Χρήστης:Krassanakis

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Γιατί υπήρχαν τα πνεύματα, η υπογεγραμένη και τα τονικά σημάδια

Σύμφωνα με τις σημερινές σχολικές γραμματικές και οι πανεπιστημιακές γλωσσολογίες τα σημάδια του τόνου, της υπογεγραμμένης και τα πνεύματα υπήρχαν στην αρχαία ελληνική, για να υποδείχνεται η μουσικότητα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Ωστόσο αυτό δεν είναι αληθές. Τα σημάδια του τόνου, τα πνεύματα, τα διαλυτικά κ.τ.λ. επινοήθηκαν για ενοιολογικούς και ορθοφωνητικούς λόγους, δηλαδή για να υποδείχνονται οι τονιζόμενες και άτονες συλλαβές, καθώς και τα φθογγικά πάθη και ιδιαίτερα οι προφορές με συναίρεση (άρα διάκριση των διφθόγγων αί, εϊ, οϊ… από τα δίψηφα γράμματα αι, ει, οι…), αποκοπή ή συνίζηση ή έκθλιψη( άρα κουφισμός φθόγγου), που συμβαίνουν κατά την εκφώνηση ενός λόγου και έτσι να γράφουμε ως το μαγνητόφωνο και κάτι παραπάνω (έτσι διακρίνονται και οι ομοιογραφες και ομόηχες λέξεις σε συνάρτηση και με τα ομόηχα γράμματα ω & ο, η & υ & ι…), πρβλ π.χ.: Αρχαία: ηχέω – ηχώ (λέξη συνηρημένη με περισπωμένη) και η ηχώ (λέξη ασυναίρετη με οξεία), τιμάει (ασυναίρετη λέξη οξεία) > τιμά (συνηρημένη λέξη περισπωμένη), Αθηνάα (ασυναίρετη λέξη οξεία) > Αθηνά με περισπωμένη) και ‘εν (με δασεια) = αριθμητικό & έν (με ψιλή) = πρόθεση, έξοχη – ΄εξοχή, Βενετία & ‘Ενετία 9αποβολή συμφώνου με δασεία), σάλς > ‘άλας > αλάτι, τη+ώρα > τωρα… Νέα: έξοχη & εξοχή, σόλα & σ’ όλα = σε όλα, λίγ’ απ’ όλα = λίγα από όλα, μία & μια, ποίος & ποιος, ποία & ποια, θεϊκός & θείος, ευνοϊκός & εύνοια…

Σημειώνεται ότι: 1) Αρχικά στην ελληνική γραφή δεν υπήρχαν και τα μικρά γράμματα, που αυτά χρησιμεύουν στη διάκριση αφενός των προτάσεων (μ’ αυτό γράφουμε το αρχικό γράμμα κάθε πρότασης) και αφετέρου των κυρίων ονομάτων από τα κοινά και τις άλλες λέξεις, π.χ.: αγαθή και Αγαθή.. 2) Στη λατινική γραφή δεν υπάρχουν τα μικρά γράμματα (τα μικρά εκεί είναι απλώς πιο μικρά σε σχήμα) ούτε και τα τονικά σημάδια και τα πνεύματα, επειδή αυτά επινοήθηκαν μετά που οι Λατίνοι αντέγραψαν το ελληνικό αλφάβητο. Έτσι εκεί δεν υποδεικνύονται οι τονιζόμενες και οι νυρημένες συλλαβές κ.τ.λ. 3) Τα μικρά γράμματα και τα σημεία (= η υπογεγραμμένη, τα τονικά σημάδια, η απόστροφος και τα πνεύματα) επινοήθηκαν από τους καλούμενους Αλεξανδρινούς γραμματικούς και τελειοποιήθηκαν από τους Βυζαντινούς.


Α. H ΥΠΟΓΕΓΡΑΜΜΕΝΗ

Υπογεγραμμένη λέγεται το σημάδι (ι) που μπαίνει στην αρχαία ελληνική γραφή κάτω από τα γράμματα α ω η, όταν έχουμε αποβολή του ακολουθούμενου φωνήεντο φθόγγου ι, άσχετα με την ορθογραφία του, για υπενθύμιση αυτού του φθογγικού πάθους (άρα υπενθύμιση της ετυμολογίας της λέξης), π.χ.: τιμά(ει) - ôéì~?á, ôéìÜ(åé)ò - ôéì~?áò, íéêÜ(åé) - íéê~?á, ôéìÜ(ïé)ìé - ôéì~?ùìé, ðñïéêþ(é)ïò - ðñïéê?~ùïò, æÞåéò - æ~?çò, Èñáúêéïò > Èñ?Üêéïò Þ Èñ?~áî, åãþ (åß)äá > åã?þäá......

Σημειώνεται ότι: α) Τα υπογεγραμμένα α, η, ω λέγονται καταχρηστικοί δίφθογγοι, επειδή είναι τα: αι, ηι, ωι που, ενώ είναι δυο φθόγγοι έχουν, μια μόνο προφορά, αφού το γράμμα ι δεν προφέρεται. Β) Στις λέξεις: θέϊος - θε~ιος, γάϊα - γα~ια, ομόϊος - όμοιος, ευβόϊος - ευβοίος.. δεν έμπαινε υπογεγραμμένη, διότι εδώ δεν έχουμε αποβολή του φθόγγοι ι, αλλά συναίρεση ( αποβολή των ε ο: θ(έ)ιος, όμ(ο)ιος.. και τροπή του αι σε ε: γάϊα - γαία «γέα»..). γ) Το ότι η υπογεγραμμένη δεν προφέρεται ("κουφίζεται") αναφέρεται στη "Γραμματική Τέχνη" του Δ. Θράκα.


Β. ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΑ (η ψιλή & η δασεία)

Κάθε λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίψηφο φωνήεν ή από το σύμφωνο ρ παίρνει πάνω σ' αυτό ένα ιδιαίτερο σημάδι, που λέγεται πνεύμα. Τα πνεύματα ήσαν δυο μικρά σύμβολα, η καλούμενη ψιλή (΄ ) και η καλούμενη δασεία (‘): ἀήρ, εἰκών -ἁγνός, εὑρίσκω• ῥέω.

Λέξεις με ψιλή και λέξεις με δασεία

α)Από τις λέξεις που αρχίζουν από φωνήεν ή δίφθογγο οι περισσότερες παίρνουν ψιλή. β) Δασύνονται κανονικά:• 1) Οι λέξεις που αρχίζουν από υ ή από ρ: ὑβρίζω, ῥόδον. 2) Τα άρθρα ὁ, ἡ, αἱ και οι δεικτικές αντωνυμίες ὅδε, ἥδε, οἵδε, αἵδε και οὗτος, αὕτη. 3) Οι αναφορικές αντωνυμίες και τα αναφορικά επιρρήματα (εκτός από τα ἔνθα, ἔνθεν): ὅς, ἥ, ὅ κτλ. , ὅπου, ὅθεν κτλ. 4) Οι τύποι της προσωπικής αντωνυμίας ἡμεῖς, ἡμῶν κτλ.,οὗ, οἷ, ἑ, οι αντωνυμίες ἕτερος, ἑκάτερος, ἕκαστος και οι λέξεις που σχηματίζονται από αυτές (ἡμέτερος, ἑαυτοῦ, ἑτέρωθεν, ἑκάστοτε κτλ.). 5) Οι σύνδεσμοι ἕως, ἡνίκα, ἵνα, ὅμως, ὁπότε, ὅπως, ὅτε, ὅτι, ὡς, ὥστε. 6) Τα αριθμητικά εἱς, ἕν, ἕξ, ἑπτά, ἑκατόν επίσης τα παράγωγα από αυτά- ἕνδεκα, ἑξακόσιοι, ἑβδομήκοντα, ἑκατοντάκις κτλ. 7) Οι ακόλουθες λέξεις (και όσες είναι παράγωγες από αυτές ή σύνθετες με α' συνθετικό τις λέξεις αυτές): Α.- ἁβρός, ἅγιος, ἁγνός, Ἅδης, ἁδρός, ἁθρόος (στην αττική διάλεκτο), αἷμα, Αἷμος, αἱρέω-ῶ, αἱ ἁλαί (= η αλυκή), ἅλας, Ἁλιάκμων, γεν. -όνος, Ἁλίαρτος, ἁλιεύω (μτγν.). Ἁλικαρνασσός, ἅλις (= αρκετά), ἁλίσκομαι-ἅλωσις, ἅλλομαι (=πηδώ), Ἁλόννησος, ἁλουργίς, γεν. -ίδος (μτγν.). ό ἁλς, γεν. του ἁλός (= αλάτι• συχνά σε πληθ. οί ἅλες = αλάτι, αλυκή), ή ἅλς, γεν. της ἁλός (= θάλασσα), ἁλτήρ, πληθ. ἁλτῆρες, ἅλυσις, ἡ ἅλως (= αλώνι), ἅμα, ἅμαξα, ἁμαρτάνω, ἅμιλλα, ἅμμα (= δέσιμο, κόμπος- από το ατττω), ἁνυτω (αλλά και ἀνύ(τ)ω), ἁπαλός, ἅπαξ, ἁπλούς, ἅπτω-ἅπτομαι, ἅρμα, ἁρμόζω, ἁρμονία, ἁρμός, ἅρπαξ - ἁρπάζω, ἁφή, ἁψίκορος, ἁψίς. γεν. -ῖδος. Ε.- (Ἑβραῖος), το ἕδος (= θρόνος, ναός, άγαλμα), ἕδρα, ἑδώλιον, ἕζομαι (= κάθομαι), εἱλόμην (αόρ. β' του αἱροῦμαι), εἵμαρται – εἱμαρμένη, εἵργνυμι και εἱργνύω (= εμποδίζω την έξοδο, κλείνω μέσα• ενώ εἴργω = εμποδίζω την είσοδο, αποκλείω), εἱρκτή, Ἑκάβη, ἑκάς (= μακριά), Ἑκάτη, ἑκών, Ἑλένη, Ἑλικών (γεν. -ῶνος), ή ἕλιξ, ἑλίττω (= τυλίγω, στρέφω), ἕλκος, ἕλκω (μεταγ. ελκύω), Ἑλλάς, Ἑλλην, ή ἕλμινς (γεν. -ινθος = σκουλήκι των εντέρων), το ἕλος, ἕνεκα ή ἕνεκεν, ἑξῆς, ἕξω (μέλλ. του ρ. έ~χω), ἑορτή, ἕρκος (= φραγμός), ἕρμα, ἑρμηνεύω, Ἑρμῆς, ἕρπω, ἑσπέρα, ἕσπερος, ἑσπόμην (αόρ. β' του ἕπομαι), ἑστιάω-ῶ, ἑταῖρος, ἕτοιμος και ἑτοῖμος, εὑρίσκω, ἑφθός (= βραστός• για τα μέταλλα = καθαρισμένος με φωτιά, καθαρός), ἕψω (= βράζω), ἕωλος (= παλιός, όχι πρόσφατος), ἡ ἕως (= πρωί). Η.- Ἥβη, ἡγέομαι –οῦμαι, ἥδομαι, ἥκιστα, ἥκω, ἧλιξ (= συνομήλικος. σύντροφος), Ἡλιαία, ἥλιος, ἧλος (= καρφί), ἡμερα, ἥμερος, ἡμι-(αχώριστο μόριο), ἥμισυς, ἡ ἡνία και τα ἡνία (= χαλινός), ἧπαρ, Ἥρα, Ἡρακλής, Ἡρόδοτος, ἥρως, Ἡσίοδος, ἥσυχος, ἧττα, ἡττάομαι -ῶμαι, ἥττων, Ἥφαιστος. Ι.- ἱδρύω, ἱδρώς, ἱέραξ, ἱερός, ἵημι, ἱκανός, ἱκέτης, ἱκνέομαι –οῦμαι, ἱλάσκομαι, ἱλαρός, ἵλεως, ἱμάς, ἱμάτιον, ἵμερος (= πόθος), ἵππος, (μεταγεν. ἵπταμαι), ἵστημι, ἱστός - ἱστίον, ἱστορία, ἱστορέω -ῶ, ἵστωρ (γεν. -ορος =έμπειρος, γνώστης). Ο.- ὁδός, ὁλκάς (= πλοίο που ρυμουλκείται, φορτηγό), ὁλκή (= έλξη,εισπνοή, βάρος), ὁ ὁλκός (= μηχάνημα με το οποίο έσερναν τα πλοία, λουρί, χαλινός, τροχιά, αυλάκι), ὅλμος, ὅλος, ὁρμαθός, ὁρμή, ό ὅρμος, ό ὅρος, το ὅριον, ὁρίζω, ὁράω -ῶ, ὅσιος. Ω.- ὥρα, ὡραίος, ὥριμος.

Σημειώνεται ότι για να δούμε αν μια λέξη παίρνει ή όχι δασεία τη συντάσσουμε ή τη συνθέτουμε με μια από τις προθέσεις: ]õðü, [áðü, [åðß, êáôÜ, ]åê ή με το αρνητικό μόριο ï[õê και αν τα ληκτικά τους ψιλά σύμφωνα π τ κ τρέπονται σε δασέα φ θ χ τότε η λέξη μάλλον δασύνεται: [áðü åíüò > ]áö´ ]åíüò, ìåôÜ çì~ùí > ìåè[ ]çì~ùí, õðü çëéïò > ]õö' ]\çëéïò > ]õöÞëéïò,.. Αυτό, επειδή συμπίπτει το πρώτο σύμφωνο των δασυνόμενων λέξεων να είναι ημίφωνο και το ληκτικό των προθέσεων άφωνο ψιλό, οπότε το ψιλό των προθέσεων τρέπεται σε δασύ, για να συνταιριάσουν ευφωνικά (ευστομιακώς, πιο άνετα στην προφορά), πρβλ: áð(ü - ï)ìïßùóá > áöïìïßùóá, áð(ü - å)ëëçíßæù -áöåëëçíßæù, ðñþô(ïò - õ)ðïõñãüò - ðñùèõðïõñãüò....

Αρχικά στην ελληνική γραφή δεν υπήρχαν καθόλου τα πνεύματα. Επινοήθηκαν κατά την περίοδο των καλούμενων αλεξανδρινών γραμματικών και αρχικά η ψιλή έμπαινε στις αποβολές των ψιλών αρκτικών συμφώνων: κ π τ – απ’ όπου ονομάστηκε το σύμβολο αυτό έτσι, δηλαδή «ψιλή» - και η δασεία στις αποβολές των δασέων αρκτικών συμφωνών: χ φ θ σ ζ - απ' όπου και ονομάστηκε το σύμβολο αυτό "δασεία". Κάτι που τελικά δεν καθιερώθηκε, αλλά κατέληξε τα πνεύματα να μπαίνουν με τους εξής κανόνες: 1) Με τη δασεία σημειώνεται η αποβολή του αρκτικού συμφώνου μιας λέξης, για υπενθύμιση αυτού του φθογγικού πάθους, π.χ.: (ó)Üëò > ] áëáò - ]áëÜôé, ÷Üñìá - (÷)áñìïíßá > ]áñìïíßá, (Â)åíåôßá > ] Åíåôßá.. 2) Mε την ψιλή σημειώνονται οι προθέσεις που αρχίζουν από φωνήεν και οι λέξεις που σχηματίζονται από αυτές και με δασεία τα αριθμητικά που αρχίζουν από φωνήεν (πλην των οκτώ, εννέα, είκοσι) και οι λέξεις που σχηματίζονται από αυτά, για διάκριση των ομοιόγραφων και ομοφώνων (ομοήχων) τύπων τους: ðñïèÝóåéò: å[éò, [åí, [åî, [áìöß, [åê,.... åêôüò , [åíôüò, ]åíôåýèåí, [åíïðëïò, ]åí-ëåßðù-]åëëåßðù, [åíëïãïò - }åëëïãïò, }åî-ïäïò, å}éó-ïäïò.. áñéèìçôéêÜ: å#éò, \åí, \Ýíá, ]áðëïýò, |áðáî, ]åðôÜ.... ]åí-äåêá, ] áðáî-Üðáíôåò, ]åí-þíù, ]åí-éêüò, .. 3) Mε ψιλή το η χρονική αύξηση ε- (έτσι υποδείχνουμε αόριστο χρόνο ρήματος): }åèåóá, }åëåãïí, [åäñïóßóôçêå, [åëÝãïìåí, îÝñù > \{çîåñá, èÝëù > {çèåëá... και με δασεία το πρόθεμα ε- (= η λέξη «\åí» > åíþíù, Ýíùóç ή η λέξη «|åïò,α,ο» = δικός,ή,ό μας): ][ åôáéñßá, ]åáõôüò, ]åíéáõôüò, ]åíéáßïò,...

Μάλιστα, α) Για να γίνει πιο εύκολη η χρήση των πνευμάτων, είχαν βγει οι εξής πρακτικοί κανόνες, όπως αναφέρονται στις γραμματικές αρχαίων ελληνικών Μ. Οικονόμου, Τζάρτζανου κ.α. (βλέπε πιο πριν) και β) Επειδή στην αποβολή των αρκτικών συμφώνων έμπαινε δασεία και το φαινόμενο αυτό συμβαίνει περισσότερο στο σύμφωνο χ, π.χ.: χώρα - > ώρα, βλέπε και hora (λατινικά) - hour (αγγλικά), χαρμονία > αρμονία = harmony αγγλικά…... γι' αυτό και νομίσθηκε, κακώς, ότι πριν η δασεία προφερόταν ως χ. 3) Εξέλιξη της ψιλής και της δασείας είναι η καλούμενη «απόστροφος», δηλαδή το απλό σημάδι (΄) . Η απόστροφος αντικατέστησε σε πολλές περιπτώσεις τα πνεύματα. Κανονικά όμως και σήμερα χρησιμοποιούνται τα πνεύματα, παραβαλε ότι με τη ψιλή σημειώνεται η αποβολή ληκτικού φωνήεντος μιας λέξης, π.χ.: λίγ’ απ’ όλα = λίγα από όλα, σ(ε) αγαπώ > σ’ αγαπώ,… και με τη δασεία σημειώνεται η αποβολή του αρκτικού φωνήεντος μιας λέξης, π.χ. που (εί)ναι > πού ‘ναι, τα (έ)φερε > τά ‘φερε,… ή του αρκτικού συμφώνου μιας λέξης, για υπόδειξη αυτού του φθογγικού πάθους, π.χ.: (ó)Üëò > ] áëáò - ]áëÜôé, ÷Üñìá - (÷)áñìïíßá > ]áñìïíßá, (Â)åíåôßá > ] Åíåôßá….


Γ. ΤΑ ΤΟΝΙΚΑ ΣΗΜΑΔΙΑ (Η οξεία, βαρεία & περισπωμένη)

α. Τι είναι ο τόνος και τα τονικά σημάδις

Ο τόνος: Σε κάθε λέξη, είτε της αρχαίας είτε της νέας ελληνικής, που έχει δύο ή περισσότερες συλλαβές μία από αυτές τονίζεται, δηλ. προφέρεται πιο δυνατά από τις άλλες. Το αυτό συμβαίνει σε όλες τις γλώσσες. Για να φανερώσουμε στο γραπτό λόγο ποια είναι η συλλαβή που τονίζεται, γράφουμε πάνω στο φωνήεν (ή το δίψηφο γράμμα) της συλλαβής αυτής ένα σημάδι (κάτι που δε γίνεται σε καμιά άλλη γραφή) που λέγεται τόνος: φέ-ρω, φε-ρό-με-θα, φε-ρο-μέ-νη, φεῦ-γε, ἀ-πό-φευ-γε, ἀ-γα-θός, ἀ-νήρ… Τα τονικά σημάδια: Στην αρχαία ελληνική γραφή υπάρχουν τρία διαφορετικά σημάδια με τα οποία υποδείχνουμε τη τονιζόμενη συλλαβή αντί ένα που υπάρχει σήμερα, τα εξής: η οξεία (΄), η βαρεία (') και η περισπωμένη (~):φε-ρο-μέ-νη, φεῦ-γε…

Κατά τη θέση που έχει ο τόνος σε μια λέξη και κατά το είδος του η λέξη αυτή λέγεται: 1) οξύτονη, αν έχει οξεία στη λήγουσα: πατήρ• 2) παροξύτονη, αν έχει οξεία στην παραλήγουσα: μήτηρ• 3) προπαροξύτονη, αν έχει οξεία στην προπαραλήγουσα: λέγομεν• 4) περισπωμένη, αν έχει περισπωμένη στη λήγουσα: τιμῶ• 5) προπερισπώμενη, αν έχει περισπωμένη στην παραλήγουσα: δῶ-ρον• 6) βαρύτονη, αν δεν τονίζεται στη λήγουσα: ἄνθρωπος, λύω, κελεύω.


β. Γενικοί κανόνες τονισμού της αρχαίας ελληνικής

Ο τονισμός των λέξεων στην αρχαία ελληνική γίνεται κατά τους εξής γενικούς κανόνες: 1) Καμιά λέξη δεν τονίζεται πιο πάνω από την προπαραλήγουσα (όπως και στην κοινή νέα ελληνική): λέγομεν, ἐλέγομεν, ἐλεγόμεθα, ἐπικίνδυνος, ἐπικινδυνότατος. 2) Όταν η λήγουσα είναι μακρόχρονη, η προπαραλήγουσα δεν τονίζεται: (ή βασίλισσα, αλλά) της βασιλίσσης, (άμεσος, αλλά) αμέσως. 3) Η προπαραλήγουσα, όταν τονίζεται, παίρνει πάντοτε οξεία: τιμώ-μεθα, παρήγορος, πείθομαι. 4) Κάθε βραχύχρονη συλλαβή, όταν τονίζεται, παίρνει πάντοτε οξεία: νέφος, τόπος, ἀγαθός. 5) Η μακρόχρονη παραλήγουσα, όταν τονίζεται, παίρνει οξεία εμπρός από μακρόχρονη λήγουσα: θήκη, κώμη, παιδεύω, κλαίω. 6) Η μακρόχρονη παραλήγουσα, όταν τονίζεται, παίρνει περισπωμένη εμπρός από βραχύχρονη λήγουσα: κῆπος, χῶρος, φεῦγε, κῶμαι. 7) Η θέσει μακρόχρονη συλλαβή ως προς τον τονισμό λογαριάζεται βραχύχρονη: αὖλαξ, κλῖμαξ, μεῖραξ, τάξις, λύτρον (βλ. § 33, β). 8) Η βαρεία σημειώνεται στη θέση της οξείας μόνο στη λήγουσα, όταν δεν ακολουθεί στίξη ή λέξη εγκλιτική: ὁ βασιλεὺς τὴν μὲν πρὸς ἑαυτὸν ἐπιβουλήν οὐκ ᾐσθάνετο …

γ. Ειδικοί κανόνες τονισμού της αρχαίας ελληνικής

α) Η ασυναίρετη ονομαστική, αιτιατική και κλητική των πτωτικών, όταν τονίζεται στη λήγουσα, κανονικά παίρνει οξεία: ὁ ποιητής, τὸν ποιητήν, ὦ ποιητά• οἱ ποιηταί, τοὺς ποιητάς, ὦ ποιηταί• ἡ φωνή, τὴν φωνήν, ὦ φωνή• αἱ φωναί, ταὰς φωνάς, ὦ φωναί• πατήρ, λιμήν, άνδριάς• καλήν, καλάς, καλά• αὐτή, αὐτήν, αὐτός• λαβών, ἰδών, λελυκώς, λυθείς. Εξαιρέσεις: Παίρνουν περισπωμένη αντίθετα με τον κανόνα, αν και δεν προκύπτουν από συναίρεση: οι μονοσύλλαβοι τύποι της ονομ., αιτιατ. και κλητ. που έχουν χαρακτήρα ι, υ, (ου, αυ): ὁ κῖς, τὸν κῖν, ὧ κῖ, τοὺς κῖς - ἡ δρῦς, τὴν δρῦν, ὦ δρῦ, τὰς δρῦς - ὁ βοῦς, τον βοῦν, ὧ βοῦ, τους βοῦς - ή γραῦς, τὴν γραῦν, ὧ η αιτιατική πληθ. των ονομ. σε -ὺς (γεν. -ύος), αν τονίζεται στη λήγουσα: τους ἰχθῦς η ονομ., αιτ. και κλητ. του ενικού των ουδετέρων πῦρ και οὖς η ονομ. και κλητ. του ενικού του θηλ. ή γλαῦξ (= κουκουβάγια» ] η κλητ. του ενικού των ονομ. σε -εύς: ὧ βασιλεῦ β) Η μακροκατάληκτη γενική και δοτική των πτωτικών, όταν τονίζεται στη λήγουσα, παίρνει περισπωμένη: τοῦ ποιητοῦ, τῷ ποιητῇ• τῶν ποιητῶν, τοῖς ποιηταῖς-τῆς φωνῆς, τῇ φωνῇ• τῶν φωνῶν, ταῖς φωναῖς• τοῦ ἀγαθοῦ, τῆς αγαθῆς, τῷ άγαθῷ, τῇ αγαθῇ• τῶν αγαθῶν, τοῖς άγαθοῖς, ταῖς άγαθαῖς κτλ.• αὐτοῦ, αὐτῆς, αὐτῷ, αὐτῆ• αὐτῶν, αὐτοῖς, αὐταῖς κτλ. Εξαιρέσεις: Τα αττικόκλιτα ουσιαστικά φυλάγουν σε όλες τις πτώσεις τον ίδιο τόνο που έχει η ονομαστική του ενικού και στην ίδια συλλαβή: ὁ λεὼς, τοῦ λεὼ κτλ., ὁ ταῶς, τοῦ ταῶ κτλ., ὁ πρόνεως, τοῦ πρόνεω κτλ. γ) Στα πτωτικά, όπου τονίζεται η ονομαστική του ενικού εκεί τονίζονται και οι άλλες πτώσεις του ενικού και του πληθυντικού, εκτός αν εμποδίζει η λήγουσα: λέων, λέοντος, λέοντες κτλ. - αλλά: λεόντων • αρρην, άρρενος, άρρενες κτλ. - αλλά: αρρένων• ἕκαστος, ἕκαστον, ἕκαστοι κτλ. - αλλά: ἑκάστου, ἑκάστων, ἑκάστους Στα πρωτόκλιτα ουσιαστικά η γενική του πληθ. τονίζεται στηλήγουσα και παίρνει περισπωμένη:τῶν νεανιῶν, τῶν θαλασσῶν. Τα μονοσύλλαβα ονόματα της γ΄κλίσης στη γενική και δοτική όλων των αριθμών τονίζονται στη λήγουσα: ἡ φλόξ, τῆς φλογὸς, τῇ φλογὶ, τῶν φλογῶν, ταῖς φλοξὶ. Εξαιρούνται τα μονοσύλλαβα ἡ δᾲς, ὁ θὼς (=τσακάλι), το οὖς, ὁ παῖς, ὁ Τρὼς και το φῶς που τονίζονται στη γεν.πληθ. στην παραλήγουσα:τῶν δᾴδων, τῶν θώων, τῶν ὤτων, τῶν παίδων, τῶν Τρώων, τῶν φώτων. δ) Η λήγουσα που προέρχεται από συναίρεση, όταν τονίζεται, κανονικά παίρνει περισπωμένη: (τιμάω) τιμῶ, (τιμάων) τιμῶν, (έπιμελέες) επιμελεῖς- παίρνει όμως οξεία, αν πριν από τη συναίρεση είχε οξεία η δεύτερη από τις συλλαβές που συναιρούνται: (ἑσταώς) ἑστώς, (κληίς, κλῄς) κλείς. ε) Στις σύνθετες λέξεις ο τόνος κανονικά ανεβαίνει ως την τελευταία συλλαβή του πρώτου συνθετικού, αν επιτρέπει η λήγουσα: (σοφός) πάν-σοφος, (πόλις) ακρόπολις, μεγαλόπολις, (πήχυς) εἰκοσάπηχυς• (έλθέ) ἄπελθε, (δός) ἀπόδος• (φρήν) ό μεγαλόφρων, το μεγαλόφρον

δ. Άτονες λέξεις

Στη νέα ελληνική γραφή το τονικό σημάδι παραλείπεται, αν εννοείται το που τονίζεται η λέξη, π.χ. οι δυο, η μια… Κάτι που δε συμβαίνει στην αρχαία ελληνική πλην μόνο στις δέκα μονοσύλλαβες λέξεις (και γι' αυτό λέγονται άτονες λέξεις): τα άρθρα ὁ, ἡ, οἱ, αἱ• οι προθέσεις εἰς, ἐν, ἐκ (ἢ ἐξ)• τα μόρια εἰ, ὡς, οὐ (ἢ οὐκ ἢ οὐχ)

ε. Εγκλιτικές λέξεις. Έγκλιση του τόνου

Μερικές μονοσύλλαβες ή δισύλλαβες λέξεις συμπροφέρονται τόσο στενά με την προηγούμενη, ώστε ακούονται σαν ν' αποτελούν μαζί της μία λέξη• γι' αυτό ο τόνος τους κανονικά ή χάνεται ή ανεβαίνει στη λήγουσα της προηγούμενης λέξης ως οξεία (πβ. τα νεοελληνικά: ό αδερφός μου, ό δάσκαλός μου). Οι λέξεις αυτές λέγονται εγκλιτικές λέξεις ή απλώς εγκλιτικά. α) Συχνότερα εγκλιτικά της αρχαίας ελληνικής είναι: οι τύποι των προσωπικών αντωνυμιών μοῦ, μοί, μέ – σοῦ, σοί, σέ -οὗ, οἷ, ἓ όλες οι πτώσεις ενικού και πληθυντικού της αόριστης αντωνυμίας τὶς – τὶ εκτός από τον τύπο του ουδέτ. πληθ. ἄττα (= τινά = μερικά) όλοι οι δισύλλαβοι τύποι της οριστικής του ενεστώτα των ρημάτων εἰμί (= είμαι) και φημὶ (= λέγω) τα επιρρήματα πού, ποί, πόθεν -πώς, πή (ἢ πῄ). ποτὲ τα μόρια γέ, τέ, τοι, πέρ, πώ, νὺν και το πρόσφυμα δὲ (διαφορετικό από το σύνδεσμο δὲ) β) Ο τόνος των εγκλιτικών χάνεται: σε όλα τα εγκλιτικά (μονοσύλλαβα ή δισύλλαβα), όταν η προηγούμενη λέξη είναι οξύτονη ή περισπωμένη: ναός τις, καλόν εστί (με οξεία και όχι βαρεία στην προηγούμενη λέξη• βλ. § 38, 8) - τιμώ σε, τιμώ τινας• μόνο στα μονοσύλλαβα εγκλιτικά, όταν η προηγούμενη λέξη είναι παροξύτονη: γέρων τις, παιδεύω σε. γ) Ο τόνος των εγκλιτικών ανεβαίνει στη λήγουσα της προηγούμενης λέξης (ως οξεία), όταν η προηγούμενη λέξη είναι προπαροξύτονη ή προπερισπώμενη ή άτονη ή εγκλιτική: ἔλαφός τις, ἔλαφοί τινες – κῆπός τις, κῆποί τινες- Ἀριαῖός τε - ἔν τινι τόπῳ - εἴ τις βούλεται – εἴ τίς ἐστί μοι φίλος. δ) Ό τόνος των εγκλιτικών μένει στη θέση του (δηλ. δε γίνεται έγκλιση τόνου): όταν η προηγούμενη λέξη είναι παροξύτονη και το εγκλιτικό δισύλλαβο: λόγοι τινές, ανθρώπων τινῶν, φίλοι εἰσίν• όταν η προηγούμενη λέξη έχει πάθει έκθλιψη ή όταν πριν από το εγκλιτικό υπάρχει στίξη: καλόν δ' ἐστίν - Ὅμηρος, φασί, τυφλὸς ἦν• όταν υπάρχει έμφαση ή αντιδιαστολή: παρὰ σοῦ, πρὸς σέ• ταῦτα σοὶ λέγω, οὐκ ἐκείνῳ.


στ. Γιατί παλιά είχαμε τρία τονικά σημάδια αντί ένα

Αρχικά στο ελλ. σύστημα γραφής δεν υπήρχε καθόλου τονικό σημάδι και το που τονιζόταν η λέξη φαινόταν από την ορθογραφία της ή έβγαινε από τα συμφραζόμενα, κάτι ως γίνεται και με το όταν γράφουμε μόνο με κεφαλαία, π.χ.: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΦΗ & ΓΡΑΦΕΙ ΕΛΛΗΝΙΚΑ. Κατόπιν, 3ος - 2ος π.Χ. αι., οι καλούμενοι αλεξανδρινοί γραμματικοί βλέποντας ότι οι ξένοι δεν πρόφεραν ως έπρεπε τις λέξεις ή γίνονταν παρανοήσεις από την παράλειψη σημείωσης του τόνου, υπόδειχναν στα γραπτά τους και τις άτονες (που τις ονόμασαν βαρείες) και τις τονισμένες συλλαβές (που τις ονόμασαν οξείες). Η άτονη συλλαβή ονομαζόταν τότε βαρεία, επειδή εκεί η προφο-ρά δεν ανεβαίνει, άρα εκεί η φωνή είναι ασήκωτη, βαριά. Η τονιζόμενη συλλαβή ονομαζόταν τότε οξεία, επειδή εκεί η φωνή ανεβαίνει, γίνεται άρση, και όσο μακραίνει κάτι, εδώ η φωνή, τόσο λεπταίνει, οξύνεται.

Ακολούθως καθιερώθηκε να είχουμε τρία διαφορετικά τονικά σημάδια: την οξεία, τη βαρεία και την περισπωμένη, όπου: Α) Με το καλούμενο σημάδι (΄) της οξείας υποδείχναμε την κανονική ή την ασυναίρετη συλλαβή, π.χ.: καλός, γάϊα, τιμάω, ανθέω, Ερμέας, τιμή, τιμαί, καλοί… Β) Με το καλούμενο σημάδι (- ) της περισπωμένης υποδείχναμε τη συλλαβή που προέρχεται εκ συναιρέσεως, π.χ.; ηχώ (με οξεία) & ηχέω > ηχ~ω (με περισπωμένη) & ñýóéò & ñ~ýóéò & ñ~çóéò, ðëÝåôå > ðëå~éôå, ðïéÝåôå > ðïéå~éôå, ôéìÜù > ôéì~ù, ôéì`áïéìé > ôéì~?áìé,....Σήμερα: τιμάω > τιμώ, Αθηνάα > Αθηνά, Ερμέας > Ερμής, γαλέα > γαλή… .. Γ) Με το καλούμενο σημάδι (‘) της βαρείας σημειώνονταν η λήγουσα συλλαβή μιας λέξης, όταν μετά από αυτή δεν ακολουθεί σημείο στίξης (δηλαδή τελεία, κόμμα, θαυμαστικό...) ή εγκλιτική λέξη, επειδή τότε έχουμε πτώση της έντασης της φωνής. Αν ακολουθεί σημείο στίξης ή εγκλιτική λέξη, μπαίνει οξεία.

_'Εστιν άνθρωπος καλός.   (οξεία στην  -λός, επειδή μετά έχουμε τελεία) 

_'Εστιν καλ`ος άνθρωπος. (βαρεία στην -λός, επειδή μετά τη συλλαβή αυτή δεν έχουμε τελεία) υποδείχναμε τον εγκλητικό τόνο. π.χ.: άνθρωπός τις, άκουσέ την…

Για απλούστερη χρήση των πνευμάτων και των τονικών σημαδιών είχαν βγει οι εξής πρακτικοί κανόνες, όπως αναφέρονται στη γραμματική αρχαίων ελληνικών του Α. Τζάρτζανου: Ï[õäÝðïôå ìéÜ ðïëõóýëëáâïò ëÝîéò ôïíßæåôáé ]õðåñÜíù ô~çò ðñü ðáñáëçãïýóçò: öéëÜíèñùðïò, öéëáíèñùðüôáôïò. \ Ïôáí ]ç ëÞãïõóá å@éíáé ìáêñÜ, ç ðñïðáñáëÞãïõóá äÝí ôïíßæåôáé: (\ Ïìçñïò) > 'ÏìÞñïõ, äéäÜóêáëïò > äéäáóêÜëïõ. ] Ç ðñïðáñáëÞãïõóá êáß ð~áóá âñá÷å~éá óõëëáâÞ ôïíéæïìÝíç [ïîýíåôáé. Äçë. ðáßñíåé ïîåßá, ôï óÞìá ('). 'Ïìçñïò, äéäÜóêáëïò, ðåßèïìáé, ëüãïò, [åëèÝ. ÌáêñÜ ðáñáëÞãïõóá ðñü ìáêñ~áò ëçãïýóçò ôïíéæïìÝíç [ïîýíåôáé: ìÞôçñ, ðáýù, ÌáêñÜ ðáñáëÞãïõóá ðñü âñá÷åßáò ëçãïýóçò ôïíéæïìÝíç ðåñéóð~áôáé: ì~çôåñ, ðá~õå. ] Ç [áóõíáßñåôïò [ïíïìáóôéêÞ, á[éôéáôéêÞ êáß êëçôéêÞ ô~ùí [ïíïìÜôùí, ôïíéæïìÝíç [åðß ô~çò ëçãïýóçò, [ïîýíåôáé: ]ç ôéìÞ, ôÞí ôéìÞ, @ù ôéìÞ, ï]é èåïß, ôïýò èåïýò,.. ] Ç ìáêñïêáôÜëçêôïò ãåíéêÞ êáß äïôéêÞ ô~ùí [ïíïìÜôùí [åí ãÝíåé, ôïíéæïìÝíç [åðß ô~çò ëçãïýóçò ðåñéóð~áôáé: êñéôï~õ, èåï~õ, èåï~éò, êñéô~ç, êñéôá~éò, Ô~ùí [ïíïìÜôùí, üðïõ ôïíßæåôáé ]ç ]åíéêÞ [ïíïìáóôéêÞ, [åêåß ôïíßæïíôáé êáß á]é Üëëáé ðôþóåéò: ãÝñùí, ãÝñïíôåò, áëëÜ êáé ãåñüíôùí. ] Ç åê óõíáéñÝóåùò ðñïåñ÷üìåíç ëÞãïõóá ìéáò ëÝîçò, üôáí ôïíßæåôáé, ðåñéóð~áôáé, äçë. ðáßñíåé ôï óçìÜäé (-): ôéìÜù - ôéì~ù, ôéìÜåéò - ôéì~áò, [ç÷üïò - [ç÷ï~õò.. [ Åêôüò [åÜí ðñü ô~çò óõíáéñÝóåùò ]ç äåõôÝñá [åê ô~ùí óõíáéñïõìÝíùí óõëëáâþí [ïîýíåôï: [åóôáþò > [åóôþò, êëçßò > êëÞò > êëåßò [] Ç èÝóåé ìáêñÜ óõëëáâÞ êáôÜ ôüí ôïíéóìüí ëáìâÜíåôáé ùò âñá÷å~éá: ÷åéñ~ùíáî, á@õëáî ÊáôÜ ôÞí óýíèåóç ]ï ôüíïò óõíÞèùò [áíáâéâÜæåôáé üóïí ôü äõíáôüí [áíùôÝñù ô~çò ôåëåõôáßáò óõëëáâÞò ôï~õ á' óõíèåôéêïý: êáéñüò > å{õêáéñïò, öñÞí > ìåãáëüöñùí..  á ñ å ß á ôßèåôáé ìüíïí [åðß ô~çò ëçãïýóçò ìé~áò ëÝîåùò [áíôß ô~çò ïîåßáò, \ïôáí êáôüðéí ô~çò ëÝîåùò ôáýôçò äÝí õðÜñ÷åé óçìå~éïí óôßîåùò: ] Ï [áãáèüò ]áíÞñ ôéì~á ôïýò óïöïýò {áíäñáò.

ÙñéóìÝíç óõëëáâÞ ëÝîåùí ëÝãåôáé: á) Öýóåé ìáêñÜ óõëëáâÞ, [åÜí {å÷ç ìáêñüí öùí~çåí (ç, ù) Þ äßöèïããïí (ïé, õé, ïõ, åé): êïß-ôç, êñïý-ù.. â) ÈÝóåé ìáêñÜ óõëëáâÞ, [åÜí {å÷åé âñá÷ý öùí~çåí (å, ï), [áëëÜ êáôüðéí á[õôïý [áêïëïõèïýí äýï Þ ðåñéóóüôåñá óýìöùíá Þ \åí äéðëï~õí: [á-óôüò, {á-ëëïò, [å-÷èñüò, ôü-îïí ã) Âñá÷åßá óõëëáâÞ, [åÜí {å÷åé âñá÷ý öùíÞåí, êáôüðéí äå á[õôïý {áëëï öùí~çåí Þ \åí ìüíïí ]áðëï~õí óýìöùíïí Þ ôßðïôå: [á-Ý-ñåò, öý-ãå-ôå

Êýñéïé äßöèïããïé: ïé, åé, õé, ïõ, áé Êáôá÷ñçóôéêïß äßöèïããïé: ?ù, ?ç, ?á

ÈÝóéò ôïõ ôüíïõ êáé ôïõ ðíåýìáôïò

] Ï ôüíïò {ç ô`ï ðíåýìá: á) [Åðß ô~ùí ]áðë~ùí öùíçÝíôùí êá`é ô~ùí êáôá÷ñçóôéê~ùí äéöèüããùí óçìåéï~õôáé ]õðåñÜíù ì`åí áõô~ùí, |ïôáí ãñÜöïíôáé ì`å ìéêñÜ ãñÜììáôá, {åìðñïóèåí ä`å áõô~ùí êá`é ðñ`ïò ô`á {áíù, |ïôáí ãñÜöïíôáé ì`å êåöáëáßá: [çþò, ]ïäüò, ] ÏñÜôéïò, ] ÅëëÜò, â) [ Åðß ô~ùí êõñßùí äéöèüããùí óçìåéï~õôáé ðÜíôïôå ]õðåñÜíù ôï~õ äåõôÝñïõ [åê ô~ùí, öùíçÝíôùí [áðü ô`á [ïðï~éá [áðïôåëï~õíôáé: Á[éãåýò, á]éñåôüò, ï[õñáíüò, Ï[éäßðïõò, óöáßñáò, ô`áò.., . ã) \ Ïôáí ô`ï ðíå~õìá êá`é ]ï ôüíïò óõìðßðôïõí [åðß ô~çò á[õô~çò óõëëáâ~çò, ôüôå ]ç ì`åí [ïîå~éá {ç ]ç âáñå~éá óçìåéï~õôáé ìåôÜ ô`ï ðíå~õìá, ]ç ä`å ðåñéóðùìÝíç ]õðåñÜíù á[õôï~õ:

{ Áñôåìéò, | Çñá  \ Ïìçñïò, á{õñá, Á[{éáò, á#éìá.


Σημειώνεται, επίσης, ότι: 1) Αν παρατηρήσουμε εκεί που παλιά υπήρχε το σημάδι της περισπωμένης, θα δούμε ότι εκεί πριν υπήρχαν δυο φωνήεντα όπου το ένα, το πρώτο, τονιζόμενο και το άλλο άτονο (πρβλ π.χ.: φάος - φως, τιμάω - τιμώ, τιμάει - τιμά..). Συνεπώς εδώ είχαμε ένα συνδυασμό μιας τονισμένης συλλαβής (που παλιά λεγόταν οξεία και έπαιρνε το τονικό σημάδι της οξείας για υπόδειξη ότι τονίζεται ) και μιας άτονης ( που παλιά λεγόταν βαρεία και έπαιρνε το σημάδι της βαρείας για υπόδειξη ότι δεν τονίζεται). Κατόπιν με τη συναίρεση οι δυο ως άνω συλλαβές γίνονται μια, με ένα μόνο φωνήεν ( τιμάω > ôéì~ù, ôéìÜåéò >ôéì~áò, ÁèçíÜúïò > Áèçíá~éïò, öÜïò > ö~ùò .......) και με ένα τόνο (που σημειώνεται τώρα με την περισπωμένη, για να δείξουμε ότι άλλαξε η προφορά στη λέξη). Αυτά είναι η αιτία που λέγεται ότι η περισπωμένη προέκυψε από την ένωση της οξείας και βαρείας ή ότι η περισπωμένη είναι συνδυασμός οξείας και βαρείας. 2) Η περισπωμένη ονομάστηκε έτσι, επειδή υποδείχνει τη συλλαβή που παθαίνει συναίρεση. Συναιρώ = περισπάω. (Περισ. βλέπε στα "Φθογγικά Πάθη".) 3) Επειδή ορισμένες πτώσεις (συνήθως η δοτική και η γενική) προέκυπταν συνήθως, όχι όμως πάντα, από συναίρεση καθιερώθηκε οι πτώσεις αυτές να παίρνουν περισπωμένη, όπως π.χ.: êáëüí (áéô. åíéêïý) & êáë~ùí (ãåíéêÞ ðëçèõíôéêïý), 4) Στις εναλλαγές (ετεροποίηση) των φωνηέντων, αν η εναλλαγή του φωνήεντος γραφεί ορθογραφικά με δίψηφο γράμμα (= τα: αι ου οι ει υι), τότε το τονικό σημάδι μπαίνει στο δεύτερο στοιχείο, για να υποδειχθεί ότι δεν προέρχεται από συναίρεση (στη συναίρεση μπαίνει περισπωμένη), π.χ.: καλ-ός, σοφ-ός.. (ενικός) & καλ-οί, σοφ-οί.. (πληθ.), μένω. (οριστική) & να μείνω (υποτακτική), πλένω > να πλύνω... 5) Επειδή η συλλαβή που παθαίνει συναίρεση γράφεται τις περισσότερες φορές όπως γραφόταν πριν, ενώ προφέρεται διαφορετικά, πρβλ: ãÜúá - ãá~éá (τώρα τα γράμματα αι προφέρονται ε και όχι αϊ), ÁèçíÜá - Áèçí~á (τώρα προφέρεται μόνο το ένα α) ..... , γι αυτό και επινοήθηκε να μπαίνει εκεί η περισπωμένη για υπόδειξη του φθογγικού φαινομένου. 6) Τόσο παλιά όσο και σήμερα, όταν έχουμε δίφθογγο το τονικό σημάδι πάει στο πρώτο ψηφίο, π.χ.: Μάιος, νέικος… και όταν έχουμε δίψηφο γράμμα το τονικό σημάδι πάει στο δεύτερο ψηφίο, π.χ.: μαία, θείος…. Απλώς παλιά, αν το δίψηφο γράμμα προερχόταν από συναίρεση έπαιρνε περισπωμένη και αν όχι οξεία, π.χ.: καλός – καλοί (με οξεία) & θείος (με περισπωμένη). Πιο απλά, στις ασυναίρετες τονιζόμενες συλλαβές μπαίνει οξεία στο πρώτο ψηφίο των: οϊ εϊ αϊ υϊ οϋ αϋ εϋ.... και τα σημάδια των διαλυτικών στο δεύτερο και στις ίδιες με συναίρεση μόνο περισπωμένη στο δεύτερο ψηφίο: ασυναίρετα: ôéìÜù, ôéìÜåéò.. åõâüúïò, èÝúïò, ãÜúá.. συνηρημένα: ôéì~ù, ôéì~áò,.. åõâï~éïò, èå~éïò, ãá~éá... 7) Άλλο ο έμμετρος τόνος και άλλο ο πεζός. Στον πεζό προφορικό λόγο δεν είναι δυνατόν σε μια λέξη άλλες συλλαβές να τις προφέρουμε με μια άλφα (με οξεία) προφορά, τις άλλες με βήτα (βαριά) και τις άλλες με γάμα (οξεία και βαριά). Αυτό γίνεται μόνο στον έμμετρο λόγο και όταν τραγουδάμε, με ταυτόχρονη επιμήκυνση (με επανάληψη με μέτρο των φθόγγων) της προφοράς των φθόγγων των συλλαβών. 8) Η συνηρημένη συλλαβή έπαιρνε περισπωμένη μόνο, αν τονίζονταν πριν το πρώτο φωνήεν από τα συνεχόμενα, π.χ.: ôéìÜåé -ôéì~á, öÜïò - ö~ùò… Αν τονιζόταν το δεύτερο μπαίνει οξεία, π.χ.: êëçßò - êëÞò, åóôáþò - åóôþò.. 9) Η περισπωμένη έμπαινε μόνο στη λήγουσα και παραλήγουσα. Η συνηρημένη προπαραλήγουσα των μετοχών έπαιρνε οξεία: τιμαόμενος - τιμώμενος... 10) Τα γράμματα ε ο δε μπαίνουν ποτέ σε συναίρεση και γι' αυτό έπαιρναν πάντα οξεία. Τα υπόλοιπα γράμματα έπαιρναν περισπωμένη όταν είναι από συναίρεση και οξεία όταν ήταν από κλίση ή εναλλαγή φωνήεντος, π.χ.: κλίση: äåéëüò > äåéëïß, ôÝíù > ôåßíù.. συναίρεση: äçëüåé - äçëï?~é, èÝúïò - èå~éïò........ 11) Δεδομένου ότι η συναίρεση συνέβαινε σε ορισμένα μόνο μέρη λόγου έχουμε (σχετικά με τοποθέτηση οξείας ή περισπωμένης): α) Με οξεία τα ρήματα της α' συζυγίας (τα ασυναίρετα, τα τονιζόμενα στο θέμα και όχι στην κατάληξη): άδ-ω, ακού-ω, δέν-ω, τρέχ-ω, παύ-ω... λύ-ω, λύ-εις, λύ-ει, λύ-ομε, λύ-ετε, λύ-ουσι.. & Περισπωμένη μόνο οι συνηρημένοι τύποι: ðëÝåé - ðëå~é, ðëÝåôå - ðëå~éôå, áêïýïõí > áêï~õí.. β) Με περισπωμένη τα ρήματα της β' συζυγίας (τα συνηρημένα, τα τονιζόμενα στην κατάληξη -έω, -άω, -όω): τιμάω- ôéì~ù, ôéìÜïìáé - ôéì~ùìáé, äçëüù- äçë~ù, äçëüïìáé - äçëï~õìáé, êáëÝù - êáë~ù, ðïéÝïìáé - ðïéï~õìáé.... Ουσιαστικά Θηλυκά: Λατώ, [ Ερατώ, [ Ηχώ, [ Ηρώ, Κλειώ,,.... ενώ: [ Ç÷~ù, [áíè~ù, äçë~ù.... (= συνηρημένα ρήματα) ουσιαστικά: μιγάς, φυγάς, νομάς, πεδιάς, δας.. αριθμητικά: μονάς, δυάς, τριάς, πεντάς, δεκάς.. ενώ: ôéì~áò, áãáð~áò, ðáô~áò... ( = ρήματα) ,......................................................................... γ) Με οξεία τα ασυναίρετα ουσιαστικά σε -ής και με περισπωμένη τα συνηρημένα σε -~çò: ασυναίρετα ουσ..: μαθητής, καθηγητής, πωλητής, ... ασυναίρετα επίθ.: δυστυχής, ψευδής, αληθής, αμελής.... συνηρ. ουσ.: Ερμέες ή Ερμέας - ] Åñì~çò, ] ÇñáêëÝáò - Çñáêë~çò, Óïöïêë~çò...... δ) Με περισπωμένη τα συνηρημένα ουσιαστικά και επίθετα σε -ο~υς και με οξεία οι ασυναίρετες μετοχές σε -ούς: ουσιασ.: íüïò - íï~õò, âï~õò, ñï~õò, ]Éçóï~õò, Óåëéíï~õò.. επίθετα: ]áðëÝïò - ]áðëï~õò, ÷ñõóÝïò - ÷ñõóï~õò, ÷áëêï~õò, óéäçñï~õò.. μετοχές: διδούς, γνούς, βιούς, δούς, ]αλούς.. ε)Με περισπωμένη οι συνηρημένες (οι από β' συζυγίας ρήματα) μετοχές σε -~ων και με οξεία τα ουσιαστικά σε -ών: μετοχές: ]ïñ~ùí, ôéì~ùí, êáë~ùí, [áôõ÷`~ùí, å[õôõ÷~ùí, äçë~ùí,.... ουσιαστικά: ]çãåìþí, κηδεμών, χθών, τιφών, χιών,... στ) Με οξεία οι ασυναίρετες (οι από ρήματα α' & β΄ συζυγίας) μετοχές σε -είς και με περισπωμένη τα επίθετα σε -å~éò, καθώς και τα συνηρημένα ρήματα σε -å~éò: μετοχές: λυθείς, τεθείς, τιθείς, ριθείς, ρυείς, παιδευθείς, παρακρατηθείς.. επίθετα: [åðéìåëå~éò, å[õôõ÷å~éò, äõóôõ÷å~éò, [áìáèå~éò... ρήματα: êáëå~éò, ðïèå~éò,.... ,...................................................


ΓΕΝΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Με το Π.Δ. 297 του 1982 τα τονικά σημάδια και τα πνεύματα καταργήθηκαν, επειδή αφενός ότι ήταν δύσκολη η χρήση τους και αφετέρου δεν ήταν τότε εύκολη η σημείωση τους στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Σαφώς τα πνεύματα και τα τονικά σημάδια πρόσφεραν κάτι περισσότερο στην ετυμολογία των λέξεων, όμως ήταν πάρα πολύ δύσκολη η χρήση τους. Που να θυμάσαι κάποιος π.χ. ότι:με οξεία τα: βάσις, θλάσις, κλάσις, κρίσις, κλίσις, πίστις, μίξις ή μείξις... και με περισπωμένη τα: êñ~áóéò, äñ~áóéò, ðñ~áîéò, ñ~éøéò, î~õóéò, ðí~éîéò.. Το αυτό γινόταν σε πάρα πολλές λέξεις. Επομένως καλώς κατηργήθησαν ή σωστότερα τροποποιήθηκαν, με την επινόηση του ενός τονικού σημαδιού (τονικό σημάδι γραμμή) και του ενός πνεύματος (απόστροφου).

Περισσότερα βλέπε στην ιστοσελίδα: http://www.krassanakis.gr