Συζήτηση:Βουδισμός
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σιντάτα Γκοτάμα είναι η μεταγραφή του παλικού του ονόματος. Η μεταγραφή από τη σανσκριτική είναι Σιντάρτα Γκαουτάμα. Παλική ήταν μία από τις γλώσσες της αρχαίας Ινδίας. Χρησιμοποιείται το όνομα στη μορφή της νεότερης και ευρύτερα διαδεδομένης σανσκριτικής. (Βλέπε και http://www.phys.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/religions/eastern/religions.htm , http://www.translatum.gr/afaton/orama/intro1.htm ) --Pvasiliadis 7 Ιουλίου 2005 21:16 (UTC)
Yeap διαβασμένος βλέπω. Επειδή όμως θα αναφερθώ και θα αντλήσω ευρέως από τα κείμενα Πάλι, τα πρώτα κείμενα του Βουδισμού, θα χρησιμοποιήσω αυτή την εκφορά. Thanks--Kalogeropoulos 7 Ιουλίου 2005 21:22 (UTC)
You are welcome! Αν ακολουθήσεις την παλική μορφή πρέπει να αλλάξεις και το Σιντάρτα σε Σιντάτα. Το γερμανικό wiki το διευκρινίζει καλύτερα από το αγγλικό: "Siddhattha, der ursprüngliche Name, den er von seinen Eltern erhielt, bedeutet "der sein/das Ziel erreicht hat". Siddhartha Gautama ist die Sanskrit-Form des Namens. In Pali, der Sprache der ältesten überlieferten Texte des Buddhismus, lautet er Siddhattha Gotama. Den Namen Gotama bzw. Gautama nahm er erst später, gegen Ende seiner Zeit als Asket, an. Er bezog sich damit einerseits auf ein altes Brahmanengeschlecht und wandte sich zugleich von den Göttern ab, um den Weg zur Erleuchtung aus eigener Kraft zu finden." [1] --Pvasiliadis 7 Ιουλίου 2005 22:01 (UTC)
Άψογη επισήμανση. Done! --Kalogeropoulos 7 Ιουλίου 2005 22:25 (UTC)
Όρους που έχω δει ήδη μεταφρασμένους στα ελληνικά είναι οι εξής (αν σε βοηθήσουν για τα άρθρα Βουδισμός και Βούδας που βλέπω ότι επιμελείσαι): ο Βούδας ("ο Αφυπνισμένος" ή "ο Φωτισμένος"), Σιντάτα Γκοτάμα, Σακιαμούνι ("Πρίγκηπας των Σάκια"), Ταθαγκάτα ("κάποιος που έφτασε έτσι [να διδάσκει]"), διάβολος Μάρα, Βασίλισσα Μάχα Μάγια, Μάχα Παγιατάπι Γκοτάμι, Πριγκίπισα Γιασοντάρα, ο γιος Ράχουλα, ντάρμα (στην παλική, ντάμα), μπίκου (μαθητές ή μοναχοί), σάνγκα (τάγμα μοναχών), Άλσος Λουμπίνι, Βασιλιάς Βαταγκάμινι Αμπάγια, «κάθισε κάτω από μια βανιανή, δηλαδή μια ινδική συκιά» (για να διαλογιστεί), πόλη Μπουντ Γκαγιά, μποντισάντβα (άνθρωπος που πέτυχε τη φώτιση αλλά ανέβαλε την είσοδό του στη Νιρβάνα για να βοηθήσει κι άλλους που αναζητούσαν τη φώτιση), πόλη Μπενάρες, Νταμακακαπαβατάνα Σούτα ("Το Θεμέλιο του Βασιλείου της Δικαιοσύνης"), Τριράτνα ("Τρία Κοσμήματα"), σχολή Θεραβάντα ("Δρόμος των Πρεσβυτέρων") ή Χιναγιάνα ("Μικρό Όχημα"), σχολή Μαχαγιάνα ("Μεγάλο Όχημα"), Βουδισμός Ζεν (Στην Κίνα λέγεται σχολή Τσ'αν), Θιβετιανός Βουδισμός ή Λαμαϊσμός ή Μαντραγιάνα ("Όχημα Μάντρα"), μάντρα (σειρά συλλαβών με ή χωρίς νόημα που απαγγέλονται για πολλή ώρα), λάμα (ηγούμενος μονής), Τιπιτάκα [σανσκρ., Τριπιτάκα] ("Τρία Καλάθια" ή "Τρεις Συλλογές"), Βινάγια Πιτάκα ("Καλάθι της Πειθαρχίας"), Σούτα Πιτάκα ("Καλάθι των Ομιλιών"), Αμπιντάμα Πιτάκα ("Καλάθι της Ύστατης Δογματικής"), Κάρμα (στην παλική, Κάμα), σαμσάρα (περιπλάνηση των ανθρώπων από ζωή σε ζωή μέσω αναρίθμητων αναγεννήσεων), ανάτα ("ανυπαρξία εαυτού"). Επίσης, για το λαρυγγικό "χ" (δασεία) βλέπω σε αρκετά έντυπα να χρησιμοποιούν την απόστροφο (') στο τέλος ή μεταξύ των συλλαβών μιας λέξης. Δεν ξέρω αν θα είχε νόημα πχ ως Σιντάτ'α ή απλά Σιντάτα για μεγαλύτερη ευκολία στην ανάγνωση. Στη διάθεσή σου για οποιαδήποτε βοήθεια σε αναζήτηση έννοιας ή απόδοσης. --Pvasiliadis 7 Ιουλίου 2005 22:54 (UTC)