρίτη ρώτησε τη Μαριώ, που την απάντησε στο δρόμο, τι μαθαίνουν από τον αδερφό, η μάνα της αλληνής, εκεί που γύριζε με τη Φρόσω από το λείψανο, ξέταζε να μάθει πότε βγαίνει ο Γεσίλας από το σκολειό κι η μεγάλη η Ζωριοπούλα ρώτησε κιόλα τη Μαριώ προχτές σε ποιο σώμα θα βγει.
Κι άμα άκουσε στο πεζικό, αστράψανε τα μάτια της.
- Αν ήθελε στο οικονομικό, θα ’τανε τώρα από δυο χρόνια αξιωματικός, της απάντησε η Μαριώ. Μα ο γιος του Κρανιά δεν πήγε στο στρατό για το ψωμί, ούτε το θέλει το σπαθί μόνο για φιγούρα.
Η κόρη διπλοευχαριστήθηκε κι η Μαριώ το λέει και το ξαναλέει στις αδερφές:
- Θα το δείτε, θα το δείτε· όλες θα τσακιστούνε ποια να τον πρωτοπάρει.
Και τα γράφουν το Γεσίλα και τον περιμένουν.
Μα όταν πήρε και σίμωσε ο καιρός να ’ρθει, τους έγραψε και κείνος να φροντίσουνε να του στείλουν τα παρτικά για τα χρυσάφια και τα σιδερικά, που θα του χρειαστούνε όταν κολλήσει το γαλόνι.
Η Φρόσω το λογάριαζε από μιας αρχής και φρόντιζε να κρύβει στο κατώγι κάτω από μια πέτρα ό,τι περίσσευε αποδώ αποκεί. Όμως άλλες ανάγκες την κάνανε και τα ξανάβγαζε. Κι έλπιζε πάντα στο θεό και στα βραδινά τρεξίματα στους φίλους.
Θα ’μενε με την ελπίδα, αν δε βοηθούσε το αναπάντεχο. Σεισμός γερός τράνταξε ξαφνικά την πόλη κοντά στον ποταμό. Μαζί με τ’ άλλα σαράβαλα του τουρκομαχαλά μισοσωριάστηκε κι η κούλια του Σουλιώτη καπετάνιου. Οι τοίχοι της, κατά τη γνώμη του μηχανικού της επαρχίας, γίνανε κίντυνος για το γένος του Κρανιά και τ’ όνομα των ορφανών του γράφηκε από τα πρώτα στον κατάλογο των σεισμοπαθημένων.
Μα πάλι το βοήθημα, που ήρθε από το κράτος, ήτανε κρίμα να ξοδευτεί στους τσούσηδες και στους μαραγκούς. Βιάζαν άλλες πιο απόλυτες ανάγκες. Χωριστά από σπαθιά, καπέλα και σιρίτια, χρειαζότανε και μια καρέκλα να καθίσει ένας μουσαφίρης, ένα φλιτζάνι για να πιει καφέ, περούνια, πιάτα, το ’να τ’ άλλο, τέλος ένα τραπέζι με γερά ποδαρικά. Ο αξιωματικός της κούλιας δεν μπορεί να τρώει σταυροπόδι στο σοφρά, σα μια φορά ο πατέρας. Όσο για τους τοίχους, θα προφτάσει εκείνος να τους ξεκαινουργώσει από τα θέμελα, πριν ξανασειστεί η γης. Για την ώρα φτάνει να μπαλωθούν οι σκισματιές με τον ασβέστη, ίσια ίσια να μην φαίνουνται και να τρομάζουνε, φτάνει ν’ ασπριστεί απόξω κι από μέσα η κούλια για το καλό δέξιμο του καπιτάνιου.
Όλα ήρθανε δεξιά κι ο Γεσίλας πήδησε από το αμάξι στην αυλόπορτα της κούλιας κατακαίνουργος κι αρματωμένος. Η γειτονιά, που ως τα σήμερα τέντωνε τ’ αυτιά ν’ αφικραστεί μην μπερδευτεί στον πίσω φράχτη καμιά σπαθολόγχη, που τον πηδούσε βιαστικά το σούρουπο, βγήκε τώρα κι ακούει το βρόντο του αστραφτερού μακριού σπαθιού, που ανεβαίνει ξαμολυτό την πέτρινη σκάλα της κούλιας.
Οι αδερφές λαμποκοπούν από χαρά και δε χορταίνουν το λυγερόκορμο αξιωματικό: Είν’ ο Γεσίλας αυτός με το μακρύ σπαθί, με τ’ αργυρόλαμπα αστεράκια στο λαιμό, με τις ολάστραφτες λουστρινένιες μπότες;
Η Μαριώ τις ξεσκονίζει απαλά απαλά με την ποδιά της, αφού η Φρόσω έκαμε πρωτύτερα τον αδερφό να τρομάξει με τη φαγωμένη παλιόβουρτσα της κούλιας, που πήγε κι έφερε.
- Φεύγ' αποκεί, μουρή· θα μ’ τς χαρακιάεις μι του μιστρί σ’, της φώναξε.
Κι οι τρεις τον αγκαλιάζουν και τον ξαναγκαλιάζουνε μην ξέροντας τι να πρωτοχαρούν τον αδερφό ή τα στολίδια του.
- Γιατί έβαλες τόσου στινό γαλόνι στου καπέλου; ρωτά η Κούλα, κι ας είχε βάλει ο Γεσίλας το πλατύτερο που βρήκε.
- Τι όμορφ' που ’ναι! ξεφώνησε η Μαριώ, σαν πήρε η ματιά της τη νικέλινη αλυσίδα, που είχε ο ζωστήρας του σπαθιού του αντίς για κοντό λουρί:
- Είναι τς μόδας ή νέους κανουνισμός;
- Μαντύου έφκιασες ή αδιάβροχου; ρώτησε κι η Φρόσω, που ακολουθούσε και κείνη από το κατώγι της τη στρατιωτική πρόοδο του τόπου.
- Σ’ πααίν’νε καλά κι τα μακριά τα πιντιλόνια; ξαναρώτησε ύστερα.
Η Κούλα θυμήθηκε και την άσπρη μπλούζα κι η Μαριώ θέλει να τόνε δει ίσια κι όλα με τη μεγάλη στολή.
Μα για να τη ντυθεί ο Γεσίλας, ανοίχτηκε το φορτσέρι του κι απάνω απάνω προβάλανε δυο καπελίνα.
Ήτανε τα χαρίσματα, που έφερνε της Μαριώς και της Κούλας.
Ο Γεσίλας φόρεσε τη στολή, μα η Μαριώ, που το γύρεψε, τώρα δεν τον προσέχει.
Μόνο η Φρόσω καμαρώνει τις χρυσές σπαλέτες, σιάζει τη ζώνη στη μέση του, ρωτά πόσο αγόρασε την τσόχα, πόσα έδωσε για ραφτικά, βρίσκει πού φουσκώνει και πού μαζώνει.
Καπελίνα με φτερά. Ως την ώρα λούσο άγνωστο στην κούλια. Η Κούλα τα βλέπει σα χελιδόνια νέας ζωής και κόλλησε μπρος στον καθρέφτη, το θυμητικό του εφέδρου. Τώρα τον ήθελε να την έβλεπε με το καπέλο!
Η Μαριώ σα να φοβάται ωστόσο να σιμώσει στον καθρέφτη. Μια ματιά, που έριξε κει από μακριά, της έδειξε στο πρώτο χαμογέλασμα κάτω από τα φτερά του καπελίνου αποφαγωμένα ολότελα τα δυο μπροστινά της δόντια. Κι έμεινε κει σα μαρμαρωμένη.
- Ε, Μαριώ, με πιάνει το μάτ’ σ’; σ’ αρέσου; ρώτησε ο αδερφός κορδωμένος και γελούμενος.
Η Μαριώ κούνησε το κεφάλι, σα να μην άκουσε καλά. Περσότερο προσέχει την Κούλα, που όλο και σιάζει τα μαλλιά της μπροστά στον καθρέφτη και ρωτά και ξαναρωτά κι αυτή πώς της στέκει το καπέλο.
- Μας σκότ’σις μι δαύτο, ξέσπασε τέλος η Μαριώ.
- Σαν κι θα σι γνοιάσ’, αν πιάσ’ μέσα του φαί.
Της έριξε άλλη μια άγρια ματιά και πάει μέσα στην άλλη κάμαρα.
Η Κούλα αποπαρμένη έβγαλε και κείνη το καπέλο κι έπιασε να στρώσει το τραπέζι με την Παναγιούλα, που σ’ όλο το αναμεταξύ έστεκε στην πόρτα αμίλητη, μα χτενισμένη σήμερα και με πλυμένα πόδια.
Η Φρόσω άφησε τον αδερφό να κοιτάζεται μόνος στον καθρέφτη και πάει να βοηθήσει και κείνη στο φαγί, που μαγερεύεται στη γωνιά του χειμωνιάτικου. Ο πύργος δεν είχε ξεχωριστή κουζίνα.
Βρήκε τη Μαριώ, που ετοίμαζε ν’ αυγοκόψει τη σούπα, με λεμόνι σήμερα χάρη του Γεσίλα. οι αγουρίδες της κληματαριάς είχανε παραγλυκάνει.
Έλα, καημένη, κάνε λίγου γλήγουρα κι του Γισίλα τουν πείνασι, της είπε χαμογελαστά.
- Σαν κι είμι γω φουτιά, απάντησε απότομα η Μαριώ χωρίς να την κοιτάξει.
Η Φρόσω δεν ξαναμίλησε· φύσηξε μόνο τη φωτιά.
Στον πύργο μαγερεύανε με φρύγανα και τσάκνα, που μάζευε και κουβαλούσε στην πλάτη της ή στο κεφάλι η Παναγιούλα από τις γύρω ράχες.
Και καθώς η Φρόσω σύμπησε με την ποδιά της, τούφα καπνός πετάχτηκε μαζί με στάχτη προς τη Μαριώ.
- Στραβέλου! Μο’ ’βγαλες τα μάτια, φώναξε τούτη με θυμό, σκεπάζοντας με τα χέρια το πρόσωπο: Στουν άνεμου δω πούρθις· σ’ ούλα μπιρδεύισι!
Η Φρόσω σώπασε ξανά.
Τέλος έγινε η σούπα. Επειδή έλειπε σουπιέρα από την κούλια η Μαριώ την κένωσε ίσια στα πιάτα κι η Κούλα τα ’φερνε στο τραπέζι ένα ένα.
Η Παναγιούλα είχε πάει για κρύο νερό.
- Για ποιον αυτό; ρώτησε η Μαριώ και κοίταξε την Κούλα, όταν της άπλωσε και πέμπτο πιάτο.
- Για την Παναγιούλα.
- Αυτή τρώει κι απ’ τον τέτζερ', είπε η Μαριώ κι ακούμπησε στο γωνολίθι την ξύλινη κουτάλα.
Η Φρόσω την κοίταξε.
- Τι, δε θα κάτσ’ η Παναγιούλα στου τραπέζ’; είπε η Κούλα ξαφνισμένη.
- Άλλου δε μας έλιπι απάντησε η Μαριώ και σηκώθηκε από τη γωνιά, όπου ήτανε σκυμμένη.
- Ψήλουσ' η μύτ’μας, μουρμούρησε η Κούλα, μα η Φρόσω την έσπρωξε στην άλλη κάμαρα.
- Μη θέλεις ναν τς βάλουμι καπέλου κιόλας; Δεν τς δίνεις του θ’κό σ’; της φώναξε η Μαριώ κατόπι.
- Καλουπιάσματα, για να μας πααίνει καλύτιρα τα ραβασάκια, ξακολούθησε της Φρόσως, που γύρεψε να την ησυχάσει μην ακούσει κι ο Γεσίλας.
- Ακούς ικεί! θα φάμι κι μι πλυστρουπούλες.
- Δεν τρώμι τόσα χρόνια τώρα; Η Φρόσω θέλησε να τη φέρει στη λογική με το καλό.
Μα η Μαριώ έμεινε αμετάπειστη κι η Φρόσω έδωσε τόπο της οργής.
Κι έτσι σε λίγο μόνο τα τέσσερα αφιλονείκητα παιδιά του Θώμου Κρανιά καθίσανε στο πρώτο ευτυχισμένο γιόμα, που έβλεπε η σκεπή της κούλιας από τον παλιόν καλό καιρό της.
Ο Γεσίλας έτρωγε μ’ όρεξη κι αυτό μόνο χόρταινε τη Φρόσω.
Η Κούλα ξέχασε και το μάλλωμα με την αδερφή και το πώς δεν έγινε το θέλημά της να καθίσει η Παναγιούλα στο τραπέζι. Άστραφτε ολόβολη, όσο έβλεπε το καπελίνο αντίκρυ στον κομό. Πότε να τελειώσει μόνο το φαΐ, για να το ξαναδοκιμάσει. Αν και στέκει ορθή στην πόρτα η Παναγιούλα για ό,τι χρειάζεται, η Κούλα βρίσκει πάντα κάποια αφορμή να σηκωθεί να το κοιτάξει κι από το πλευρό.
- Γισίλα, καλώς ήρθις! Πάντα μ’ υγειά κι ό,τι πιθ’μάει η καρδιά σ’, άρχισε πρώτη η Φρόσω τις ευχές.
Ο Γεσίλας άδειασε το ποτήρι του κι αφού ξανάδειασε σε λίγο και το πιάτο, σήκωσε το ποτήρι κι αυτός
- Ότ’ πιθ’μάει κι σένανε η καρδιά σ’, Φρόσω!
Τα μάτια της Φρόσως θολώσανε:
- Νάτανε κι ου κακουμοίρ’ς ου πατέρας!
Και με το λόγο ανατρίχιασε. Σα να πετούσε αληθινά τριγύρω εκεί το πνεύμα του Θώμου Κρανιά και την άγγιξε.
Ο Γεσίλας είχε σκύψει στο πιάτο του με το χαλβά, που του είχε σερβίρει πριν η Φρόσω.
- Πουτέ μ’ δεν έφαγα τέτοιου σαπουνγέ. Ποια απ’ ούλες σας τουν έφκιασι;
- Μάντιψι!
- Ποια άλλη απ’ τ’ Μαριώ. - Έλα στην υγειά σ’, Μαριώ! Κι ο Γεσίλας τσίγγρισε μαζί της.
Μα η Μαριώ είχε χάσει την όρεξη.
- Με σύγχυσε αυτή η βρόμα· ακούς εκεί να θέλει να τη βάλει στο τραπέζι! γυρεύει να δικαιολογήσει μέσα της την ανορεξιά.
Μα όσο και να ζητά να το κρύψει από τον εαυτό της, το αιστάνεται πως δεν είναι αυτός ο λόγος. Μια θλίψη αόριστη καθίζει μέσα της και δεν την αφήνει να χαρεί κι αυτή μαζί με τις άλλες τον αδερφό, που αστράφτει αντίκρυ της - ο Γεσίλας κάθισε στο τραπέζι όπως βρέθηκε με τη μεγάλη στολή. Στιγμές νικά τη θλιβερή διάθεση και γελά και παίρνει μέρος στην ομιλία, μα η ματιά της πέφτει πάλι στο καπελίνο, που την κοιτάζει από τον καναπέ, όπου το έριξε πρωτύτερα, και το σύννεφο της θλίψης ξαναπλώνεται βαθιά της. Κάτι παλιό, σβησμένο αναταράζεται κει, σα μέσ' από τη στάχτη του. Πολεμά να το σιγάσει, μα δεν μπορεί· δεν αφήνει το καπελίνο από τον καναπέ. Η Κούλα λαχταρά πότε να ξαναπιάσει στα χέρια το δικό της κι η Μαριώ μόλις βαστιέται και δεν τ’ αρπάζει και τα δυο να τα πετάξει από το παράθυρο. Δεν τα υποφέρει να τα βλέπει εκεί. Το δικό της ήτανε στολισμένο μ’ ένα πράσινο πουλί κι η γυάλινη ματιά του της φαίνεται πως την κοιτάζει αναγελαστικά, η κόκκινη μυτίτσα του σα ν’ ανοιγοκλείνει και να της σφυρίζει μελαγχολικά, θλιμμένα:
- Τι να με κάμεις τώρα πο’ ’ρθα!
Ο Γεσίλας ξανασηκώνει το ποτήρι με ξαναμμένο πρόσωπο από το φαγί κι από το σφίξιμο της μεγάλης στολής:
- Βίβα, κορίτσια, στην υγειά μας!
Η Μαριώ πίνει και κείνη με βιασμένο χαμόγελο τη λησμονιά του περασμένου.
Γιατί το περασμένο θέλει σήμερα ν’ αναστηθεί ολόβολο, κάποια όνειρα, που τα θαρρούσε πεθαμένα για πάντα, ξυπνούν την ώρ’ αυτή και κλαίνε γύρω της και την ξεσκίζουνε μέσα της με τα πετρωμένα τους φτερά. Ο ολάστραφτος κι ολόχαρος αξιωματικός, που έχει αντίκρυ, της φέρνει επίμονα στη θύμηση μιαν άλλη όψη, που την ονειρεύτηκε μια μέρα στο πλευρό της έτσι χαρούμενη και χρυσοστόλιστη και για να λέει την αλήθεια με πόθο θερμότερο παρότι ονειρεύτηκε τον αδερφό. Η όψη αυτή, που τα μοιασίδια της είχανε ξεθωριάσει πια στη θύμηση με τον καιρό, ξαναστέκει τώρα μεμιάς ολοζώντανη μπροστά της. Τη βλέπει αχνή και μελαγχολική σε μιαν άκρη κι η Μαριώ δεν ξέρει μη δε βαρυθυμά περσότερο για κείνη παρά για τον εαυτό της.
Γιατί, ας λέγαν ό,τι θέλανε οι κακές γλώσσες, η Μαριώ αγάπησε μ’ όλη την καρδιά τον πιλοχία της, τον ξάδερφο με το ξανθό μουστάκι, που, ποιος το ξέρει πού μαραζώνει και κείνος, επιλοχίας ακόμα· ναι, τον αγάπησε κι έπλεξε με το νου της κάποια ευτυχία μαζί του μακρύτερη από την ευτυχία της στιγμής. Η χαμένη αυτή ευτυχία ταράζεται τώρα, σα βουρκόλακας στο σάβανό του, κι η Μαριώ δεν μπορεί να κρατήσει τα δάκρυα.
Η Φρόσω τα νομίζει δάκρυα χαράς και κλαίει και κείνη στο πλευρό της αγκαλιάζοντας τον αδερφό. Είτε τα δάκρυα των αδερφάδων είτε τα ποτήρια το κρασί ανταρέψανε την καρδιά και του αδερφού και τα μάτια του θολώσανε. Η Κούλα για να μην κλάψει κι αυτή, σηκώθηκε και βγήκε στο μπαλκόνι.
Μα η λαύρα του μεσημεριού άπλωνε την πνιγερή σιγαλιά στο βελούχι αντίκρυ.
Ξαναγύρισε μέσα και πήρε να σηκώνει το τραπέζι με την Παναγιούλα.
Ο Γεσίλας, κουρασμένος από το ταξίδι κι από το φαγί, έπεσε να ησυχάσει στη μέση της σάλας, όπου του στρώσανε για τη δροσιά. Η Φρόσω ξάπλωσε κι αυτή, η Κούλα πήρε το καπέλο της και πήγε μέσα κι η Μαριώ κάθισε μόνη στο παράθυρο.
Δοκίμασε πρωτύτερα να πλαγιάσει και δεν μπόρεσε. Ο νους της ζητούσε αέρα. Μα πού αέρας στη φλόγα του μεσημεριού! Σε λίγο βαθιά σιωπή απλώθηκε γύρω της. Δεν άκουγε άλλο από το ρουχαλητό του Γεσίλα και της Φρόσως κι από τους τζίτζικες, που φλυαρούσαν όξω στη μελικοκκιά. Ο δρόμος ήταν έρημος και βλογισμένος.
Η Μαριώ έπεσε πάλι σε θλιμμένους στοχασμούς ρίχνοντας το βλέμμα χαμένο στα βουνά, που τυλιγμένα τη μεσημεριάτικη άχνα πυρωνόντανε μακριά στο βάθος στον ήλιο του Αλωνάρη.
Όσο που αποκοιμήθηκε κι αυτή σκυμμένη στο περβάζι του παραθυριού.
Όταν ξανάνοιξε ύστερα τα μάτια, η άχνα είχε σκορπίσει κι από τα βουνά κι από βαθιά της. Ένα βάρος της έσφιγγε μονάχα το κεφάλι, το ίδιο βάρος, που παραπονεθήκανε πως είχαν κι η Φρόσω κι ο Γεσίλας, όταν ξύπνησαν έπειτα κι αυτοί.
- Μην ξαναπάρτε κρασί απ’ τουν ίδιον τ’ βάνει σπίρτο ου κερατάς, είπε ο αδερφός καθώς σηκώθηκε από το στρώμα του και πήγε και κάθισε στον καναπέ.
Η Παναγιούλα ήρθε μέσα να σηκώσει τα ρούχα από χάμω.
- Άσ’ τα σκι’τιά κι σύρι βγάλε πρώτα ένα σατίλι κρύου νερό, είπε ο Γεσίλας.
Και τεντώθηκε και χασμουρήθηκε.
- Άιντε γλήουρα, τα σ’κώνου γω τα σκι’τιά, πετάχτηκε η Φρόσω και τεντώθηκε και χασμουρήθηκε κι αυτή.
- Άιντε γλήουρα, τσακίσ’, φώναξε κι η Μαριώ, που γέμιζε το μπρίκι, να ψήσει τον καφέ.
Η Κούλα έλειπε· είχε πάρει το καπέλο και πήγε να το δείξει στη γειτονιά.
Ο Γεσίλας είχε ξαναμισοαποκοιμηθεί, όταν η Φρόσω τόνε σκούντησε να του πει πως ήρθε το νερό.
- Α μπράβο, πού ’ναι το; μουρμούρισε.
- Όξου στου νεροχύτ’.
Ο Γεσίλας βγήκε κει, στην κορφή της σκάλας, αντίκρυ στην πόρτα του οντά, όπου ήταν ο νεροχύτης.
- Έλα, άδειασε μ’ του ίσα στου κιφάλι· μα του νου σ’, μη μι κάμ’ς λούτσα, είπε της Παναγιούλας, που περίμενε ορθή με το νερό. Κι έσκυψε το κεφάλι.
Η Παναγιούλα τον κοίταξε λίγο δισταχτικά, μα ύστερα υπάκουσε.
Δεν είχε αδειάσει όμως όλο το νερό, όταν άξαφνα κάτω από την αυλή ακούστηκε βρόντος σπαθιών.
- Στρατάρχα, τώρα μ’ ξυπνάς; φώναξε κιόλα μια λαλιά μπροστά στη σκάλα.
Ο Γεσίλας τη γνώρισε:
- Καλώς του Νάκα· έλα, έλ’ απάν’. Τα νερά τρέχανε στα μάτια του και δεν μπορούσε να τ’ ανοίξει.
Τα βήματα ανεβαίνανε τη σκάλα.
- Ποιος άλλος είναι; ρώτησε ο Γεσίλας, ακούοντας πως τα σπαθιά ήτανε δυο.
- Μάντεψε τον! απάντησε μια δεύτερη φωνή.
- Μωρέ, ου Κουλουμπέρδας! — Νο μ’ ιδώ τ’ν μπόλια.
Η Παναγιούλα του την έδωσε κι ο Γεσίλας σφόγγισε το πρόσωπο:
- Πως βρέθ’κις εδώ, βρε Τιμολέο; Δεν είσ’ να σ’ν Κέρκυρα; είπε ανοίγοντας τα μάτια.
- Είμαστε μεις για μακαρούνια κι πουλπέτις; Πήγα να σκάσου για παγίδ’, απάντησε ο Τιμολέος.
- Κι για τζουρνά, πρόστεσε ο άλλος αξιωματικός.
- Ελάτε, μπάτε μέσα· έμαθα είναι δω κι ου Σκλέπας. Ούλοι εδώ. Τι έχει να γένει!
- Θα τουν κάψουμι τον τόπου, είπε ο Κουλουμπέρδας.
Ο Γεσίλας αποσκουπίστηκε κι αγκαλιάστηκε και φιλήθηκε με τους φίλους του. Ήτανε συμμαθητές του βγαλμένοι τον περασμένο χρόνο από το σκολειό.
Η Φρόσω μόλις άκουσε όξω τις φωνές, πρόφτασε και σήκωσε από χάμω από τον οντά τα ρούχα· και πέρασε στην άλλη κάμαρα να βάλει τις παντόφλες της και να σιάξει λίγο τα μαλλιά.
Ο Γεσίλας με τους φίλους του μπήκανε στον οντά.
— Μι τ’ μιγάλι στουλή σ’ ηύραμε, είπε ο ένας απ’ αυτούς χτυπώντας με την άκρη του σπαθιού του τα λουριά, που κρεμόντανε λυτά κάτω από την πουκαμίσα του Γεσίλα.
- Σ’ πάνε καλά, μωρέ; Έλα, ντύσ’ να σι ιδούμι. Γι’ αυτό ήρθαμε, πρόστεσε ο άλλος.
- Τώρ’ αμέσους· σταθήτι νια στιγμή.
Κι ο Γεσίλας φώναξε τη Μαριώ.
Αντίς αυτή, παρουσιάστηκε η Φρόσω και χαιρέτισε τους αξιωματικούς.
- Τα σκ’τιά μ’, να ντ’θού. Τ’ν γκιλότα μ’ κι τη λ’νη τ’ μπλούζα, της ζήτησε ο Γεσίλας.
Η Φρόσω σταμάτησε:
- Ποια γκελότα; - πώς τ’ν είπις;
- Του κουντό μ’ του βρακί, μουρή! Πες τς Μαριώς, ικείνη ξέρ’, φώναξε ο Γεσίλας ανυπόμονα.
Η Φρόσω πήγε και τα ’φερε από την άλλη κάμαρα.
- Μα γιατί δε φουρείς το λινό του πιντιλόνι; είπε κει που του τα ’δινε.
- Τι κάτασπρους θέλεις να βγου; Σα μυλουνάς, απάντησε ο Γεσίλας γελώντας.
- Δε συνηθείται πλια, είπε ο Κουλουμπέρδας.
- Φόρισι κάνε του μακρύ σ’ του τσόχινου, επίμενε η Φρόσω, που βιαζότανε να τόνε δει και μ’ αυτό. Καψόπιδο, θα σκάεις μι τς μπότες. Να πάου ναν του φέρου;
- Όχι· θέλει πρώτα λίγου σιδέρουμα.
- Να βάλουμε το σίδηρο.
Το γέλιο του Γεσίλα την έκοψε:
- Θ’μάτι π’ σιδέρουνε τ’ φ’ στανέλα τ’ πατέρα, είπε ο Γεσίλας και κοίταξε τους συναδέρφους του.
Η Φρόσω χαμογέλασε βιασμένα. Δε της άρεσε ο λόγος. Μα «έτσ’ είν’ τα παιδιά», είπε μέσα της και του το συχώρεσε.
- Έλα, έλα, ντύσ’ τώρα, φώναξε του Γεσίλα ο Νάκας Κλωστογιωργόπουλος, όπως λεγόταν ο άλλος αξιωματικός· δεν είμαστι να κάτσουμι πουλύ.
- Έχετε υπηρεσία; έχετε πουλλή δ’λειά στου τάγμα; ρώτησε ο Γεσίλας πιάνοντας να ντυθεί.
- Κόπ’καμε. Ούλη μέρα πρέφα κι τριόνφο, είπε ο Κουλουμπέρδας.
- Ζουή κι κότα το λοιπόν, γέλασε ο Γεσίλας. Μα καθώς έκαμε να δέσει το παντσάκι, του έμεινε στα χέρια.
Φουρκίστηκε:
- Να πάρ’ ου διάουλους· ηύρις ’ν ώρα να κουπείς!
- Στέκα να σ’ του ράψου νια στιγμούλα, πετάχτηκε η Φρόσω και κίνησε να πάει να φέρει τη βελόνα.
- Άσε· του δένου, καλύτερα, είπε ο Γεσίλας.
Η Φρόσω έσκυψε να τόνε βοηθήσει, μα δε δενότανε· είχε πολλούς κόμπους από πριν.
- Πατσαλή είσι, καψαρή· άσ’ του, δε δένετι. Σύρι βγάλε μ’ άλλου απ’ του σιπέτ’. Τούτο είναι βρόμιο κιόλας απ’ του δρόμου, σκούντησε ο Γεσίλας την αδερφή.
Η Φρόσω πήγε και το έφερε κι ο Γεσίλας πήρε να το φορέσει. Μόλις όμως ξαναβγήκε η Φρόσω, οι φίλοι σηκώθηκαν και δεν τον αφήνανε να ντυθεί.
- Θα μι τσικλίστι! αφήστι μι! εσείς είσαστι π’ διάζουστανε; τους έσπρωχνε γελώντας ο Γεσίλας.
Μα οι συνάδερφοι του θυμηθήκανε τα χωρατά τους μια φορά μέσα στους θαλάμους του σκολειού.
Κι η Κούλα, που γυρίζοντας από τη γειτονιά με το καπέλο της στο χέρι μπήκε άξαφνα στην πόρτα, βρήκε άξαφνα τον Κουλουμπέρδα να κρατά το ένα μπουζουνάρι, ενώ ο αδερφός της πολεμούσε να φορέσει το άλλο.
Ο Γεσίλας μπόρεσε τέλος να τα φορέσει και τα δυο και να γυρίσει να συστήσει την αδερφή στους φίλους του.
Η Κούλα γνώριζε μόνο τον έναν, τον Κλωστογιωργόπουλο, από τον καιρό που ήταν υπαξιωματικός στο κάστρο. Τον Κουλουμπέρδα τον έβλεπε πρώτη φορά.
- Τα παιδία παίζει, είπε τούτος κατακόκκινος και ξανακάθισε στον καναπέ, αφού χαιρέτισε με βαθύ σκύψιμο.
Η Κούλα δεν κατάλαβε καλά το αστείο, μα γέλασε. Τα δόντια της δεν ήταν τόσο φαγωμένα ακόμα, ώστε να φοβάται να τα δείξει.
- Σας συγχαίρου διά τον αδερφόν σας, πρόστεσε ο Κουλουμπέρδας κι η Κούλα τον ευχαρίστησε ξαναδείχνοντας με χαμόγελο τα δόντια της.
Ο Γεσίλας παραπέρα ντυνότανε.
- Κούλα, έλα ίσιαξι απού πίσου τς σούφρις, φώναξε της αδερφής, όταν είχε φορέσει και την μπλούζα του.
Η Κούλα πήγε και τόνε βοήθησε, ενώ εκείνος χτένιζε τα μαλλιά και το μουστάκι στον καθρέφτη εμπρός.
- Έτοιμος; ρώτησε ο Κλωστογιωργόπουλος από την κασέλα, όπου ήταν καθισμένος.
Ο Γεσίλας προχώρησε μπροστά τους παίρνοντας στάση προσοχής:
- Διατάξατε, κύριοι ανθυπολουχαοί!
Η Φρόσω, που ξαναμπήκε, τόνε χάδεψε στον ώμο.
- Ωραία σ’ πααίν’νε, είπε ο Κουλουμπέρδας.
- Του καπέλου δε μ’ παραρέσ’ μοναχά, είναι πουλύ σ’ κουτό απού πίσου, παρατήρησε ο Κλωστογιωργόπουλος.
Ο Γεσίλας είπε πως είναι το νέο σχέδιο κι ο Κλωστογιωργόπουλος βεβαίωσε πως το είδε κι αυτός σ’ έναν του πυροβολικού.
- Κι μένα ψ’λό μ’ φαίνετι, έκαμε να πει κι η Φρόσω. Μα ο αδερφός την έκοψε απότομα:
- Που ξέρ’ς ισύ απ’ αυτά! Σύρι μέσα κι φκιάσι τον καφέ.
- Τουνέ φκιάνει η Μαριώ, μουρμούρισε η Φρόσω σα βρεμένη γάτα.
- Κι σεις ποίαν γνώμην έχιτι, δισποινίς; ρώτησε την Κούλα ο Τιμολέων Κουλουμπέρδας.
Η Κούλα πρώτη φορά άκουε τη λέξη και της άρεσε:
- Αφού είναι του περιβολικού, είναι καλύτιρου, απάντησε χαμογελώντας.
- Ώστ’ εκτιμείτε καλύτερα το πυρουβουλικόν; της χαμογέλασε κι ο αξιωματικός.
Η Κούλα συμπλήρωσε το κοπλιμέντο της:
- Όχι ιγώ μαναχά, η κοινουνία ούλι.
- Όπους κι να ’ναι, του περιβουλικού έχει άλλη χάρ’, είπε από την άκρη κι η Φρόσω κι έξυνε το πόδι της κάτω από το γόνα.
- Τ’ν κακή ψυχρή κι τ’ δυανώ σας· ό,τ’ ακούτι τσαμπ’νάτι. Του πυρουβουλικό πάει, ξέπισι, του μέλλον είναι στου πεζικόν.
- Άντι, μουρή Κούλα, φέρι τουν καφέ, έκοψε τη συζήτηση ο Γεσίλας.
Η Κούλα έφυγε και πάει στην άλλη κάμαρα.
Η Μαριώ την περίμενε στην πόρτα:
- Ε, πού ’ναι τα;
- Τι να σ’ κάμου, δε σ’κώνεται, απάντησε η Κούλα βιαστικά.
- Πού σ’ αφήν’νε οι γλυκουκ’βέντις με τουν άλλονε, είπε θυμωμένα η Μαριώ.
- Δεν ήρθα για καυγάδις· ου Γεσίλας μ’ έστ’λε για τς καφέδις. Τς έφκιασις;
- Άλλη όρεξ’ δεν έχου, να σας φκιάσου κι καφέδις. Κι η Μαριώ κάθισε φουρκισμένη στην άκρη.
Ο λόγος ήτανε σοβαρός. Όταν ακούστηκαν πρωτύτερα στη σκάλα οι φωνές των αξιωματικών, η Μαριώ έτρεξε στον οντά να πάρει από την κασέλα τα γοβάκια της, που τα είχε κλειδωμένα εκεί από το φόβο μην τα πάρει η Παναγιούλα, μα δεν πρόλαβε. Ο ευλογημένος ο Γεσίλας είχε σωριάσει τα ρούχα του απάνω στην κασέλα κι όσο να τα σηκώσει αυτά η Μαριώ, οι ξένοι μπήκανε μέσα. Και σα να μην έφτανε αυτό, έβαλε ο διάβολος τον έναν τους και κάθισε απάνω στην κασέλα και μήτε η Φρόσω μήτε η Κούλα θέλουνε να του ζητήσουνε συμπάθιο και να τόνε σηκώσουνε μια στιγμή.
Κι έτσι, ενώ οι άλλοι γελούν και χωρατεύουνε μες τον οντά, η Μαριώ κλείστηκε στο χειμωνιάτικο. Πώς να ’βγαινε στους ξένους με τα πατίκια, που είχε μοναχά στα πόδια; Δοκίμασε τα λαστιχένια της παλιοστίβαλα, που βρισκόντανε σε μιαν άκρη του κατωγιού, μα βγαίναν απ’ αυτά όξω τα δάχτυλα, φόρεσε πάλι τα πατίκια και κατέβασε μακρύτερα το φόρεμα, μα φαίνεται μια σιχασιά το φόρεμα.
- Τι ντρέπισι, μουρή; Σαν κι θα σι τ’ράξ’νε στα πουδάρια; Δε γλέπ’ς ιγώ — της είπε η Φρόσω και της έδειξε πως ήταν και ξεκάλτσωτη.
Κι αυτό την έσκασε περσότερο. Η Μαριώ, όσο κι αν το ένιωθε πια πως πέρασε τη νιότη και σίμωσε τη Φρόσω στις φροντίδες, όμως δε χωρίστηκε κι ολότελας από τη ζωή του κόσμου. Δεν έφτασε ακόμα στη σειρά της Φρόσως. Αν είχε φτάσει, δε θα της έφερνε ο Γεσίλας, καπελίνο, μα σκέπη μαύρη, καθώς έφερε κεινής. Πώς περνά λοιπόν στο νου της Φρόσως πως μπορεί να βγαίνει στον καθένα όπως φτάσει, σαν και δαύτη;
Η Κούλα έψησε μόνη τους καφέδες, τους έβαλε στο δίσκο και ξαναπάει μ’ αυτούς στη σάλα.
Η Μαριώ έμεινε πάλι μόνη με τη σκάση της. Από τη χαραμάδα της πόρτας κοιτάζει να δει τι γίνεται στη σάλα, μα βλέπει μονάχα τη ράχη της Φρόσως, που κάθεται κοντά κοντά στην πόρτα. Την Κούλα δεν μπορεί να τη δει, πού είναι καθισμένη, μόνο το γέλιο της ακούει. Να, ο αξιωματικός της ξαναλέει κάτι.
Μα ο Γεσίλας γύρεψε τώρα τη μεγάλη του στολή κι η Φρόσω ήρθε στο χειμωνιάτικο για να την πάρει. Η Μαριώ χύμησε απάνω της:
- Κουταημάνα, δεν μπορείς να τόνε σ’κώσεις!
- Πώς να κάμου; Τώρα έβαλε κι τουν καφέ μπροστά τ’ στ’ν καθήκλα. Ντρέπουμι, μουρή, της απάντησε βιαστικά η Φρόσω κι έφυγε με τη στολή.
Η Μαριώ δε βαστά πια. Μέσα ξαναφόρεσε ο Γεσίλας τη μεγάλη στολή και κρέμασε και το σπαθί. Κάποιος από τους αξιωματικούς είπε κάτι για την αλυσίδα του ζωστήρα. Τα μούτρα του, δεν του άρεσε! Την είπε αντικανονική. Από τη ζήλεια του, γιατί ο δικός του θα ’χει λουρί. Έπρεπε να είναι μέσα αυτή να του δώσει την απάντηση. Τώρα είναι κει η Φρόσω, το κούτσουρο, κι η Κούλα, το χαϊβάνι, που ξέρει μόνο να γελά. Τι να της κάμει όμως τουτηνής, που πρόφτασε και συγυρίστηκε πρι να ’ρθουν οι ξένοι. Την ήθελε να τη βρουν, όπως βρήκαν αυτή, και τότε της έλεγε πως γελούνε και χαχανίζουν. Άκου την, άκου την ξαδιάντροπη! Όλο το δικό της γέλιο κι όλο η φωνή του ξένου αξιωματικού ακούεται. Δίχως άλλο κοιτάζει να τον μπλέξει. Κι ο άλλος αγαπητικός, ο ψάλτης, κάθεται στο βελούχι.
Η Μαριώ τόνε βλέπει από το παράθυρο να κοιτάζει στο μπαλκόνι, μα από τη χαραμάδα δεν μπορεί να δει πού κάθεται κι η Κούλα μέσα στον οντά. Δίχως άλλο εκείνος θα τη βλέπει και τούτη θα του ρίχνει κι αυτουνού καμιά ματιά. Παιζογελά και με τους δυο. Γι’ αυτό δεν τη θέλει τη Μαριώ να ’ρθει στη σάλα, γι’ αυτό δε βρίσκει μιαν αφορμή να σηκώσει τον Κλωστογιωργόπουλο από την κασέλα. Μούτρα που ντρέπεται! Σα να τόνε βλέπει στα μάτια της πρώτη φορά. Ποιος ξέρει πόσες φορές τη στρίμωξε στ’ αγκωνάρια της κούλιας τον καιρό που ήτανε λοχίας στο κάστρο. Καλά, έτσι φέρνεται, κι έχει ράμματα κι αυτή· να μην τη λένε Μαριώ, αν δεν τα πει όλα του Γεσίλα.
Η Φρόσω ήρθε μέσα για να ξαναπάρει κάτι άλλο· οι φίλοι πρέπει να τα δούνε όλα.
- Κουταημάνα, κουταημάνα! ξαναχύμησε απάνω της η Μαριώ σφίγγοντας τη γροθιά μπροστά στο πρόσωπο της.
- Μπα, σι καλό σ’! μουρλάθ’κις, μουρή; τι σου ’ρθι; Ποιος σο ’φτιξι κι κάνεις έτσ’;
- Ισύ, ισύ ήσ’να κουντά στ’ν πόρτα κι δεν τ’ν έκλεισις, άμα τς άικ’σις που ’ρχόντανε.
Η Φρόσω σταυροκοπήθηκε και ξαναπάει στη σάλα. Εκεί άναψε τώρα ζωηρή συζήτηση. Μα η Μαριώ από την ταραχή της με τη Φρόσω δεν μπορούσε να την ακολουθήσει. Άκουσε μόνο την Κούλα, που είπε κάτι κι οι άλλοι γελάσανε.
- Η κυρία Κούλα έχει δίκιο, είμαι με το μέρος της, έφτασε φωνή του Κουλουμπέρδα ως τ’ αυτιά της Μαριώς.
- Να τ’ νε κιόλα, τόνε μάγεψε, τόνε μπέρδεψε!
- Κυρία Κούλα, μη φεύγετε, μη μ’ εγκαταλείπετε μαναχόν να τα βγάλω πέρα, ακούστηκε πάλι από μέσα η ίδια φωνή.
- Αφού δόλωσε μέσα τον έναν, πάει τώρα όξω και στον άλλον, ξανασυλλογίστηκε η Μαριώ κι έτρεξε στο παράθυρο:
- Νάτα· νάτα· ο ψάλτης δεν είναι πια καρσί· θα πήγε από το πίσω μέρος. Η βρόμα ηύρε καιρό και του το ’καμε το νόημα. Πάει να τον σμίξει. Δεν την ξέρω, δεν την ξέρω!
Κι η Μαριώ γυρίζει να κοιτάξει από το πίσω παράθυρο. Μα την ίδια στιγμή παρουσιάζεται στην πόρτα η Κούλα κρατώντας στο χέρι τα γοβάκια:
- Να, πάρ’ τα· τόνε σήκουσα. Μα πήγις κι τα τρύπουσις κι συ στουν πάτου. Τρόμαξα να τα βρου.
Η Μαριώ μαρμάρωσε.
Η Κούλα ξαναέφυγε βιαστική κι άμα γύρισε στη σάλα, ξαναζωήρεψε η κουβέντα.
Η Μαριώ ύστερ’ από τόσο σούσουρο, έχασε πια την όρεξη να πάει μέσα. Μα σαν ξανάκουσε τα γέλια της Κούλας, δεν μπόρεσε να κρατηθεί. Φόρεσε τα γοβάκια της, πέρασε το καλό φουστάνι κι άνοιξε την πόρτα.
Το ζήτημα της ντυμασιάς είχε πια ξετελειωθεί κι οι αξιωματικοί μιλούσαν τώρα για πρόσωπα και πράματα, που ως την ώρα δεν τάραξαν τους αχούς της κούλιας.
Τη Μαριώ, που μπήκε, κανένας δεν την πρόσεξε ξεχωριστά· κι αυτός ακόμα ο παλιός της γνώριμος Κλωστογιωργόπουλος δεν πολυταράχτηκε. Μόνο «τι κάνετε»; και ξακολούθησε να διηγιέται για μια μονομαχία, που κόντεψε να κάμει το χειμώνα για ένα μπάτσο, που έδωσ’ ενός φίλου του πολίτη. Τόνε θύμωσε με κάποιο λόγο του, που πρόσβαλε το στράτευμα.
- Καλά το ’καμις τ’ παλιανθρώπ’, είπε ο Γεσίλας και διηγήθηκε κι αυτός ένα επεισόδιο, που του συνέβηκε στο σιδερόδρομο τώρα που ερχότανε και που λίγο έλειψε να καταχειρίσει κι αυτός κάποιον:
- Οι πουλίτις θέλ’ νε ξύλου κι..., πρόφερε το λόγο πλέριον και με τόνο.
Ο Κλωστογιωργόπουλος κι ο Κουλουμπέρδας συμφωνήσανε με κούνημα του κεφαλιού. Η Κούλα δε χαμογέλασε τη φορά αυτή, η Φρόσω δεν παραπρόσεχε στην ομιλία κι η Μαριώ είχε ξαναπέσει στη μελαγχολία της.
- Αυτοί οι άντρες, σα σμίγουνε δυο τρεις μαζί, είναι βαρετοί άνθρωποι, έλεγε μόνη της και χασμουριότανε μ’ όλο το φύλαγμα, που έκανε να μη δείξει τα σάπια δόντια της.
Η Κούλα δεν είχε τέτοιο φόβο κι έτσι δε θυμόταν αυτή να βάλει την απαλάμη μπροστά στο στόμα, όταν το άνοιγε πλατύ πλατύ από την ίδια πλήξη. Η ομιλία είχε γυρίσει τώρα στον πόλεμο. Ο Κουλουμπέρδας άκουε τον Κλωστογιωργόπουλο, που διηγόταν πως αντραγάθησε στο Δομοκό κι ωστόσο έπρεπε να τυραννηθεί τρία χρόνια στο σκολειό για το ψωρογαλόνι.
Η Κούλα απελπίστηκε πως η ομιλία μπορούσε να γυρίσει σε θέμα πιο ευχάριστο για όλους. Βρήκε αφορμή πως θα σηκώσει τα φλιτζάνια, τα μάζεψε και πάει στην άλλη κάμαρα.
- Πάει στον άλλο τώρα, στοχάστηκε η Μαριώ, σαν είδε πως η Κούλα δε γύρισε. Και βαρυθύμησε περσότερο:
Για να κάθεται λοιπόν εδώ σαν ξόανο και να χασμουριέται, χάλασε πρωτύτερα τον κόσμο και το συκώτι της; Δεν θα ’κανε καλύτερα να πήγαινε κι αυτή στη γειτονιά να δείξει το καπελίνο, σαν την Κούλα, να λέει και να διηγιέται για τα ρούχα και τα χρυσά στολίδια του αδερφού και να την ακούν οι γειτόνισσες με το στόμα ανοιχτό; Τι έβγαλε δω με τους αξιωματικούς; Να τους ακούει να κόβουν τις σφηνάρες τους και ν’ αγναντεύει το ψωροκαμάρωμά τους;
Ήθελε να ’ξερε σαν τι τους φαίνεται πως είναι; Τον έναν δα, τον Κλωστογιωργόπουλο, τον ξέρουμε: Παιδί παπά. Κι ο άλλος ο άγνωστος - ποιος ξέρει πούθε κρατά η σκούφια του; Δίχως άλλο από τα Κράβαρα ή από το Λιδορίκι, καταπώς φαίνεται από την κουβέντα του, όσο κι αν θέλει να τα κόβει σα γραμματισμένος. Τρομάρα του, τήρα πως γουρλώνει τα μάτια σαν μπούρμπουλας κι έχει τα μουστάκια του άγρια κι ανασηκωμένα, σαν τ’ αγκάθια του σκατζόχερα. Νέα μόδα κι αυτή. Μια σιχασιά είναι. Και του Γεσίλα θα του πει κοφτά, δεν της αρέσει αυτό το σκέδιο, σα βούρτσα. Μπορεί να βγάλουνε τα μάτια της δόλιας της γυναίκας, που θα κάμουνε να σκύψουνε στο πρόσωπό της.
Μια σάλπιγγα σήμανε στο κάστρο κι οι αξιωματικοί σηκωθήκανε.
- Αχά, κάτ’ ουρθοί κιόλας; ρώτησε ο Γεσίλας.
- Δεν ακούς; βαρεί συσσιτίου, είμαστι κι οι δυο τς υπερεσίας, είπε ο Κλωστογιωργόπουλος και πήρε το καπέλο του.
- Κάνε δε θα ’ναι η Κούλα δω να πάρει το στερνό χαμόγελο του Κουλουμπέρδα, παρηγορήθηκε μέσα της η Μαριώ.
Μα εκεί που βγαίναν οι αξιωματικοί, η Κούλα πρόβαλε στη σκάλα με δύο γαρίφαλα στο χέρι, το ένα για τον Κλωστογιωργόπουλο, το άλλο για τον Κουλουμπέρδα.
Ο πρώτος έφυγε κρατώντας το στο χέρι, ο δεύτερος αφού πρώτα το μύρισε και το έμπηξε στο στήθος ευχαριστώντας άλλη μια φορά.
- Τίποτες, τίποτες, μουρμούρισε η Κούλα, χαμογελώντας και κοκκινίζοντας όσο μπορεί να κοκκινίσει φτιασιδωμένο πρόσωπο.
Η Μαριώ έπεσε πάλι στην ανορεξία της και το βάρος, που είχε νιώσει στο κεφάλι, όταν ξύπνησε το απομεσήμερο, έγινε τώρα πονοκέφαλος σωστός. Από την ταραχή της ξέχασε πρωτύτερα να πιει καφέ, μήπως και της περνούσε. Το έκαμε τώρα, μα δε βοήθησε πολύ.
Μόνο αργότερα, άμα με το πέσιμο του ήλιου ο Γεσίλας, αφού ξαναθύμισε της Φρόσως να μην πάρουνε κρασί για το βράδυ από τον ίδιον, την πήρε μαζί με την Κούλα και βγήκανε περίπατο στην πόλη, τότε άρχισε να της περνά. Όπως αντίκριζε τον κόσμο, που κοίταζε περίεργα τον αδερφό και χαιρετούσε και παραμέριζε, ξεχάστηκαν όλα, η ταραχή του απομεσήμερου, η μελαγχολία από το αργοπόρημα του καπελίνου, το μαράζωμα του επιλοχία Καραφωτιά, η νιότη που πέρασε άδικα. Όλ’ αυτά δεν τα θυμάται πια η Μαριώ, σα να μην ήταν άλλο τίποτες από παραξενιά μονάχα μιας στιγμής.
Και σιγά σιγά, σα να μη θυμάται πια ούτε τα φαγωμένα δόντια της, αφήνει να χαμογελούν ελεύτερα τα χείλη της και τρέχει πεταχτή κι ανάλαφρη πλάι στον αδερφό, όσο κι αν της βαραίνει στο κεφάλι το ασυνήθιστο καπελίνο, και χαίρεται κάθε ματιά που ρίχνεται σ’ αυτό και στον καινούργιο αξιωματικό.
Η έννοια για το ξαναγέννημα της κούλιας νίκησε πάλι μέσα της. Κι αληθινά, το θρίαμβο δεν τόνε φανταζότανε ποτέ τόσο μεγάλο. Η πλατεία όλο και γεμίζει γύρω της, όλος ο κόσμος βγήκε κει μονάχα για να δει το γιο του παλιού επάρχου του. Γι’ αυτόν ανάφτηκε κει στη μέση και το πεντάλυχνο φανάρι, γι’ αυτόν παίζει η μουσική, γι’ αυτόν βάλανε τόσο νάζι απόψε τα κορίτσια που σεργιανίζουν εκεί. Όλα γι’ αυτόν, όλα γι’ αυτόν και για τον πύργο.
Και νέα ζωή άρχισε στον πύργο. Πρώτα η θέση του Γεσίλα της έφερε υποχρέωσες και γι’ αυτές δύσκολα να φτάσει ο μιστός του ανθυπολοχαγού, ο ψωρολουφές, όπως τόνε λέει η Μαριώ. Και στον πύργο δε στέκει πια να ξενοδουλεύει στο φανερό, δε στέκει να στέλνει να πουλά μαρούλια κι αγγουράκια στο βελούχι, ούτε την Παναγιούλα να γυρίζει στην αγορά και στα σπίτια. Ο πύργος όπου και να ’ναι περιμένει τη νύφη κι η ορφανή της πλύστρας του Θώμου Κρανιά δεν είναι από τα συστατικά, που χρειάζεται να δείχνει στον κόσμο η γενιά του τις στιγμές αυτές.
- Σ’ τα ’κουψα τα πουδάρια, σα σι ματαϊδού στου παζάρ’, τη φοβέριξε ο Γεσίλας, αφού της το είπε μια φορά με το καλό και δεν άκουσε - η Φρόσω δηλαδή, που την έστειλε.
- Κι ό,τ’ θέλ’τ’ ισείς, ιδώ πιρνάν οι στρατιώτις, είπε των αδερφάδων.
Από την ημέρ’ αυτή αλίμονο στον εύζωνα που θα περνούσε κάτω από το δρόμο.
- Ψιτ! εύζουνα! έλα να μ’ φέρ’ς του νταβά στου φούρνου, φώναζε δυνατά η Μαριώ για να την ακούσει κι η γειτόνισσα.
- Να, πάρι μ’ κι μένα νια ρικέλα τάδε νούμιρου, πρόσταζε κι η Κούλα από το μπαλκόνι.
Μόνο η Φρόσω απόμεινε δίχως χουσμεκιάρη. Έπρεπε να τρέχει στα παιδιά της γειτονιάς· γιατί στο φούρνο, στον μπακάλη και στον έμπορο καλά, μα με τα υφάδια δεν μπορούσανε να τρέχουν οι στρατιώτες. Το δοκίμασε δυο τρεις φορές, η Μαριώ όμως της έκαμε τον τέλο: αν το μάθαινε ο Γεσίλας!
Οι αδερφές πήραν ακόμα την απόφαση, ο αργαλειός κι οι βελόνες να δουλεύουνε μόνο μυστικά και την ώρα που λείπει από την κούλια ο αδερφός. Για καλό και για κακό. Πού ξέρεις πώς το παίρνει; Θα προτιμούσανε βέβαια να κάθουνται και να φλυαρούνε στη γειτονιά, όμως τα καπελίνα, που φορέσανε στο κεφάλι, απαιτούσαν παρόμοιο στόλισμα και του κορμιού. Κι ο αδερφός σταμάτησε στα πρώτα χαρίσματα, που έφερε όταν ήρθε. Η Ένωση έστελνε από την Αθήνα τσόχες και καπέλα για τον αξιωματικό, μα για ένα μεριμένιο φόρεμα της Μαριώς ή για ένα ζευγάρι κίτρινα σκαρπίνια της Κούλας, που ήταν τώρα η μόδα, δε νοιαζότανε.
Η Μαριώ άρχισε να φουρκίζεται μαζί του:
- Δεν πας στο γεροδιάολο και συ κι αυτός! Καλύτερα να ιδεί, αγρίεψε στο τέλος της Κούλας, που έτρεξε να την προφτάσει να κρύψει τη μάλλινη φανέλα, που έπλεκε για κάποιον υπαξιωματικό του κάστρου.
- Σα δεν τ’ αρέσ’ να ξινουδ’λεύ’νε οι αδερφές τ’, ας γνοιάζιτι γι’ αυτές ου ίδιους.
Ωστόσο τη φανέλα την έκρυψε κάτω από το στρώμα, που καθότανε.
Μόνο ο αργαλειός της Φρόσως μπορούσε να βροντολογά ελεύτερα, εξόν από τις ώρες που ο καπετάνιος ησύχαζε ή ήτανε στα νεύρα του. Ο αργαλειός ύφαινε τάχα για το σπίτι και για τα προικιά της Κούλας. Πού εύρισκε τα υφάδια ή πούθ’ ερχότανε το καινούριο φόρεμα της Κούλας, που έβγαινε μαζί του στον περίπατο, ο Γεσίλας δε σκοτιζότανε να ρωτήσει.
Οι αδερφές του φοβόντανε άδικα. Για την εσωτερική υπερεσία της κούλιας δεν τον έμελε πολύ τον αξιωματικό· του έφτανε πως εύρισκε κει έτοιμο το φαγί στην ώρα του και πως δειχνόταν αυτή στον κόσμο καθώς χρειαζότανε. Για περσότερα καθέκαστα δεν του έμενε καιρός. Είχε την εσωτερική υπερεσία του κάστρου, την πρέφα στον καφενέ και πρώτ’ απ’ όλα το αγνάντεμα στα παράθυρα. Η ευτυχία, που προσμένανε στην κούλια, ήρθε ο καιρός να πληρωθεί: οι όμορφες και πλούσιες της πόλης κοντά στον ποταμό αρχίσανε να μαλώνουνε για το γιο του Θώμου Κρανιά.
- Είδις πως τήραε η Πηνιώ τ’ Τσιλιβήθρα; είπε η Μαριώ ένα βράδυ, που γύριζαν από τον περίπατο.
- Μηδά η Βασιλική τ’ Στούπα! Κουκκίνισ’ ουλόβουλι, άμα τ’ νς χιρέτ’ σις, πρόστεσε η Κούλα.
Ο Γεσίλας μουρμούρισε ξερά:
- Δε φελάνε τίποτας κι οι δυο.
Οι αδερφές δε φέρανε αντιλογία. Κι οι δυο δεν είχαν παραπάνω από είκοσι χιλιάδες.
- Για τ’ν Τασία τ’ Ξ’διά όμως δεν μπουρείς να πεις τίπουτα· κι όμορφ’ είναι κι ούλα τα ’χει, ξαναείπε η Μαριώ.
Ο Γεσίλας δε μίλησε.
Είκουσ’ πέντε μετρητές κι ένα μαγαζί στου παζάρ’, ξανάπιασε την ομιλία η Μαριώ το βράδυ εκεί που τρώγανε κι η Φρόσω πρότεινε να στείλουνε να τη γυρέψουν.
- Αφήστε τ’ν κι βέντ’ αυτήνι, είπε ο αδερφός απότομα. Μα εκείνες επιμένανε.
- Αφήστε τ’ κι βέντ’ αυτήνι, σας είπα, τις έκοψε πάλι.
- Γιατί ναν τ’ν αφήσουμι; ανακατεύτηκε κι η Κούλα, περίεργη από την επιμονή του.
- Θέλ’τι να μας σκουτώσ’ ου Κουλουμπέρδας; Ξάφνισμα γενικό.
- Τα μούτρα τ’! πετάχτηκε η Μαριώ και βλέποντας την Κούλα, που ξίνισε το πρόσωπο, την κοίταξε στα μάτια.
Η Μαριώ, ας παραιτήθηκε από την παντρειά, δε δεχόταν ευχάριστα να ξαραδιαστεί από τη μικρότερη αδερφή, δεν της χάριζε κιόλας εύκολα γαμπρό με μακρύ σπαθί. Κι η ματιά της τώρα, μ’ όλον το θυμό της για την τόλμη του Κουλουμπέρδα, έδειχνε κάποια χαρά μαζί.
Γιατί το μακρύ σπαθί του Κουλουμπέρδα σα να χαμοάρεσε της Κούλας και να της ξανακέντησε παλιούς ξεθυμασμένους πόθους. Ο ανθυπολοχαγός δεν έπαψε να κόβει τις ελληνικούρες του, όπως τον κορόιδευε η Μαριώ, όποτε την απαντούσε στον περίπατο. Κι όταν ερχότανε στον πύργο με τον αδερφό, η Κούλα έτρεχε να του κόψει πάντα ένα γαρίφαλο από την άλικη γαριφαλιά της. Ο Κουλουμπέρδας το μύριζε, το έμπηγε στο στήθος, η Κούλα κοκκίνιζε, χαμογελούσε, ο Κουλουμπέρδας κατέβαινε τη σκάλα χαμογελώντας κι αυτός, μα το πράμα δεν προχωρούσε μακρύτερα.
Γιατί δεν προχωρούσε, το εξήγησε τώρα ο λόγος του Γεσίλα.
Η Κούλα μελαγχόλησε όλο το βράδυ κι έχασε για λίγες μέρες την όρεξη να βγαίνει περίπατο.
Η Μαριώ χαιρότανε. Όσο που νέα περιστατικά ρίξανε την κούλια σ’ έννοιες σοβαρότερες.
Ο Γεσίλας διάλεξε πια. Τη μεγάλη κόρη του έμπορου Ζωριά. οι αδερφές μείνανε σύμφωνες και το ζήτημα ήτανε μόνο ποιον να στείλουνε προξενητή. Ο νους της Φρόσως κι η γλώσσα της Μαριώς δεν ησυχάζανε. Μόνο η Κούλα δεν έδειχνε μεγάλο ζήλο στη συζήτηση. Όχι πως είχε αντιλογία, μα γελασμένη από τον Κουλουμπέρδα, είχε στρίψει την προσοχή της στο βελούχι.
Τον τελευταίο καιρό, πριν έρθει ακόμα ο αδερφός, ξεροστάλιζε κει ένας γραφιάς και μαζί και ψάλτης σε μιαν εκκλησιά του τόπου. Ήτανε ερωτεμένος στα γερά με την Κούλα κι ήτανε κείνος, που καθότανε στο βελούχι την ημέρα, που ήρθε ο αδερφός κι η Κούλα χασκογελούσε στη σάλα με τον Κουλουμπέρδα.
Η Μαριώ δεν είχε άδικο να τη φοβάται, σα μαστόρισσα, που την ήξερε στο δίπορτο. Κι αλήθεια, η λάμψη του μακριού σπαθιού του Κουλουμπέρδα, όσο κι αν έριξε τον ψάλτη χαμηλά στα μάτια της Κούλας, δεν της θάμπωσε ολότελα και το λογικό. Δεν έπαψε να κάθεται στο μπαλκόνι και για τον ψάλτη κι εύρισκε πάντα τον καιρό να κατεβαίνει να τον ανταμώνει στην ακροποταμιά; Κι έτσι δεν έχανε και κείνος την ελπίδα. Απεναντίας, σα να μυρίστηκε κάτι, κι η ζήλεια του άναψε τη φλόγα περσότερο.
Η Κούλα γελούσε στην αρχή με τα παράπονά του. Μα όσο έβλεπε τον ανθυπολοχαγό να κοκκινίζει σαν του έδινε το γαρίφαλο, άρχισε να σοβαρεύεται στον ψάλτη και τέλος αποφάσισε να του μαζέψει τα λουριά μεμιάς.
Η αποκάλυψη του Γεσίλα για τον Κουλουμπέρδα βρήκε την Κούλα απάνω που έπαιζε το κρυφτό του ψάλτη μια ολάκερη βδομάδα. Κι η βαρυθυμιά από τον πρώτον ξέσπασε στο δεύτερο. Το κρυφτό βάσταξε περσότερο παρ’ όσο πρόσμενε κι η ίδια η Κούλα κι ο ψάλτης ήτανε δυστυχισμένος. Το μπουζούκι του Φωτούλα Τυλιγάδα δεν έπαυε μέρα και νύχτα μέσα στην παράγκα του βελουχιού. Φυλάγοντας να μη βραχνιάσει τη φωνή του, που τη χρειαζότανε για τα τροπάρια στην εκκλησιά, ξεθύμαινε στα τέλια του μπουζουκιού. Τέλος η Κούλα τον ελεήθηκε.
Είδε πια την ανάγκη πως έπρεπε να του κερδίσει την εμπιστοσύνη και παρουσιάστηκε και του ξαναγέλασε.
Μα το κακό ήρθε τώρα από κει που δεν το πρόσμενε. Η Μαριώ κι η Φρόσω είχαν αφήσει στην αρχή ολότελα ελεύτερη την Κούλα. Η Μαριώ της χάριζε τον ψάλτη μ’ όλη την καρδιά της. Καλό είναι κιόλα το παιδί, στοχαζόντανε κι οι δυο· βγάζει καλά απ’ τ’ αντίγραφα. Χώρια ο μιστός της εκκλησιάς. Μα τώρα που αλλάξανε τα πράματα, τώρα που περιμένανε την απάντηση του έμπορου Ζωριά, θυμηθήκανε πως ο πατέρας του ψάλτη άνοιγε μια φορά τους λάκκους στον Αϊ-Λάζαρο κι η Ζωριοπούλα δύσκολα θα στρεχτεί να γίνει αντραδερφή μιας, που η πεθερά της τους έπλυνε ίσια με τα προχτές τα ρούχα.
Η Μαριώ έβαλε στα τρία στενά την Κούλα να δώσει του ψάλτη τα παπούτσια του. Μα η Κούλα δεν αποφάσιζε να θυσιάσει το δικό της καλό μπροστά στο γενικό καλό της κούλιας. Από το άλλο μέρος πάλι το πράμα για την κούλια βίαζε. Έφτασε ένα φοβέρισμα του Γεσίλα κι ο ψάλτης αρατίστηκε από το βελούχι.
- Κοίτα καλά, σ’ του λέω μια για πάντα· εκειά π’ κάνου γω άλλου, δεν τα δέχουμι στου σπίτι μ’. Θέλου παστρικό του μέτουπου, αγρίεψε ο Γεσίλας και στην Κούλα.
Έτσι της απόμεινε κι αυτής μοναχή παρηγοριά το καπελίνο και τα κίτρινα σκαρπίνια, που της αγόρασε τέλος ο αδερφός και τα φορούσε κάθε βράδυ στον περίπατο και στην πλατεία, όπου καθίζανε μαζί. Η Κούλα ήτανε πιο της προκοπής κι ο Γεσίλας την προτιμούσε καλύτερα από τη Μαριώ. Του χρειαζότανε για δόλωμα, για κράχτης των άλλων θηλυκών. Έλπιζε πως κάποιο θα κολλήσει τέλος στη συντροφιά τους.
Μα τους κολλούσε μόνο ο Κουλουμπέρδας. Οι ελληνικούρες του δε βρίσκανε πια την καρδιά της Κούλας, ωστόσο τις άκουγε για να περνά η ώρα, αν δεν τύχαινε να περάσει εκείθε η Τασία Ξυδιά και να του κόψει και κεινού την όρεξη.
Σε λίγες μέρες το μυστικό, που έφερε ο Γεσίλας στις αδερφές, πως η μητέρα της Τασίας αρνήθηκε να δώσει την κόρη της του Κουλουμπέρδα, γέμισε ολόκαρδη χαρά την κούλια.
Μα κι ο Κουλουμπέρδας δεν άργησε να πάρει την εκδίκηση. Ύστερ’ από λίγο μαθεύτηκε στην πόλη πως η Ζωριοπούλα αρρεβωνιάστηκε με κάποιο δήμαρχο από ξένον τόπο.
Το άκουσμα αναστάτωσε την κούλια.
Η Μαριώ τα ’βαλε με τη θεια Χαραλάμπαινα, που δεν έκαμε καλά την προξενιά:
Την πίσα και την δίξα! δεν έκαμε καθώς της είπε αυτή. Δεν πήγε να πει πως κατεβαίνανε πέντε από τις πενήντα, που γυρέψανε στην αρχή. Και δε θα μίλησε κιόλα της Ζωριούς καταπώς την ορμήνεψε, όταν άκουσε πως η κοπέλα θέλει σώνει και καλά πολιτευόμενο. Δε θα της μελέτησε ολότελα πως κι ο Γεσίλας θα βγει βουλευτής, πως το κόμμα του Κρανιά απάνω στα βουνά σε κείνον πέτεται.
Άμα όμως συνήρθαν από το ξάφνισμα, είδαν πως το πράμα δεν ήτανε γι’ απελπισία ολότελα. Ούτε οι πλούσιες ούτε οι όμορφες χαθήκανε από τον τόπο κι ο έμπορος Ζωριάς είχε άλλες τρεις ακόμα. Η δεύτερη, η Ευγενία, είναι μάλιστα ομορφότερη από τη μεγάλη, έλεγε η Μαριώ για να παρηγορήσει τον αδερφό.
Κι έτσι αποφασίσανε να στείλουνε να τη γυρέψουν ίσια κιόλα, πριν προλάβει κανένας άλλος από την ξενιτιά.
Τέσσερες θυγατέρες είχε ο έμπορος Ζωριάς, μα δεν είχε αρσενικό και κείνες μέναν πλουσιότερες νυφάδες του τόπου. Από πενήντα χιλιάδες έδινε της καθεμιάς, τις είχε μάλιστα και καθόντανε στην τράπεζα, έλεγε ο κόσμος. Με το θάνατό του όμως θα περνούσαν τις διακόσιες. Τα πλούτη του Ζωριά ήταν αλογάριαστα. Σπίτια, χωράφια, αμπέλια, τοκισμένα μετρητά και το εμπόριο της πόλης όλο, βελανίδια, ελιές, σιτάρι, ζάχαρες, καφέδες, ό,τι έμπαινε κι ό,τι έβγαινε περνούσε από τα χέρια του Ζωριά. Η κούλια έπρεπε λοιπόν να λάβει μέρος στην κληρονομιά, αφού μάλιστα ο Θώμος Κρανιάς και φίλος ήταν του Ζωριά κι όλος ο κόσμος το λέει πως με την υποστήριξη, που του έκαμε στο λαθρεμπόριο σαν έπαρχος, τόνε βοήθησε να καζαντήσει.
Η Φρόσω ήθελε τώρα να στείλει προξενήτρα στη Ζωριού μια προεστή από τις καλές του τόπου, μα ο Γεσίλας κι η Μαριώ επιμένανε να σηκωθεί να πάει μονάχη της. Ο λύκος, έλεγε ο Γεσίλας, κάνει καλύτερα τη δουλειά του μοναχός.
Η Φρόσω το γύριζε και το ξαναγύριζε. Έβλεπε κι η ίδια πως το πράμα ήταν πιο σίγουρο έτσι, ωστόσο ντρεπότανε!
- Πώς να σας του που, ντιριόμι, έλεγε και ξανάλεγε. Μα τη στενοχωρέσανε. Κι αποφάσισε και πήγε.
Γύρισε θλιμμένη με την απόκριση: Δεν έχουνε καιρό. Ακόμα δε βγάλανε την πρώτη.
Η Μαριώ χύμησε απάνω της:
Δεν τς είπις, μουρή, πως καρτερούμι κι ένα κι δυο χρόνια ακόμα του γάμου;
- Πώς δεν τς είπα!
— Κούτσουρου, κουταημάνα! Δεν τς είπις πως μας χάλεψανε κι απ’ αλλού;
Η Φρόσω έσκυψε τα μάτια άφωνη. Ο Γεσίλας πρασίνισε:
- Δε φταίει άλλος από μένα, μουρμούρισε μες από τα δόντια. Και πήρε την απόφασή του.
Το είδε πια: τα κάστρα δεν παίρνουνται με τους τσασίτες. Θέλουνε γερούσι· πολιορκία σωστή και κρατητή.
Και την έστησε ίσια κιόλα της Ευανθίας Τελατίνη. Όμορφη δεν παραήτανε, μα είχε σαράντα μετρητές χιλιάδες. Μια κι έτυχε κιόλας να είναι το σπίτι της αντικρινά στον καφενέ, δεν της άφησε ησυχία μήτε στιγμή. Έκανε να βγει στον παράθυρο, ο ανθυπολοχαγός Κρανιάς μπροστά της· πήγαινε περίπατο, την έπαιρνε από το κοντό· ξεκλεβότανε στη φιλενάδα ή στη θεια της, το σπαθί του έδινε κι έπαιρνε στα καλδερίμια απόξω. Της κατάντησε ίσκιος όπου πήγαινε κι όπου περνούσε, όπου στεκότανε κι όπου καθότανε. Για να της θυμίσει ποια είναι η γενιά του, μάζευε γύρω του την κοντόκαπα από τα βουνά, για να της δείξει την παλικαριά του έδειρε ένα δικολάβο, που έτυχε να βήξει την ώρα που περνούσε ο αξιωματικός κάτω από τα παράθυρά της.
Στον πύργο το είχανε σίγουρο. Μόνο της Φρόσως δεν παράρεσε η μεγάλη φούρια, μα η Μαριώ ήτανε με τη γνώμη του Γεσίλα: όπου πατά ο γιος του Κρανιά, πρέπει να τρίζει ο τόπος κι όπου δε θέλουνε με το καλό, χρειάζεται το ζόρι.
Ωστόσο σα να στοχαζόταν καλύτερα η Φρόσω. Ο τοκιστής Τελατίνης δεν είχε μόνο τον τρόπο να προικιώσει την κόρη του με τις σαράντα μετρητές χιλιάδες, είχε και το μέσο να τις φυλάγει από καθέναν, που θα ζητούσε να τις πάρει με το ζόρι.
Έτσι άξαφνα ο ανθυπολοχαγός Κρανιάς πήρε φύλλο πορείας να πάει να τρίξει κι άλλου τον τόπο όπου πατά.
5zkpteu55e9ow581bg0e6ikccntt2ai
Ο πύργος του ακροπόταμου/Δ
0
13859
148251
44495
2022-07-21T15:43:33Z
Chalk19
8498
Ο Chalk19 μετακίνησε τη σελίδα [[Ο Πύργος του Ακροπόταμου/Δ]] στην [[Ο πύργος του ακροπόταμου/Δ]]
wikitext
text/x-wiki
{{κεφαλίδα
| τίτλος = [[../]]
| συγγραφέας = Κωνσταντίνος Χατζόπουλος
| μεταφραστής =
| ενότητα = Δ
| προηγούμενο= [[../Γ|Γ]]
| επόμενο =
| σημειώσεις =
}}
Οι αδερφάδες ξαναμείνανε μοναχές στον πύργο κι η ζωή εκεί μέσα ξαναβρήκε τον παλιό ρυθμό της. Ο βρόντος του αργαλειού δεν είναι φόβος τώρα να ταράξει την ησυχία κανενός· τρίζει μονότονα, ακατάπαυτα από την αυγή θαμπά ως βαθιά τη νύχτα, η βελόνα τρυπά, μουδιάζει τα δάχτυλα κι η Παναγιούλα ξανάπιασε τα τρεξίματα στην πόλη. Δε ντροπιάζει κανέναν τώρα. Η γενιά του Κρανιά δε θέλει να ξέρει πια από τις νυφάδες της πόλης κοντά στον ποταμό. Κλείστηκε κατσουφιασμένη και πληγωμένη στους ραγισμένους τοίχους της κούλιας.
Μα κι η ζωή γύρω δεν αλλάζει το σκοπό της. Ο ήλιος φέγγει όπως πρώτα πάντα, η άνοιξη έρχεται και φουντώνει τον κάμπο κι ισκιώνει τον όχτο του ακροπόταμου. Ο κόσμος παντρεύεται κι αρρεβωνιάζεται. Ένας ανθυπίατρος από το κάστρο παντρεύτηκε με τη δεύτερη τη Ζωριοπούλα, ένας έμπορος από τον τόπο αρρεβωνιάστηκε την Ευανθία Τελατίνη. Τα μηνύματα φτάνουνε σαν περιγέλασμα στην κούλια.
Η Φρόσω σκύβει το κεφάλι και δε μιλεί, η Μαριώ όμως δεν το βαστά. Η οργή της δεν ξεσπά μόνο φαρμάκι στη γειτονιά, δε γίνεται γκρίνια μόνο μέσα στην κούλια, μα σκορπίζεται κι αγκαλιάζει όλον τον κόσμο. Βουνά και κάμπους, ουρανό και γης, όσα βλέπει το μάτι κι όσα φαντάζεται ο νους. Γυρεύει από τον ουρανό μιαν εκδίκηση κι ένα σεισμό από το βυθό της γης. Κι όσο δεν τα λαβαίνει, η ψυχή της διψά να πνίξει, να ρημάξει, να βουλιάξει η ίδια. Κι όσο δεν το μπορεί ούτε αυτό, ξεθυμαίνει στην ορφανή της πλύστρας του πατέρα, που γυρίζει αδειανή από τους δικούς, στην Κούλα, που τα παρμένα της δε δουλεύουνε γλήγορα, κι άμα δε βρίσκει άλλη καμιά αφορμή, σε κατάρες κι αναθέματα εκεινών, που θα χαρούνε όσα πλέκει κι όσα ράβει.
- Την αδικία, την αδικία ποιος θα τη γδικηθεί στον κόσμο; φωνάζει αδιάκοπα.
Και σβήνει μπρος από το κόνισμα το καντήλι, που ανάβει η Φρόσω, σα βρίσκεται μια σταλιά λάδι στο ρόι της κούλιας, και στένει καυγά, όταν παίρνει το μάτι της τη λειτουργία, που στέλνεται στην εκκλησιά:
- Δεν έχω κάνα κρίμα να μου συχωρεθεί· την αδικιά ποιος θα τη γδικηθεί στον κόσμο!
Η Φρόσω σωπαίνει για να μην ακούει η γειτονιά και δίνει του παπά το δίφραγκο μαζί με το πουκάμισο της αδερφής, να το διαβάσει στ’ άγιο Βήμα· κι όταν οικονομήσει δεύτερο, ανοίγει την αγιά Μαρίνα όξω στ’ αμπέλια, μήπως η χάρη της βοηθήσει τη συνονόματη.
Κι η Φρόσω είχε χαμένη την ελπίδα, ωστόσο πίστευε στη δύναμη του Θεού και πίστευε ακόμα και στο σόι. Αν έχασε ο αδερφός εδώ, η πόλη αυτή δεν είναι κι ο κόσμος όλος κι ο φτόνος δεν είναι σ’ όλον τον κόσμο ο ίδιος.
Την ίδια γνώμη έχει κι η Σακαμπέσαινα, που άμα ξαναφέρνει η Παναγιούλα τίποτε ψιλά, βάζει και κείνη την τέχνη της να ξαναφέρει τη Μαριώ στα σέστα της. Χαρά μεγάλη καρτερεί την κούλια· το διάβασε στ’ άστρι του βραδιού και το κομπόδεσε. Ή θησαυρό ή πλούσια νύφη θα βρει ο Γεσίλας σύντομα στον καιρό κι αλαργινά στον τόπο. Λίγο υπομονή μονάχα. Ποιος τους φταίει; Πήγανε και στείλανε της Ζωριούς τη Χαραλάμπαινα. Δεν ερχόντανε σ’ αυτή, να ’ριχνε της κόρης να ’παιρνε τα σοκάκια για τον καπετάνιο.
Μα η Μαριώ δεν ήθελε ν’ ακούσει τίποτε. Η προσβολή, που έγινε στο γένος του Κρανιά εδώ στον τόπο, είναι ανεξιλέωτη. Μόνο σαν έρθει κάποτε κανένα δεκάρικο από τον αδερφό, δε σβήνει λίγες μέρες το καντήλι και παγαδιάζει και το ανάθεμα σ’ όλον τον κόσμο.
Αφού δεν ξαναφάνηκε ο ψάλτης στο βελούχι κι ας έλειψε το σκιάχτρο του Γεσίλα, η Κούλα ξανάριξε τη ματιά στους υπαξιωματικούς.
Μα οι υπαξιωματικοί μόνο αριά και πού καθίζουνε τώρα στο βελούχι. Περνούν από το δρόμο φρεσκοαλλασμένοι καθώς πάντα και στρίβουνε πέρα κατά τις ελιές. Ο Φωτούλας Τυλιγάδας δεν μπορεί να τους ξαναμαζέψει. Τα βασιλικά και τα περιπλοκάδια ανθούνε σαν πάντα στη φρετζάτα ολόγυρα, οι αγγουριές καρπίζουνε στις βραγιές πίσω από την κούλια κι η ποτάμια δεν έπαψε να κατεβάζει το μαΐστρο.
- Εκεί δε βλέπεις; του λέει ο Κελεμένης, ο παπατζής του βελουχιού, και δείχνει έρημα τα παράθυρα της κούλιας.
Έρημα εκείνα, ρημαγμένο και το βελούχι. Τίποτε μαθητούδια αν ξεπέφτουν πια να χαρτοπαίξουνε μεσημεριάτικα κι αποβραδίς μονάχα οι δάσκαλοι βγαίνουνε να δροσιστούν.
Όμως μια νέα γενιά δασκάλων. Όχι πως δε μιλούνε για γραμματική κι αυτοί, ή πως δεν αναθεματίζουν τον Ψυχάρη, μα δεν το θαρρούν κι ολότελας αταίριαστο με το σοβαρό έργο τους να ρίχνουνε και καμιά ματιά προς τα παράθυρα της κούλιας, να τρώνε στην αστροφεγγιά κάνα κοτόπουλο και να ξεκρεμούν και το μπουζούκι κάποτε.
Η Κούλα δυνάμωσε το φτιασίδι στα μάγουλα κι έβαλε όλη την παλιά τέχνη της στα σγουρά. Τη φορά αυτή δε θα της γλιτώσει ένας από τους δασκάλους. Όποιος απ’ αυτούς, ο πρώτος που θα ρίξει τα μάτια στα παράθυρα. Ας είναι ακόμα και κείνος ο κοντακιανός και κοντολαίμης, που δε βγάζει από ψηλά του το παλτό κι ας σκάζει γάιδαρος όξω στον ήλιο του Μαγιού. Η γραβάτα του είναι ξεφτισμένη και βρόμικη και το καπέλο, που μια φορά ήτανε σταχτί, το φορεί ανάποδα πάντα, μα σ’ όλ’ αυτά το συμμορφώνει στο φτερό, φτάνει μόνο να τόνε λάβει στα χέρια της.
Εκείνα, που δεν παίρνουνε συμμόρφωση, είναι τα μάτια του, που αλληθωρίζουνε, και τα κανιά του, που δεν είναι ολόισα όπως όλων των ανθρώπων. Μα κι αυτά είναι ψιλοδουλιές για τέτοιες ώρες, που ο καθρέφτης του εφέδρου άρχισε να δείχνει και της Κούλας ό,τι τρόμαξε άλλοτε και τη Μαριώ.
Η Κούλα ρίχνει τη ματιά στη Φρόσω, στη Μαριώ και τρομάζει κι αυτή, βλέπει την κοιλιασμένη κούλια να φοβερίζει να σωριαστεί από πάνω της κάθε στιγμή, σε κάθε δυνατό φύσημα του αέρα και νιώθει ρίγος μέσα της. Ο μόνος στοχασμός της είναι πως να γλιτώσει από εκεί από κάτω, πως να βρεθεί μακριά πριν έρθει η ώρ’ αυτή. Ο καιρός βιάζει, δεν είναι να χάνει ούτε στιγμή.
Κι ο δάσκαλος με το μακρύ παλτό ζουρλάθηκε. Μόλις σκολάσει τα παιδιά και νάτος, ίσια στο βελούχι. Δεν ξεκολλά τα μάτια του από την κούλια.
Η Κούλα ξανάπιασε τη θέση της στο μπαλκόνι. Η καρδιά της ξανάβρισκε όλη την παλιά ορμή. Η άνοιξη, που χυνότανε στην ακροποταμιά με τ’ άνθη στις ελιές, τους μαβιούς ίσκιους και τον κούκο, σα να έβγαινε όλη, να χυνόταν όλη από μέσα της. Στιγμές, δεν ήξερε κι αυτή γιατί της φαινότανε πως μοιάζει περσότερο μ’ ηλιόγερμα παρά μ’ απριλιάτικη λαμπράδα· ωστόσο δεν ήθελε να το πιστέψει, της άρεσε να πλέει γλυκά στο πλάνεμα και πολεμούσε να κρατήσει όσο μπορούσε μακρύτερα την ανοιξιάτικη λαχτάρα με τα τριαντάφυλλα στον κήπο, με τα γαρίφαλα και τα ζαμπάκια στο μπαλκόνι.
Έδενε μ’ αυτά ένα ολόδροσο μπουκέτο κάθε πρωί και το ’στελνε του Τυλιγάδα με την Παναγιούλα. Κι έπειτα το καμάρωνε, που το έβλεπε να ξεχωρίζει μέσα στ’ άλλα μυρουδικά, που στολίζανε τα τραπέζια του βελουχιού. Περίμενε το δάσκαλο.
Κι ο δάσκαλος δε χόρταινε να το μυρίζει. Κι η Κούλα από το παράθυρο δεν μπορούσε να μη σκάζει κι αυτή στα γέλια σαν τους συναδέρφους του εκεί γύρω. Η μύτη του δασκάλου βαφότανε κίτρινη από τα ζαμπάκια και γυρνούσε τ’ αλλήθωρα μάτια μέσα στις κόχες τους για να δει τη μύτη και να τη σκουπίσει.
Μα η καρδιά του ήταν ανεξίκακη σαν όλων των δασκάλων. Τα γέλια δεν τον πειράζανε, μήτε τα πρόσεχε. Πρόσεχε μόνο να κλέψει την ώρα, που δεν τον κοίταζε κανένας, για να βγάλει ένα γαρούφαλο ή ένα ρόδο από το μπουκέτο και να το βάλει στην κουμπότρυπα.
- Ψυχή μου νέος! δε βαστιότανε να μη στοχαστεί πολλές φορές η Κούλα και να βαρυθυμήσει μια στιγμή με κείνο που έβλεπε.
Μα πάλι, όταν εκείνος, παραφυλάγοντας ξανά τη στιγμή που δεν τον έβλεπε κανένας, έφερνε πεταχτά το άνθος στα χείλη του, ενώ την ίδια ώρα έριχνε κλεφτή ματιά στα παράθυρα του πύργου, η θλίψη της Κούλας σκορπιζόταν πάλι.
- Από τ’ ολότελα καλός κι ο δάσκαλος, έλεγε μέσα της μελαγχολικά.
- Από τ’ ολότελα καλές και τούτες, παρηγοριόταν άλλο τόσο μελαγχολικά κι ο Τυλιγάδας, εκεί που μάζευε τις μίζερες δεκάρες των δασκάλων.
Κι οι ματιές τους συναπαντιόντανε θλιμμένες.
Μα ήρθε ο Αλωνάρης, έκλεισε το σκολειό κι ο δάσκαλος πάει να ξεκαλοκαιριάσει στο χωριό του.
Το βελούχι κι όλος ο κόσμος ρήμαξε για την Κούλα. Η καρδιά της τρέμει όσο να ’ρθει ο Αύγουστος να μάθει, να σιγουρευτεί πως δε μεταθέσανε το δάσκαλο.
Και δεν τόνε μεταθέσανε.
Μα ο χινόπωρος, που τον ξανάφερε δροσερόν κι ηλιοκαμένον, έφερε και τα σύννεφα και τις βροχές. Και με τα πρώτα βοριαδάκια το βελούχι έκλεισε.
Μοναχή παρηγοριά της Κούλας μένει το πέρασμα του καλού της απ’ το δρόμο. Μα πόσες φορές την ήμερα μπορεί να περνά ο δόλιος δάσκαλος; Και μήπως είναι κιόλας τόσο εύκολο το πέρασμα από την κούλια, όταν αρχίσουν οι βροχές του σαραντάμερου κι αναγλιτσιάσει ο όχτος του ακροπόταμου;
- Αγάπη, που να σκιάζεται τις λάσπες, ποιος την είδε, ποιος την άκουσε! θυμώνει μέσα της η Κούλα, όταν περνούνε μια δυο μέρες κι ο δάσκαλος δε φαίνεται.
Μα όταν τον ξαγναντίζει βουτηγμένον ως τα γόνατα στη λάσπη, πιτσιλισμένο ίσια μ’ απάνω με τους ώμους το μακρύ παλτό, όταν το βούλιαγμα, που βλέπει να κάνει το πόδι του στις λούμπες, το σκόνταμά του στον όχτο εδώ, το γλίστρημά του παρακεί στη γλίνα της βγάζουνε στο φόρο πως η ματιά του χωριστά από αλλήθωρη είναι κιόλας και κοντόβλεπη, λύπη γεμίζει την καρδιά της και δεν ξέρει ποιον να πρωτοκλάψει: το δυστυχισμένον, που αγωνίζεται να ξεκολλήσει από το βούρκο κάτω στο δρόμο, η τη δική της μοίρα, που την έριξε σ’ αυτόν;
Απελπισμένη, σωριάζεται σε μια γωνιά και κλαίει. Η θυγατέρα του Θώμου Κρανιά, η αδερφή του αξιωματικού, η Κούλα η όμορφη να καταντήσει να ξεπέσει σε κείνο το παράλλαμα;
- Ποτέ, ποτέ! της λέει μια φωνή μέσα της, σαν να ζητά να τη βοηθήσει να πάρει μιαν απόφαση.
Μα η σκεπή της κούλιας είναι μισοανοιχτή από πάνω και κατεβάζει τη νοτιά φιο στην πλάτη της· οι ώμοι τουρτουρίζουνε με το μαγνάδι του τσιτιού, που είναι ντυμένη, η Φρόσω βήχει κάτω από το κατώγι, η Μαριώ δέρνει στην άλλη κάμαρα την Παναγιούλα, που την έπιασε να καίει τον κλώστη για να σγουράνει και κείνη τα μαλλιά μπροστά στο μέτωπο, κι ο Γεσίλας ούτε γράφει ούτε ακούεται. Δεν πείσμωσε μόνο με το Ζωριά και με τον Τελατίνη, δεν έριξε μαύρη πέτρα πίσω μοναχά στην πόλη κοντά στον ποταμό, μα και στην κούλια του πατέρα του.
Χωρίς να καταλάβει κι η ίδια, η Κούλα βρέθηκε στο παράθυρο κοιτάζοντας αν πέφτει σε ξαστεριά ή σε σύννεφα ο ήλιος, που έριξε μια λάμψη θλιβερή στην κάμαρα: Να σταματούσε κάνε η βροχή, να στεγνώσει ο τόπος λίγο και να δει το δάσκαλο να περάσει σαν άνθρωπος. Έτσι να πάρει δύναμη να κατεβεί στο δρόμο και να πέσει στα πόδια του, να τον παρακαλέσει να την πάρει μιαν ώρα αρχύτερα αποδώ, μακριά αποδώ, όπου θέλει, ας είναι και στο σύνορο του κόσμου, στην άλλη άκρη της γης, μόνο μακριά αποδώ, όξω από την κούλια.
Κι όταν την άλλη μέρα τόνε βλέπει να ξαναπερνά, κρεμιέται στο παράθυρο και του χαμογελά, κατεβαίνει κάτω στην αυλόπορτα και του σφυρίζει ένα γλυκόλογο, του νεύει να ’ρθει πίσω από το φράχτη.
Μα εκείνος δάσκαλος. Φοβάται και τον ίσκιο του. Δεν αποφασίζει να ζυγώσει κι ας είναι σούρωπο κι ας μην περνά ψυχή στο δρόμο. Όλο και κοντοστέκεται, μα δεν τολμά να ’ρθει στην πόρτα, όλο και ρίχνει φοβισμένες ματιές στο παράθυρο. Κι έτσι την άλλη μέρα και ξανά την άλλη, όσο που στο τέλος έγινε άφαντος.
Δεν ξαναπέρασε.
Η Κούλα πάει να τρελαθεί. Μην αρρώστησε, μην τόνε μεταθέσανε; Χίλια βάζει ο νους της. Ρώτησε τα παιδιά, που γύριζαν από το σκολειό. Εδώ ’ναι και στην υγειά του όχι και καλύτερα. Σήμερα άργασε του ενού απ’ αυτά τις απαλάμες με τη λούρα.
Η Κούλα απελπίζεται. Άλλο δε μένει παρά να του γράψει με την Παναγιούλα.
- Αγάπη μου, χρυσό μου, μάτην σε αναμένω και απορώ το διατί διέκοψες..., αντίγραψε από το παλιό, χιλιοσκισμένο επιστολάριο της κούλιας, έκλεισε μέσα δυο πανσέδες μαζί με τα δάκρυα της κι έδωσε το γράμμα.
Δεν ήταν πρώτη φορά που θα έκανε και τέτοια υπερεσία η Παναγιούλα, μα τη φορά αυτή δεν τη βρήκε η Κούλα πρόθυμη.
- Δεν ξέρει, είπε, σε ποιον απ’ τους πολλούς δασκάλους να το δώσει. Μακρύ παλτό φορούσανε πολλοί από δαύτους.
Της Κούλας της έπεσε λιγάκι δύσκολο να περιγράψει τα καθαυτό χαρακτηριστικά του.
Τέλος η Παναγιούλα κατάλαβε και δέχτηκε. Κι άργησε να γυρίσει το βράδυ αυτό, απάντηση όμως δεν έφερε.
Του κάκου στάλθηκε και ξαναστάλθηκε με νέο γράμμα· δεν μπόρεσε να ξαναβρεί το δάσκαλο.
Και δεν μπορεί να βρει ησυχία κι η Κούλα, δεν μπορεί να κλείσει μάτι. Νευρίκιασε κι αυτή· δε βαστά πια την γκρίνια της Μαριώς. Λόγο κι αντίλογο. Άδικα την παρακαλεί η Φρόσω να μην τη συνερίζεται, γιατί δεν είναι στα καλά της. Ίσια τα πάνε τώρα κι οι δυο. Κι ο άνεμος της ποταμιάς την απονευρικιάζει. Τώρα θα πέσει απάνω της η κούλια και θα τη θάψει. Δε βλέπει μέσο λυτρωμού, κάθε δρόμος να φύγει από την κούλια είναι κλειστός.
Μια γνώριμη της κατοικούσε κοντά στο σκολειό. Ήταν το τελευταίο βήμα, λείπαν όμως τα ποδήματα, έλειπε φόρεμα της προκοπής. Στο τέλος άφησε την ντροπή στην άκρη, βρήκε μια πρόφαση και κίνησε και πήγε ένα δειλινό.
Η γνώριμή της την καλοδέχτηκε και την έβαλε να καθίσει στον καναπέ. Η Κούλα προτίμησε όμως μια καρέκλα κοντά στο παράθυρο και κάθισε περιμένοντας.
Νάτος τέλος ο φίλος βγήκε από το σκολειό. Καθώς την είδε ξαφνικά, κοκκίνισε. Ο συνάδερφός του, που περνούσανε μαζί, της χαμογέλασε, μα εκείνος δεν ξαναγύρισε να κοιτάξει.
Η Κούλα φρένιασε. Περίμενε, περίμενε όσο που πήρε να νυχτώνει. Δεν ξαναπέρασε κανείς από τους δασκάλους.
Γύρισε στην κούλια με απελπισία θανατερή:
Τι του έκαμε; σε τι του έφταιξε; Ποια είναι η αφορμή που την περιφρονά; Δίχως άλλο θα τόνε βάλανε στα λόγια, θα του την κατηγορήσανε, Σαν και θα ’χει να κάμει τίποτες άλλο ο κόσμος! Ποιος να ’ναι μόνο, ποια να ’ναι κείνη, να την ήξερε να την ξεσκίσει με τα νύχια της!
Μπαίνοντας στην αυλόπορτα της κούλιας, απάντησε την Παναγιούλα. Ξετραχείλωτη, ξυπόλυτη, ανασκουμπωμένη πότιζε τον κήπο. Τα χείλη, που ο βοριάς τ αποκοκκίνιζε αντί να τα γαλαζιώνει, οι καστανές πλεξίδες της, που ζητούσανε ν’ αγγίξουνε τις φτέρνες, τα γεμάτα μάγουλα, που δεν τα σούρωνε η αναφαγιά, και τα μεγάλα μαύρα μάτια της, που αστράφτανε σαν πυρωμένα, φουρκίσανε την Κούλα.
Γιατί; Δεν το ρωτά. Μανία θολή και σκοτεινή, ορμή τυφλή, καθώς εκείνη που έσπρωχνε μια φορά τη μεγαλύτερη αδερφή της να ξεριζώνει τα δικά της μαλλιά. Κι η Παναγιούλα της πάτησε κι αυτής απόψε με τα ξερά της μια διπλή βιολέτα, που είχε φυτεμένη δίπλα στο πηγάδι.
Η ορφανή της πλύστρας από τη λασπόπολη δε μιλούσε στις βρισιές, δε μουρμούριζε στους χτύπους. Συνήθισε από μικρή. Η δυστυχία των αδερφάδων πάντα σ’ αυτή ξεθύμαινε και μάλιστ’ από τον καιρό, που πήρανε και στερευόνταν οι δικοί κι οι φίλοι. Τα βραδινά τρεχάματα της Παναγιούλας δεν πάψανε, τώρα μάλιστα τρέχει πιο πρόθυμα κι αργεί περσότερο τη νύχτα να γυρίσει.
Η Μαριώ χτυπά και καταριέται, η Κούλα δίνει τώρα χέρι κι αυτή, μα η Παναγιούλα δείχνει μιαν απάθεια αξήγητη. Η μέρα του Θεού όξω κι η ζωή μέσα στην κούλια σα να μην έχουνε γι’ αυτή ύπαρξη πραγματική, η δική της ζωή σα ν’ αρχίζει με το σούρουπο, σα να είναι ο δρόμος κι η νυχτιά.
Η κούλια υποτάζεται στο θέλημά της, γιατί κι η ύπαρξη της κούλιας όσο πάει και δένεται περσότερο και κρέμεται από τους βραδινούς της δρόμους. Η Φρόσω δύσκολα πια μπορεί και ρίχνει τη σαΐτα, η Μαριώ όλο κι απονευρικιάζει και φτείρεται ντύνοντας τον ξένο κόσμο, η Κούλα έχασε και κείνη κάθε ελπίδα. Πολλές φορές χρυπά στο κάστρο η αποχώρηση, κάποτε κιόλας και το σιωπητήριο κι οι αδερφές στην κούλια, σκυμμένες στο ξεσπιθισμένο τζάκι τους, δεν είναι σίγουρες ακόμα πως δε θα πλαγιάσουνε νηστικές κι αυτή τη νύχτα.
Μια τέτοια νύχτα από τις πολλές, κρύα και σκοτεινή στο δρόμο και στην κούλια, η Παναγιούλα δε γύρισε κει ολότελα. Την άλλη μέρα μαθεύτηκε από την πόλη πως έγινε άφαντος κι ο δάσκαλος.
Η Κούλα λιποθύμησε.
- Του σιγαλό ποτάμ’, η πουμπιεμένη, η μούλα! φώναξε η Μαριώ κι έτρεξε για ξίδι στη γειτονιά.
Η Φρόσω μοναχά δε μίλησε. Η φωνή της είχε χάσει από καιρό τη δύναμη.
Ο Γεσίλας, που κυνηγούσε στο αναμεταξύ μετρητές χιλιάδες σ’ άλλες φρουρές, βρήκε τέλος μερικές κι ήρθε να δείξει κι αυτές και τη γυναίκα του των αδερφάδων και της πόλης κοντά στον ποταμό. Μα η Φρόσω ήτανε πεσμένη πια στο στρώμα με τον ίδιο σφάχτη και το βήχα του πατέρα.
Οι αδερφές θελήσανε να κρατήσουν τους νιόγαμπρους να κατοικήσουν όλοι μαζί στην κούλια. Η νύφη όμως τρόμαξε από τους ραγισμένους τοίχους κι από το βήχα της Φρόσως και βίασε το Γεσίλα και πιάσανε γλήγορα σπίτι αλλού, στην άλλη άκρη της πόλης. Οι αντραδερφές δε θ’ απαιτούσανε βέβαια να τους έρχεται συχνά από τόσο μακριά, έτσι όπως ήταν κιόλας με την κοιλιά στο στόμα.
Η Φρόσω έλπιζε να δει τον κληρονόμο της γενιάς πρι να πεθάνει. Νόμιζε μάλιστα πως αυτό κρατούσε ακόμα τα μάτια ανοιχτά.
Και την ημέρα, που χύμησε η Μαριώ στην πόρτα πρωί πρωί με το μήνυμα πως ο κληρονόμος ήρθε αρσενικός και παχουλός, μπόρεσε κι ανακάθισε στο στρώμα κι η θολή ματιά της πήρε μια λάμψη ξαφνική.
- Αντίφκιαστα τα μάτια τ’ Γισίλα· ούλου τ’ αθάρ’ του Κρανέικου· δεν πήρι τίπουτ’ απ’ αυτή.
Η Μαριώ δε μελετούσε ποτέ τ’ όνομα της νύφης. Όχι μόνο από τότε, που δε στρέχτηκε να ξεκαινουργώσουνε την κούλια και να καθίσουνε μαζί, δεν είχε μάτια να τη δει, μα κι από την πρώτη στιγμή, που πάτησε στην κούλια, της φάνηκε πως μπήκε μέσα σαν εχτρός.
- Κι στου σβιρκάκι τ’ ένα λόιδου μαλλιά κατσαρουμένα, στριφτά, απαράλλαχτα σαν τ’ πατέρα. Κι όπους φταρ’νίσ’κε κει πο’ ’πεσε κι τ’ αφ’σαμι κι σ’ναχώθ’κι, για να συγυρίσουμ’ ικείνη π’ ρέκαζι, είπα κι άικι’σα του μακαρ’τ’, ξακουλούθησε η Μαριώ.
Η ματιά της Φρόσως ξανάλαμψε. Όξω έλαμπε κι ο ήλιος στην ποταμιά κι έριχνε το φέγγος του και μέσα στην κάμαρα.
Η Φρόσω τον κοίταξε άφωνη μια στιγμή. Έπειτα κάνοντας ν’ ανασηκωθεί καλύτερα μουρμούρισε:
- Τι λες; Δε θα μπουρέσου να βγου; Μέρα Θιου χαρά όξω!...
- Σήκου πρώτα μέσα σ’ν κάμαρ’, κι αύριου πάμι μαζί, της είπε η Κούλα, που δε βιαζότανε και τόσο να δει τον ανιψιό.
Κι η Κούλα είχε γελαστεί στις ελπίδες της από τη νύφη.
Η Φρόσω δοκίμασε άδικα να σταθεί στα πόδια της. Το είδε κι η ίδια πως έπρεπε να περιμένει, όσο να μπορέσει να ’ρθει ο ανιψιός σ’ αυτή.
Άμα σαράντισε, τον έφερ’ ένα δειλινό η μικρή ξυπόλυτη υπηρέτρια, μα από πίσω ήρθε κι η μάνα.
Με τη βοήθεια της Κούλας μπόρεσε η Φρόσω και τον κράτησε λίγες στιγμές στην αγκαλιά μισοαποκοιμισμένον. Στύλωσε το βλέμμα γελούμενο στο μικρό προσωπάκι και περίμενε ν’ ανοίξουνε τα μάτια, να τα δει.
Μα μόλις μισοανοίξανε, το μωρό έβαλε φωνή.
Η μάνα του έτρεξε.
Μπα μπα! Άκ’ζάβια! Τ’ θεια σκιάζισι, μουλέ; — Ναν του χαρού!
Κι η Φρόσω έκαμε να σκύψει:
- Σήκουσ’ του λίγου, μουρή, είπε της Κούλας.
Μα η μάνα χύμηξε και τους άρπαξε από τα χέρια το παιδί. Η Μαριώ δεν μπόρεσε να κρατηθεί:
- Τι θα σ’ του φάμι, μουρή; Τι ξένες είμαστε; φώναξε κι όρμησε απάνω της.
Η νύφη κάτι θέλησε να πει, μα η Μαριώ την πήρε από μπροστά. Την έκαμε ν’ αρπάξει το παιδί να φύγει γλήγορα, ενώ η Μαριώ φώναξε κατόπι της στη σκάλα:
- Δε σ’ έμαθι, μουρή, ου άντρας σ’ ποιες είμαστι; Μ’ αν ήταν άντρας, αν ήταν αδιρφός!
Η Φρόσω έγειρε στο μαξιλάρι και μισόκλεισε τα μάτια, σα να μην άκουσε τίποτ’ απ’ αυτά. Ένα μισά πικρό, μισά ευτυχισμένο χαμόγελο σάλεψε για στιγμές στα χείλη της.
Την άλλη μέρα ήρθε ο Γεσίλας και βριστήκανε και μαλώσανε με τη Μαριώ. Και δεν ξαναπάτησε στην κούλια.
- Τι κάθεσαι; τι αργείς; μουρμούρισε από μέσα η Φρόσω, που τη φτάσανε οι φωνές στο στρώμα της.
Μα εκείνος που έκραξε δεν έφτανε κι ας αρχίσανε να τον κράζουνε μέσα τους κι οι αδερφές για να γλιτώσουν κι αυτές κι ίδια η Φρόσω. Είχε φυράνει πια, είχε απομείνει ένας ίσκιος διάφανος, ασάλευτος σε μιαν άκρη. Μόνο τα μάτια φέγγαν ασφαλιστές, μελανές, πυρωμένες τρύπες στο στεγνωμένο σκέλεθρο.
Εκείνος που έκραξε άργησε να ’ρθει. Μα όταν πια τον ένιωσε πως ήταν όξω από την πόρτα, ζήτησε να δει τον αδερφό. Στείλανε και τον φέρανε.
Σα μπήκε, βρήκε την ετοιμοθάνατη γυρτή στην αγκαλιά της Κούλας και μπροστά σκυμμένες τη Μαριώ και μια γειτόνισσα και της κρατούσανε τα χέρια.
Μια δεύτερη γειτόνισσα έστεκε στην πόρτα.
Ο Γεσίλας γονάτισε κει μπροστά κι αυτός.
- Νάτος, ήρθε, είπε της Φρόσως η γειτόνισσα και της ανασήκωσε το κεφάλι για να μπορέσει να δει τον αδερφό.
Ο Γεσίλας έπιασε το χέρι της κι έτσι μείνανε κρατώντας την ετοιμοθάνατη μόνο τα τρία αδέρφια. Εκείνη μπόρεσε και σήκωσε τα μάτια.
- Φρόσω, εγώ είμαι, ο Γεσίλας, μίλησε ο αδερφός.
- Δεν τόνε βλέπ’ς; δε γνωρίζεις; δεν ακούς; Ήρθε να σ’χωρεθεί, έβγαλε η Μαριώ φωνή πνιχτή, σα να της έσφιγγε κάποιος το λάρυγγα.
Μα η γειτόνισσα της έκλεισε το στόμα. Κι η Μαριώ σώπασε.
Τα μάτια της Φρόσως μέναν ακίνητα, καρφωμένα στον αδερφό. Σα να μην τόνε γνώρισε αλήθεια, δε δοκίμασε να του απλώσει τα χέρια.
Τέλος σα να κουραστήκανε τα βλέφαρα να μένουν ανοιχτά, κάμανε να κλείσουνε. Δεν μπορέσανε και μόνο τα μαυράδια των ματιών στρίψανε σαν ολόγυρα από τις ίδιες κόρες τους, στραβώσανε, θολώσανε και μείνανε πάλι ασάλευτα. Δεν ξεχώριζαν πια. Το κεφάλι έγειρε στον ώμο της Κούλας κι άρχισε το στερνό ρουχαλητό.
Η Μαριώ σωριασμένη εμπρός της έκλαιγε πνιχτά. Την πήραν αποκεί κι η γειτόνισσα, που έστεκε στην πόρτα, πήγε και σήκωσε την Κούλα, που είχε αποκάμει να βαστά την αδερφή.
Η Μαριώ συνήρθε, κράτησε τα δάκρυα κι ήρθε και ξανάπιασε το χέρι της Φρόσως.
Ξαναπεράσανε πολλές στιγμές.
Κρατούσε τώρα την ετοιμοθάνατη ο Γεσίλας, όταν τα μάτια ξαναδώσανε μια τελευταία αναλαμπή. Καρφωθήκανε στο άδειο, προς το παράθυρο, απόθε χυνότανε το φως του δειλινού, που έγερνε μελιχρό στην ποταμιά κι αντηχούσε το βούισμα των πουλιών, που τραγουδούσαν εκεί απόξω στη μελικοκκιά.
Τα χείλη της Φρόσως σαλέψανε και ψιθύρισαν κάτι.
Οι αδερφές που της κρατούσανε τα χέρια, νομίσανε πως ξαναζήτησε το Γεσίλα.
Η γειτόνισσα πήρε τη θέση του και κείνος ήρθε κι έσκυψε μπροστά της ανάμεσα στις δυο αδερφές.
- Εδώ ’μαι, δες με! μουρμούρισε και της φίλησε το χέρι. Μα τα μάτια της αδερφής δε γυρίσανε πια σ’ αυτόν. Σβήσανε ανοιγμένα πλατιά, άφεγγα πια, πηγμένα, στυλωμένα στο άδειο.
1nbz38dsyv7f3ah38c5hevvnr6i64zx
148253
148251
2022-07-21T15:43:53Z
Chalk19
8498
wikitext
text/x-wiki
{{κεφαλίδα
| τίτλος = [[../]]
| συγγραφέας = Κωσταντίνος Χατζόπουλος
| μεταφραστής =
| ενότητα = Δ
| προηγούμενο= [[../Γ|Γ]]
| επόμενο =
| σημειώσεις =
}}
Οι αδερφάδες ξαναμείνανε μοναχές στον πύργο κι η ζωή εκεί μέσα ξαναβρήκε τον παλιό ρυθμό της. Ο βρόντος του αργαλειού δεν είναι φόβος τώρα να ταράξει την ησυχία κανενός· τρίζει μονότονα, ακατάπαυτα από την αυγή θαμπά ως βαθιά τη νύχτα, η βελόνα τρυπά, μουδιάζει τα δάχτυλα κι η Παναγιούλα ξανάπιασε τα τρεξίματα στην πόλη. Δε ντροπιάζει κανέναν τώρα. Η γενιά του Κρανιά δε θέλει να ξέρει πια από τις νυφάδες της πόλης κοντά στον ποταμό. Κλείστηκε κατσουφιασμένη και πληγωμένη στους ραγισμένους τοίχους της κούλιας.
Μα κι η ζωή γύρω δεν αλλάζει το σκοπό της. Ο ήλιος φέγγει όπως πρώτα πάντα, η άνοιξη έρχεται και φουντώνει τον κάμπο κι ισκιώνει τον όχτο του ακροπόταμου. Ο κόσμος παντρεύεται κι αρρεβωνιάζεται. Ένας ανθυπίατρος από το κάστρο παντρεύτηκε με τη δεύτερη τη Ζωριοπούλα, ένας έμπορος από τον τόπο αρρεβωνιάστηκε την Ευανθία Τελατίνη. Τα μηνύματα φτάνουνε σαν περιγέλασμα στην κούλια.
Η Φρόσω σκύβει το κεφάλι και δε μιλεί, η Μαριώ όμως δεν το βαστά. Η οργή της δεν ξεσπά μόνο φαρμάκι στη γειτονιά, δε γίνεται γκρίνια μόνο μέσα στην κούλια, μα σκορπίζεται κι αγκαλιάζει όλον τον κόσμο. Βουνά και κάμπους, ουρανό και γης, όσα βλέπει το μάτι κι όσα φαντάζεται ο νους. Γυρεύει από τον ουρανό μιαν εκδίκηση κι ένα σεισμό από το βυθό της γης. Κι όσο δεν τα λαβαίνει, η ψυχή της διψά να πνίξει, να ρημάξει, να βουλιάξει η ίδια. Κι όσο δεν το μπορεί ούτε αυτό, ξεθυμαίνει στην ορφανή της πλύστρας του πατέρα, που γυρίζει αδειανή από τους δικούς, στην Κούλα, που τα παρμένα της δε δουλεύουνε γλήγορα, κι άμα δε βρίσκει άλλη καμιά αφορμή, σε κατάρες κι αναθέματα εκεινών, που θα χαρούνε όσα πλέκει κι όσα ράβει.
- Την αδικία, την αδικία ποιος θα τη γδικηθεί στον κόσμο; φωνάζει αδιάκοπα.
Και σβήνει μπρος από το κόνισμα το καντήλι, που ανάβει η Φρόσω, σα βρίσκεται μια σταλιά λάδι στο ρόι της κούλιας, και στένει καυγά, όταν παίρνει το μάτι της τη λειτουργία, που στέλνεται στην εκκλησιά:
- Δεν έχω κάνα κρίμα να μου συχωρεθεί· την αδικιά ποιος θα τη γδικηθεί στον κόσμο!
Η Φρόσω σωπαίνει για να μην ακούει η γειτονιά και δίνει του παπά το δίφραγκο μαζί με το πουκάμισο της αδερφής, να το διαβάσει στ’ άγιο Βήμα· κι όταν οικονομήσει δεύτερο, ανοίγει την αγιά Μαρίνα όξω στ’ αμπέλια, μήπως η χάρη της βοηθήσει τη συνονόματη.
Κι η Φρόσω είχε χαμένη την ελπίδα, ωστόσο πίστευε στη δύναμη του Θεού και πίστευε ακόμα και στο σόι. Αν έχασε ο αδερφός εδώ, η πόλη αυτή δεν είναι κι ο κόσμος όλος κι ο φτόνος δεν είναι σ’ όλον τον κόσμο ο ίδιος.
Την ίδια γνώμη έχει κι η Σακαμπέσαινα, που άμα ξαναφέρνει η Παναγιούλα τίποτε ψιλά, βάζει και κείνη την τέχνη της να ξαναφέρει τη Μαριώ στα σέστα της. Χαρά μεγάλη καρτερεί την κούλια· το διάβασε στ’ άστρι του βραδιού και το κομπόδεσε. Ή θησαυρό ή πλούσια νύφη θα βρει ο Γεσίλας σύντομα στον καιρό κι αλαργινά στον τόπο. Λίγο υπομονή μονάχα. Ποιος τους φταίει; Πήγανε και στείλανε της Ζωριούς τη Χαραλάμπαινα. Δεν ερχόντανε σ’ αυτή, να ’ριχνε της κόρης να ’παιρνε τα σοκάκια για τον καπετάνιο.
Μα η Μαριώ δεν ήθελε ν’ ακούσει τίποτε. Η προσβολή, που έγινε στο γένος του Κρανιά εδώ στον τόπο, είναι ανεξιλέωτη. Μόνο σαν έρθει κάποτε κανένα δεκάρικο από τον αδερφό, δε σβήνει λίγες μέρες το καντήλι και παγαδιάζει και το ανάθεμα σ’ όλον τον κόσμο.
Αφού δεν ξαναφάνηκε ο ψάλτης στο βελούχι κι ας έλειψε το σκιάχτρο του Γεσίλα, η Κούλα ξανάριξε τη ματιά στους υπαξιωματικούς.
Μα οι υπαξιωματικοί μόνο αριά και πού καθίζουνε τώρα στο βελούχι. Περνούν από το δρόμο φρεσκοαλλασμένοι καθώς πάντα και στρίβουνε πέρα κατά τις ελιές. Ο Φωτούλας Τυλιγάδας δεν μπορεί να τους ξαναμαζέψει. Τα βασιλικά και τα περιπλοκάδια ανθούνε σαν πάντα στη φρετζάτα ολόγυρα, οι αγγουριές καρπίζουνε στις βραγιές πίσω από την κούλια κι η ποτάμια δεν έπαψε να κατεβάζει το μαΐστρο.
- Εκεί δε βλέπεις; του λέει ο Κελεμένης, ο παπατζής του βελουχιού, και δείχνει έρημα τα παράθυρα της κούλιας.
Έρημα εκείνα, ρημαγμένο και το βελούχι. Τίποτε μαθητούδια αν ξεπέφτουν πια να χαρτοπαίξουνε μεσημεριάτικα κι αποβραδίς μονάχα οι δάσκαλοι βγαίνουνε να δροσιστούν.
Όμως μια νέα γενιά δασκάλων. Όχι πως δε μιλούνε για γραμματική κι αυτοί, ή πως δεν αναθεματίζουν τον Ψυχάρη, μα δεν το θαρρούν κι ολότελας αταίριαστο με το σοβαρό έργο τους να ρίχνουνε και καμιά ματιά προς τα παράθυρα της κούλιας, να τρώνε στην αστροφεγγιά κάνα κοτόπουλο και να ξεκρεμούν και το μπουζούκι κάποτε.
Η Κούλα δυνάμωσε το φτιασίδι στα μάγουλα κι έβαλε όλη την παλιά τέχνη της στα σγουρά. Τη φορά αυτή δε θα της γλιτώσει ένας από τους δασκάλους. Όποιος απ’ αυτούς, ο πρώτος που θα ρίξει τα μάτια στα παράθυρα. Ας είναι ακόμα και κείνος ο κοντακιανός και κοντολαίμης, που δε βγάζει από ψηλά του το παλτό κι ας σκάζει γάιδαρος όξω στον ήλιο του Μαγιού. Η γραβάτα του είναι ξεφτισμένη και βρόμικη και το καπέλο, που μια φορά ήτανε σταχτί, το φορεί ανάποδα πάντα, μα σ’ όλ’ αυτά το συμμορφώνει στο φτερό, φτάνει μόνο να τόνε λάβει στα χέρια της.
Εκείνα, που δεν παίρνουνε συμμόρφωση, είναι τα μάτια του, που αλληθωρίζουνε, και τα κανιά του, που δεν είναι ολόισα όπως όλων των ανθρώπων. Μα κι αυτά είναι ψιλοδουλιές για τέτοιες ώρες, που ο καθρέφτης του εφέδρου άρχισε να δείχνει και της Κούλας ό,τι τρόμαξε άλλοτε και τη Μαριώ.
Η Κούλα ρίχνει τη ματιά στη Φρόσω, στη Μαριώ και τρομάζει κι αυτή, βλέπει την κοιλιασμένη κούλια να φοβερίζει να σωριαστεί από πάνω της κάθε στιγμή, σε κάθε δυνατό φύσημα του αέρα και νιώθει ρίγος μέσα της. Ο μόνος στοχασμός της είναι πως να γλιτώσει από εκεί από κάτω, πως να βρεθεί μακριά πριν έρθει η ώρ’ αυτή. Ο καιρός βιάζει, δεν είναι να χάνει ούτε στιγμή.
Κι ο δάσκαλος με το μακρύ παλτό ζουρλάθηκε. Μόλις σκολάσει τα παιδιά και νάτος, ίσια στο βελούχι. Δεν ξεκολλά τα μάτια του από την κούλια.
Η Κούλα ξανάπιασε τη θέση της στο μπαλκόνι. Η καρδιά της ξανάβρισκε όλη την παλιά ορμή. Η άνοιξη, που χυνότανε στην ακροποταμιά με τ’ άνθη στις ελιές, τους μαβιούς ίσκιους και τον κούκο, σα να έβγαινε όλη, να χυνόταν όλη από μέσα της. Στιγμές, δεν ήξερε κι αυτή γιατί της φαινότανε πως μοιάζει περσότερο μ’ ηλιόγερμα παρά μ’ απριλιάτικη λαμπράδα· ωστόσο δεν ήθελε να το πιστέψει, της άρεσε να πλέει γλυκά στο πλάνεμα και πολεμούσε να κρατήσει όσο μπορούσε μακρύτερα την ανοιξιάτικη λαχτάρα με τα τριαντάφυλλα στον κήπο, με τα γαρίφαλα και τα ζαμπάκια στο μπαλκόνι.
Έδενε μ’ αυτά ένα ολόδροσο μπουκέτο κάθε πρωί και το ’στελνε του Τυλιγάδα με την Παναγιούλα. Κι έπειτα το καμάρωνε, που το έβλεπε να ξεχωρίζει μέσα στ’ άλλα μυρουδικά, που στολίζανε τα τραπέζια του βελουχιού. Περίμενε το δάσκαλο.
Κι ο δάσκαλος δε χόρταινε να το μυρίζει. Κι η Κούλα από το παράθυρο δεν μπορούσε να μη σκάζει κι αυτή στα γέλια σαν τους συναδέρφους του εκεί γύρω. Η μύτη του δασκάλου βαφότανε κίτρινη από τα ζαμπάκια και γυρνούσε τ’ αλλήθωρα μάτια μέσα στις κόχες τους για να δει τη μύτη και να τη σκουπίσει.
Μα η καρδιά του ήταν ανεξίκακη σαν όλων των δασκάλων. Τα γέλια δεν τον πειράζανε, μήτε τα πρόσεχε. Πρόσεχε μόνο να κλέψει την ώρα, που δεν τον κοίταζε κανένας, για να βγάλει ένα γαρούφαλο ή ένα ρόδο από το μπουκέτο και να το βάλει στην κουμπότρυπα.
- Ψυχή μου νέος! δε βαστιότανε να μη στοχαστεί πολλές φορές η Κούλα και να βαρυθυμήσει μια στιγμή με κείνο που έβλεπε.
Μα πάλι, όταν εκείνος, παραφυλάγοντας ξανά τη στιγμή που δεν τον έβλεπε κανένας, έφερνε πεταχτά το άνθος στα χείλη του, ενώ την ίδια ώρα έριχνε κλεφτή ματιά στα παράθυρα του πύργου, η θλίψη της Κούλας σκορπιζόταν πάλι.
- Από τ’ ολότελα καλός κι ο δάσκαλος, έλεγε μέσα της μελαγχολικά.
- Από τ’ ολότελα καλές και τούτες, παρηγοριόταν άλλο τόσο μελαγχολικά κι ο Τυλιγάδας, εκεί που μάζευε τις μίζερες δεκάρες των δασκάλων.
Κι οι ματιές τους συναπαντιόντανε θλιμμένες.
Μα ήρθε ο Αλωνάρης, έκλεισε το σκολειό κι ο δάσκαλος πάει να ξεκαλοκαιριάσει στο χωριό του.
Το βελούχι κι όλος ο κόσμος ρήμαξε για την Κούλα. Η καρδιά της τρέμει όσο να ’ρθει ο Αύγουστος να μάθει, να σιγουρευτεί πως δε μεταθέσανε το δάσκαλο.
Και δεν τόνε μεταθέσανε.
Μα ο χινόπωρος, που τον ξανάφερε δροσερόν κι ηλιοκαμένον, έφερε και τα σύννεφα και τις βροχές. Και με τα πρώτα βοριαδάκια το βελούχι έκλεισε.
Μοναχή παρηγοριά της Κούλας μένει το πέρασμα του καλού της απ’ το δρόμο. Μα πόσες φορές την ήμερα μπορεί να περνά ο δόλιος δάσκαλος; Και μήπως είναι κιόλας τόσο εύκολο το πέρασμα από την κούλια, όταν αρχίσουν οι βροχές του σαραντάμερου κι αναγλιτσιάσει ο όχτος του ακροπόταμου;
- Αγάπη, που να σκιάζεται τις λάσπες, ποιος την είδε, ποιος την άκουσε! θυμώνει μέσα της η Κούλα, όταν περνούνε μια δυο μέρες κι ο δάσκαλος δε φαίνεται.
Μα όταν τον ξαγναντίζει βουτηγμένον ως τα γόνατα στη λάσπη, πιτσιλισμένο ίσια μ’ απάνω με τους ώμους το μακρύ παλτό, όταν το βούλιαγμα, που βλέπει να κάνει το πόδι του στις λούμπες, το σκόνταμά του στον όχτο εδώ, το γλίστρημά του παρακεί στη γλίνα της βγάζουνε στο φόρο πως η ματιά του χωριστά από αλλήθωρη είναι κιόλας και κοντόβλεπη, λύπη γεμίζει την καρδιά της και δεν ξέρει ποιον να πρωτοκλάψει: το δυστυχισμένον, που αγωνίζεται να ξεκολλήσει από το βούρκο κάτω στο δρόμο, η τη δική της μοίρα, που την έριξε σ’ αυτόν;
Απελπισμένη, σωριάζεται σε μια γωνιά και κλαίει. Η θυγατέρα του Θώμου Κρανιά, η αδερφή του αξιωματικού, η Κούλα η όμορφη να καταντήσει να ξεπέσει σε κείνο το παράλλαμα;
- Ποτέ, ποτέ! της λέει μια φωνή μέσα της, σαν να ζητά να τη βοηθήσει να πάρει μιαν απόφαση.
Μα η σκεπή της κούλιας είναι μισοανοιχτή από πάνω και κατεβάζει τη νοτιά φιο στην πλάτη της· οι ώμοι τουρτουρίζουνε με το μαγνάδι του τσιτιού, που είναι ντυμένη, η Φρόσω βήχει κάτω από το κατώγι, η Μαριώ δέρνει στην άλλη κάμαρα την Παναγιούλα, που την έπιασε να καίει τον κλώστη για να σγουράνει και κείνη τα μαλλιά μπροστά στο μέτωπο, κι ο Γεσίλας ούτε γράφει ούτε ακούεται. Δεν πείσμωσε μόνο με το Ζωριά και με τον Τελατίνη, δεν έριξε μαύρη πέτρα πίσω μοναχά στην πόλη κοντά στον ποταμό, μα και στην κούλια του πατέρα του.
Χωρίς να καταλάβει κι η ίδια, η Κούλα βρέθηκε στο παράθυρο κοιτάζοντας αν πέφτει σε ξαστεριά ή σε σύννεφα ο ήλιος, που έριξε μια λάμψη θλιβερή στην κάμαρα: Να σταματούσε κάνε η βροχή, να στεγνώσει ο τόπος λίγο και να δει το δάσκαλο να περάσει σαν άνθρωπος. Έτσι να πάρει δύναμη να κατεβεί στο δρόμο και να πέσει στα πόδια του, να τον παρακαλέσει να την πάρει μιαν ώρα αρχύτερα αποδώ, μακριά αποδώ, όπου θέλει, ας είναι και στο σύνορο του κόσμου, στην άλλη άκρη της γης, μόνο μακριά αποδώ, όξω από την κούλια.
Κι όταν την άλλη μέρα τόνε βλέπει να ξαναπερνά, κρεμιέται στο παράθυρο και του χαμογελά, κατεβαίνει κάτω στην αυλόπορτα και του σφυρίζει ένα γλυκόλογο, του νεύει να ’ρθει πίσω από το φράχτη.
Μα εκείνος δάσκαλος. Φοβάται και τον ίσκιο του. Δεν αποφασίζει να ζυγώσει κι ας είναι σούρωπο κι ας μην περνά ψυχή στο δρόμο. Όλο και κοντοστέκεται, μα δεν τολμά να ’ρθει στην πόρτα, όλο και ρίχνει φοβισμένες ματιές στο παράθυρο. Κι έτσι την άλλη μέρα και ξανά την άλλη, όσο που στο τέλος έγινε άφαντος.
Δεν ξαναπέρασε.
Η Κούλα πάει να τρελαθεί. Μην αρρώστησε, μην τόνε μεταθέσανε; Χίλια βάζει ο νους της. Ρώτησε τα παιδιά, που γύριζαν από το σκολειό. Εδώ ’ναι και στην υγειά του όχι και καλύτερα. Σήμερα άργασε του ενού απ’ αυτά τις απαλάμες με τη λούρα.
Η Κούλα απελπίζεται. Άλλο δε μένει παρά να του γράψει με την Παναγιούλα.
- Αγάπη μου, χρυσό μου, μάτην σε αναμένω και απορώ το διατί διέκοψες..., αντίγραψε από το παλιό, χιλιοσκισμένο επιστολάριο της κούλιας, έκλεισε μέσα δυο πανσέδες μαζί με τα δάκρυα της κι έδωσε το γράμμα.
Δεν ήταν πρώτη φορά που θα έκανε και τέτοια υπερεσία η Παναγιούλα, μα τη φορά αυτή δεν τη βρήκε η Κούλα πρόθυμη.
- Δεν ξέρει, είπε, σε ποιον απ’ τους πολλούς δασκάλους να το δώσει. Μακρύ παλτό φορούσανε πολλοί από δαύτους.
Της Κούλας της έπεσε λιγάκι δύσκολο να περιγράψει τα καθαυτό χαρακτηριστικά του.
Τέλος η Παναγιούλα κατάλαβε και δέχτηκε. Κι άργησε να γυρίσει το βράδυ αυτό, απάντηση όμως δεν έφερε.
Του κάκου στάλθηκε και ξαναστάλθηκε με νέο γράμμα· δεν μπόρεσε να ξαναβρεί το δάσκαλο.
Και δεν μπορεί να βρει ησυχία κι η Κούλα, δεν μπορεί να κλείσει μάτι. Νευρίκιασε κι αυτή· δε βαστά πια την γκρίνια της Μαριώς. Λόγο κι αντίλογο. Άδικα την παρακαλεί η Φρόσω να μην τη συνερίζεται, γιατί δεν είναι στα καλά της. Ίσια τα πάνε τώρα κι οι δυο. Κι ο άνεμος της ποταμιάς την απονευρικιάζει. Τώρα θα πέσει απάνω της η κούλια και θα τη θάψει. Δε βλέπει μέσο λυτρωμού, κάθε δρόμος να φύγει από την κούλια είναι κλειστός.
Μια γνώριμη της κατοικούσε κοντά στο σκολειό. Ήταν το τελευταίο βήμα, λείπαν όμως τα ποδήματα, έλειπε φόρεμα της προκοπής. Στο τέλος άφησε την ντροπή στην άκρη, βρήκε μια πρόφαση και κίνησε και πήγε ένα δειλινό.
Η γνώριμή της την καλοδέχτηκε και την έβαλε να καθίσει στον καναπέ. Η Κούλα προτίμησε όμως μια καρέκλα κοντά στο παράθυρο και κάθισε περιμένοντας.
Νάτος τέλος ο φίλος βγήκε από το σκολειό. Καθώς την είδε ξαφνικά, κοκκίνισε. Ο συνάδερφός του, που περνούσανε μαζί, της χαμογέλασε, μα εκείνος δεν ξαναγύρισε να κοιτάξει.
Η Κούλα φρένιασε. Περίμενε, περίμενε όσο που πήρε να νυχτώνει. Δεν ξαναπέρασε κανείς από τους δασκάλους.
Γύρισε στην κούλια με απελπισία θανατερή:
Τι του έκαμε; σε τι του έφταιξε; Ποια είναι η αφορμή που την περιφρονά; Δίχως άλλο θα τόνε βάλανε στα λόγια, θα του την κατηγορήσανε, Σαν και θα ’χει να κάμει τίποτες άλλο ο κόσμος! Ποιος να ’ναι μόνο, ποια να ’ναι κείνη, να την ήξερε να την ξεσκίσει με τα νύχια της!
Μπαίνοντας στην αυλόπορτα της κούλιας, απάντησε την Παναγιούλα. Ξετραχείλωτη, ξυπόλυτη, ανασκουμπωμένη πότιζε τον κήπο. Τα χείλη, που ο βοριάς τ αποκοκκίνιζε αντί να τα γαλαζιώνει, οι καστανές πλεξίδες της, που ζητούσανε ν’ αγγίξουνε τις φτέρνες, τα γεμάτα μάγουλα, που δεν τα σούρωνε η αναφαγιά, και τα μεγάλα μαύρα μάτια της, που αστράφτανε σαν πυρωμένα, φουρκίσανε την Κούλα.
Γιατί; Δεν το ρωτά. Μανία θολή και σκοτεινή, ορμή τυφλή, καθώς εκείνη που έσπρωχνε μια φορά τη μεγαλύτερη αδερφή της να ξεριζώνει τα δικά της μαλλιά. Κι η Παναγιούλα της πάτησε κι αυτής απόψε με τα ξερά της μια διπλή βιολέτα, που είχε φυτεμένη δίπλα στο πηγάδι.
Η ορφανή της πλύστρας από τη λασπόπολη δε μιλούσε στις βρισιές, δε μουρμούριζε στους χτύπους. Συνήθισε από μικρή. Η δυστυχία των αδερφάδων πάντα σ’ αυτή ξεθύμαινε και μάλιστ’ από τον καιρό, που πήρανε και στερευόνταν οι δικοί κι οι φίλοι. Τα βραδινά τρεχάματα της Παναγιούλας δεν πάψανε, τώρα μάλιστα τρέχει πιο πρόθυμα κι αργεί περσότερο τη νύχτα να γυρίσει.
Η Μαριώ χτυπά και καταριέται, η Κούλα δίνει τώρα χέρι κι αυτή, μα η Παναγιούλα δείχνει μιαν απάθεια αξήγητη. Η μέρα του Θεού όξω κι η ζωή μέσα στην κούλια σα να μην έχουνε γι’ αυτή ύπαρξη πραγματική, η δική της ζωή σα ν’ αρχίζει με το σούρουπο, σα να είναι ο δρόμος κι η νυχτιά.
Η κούλια υποτάζεται στο θέλημά της, γιατί κι η ύπαρξη της κούλιας όσο πάει και δένεται περσότερο και κρέμεται από τους βραδινούς της δρόμους. Η Φρόσω δύσκολα πια μπορεί και ρίχνει τη σαΐτα, η Μαριώ όλο κι απονευρικιάζει και φτείρεται ντύνοντας τον ξένο κόσμο, η Κούλα έχασε και κείνη κάθε ελπίδα. Πολλές φορές χρυπά στο κάστρο η αποχώρηση, κάποτε κιόλας και το σιωπητήριο κι οι αδερφές στην κούλια, σκυμμένες στο ξεσπιθισμένο τζάκι τους, δεν είναι σίγουρες ακόμα πως δε θα πλαγιάσουνε νηστικές κι αυτή τη νύχτα.
Μια τέτοια νύχτα από τις πολλές, κρύα και σκοτεινή στο δρόμο και στην κούλια, η Παναγιούλα δε γύρισε κει ολότελα. Την άλλη μέρα μαθεύτηκε από την πόλη πως έγινε άφαντος κι ο δάσκαλος.
Η Κούλα λιποθύμησε.
- Του σιγαλό ποτάμ’, η πουμπιεμένη, η μούλα! φώναξε η Μαριώ κι έτρεξε για ξίδι στη γειτονιά.
Η Φρόσω μοναχά δε μίλησε. Η φωνή της είχε χάσει από καιρό τη δύναμη.
Ο Γεσίλας, που κυνηγούσε στο αναμεταξύ μετρητές χιλιάδες σ’ άλλες φρουρές, βρήκε τέλος μερικές κι ήρθε να δείξει κι αυτές και τη γυναίκα του των αδερφάδων και της πόλης κοντά στον ποταμό. Μα η Φρόσω ήτανε πεσμένη πια στο στρώμα με τον ίδιο σφάχτη και το βήχα του πατέρα.
Οι αδερφές θελήσανε να κρατήσουν τους νιόγαμπρους να κατοικήσουν όλοι μαζί στην κούλια. Η νύφη όμως τρόμαξε από τους ραγισμένους τοίχους κι από το βήχα της Φρόσως και βίασε το Γεσίλα και πιάσανε γλήγορα σπίτι αλλού, στην άλλη άκρη της πόλης. Οι αντραδερφές δε θ’ απαιτούσανε βέβαια να τους έρχεται συχνά από τόσο μακριά, έτσι όπως ήταν κιόλας με την κοιλιά στο στόμα.
Η Φρόσω έλπιζε να δει τον κληρονόμο της γενιάς πρι να πεθάνει. Νόμιζε μάλιστα πως αυτό κρατούσε ακόμα τα μάτια ανοιχτά.
Και την ημέρα, που χύμησε η Μαριώ στην πόρτα πρωί πρωί με το μήνυμα πως ο κληρονόμος ήρθε αρσενικός και παχουλός, μπόρεσε κι ανακάθισε στο στρώμα κι η θολή ματιά της πήρε μια λάμψη ξαφνική.
- Αντίφκιαστα τα μάτια τ’ Γισίλα· ούλου τ’ αθάρ’ του Κρανέικου· δεν πήρι τίπουτ’ απ’ αυτή.
Η Μαριώ δε μελετούσε ποτέ τ’ όνομα της νύφης. Όχι μόνο από τότε, που δε στρέχτηκε να ξεκαινουργώσουνε την κούλια και να καθίσουνε μαζί, δεν είχε μάτια να τη δει, μα κι από την πρώτη στιγμή, που πάτησε στην κούλια, της φάνηκε πως μπήκε μέσα σαν εχτρός.
- Κι στου σβιρκάκι τ’ ένα λόιδου μαλλιά κατσαρουμένα, στριφτά, απαράλλαχτα σαν τ’ πατέρα. Κι όπους φταρ’νίσ’κε κει πο’ ’πεσε κι τ’ αφ’σαμι κι σ’ναχώθ’κι, για να συγυρίσουμ’ ικείνη π’ ρέκαζι, είπα κι άικι’σα του μακαρ’τ’, ξακουλούθησε η Μαριώ.
Η ματιά της Φρόσως ξανάλαμψε. Όξω έλαμπε κι ο ήλιος στην ποταμιά κι έριχνε το φέγγος του και μέσα στην κάμαρα.
Η Φρόσω τον κοίταξε άφωνη μια στιγμή. Έπειτα κάνοντας ν’ ανασηκωθεί καλύτερα μουρμούρισε:
- Τι λες; Δε θα μπουρέσου να βγου; Μέρα Θιου χαρά όξω!...
- Σήκου πρώτα μέσα σ’ν κάμαρ’, κι αύριου πάμι μαζί, της είπε η Κούλα, που δε βιαζότανε και τόσο να δει τον ανιψιό.
Κι η Κούλα είχε γελαστεί στις ελπίδες της από τη νύφη.
Η Φρόσω δοκίμασε άδικα να σταθεί στα πόδια της. Το είδε κι η ίδια πως έπρεπε να περιμένει, όσο να μπορέσει να ’ρθει ο ανιψιός σ’ αυτή.
Άμα σαράντισε, τον έφερ’ ένα δειλινό η μικρή ξυπόλυτη υπηρέτρια, μα από πίσω ήρθε κι η μάνα.
Με τη βοήθεια της Κούλας μπόρεσε η Φρόσω και τον κράτησε λίγες στιγμές στην αγκαλιά μισοαποκοιμισμένον. Στύλωσε το βλέμμα γελούμενο στο μικρό προσωπάκι και περίμενε ν’ ανοίξουνε τα μάτια, να τα δει.
Μα μόλις μισοανοίξανε, το μωρό έβαλε φωνή.
Η μάνα του έτρεξε.
Μπα μπα! Άκ’ζάβια! Τ’ θεια σκιάζισι, μουλέ; — Ναν του χαρού!
Κι η Φρόσω έκαμε να σκύψει:
- Σήκουσ’ του λίγου, μουρή, είπε της Κούλας.
Μα η μάνα χύμηξε και τους άρπαξε από τα χέρια το παιδί. Η Μαριώ δεν μπόρεσε να κρατηθεί:
- Τι θα σ’ του φάμι, μουρή; Τι ξένες είμαστε; φώναξε κι όρμησε απάνω της.
Η νύφη κάτι θέλησε να πει, μα η Μαριώ την πήρε από μπροστά. Την έκαμε ν’ αρπάξει το παιδί να φύγει γλήγορα, ενώ η Μαριώ φώναξε κατόπι της στη σκάλα:
- Δε σ’ έμαθι, μουρή, ου άντρας σ’ ποιες είμαστι; Μ’ αν ήταν άντρας, αν ήταν αδιρφός!
Η Φρόσω έγειρε στο μαξιλάρι και μισόκλεισε τα μάτια, σα να μην άκουσε τίποτ’ απ’ αυτά. Ένα μισά πικρό, μισά ευτυχισμένο χαμόγελο σάλεψε για στιγμές στα χείλη της.
Την άλλη μέρα ήρθε ο Γεσίλας και βριστήκανε και μαλώσανε με τη Μαριώ. Και δεν ξαναπάτησε στην κούλια.
- Τι κάθεσαι; τι αργείς; μουρμούρισε από μέσα η Φρόσω, που τη φτάσανε οι φωνές στο στρώμα της.
Μα εκείνος που έκραξε δεν έφτανε κι ας αρχίσανε να τον κράζουνε μέσα τους κι οι αδερφές για να γλιτώσουν κι αυτές κι ίδια η Φρόσω. Είχε φυράνει πια, είχε απομείνει ένας ίσκιος διάφανος, ασάλευτος σε μιαν άκρη. Μόνο τα μάτια φέγγαν ασφαλιστές, μελανές, πυρωμένες τρύπες στο στεγνωμένο σκέλεθρο.
Εκείνος που έκραξε άργησε να ’ρθει. Μα όταν πια τον ένιωσε πως ήταν όξω από την πόρτα, ζήτησε να δει τον αδερφό. Στείλανε και τον φέρανε.
Σα μπήκε, βρήκε την ετοιμοθάνατη γυρτή στην αγκαλιά της Κούλας και μπροστά σκυμμένες τη Μαριώ και μια γειτόνισσα και της κρατούσανε τα χέρια.
Μια δεύτερη γειτόνισσα έστεκε στην πόρτα.
Ο Γεσίλας γονάτισε κει μπροστά κι αυτός.
- Νάτος, ήρθε, είπε της Φρόσως η γειτόνισσα και της ανασήκωσε το κεφάλι για να μπορέσει να δει τον αδερφό.
Ο Γεσίλας έπιασε το χέρι της κι έτσι μείνανε κρατώντας την ετοιμοθάνατη μόνο τα τρία αδέρφια. Εκείνη μπόρεσε και σήκωσε τα μάτια.
- Φρόσω, εγώ είμαι, ο Γεσίλας, μίλησε ο αδερφός.
- Δεν τόνε βλέπ’ς; δε γνωρίζεις; δεν ακούς; Ήρθε να σ’χωρεθεί, έβγαλε η Μαριώ φωνή πνιχτή, σα να της έσφιγγε κάποιος το λάρυγγα.
Μα η γειτόνισσα της έκλεισε το στόμα. Κι η Μαριώ σώπασε.
Τα μάτια της Φρόσως μέναν ακίνητα, καρφωμένα στον αδερφό. Σα να μην τόνε γνώρισε αλήθεια, δε δοκίμασε να του απλώσει τα χέρια.
Τέλος σα να κουραστήκανε τα βλέφαρα να μένουν ανοιχτά, κάμανε να κλείσουνε. Δεν μπορέσανε και μόνο τα μαυράδια των ματιών στρίψανε σαν ολόγυρα από τις ίδιες κόρες τους, στραβώσανε, θολώσανε και μείνανε πάλι ασάλευτα. Δεν ξεχώριζαν πια. Το κεφάλι έγειρε στον ώμο της Κούλας κι άρχισε το στερνό ρουχαλητό.
Η Μαριώ σωριασμένη εμπρός της έκλαιγε πνιχτά. Την πήραν αποκεί κι η γειτόνισσα, που έστεκε στην πόρτα, πήγε και σήκωσε την Κούλα, που είχε αποκάμει να βαστά την αδερφή.
Η Μαριώ συνήρθε, κράτησε τα δάκρυα κι ήρθε και ξανάπιασε το χέρι της Φρόσως.
Ξαναπεράσανε πολλές στιγμές.
Κρατούσε τώρα την ετοιμοθάνατη ο Γεσίλας, όταν τα μάτια ξαναδώσανε μια τελευταία αναλαμπή. Καρφωθήκανε στο άδειο, προς το παράθυρο, απόθε χυνότανε το φως του δειλινού, που έγερνε μελιχρό στην ποταμιά κι αντηχούσε το βούισμα των πουλιών, που τραγουδούσαν εκεί απόξω στη μελικοκκιά.
Τα χείλη της Φρόσως σαλέψανε και ψιθύρισαν κάτι.
Οι αδερφές που της κρατούσανε τα χέρια, νομίσανε πως ξαναζήτησε το Γεσίλα.
Η γειτόνισσα πήρε τη θέση του και κείνος ήρθε κι έσκυψε μπροστά της ανάμεσα στις δυο αδερφές.
- Εδώ ’μαι, δες με! μουρμούρισε και της φίλησε το χέρι. Μα τα μάτια της αδερφής δε γυρίσανε πια σ’ αυτόν. Σβήσανε ανοιγμένα πλατιά, άφεγγα πια, πηγμένα, στυλωμένα στο άδειο.
6hzqd1c5mof2v07l0gsszwtn8c5aqq1
Η Αννιώ
0
13860
148257
44507
2022-07-21T15:46:04Z
Chalk19
8498
wikitext
text/x-wiki
{{κεφαλίδα
| τίτλος = Η Αννιώ
| συγγραφέας = Κωσταντίνος Χατζόπουλος
| μεταφραστής =
| ενότητα =
| προηγούμενο=
| επόμενο =
| έτος =
| σημειώσεις =
}}
Μα ας είχε τα μάτια κλειστά ο έμπορoς, φαίνεται δεν κοιμόταν κι άκουσε την ιστορία του γιατρού, γιατί το άλλο βράδυ μας είπε και κείνος τη δική του.
Συνηθίζουνε στα χωριά μας —έτσι κάπως άρχισε— και μας ξενιτεύουνε μικρούς. Στη Βλαχιά και στη Ρουσία και τώρα ύστερα και στην Αμερική· ο τόπος μας είναι στενός· βουνά, τσουκάρια, γκρεμοί και σάρες. Δε βγάζει τίποτες η γης, δε μας φτάνει να ζήσουμε. Και γω, σαν έμαθα δύο τρία γράμματα, έπρεπε να φύγω. Και σα δεν είχε η μάνα μου κανένανε δικό στη Ρουσία ή στη Βλαχιά, μ’ έστειλε κάτω στην πόλη. Ήταν εκεί ένας μπάρμπας μου που έκανε κουτσοδουλειές στο πόδι και κείνος μ’ έβαλε σ’ ένα μπακάλικο να τρώω στην αρχή μόνο ψωμί. Έτρωγα ξύλο περσότερο κι έπλενα ποτήρια και βαρέλια και σκούπιζα τα μαγαζί και κουβαλούσα νερό από τα πηγάδια της γειτονιάς. Ο αφεντικός μου μ’ έστελνε στο πιο κοντινό που ήτανε σε μιαν αυλή από πίσω από το μαγαζί, μα εμένα μου άρεσε να πηγαίνω σ’ έν’ άλλο μακρινότερο, όπου μαζευότανε κόσμος περσότερος κι έπρεπε να περιμένω πολλή ώρα για να πάρω αράδα να γεμίσω. Έτσι μπορούσα και χάζευα, κουβέντιαζα, έπαιζα και συχνά ξεμαλλιαζόμουνα κιόλας με τ’ άλλα μπακαλόπουλα. Του αφεντικού μου, που με πρόσμενε με τα χαστούκια, του έβρισκα πρόφαση πως στο πηγάδι της γειτονιάς με πειράζανε και με πετροβολούσαν τα παιδιά. Και δεν έλεγα και ψέματα. Γιατί πράγματι τα παιδιά που μαζευόνταν εκεί ολόγυρα στις μυγδαλιές και γκρεμίζαν με τις πέτρες τα τσάγαλα, άμα με βλέπανε να περνώ, με περγελούσανε για τη μεγάλη μύτη μου και τα φλώρα μου μαλλιά. Κι όταν έκανα να τους πω τίποτες και γω, γυρίζαν τις σφεντόνες τους απάνω μου. Και καθώς έφευγα για να γλιτώσω, και τα κορίτσια που παίζαν τα πεντόβολα και το σκοινάκι στην αυλή, με περγελούσανε και κείνα και με φωνάζαν μυταρά. Μα κι όλα τ’ άλλα παιδιά να λείπαν, έφτανε να με δει μόνο η Αννιώ, το κορίτσι του σπιτιού. Πετιότανε στην πόρτα, τέντωνε τα δάχτυλα μπροστά στη μύτη και μου έβγαζε μια πιθαμή τη γλώσσα. Έπρεπε να περάσουν κάμποσα χρόνια, να μεγαλώσουμε κι οι δυο, να πάψουν τα παιδιά να με πετροβολούνε, για να λείψουν και τα περιγέλια της Αννιώς. Τώρα όχι μόνο δε μου ’βγαζε τη γλώσσα, μα σα μ’ έβλεπε να ’ρχουμαι στο πηγάδι, έπαιρνε τον κουβά της κι έβγαινε και κείνη εκεί. Εγώ κοκκίνιζα κι έφευγα βιαστικός. Μου φαινόταν πως κοίταζε πάντα τη μύτη μου. Κι αφού δεν μπορούσα να την κόψω, αποφάσιζα να μην ξαναπάγω στο πηγάδι της Αννιώς. Μα και γω δεν το ’νιωθα πως βρισκόμουν πάλε κει και την ξαναείχα μπρος μου και με κοίταζε, σα να της άρεσε να βλέπει τα μάτια μου να χαμηλώνουν ντροπαλά μπροστά της, μου γελούσε, μου μιλούσε, σα να της άρεσε ν’ ακούω τη φωνή της. Έπειτα έπαιρνε τον κουβά και μου γύριζε την πλάτη κι έφευγε για να μου δείξει και το σβέλτο της κορμί. Το ένιωθε πως στεκόμουν εκεί και την κοίταζα· ύστερα, άμα έφτανε στην πόρτα, γύριζε και μου γελούσε άλλη μια φορά. Και γύριζα και γω στο μαγαζί! και πότιζα ούζο και νερά τον κόσμο. Κι άμα ξαναρχόμουν στο πηγάδι και τύχαινε να μην μπορεί να βγει και κείνη, γιατί ήταν η μάνα της ή άλλος στην αυλή, έβγαινε μόνο στην πόρτα και μου πετούσε πετραδάκια και γελούσε και κρυβόταν. Και γω πάλι γέμιζα τον κόρφο μου κάντιο ή ζάχαρη, ό,τι έβρισκα πιο του χεριού κι ερχόμουν και της τα ’δινα. Έτσι λίγο λίγο άρχισα να ξεχνώ τη μύτη μου και να μην τη βλέπω στο μικρό καθρεφτάκι, που είχα κρυμμένο στη στοίβα τα σακιά και το ’βγαζα κι έσκυβα πίσω εκεί και χτένιζα τα μαλλιά μου βιαστικά πριν πάω στο πηγάδι. Της Αννιώς της άρεσε να με πειράζει, να μου λέει πως κάνω τη χωρίστρα μου στραβά, πως είμαι όμορφος κι ένα σωρό άλλα. Όλο και ξεθάρρευε περσότερο μαζί μου. Και μια μέρα με ρώτησε γιατί περπατώ ξυπόλυτος.
Δεν της αποκρίθηκα πως ήμουν έτσι πιο λεύτερος ούτε πως με χαστούκιζε ο αφεντικός μου άμα μ’ έβλεπε ποδεμένο. Κοκκίνισα μονάχα και της είπα:
«Και συ το ίδιο δεν περπατείς;»
«Στο σπίτι, μα όχι και στο δρόμο», μου αποκρίθηκε.
Κι αλήθεια, όταν έβγαινε από το «άλλο μέρος του σπιτιού, που ήταν ο δρόμος, η Αννιώ φορούσε τις κεντητές παντούφλες της και το καθαρό φουστάνι. Πολλές φορές που έτυχε, περνώντας από κει, να τη δω να σεργιανίζει κρατημένη μπράτσο με τις γειτονοπούλες, μ’ έπιανε ντροπή. Έτσι στολισμένη μου φαινόταν βέβαια ομορφότερη, ωστόσο μου άρεσε καλύτερα όπως ερχόταν στο πηγάδι, γιατί έτσι ταίριαζε περσότερο μαζί μου. Έβλεπα τον εαυτό μου λιγδιασμένο και βρόμικο κι έτρεχα να φύγω και φρόντιζα να μην περνώ απ’ το δρόμο άμα την έβλεπα εκεί. Στεκόμουνα μόνο κρυμμένος στη γωνιά και την κοίταζα. Μα μια βραδιά είδα και κάτι που δε μου άρεσε. Καθώς περπατούσε πέρα δώθε με μιαν άλλη, κάποιος νέος τις είχε αποκοντά και κάτι τους έλεγε κι αυτές γελούσαν. Το άλλο βράδυ ξαναπήγα και παραφύλαξα. Πάλι ο ίδιος νέος αποκοντά και πάλι αυτές τα ίδια. Δε βάσταξα και το είπα της Αννιώς, άμα την είδα. Μου απάντησε γελώντας πως ο νέος τριγύριζε τη φιλενάδα της. Μα μιαν άλλη βραδιά που πήγαινα κρασί σε κάποιο σπίτι και πέρασα πάλι αποκεί, η Αννιώ σεργιάνιζε στο δρόμο με μιαν άλλη φιλενάδα της κι ο νέος πήγαινε πάλι από πίσω. Μου ήρθε, και γω δεν ξέρω τι, ήθελα να κλάψω απ’ το κακό μου και δυο μέρες δεν πήγα στο πηγάδι. Μα δε βάσταξα περσότερο κι η Αννιώ σα με είδε, ήρθε χαμογελώντας.
«Με περγελάς», της είπα και κόντευα να κλάψω αλήθεια.
Μου ’μολόγησε πως πράγματι ο νέος κυνηγούσε αυτή, αυτή όμως δεν τον αγαπά. Μονάχα εμένανε αγαπά. Δεν είναι κουτή, μου είπε, να μπλεχτεί με κείνον, γιατί ξέρει πως δεν την παίρνει.
«Τότε γιατί τον κοιτάζεις;» της είπα.
«Δεν τον κοιτάζω γω, εκείνος με κοιτάζει», απάντησε.
«Άστ’ αυτά», της έκαμα· «σε είδα με τα μάτια μου που του γελάς.»
«Δε γελώ γω· εκείνος με κάνει και γελώ», είπε και γέλασε.
«Πώς σε κάνει;»
«Να—μου λέει—»
«Τι σου λέει;»
Κοκκίνισε και γελούσε και δεν ήθελε να πει. Έπειτα όμως μου είπε πως της λέει πως είναι όμορφη, πως έχει όμορφα μάτια, όμορφα…
Σταμάτησε και χαμήλωσε τα μάτια.
«Τι άλλο;» ρώτησα.
Μα δε μιλούσε· χαμογελούσε μόνο πάντα και κοίταζε κάτω.
Είχα απιθώσει χάμω τον τενεκέ με το νερό και στεκόμουν ορθός σιμά της και την κοίταζα. Τα δέντρα της αυλής σκεπάζαν το πηγάδι και δεν μπορούσε να μας δει κανείς. Έσκυψα και την αγκάλιασα.
Δε θύμωσε. Γύρισε μόνο και κοίταξε φοβισμένα πίσω της.
Λίγες μέρες ησύχασα. Μα ένα δειλινό που ήρθα πάλι για νερό και πήγα προς την πόρτα της να γυρέψω τον κουβά της, γιατί ο δικός μου έτρεχε, την πήρε το μάτι μου που στεκότανε μπρος στον καθρέφτη κι έδενε μια κορδέλα στα μαλλιά. Την έδενε και την ξανάδενε κι όλο δεν της άρεσε. Το παράθυρο ήτανε μισογυρμένο και σίμωσα σιγά εκεί και στάθηκα και κρυφοκοίταζα.
«Είσαι ομορφότερη έτσι, θα του αρέσεις καλύτερα», της σφύριξα.
Τρόμαξε και χύμησε και μου ’κλεισε το παράθυρο στα μούτρα.
Έκανε μέρες να βγει στο πηγάδι. Τρύπωνε άμα μ’ έβλεπε. Τις καραμέλες όμως, που της άφηνα στην αυλόπορτά της κάτω από μια πέτρα, πήγαινε και τις έπαιρνε κι έτσι δεν απελπιζόμουν πως μου θύμωσε για πάντα. Και τόντι να την, ξαναπαρουσιάστηκε ένα πρωί. Με το πρόσωπο κατεβασμένο, μα όταν της γέλασα και της μίλησα, χαμογέλασε κι αυτή.
«Μα να το ξέρεις» μου είπε· «δεν θα σου ξαναμιλήσω, αν το ξανακάνεις, αν με πειράξεις άλλη φορά για κείνον. Σου είπα δεν αγαπώ άλλον από σένα.»
Ύστερα έμαθα από μια γειτόνισσα πως την περασμένη μέρα η μάνα της την έπιασε να μιλεί με τον λιμοκοντόρο και την έδειρε κι έβρισε και φοβέριζε κι αυτόν.
Κι αλήθεια δεν τον ξαναείδα να περάσει. Από τη χαρά μου δεν μπορούσα να το πιστέψω πως είχα μείνει μοναχός. Στην αρχή μπλέχτηκα με την Αννιώ δίχως να ’χω τίποτε στο νου, δίχως να λογαριάζω και να περιμένω κάτι. Τώρα όμως άρχισα να παίρνω αλλιώτικα το πράμα· θα ’μουν ως είκοσι χρονών. Ο αφεντικός μου με είχε βάλει σε μιστό και δε γυρνούσα πια ξυπόλυτος, αγόρασα με δικά μου χρήματα πουκάμισα και ρούχα και δεν ήμουν τόσο βρομιάρης, καθώς πρώτα.
Και τη Λαμπρή και του Χριστού που κλείναμε το μαγαζί, άλλαζα, στολιζόμουνα και γω κι έβγαινα γύρω στους δρόμους. Περνούσα κι από κείνον, όπου σεργιάνιζε γιορτοφορεμένα κι η Αννιώ και μου φαινότανε πως ήμουν εγώ τώρα ο λιμοκοντόρος, που την κυνηγούσε μια φορά. Μα τώρα πάλι δεν μπορούσα να πηγαίνω πάντα στο πηγάδι για νερό· ήταν το μικρότερο παιδί του μαγαζιού γι’ αυτό, κι έτσι δε μπορούσα πια να βλέπω κάθε μέρα την Αννιώ. Την αυλή του σπιτιού της τη χώριζε από την αυλή του μαγαζιού μας ένα στενό, και κει πετιόμουνα καμιά στιγμή κι αλλάζαμε δυο τρία λόγια, όταν τύχαινε να πεταχτεί κι αυτή την ίδια ώρα, και κει αρχίσαμε να σμίγουμε και το βράδυ αργά, όταν κλείναμε το μαγαζί κι έβρισκε κι αυτή καιρό να ξεκλεφτεί από τη μάνα της.
Εκεί, ένα βράδυ που είχε αρρωστήσει κάποιος δικός της, κι η μάνα της πήγε να τον ξενυχτίσει, έτρεξε η Αννιώ και μου είπε να πάω αργότερα να κρυφτώ μέσα στο πλυσταριό της και να την περιμένω. Στην αρχή φοβήθηκα, μα μια και της το έταξα, πήρα θάρρος ύστερα και πήγα. Ήταν χειμώνας και θυμούμαι φυσούσε κι έβρεχε. Το ρέμα, που περνούσε δίπλα εκεί, βούιζε κατεβασμένο, σε μιαν άκρη του πλυσταριού κοιμόντανε κι οι κότες· κι από κάτω από τη σκεπή σ’ ένα πέταυρο καρφωμένο στην αστρέχα κούρνιαζαν τα παγόνια, που έθρεφε η μάνα της Αννιώς. Κι αυτά κι οι κότες ταραζόντανε κάθε στιγμή και μας ξαφνίζαν. Από το πίσω μέρος συνόρευε το πλυσταριό με το στάβλο του διπλανού σπιτιού και τ’ άλογα δίναν και κείνα ώρες ώρες βαριές κλωτσιές στο ξύλινο το χώρισμα. Ο τρόμος δε με άφησε ούτε μια στιγμή κι έφυγα αποφασισμένος να μην ξεγελαστώ να ’ρθω άλλο βράδυ. Μα όταν ξαναέλειψε η μάνα της Αννιώς, ήρθα και δεύτερο και τρίτο και μια κι έγινε η αρχή, η Αννιώ ξακολούθησε κι ύστερα που ήταν η μάνα της στο σπίτι να της ξεκλέβεται και τότε πού και πού. Όσο που τη μυρίστηκε κι άξαφνα μια νύχτα, καθώς πήδησα τον τοίχο βρέθηκα μπροστά στον ίσκιο της.
Τα ’χασα και σταμάτησα. Και κείνη την πρώτη στιγμή φάνηκε πως τρόμαξε, μα όταν με γνώρισε, χύμησε και με άδραξε από το αφτί και με πέταξε έξω από την αυλόπορτα χωρίς να χάσει πολλά λόγια.
Την άλλη μέρα ήρθε στον αφεντικό μου και κείνος με πήρε πίσω από τα σακιά και με άρχισε στις κατακεφαλιές.
Του ’ταξα πως δεν το ξανακάνω για να γλυτώσω εκείνη τη στιγμή. Μα γλήγορα ξέχασα το τάξιμο και γλήγορα ξέχασε κι η Αννιώ το ξύλο που έφαγε κι αυτή απ’ τη μάνα της.
Δεν πέρασε καιρός, και μας ξανάπιασαν πάλι να κρυφομιλούμε μέρα μεσημέρι κάτω από την καμάρα του γεφυριού. Η μάνα της έστειλε τώρα ένα δικό της και μ’ έκραξε στην αυλή του μαγαζιού και μου είπε να πάψω να ντροπιάζω το σπίτι της ξαδέρφης του.
«Δε θέλω να ντροπιάσω κανένα σπίτι» του αποκρίθηκα· «έχω καλό σκοπό για το κορίτσι.»
«Για τα μούτρα σου είναι», θύμωσε και μου άστραψε και κείνος δυο στα μάγουλα και με φοβέριζε πως αν ξαναμάθει πως μίλησα με την Αννιώ, θα βάλει τον αστυνόμο να με κάμει εξορία.
Μας ξανάπιασαν πίσω στο στενό, και την άλλη μέρα ήρθε ο αστυνόμος και μ’ έδειρε και με φοβέριξε πως θα μ’ εξορίσει για λωποδύτη.
Μα το άκουσε ο αφεντικός μου και πήρε το μέρος μου, γιατί δεν του έπεφτε τόσο εύκολο να βρει αμέσως άλλο παιδί στο πόδι μου.
Ήταν κιόλας με το άλλο κόμμα και κόντεψε να γίνει σούσουρα. Μα οι δικοί της Αννιώς το σωπάσανε. Για μένα όμως ήταν η Αννιώ χαμένη. Φτωχοκόριτσο ήταν κι αυτή, μα μια φορά ο πατέρας της ήταν καλός, η μάνα της κρατούσε από γωνιά και γυρεύανε να βρούνε κάποιο νοικοκύρη να τη σιγουρέψουν. Την κλείσαν μέσα και δεν μπορούσα να την ξαναδώ. Δε μου έμενε άλλο παρά να την κλέψω. Μα με τι και πώς; Αφού δεν μπορούσα να το κάμω αυτό, μου ήρθε στο νου κάτι άλλο· θυμήθηκα πόσοι φύγανε από το χωριό μου και πήγανε και κάμανε κατάσταση στην ξενιτιά. Κι αποφάσισα να ξενιτευτώ και γω, να πάω να καζαντίσω και να ’ρθω να πάρω την Αννιώ με το σπαθί μου.
Είπα λοιπόν του αφεντικού μου πως θα φύγω και του ζήτησα να μου πληρώσει τους μιστούς. Είχα να λάβω κάπου δυο εκατοστάρικα. Σε μια τρύπα κάτω από την καμάρα του γεφυριού είχα κρυμμένα κι όσα σούφρωνα στο μεταξύ από τον μπεζαχτά δεκάρα τη δεκάρα, όταν έβρισκα καιρό.
Ο αφεντικός μου θέλησε να μου γυρίσει το κεφάλι, μα δεν μπόρεσε. Με πλήρωσε κι ετοιμάστηκα να φύγω. Μα πριν φύγω, ήθελα να σμίξω την Αννιώ· ας ήτανε και μια στιγμή.
Σηκώθηκα λοιπόν πρωί θαμπά και καθώς ήξερα πως ξυπνά πρωτύτερα από τη μάνα της, τράβηξα και μπήκα στην αυλή.
Τη βρήκα μπρος στην πόρτα. Καθότανε σ’ ένα κασόνι και τάγιζε τις όρνιθες και τα παγόνια. Πήγα τόσο σιγά που με κατάλαβε μόνο άμα έφτασα μπροστά της. Ξαφνίστηκε που με είδε και μου έριξε μια φοβισμένη ματιά χωρίς να κουνηθεί.
«Ήρθα να σου αφήσω γεια», της είπα «φεύγω σήμερα.»
«Πού πας;» ψιθύρισε ανήσυχα και φοβισμένα.
«Στην ξενιτιά.»
«Και δε θα ξαναρθείς;»
«Σαν καζαντίσω. Θα ’ρθω να σε πάρω· θα με περιμένεις;»
«Ναι, θα σε περιμένω», είπε και με κοίταξε θολά.
Έσκυψα, της έπιασα το χέρι και χωριστήκαμε.
Καθώς έβγαινα, γύρισα κι είδα την αυλή. Έμπαινε η άνοιξη κι οι μηλιές και μια ροδακινιά μπρος στο πηγάδι ήταν όλες φορτωμένες με άνθια. Στάθηκα μια στιγμή ακόμα και ξαναείδα την Αννιώ που με κοίταζε κι αυτή απ’ την πόρτα δίχως να σαλέψει.
Ύστερα έκλεισα την πόρτα κι έφυγα.
Και ξενιτεύτηκα. Στο χωριό που πήγα να δω τη μάνα μου, έσμιξα με άλλους δυο πατριώτες μου και τραβήξαμε στη Βλαχιά.
Τον πρώτον καιρό βρήκα το καζάντισμα δυσκολότερο παρότι το λογάριαζα, κι ήρθαν στιγμές που δείλιασα, και το συλλογιζόμουν τι είχα κάμει. Μπήκα υπηρέτης και κει. Ύστερα άνοιξα δυο μαγαζιά και τα ξανάκλεισα, γύρισα πολιτείες και χωριά, περάσανε πεντέξι χρόνια και δεν μπορούσα να ψυχοπιαστώ. Είχα ένα φουρνάρικο στη Σιμνίτσα, όταν άνοιξε ο ρούσικος ο πόλεμος στα εβδομήντα οχτώ· έβαλα σύντροφο ένα Ρουμάνο και μπορέσαμε και πήραμε μερίδι στην προμήθεια του στρατού. Όταν εσυχάσανε τα πράματα και χωρίσαμε τη συντροφιά, μεράσαμε από κάπου δεκαοχτώ χιλιάδες ο ένας. Κι αποφάσισα να φύγω. Ίσια με τότε στον ύπνο και στον ξύπνο μου είχα μπροστά μου την Αννιώ· και πετούσε η καρδιά μου άμα συλλογιζόμουνα πως θα γύριζα μια μέρα με γεμάτο το κεμέρι και θα τη γύρευα της μάνας της. Πως η μάνα της δε θα μου την έδινε, πως η Αννιώ δε θα με περίμενε, δεν το έβαζα ούτε μια στιγμή στο νου ως τότε όσο γυρνούσα εδώ και κει, όσο ακόμα δε μπορούσα να βάλω στην άκρη δυο πεντόλιρα. Μα τώρα που τα ένιωσα στον κόρφο μου δέκα φορές διπλά, μ’ έπιασε δείλια. Τάχα θα μου την δώσουν, άρχισα να στοχάζουμαι, τάχα η Αννιώ με περιμένει; Μου γυρίσανε στη θύμηση τα παιγνιδίσματα που έκανε μια φορά με το λιμοκοντόρο, την ξανάφερνα μπροστά μου να σιάζει μπρος στον καθρέφτη τα μαλλιά, να στολίζεται, να γελά με κάποιονε στο δρόμο, να του ανοίγει τη νύχτα την πόρτα της, χωρίς να θέλω την έβλεπα στεφανωμένη με άλλον, μ’ ένα παιδί στην αγκαλιά. Ήταν οι φόβοι αυτοί που μ’ εμποδίσανε να φύγω, ή μια καλή δουλειά με τα σιτάρια που μου παρουσιάστηκε έξαφνα; Δεν το κατάλαβα και γω πως μπερδεύτηκα με αυτή κι ύστερα με άλλη κι ύστερα μ’ ένα μεγάλο μαγαζί. Διπλιάσανε, τριπλιάσανε τα καπιτάλια μου και ο τζίρος μου μεγάλωνε με την ημέρα. Μου ερχόταν κρίμα να φύγω πια. Πολλές φορές, άμα έφτανεν ο βαρύς, μακρύς χειμώνας, άμα στρωνόντανε τα χιόνια και κρεμόταν από πάνω ο σταχτερός, ο μολυβένιος ουρανός, συγνέφιαζε και μένα ο νους· και μπούχτιζα την κρύα ξενιτιά κι η αυλή της Αννιώς έφεγγε ανθισμένη μπρος μου. Πολλές φορές σαν τύχαινε να βγω στην εξοχή κι έβλεπα καμιά χωριατοπούλα που τάγιζε τις όρνιθες, μου ξαναπρόβαλε η Αννιώ θλιμμένη και χλωμή καθώς την άφησα, και γύριζα στο μαγαζί κατσουφιασμένος και με την καρδιά βαριά. Μα δεν αργούσανε να με τραβήξουν πάλι οι άλλες έννοιες. Είχα μεστώσει στο εμπόριο και στον παρά. Είχα κάμει τόσα χρήματα, που αν ήθελα να τα σηκώσω και να φύγω, θα μπορούσα να ζήσω καλά με τον τόκο τους. Όμως άμα μπει κανείς στον πλούτο, γλυκαίνεται, μεθά μ’ αυτόν και δεν του κάνει όρεξη να σταματήσει. Και μόλις μου βρέθηκε η περίσταση να πληθύνω μεμιάς το έχει μου και να συγγενέψω κιόλας με μια καλή και πλούσια φαμίλια, δε δίσταζα. Παντρεύτηκα.
Πώς δε μ’ έτρωγε μέσα μου το τάξιμο, που είχα κάμει της Αννιώς, δεν μπορώ να το πω. Κι ίσως να ήταν αυτό που άλλαξε άξαφνα την τύχη μου. Τη δεύτερη βδομάδα που στεφανώθηκα, ένα ξαφνικό φαλιμέντο κάποιου χρεώστη μου το πλήρωσα είκοσι χιλιάδες. Τον άλλο μήνα δεύτερο κακό. Και κατόπι το ένα πάνω στο άλλο στη σειρά. Φόβο δεν είχα για να πέσω, μα οι απανωτοί χαμοί με κάμαν μίζερο και νευρικό. Δεν ταίριαζαν κιόλας τα χνώτα μας με τη Βλάχα που πήγα και φορτώθηκα. Είτε γω έφταιγα είτε αυτή, δεν ήταν ζωή εκείνη που περάσαμε μαζί δυο χρόνια. Αλλιώς μαθημένη αυτή, αλλιώς εγώ. Δεν είχαμε και την τύχη να μας δώσει ο Θεός ένα παιδί. Δεν πήγαινε μακρύτερα το πράμα. Της γύρισα πίσω την προίκα και χωρίσαμε.
Μα δεν μπορούσα και γω να μείνω άλλο στον τόπο. Και σούσουρα γίναν πολλά, και βαρέθηκα κιόλας την ξενιτιά. Έκαμα λογαριασμό, μου μέναν αρκετά. Πούλησα το μαγαζί, τα σήκωσα όσα είχα και το μάζεψα για την πατρίδα. Ξεκίνησα με το σκοπό να τραβήξω ίσια στο χωριό μου. Μα η μάνα μου ήταν πεθαμένη, με τ’ αδέρφια μου δεν είχαμε πολλές αγάπες. Μόνο άμα χρειάζονταν τίποτες, μου γράφανε καμιά φορά. Κι έτσι τράβηξα στην πόλη, που είχα παρατήσει την Αννιώ. Πήγαινα για κείνη; Δεν ήξερα ούτε αν ακόμα ζούσε. Πήγαινα, γιατί δεν είχα πού άλλου να πάω.
Κατέβηκα τη νύχτα στο ξενοδοχείο. Ήταν καινούριο. Τότε που έφυγα, δεν ήτανε χτισμένο εκεί το μέρος. Το πρωί σαν ξύπνησα, βγήκα στην αγορά. Δε με γνώριζε βέβαια κανείς, μα εγώ γνώρισα κάποιους αμέσως κι είχα το φόβο μη με γνωρίσουνε κι αυτοί. Πήγα και κάθισα στον καφενέ κι ο κόσμος με κοίταζε, όπως το κάνει στα μικρά τα μέρη, όπου είναι μετρημένοι οι ξένοι. Πήρα μιαν εφημερίδα κι έκανα πως διάβαζα κι έριχνα γύρω μου λοξές ματιές. Κατιτί σα χαρά πηδούσε μέσα μου, η χαρά που έχει κανείς όταν γυρίζει στην πατρίδα. Και για μένα ήταν σαν πατρίδα ο τόπος αυτός όπου είχα έρθει μικρός και πρωτογνώρισα τον κόσμο. Μα και μια θλίψη ένιωθα μαζί με τη χαρά. Εκεί που γνώριζα ένα πρόσωπο παλιό στον έναν, που ξεχώριζα μια γνώριμη φωνή στον άλλο, έβλεπα κιόλας πως τα πρόσωπα τα είχε αλλάξει και τα ζάρωσε ο καιρός, άκουγα πως τη φωνή τη βραχνιάσανε και την ψευδίσανε τα χρόνια. Ένας κύριος ήρθε σε λίγο και κάθισε στο διπλανό τραπέζι. Τον γνώρισα αμέσως πως ήταν ο γιατρός του αφεντικού μου. Τον άφησα με τα μαλλιά ψαρά, μα με κορμί ορθό ακόμα. Τώρα οι πλάτες του είχανε λυγίσει και τα μαλλιά του ήταν κάτασπρα.
Ύστερα ήρθε πάλι κάποιος άλλος και κάθισε αντίκρυ του κι αρχίσανε να παίζουν. Μαζεύτηκαν κι άλλοι γύρω, φαίνεται. Έχανε ο γιατρός και θύμωνε και φώναζε. Από τ’ άλλα τα τραπέζια γύρω γελούσανε. Στην πόρτα ήρθε και στάθηκε ένα παιδί και κοίταζε προς το τραπέζι του γιατρού. Θα το στείλανε να του μηνύσει, κι αυτό φοβότανε να τον σιμώσει, απαράλλαχτα όπως μια φορά και γω, όταν τον έβλεπα έτσι θυμωμένο. Έτσι είδα πάλι πόσο λίγο αλλάζουν είκοσι χρόνια τη ζωή.
Και το ξαναείδα όταν ύστερα βγήκα και στην αγορά. Άρχισα να γνωρίζω ένα ένα τα παλιά τα μαγαζιά. Είχαν ξεκαινουργωθεί πολλά, είχαν χτιστεί άλλα νέα, μα τα περσότερα μέναν τα ίδια όπως τ’ άφησα. Κι όπως προχωρούσα, βρισκόμουν ολοένα πάλι στην ίδια την παλιά ζωή. Ο κόσμος πηγαινοερχότανε, στεκότανε και κουβέντιαζε, λιαζότανε στους μπάγκους, νύσταζε και χασμουριόταν. Και μέσα στα μαγαζιά οι έμποροι μετρούσαν με την πήχη, σκίζανε χασέδες, οι μπακάληδες γέμιζαν χαρτουλίνες και μποτίλιες, οι τσαρουχάδες χτυπούσαν τα πετσιά, οι καποτάδες ράβαν καθισμένοι σταυροπόδι, ο ντελάλης φώναζε και τα μπακαλόπουλα γυρνούσαν βρόμικα και κουβαλούσανε ξυπόλητα νερό.
Τέλος βρέθηκα μπρος και στο παλιό μου μαγαζί. Έμενε το ίδιο, απαράλλαχτο σα να είχα φύγει εχτές. Δεν άλλαξαν ούτε οι μπάγκες του· δίπλωναν από πάνω ακόμα και μονάχα πως είχανε χρωματιστεί. Κι ακόμα κρεμιόντανε, σα να τα είχα εγώ κρεμάσει το πρωί, τα μάτσα τα σκοινιά, τα θειαφοκέρια, τα χταπόδια· κι από κάτω οι μπουκάλες με τα σκάγια και το ρετσινόλαδο, τα βάζα με τη γιάμπολη, τη στύψη και την αλοή. Κι από πίσω ο αφεντικός μου ορθός, κοντόπαχος καθώς τον άφησα, φουστανελάς ακόμα, σβέλτος πάντα μ’ όλο το έγκωμο κορμί και τ’ άσπρα τα μαλλιά.
Μπήκα μέσα και του έπιασα το χέρι και τον κοίταξα στα μάτια.
Με κοίταξε και κείνος ξαφνισμένος.
«Δε με γνωρίζεις;» του είπα.
Σήκωσε τις πλάτες και σούφρωσε τα χείλη.
«Δε με θυμάσαι; Δε με είχες μια φορά στο μαγαζί;»
Με κοίταξε από πάνω ίσια με κάτω κι η ματιά του σταμάτησε, σα σαστισμένη στην καθαρή καινούρια φορεσιά μου. Έπειτα έμεινε κοιτάζοντας με κατάματα.
«Τη μύτη μου τουλάχιστο δεν τη θυμάσαι;» γέλασα.
Χτύπησε το χέρι του στο μέτωπο. Και γέλασε και το δικό του πρόσωπο και χύμησε, έπεσε απάνω μου και με αγκάλιασε.
Δε με άφησε να φύγω ίσια με το μεσημέρι. Χαιρότανε, σα να ξανάβρισκε χαμένο παιδί του.
Έστειλε κι έφερε και φάγαμε στο μαγαζί και με ρωτούσε και με ξαναρωτούσε, όσο που έμαθε όλο το ιστορικό μου.
Και ρώτησα κι έμαθα και γω πολλά. Μόνο για ένα δεν τολμούσα να ρωτήσω: τι απόγινε κει πίσω από την αυλή του μαγαζιού. Δίχως να θέλω, τα μάτια μου όλο προς τα εκεί γυρίζαν. Μια στιγμή αποφάσιζα να βγω να δω, μα πάλι μ’ έπιανε δείλια, θαρρείς ο ίδιος φόβος που είχα μια φορά σαν ξεκλεβόμουνα κι έτρεχα εκεί κρυφά.
Μα εκεί που τρώγαμε ύστερα, έμαθα ό,τι ήθελα να μάθω δίχως να ρωτήσω.
«Τι να πει κανένας! Όλα είναι τυχερά στον κόσμο· έπρεπε να ντέσεις έτσι μια φορά, για να πας να βρεις την τύχη σου», είπε ξαφνικά ο αφεντικός μου.
«Και κείνοι τι γίνουνται;» βρήκα την ώρα και ρώτησα και γω.
Δε μελέτησα όνομα, όμως κατάλαβε.
«Σε καρτερούν», απάντησε και με κοίταξε χαμογελώντας.
Ο λόγος με χτύπησε σαν αστραπή. Για να μην προδοθώ, πήρα το ποτήρι κι ήπια.
«Ναι, σε καρτερούνε», ξαναείπε ο αφεντικός μου. «Ύστερα όταν έφυγες, ξεχάστηκε το πράμα και τη γυρέψανε δυο τρεις. Της πέσανε οι δικοί της, η μάνα της την έσφιξε, μα δε θέλησε να πει το ναι. Εγώ έναν ήθελα, τους είπε, εκείνονε που δε μου δώσατε. Αν έρθει εκείνος να με πάρει, τότες μοναχά θα παντρευτώ. Και κλείστηκε από τότες μέσα και δεν ξαναφάνηκε στον κόσμο».
Έσκυψα το κεφάλι, σα να ντρεπόμουνα να γυρίσω να τον δω. Του είχα πει όλο το ιστορικό μου, δεν του έκρυψα μήτε πως είχα παντρευτεί.
«Και ζει ακόμη η μάνα της;» ρώτησα.
«Ζει», μου είπε· «ζει και βοηθά την Αννιώ. Ζούνε κι οι δυο με τις ξενοδουλειές. Τ’ αγόρια δε βγήκαν προκοπή. Το ένα έγινε αστυφύλακας, το άλλο κακοπαντρεύτηκε, δυστύχεψε.»
«Θα πάω να τις δω», του είπα· «έρχεσαι μαζί;»
«Γιατί δεν έρχουμαι;» αποκρίθηκε.
Ήθελε να του πω να πάμε ίσια κιόλας, μα τον κατάλαβα που ήθελε να βγούμε μαζί στον καφενέ. Με πήρε και βγήκαμε. Καμάρωνε που με είχε πλάγι του και με γνώρισε με τον ένανε και με τον άλλον. Ίσια με το βράδυ έπιασα κιόλα συντροφιές.
Μα το άλλο πρωί άμα ξύπνησα, κάτι με τραβούσε να πάω ίσια στης Αννιώς μιαν ώρα πρωτύτερα. Και το βρήκα κιόλας καλύτερα να πάω μονάχος.
Τράβηξα λοιπόν ίσια και μπήκα στην αυλή.
Τη βρήκα όπως την άφησα. Το πηγάδι, το χαμόσπιτο, το πλυσταριό, τα δέντρα, όλα τα ίδια, σα να μην πέρασαν από πάνω τους τόσα χρόνια. Μόνο η Αννιώ δεν ήταν εκεί έξω, μα η πόρτα του σπιτιού ήταν ανοιχτή και τράβηξα να μπω. Φαίνεται όμως ν’ άκουσε τα πατήματα μου και βγήκε στο κατώφλι.
Με αντίκρισε και στάθηκε ξαφνισμένη και με κοίταξε.
«Ξέρεις ποιος είμαι;» ψιθύρισα.
Μια στιγμή δε μίλησε.
«Σ’ έμαθα που ήρθες», είπε ύστερα.
Της έδωσα το χέρι και μου άπλωσε και κείνη το δικό της. Μα το πήρε πάλι και το άφησε να πέσει και με κοίταζε αμίλητη.
«Σου το ’ταξα πως θα ’ρθω κι ήρθα», της είπα.
Κρύο χαμόγελο της χώρισε μια στιγμή τα χείλη, μα έσβησε αμέσως.
Στάθηκα ώρα εκεί και στεκότανε κι αυτή.
Δε μου ’λεγε να μπω, δε σάλευε απ’ τον τόπο της.
Της χαμογέλασα, μα δεν απάντησε μήτε στο γέλιο.
Κοίταζε μόνο μπροστά της, σα να μην έβλεπε μπροστά της σα να μη στεκότανε εκεί κανείς μπροστά της. Έμοιαζε σα να ονειρευότανε.
Ο ήλιος είχε δώσει αντίκρυ κι έπεφτε στην πόρτα και της φώτιζε το πρόσωπο. Δεν είχε πολύ ασκημίσει, μα ήτανε στεγνό και τα μάγουλα πήραν και σουφρώσανε γύρω στα χείλη. Είχε δεμένη σκέπη στα μαλλιά, η ντυμασιά της ήταν ξεβαμμένη κι από τις παντούφλες που φορούσε μισοβγαίνανε έξω τα δάχτυλα.
«Ήρθα να σε πάρω»,της είπα και της ξανάπιασα το χέρι. «Μπορώ να σου φορέσω τώρα μεταξωτά φορέματα, ποδήματα χρυσά», μου ερχότανε να της πω ακόμα, ο λόγος όμως δε μου έβγαινε απ’ το στόμα.
Στεκόμουνα μόνο και την κοίταζα και δεν μπορούσα, δεν ήθελα να το πιστέψω αυτό που έβλεπα.
«Έλα, ήρθα να σε πάρω», ξαναμίλησα· «δεν ακούς;»
«Αργά ήρθες», μου είπε τέλος και μου έριξε μιαν αγέλαστη, στεγνή ματιά.
Κι η φωνή της ήταν άλλο τόσο παγωμένη και στεγνή.
«Τότε να φύγω;» ρώτησα.
«Ναι, να φύγεις», ψιθύρισε. Κι έσκυψε και πήρε τη σκούπα, που είχε αφήσει από το χέρι άμα με είδε πρωτύτερα.
Και γύρισα κι έφυγα και γω...
Ο έμπορος σώπασε, μα όταν είδε πως τον κοιτάζαμε όλοι, σα να περιμέναμε κάτι ακόμα:
Και την άλλη μέρα —ξακολούθησε— έφυγα και για το χωριό μου. Άνοιξα μαγαζί εκεί για να βρίσκουμαι σε δουλειά και δεν ξανακατέβηκα στην πόλη.
«Άλλο θάμα τούτο», είπε ο σπαθοφόρος και χτύπησε με το χέρι το γόνατο. Τι, το ’μαθε πως είχες παντρευτεί;»
«Ναι, τα πρόφτασε όλα της μάνας της ο αφεντικός μου, καθώς κατάλαβα», είπε ο έμπορος.
«Και δεν της έδωσες τίποτε;» ρώτησε ο γιατρός.
«Άφησα του αφεντικού μου να τους δώσει, μα δεν τα πήραν», αποκρίθηκε ο έμπορος και τέλειωσε την ιστορία.
[[Κατηγορία:Διηγήματα]]
bo4rmafv648txwntt614d314hkvg1z9
Αντάρτης
0
13861
148258
44506
2022-07-21T15:46:24Z
Chalk19
8498
wikitext
text/x-wiki
{{κεφαλίδα
| τίτλος = Αντάρτης
| συγγραφέας = Κωσταντίνος Χατζόπουλος
| μεταφραστής =
| ενότητα =
| προηγούμενο=
| επόμενο =
| έτος =
| σημειώσεις =
}}
«Ντροπή σου!» έγραψε η Σπήλιω Γέρακα του γιου της όταν τον έμαθε στην Άρτα· «ο ξάδερφος σου ο Μπέλιας έρχεται με πεντακόσιους. Οι δούλοι του σπιτιού σου πάνε κοντά του, οι πατρικοί σου φίλοι γίνανε μπουλουξήδες του και συ, το αγγόνι του Γέρακα, βγήκες κάτω από άλλον καπετάνο!»
Κι αληθινά ζήλεψε ο Παύλος Γέρακας, άμα σε λίγες μέρες είδε τον ξάδερφο του ντυμένον τα χρυσά πεσλιά του Θάνου Μπέλια και ζωσμένον την ασημένια πάλα του παππού του. Πολεμική φωτιά έπνεε γύρω του, όλοι βλέποντάς τον αναστένανε στο νου καπετανάτα και αρματολίκια φημισμένα και πλέκανε καινούριες δόξες.
Τα εγγόνια του στρατηγού Δημήτρη Γέρακα φιληθήκανε κι αγκαλιαστήκανε, οι πατρικές αντιζηλίες κι οι έχτρες σβηστήκανε μέσα τους εκείνη τη στιγμή. Μα η καρδιά των παλιών φίλων του σπιτιού του Γέρακα σπαρτάρησε όπως είδανε ξαφνικά μπροστά τους άντρα το γιο του άρχοντά τους. Πρόθυμα θα ’τρεχε κατόπι του το μισό ασκέρι του Βασίλη Μπέλια, φτάνει να ’λεγε πως μοίραζε κι αυτός λουφέ.
Ο Παύλος Γέρακας κι οι σύντροφοι του είχανε ’ρθει στην Άρτα με την ορμή να σταματήσουνε μονάχα μέσα στα Γιάννινα. Μα πώς να πάνε αφού ο στρατός δεν περνά τα σύνορα; Όλο συντάζεται και δεν έχει συνταγμό. Ράθυμες, άνεργες, οκνές περνούνε οι μέρες. Ανάκατα στρατός και ρέμπελα γεμίζουνε τα στενά σοκάκια, τρώνε και πίνουνε στις ταβέρνες, τραγουδούνε και κάνουνε ρεμούλες. Οι γυμνασμένοι στρατιώτες δεν έχουνε τι να πρωτοφυλάξουνε: τους πόρους του ποταμού ή τα πορτοκάλια στα περβόλια. Άντυτος ο πολύς στρατός, ο άλλος αρλεκίνος. Πού να γνωρίσεις τον ταχτικό από το ρεντίφη; Κι ο αντάρτης κι ο στρατιώτης έχουν αρμάθα τα φουσέκια σταυρωτά στα στήθια, κι οι δυο έχουν κρεμασμένους τους γκράδες τους στον ώμο, τη λόγχη ζωσμένη με σκοινί, ή περαστή σα χατζάρι στη ζώνη, ο ρέμπελος φορεί κορώνα στο σκούφο του, ο ταχτικός είναι με σκούφια δίχως στέμμα, με ημίψηλο ή με λερό μαντήλι.
Κι ο Παύλος κι οι σύντροφοί του γυρεύουνε να βρουν πόρο να περάσουνε τα σύνορα.
«Παυλάκη, εδώ και συ!» ξαφνίστηκε ο λοχαγός Βουλοδήμος, βλέποντας στο δρόμο που γύριζε από το λόχο του τον ξάδερφο του Γέρακα. «Πού να σε βάλει ο νους μου σταυραετό! Λοιπόν στα Γιάννενα;» και συ με τους σοφτάδες;»
«Στα Γιάννινα!» απάντησε με τόνο πειραγμένος ο Παύλος.
«Δεν κάθεστε να πέσει λίγο το ποτάμι!»
Κι ο λοχαγός γέλασε μόνος με το χωρατό του κουνώντας άνω κάτω τις πλάτες του. Μα σαν είδε πως ο ξάδερφός του πειράχτηκε, τον καλόπιασε και του αγκάλιασε τη μέση, μην του φύγει:
«Έλα πάμε να σου κάμω τώρα τα μουσαφιρλίκια», του είπε.
Η αφέλεια του Ρουμελιώτη αξιωματικού ησύχασε τον Παύλο.
«Άσε τ’ αστεία, πε μου τώρα τι ξέρεις;» τον ρώτησε σαν καθίσανε στον καφενέ.
«Ρώτα τον ξάδερφο τον Μπέλια· αυτός συνεννοείται με τον αρχηγό. Εγώ τι να ξέρω;»
«Τι λες θα κηρυχτεί ο πόλεμος; » ξαναρώτησε εμπιστευτικά ο Παύλος.
Ο λοχαγός γέλασε: «Ποιος πόλεμος; Το λέτε με τα σωστά;»
«Τι, άδικα μαζεύεται τόσος στρατός;» τόνισε ο Παύλος στενοχωρημένος με το ειρωνικό ύφος του Βουλοδήμου.
Τούτος ξαναγέλασε: «Στρατός!» απάντησε ζωηρεύοντας, «πού βρέθηκε; Στρατό το λένε αυτό το σκόρπιο ασκέρι; χα χα! έτσι τα βάζουνε, μπρε, με το Σουλτάνο; Μ’ αυτό το μάζωμα θα πολεμήσουμε, ή με το μπουλούκι του Μπέλια και με το δικό σας;»
«Μήπως οι Τούρκοι είναι καλύτεροι;»
«Καλύτεροι χειρότερο!, δεν ξέρω· το δικό μας το χάλι βλέπω γω.»
Το παιδί του καφενέ έφερε τους καφέδες που παραγγείλανε κι ο λοχαγός σίμωσε στα χείλη το αχνιστό φλιτζάνι.
«Πφ! να πάρ’ ο διάολος!» φώναξε άξαφνα φτύνοντας την πρώτη ρουφηξιά. «Έλα δω, βρε! Πάρ’ τον πίσω γλήγορα και δώσ’ τόνε τ’ αφεντικού σου να τον πιει, θα χλιμιντρήσουμε!»
Ο υπηρέτης πήρε τους καφέδες μην ξέροντας να γελάσει ή να τρομάξει με το αγρίεμα του λοχαγοί. Οι καθισμένοι τριγύρω στα τραπέζια γελάσανε δυνατά.
«Τι έπαθες πάλι, Θανασούλα;» άκουσε ο λοχαγός μια φωνή στην πόρτα. Δυο αξιωματικοί μπήκανε στο καφενείο.
«Καλώς τους! Ελάτε να πάρτ’ ένα κριθαροζούμι και σεις. Να, γι’ αυτούς και για τους φουρναραίους έφεξε», ξαναείπε δυνατά ο Βουλοδήμος κι έδειξε στο βάθος με το κεφάλι.
«Κι ο ξάδερφος μου εδώ θέλει πόλεμο» πρόστεσε σιγότερα και σύστησε τον Παύλο στους συναδέρφους του.
«Στο λόχο μου τον ανοίξαν οι Μεσσήνιοι με τους Μανιάτες. Καλά που δε μας δώσαν ακόμα τουφέκια», είπε ο ένας από τους αξιωματικούς τρώγοντας τα φωνήεντα και σέρνοντας τα σίγμα.
«Άκου τα, πόλεμος χωρίς τουφέκια», ξαναγέλασε ο Βουλοδήμος.
Ο Παύλος κοκκίνισε.
«Τρεις άνδρες, δυο ψάθες· για στρώμα και για σκέπασμα. Πώς θες να μη μαλώσουνε;» πρόστεσε ο άλλος αξιωματικός.
«Θα καλέσουνε, λέει, δυο ηλικίες ακόμα.»
«Τα ίδια της συχωρεμένης του ’78 και του ’86, ξέρεις, ξάδελφε, στα ’78 βγήκα και γω αντάρτης. Ήμουνα τότε λοχίας· πολέμησα στη Θεσσαλία με τον Τερτίπη.»
Νέος γαλονάς πλησίασε στο τραπέζι και τον έκοψε.
«Ξέρετε, οι προβιβασμοί αναβάλλουνται», μουρμούρισε σκύβοντας στο τραπέζι.
«Ποιος σου το ’πε;» ρώτησε βιαστικά ένας από τους άλλους αξιωματικούς.
«Είχα γράμμα σήμερ’ από την Αθήνα.»
«Σώπα και τα γαλόνια θα τα πάρουμε διπλά στη μάχη. Δε βλέπεις, ήρθανε να μας βοηθήσουνε κι οι σοφτάδες», είπε γυρίζοντας με χαμόγελο στον ξάδερφό του ο Βουλοδήμος.
«Την πατρίδα θα βοηθήσουμε», πετάχτηκε με όψη διπλοκοκκινισμένη ο Παύλος.
Ο Βουλοδήμος μετάνιωσε. Τόνε χτύπησε στην πλάτη χαϊδευτικά κι άλλαξε ομιλία:
«Μωρέ, ακούστε να γελάστε», άρχισε γελώντας πρώτα ο ίδιος, «είχα μέρες να δω το Ζαρκαδιά και πήγα χθες στην κάμαρά του. Πού λέτε πως τον ήβρα; Σταυροπόδι στο κρεβάτι και διάβαζε κανονισμό εκστρατείας.»
«Δεν το ξέρεις;» πρόστεσ’ ένας άλλος λοχαγός από τον κύκλο, «έμαθε πως ο λόχος του θα κάμει πρώτος γερούσι στο Ιμαρέτ και κλείστηκε μέσα και διαβάζει».
«Εμείς θα μπούμε από το Πέτα», είπε ο Βουλοδήμος «ο Λυκούργος και γω. Τι θα κάμει μοναχά τους τετζερέδες. Πού να του βρω μουλάρι να τους κουβαλά! Καθώς άνοιξε, που λέτε, το δισάκι του με τη σκηνή, κυλήσανε τρεις, ένας απάνω στον άλλονε φρεσκογανωμένοι σαν αρβανίτικα κεφάλια λαμπεροί. Κι ένα ταψί απόκοντα. Θα φάμε πίτα, λέει στα Γιάννενα. Και μέσα στον ένα τετζερέ στοιβαγμένα μια ντουζίνα γάντια. Με τσαρούχια στα ποδάρια και με γαντωμένο χέρι έρχεται και μου δίνει αναφορά. Τι έχουμε να δούμε ακόμα».
Κι ο Βουλοδήμος γελούσε.
«Θανάση, ο ξάδερφός σου», τόνε σκούντησε ο πλαγινός του κι έδειξε προς την ανοιχτή πόρτα του καφενέ.
Ο Βασίλης Μπέλιας περνούσε απόξω μ’ έναν ανώτερο αξιωματικό. Κρατούσε ορθό το μελαψό κεφάλι κι αλύγιστο το ψιλόλιγνο κορμί. Οι πούλιες και τα τιρτίρια λαμποκοπούσανε στη σκούφια κι η άκρη της γυριστής πάλας χτυπούσε στο γόνατο κάτω από τον κεντημένο βελουδένιο ντουλαμά.
«Βάζουνε τα σκέδια», είπ’ ένας από τους αξιωματικούς.
Ο λυγερόκορμος οπλαρχηγός είχε σταματήσει εκείνη τη στιγμή στο αντικρινό πεζοδρόμιο και χειρονομούσε ζωηρά, μιλώντας με το σύντροφό του, το ασπράδι. των ματιών του γυάλιζε αγριωπό, ίσια με τον κύκλο των αξιωματικών μέσα στον καφενέ.
«Τι σκέδια! Το φρουραρχείο μπόδισε να ’ρχονται οι αντάρτες μες την πόλη κι ο καπετάνιος τους, δεν έχει τώρα τι να τους κάμει. Όξω στα λιοστάσια πού να βρεθεί τζάμπα κρασί.
Φοβάται πως θα του φύγουν», είπε ο Βουλοδήμος.
«Μακάρι, να γλιτώναμ’ απ’ αυτούς. Μη μαζέψουμε και μεις το παλιάσκερό μας», είπε ο άλλος λοχαγός.
Τότε και γω ας σας αδειάσω εδώ τον τόπο», ξαναπετάχτηκε ο Παύλος, βρίσκοντας αφορμή να σηκωθεί.
Ο αξιωματικός έκαμε να δικαιολογηθεί, ο Βουλοδήμος δοκίμασε να τον κρατήσει, μα ο Παύλος χαιρέτησε ψυχρά κι έφυγε.
Με ψυχή βαρύθυμη, με κλονισμένο θάρρος έσμιξε τους συντρόφους του.
«Μην τους ακούς, ας λένε», τον παρηγόρησε ο αντάρτης ποιητής· «η ραθυμιά τους κάνει τέτοιους· όχι το αίστημα, ο ενθουσιασμός τους λείπει, κι αυτός θ’ ανάψει σα βροντήσει το τουφέκι. Το αίστημα κι η παλικαριά δε λείψανε ποτέ απ’ το γένος».
«Το γένος μας είναι μεγάλο και θα μεγαλουργήσει», πρόστεσ’ ένας άλλος νέος, νησιώτης ευγενής.
Τα ποτήρια αδειάσανε — η ομιλία γινότανε σ’ ένα βρομερό ξενοδοχείο, όπου δειπνούσανε οι νέοι αντάρτες — κι έτσι μπόρεσε να ονειρευτεί κι αυτή τη νύχτα ο Παύλος ξεσκλαβωμένα τα ηπειρώτικα βουνά.
Ωστόσο φτάνουν ολοένα νέοι έφεδροι κι εθελοντές κι αντάρτες. Πού να βρει σκεπή ο αρχηγός για τόσον κόσμο κι ο δήμαρχος τόσους πολλούς οχτρούς να τους στείλει κατάλυμα στα σπίτια τους! Γεμάτα όλα τα χαλέπιτα, οι αποθήκες, τα σκολειά, τα παλιά τούρκικα σεράγια, τα χάνια γίνανε στρατώνες, οι εκκλησιές δεν παίρνουν άλλους κι όπου σπίτι με γερά παράθυρα και σκάλα που δεν τρέμει να πέσει τα γραφεία στήσανε τα τραπέζια τους κι οι αξιωματικοί τα κρεβάτια τους. Και σα ν’ ανοίξανε κι οι καταρράχτες τ’ ουρανού, δε σταματά η βροχή όλον το Μάρτη. Το νερό είναι γόνα στις σκηνές κοντά στον ποταμό κι οι ελιές του κάμπου δεν μπορούνε να φυλάξουνε τους αντάρτες.
Χιλιάδες γυρεύουνε σκεπή μέσα στη στενή πόλη, θέση, άδειο κάθισμα δε μένει μέρα και νύχτα σε ταβέρνες, σε μαγέρικα και καφενέδες. Κι η βροχή δεν αφήνει πάντα να γυμναστεί ο στρατός. Έπειτα κιόλας άνοιξη έρχεται και με ήλιο, με θεού χαρά θα πολεμούμε. Κι αν ξαστερώνει πού και πού, φτάνει να βγαίνουνε στα λιοστάσια οι σαλπιστάδες, ν’ ακούνε τις σάλπιγγες οι Τούρκοι και να λένε πως είμαστε μυριάδες. Κάστρο έχουνε κάμει αντικρινά το Ιμαρέτ, μα ο Βασίλης Μπέλιας πάει με δυο χιλιάδες να χτυπήσει το Συρράκο, ο Ντούλα Μπούρδας να μπει με χίλιους από την Καλεντίνη, πρα, πρα, ορέ Σούλι αθάνατο, θα σε πατήσω πάλε! τόπο και μάνιωσε ο σουλιώτης Πιλιαμπέσας. Σε τρεις μέρες θα ’μαστε στα Γιάννινα.
Μα κι η βροχή ασταλαμάτητη. Τα έρμα στάχυα θα πέσουνε, κρίμα στ’ άσκαφτα τ’ αμπέλια, οι σταφίδες θα μείνουν ακλάδευτες κι άκουρα τα δόλια πράτα, μουρμουρίζει και κλαίγεται ο στρατός. Πόλεμο μου ’θελες, ζήτω μου φώναζες! αναγελά ο ένας τον άλλον. Ψειριάσαμε ανάλαγοι, πουντιάσαμε δίχως μαντύα, η βροχή μας έρεψε, το κρύο μας ψόφησε, ακούγονται παντού φωνές. Μα και προδότης όποιος λέει πως δε θα μπούμε στα Γιάννινα.
Μα το κανόνι βροντά άξαφνα ένα δειλινό και λύνει τη ραθυμιά από τα κορμιά και ξανανάβει το μεθύσι. Σαν αλαφιασμέν’ αντιβογκούνε τα βουνά την ταραχή. Καμίνι ολόφλογο βουίζει αντικρινά το Ιμαρέτ, αποκρυμμένη τραντάζει και πνίγει στον καπνό τη λαγκαδιά του ποταμού η Βλαχέρνα, με διπλή φωτιά τους αποκρίνουνται από το ψήλος τους βαριά μουγκά ο Αμυντικός στρατώνας και παραπέρα το Θεοτοκιό. Και σ’ όλη τη στρογγυλή γραμμή του ποταμού από δεξιά και από ζερβά του κάστρου τριζοβολά συγκρατητό το τουφεκίδι.
«Πάρ την κι αυτή, βρομόσκυλο!»
«Χασάν!»
«Γιουσούφη! Γουρνομύτη!»
Μια μπόμπ’ από το τον Αμυντικό στρατώνα σκάζει κατάκορφα του Ιμαρέτ κι ο καπνός κι η σκόνη σηκώνουνται σε ολόρθη ψηλή στήλη μες τις φλόγες. Χαρούμενη βουή ξεσπά στα ταμπούρια δίπλα στο γεφύρι κατάνακρα του ποταμού.
«Όλοι μαζί! Από πεντακόσια μέτρα», φωνάζει ορθός ο ανθυπολοχαγός κοντά στον Παύλο Γέρακα.
Η μπαταριά βροντά κι ο ανθυπολοχαγός ορθός ξαναφωνάζει:
«Ίσια, φωτιά!»
«Κάθισε κάτω, καπετάνιε!»
Τα βόλια σφυρίζουνε γύρω σα μελίσσι.
«Φωτιά, παιδιά!»
Το αίμ’ ανάβρυσε ρουνιά από το στόμα, τρίκλισε, ακούμπησε στη ρίζα της ελιάς ο ανθυπολοχαγός, οι κλώνοι τινάξανε απάνωθέ του τον ανθό τους.
«Καλά σας — Γιάννινα — παιδιά —»
«Ο δρόμος σου άγιος, καπετάνιε!»
«Κρίμα στο νιό!»
«Χαρά στο παλικάρι!» ο Παύλος πετάχτηκε από το ταμπούρι ορθός.
«Καρδιά, παιδιά! Ποιος δείλιασε;»
Βροντά το Ιμαρέτ, βογκά η Βλαχέρνα, τα βόλια σφυρίζουνε και τρίζουνε.
«Φωτιά, παιδιά! Φλόγα στη φλόγα!»
Τριγύρω σύννεφα ο καπνός, η σκόνη σίφουνας, ακράτητο το αστροπελέκι, οι βρόντοι κι η βουή ζαλίζουνε το νου.
«Καλά μας Γιάννινα!»
«Γένος ξύπνησες» φωνάζει ο αντάρτης ποιητής.
«Πού είσαι, να γελάς και τώρα, Βουλοδήμο;» ξεφωνίζει σα σε μανία άγρια ο Παύλος Γέρακας... .
Σε λίγες μέρες οργίζεται και ντρέπεται με τον εαυτό του σα θυμάται το μεθύσι αυτό. Στα Γιάννινα!
Βουβό κι έρημο ξύπνησε την άλλη μέρα το Ιμαρέτ, η Βλαχέρνα σωπασμένη κι άδειος ο πλατύς ο κάμπος πέρ’ από τον Άραχτο. Γελούνε τα βουνά στον ήλιο, ο Λούρος κυλά γαλανοπράσινα τα βαθειά νερά του, μοσχοβολούνε όπως ποτέ τα νερατζάνθη αυτή την άνοιξη. Οι αντάρτες δε θυμούνται τα σεράγια των πασάδων που τους καρτερούνε στα Γιάννινα και διαγουμίζουνε κονάκια μπέηδων στη Φιλιππιάδα, ρημάζουνε σπίτια φτωχών ραγιάδων ένα γύρο στα χωριά. Κι οι καπετανέοι του στρατού μαλώνουνε ποιος να πρωτοπάει να πρωτοστήσει τη σημαία στο κάστρο του Αλήπασα. Όσο που ο εχτρός παίρνει καιρό, ξανακαρδιώνεται και τσακίζει και σκορπά τους αργοπορημένους.
Και τώρα όπου φύγει φύγει και ποιος να πρωτοφύγει, ποιος να γυρίσει πρώτος στα παλιά λημέρια. Λίμνη των πόθω μας, θ’ αναστενάζεις χρόνια πάλε! Θρηνολογά ο αντάρτης ποιητής και φεύγει με τους άλλους. Ψόφιοι ραγιάδες φεύγουνε πίσω στο στρατό, κοπάδια πρόβατα κόβουνε τη βιά των λόχων, ο διπλοτρομαγμένος στρατιώτης σπρώχνει την τρομαγμένη σκλάβα για να προσπεράσει. Πίσω και πλάκωσε ο εχτρός! Σπάστε τα σύρματα, γκρεμίζετε τους στύλους! Οι λοχαγοί χάνουν τους λόχους τους, ο Παύλος τους συντρόφους του. Ρεκάζουνε τα γυναικόπαιδα, αποκαμωμένα γεμίζουνε τον κάμπο παρδαλοί λεκέδες· σωριασμένα εδώ μπουλούκια, εκεί ένα δυο, παρέκει ανάκατα με τους περσότερο αποκαμωμένους στρατιώτες. Στον αέρ’ αχούνε απόβαθα και θλιβερά τα μουγκρητά από τα γελάδια, που σέρνει ή σπρώχνει ο χωρικός, από τα πρόβατα που τα στριμώχνει στη στενή κι αχαλίκωτη δημοσιά, λοχαγοί σταματούν και παζαρεύουνε τ’ αρνιά για τη λαμπρή που ξημερώνει, χωριάτισσες μαζεύουνε τις καραβάνες, αντάρτες τα φουσέκια και τους σάκους που πετούν οι στρατιώτες, τ’ αγγειά του λόχου που παρατά ο σιτιστής, αρπάζουνε τη φλοκωτή βελέτζ’ από τον ώμο της χωριάτισσας.
Ο αξιωματικός γκρεμίζει από της ζαλίγκα άλλης χωριάτισσας το σουβλί, που έχει μπηγμένο εκεί για το αυριανό αρνί και πιάνει το μισόν το δρόμο, ο άλλος κλωτσά, ο άλλος βλαστημά, ο Παύλος βρίζει. Η φαντασία αυτιάζεται κανόνια και βλέπει φέσια κόκκινα μπροστά της, στους πιο δειλούς γίνουνται σκιάχτρα κι οι ροδανθισμένες κουτσουπιές του κάμπου. Καλή λαμπρή στα Γιάννινα! Άρτα καλώς μας ξαναδέχεσαι, φωνάζουνε όσοι δε χάσανε την όρεξη δεν έχω κάτι πια, είναι πληγές οι φτέρνες μου, τέσσερες νύχτες άυπνος, τρεις μέρες νηστικός, σύρε κι έλα αποκάμαμε, ας έρθει ο Τούρκος να μας κόψει! μουρμουρίζουνε στους αξιωματικούς, που θέλουνε να τους σπρώξουνε να πάνε μπρος από τα χείλη και τους όχτους των χαντακιών, όπου σωριάζουνται οι αποκαμωμένοι.
----
Οι λοχαγοί αγοράσανε φτηνά τ’ αρνιά της Λαμπρής και καπνός και τσίκνα ψηταριάς φουντώσανε την άλλη μέρα τον ανοιξιάτικο αέρα εκεί που μια βδομάδα πριν έσκαβε το χώμα η μπόμπα κι η μπαρούτη κάπνιζε. Ήρεμα ξαναευωδιάζουν τα περβόλια, ο Άραχτος τρέχει λαγαρός, φωτεινός και καταπράσινος όλος ο τόπος. Μες την καρδιά της άνοιξης έπεσε το χρόνο αυτό η Λαμπρή. Τα δόντια βυθούνε στα ψαχνά, η όρεξη μεστώνει στο κρέας, οι σουγιάδες ξύνουνε τις πλάτες των σφαχτών για να προφητευτεί η τύχη της εκστρατείας και στα παγούρια, γεμάτα κρασί σήμερα, ξεβραχνιάζουν τα λαρύγγια κι έρχεται η καρδιά στον τόπο της. Μπρε, φευγιό οι παλιότουρκοι και να μην τους κυνηγήσουμε! Θα ’μαστε τώρα στα Γιάννινα. Μ’ αν μας αφήνανε κιόλα οι φράγκοι! Δε βλέπεις, μας γυρίσανε πίσω απ’ τα μισά του δρόμου.
Ο Παύλος Γέρακας ξαφνίζεται. Σ’ ένα στενό της Άρτας στέκει μπροστά του. Κρυμμένος κάτω από την καπότα ο κατιφένιος ντουλαμάς κι η χρυσοκεντημένη σκούφια γυρισμένη ανάποδα.
«Στα Γιάννινα θα σμίγαμε.»
«Δεν τους αφήνεις! Ο πόλεμος θέλει παρά. Μ’ εκθέσανε.»
Οι σταυραετοί είχανε βγει για πλάτσικα, μα στα βράχια του Τζουμέρκου πού να βρεθούνε πλιάτσικα. Τώρα γυρεύουνε λουφέ. Θυμηθήκανε τις γυναίκες τους και τα παιδιά που πεινούνε πίσω. Ο ψηφοφόρος βγαίνει κάτω από τον αντάρτη κι ο Βασίλης Μπέλιας δε ζώστηκε την πάλα του παππού του για να μαζέψει μαύρα. Άκουσε πως π’φτ’ η κυβέρνηση και θα γίνουνε σίγουρα εκλογές. Έχασε τη δόξα να πάρει το Συρράκο, πρέπει να χάσει τώρα και το βουλευτιλίκι;
Ο Παύλος ξυπνά σαν απ’ όνειρο βαρύ και σα σε όνειρο γυρίζει στους στενούς τους δρόμους, γεμάτους πάλι από αντάρτες και στρατό. Οι γαριβαλδινοί παρδαλεύουνε περισσότερο το θέαμα με τις ολοπόρφυρες στολές τους. Μερικοί κοβαλούνε στον ώμο αρνιά σφαγμένα και γυρεύουνε φούρνο να τα ψήσουνε. Μα λαμπρή μέρα σήμερα κι είναι τα μαγαζιά κλειστά. Στρατός κι αντάρτες γυρεύουνε κρασί και θέλουνε καπνό. οι πόρτες σπάζουνε κι οι αδερφοί Ιταλοί βοηθούνε στη ρεμούλα.
Ένας λεβέντης, τσιγκέλι το μουστάκι του, στέμμα στο φέσι, σταματά τον Παύλο:
«Δε με γνωρίζεις; Είμ’ ο Νύσο Νακακήτσας, φίλος του σπιτιού σου. Μου πήρανε αγγαρεία το κάρο μου και τ’ άλογο. Να ζήσεις, τρέχα γλήγορα να μου το βγάλεις.»
«Έχασα το λόχο μου· δώσ’ μου γράμμα στο λοχαγό μου. Το ξέρω, είναι φίλος σου», τον παρακαλεί παρέκει ένας φαντάρος, από τον τόπο του κι αυτός.
«Νουνέ, δώσ’ μου ένα τάλαρο και θα με σώσεις», κι η βόχα του κρασιού έπνιξε τον Παύλο. Βαφτιστικός της μάνας του ήταν αυτός, αντάρτης δεν πήγε, λέει, κοντά στον Μπέλια κι ας του ’δωσε ένα κατοστάρικο κι ας του ’ταξε λαγό με πετραχήλια. Όσο είναι ζωντανός δεν προσκυνά άλλη πόρτ’ απ’ της νουνάς του.
Ο Παύλος τρέχει να ’βγει όξω από την πόλη.
Χόρτασε και δω φαγί τ’ ασκέρι και ξαπλωμένο στα λιοστάσια ξεκουράζει το αποκαμωμένο κορμί. Άλλοι κοιμούνται, άλλοι ψειρίζουνται στον ήλιο. Μερικοί κάμανε κύκλο κάτω από ένα πλάτανο και κουβεντιάζουνε.
«Είδατε πουθενά Τούρκο να μας κυνηγά; Γιατί να υποχωρήσουμε; Γιατί ν’ αδειάσουμε τον τόπο;· «Κάτι θα τρέχει!». «Ξένος δάχτυλος!»
«Στα ’78 δε μας γελάσανε; Στα ’86 δε μας αποκλείσανε; Και τώρα μας γυρίζουν πίσω».
Να γελάσει ο Παύλος ή να θυμώσει; Γιατί να μην πιστέψει προδοσία κι αυτός; Φεύγοντας χτες μη δε ρωτούσε: γιατί φεύγουμε;
Κάποιος του χτυπά τον ώμο άξαφνα και τον ξυπνά από τους στοχασμούς.
Δε βγήκα γω πιο κερδισμένος που γλύτωσα τους κόπους; Δε σας τα ’λεγα; Και σεις τι βγάλατε;»
Έφεδρος με πολιτικά ήταν αυτός. Γιος κάποιου σταφιδέμπορου της Πάτρας, αποσπασμένος σε γραφείο από την πρώτη μέρα που παρουσιάστηκε. Όταν άνοιξε ο πόλεμος, τόνε δώσανε συνοδό σε δυο Άγγλους δημοσιογράφους. Διηγήθηκε του Παύλου το γλέντι που ’καμε μ’ αυτούς και τόνε χαιρέτησε ύστερα και πάει.
Μια σάλπιγγα χτυπά, ο κύκλος κάτω από τον πλάτανο σκορπίζει κι ο Παύλος μένει μόνος με τους λογισμούς του.
Μαγεία είναι ο Απρίλης εκεί όξω. Μοσχοβολούνε οι λεμονιές, λευκή πλημμύρα τα λιοστάσια, μεθά ο ολογάλανος αέρας. Ο νους του Παύλου πετά μακριά, σε ώρες ίσως χαμένες πια για πάντα και το κορμί λυμένο από την κούραση, απλώνεται στη ρίζα μιας ελιάς.
Ο ήλιος είχε χαμηλώσει, όταν τον ξύπνησε μια σάλπιγγα που σήμανε και πάλι σύναξη. Οι λόχοι που ήτανε σκόρπιοι μέσα στα λιοστάσια μπαίνανε στη γραμμή, οι αργοπορημένοι σερνόντανε με βήμ’ απρόθυμο. Θυμήθηκε κι ο ίδιος τους συντρόφους του και τράβηξε κατά την πόλη.
Και κείνοι τόνε γυρεύανε. Οι Τούρκοι δεν κατεβήκανε στον κάμπο, οι ευζώνοι τους κρατούνε το πέρασμα σε μια κλεισούρα, του είπανε, σαν τόνε σμίξανε αποβραδίς.
Δεν αργήσανε· την άλλη μέρα, κοντά στο χάραμα, ο Παύλος κι οι σύντροφοί του βρισκόντανε πάλι στα ηπειρώτικα βουνά.
Τρεις μέρες αλλάζουνε τουφεκιές από τα ταμπούρια τους οι ευζώνοι με τους Τούρκους. Πόσοι είναι οι Τούρκοι ποιος τους ξέρει· οι ευζώνοι ένα τάγμα μόνο κι ένα δυο μπουλούκια αντάρτες· κι από ψηλά από το διάσελο βροντούνε αριά και πού δυο τρία κανόνια για ν’ ανάβουνε τα αίματα. Πίσω χιλιάδες ο στρατός, μα μεντάτι δε φτάνει. Ας τουφεκούνε οι ευζώνοι, να λέμε πως πολεμούμε.
Στοίβες, λόφοι ολάκεροι τα ψωμιά στη Στρεβίνα και στο Λούρο. Χάσικες, φρέσκες στέρνουνε γύρω συντάγματα και λόχους τις κουραμάνες οι φούρνοι του στρατού από τη Φιλιπιάδα, ζυμωμένες από τ’ αλεύρια που αφήσανε οι Τούρκοι φεύγοντας — μόνο οι ευζώνοι ροκανίζουνε ψηλά στους βράχους την αδόντιαστη γαλέτα.
«Πόλεμο θέλατε μαθές!» λυσσιάζει ο λοχαγός Λαγήνας· ξερός ο λάρυγγας, το κέφι θολό, τι σώθηκε το ούζο από προχτές.
«Τι λες μωρέ!»
Πάει να σκάσει από το κακό του με το μαντάτο, που του φέρνει ένας ρέμπελος πως κουβάλησε δυο χιλιάρικες μπουκάλες τίγκα του συναδέρφου του Παλιούρα, που φυλάγει με το λόχο του τη δημοσιά του Γιανίνου, δυο τρεις ώρες παρακάτω. Του τις έστειλε πεσκέσι από την Άρτα ο έφεδρος ανθυπολοχαγός του με την παραγγελιά πως αύριο θα γυρίσει. «Ας κάτσει το παιδί, να κάνει τη δουλειά του, να γράφει στη φημερίδα του· κι αυτό υπερεσία είναι», είπε ο λοχαγός Παλιούρας.
«Φτάνει να στείλει και κρασί», πρόστεσε ο υπολοχαγός του λόχου Γιαταγάνας αδράζοντας τη μια μποτίλια. Και μηδ’ αυτό, μηδέ τα γάλατα κι οι ζαϊρέδες και τα χλωριά τυριά και τα γιαούρτια. Είναι στάνες εκεί κοντά κι ό,τι θέλεις βρίσκεις.
«Και μεις εδώ να πολεμάμε!» βόγκηξε ο λοχαγός Λαγήνας. «Στ’ οχύρωμα, παλιόσκυλο!» ξεθύμανε, γουρλώνοντας τα μάτια στον υπερέτη του, ξερομερίτη βλάχο, που τέντωσε το αυτί, σαν άκουσε για γιαούρτια και χλωρά τυριά.
«Και συ εδώ πέρα τι γυρεύεις;»
«Φουσέκια, αν περισσεύουνε», είπε δειλά, σιμώνοντας ο Παύλος Γέρακας.
«Δεν πας στο διάολο! Γκιντί! Εδώ που μαζωχτήκατε, κατσικοκλέφτες. Φουσέκια θέλετε για τίποτε ψιμάρνια!»
Ο Παύλος γύρισε τη ράχη χωρίς ν’ απαντήσει.
«Δε μας φτάνει το βρωμάσκερό μας έχουμε και τους σταυραετούς. Εγώ καλά είπα να τους στέλναμε πίσω αμέσως δεμένους», φώναξε κατόπι του ο λοχαγός Λαγήνας.
Στην άλλη ράχη ήταν ο ξάδερφος του Παύλου ο Βουλοδήμος με τον άλλο λόχο. Αρί βροντούσε και κει το τουφέκι και λευκός καπνός κρεμότανε ανάερα στις τσίμες. Ο ανήφορος ήταν ορθός, ο ήλιος του Απριλίου έκαιγε κι ο Παύλος αγκομαχούσε κάτω από τη βαριά καπότα. Κάπου πού χτυπούσε ψόφια στα κοτρόνια κάποιο βόλι.
«Βρε, πώς εδώ;» του φώναξε ο Βουλοδήμος σαν τον είδε;
«Φουσέκια θέλω», απάντησε ο Παύλος κοντανασαίνοντας.
«Κάτσε να ξανασάνεις πρώτα. Έλα έμπα μέσα.
Ο Βουλοδήμος είχε σκαμμένο μες το βράχο ένα βαθύ λαγούμι, στρωμένες χάμω ένα σωρό κουβέρτες και καθότανε σταυροπόδι. Δίπλα του το σπαθί, στη μέση ζωσμένο το πιστόλι, το πρόσωπο του μαύρο και το μουστάκι ξεχασμένο άστριφτο.
«Τέτοιες ώρες τι να σε φιλέψουμε! Αυτό είναι το προσφάγι μου με την ξερή γαλέτα.»
Κι έδειξε μια τσεπέλα σύκα εκεί μπροστά του. Έλα, πάρε.»
Ο Παύλος κάθισε χάμω κι έκοψε δυο σύκα. «Νερό μην έχεις;»
Να το παγούρι αυτού· μισό νερό και μισό ρόμι. Μη μου τ’ αδειάσεις όλο μοναχά! Μα πώς εδώ; δε μου’ πες!»
«Εδώ κοντά είμαστε και μεις· έχουμε πιάσει στο Ανώγι μια πλαγιά και τουφεκούμε.»
«Καίτε φουσέκια δηλαδή, βαρείτε τα βράχια, σαν και μας. Άκου τι γίνεται και μύτη δε ματώνει.»
Συγκρατητή βοή έφτασε απόμακρα, σαν από άλλον κόσμο, βαθιά στον τράφο του λοχαγού.
«Έχω έναν έφεδρο που ρήμαξε τα φουσέκια με τις μπαταριές. Φουσέκια, είπες, θέλεις και συ; Δεν παίρνεις όσα θέλεις! Σάμπως κάνουνε δουλειά κι αυτά, φουσέκια δέκα χρονών! Τώρα φωνάζω το σιτιστή μου και σου δίνει.
Μα φάε καμιά γαλέτα πρώτα, ξανάσανε.»
Ο Παύλος πήρε μια γαλέτα κι ο Βουλοδήμος ξακολούθησε:
Ε τώρα, πώς σου φαίνεται το γλέντι; Δεν είναι όπως σου τα ’λεγα στην Άρτα; Με πορδές δεν βάφουν αυγά, δεν τα βάζουν έτσι με την Τουρκιά. Ήθελα να ’ξερα, πήρε τα Γιάννενα ο Βασίλης Μπέλιας;»
«Στην Άρτα τον απάντησα προχτές.»
«Τα βλέπεις! Πού ’ν’ ο σοφτάς που μου κουνούσε το κεφάλι όταν του τα ’λεγα! Στα Γιάννενα θα τα πούμε, μου απαντούσε. Αίστημα κι όλο αίστημα, μου κοπάνιζε. Θα μ’ έπαιρνε και για κιοτή, φοβάμαι. Και συ, θαρρώ, το ίδιο θα με παίρνεις που με βρίσκεις εδώ μέσα. Θα ’θελες να με δεις ορθόν στο ταμπούρι, να δείχνω ίσως των Τουρκών ό,τι τους έδειχνε ο Καραϊσκάκης. Άλλοι ήτανε τότες οι καιροί».
«Κι οι άνθρωποι άλλοι», είπε ο Παύλος.
«Οι καιροί κάνουν τους ανθρώπους, Παύλο», απάντησε ήσυχα ο λοχαγός. Ας έσφιγγε και τώρα το λουρί, ας καθότανε στο σβέρκο ο Τούρκος κι έβλεπες πώς θα πολεμούσε ο καθένας. Μα με φούμαρα και με καπνούς, με ρέμπελους και με σοφτάδες δεν γίνουνται πολέμοι στον καιρό μας.»
Ο Παύλος έκαμε κάτι να πει, μα ο Βουλοδήμος δεν τον άφησε.
«Σούσουρα μόνο γίνουνται, σούσουρα κι αντάρες σαν και τούτη», ξακολούθησε υψώνοντας λίγο τη φωνή· «τ’ άχερο δε βαστά φωτιά, Παυλάκη, φουντώνει μονάχα μια στιγμή και σβήνει. Πρώτη φορά τα βλέπεις εσύ, ρώτα και μένα που ’μαι μικρομαθημένος.»
Βγήκα και γω αντάρτης στα νιάτα μου, πήγα με το νου μου στην Πόλη.
«Έ, θα τα δεις και συ και θα ξεθυμάνεις.»
«Άκου, άκου, μπαταριές μου κάνει πάλε ο ανθυπολοχαγός μου, όσο να ξεθυμάνει κι αυτός.»
«Μπαμ, μπουμ, να βρισκόμαστε σε δουλειά, να χαλούμε φουσέκια, να παίζουμε σαν τα παιδιά.»
Ο γιατρός του τάγματος, κοντόχοντρος, μισόκοπος άντρας, παρουσιάστηκε άξαφνα κι έκοψε τη συνέχεια.
«Έλα, γιατρέ, κάθισε· μας φέρνεις τίποτε χαμπέρια;»
Ο γιατρός μάζεψε τους ώμους:«Τι να σας φέρω!»
«Ο ταγματάρχης μας, τι λέει; Έμαθε τίποτα; Πού άλλου πολεμάμε;»
Ο γιατρός σούφρωσε τα χείλια κι ένα χαμόγελο έδωσε ύψη έσβου στο μαυριδερό, άνιφτο κι αχτένιστο πρόσωπό του.
«Κι οι λαβωμένοι σου τι κάνουνε;»
«Μου σώθηκε το ρετσινόλαδο και το κινίνο. Οι μισοί μου ’ρχουνται γι’ άρρωστοι», μισοθύμωσε ο γιατρός.
Ο Βουλοδήμος κούνησε το κεφάλι:
«Τι να σου κάμουνε κι αυτοί! Η αγρύπνια κι η ξερή γαλέτα. Τρεις μέρες στα προχώματα, χωρίς ν’ αλλάξουνε. Ήθελα να ’ξερα τι κάνει πίσω τόσο ασκέρι;»
«Μα να ’τανε κορφιάτες κάνε!» θύμωσε σωστά ο γιατρός, «μα Ρουμελιώτες και κιοτήδες δεν το περίμενε κανείς.»
Νέα ομοβροντία ακούστηκε απόμακρα· ο γιατρός που έστεκε ως τώρα ορθός, ο μισός όξω από τον προμαχώνα του λοχαγού, έσκυψε να χωθεί όλος μέσα.
«Πέστε τα με τον ξάδερφό μου εδώ· εγώ πάω απάνω μια στιγμή να δω τι γίνεται», είπε ο Βουλοδήμος και σηκώθηκε. «Θα πω του σιτιστή να σου δώσει φουσέκια», πρόστεσε του Παύλου και βγήκε από τον κρυψώνα.
Μα δεν πρόφτασε να προχωρήσει· ένας έφεδρος ανθυπολοχαγός τόνε σταμάτησε γοργανασαίνοντας:
«Κύριε λοχαγέ, οι Τούρκοι πολεμούν να υπερφαλαγγίσουν το αριστερό μας, όπως φαίνεται από τη διεύθυνση των πυρών τους· γι’ αυτό διάταξα συχνές ομοβροντίες. Πρέπει να ενισχυθεί το αριστερό μας κι ένα τμήμα να πάει να καταλάβει την κορυφή απέναντι.»
«Με τι να ενισχυθεί, παιδί μου, το αριστερό μας και πού να βρεθεί το τμήμα; Απ’ το βράχο να το κόψουμε; Έλα, πάμε μαζί στον ταγματάρχη», απάντησε ήσυχα ο λοχαγός.
«Εμείς πηγαίνουμε», πετάχτηκε ο Παύλος όξω.
«Πόσοι είσαστε;» ρώτησε ο ανθυπολοχαγός.
«Δεκάξι.»
Ο Βουλοδήμος χαμογέλασε: «Στάσου να πάρεις πρώτα τα φουσέκια.—Σιτιστή», φώναξε του σαλπιστή που έστεκε μερικά βήματα παρέκει πίσω από μια πέτρα.
«Πες, γιατρέ να ζήσεις, από μέρος μου του σιτιστή να δώσει φυσίγγια του παλικαριού και γαλέτ’ αν θέλει», πρόστεσε κι έφυγε με τον ανθυπολοχαγό, ενώ η σάλπιγγα έκραζε το σιτιστή.
«Καλό παιδί, δραστήριο και με γνώσεις, είπε ο γιατρός του Παύλου δείχνοντας τον ανθυπολοχαγό του Βουλοδήμου. «Δεν του το ’χε κανένας, σα μας ήρθε στην αρχή στο τάγμα· έφεδρος λέγαμε και νησιώτης κιόλα. Κάποιος μάλιστα συνάδερφος τον ήξερε και για σοσιλιαστή.»
«Σοσιαλιστή;» διόρθωσε ο Παύλος μηχανικά.
«Ξέρω γω, φίλε μου; Στην ψυχή μου δεν τον παίρνω. Όπως τον βλέπω μάλιστα, δεν το πιστεύω». Κι ο γιατρός τεντώθηκε στο γιατάκι του Βουλοδήμου και μαδώντας έν’ απάνω στ’ άλλο τα σύκα της τσεπέλας, ξακολούθησε σα σε μονόλογο:
«Ναι, φίλε μου, νησιώτης. Μια ιδέα ήτανε κι αυτή για τους Ρουμελιώτες. Πάει, θα μας πάρουνε πια το ίρτσι οι Μοραΐτες. Ακούς εκεί Ακαρνάνες και να τρέμουνε το τουφέκι! Ο ταγματάρχης πάει να σκάσει απ’ το κακό του». Όσο που ήρθε ο σιτιστής κι ο Παύλος τον ακολούθησε.
Περνούνε φαράγγια, ανεβοκατεβαίνουνε ζυγούς, σκαρφαλώνουνε βράχους ο Παύλος Γέρακας κι οι δεκαπέντε σύντροφοί του. Ο ήλιος του μεσημεριού τσούζει, ο ίδρωτας τρέχει, τα γόνατ’ αποκάνουνε, τέντωσε και λύγα. Πού βρίσκονται, πού πάνε, δεν ξέρουνε. Μόνος οδηγός τους είναι ο βρόντος των τουφεκιών, μια τον ακούνε από τα ψηλώματα, μια τόνε χάνουνε από τα βάθη των λαγκαδιών.
Κάπου τραγουδεί μια βρύση και φουντώνει ο ίσκιος· στέκουνται, ξεδιψούνε και ξανασαίνουνε. Κι ύστερα ξανανέβα και ροβόλα και πάντα λόγγοι, δρυμοί, φουντώματα, θόλοι και χλοϊσμένα ξάγναντα και βοσκοτόπια ειρηνικά. Εδώ βαθιοί γκρεμοί και ξεραΐλα βράχων, παρέκει ειδύλλια λαγκαδιών με άνθους στρωτούς κι ανάβρες γάργαρες περνούνε γοργά στα μάτια σαν όραμα στιγμής.
Ο Παύλος θυμάται το λόγο του ξαδέρφου του· τα Γιάννινα δεν παίρνουνται με τους σοφτάδες, δεκαέξι αντάρτες δεν κρατούνε το κύκλωμια του Τούρκου. Βοήθεια ζήτησε ο διοικητής των ευζώνων· είτε δεν ήρθε είτε άργησε, ο εχτρός προχώρεσε. Οι αντάρτες το μαντεύουνε από το τουφεκίδι που πυκνώνει, από τον απανωτό βρόντο των κανονιών. Τρεις ώρες περπατούνε να φτάσουνε στο βράχο, που δεσπόζει το δεξιό του εχτρού, και βρεθήκανε μακρύτερα. Άδικα αλαφρώσανε το λόχο του Βουλοδήμου από τα φουσέκια. Από την κορφή που σταθήκανε, τα βόλια δε φτάνουνε τον εχτρό· κι αν θέλουνε να πάνε πιο σιμά, το ποτάμι κόβει ανεπάντεχα το δρόμο. Δεν τους μένει άλλο παρά ν’ αγναντεύουνε και να ξαποστάσουνε.
Τσακίζ’ η μέρα και το αγέρι φυσά σιγαλινά.
Πράσινα, καταπράσινα κι οι ράχες κι ο στενός ο κάμπος. Πού, πού μόνο οι ανθισμένες αγραπιδιές λευκοροδίζουν απαλά κι ο ποταμός, φίδι εκεί κάτω, μια χάνεται και μια ασπρογυαλίζει.
Και μακριά, μέσ’ από τα δέντρα, κάτι σα σπίτια, σαν καλύβια φαίνουνται και κάποια μαυράδια αργοσαλεύουνε πέρα στον καμπάκη. Τάχα είναι Τούρκοι ή ραγιάδες χωρικοί, ή άλογα μόνο και γελάδια; Κι η ασπριδερή λουρίδα εκεί ζερβά, στο ριζιμιό, στο βάθος, τι να ’ναι; μην ο δρόμος των Γιαννίνων; Δεν πάμε κείθε; Δε μας είπανε πως τον φυλάγει δικός μας στρατός; — Μα ακούστε πως βουίζει το κανόνι. Να κι ο καπνός. — Πού; πού; — ψηλά, απάνω στο ζυγό, κοντά στο διάσελο, στην κορφή που τη στερνοφωτίζει ο ήλιος.
Κι οι ομοβροντίες δεν παύουνε, ολοένα και δασεύουνε, ακούγονται τώρα συγκρατητές.
«Τόσο κοντά και να μη φαίνεται καπνός!»
«Πού να τόνε δεις: Η μάχη γίνεται βαθιά στην κλεισούρα.»
«Μα το κανόνι σώπασε· δε φαίνεται καπνός ψηλά!».
«Άκου το πάλε· κι ο καπνός νάτος πιο κάτω, στον από δώθε το ζυγό.»
«Το τουφεκίδι δυναμώνει. Κάνουνε γιουρούσι.»
«Ποιοι;»
«Οι Τούρκοι· τι οι δικοί μας;»
«Ποιος ξέρει, μπορεί να ’φτασε βοήθεια.»
«Πώς να ζύγωνε κανείς!»
«Δεν πάμε πίσω; Δεν παίρνουμε τον ίδιο δρόμο;»
«Φτάνει να τον βρίσκαμε!»
Η έφοδο βαστά ώρα· μα το τουφέκι αδυνατίζει λίγο λίγο, παγαδιάζει σιγά σιγά. Το κανόνι σώπασε κι αυτό, όλα σωπάσανε σε λίγο. Έπεσε κι ο ήλιος και πλακώσανε ίσκιοι τα βουνά και το σούρπωμα θόλωσε ολόγυρα τις ράχες. Σιγή, ερημιά έχει απλωθεί, μόνο το κρύο αγέρι του βραδιού σφυρίζει στο κορφοβούνι θλιβερά.
«Τώρα τι κάνουμε;»
«Να ξέρομε μονάχα τι έγινε!»
Τ’ αστέρια βγαίνουνε και τρεμοφεγγίζουνε βουβά κι αδιάφορα. Οι αντάρτες αυτιάζουνται μήπως ακούσουνε πουθενά κουδούνια ή γαυγίσματα σκυλιών. Ακούνε μόνο τ’ αηδόνια που λαλούνε.
Ξάφνω αρχίζουνε ν’ ανάβουνε φωτιές προς τα μέρη που έβραζε η μάχη αποβραδίς. Πάντα και νέα φλόγα ξεφυτρώνει, πάντα κι άλλη.
Κι όλο δώθε φτάνουν κι όλο πληθαίνουνε κι όλο και μεγαλώνει κάθε φλόγα. Χωριά θα καίγουνται!
«Μην προχωρέσαν οι δικοί μας;»
«Και θ’ ανάβανε φωτιές; Θα καίγανε ρωμέικα χωριά;»
«Μα να, ανάβουνε κι αποδώ, από τ’ άλλο μέρος. Δεν είδαμε αυτού το δρόμο των Γιαννίνων; Δικοί μας είναι κει.»
«Δικοί μας, ξένοι — οι φωτιές μας ζώσανε.»
«Τι κάνουμε;»
«Πού θέλετε να πάμε;
«Πίσω όπου μας βγάλει ο δρόμος.»
Άδικα ψάχνουνε να βρούνε δρόμο στο σκοτάδι οι αντάρτες. Μπερδεύουνται στα μονοπάτια, παραστρατούνε στις λαγκαδιές, τα χάνουνε μες τα ρουμάνια και ξανασκουντάβουνε στο ποτάμι. Ένα κομμάτι ουρανός με αστέρια αδιάφορα, και μπρος και πίσω και τριγύρω λόγγοι και βουνά και σάρες· κι αν φαίνεται άνοιγμα κάπου, μπροστά τους νέα φωτιά.
«Δεν καρτερούμε την αυγή;»
«Χαρά στον που τον βρει η αυγή!»
«Λεβέντη, μου δείλιασες!»
«Τι δείλιασα! Θα πάμε όλοι δεμένοι στα Γιάννινα».
Με χωρατά και με πειράγματα γυρεύουνε να κρύψουνε τον τρόμο. Σε κάθε ανήφορο, κάθε κατήφορο δεν ξέρουνε αν πάνε πίσω ή εμπρός. Ατέλειωτη κι η ώρα και το δάσος. Τώρα περνούν ένα ζυγό και τ’ απονύχτερο φυσά κρύο εκεί ψηλά. Πού να ’μαστε, ξαναρωτιούνται. Οι φωτιές χαθήκανε. Δεξιά να κάμουμε ή ζερβά, πού ’ναι ο βοριάς και πού ’ναι ο νότος; Δε γνωρίζει κανένας σας τ’ αστέρια;
Ανεβήκανε λαχανιασμένοι στην κορφή. Ξαγναντίσανε να μετωρίζει λειψό το μισοφέγγαρο απάνωθέ τους· μεγαλόπρεπο, σπαθάτο, ματωμένο και πυρό. Ανατριχιάσανε. Πίσω, παιδιά! Εδώθε πάει ο δρόμος στη Στρεβίνα. Σοφτάδες! Σοφτάδες! ακούει ο Παύλος από πίσω του τη φωνή του Βουλοδήμου και χαμηλώνει στο σκοτάδι τα μάτια του. «Τι φεύγουμε;» δε ρωτά κανένας, κανείς δε μουρμουρίζει, κανένας δε θυμώνει κι ο αντάρτης ποιητής ξέχασε τη λίμνη των πόθων.
Περνούνε τώρα ορθή, κακόβατη πλαγιά· το βουνό ψηλό σαν κάστρο, κάτωθε βούιζε ο βυθός, ποτάμι θα γκρεμιζότανε στους βράχους. Δασά κοντόρεικα, αγκαθερά χαμόκλαδα φράζανε το μονοπάτι. Σταματήσανε μια στιγμή, άλλοι ορθοί, άλλοι καθίσανε. Ένας τους σα ν’ αφικράστηχε κάτι. Δεν ήτανε τίποτε· κανέν’ αγρίμι θα πέρασε στο σύδεντρο. Προχωρέσαν πάλι. Από ένα σύρραχο σ’ άλλο λαγκάδι. Μα ξανασταματήσανε. Δεν είναι πάλι τίποτες. Κουκουβάγια σκούζει. Σα να μη φτάνει ο τρόμος!
«Κάποια χαλάσματα, έρμη κούλια θα ’ναι δω», είπε ο πλαγινός του Παύλου.
«Χαλάσματα, χαλάσματα.»
Τα είδανε να θαμπογράφουνται στη ράχη και τραβούνε σιωπηλοί. Μα όπως κατεβαίνουν την πλαγιά το ποτάμι ξανασέρνεται μπροστά τους κι η οχτιά είναι απάτητη. Πίσω! πού πίσω; Ζερβά πηγαίνει έν’ άλλο μονοπάτι. Στην τύχη, όπου μας βγάλει.
Ξαναξεκινούνε. Το πόδι πατά στο σκοτάδι αντικιαστά κι οι πέτρες κυλούνε στον γκρεμό, όπου βογκά ο καταρράχτης. Ξαναλαφιάζουνται. Έπεσε κάπου τουφέκι· και δεύτερο και τρίτο.
«Τώρα είμαστε καλά!»
«Ίσια στην κορφή ανεβάτε, να πιάσουμε τη ράχη», προστάζει ο αρχηγός.
«Ίσια!»
«Ας την ανέβει όποιος μπορεί.»
Δεν ακούστηκε άλλη τουφεκιά, μα μια ράχη κλείνει τώρα το δρόμο και κάτι σαν αντάρα, σαν καπνός φαίνεται πίσω από την κορφή της. Δίχως άλλο χωριό θα καίγεται.
«Τι θέλουμε αυτού ψηλά; Ζερβά να κάμουμε.»
«Ζερβά είναι το ποτάμι.»
«Και δεξιά τα Γιάννινα.»
«Πίσω, πίσω! Οι Τούρκοι κατεβαίνουνε!»
Μα πού να βρεθεί ο δρόμος πίσω; Ίσια λοιπόν κι ό,τι θέλει ας γίνει. Τα στουρνάρια δεν είναι μαλακότερα και δω, κι άλλονε βαρά το παλιοτσάρουχο, αλλουνού σακατεύει τη φτέρνα η μπότα. Και τα φουσέκια πάνε δέκα οκάδες.
Ξεψυχισμένοι ανεβήκανε τη ράχη. Ούτε αντάρα, ούτε καπνός· ούτε χωριό βλέπουνε να καίγεται. Τι να ’τανε; Να γελαστούνε τόσοι νομάτοι! Η καρδιά ήρθε στον τόπο της, ανασαίνουνε μια στιγμή και ροβολούνε τη ράχη από το άλλο πλάγι. Μ’ άξαφνα πάλι λαγγεύει και σταματά ο μπροστινός:
«Σιγά, παιδιά, σταθείτε· πατήματα.»
«Να, δεν ακούς;»
«Πατήματα είναι, αλήθεια.»
«Έρχουντ’ ίσια προς τα δω.»
«Αναμερίστε, πιάστε την πλαγιά. Γεμίστε τα τουφέκια !»
Παραμερίσανε όλοι και ταμπουρωθήκανε στο σκοτάδι. Βαστούνε την ανάσα, μα οι καρδιές χτυπούνε σα σφυριά στις πέτρες, όπου ακουμπά το στήθος. Τα πατήματα προχωρούνε αγάλια· δεν είν’ ένας, είναι πολλοί· τους κρύβουνε τα κλαριά και το σκοτάδι.»
«Μην κουνηθεί κανείς, αφήστε να ζυγώσουνε.
«Να τοι, δες, σειούνται τα κλαδιά.»
«Ρώτα ποιοι ’ναι, πριν ζυγώσουνε!»
«Τις ει;»
Καμιά απόκριση.
«Τις ει; Τις ει;»
Τα κλαδιά ανταρευτήκανε, σάλαγος τάραξε το σκοτάδι.
«Έρχουνται απάνω μας», μουρμουρίζει μια φωνή. Μπαμ! Μπουμ! Ο θόρυβος τριπλώνει, σκορπά· τρίζουνε κλαδιά σα να σπάζουνε και βροντούνε λιθάρια στον γκρεμό.
Τούρκοι θα ’τανε και φύγανε σαν ακούσανε τουφέκια. Οι αντάρτες ανασάνανε· σηκωθήκανε. Μα τώρα ποιος τραβά μπροστά, μα και ποιος πρωτολέει το: πάμε πίσω;
«Σταθείτε, δεν ακούτε κει;»
«Σα βογκητό!»
«Και μένα μου φάνηκε πως κάτι σωριάστηκε με την τουφεκιά».
Ο ένας ντράπηκε τον άλλο και προχωρήσανε στο μονοπάτι.
Ένα γελάδι ξαπλωμένο χάμω αργοσπάραζε τα πισινά του πόδια.
«Ποιος έριξε;» ρωτά ο ένας τον άλλον και προχωρούνε παραπέρα.
«Σοφτάδες! Σοφτάδες!» ακούει πάντα τη φωνή του Βουλοδήμου ο Παύλος καθώς τρέχει στο σκοτάδι.
Μα το σκοτάδι άρχισε ν’ αριώνει κι ο δρόμος των παλικαριών μες την τραχιά ερημιά δε βρίσκει τέλος. Ορνίθια αυτιαζόντανε, μα ανθρώπινη κατοικία δεν απαντούσανε. Κάπου πέρασαν ένα ρημοκλήσι, μα κι αυτό χωρίς καντήλι κι ο μύλος, όπου σταματήσανε σε μια άγρια λαγκαδιά, κλειστός, ρημαγμένος και κείνος· βογκούσε το νερό, μα η φτερωτή του δεν ανάδευε.
Ξάφνω ένας ξεχώρισ’ έναν ίσκιο στο θαμποχάραμα· άνθρωπος ήτανε κι έφευγε: «Έ, πατριώτη! Τούρκος, φάντασμα, ό,τι κι αν είσαι στάσου!»
«Τι θέλετε;»
«Να μας δείξεις το δρόμο στη Στρεβίνα.»
«Στρεβίνα γυρεύετε δω; θα φτάσουνε κει οι Τούρκοι πριν απ’ τ’ εσάς;»
«Τι; Τούρκοι; Πού είναι οι Τούρκοι; Τι έγινε; Πες τι ξέρεις.»
«Να, πλακώσανε, τσούζουνε φωτιά, αλί και τρισαλί μας τους ραγιάδες.»
«Γλήγορα δείξε μας το δρόμο στη Στρεβίνα.»
»Στρεβίνα δω; εδώ ’στε στον Αϊ Γιώργη. Μη στέκεστε, σύρτε να σμίξτε το στρατό.»
«Βγάλε μας στο δρόμο!»
«Πάω να γλυτώσω τα γελάδια, ορέ, να τα λακίσω στα ρουμάνια.»
«Γλύτωσε μας πρώτα.»
«Αμάν, βρε παλικάρια.»
Μια κάνα πιστολιού γυάλισε απάνω του μέσα στο θάμπωμα κι ο ραγιάς υπάκουσε. Κάμανε φτερά το πόδια. Δεν τα χτυπούσε πια τσαρούχι, δεν τα έσφιγγε μπότα, τ’ αχρείαστα φουσέκια σκορπίσανε μες τα ρουμάνια. Χάραζε η αυγή όταν ο Παύλος κι οι συντρόφοι του περνούσανε το ξύλινο γεφύρι του πόταμου που τους έβγαινε παντού μπροστά όλη τη νύχτα.
Τρεις ώρες έστεκε στο πόδι εκεί ένας λόχος και περίμενε να κατεβεί ένας άλλος από το βουνό, να υποχωρήσουνε μαζί. Τον ειδοποιήσανε από τα μεσάνυχτα, ήρθε η αυγή και κείνος δε φαινότανε. Με βιά κρατούσανε οι αξιωματικοί το λοχαγό, που ήθελε να μην περιμείνουν άλλο. Οι στρατιώτες μουρμουρίζανε και βλαστημούσανε.
«Πήγες, μωρέ, του το ’πες;» ρωτούσε και ξαναρωτούσε ο λοχαγός ένα λοχία.
«Τι ψέμα θα σας πω;»
«Και τι σου απάντησε;»
«Μ’ έβρισε καθώς σας είπα.»
«Πού το ’βρηκε στα κατσάβραχα και το ’πιε!» έλεγε ο λοχαγός στους δυο άλλους αξιωματικούς.
Προσμένανε το λόχο του Παλιούρα κι ο σταυραετός, που έφερε χτες το μήνυμα του λοχαγού Λαγήνα για τες δυο χιλιάρικες μπουκάλες, δεν είπε ψέματα.
«Δεν το κουνώ αποδώ», απάντησε ο Λαγήνας, σαν του μηνύσανε να υποχωρήσει· «Στα ταμπούρια!» φώναξε στα «ταμπούρια, παλικάρια!»
«Και γω το πίνω, μα ως αυτού δεν κατανταίνω», έλεγε μέσα του ο υπολοχαγός Γιαταγάνας, εκεί που σύνταζε το λόχο για την υποχώρηση.
Τρομάξανε να βάλουνε τον αγριεμένον καπετάν Παλιούρα στο άλογο, που είχε ο λόχος για να σέρνει τα φουσέκια. Παρατήσανε αυτά και φορτώσανε το λοχαγό τους.
«Πού πάμε, ορέ; Στα Γιάννινα θα πάμε, ποιος το λέει να πάμε πίσω;» φώναζε ο λοχαγός.
«Αχά, στα Γιάννινα!» ρέκαζε κι ο λόχος ροβολώντας στο σκοτάδι από τα βράχια, όσο που έφτασε μαζί με την αυγή στο ξύλινο γεφύρι του Λούρου με τα πράσινα, κοιμισμένα νερά.
Ο ήλιος βρήκε και στρατό κι αντάρτες στο μεγάλο δρόμο. Πήγαινε ολόισα στην Άρτα και δεν είχανε πια φόβο να τόνε χάσουνε.
Το ξάδερφό του Βουλοδήμο ξαναπάντησε ο Παύλος Γέρακας κοντά στο γεφύρι της Άρτας. Τον είχε βαρέσει και κείνον το τσαρούχι και γύριζε με τους ευζώνους του καβάλα σ’ ένα παλιομούλαρο.
«Ε πως τα βλέπεις τώρα, ξάδερφε; Ξανασμίξαμε», φώναξε του Παύλου, σαν τον αντίκρισε. Ο Παύλος τόνε σίμωσε: «Μα δε μου λες, πως έγινε;» ρώτησε
«Πώς θες να γίνει! Να, σβάρνα μας πήρανε, σβάρνα πήραμε και μεις τους άλλους από πίσω κι όποιος πρωτοφύγει. Κρίμας μονάχα το παιδί, τον έφεδρο ανθυπολοχαγό μου· ήθελε να μου σηκωθεί ορθός σαν τον Καραϊσκάκη και του τη φυτέψανε στο γόνα. Θα τον ξεθυμάνουνε κι αυτουνού τα αίματα, ο γλυτώσει.
Είπε ο λοχαγός και χτύπησε με την άκρη από το καπίστρι το κουτσό μουλάρι. Δεν ήθελε να μείνει πίσω από το λόχο του.
Ο Παύλος στάθηκε και περίμενε τους συντρόφους του. Ίδιο μουλάρι έφερνε πίσω και τον αντάρτη ποιητή, χτυπημένον κι αυτόν από την μπότα. Ερχότανε δίπλα δίπλα με το λοχαγό Παλιούρα, παλιό του γνώριμο. Σκυφτά είχανε τα κεφάλια τους και κουβεντιάζανε ήσυχα· η όψη και των δυο έδειχνε πως είχαν ξεμεθύσει.
[[Κατηγορία:Διηγήματα]]
l9gejjjytw8jg43fb8vii224gqnfwpa
Σιγά η πηγή
0
14420
148259
93112
2022-07-21T15:46:42Z
Chalk19
8498
wikitext
text/x-wiki
{{Κεφαλίδα|
| τίτλος = Σιγά η πηγή
| συγγραφέας = Κωσταντίνος Χατζόπουλος
| μεταφραστής=
| ενότητα = Από τη συλλογή "Απλοί τρόποι"
| επόμενο =
| προηγούμενο=
| σημειώσεις =
}}
<poem>
Σιγὰ ἡ πηγὴ στὴ λαγκαδιὰ κυλᾶ μὲς στὰ χαλίκια,
σιγὰ κι ἀργὰ τὰ ἰσκιώματα γλιστροῦν τοῦ δειλινοῦ
στὰ θάμνα σκόρπια βόσκουνε πηδώντας τὰ κατσίκια
στὸ βράχο τὸν ὀρθόψηλο τοῦ ἀπὸγκρεμνου βουνοῦ.
Κι ἀνάρια τὰ κουδούνια τους ἀκούονται στὴ ράχη
ὁλόηχα ἐδῶ, κομμένα ἐκεῖ, βραχνόφωνα ἄλλα ἡχοῦν,
λὲς σήμαντρα πολύλαλα καὶ κρέμονται στὰ βράχη
καὶ οἱ ἀχοί τους φεύγουνε ψηλὰ κι ἀνάερα ξεψυχοῦν.
Καὶ τὸ ἀεράκι ἀνάλαφρο τὰ πεῦκα ἀργοαναδεύει
καὶ ἱσκιώνουν κι ὅλο ἰσκιώνουνε τὰ πλάγια χαμηλὰ
καὶ μιὰ κατσίκα ἀπ’ τὶς πολλὲς παράμερα ἀλαργεύει
καὶ πάει καὶ ὁλόρθη στέκεται σὲ μιὰ κορφὴ ψηλά.
Κι ἀκίνητη, σὰ χάλκινη στημένη ἐκεῖ καρφώνει
ἀσάλευτο τὸ βλέμμα της σὰν πρὸς τὸν οὐρανό,
ὅθε τὸ βράδυ πιὸ χλομὰ τὰ γιουλια του ὅλο ἁπλώνει
κι ὅλο πιὸ ἀχνὰ τὰ ρόδα του σκορπίζει στὸ βουνό.
Κι εἶναι, καθὼς ἐκεῖ θωρεῖ, σὰν κάτι νὰ κοιτάζη,
κάτι στὰ μάκρη ἀλαργινό, ποὺ δὲ θωρεῖς ἐσύ·
κι ὁλόρθη πάντα στέκεται - καὶ τὸ βουνὸ χλομιάζει
μιὰ λάμψη μόνο τὴν κορφὴ τώρα φωτᾶ χρυσή.
῞Οσο ποὺ ἀργὰ καὶ σιγαλὰ σβήνει στερνὰ κι ἐκείνη
κι ἁπλώνει ἕνα μισὸφωτο, θαμπά, χαλκὰ λευκό,
μισόφωτο, ποὺ σούρουπο, σιγὰ σιγὰ ἔχει γίνει,
ποὺ καὶ ἡ κατσίκα χάνεται χαλκὴ μὲς στὸ χαλκό.
Κι ὅπως στὴ ράχη βόσκοντας μακραίνει τὸ κοπάδι,
κάπου ἕνα μόνο ἀπόβαθα κουδούνι τώρα ἠχεῖ
σὰν κλάμα, σὰν παράπονο, ποὺ σκέπασε τὸ βράδυ
στ’ ἀλαργινὰ ὅ,τι ἀλαργινὸ ζητοῦσε μιὰ ψυχή.</poem>
[[Κατηγορία:Ποίηση]]
gysnfeedt0kdr4y7qnoqmq2bcncpll0
Έλα, ξανθή...
0
18772
148260
140454
2022-07-21T15:47:14Z
Chalk19
8498
wikitext
text/x-wiki
{{Κεφαλίδα|
| τίτλος = Έλα ξανθή...
| συγγραφέας = Κωσταντίνος Χατζόπουλος
| μεταφραστής=
| ενότητα =
| επόμενο =
| προηγούμενο=
| σημειώσεις = Περιοδικό ''Εβδομάς'', 1884
}}
<poem>
Ἔλα, ξανθὴ ἀγάπη μου, ἡ ἀρνάδα σου σὲ κράζει
πέρα στὴν ἀκροποταμιὰ στὰ πράσινα λειβάδια,
τώρα ποὺ ὁ ἥλιος ἔγειρε, ποὺ πιάνει καὶ βραδιάζει
τώρα ποὺ ἀρχίσαν στὶς βοσκὲς νὰ βγαίνουν τὰ κοπάδια.
Νὰ ἰδεῖς τ'ἀρνάκι ποὺ πηδᾷ τριγύρω στὴ βρυσούλα,
καὶ πάλι πως χαρούμενο γυρίζει στὴ μανούλα.
Θυμοῦμαι μιὰ φορὰ κι ἐμεῖς σὰν εἴμαστε παιδάκια
πῶς παίζαμε τρελλά-τρελλά μὲς τ'ἄγρια λουλούδια,
θυμήσου πῶς σοῦ ἐστόλιζα τὰ ὁλόχρυσα μαλλάκια.
Θυμήσου πόσα σοὔλεγα καὶ μοὔλεγες τραγούδια.
Τὰ χρόνια κεῖνα πέρασαν, τώρα σὰν μ'ἀντικρύζεις
τὰ γαλανὰ τὰ μάτια σου ἀλλοῦθε τὰ γυρίζεις.
</poem>
[[κατηγορία:Ποίηση]]
am54q57rpzl4ixx8wfti0uj0gqmt7mm
Άσ' τη βάρκα...
0
18773
148261
85317
2022-07-21T15:47:43Z
Chalk19
8498
wikitext
text/x-wiki
{{Κεφαλίδα|
| τίτλος = Άσ' τη βάρκα...
| συγγραφέας = Κωσταντίνος Χατζόπουλος
| μεταφραστής=
| ενότητα = Από τη συλλογή ''Απλοί τρόποι''
| επόμενο =
| προηγούμενο=
| σημειώσεις =
}}
<poem>
Άσ’ τη βάρκα στο κύμα όπου θέλει να τρέχει,
ας ορίζει το αέρι, τιμόνι, πανί,
τα φτερά άπλωσε πλέρια - άκρη ο κόσμος δεν έχει·
είναι πιο όμορφοι οι άγνωροι πάντα γιαλοί!
Η ζωή μια δροσιά είναι, ένα κύμα· ας το φέρει
όπου θέλει το αέρι, όπου ξέρει το αέρι...
Ας αλλάζουν λιβάδια με βράχους και δάση,
γύρω ας φεύγουν που πύργοι, που καλύβας καπνός·
είτε ειδύλλιο γελούμενο απλώνεται η πλάση,
είτε αντάρες και μπόρες κρεμά ο ουρανός,
μη θαρρείς το πανί σου μπορείς να βαστάξεις·
όπου θέλει το κύμα μαζί του θ’ αράξεις!..
Τι γυρεύεις, τι θέλεις μη και συ το γνωρίζεις;
Κι έχεις πιάσει ποτέ σου το τι κυνηγάς;
Μη όπου σπέρνεις καλό το κακό δε θερίζεις;
δε σκοντάβεις σε ρώτημα σ’ ό,τι ρωτάς;
Κι ότι σ’ έχει μαγέψει, κι ό,τι σου έχει γελάσει,
το έχεις μόνος κερδίσει, μοναχός ετοιμάσει;..
Άσε τότε το κύμα όπου θέλει να σπάζει,
άσ’ τις ζάλες να σέρνουν τυφλά την καρδιά·
κι αν τριγύρω βογγά, κι αν ψηλά συννεφιάζει,
κάπου ο ήλιος σε κάποιο γιαλό θα γελά·
κι αν πικρό την ψυχή σου το δάκρυ τη ραίνει,
πάντα κάπου κρυφή μια χαρά την προσμένει!..
</poem>
[[Κατηγορία:Ποίηση]]
ksq17sk8pvkz3ig6wzuc90ssnntdb2a
Ο Μπαρμπαντώνης
0
18794
148262
115006
2022-07-21T15:48:09Z
Chalk19
8498
wikitext
text/x-wiki
{{Κεφαλίδα
|τίτλος = Ο Μπαρμπαντώνης
|συγγραφέας = Κωσταντίνος Χατζόπουλος
}}
Ακουμπούσε ορθός στον τοίχο, ανασήκωνε την πλατιά λερή μανικά και τέντωνε το χέρι. Ο παππούς του έδενε σφιχτά το μπράτσο με μια καλτσοδέτα κι ύστερα έδινε τη νυστεριά στη φλέβα. Το αίμα πηδούσε αχνοκόκινο, γράφοντας τόξο στον αέρα, έπειτα χαμήλωνε σιγά σιγά, ως που στάλαζε θόλο και σκούρο, σα μισοστειρωμένη βρύση απο σκουριασμένη κάνουλα, χάμω στις αγριάδες της αυλής.
Κι ο Μπαρμπαντώνης τον κοίταζε με τα θαμπά μάτια του, τον κοίταζε και θυμόταν τον παλιό γιατρό, που έχτισε κει στην εξοχή το σπίτι, το σπίτι αυτό που αγόρασε ύστερα ο παππούς. Μαζί με το σπίτι πήρε ο παππούς και το νυστέρι του παλιού γιατρού και τη συνήθεια ν' ανοίγει κάθε άνοιξη τις φλέβες των χωρικών και των βοσκών, που κατοικούσαν εκεί ολόγυρα σε αχεροκαλύβες κάτω πλατιές, ψηλά στενές, όπως χωνιά αναποδογυρισμένα. σε μια απ' αυτές κι ο Μπαρμπαντώνης.
Η εξοχη ηταν περισσοτερο ερημια. Γυρω ακαρποι πετρινοι λοφοι με δω και κει, στα πλαγια, χλωρασιες που μοιαζαν σα νησακια, και ακπου που ενα δεντρο, που εστεκε σαν ερημιτης στην κορφη. Οταν ερχοταν η ανοιξη, ημερωνε, γελουσε λιγο ο τοπος, μα γληγορα ξαναπαιρνε τη σκυθρωπη, συνηθισμενη του οψη, Ητανε σα να διαλεξε το μερος ο βαρυς και σκυθρωπος, ο ιδιοτροπος και ασκητικος παππους. Κανεις δε σιμωνε στοσ πιτι, κανεις δεν του εκανε υπηρετης. Ο Μπαρμπαντωνης μονο ερχοταν κι εστεκε καθε πρωι στην πορτα.
Ηταν γεροντας ψηλος, στεγνος, σαν ξεραμενο δεντρο. Φορουσε φουστανελλα, μαυρη σκουφια και μυτερα αρβανιτικα τσαρουχια. Δεν εβλεπε καλα, κι περπατησια του ηταν κοντη και χορευτη και σκονταβε σε καθε πετραδακι. Μα ακουμπωντας στην ωηλη του γλιτσα, που την προβαλλε παντα μπροστα σαν τριτο ποδι, πηγαινε τακτικα στην πολη κι εφερνε στην πορτα, οσο που τον εδιωχνε ο αππους.
Γυριζε τοτε στη καλυβα του, στην πλαγια της ραχης και καθοτανε μπροστα στην πορτα. Εβγαζε απο το σελαχι το μακρυ σουγια μ ετην λαβη απο μαυρο κερατο, κι επιανε κι εσκιζε και πελεκουσε μικρα παλουκια και κλαδια απο λυγαριες, κι επλεκε με αυτες το φραχτη, που χωριζε τον τοπο του απο του γειτονα τον κηπο. Επλεκε και διορθωνε και στεριωνε το φραχτη, γιατι του φαινοταν πως αυτος ο φραχτης ζυγωνε ολοενα στην καλυβα κι εφτανε σιγα σιγα παντα κοντυτερα ατη ριζα μιας αχλαδιας που ηταν μπροστα απο την καλυβα. Επειτα ξανακαθοτανε στην πορτα, καθοτανε και κοιταζε εξω περα, και φαινοτανε σα να περιμενα.
Ο παππους βαριοτανε τη φλυαρια του και τον αφηνε να περιμενη. Μα, οταν η πληξη του χειμωνα τον καρφωνε κι αυτον μοναχο μερες ολακερες
μπροστα στο τζακι, εβγαινε και τον ζητουσε. Τον εβαζε και καθιζε στην ακρη πλαι στην πορτα, του θυμουσε παντα να μακραινη την καρεκλα απο τον τοιχο, οπου κρεμοταν το δικο του επανωφορι, και τον αφηνε να λεη τα νεα απο την πολη και να διηγαται για τον παλιον καιρο. Κι ο Μπαρμπαντωνης διηγοτανε για τον παλιο καιρο, για την Αρβανιτια αποθε ηρθε, την Επανασταση που ειχε πολεμησει, για τα ρεντιφικα και το στρατο οπου εκαμε υστερα, για τη λιγη συνταξη που δεν του φτανει. Επειτα για τη γυναικα του—μια χηρα που πρωτα τον παντρευτηκε, μα υστερα, οταν αρχισε και γεραζε, τον αφησε και πηρε αλλον νιοτερο—για το γιο της, ενα μαγκα που ερχοταν και τον εδερνε και του επαιρνε τη συνταξη. Για ολα αυτα μιλουσε και ξαναμιλουσε, μιλουσε και κλαιγοταν, οσο που τον βαριοταν ο παππους και τον ξαναδιωχνε.
Κι ο Μπαρμπαντωνης γυρνουσε παλι στην καλυβα κι επιανε και πελεκουσε, κι εσκιζε και πελεκουσε, κι επειτα καθοτανε παλι στην πορτα, καθοτανε και κοιταζε σα να περιμενε.
Ωσπου τον ξαναφωναξε ο πππους, κι ερχοταν παλι και ξαναρχιζε και διηγοταν παλι γαι την Αρβανιτια και τους πολεμους, για την κονκαρδα του αγωνιστη, που ειχε ακομα στην καλυβα, για τη γυναικα, που δεν ειχε πια, και για το γιο της, που ερχοταν και τον εδερνε, Και διηγοταν υστερα για τον παλιο, τον Μπαβαρεζο το γιατρο, που εχτισε το σπιτι εκει, και τον θυμοτανε ψηλον, παχυ, με μακρυα ξανθα μουστακια, τον θυμοτανε που καβαλουσε το αλογο, το αλογο που ειχε αυτος και συγυριζε—το καβαλουσε καθε πρωι και πηγαινε τριγυρω στα χωρια και γιατρευε τον κοσμο. Επειτα γυριζε και φυτευε κλαρια στον κηπο κι εσπερνε σπορους στις βραγιες. Φυτευε κι εσπερνε, οπως το λεγαν τα βιβλια, τα βιβλια, που ειχερ ενα σωρο α. αυτα και διαβαζε, και εκει μεσα διαβαζε για ολα, και κει μεσα διαβαζε για τον κοσμο, πως θ'αλλαξη.
— Παλαβος ανθρωπος, τον εκοβε ο παππιυς.
— Σοφος ανθρωπος, βασιλικος γιατρος. ελεγε ο Μπαρμπαντωνης.
Για τον παππου ειχε χαλασει για παντα ο κοσμος απο τοτε που διωξανε τον πρωτο βασιλια και καμαν συνταγμα στον τοπο. Και θυμωνε και ξαναδιωχνε το Μπαρμπαντωνη. Κι ο Μπαρμπαντωνης γυριζε και ξανακαθιζε στην πορτα της καλυβας. Γυριζε και καθιζε και πελεκουσε κι εσκιζε και κοιταζε. Κοιταζε μπρος του περα και φαινοτανε σα να περιμενε. Αν ηταν ο προγονος του που περιμενε, ο προγονος του ερχοταν παντα. Ερχοτανε, τον φωναζε αποπισω απο την καλυβα, του γυρευε τη συνταξη, τον εδερνε, και του επαιρνε τη συνταξη. Και τοτε ξαναρχοταν ο Μπαρμπαντωνης στον παππου. Μα του μιλουσε παλι για τον παλιο γιατρο και για τον κοσμο, που ελεγε κεινος πως θ'αλλαξη, κι παππους θυμωνε και ξαναδιωχνε τον Μπαρμπαντωνη.
Κι ο Μπαρμπαντωνης ξαναγυριζε στην πορτα της καλυβας και καθοταν παλι και στυλωνε τα θαμπα ματια εμπρος του και κοιταζε το φραχτη του γειτονα να του ζυγωνη την καλυβα, να φτανη παντα κοντητερα στη ριζα της αχλαδιας, που ηταν μπροστα απο την καλυβα. Κι εβγαζε παλι το σουγια και πελεκουσε κι εσκιζε, εσκιζε κι επλεκε τα κλαδια και στεριωνε το φραχτη. Και πιανοταν με τα γειτονα. Ο γειτονας του γυρευε να του πουληση τον τοπο με την αχλαδια, κι ετσι να βγη για να παντα απο την υποψια. Μα ο Μπαρμπαντωνης την ηθελε την αχλαδια. Την ηθελε. γιατι την ειχε κεντρωμενη ο ξενος γιατρος, την ηθελε γιατι ηθελε να καθεται στον ισκιο της το καλοκαιρι, την ηθελε γιατι ηθελε να καθεται και να φυλαη τ'αχλαδια της απ'τα παιδια και τους βοσκους, κι οσα γλιτωνανε να τα μαζευη και να τα παη της γυναικος του.
Τα πηγαινε δεμενα στο μαντηλι με τα ρουχα, που της πηγαινε μαζι, για να τα πλυνη. Κρατουσε αυτη τ'αχλαδια, και του γυριζε τα ρουχα, κι Μπαρμπαντωνης γυρνουσε στην καλυβα κι επιανε παλι τον ισκιο του και φυλαγε. Κι επιανε παλι και πελεκουσε κι εσκιζε, κι επλεκε και στεριωνε, δυναμωνε το φραχτη. Οσο που κουραζοταν. Και τοτε ξανακθοταν παλι ασλευτος στη θεση του και κοιταζε, κοιταζε μπροστα ρου, και φαινοτανε σα να περιμενε.
Αν ηταν τουτο που περιμενε, ηρθε. Μια μερα, εκει που κοιταζε, ο φραχτης δε χορευε μπροστα του πια, δεν περπατουσε. Ειχε χαθη. Ακομα του φανηκε, πως κι η καλυβα χαθηκε αξαφνα και παει. Ο Μπαρμπαντωνης φωναξε κι επεσε χαμω. Του φανηκε, πως χαθηκε και παει κι ολος ο κοσμος μαζι μ ετην καλυβα, γιατι αγαπουσε την καλυβα, τηνηθελε να καθεται, την ηθελε να πεθανη μεσα. Ο Μπαρμπαντωνης ξανφωναξε, μα οπως απλωσε το χερι, το χερι του αγγιξε τον τοιχο, κι ενιωσε ευθυς τι χαθηκε, και συρθηκε πασπατευτα με την μακρια του γκλιτσα ως το κατωφλι του παπου κι εφερε το νεο. Και σερνοταν, ετσι κι υστερα καιρο, μηνες πολλους ως το κατωφλι του παπου, οσο που επεσε κι απο τα ποδια του μαι μερα. Τωρα μπορουσε μονο και καθοτανε δτην πορτα, καθοτανε και κοιταζε αδεια με τα ματια, κοιταζε και φαινοταν, πως περιμενε.
Αν κεινο που περιμεν ηταν η γυναικα του, η γυναικα του ηρθε. Ηρθε και τον πηρε σπιτι της, αφου πηρε και τα χρηματα, που φυλαγε ο παππους απο την συνταξη του Μπαρμπαντωνη. Μα ο Μπαρμπαντωμης δεν αργησε πολυ να παραγγειλη, πως τον αφηνουν νηστικο, κι ο παππους εστειλε και τον ξαναφεραν στην καλυβα. Και ξαναπιασε παλι τη θεση του μπροστα στην πορτα, τηνεπιασεμα πια δεν κοιταζε και δε φαινοταν πως περιμενε. Καθοταν και χτυπουσε τη γκλιτσα του κατω στη γη, καθοταν και διηγοταν ιστοριες στους βοσκους και στους διαβατες. Διηγοτανε για την Αρβανιτια, την Επανασταση και την κονκαρδα που τη φυλαγε τωρα στον κορφο, για τον παλιο γιατρο που καβαλικευε και πηγαινε και γιατρευε στον κοσμο, κι υστερα γυριζε και φυτευε κλαρια κι εσπερνε σπορους, οπως το διαβαζε μες στα βιβλια. Και διηγοταν για την αχλαδια και για το γειτονα που γυρευε να την παρη. Να πελεκηση και να φραξη δε μπορουσε πια, μονο σερνοταν με τα γονατα στο χωμα κι εψαχνε χαμω και μετρουσε το φραχτη με τα χερια.
Ακουγονταν οι φωνες του. Κι εβγαινε τωρα ο παππους και μαλωνε το γειτονα, κι εβγαινε κι εδιωχνε τον προγονο, που γυρευε κι αυτος να του χαριση ο Μπαρμπαντωνης την αχλαδια και την καλυβα. Μα ο Μπαρμπαντωνης δεν το εκανε, γιατι φοβοταν μην ο προγονος πουληση την καλυβα, κι αυτος την ηθελε, την ηθελε για να πεθανη μεσα.
Πεθανε στον αχερωνα μας, οπου τον μαζεψε ο παππους, οταν επιασε ο χειμωνας, για να μην ξεπαγιαση στην καλυβα. Ως τις στερνες στιγμες του διηγοταν ιστοριες, θυμοταν την Αρβανιτια και τους πολεμους και τον ξενο γιατρο, που του συγυριζε αυτος το αλογο, το γιατρο που γιατρευε τους χωρικους και φυτευε κλαρια κι εσπερνε σπορους, οπως το διαβαζε μες στα βιβλια. Για τ'αλλα, που διαβαζε ο γιατρος μες στα βιβλια, δε διηγοταν. Σωπαινε, αμα εφτανε ως εκει, κι εσκυβε χαμω στη φωτια κι εμενε ασαλευτος εκει και δε φαινοταν πως περιμενε. Μονο λιγες στιγμες πριν ξεψυχηση, ανσηκωθηκε αξαφνα και γυρισε προς τη μερια, οπου φανταζοτανε, πως ειναι η πορτα. Σταματησε στη θεση αυτη και φανηκε, σα να περιμεν. Μα γρηγορα ξαναπεσε ησυχα, βγαζοντας μαι βραχνη φωνη, αφηνοντας εναν αχο, που εμοιαζε με γελιο.
Τον ακουσε ο παπους, που σεριανουσε με σουφρωμενα φρυδια περα δωθε στο μακρινο χαγιατι, καπνιζοντας αμιλητος και βροντωντας μονορυθμα κι αδιακοπα, σα χτυπους ρολογιου της πληξης, τα τακουνια απ'τις παντουφλες του στις πλακες, τον ακουσε, εριξε κειθε μια ματια και πεταξε και κεινος ενα γελιο απο τα δοντια, ενα—δεν ακουσα καλα—"αλλαξε?"η"θ'αλλαξη!".
[[κατηγορία:διηγήματα]]
ljq4f6gykt8z91eit2o8nlo8n9msl7e
Σελίδα:ΦΕΚ A 35 - 28.02.1947.pdf/22
100
45221
148272
2022-07-22T09:11:11Z
Texniths
8915
/* Έχει γίνει τυπογραφικός έλεγχος */
proofread-page
text/x-wiki
<noinclude><pagequality level="3" user="Texniths" />{{κβ|{{gap}}212|ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟΝ)}}</noinclude>σμὸν Ὀργανώσεων Κοινῆς 'Ἐκμεταλλεύσεως Ἐναερίων. Μεταφορῶν ἢ Διεθνῶν Πρακτορείων Ἐκμεταλλεύσεως καὶ εἰς τὴν κοινὴν ἐκμετάλλευσιν τῶν ἐναερίων Ὑπηρεσιῶν των, ἐφ’ οἱασδήποτε γραμμῆς ἢ εἰς οἱανδήποτε περιοχήν, ἀλλὰ αἱ τοιαῦται Ὀργανώσεις ἢ τοιαῦτα Πρακτορεῖα, ὡς καὶ αἱ τοιαῦται κοιναὶ Ὑπηρεσίαι θὰ ὑπόκηνται εἰς ἁπάσας τὰς διατάξεις τῆς παρούσης Συμβάσεως, συμπεριλαμβανομένων καὶ τῶν περὶ καταχωρήσεως τῶν τοιούτων Συμφωνιῶν παρὰ τῷ Συμβουλίῳ. Τὸ Συμβούλιον θέλει καθορίσει τίνι τρόπῳ αἱ διατάξεις τῆς παρούσης Συμβάσεως, αἱ ἀφορῶσαι τὴν ἐθνικότητα τῶν ἀεροσκαφῶν, ἤθελον ἐφαρμοσθῇ εἰς τὰ ἀεροσκάφη τὰ χρησιμοποιούμενα παρὰ Διεθνῶν Πρακτορείων Ἐκμεταλλεύσεως.
{{c|Ἄρθρον 78.}}
{{c|Καθήκοντα Συμβουλίου.}}
Τὸ Συμβούλιον δύναται νὰ προτείνῃ εἰς τὰ ἐνδιαφερόμενα συμβαλλόμενα Κράτη τὸν σχηματισμὸν κοινῶν Ὀργανώσεων ἐκμεταλλεύσεως Ἀεροπορικῶν Ὑπηρεσιῶν, ἐφ’ οἰασδήπότε γραμμῆς ἤ εἰς οἱανδήποτε περιοχήν.
{{c|Συμμετοχὴ εἰς Ὀργανώσεις ἐκμεταλλεύσεως.}}
{{c|Ἄρθρον 79.}}
Κράτος τι δύναται νὰ συμμετάσχῃ εἰς Ὀργανώσεις Κοινῆς Ἐκμεταλλεύσεως ἤ εἰς Σύμφωνα κοινοπραξίας εἴτε διὰ τῆς Κυβερνήσεώς του εἴτε διὰ Ἑταιρείας ἢ Ἑταιρειῶν Ἀεροπορικῆς Γραμμῆς ὑποδεικνυομένων ὑπὸ τῆς Κυβερνήσεώς του. Αἱ Ἑταιρεῖαι δύνανται κατὰ τὴν ἀποκλειστικὴν κρίσιν τοῦ ἐνδιαφερομένου Κράτους, νὰ ὦσιν ἐξ ὁλοκλήρου ἤ μερικῶς ἰδιοκτησία τοῦ Κράτους ἤ νὰ ἀνήκωσιν εἰς ἰδιώτας.
{{c|ΜΕΡΟΣ IV.}}
{{c|ΤΕΛΙΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ.}}
{{c|ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XVII.}}
{{c|ΕΤΕΡΑΙ ΣΥΜΦΩΝΙΑΙ ΚΑΙ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ}}
{{c|ΠΕΡΙ ΑΕΡΟΝΑΥΤΙΛΙΑΣ}}
{{c|Ἄρθρον 80.}}
{{c|Συμβάσεις Παρισίων καὶ Χαβάνας.}}
Ἑκάστων συμβαλλόμενον Κράτος ἀναλαμβάνει ἀμέσως ὡς τεθῇ ἐν ἰσχύι ἡ παροῦσα σύμβασις, νὰ καταγγείλῃ τὴν Σύμβασιν περὶ Κανονισμοῦ τῆς Ἀεροναυτιλίας, τὴν ὑπογραφεῖσαν ἐν Παρισίοις τὸν 13ην Ὀκτωβρίου 1919, ἤ τὴν Σύμβασιν περὶ Ἐμπορικῆς Ἀεροναντιλίας τὴν ὑπογραφεῖσαν ἐν Χαβάνᾳ τὴν 20ὴν Φεβρουαρίου 1928, ἐφ’ ὅσον μετέχει τῆς μιᾶς ἤ τῆς ἑτέρας τῶν Συμβάσεων τούτων. Μεταξὺ τῶν συμβαλλομένων Κρατῶν ἡ παροῦσα σύμβασις ἀντικαθιστᾷ τὰς προρρηθείσας Συμβάσεις Παρισίων καὶ Χαβάνας.
{{c|Ἄρθρον 81.}}
{{c|Καταχώρησις ὑφισταμένων Συμφωνιῶν.}}
Πᾶσαι αἱ ὑφιστάμεναι Συμφωνίαι περὶ Ἀεροναυτιλίας ἅμα ὡς τεθῇ ἐν ἰσχύϊ ἡ παροῦσα Σύμβασις μεταξὺ συμβαλλομένου Κράτους καὶ οἱουδήποτε ἑτέρου Κράτους, ἤ μεταξὺ Ἀεροπορικῆς, Γραμμῆς συμβαλλομένου Κράτους ἤ Ἀεροπορικῆς γραμμῆς καὶ οἱουδήποτε ἑτέρου Κράτους, δέον ἐφεξῆς νὰ κατατεθῶσι πρὸς καταχώρησιν παρὰ τῷ Συμβουλίῳ.
{{c|Ἄρθρον 82.}}
{{c|Ἀκύρωσις ἀσυμβιβάστων Συμφωνιῶν.}}
Τὰ συμβαλλόμενα Κράτη ἀποδέχονται τὴν παροῦσαν Σύμβασιν ὡς ἀκυρούσαν πάσας τὰς ὑποχρεώσεις καὶ συνεννοήσεις μεταξύ των, αἵτινες δὲν συμβιβάζονται πρὸς τοὺς ὅρους της καὶ ὑποχρεοῦνται νὰ μὴ συμμετάσχωσιν εἰς οἱασδήποτε τοιαύτας ὑποχρεώσεις καὶ συνεννοήσεις. Συμβαλλόμενόν τι Κράτος, τὸ ὁποῖον πρὶν ἢ ἀποτελέσῃ Μέλος τῆς Ὀργανώσεως, εἶχεν ἀναλάβει οἱασδήποτε ὑποχρεώσεις ἔναντι μὴ συμβαλλομένου Κράτους ἢ ὑπηκόου συμβαλλομένου ἢ μὴ Κράτους, αἵτινες δὲν συμβιβάζονται πρὸς τοὺς ὄρους τῆς παρούσης Συμβάσεως, θέλει λάβει ἄμεσα μέτρα ἵνα ἀπαλλαγῇ ἐκ τῶν ὑποχρεώσεών του. Ἐφ’ ὅσον Ἀεροπορικὴ Γραμμὴ συμβαλλομένου τινὸς Κράτους εἶχεν ἀναλάβει οἱασδήποτε τοιαύτας ἀσυμβιβάστους ὑποχρεώσεις, τὸ Κράτος τοῦ ὁποίου τὴν ὑπηκοότητα ἔχει, θέλει καταβάλει πάσας τὰς προσπάθειας του ἵνα ἐξασφαλίσῃ τὴν ἄμεσον λῆξιν των καὶ θὰ ἐνεργήσῃ ἐν πάσῃ περιπτώσει πρὸς τερματισμόν των εὐθὺς ὡς θὰ ἦτο δυνατὸν νομίμως νὰ ληφθῇ τὸ μέτρον τοῦτο, μετὰ τὴν ἰσχὺν τῆς παρούσης Συμβάσεως.
{{c|Ἄρθρον 83.}}
{{c|Καταχώρησις νέων συμφωνιῶν.}}
Ὑπὸ τὴν ἐπιφύλαξιν τῶν διατάξεων τοῦ προηγουμένου Ἄρθρου θὰ δύναται συμβαλλόμενόν τι Κράτος νὰ συνάπτῃ συμφωνίας οὐχὶ ἀσυμβιβάστους πρὸς τὰς διατάξεις τῆς παρούσης Συμβάσεως. Πᾶσα τοιαύτη συμφωνία κατατίθεται πρὸς καταχώρησιν παρὰ τῷ Συμβουλίῳ, τὸ ὁποῖον θὰ τὰς δημοσιεύῃ τὸ ταχύτερον δυνατόν.
{{c|ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XVIII.}}
{{c|ΔΙΑΦΟΡΑΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΒΑΣΕΙΣ}}
{{c|Ἄρθρον 84.}}
{{c|Διευθέτησις Διαφορῶν.}}
Ἐφ’ ὅσον διαφωνία τις μεταξὺ δύο ἢ καὶ περισσοτέρων συμβαλλομένων Κρατῶν ἀφορῶσα τὸν ἑρμηνείαν ἢ τὴν ἐφαρμογὴν τῆς παρούσης συμβάσεως καὶ τῶν παραρτημάτων αὐτῆς, δὲν δύναται νὰ διευθετηθῇ διὰ διαπραγματεύσεων, θέλει διακανονισθῇ δι’ ἀποφάσεως τοῦ Συμβουλίου, τῇ αἰτήσει οἱουδήποτε Κράτους θιγομένου ἐκ τῆς διαφωνίας ταύτης. Οὐδὲν μέλος τοῦ Συμβουλίου θέλει ψηφίσει κατὰ τὸν ἐξέτασιν ὑπὸ τοῦ Συμβουλίου οἱασδήποτε διαφορᾶς, εἰς ἤν εἶναι διάδικον.
Συμβαλλόμενον τι Κράτος δύναται, ὑπὸ τὴν ἐπιφύλαξιν τοῦ ἄρθρου 85 νὰ ἐφεσιβάλλῃ τὴν ἀπόφασιν τοῦ Συμβουλίου ἐνώπιον εἰδικοῦ Διαιτητικοῦ Δικαστηρίου ἐφόσον τοῦτο γίνεται δεκτὸν ὑπὸ τῶν ἑτέρων μερῶν ἢ ἐνώπιον τοῦ Διαρκοῦς Δικαστηρίου Διεθνοῦς Δικαιοσύνης. Πᾶσα τοιαύτη ἔφεσις θέλει κοινοποιηθῇ εἰς τὸ Συμβούλιον ἐντός ἑξήκοντα ἡμερῶν ἀπὸ τῆς λήψεως τῆς κοινοποιήσεως τῆς ἀποφάσεως τοῦ Συμβουλίου.
{{c|Ἄρθρον 85.}}
{{c|Διαδικασία διαιτησίας.}}
Ἐὰν συμβαλλόμενόν τι Κράτος, μέρος εἰς διαφορὰν ἡ ἐφ’ ἧς ἀπόφασις τοῦ Συμβουλίου ἐφεσιβλήθη, δὲν ἔχει προσχωρήσει εἰς τὸ καταστατικὸν τοῦ Διαρκοῦς Δικαστηρίου Διεθνοῦς Δικαιοσύνης καὶ τὰ συμβαλλόμενα Κράτη μέρη τῆς διαφορᾶς δὲν δύνανται νὰ συμφωνήσωσιν ὣς πρὸς τὴν ἐκλογὴν Διαιτητικοῦ Δικαστηρίου, ἕκαστον ἐκ τῶν συμβαλλομένων Κρατῶν μέρος τῆς διαφορᾶς, θὰ ὁρίσῃ ἕνα μόνον Διαιτητήν, οὗτοι δὲ θὰ ὁρίσουν ἕνα Ἐπιδιαιτητήν. Εἰς περίπτωσιν καθ’ ἤν, συμβαλλόμενόν τι Κράτος μέρος εἰς τὴν διαφορὰν παραλείψῃ νὰ ὁρίσῃ διαιτητήν, ἐντὸς περιόδου τριῶν μηνῶν, ἀπὸ τῆς ἡμερομηνίας τῆς ἐφέσεως, Διαιτητὴς διὰ τὸ Κράτος τοῦτο θέλει ὁρισθῆ ὑπὸ τοῦ Προέδρου τοῦ Συμβουλίου ἐκ καταλόγου τηρουμένου ὑπὸ τοῦ Συμβουλίου, προσώπων ἐχόντων τὰ προσόντα καὶ δυναμένων νὰ δεχθῶσι τὴν ἐντολήν. Ἐὰν ἐντὸς τριάκοντα ἡμερῶν οἱ Διαιτηταὶ δὲν συμφωνήσουν διὰ τὸν Ἐπιδιαιτητήν, ὁ Πρόεδρος τοῦ Συμβουλίου θέλει ὑποδείξῃ τὸν Ἐπιδιαιτητὴν ἐκ τοῦ προρρηθέντος καταλόγου. Οἱ διαιτηταὶ καὶ ὁ Ἐπιδιαιτητὴς ἀπὸ κοινοῦ θὰ σχηματίσουν ἀκολούθως τὸ Διαιτητικὸν Δικαστήριον. Πᾶν διαιτητικὸν Δικαστήριον, σχηματισθὲν συμφώνως πρὸς τὸ παρὸν ἢ τὸ προηγούμενον ἄρθρον θέλει ὁρίσῃ τὴν ἀκολουθητέαν διαδικασίαν καὶ θὰ λαμβάνῃ ἀποφάσεις διὰ πλειοψηφίας ἐπιφυλασσομένου πάντως εἰς τὸ Συμβούλιον τοῦ δικαιώματος νὰ καθορίζη ζητήματα διαδικασίας ἐν περιπτώσει βραδύτητος, ἥτις κατὰ τὴν γνώμην τοῦ Συμβουλίου θὰ ἐθεωρῆτο ὡς ὑπερβολική.
{{c|Ἄρθρον 86.}}
{{c|Ἐφέσεις.}}
Ἐφόσον τὸ Συμβούλιον δὲν ἤθελεν ἀποφανθῆ ἄλλως, πᾶσα ἀπόφασις αὐτοῦ περὶ τῆς συμφώνου ἡ μὴ πρὸς τὰς διατάξεις τῆς παρούσης Συμβάσεως λειτουργίας Διεθνοῦς τινὸς Ἀεροπορικῆς Γραμμῆς, θέλει παραμείνει ἐν ἰσχύϊ πλὴν ἐὰν<noinclude></noinclude>
1dn4oi2yrvtt6ygdu6tykxq2ttbg66g
148273
148272
2022-07-22T09:11:31Z
Texniths
8915
proofread-page
text/x-wiki
<noinclude><pagequality level="3" user="Texniths" />{{κβ|{{gap}}212|ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟΝ)}}
{{rule}}</noinclude>σμὸν Ὀργανώσεων Κοινῆς 'Ἐκμεταλλεύσεως Ἐναερίων. Μεταφορῶν ἢ Διεθνῶν Πρακτορείων Ἐκμεταλλεύσεως καὶ εἰς τὴν κοινὴν ἐκμετάλλευσιν τῶν ἐναερίων Ὑπηρεσιῶν των, ἐφ’ οἱασδήποτε γραμμῆς ἢ εἰς οἱανδήποτε περιοχήν, ἀλλὰ αἱ τοιαῦται Ὀργανώσεις ἢ τοιαῦτα Πρακτορεῖα, ὡς καὶ αἱ τοιαῦται κοιναὶ Ὑπηρεσίαι θὰ ὑπόκηνται εἰς ἁπάσας τὰς διατάξεις τῆς παρούσης Συμβάσεως, συμπεριλαμβανομένων καὶ τῶν περὶ καταχωρήσεως τῶν τοιούτων Συμφωνιῶν παρὰ τῷ Συμβουλίῳ. Τὸ Συμβούλιον θέλει καθορίσει τίνι τρόπῳ αἱ διατάξεις τῆς παρούσης Συμβάσεως, αἱ ἀφορῶσαι τὴν ἐθνικότητα τῶν ἀεροσκαφῶν, ἤθελον ἐφαρμοσθῇ εἰς τὰ ἀεροσκάφη τὰ χρησιμοποιούμενα παρὰ Διεθνῶν Πρακτορείων Ἐκμεταλλεύσεως.
{{c|Ἄρθρον 78.}}
{{c|Καθήκοντα Συμβουλίου.}}
Τὸ Συμβούλιον δύναται νὰ προτείνῃ εἰς τὰ ἐνδιαφερόμενα συμβαλλόμενα Κράτη τὸν σχηματισμὸν κοινῶν Ὀργανώσεων ἐκμεταλλεύσεως Ἀεροπορικῶν Ὑπηρεσιῶν, ἐφ’ οἰασδήπότε γραμμῆς ἤ εἰς οἱανδήποτε περιοχήν.
{{c|Συμμετοχὴ εἰς Ὀργανώσεις ἐκμεταλλεύσεως.}}
{{c|Ἄρθρον 79.}}
Κράτος τι δύναται νὰ συμμετάσχῃ εἰς Ὀργανώσεις Κοινῆς Ἐκμεταλλεύσεως ἤ εἰς Σύμφωνα κοινοπραξίας εἴτε διὰ τῆς Κυβερνήσεώς του εἴτε διὰ Ἑταιρείας ἢ Ἑταιρειῶν Ἀεροπορικῆς Γραμμῆς ὑποδεικνυομένων ὑπὸ τῆς Κυβερνήσεώς του. Αἱ Ἑταιρεῖαι δύνανται κατὰ τὴν ἀποκλειστικὴν κρίσιν τοῦ ἐνδιαφερομένου Κράτους, νὰ ὦσιν ἐξ ὁλοκλήρου ἤ μερικῶς ἰδιοκτησία τοῦ Κράτους ἤ νὰ ἀνήκωσιν εἰς ἰδιώτας.
{{c|ΜΕΡΟΣ IV.}}
{{c|ΤΕΛΙΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ.}}
{{c|ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XVII.}}
{{c|ΕΤΕΡΑΙ ΣΥΜΦΩΝΙΑΙ ΚΑΙ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ}}
{{c|ΠΕΡΙ ΑΕΡΟΝΑΥΤΙΛΙΑΣ}}
{{c|Ἄρθρον 80.}}
{{c|Συμβάσεις Παρισίων καὶ Χαβάνας.}}
Ἑκάστων συμβαλλόμενον Κράτος ἀναλαμβάνει ἀμέσως ὡς τεθῇ ἐν ἰσχύι ἡ παροῦσα σύμβασις, νὰ καταγγείλῃ τὴν Σύμβασιν περὶ Κανονισμοῦ τῆς Ἀεροναυτιλίας, τὴν ὑπογραφεῖσαν ἐν Παρισίοις τὸν 13ην Ὀκτωβρίου 1919, ἤ τὴν Σύμβασιν περὶ Ἐμπορικῆς Ἀεροναντιλίας τὴν ὑπογραφεῖσαν ἐν Χαβάνᾳ τὴν 20ὴν Φεβρουαρίου 1928, ἐφ’ ὅσον μετέχει τῆς μιᾶς ἤ τῆς ἑτέρας τῶν Συμβάσεων τούτων. Μεταξὺ τῶν συμβαλλομένων Κρατῶν ἡ παροῦσα σύμβασις ἀντικαθιστᾷ τὰς προρρηθείσας Συμβάσεις Παρισίων καὶ Χαβάνας.
{{c|Ἄρθρον 81.}}
{{c|Καταχώρησις ὑφισταμένων Συμφωνιῶν.}}
Πᾶσαι αἱ ὑφιστάμεναι Συμφωνίαι περὶ Ἀεροναυτιλίας ἅμα ὡς τεθῇ ἐν ἰσχύϊ ἡ παροῦσα Σύμβασις μεταξὺ συμβαλλομένου Κράτους καὶ οἱουδήποτε ἑτέρου Κράτους, ἤ μεταξὺ Ἀεροπορικῆς, Γραμμῆς συμβαλλομένου Κράτους ἤ Ἀεροπορικῆς γραμμῆς καὶ οἱουδήποτε ἑτέρου Κράτους, δέον ἐφεξῆς νὰ κατατεθῶσι πρὸς καταχώρησιν παρὰ τῷ Συμβουλίῳ.
{{c|Ἄρθρον 82.}}
{{c|Ἀκύρωσις ἀσυμβιβάστων Συμφωνιῶν.}}
Τὰ συμβαλλόμενα Κράτη ἀποδέχονται τὴν παροῦσαν Σύμβασιν ὡς ἀκυρούσαν πάσας τὰς ὑποχρεώσεις καὶ συνεννοήσεις μεταξύ των, αἵτινες δὲν συμβιβάζονται πρὸς τοὺς ὅρους της καὶ ὑποχρεοῦνται νὰ μὴ συμμετάσχωσιν εἰς οἱασδήποτε τοιαύτας ὑποχρεώσεις καὶ συνεννοήσεις. Συμβαλλόμενόν τι Κράτος, τὸ ὁποῖον πρὶν ἢ ἀποτελέσῃ Μέλος τῆς Ὀργανώσεως, εἶχεν ἀναλάβει οἱασδήποτε ὑποχρεώσεις ἔναντι μὴ συμβαλλομένου Κράτους ἢ ὑπηκόου συμβαλλομένου ἢ μὴ Κράτους, αἵτινες δὲν συμβιβάζονται πρὸς τοὺς ὄρους τῆς παρούσης Συμβάσεως, θέλει λάβει ἄμεσα μέτρα ἵνα ἀπαλλαγῇ ἐκ τῶν ὑποχρεώσεών του. Ἐφ’ ὅσον Ἀεροπορικὴ Γραμμὴ συμβαλλομένου τινὸς Κράτους εἶχεν ἀναλάβει οἱασδήποτε τοιαύτας ἀσυμβιβάστους ὑποχρεώσεις, τὸ Κράτος τοῦ ὁποίου τὴν ὑπηκοότητα ἔχει, θέλει καταβάλει πάσας τὰς προσπάθειας του ἵνα ἐξασφαλίσῃ τὴν ἄμεσον λῆξιν των καὶ θὰ ἐνεργήσῃ ἐν πάσῃ περιπτώσει πρὸς τερματισμόν των εὐθὺς ὡς θὰ ἦτο δυνατὸν νομίμως νὰ ληφθῇ τὸ μέτρον τοῦτο, μετὰ τὴν ἰσχὺν τῆς παρούσης Συμβάσεως.
{{c|Ἄρθρον 83.}}
{{c|Καταχώρησις νέων συμφωνιῶν.}}
Ὑπὸ τὴν ἐπιφύλαξιν τῶν διατάξεων τοῦ προηγουμένου Ἄρθρου θὰ δύναται συμβαλλόμενόν τι Κράτος νὰ συνάπτῃ συμφωνίας οὐχὶ ἀσυμβιβάστους πρὸς τὰς διατάξεις τῆς παρούσης Συμβάσεως. Πᾶσα τοιαύτη συμφωνία κατατίθεται πρὸς καταχώρησιν παρὰ τῷ Συμβουλίῳ, τὸ ὁποῖον θὰ τὰς δημοσιεύῃ τὸ ταχύτερον δυνατόν.
{{c|ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XVIII.}}
{{c|ΔΙΑΦΟΡΑΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΒΑΣΕΙΣ}}
{{c|Ἄρθρον 84.}}
{{c|Διευθέτησις Διαφορῶν.}}
Ἐφ’ ὅσον διαφωνία τις μεταξὺ δύο ἢ καὶ περισσοτέρων συμβαλλομένων Κρατῶν ἀφορῶσα τὸν ἑρμηνείαν ἢ τὴν ἐφαρμογὴν τῆς παρούσης συμβάσεως καὶ τῶν παραρτημάτων αὐτῆς, δὲν δύναται νὰ διευθετηθῇ διὰ διαπραγματεύσεων, θέλει διακανονισθῇ δι’ ἀποφάσεως τοῦ Συμβουλίου, τῇ αἰτήσει οἱουδήποτε Κράτους θιγομένου ἐκ τῆς διαφωνίας ταύτης. Οὐδὲν μέλος τοῦ Συμβουλίου θέλει ψηφίσει κατὰ τὸν ἐξέτασιν ὑπὸ τοῦ Συμβουλίου οἱασδήποτε διαφορᾶς, εἰς ἤν εἶναι διάδικον.
Συμβαλλόμενον τι Κράτος δύναται, ὑπὸ τὴν ἐπιφύλαξιν τοῦ ἄρθρου 85 νὰ ἐφεσιβάλλῃ τὴν ἀπόφασιν τοῦ Συμβουλίου ἐνώπιον εἰδικοῦ Διαιτητικοῦ Δικαστηρίου ἐφόσον τοῦτο γίνεται δεκτὸν ὑπὸ τῶν ἑτέρων μερῶν ἢ ἐνώπιον τοῦ Διαρκοῦς Δικαστηρίου Διεθνοῦς Δικαιοσύνης. Πᾶσα τοιαύτη ἔφεσις θέλει κοινοποιηθῇ εἰς τὸ Συμβούλιον ἐντός ἑξήκοντα ἡμερῶν ἀπὸ τῆς λήψεως τῆς κοινοποιήσεως τῆς ἀποφάσεως τοῦ Συμβουλίου.
{{c|Ἄρθρον 85.}}
{{c|Διαδικασία διαιτησίας.}}
Ἐὰν συμβαλλόμενόν τι Κράτος, μέρος εἰς διαφορὰν ἡ ἐφ’ ἧς ἀπόφασις τοῦ Συμβουλίου ἐφεσιβλήθη, δὲν ἔχει προσχωρήσει εἰς τὸ καταστατικὸν τοῦ Διαρκοῦς Δικαστηρίου Διεθνοῦς Δικαιοσύνης καὶ τὰ συμβαλλόμενα Κράτη μέρη τῆς διαφορᾶς δὲν δύνανται νὰ συμφωνήσωσιν ὣς πρὸς τὴν ἐκλογὴν Διαιτητικοῦ Δικαστηρίου, ἕκαστον ἐκ τῶν συμβαλλομένων Κρατῶν μέρος τῆς διαφορᾶς, θὰ ὁρίσῃ ἕνα μόνον Διαιτητήν, οὗτοι δὲ θὰ ὁρίσουν ἕνα Ἐπιδιαιτητήν. Εἰς περίπτωσιν καθ’ ἤν, συμβαλλόμενόν τι Κράτος μέρος εἰς τὴν διαφορὰν παραλείψῃ νὰ ὁρίσῃ διαιτητήν, ἐντὸς περιόδου τριῶν μηνῶν, ἀπὸ τῆς ἡμερομηνίας τῆς ἐφέσεως, Διαιτητὴς διὰ τὸ Κράτος τοῦτο θέλει ὁρισθῆ ὑπὸ τοῦ Προέδρου τοῦ Συμβουλίου ἐκ καταλόγου τηρουμένου ὑπὸ τοῦ Συμβουλίου, προσώπων ἐχόντων τὰ προσόντα καὶ δυναμένων νὰ δεχθῶσι τὴν ἐντολήν. Ἐὰν ἐντὸς τριάκοντα ἡμερῶν οἱ Διαιτηταὶ δὲν συμφωνήσουν διὰ τὸν Ἐπιδιαιτητήν, ὁ Πρόεδρος τοῦ Συμβουλίου θέλει ὑποδείξῃ τὸν Ἐπιδιαιτητὴν ἐκ τοῦ προρρηθέντος καταλόγου. Οἱ διαιτηταὶ καὶ ὁ Ἐπιδιαιτητὴς ἀπὸ κοινοῦ θὰ σχηματίσουν ἀκολούθως τὸ Διαιτητικὸν Δικαστήριον. Πᾶν διαιτητικὸν Δικαστήριον, σχηματισθὲν συμφώνως πρὸς τὸ παρὸν ἢ τὸ προηγούμενον ἄρθρον θέλει ὁρίσῃ τὴν ἀκολουθητέαν διαδικασίαν καὶ θὰ λαμβάνῃ ἀποφάσεις διὰ πλειοψηφίας ἐπιφυλασσομένου πάντως εἰς τὸ Συμβούλιον τοῦ δικαιώματος νὰ καθορίζη ζητήματα διαδικασίας ἐν περιπτώσει βραδύτητος, ἥτις κατὰ τὴν γνώμην τοῦ Συμβουλίου θὰ ἐθεωρῆτο ὡς ὑπερβολική.
{{c|Ἄρθρον 86.}}
{{c|Ἐφέσεις.}}
Ἐφόσον τὸ Συμβούλιον δὲν ἤθελεν ἀποφανθῆ ἄλλως, πᾶσα ἀπόφασις αὐτοῦ περὶ τῆς συμφώνου ἡ μὴ πρὸς τὰς διατάξεις τῆς παρούσης Συμβάσεως λειτουργίας Διεθνοῦς τινὸς Ἀεροπορικῆς Γραμμῆς, θέλει παραμείνει ἐν ἰσχύϊ πλὴν ἐὰν<noinclude></noinclude>
k4j32oq7127i36s3il0oqqfn7sr5zzj