Τσαγκάρης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Αυτή η σελίδα είναι υποψήφια για μεταφορά στο Βικιλεξικό.
Το άρθρο αυτό φαίνεται να είναι λήμμα λεξικού και όχι εγκυκλοπαιδικό άρθρο. Η Βικιπαίδεια δεν είναι λεξικό, αλλά το Βικιλεξικό είναι. Επιβεβαιώστε ότι είναι κατάλληλο για εκεί και μεταφέρετέ το. Αν το άρθρο μπορεί να υποστεί επέκταση ώστε να είναι κάτι παραπάνω από λήμμα λεξικού, κάντε το και αφαιρέστε αυτή την ένδειξη.

Τσαγκάρης
μσν. τζαγγάρης < τζάγγη (είδος υποδήματος)
ουσ. αυτός που κατασκευάζει ή επισκευάζει παπούτσια. οι τσαγκάρηδες υπάρχουν από πολύ παλιά αλλά τώρα είναι ένα είδος υπό εξαφάνιση.