Γέρων Παΐσιος
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Γέρων Παΐσιος (κατά κόσμον Αρσένιος Εζνεπίδης) είναι ένας από τους γνωστότερους μοναχούς που έζησαν κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Η φήμη του στους κύκλους της ορθοδοξίας είναι μεγάλη, ενώ πολλοί πιστεύουν ότι είναι θέμα χρόνου μέχρι η ορδόδοξη χριστιανική εκκλησία να τον ανακηρύξει σε άγιο.
Πίνακας περιεχομένων |
[Επεξεργασία] Η ζωή του
Ο Γέρων Παΐσιος γεννήθηκε στα Φάρασα της Καππαδοκίας, στη Μικρά Ασία, στις 25 Ιουλίου το 1924. Ο πατέρας του ονομάζονταν Πρόδρομος και ήταν πρόεδρος των Φαράσων. Η μητέρα του ονομάζονταν Ευλαμπία. Ο Γέροντας είχε εννέα αδέλφια.
Στις 7 Αυγούστου του 1924, μια εβδομάδα πριν οι Φαρασιώτες φύγουν για την Ελλάδα, ο Γέροντας βαφτίστηκε από τον Άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη, ο οποίος επέμεινε και του έδωσε το δικό του όνομα «για να αφήσει καλόγερο στο πόδι του», όπως χαρακτηριστικά είχε πει.
Πέντε εβδομάδες μετά τη βάφτιση του μικρού τότε Αρσένιου, στις 14 του Σεπτέμβρη του 1924 η οικογένεια Εζνεπίδη φτάνει στον Άγιο Γεώργιο στον Πειραιά και στη συνέχεια πηγαίνει στην Κέρκυρα, όπου και τακτοποιήθηκε προσωρινά στο Κάστρο.
Στην Κέρκυρα η οικογένεια έμεινε ενάμισυ χρόνο. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Ηγουμενίτσα και κατέληξε στην Κόνιτσα. Εκεί ο Αρσένιος τελείωσε το δημοτικό σχολείο και πήρε το απολυτήριο του «με βαθμό οκτώ και διαγωγή εξαίρετο». Στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι να υπηρετήσει στο στρατό δούλεψε σαν ξυλουργός.
Το 1945 ο Αρσένιος κατατάχτηκε στο στρατό. Εκεί διακρίθηκε για το ήθος του και τη γενναιότητα του. Το μεγαλύτερο διάστημα της θητείας του υπηρέτησε με την ειδικότητα του ασυρματιστή. Το 1949 απολύθηκε από το στρατό.
[Επεξεργασία] Μοναστικός Βίος
Μετά το τέλος της θητείας του ο Γέρων Παΐσιος έφυγε για το Άγιο Όρος, γιατί είχε αποφασίσει να μονάσει εκεί. Σκεπτόμενος όμως τις αδελφές του, οι οποίες ακόμα δεν είχαν αποκατασταθεί, επέστρεψε για λίγο και πάλι στον κόσμο. Σε ένα χρόνο, το 1950, επιστρέφει στο Άγιο Όρος. Το πρώτο βράδυ φιλοξενείται στο Λαυρεώτικο κελί του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Κατόπιν πηγαίνει στην Σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος στο κελί των Εισοδίων και εκεί ασκείται μαζί με τον πατέρα Κύριλλο τον ασκητή. Το 1950 μετακινείται στην Ι.Μ. Εσφιγμένου και εκεί το 1954 μετά την τελετή της ρασοευχής, παίρνει το όνομα Αβέρκιος.
Ο νεαρός τότε Αβέρκιος, κάνει τα πάντα για να ανταποκριθεί στα καθήκοντα του μοναχού. Ασκείται πνευματικά και θεωρεί το Θεό αιτία για καθετί καλό ενώ κατηγορεί τον εαυτό του για καθετί κακό. Επισκέπτεται συνεχώς γέροντες και ασκητές και δέχεται συμβουλές για πνευματικά θέματα. Το 1954 αναγκάζεται να αναχωρήσει για την Ι.Μ. Φιλοθέου, όπου μόναζε κι ένας θείος του. Το νέο μοναστήρι ήταν ιδιόρρυθμο, κι ο Αβέρκιος υποτάσσεται στον ενάρετο πατέρα Συμεών. Το 1956 ο πατέρας Συμεών τον κάνει Σταυροφόρο δίνοντας του το Μικρό Σχήμα και το καινούριο του όνομα: Παΐσιος. Το 1958 φεύγει απο το Όρος, μετά απο «εσωτερική πληροφορία», και πηγαίνει στο Στόμιο της Κόνιτσας, στην Ι.Μ. Γενεθλίων της Θεοτόκου για να βοηθήσει το μοναστήρι. Εκεί βοηθά χιλιάδες ψυχές και το 1964 αναχωρεί για πνευματικούς λόγους για το όρος Σινά.
Στο όρος Σινά εγκαθίσταται στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης και βοηθά πνευματικά όλη την περιοχή. Δουλεύει πολλές ώρες την ημέρα φτιάχνοντας ξυλόγλυπτα και με τα χρήματα που κερδίζει, αγοράζει τρόφιμα και τα μοιράζει στους βεδουίνους, κερδίζοντας έτσι την εμπιστοσύνη και τη συμπάθεια τους. Το 1964 επιστρέφει στο Άγιο Όρος, στη Σκήτη των Ιβήρων, στο κελί των Αγίων Αρχαγγέλων. Το 1966 αρρωσταίνει και νοσηλεύεται για αρκετούς μήνες στο νοσοκομείο Παπανικολάου. Υποβάλλεται σε επέμβαση αφαίρεσης τμήματος των πνευμόνων λόγω ύπαρξης βρογχεκτασιών. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο νοσοκομείο γνωρίζεται με τον εφημέριο του Ι.Ν. Αγίας Σοφίας στη Θεσσαλονίκη, τον πατέρα Πολύκαρπο Μ. ο οποίος ζητά από αδελφές που είχαν σκοπό να μονάσουν να διακονούν τον γέροντα. Οι αδελφές αυτές δίνουν στον γέροντα το αίμα που χρειάζεται για την επέμβασή του, κι αυτός για να τις ευχαριστήσει αναλαμβάνει προσωπικά την εύρεση κατάλληλου τόπου για την ανοικοδόμηση του Ησυχαστηρίου του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, συνδέοντας έτσι το όνομά του με το Ησυχαστήριο, το οποίο αγάπησε και δεν άφησε εώς το θάνατο του.
Στο τέλος του 1967 ο γέροντας πηγαίνει στα Κατουνάκια και εγκαθίσταται στο Λαυρεώτικο κελί του Υπατίου. Το 1968 ο γέροντας πηγαίνει στη Ι.Μ. Σταυρονικήτα και προσφέρει τόσο σε χειρωνακτική εργασία όσο και στην πνευματική θεμελίωση των αδελφών του μοναστηριού. Μετά το θάνατο του πατέρα Τύχωνα, το 1968, ο Παΐσιος καταλαμβάνει το κελί του, αυτό του Τιμίου Σταυρού, όπου και έμεινε μέχρι το 1979.
Στις 13 Μαΐου του 1979 γράφεται εξαρτηματικός μοναχός στην Ι.Μ. Κουτλουμουσίου. Η μονή μετατρέπει το «κάθισμα» Παναγούδα σε κελί και του το παραχωρεί. Εκεί ο γέροντας γίνεται αιτία να βοηθηθούν χιλιάδες ψυχές. Ξεκουράζονταν μόνο τα ξημερώματα δύο τρεις ώρες για να αντέχει την κούραση από τους πολλούς επισκέπτες. Η σωματική κούραση, η θλίψη των ανθρώπων που δεχόταν και η πολύωρη προσευχή γι’αυτούς και η νηστεία, οδήγησαν στη σωματική εξάντληση του.
[Επεξεργασία] Οι ασθένειες του Γέροντα
Το 1966 ο γέροντας νοσηλεύθηκε στο νοσοκομείο Παπανικολάου λόγω βρογχεκτασιών. Μετά την επέμβαση για την αφαίρεση τους και λόγω της χρήσης ισχυρών αντιβιοτικών ο γέροντας παθαίνει ψευδομαμβρανώδη κολίτιδα, η οποία του αφήνει μόνιμα δυσπεπτικά προβλήματα. Ο γέροντας συνήθιζε να φτιάχνει «σταμπωτά» εικονάκια τα οποία χάριζε στους επισκέπτες σαν ευλογία. Κάποια στιγμή, όταν βρισκόταν στη φάση της πρέσσας παθαίνει βουβωνοκήλη. Αρνείται να νοσηλευτεί και υπομένει την ασθένεια, η οποία του δίνει φοβερούς πόνους για τέσσερα ή πέντε χρόνια. Κάποια μέρα σε μια επίσκεψή του στη Σουρωτή, κάποιοι γνωστοί του γιατροί κυριολεκτικά τον απαγάγουν και τον οδηγούν στο Θεαγένειο νοσοκομείο όπου και χειρουργείται.
Μετά το 1993 άρχισε να παρουσιάζει αιμορραγίες για τις οποίες αρνείται να νοσηλευτεί λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «όλα θα βολευτούν με το χώμα». Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους ο Παΐσιος βγαίνει για τελευταία φορά απο το Όρος και πηγαίνει στη Σουρωτή, στο Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου για τη γιορτή του Αγίου Αρσενίου (10 Νοεμβρίου). Εκεί μένει για λίγες μέρες και ενώ ετοιμάζεται να φύγει ασθενεί και μεταφέρεται στο Θεαγένειο, όπου του γίνεται διάγνωση για όγκο στο παχύ έντερο. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1994 ο γέροντας χειρουργείται. Παρότι η ασθένεια δεν σταμάτησε (παρουσίασε μεταστάσεις στους πνεύμονες και στο ήπαρ), ο γέροντας ανακοινώνει την επιθυμία του να επιστρέψει στο Άγιο Όρος στις 13 Ιουνίου. Ο υψηλός πυρετός όμως και η δύσπνοια τον αναγκάζουν να παραμείνει και να αναβάλει το ταξίδι της επιστροφής.
Στο τέλος του Ιουνίου οι γιατροί του ανακοινώνουν ότι, τα περιθώρια ζωής του ήταν δύο με τρεις εβδομάδες το πολύ. Τη Δευτέρα 11 Ιουλίου (γιορτή της Αγίας Ευφημίας) ο γέροντας κοινώνησε για τελευταία φορά γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι του. Ο Γέροντας Παΐσιος «κοιμήθηκε» την Τρίτη 12 Ιουλίου 1994 και ώρα 11:00. Ενταφιάστηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης. Έκτοτε, κάθε χρόνο στις 11 προς 12 Ιουλίου, στην επέτειο κοιμήσεως του Γέροντος, τελείται αγρυπνία στο Ιερό Ησυχαστήριο, με συμμετοχή χιλιάδων πιστών.