Βυζαντινή αυτοκρατορία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Χρονοδιάγραμμα
Βυζαντινή Αυτοκρατορία
Χρονολογία Συμβάν
330 Μέγας Κωνσταντίνος καθιστά πρωτεύουσα τη Κωνσταντινούπολη
395 Κατόπιν θανάτου Μέγα Θεοδοσίου, η αυτοκρατορία διασπάται σε Ανατολικό και Δυτικό ημισύνολο
527 Ο Ιουστινιανός στέφεται αυτοκράτορας
532-537 Ανέγερση Ιερού Ναού Αγίας Σοφίας
730-787; 813-843 Εικονομαχίες
1054 Σχίσμα
1071 Μάχη του Μάντζικερτ
1204 Κατάληψη Κωνσταντινούπολης εκ των Σταυροφόρων
1261 Απελευθέρωση Κωνσταντινούπολης από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο.
1453 Άλωση Κωνσταντινούπολης. Τέλος αυτοκρατορίας.
Ελληνική ιστορία
Μινωικός πολιτισμός (3000-1420 π.Χ.)
Αιγαιακός πολιτισμός (1600 π.Χ.)
Μυκηναϊκή περίοδος (περ. 1600-1100 π.Χ.)
Γεωμετρική Εποχή (1100-800 π.Χ.)
Αρχαία Ελλάδα (800-323 π.Χ.)
Μακεδονική περίοδος (μόνο για την Ελλάδα)
Ελληνιστική περίοδος (323-146 π.Χ.)
Ρωμαϊκή περίοδος (146 π.Χ.-330 μ.Χ.)
Βυζαντινή περίοδος (330-1453)
Οθωμανική περίοδος (1453-1821)
Νεότερη Ελλάδα (1821 έως σήμερα)
Σχετικά
Αρχαία ελληνική γραμματεία
Ελληνική γλώσσα
Ονομασίες Ελλήνων

Βυζαντινή Αυτοκρατορία είναι η συμβατική ονομασία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κατά το Μεσαίωνα, επικεντρωμένη γύρω από την Κωνσταντινούπολη, την πρωτεύουσά της. Δεν υπάρχει ομοφωνία σχετικά με την ημερομηνία έναρξης της Βυζαντινής περιόδου. Ορισμένοι την τοποθετούν κατά τη βασιλεία του Διοκλητιανού (284 - 305) λόγω των διοικητικών μεταρρυθμίσεων που εισηγήθηκε, χωρίζοντας την αυτοκρατορία σε pars Orientis και pars Occidentis. Άλλοι τη μεταθέτουν αργότερα, επί Μέγα Θεοδόσιου (379 - 395) με τον θρίαμβο της Χριστιανοσύνης, ή μετά το θάνατό του το 395 με τη διάσπαση της αυτοκρατορίας σε Ανατολική και Δυτική. Άλλοι τη μεταφέρουν ακόμα αργότερα, το 476, όταν καταλήφθηκε η Ρώμη από βαρβάρους για τρίτη φορά μέσα στον ίδιο αιώνα, σηματοδοτώντας οριστικά πια το θάνατο της Λατινικής Δύσης και παραδίδοντας την εναπομείνασα αυτοκρατορική εξουσία στην Ελληνική Ανατολή. Εν πάσει περιπτώσει, η μεταβολή ήταν βαθμιαία και η διαδικασία εξελληνισμού και εκχριστιανισμού ήταν αναμφιβόλως εν εξελίξει από το 330 μ.Χ., οπότε εγκαινίασε ο Μέγας Κωνσταντίνος τη νέα του πρωτεύουσα.

Πίνακας περιεχομένων

[Επεξεργασία] Ο όρος "Βυζαντινή Αυτοκρατορία"

Η ονομασία "Βυζαντινή Αυτοκρατορία" είναι μία σχετικά σύγχρονη επινόηση που θα ξένιζε τους σύγχρονούς της. Ο όρος επινοήθηκε από το Γερμανό ιστορικό Ιερώνυμο Βολφ το 1557, έναν μόλις αιώνα μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος στο έργο του Corpus Historiae Byzantinae εισηγήθηκε ένα σύστημα Βυζαντινής ιστοριογραφίας με σκοπό το διαχωρισμό αρχαίας Ρωμαϊκής από τη μεσαιωνική Ελληνική ιστορία. Ο όρος όμως δεν επικράτησε έως τον 17ο αιώνα, όταν Γάλλοι λόγιοι τον εκλαΐκευσαν. Ο ίδιος ο Ιερώνυμος δέχθηκε επιρροές από τη ρήξη του 9ου αιώνα μεταξύ των Ανατολικών και των Δυτικών Ρωμαίων, οι οποίοι υπό την προσφάτως οργανωμένη αυτοκρατορία του Καρλομάγνου και συνάμα με τον Πάπα, επιχείρησαν να νομιμοποιήσουν τις κατακτήσεις τους διεκδικώντας αρχαία Ρωμαϊκά δικαιώματα στην Ιταλία, αποκηρύσσοντας ως εκ τούτου τους ανατολικούς γείτονές τους ως πραγματικούς Ρωμαίους.


Με τη λέξη "Ρωμαίοι" ονόμασαν, όπως ήταν φυσικό, οι βάρβαροι λαοί που εγκαταστάθηκαν στη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, τους κατοίκους της Ρωμανίας . Έτσι το λεγόμενο "χρονικό του Φρεντεγκάρ" αναφέρει το Φωκά (602-610) ως "Ρωμαίο πατρίκιο" που ανέλαβε την εξουσία το 602. Στη συνέχεια το Χρονικό εξυμνεί με σπάνια λαμπρότητα τον Ηράκλειο, νικητή στις μάχες εναντίον των Περσών.

Μετά τον Ηράκλειο η Αυτοκρατορία συνεχίζει να αποκαλείται Ρωμαϊκή. Πουθενά στο «Χρονικό του Φρεντεγκάρ» ή των συνεχιστών του (που έγραψαν μέχρι το 760) δεν χρησιμοποιείται ούτε μια φορά η λέξη "Γραικοί" για τους Ρωμιούς προγόνους μας. Γίνεται φανερό στον καθένα πως μέχρι το 760 οι Φράγκοι δεν είχαν ακόμη ξεκινήσει να πλαστογραφούν την ιστορία δίνοντας το όνομα «Γραικοί» στους ελεύθερους Ρωμαίους της Αυτοκρατορίας. Αντίθετα, δέχονταν ότι η Αυτοκρατορία ήταν μία και ότι η Ρώμη ανήκε σ' αυτήν. Όλο το Χρονικό το διακατέχει ένας σεβασμός και ένα φιλικό κλίμα στις αναφορές για την Αυτοκρατορία και τους Ρωμαίους.

Όσοι έγραψαν μετά τον Φρεντεγκάρ και συνέχισαν το έργο του, δεν αναφέρουν ποτέ τη λέξη «Γραικός». Όμως είκοσι χρόνια αργότερα, το 780, τα πράγματα πλέον αλλάζουν. Ο Καρλομάγνος και οι Φράγκοι έχουν υποτάξει τους Λογγοβάρδους και έχουν συνθέσει ένα βασίλειο που κατέχει τη σημερινή Γαλλία, τη Γερμανία, την Ελβετία, την Αυστρία και τη Β. Ιταλία. Στην "Ιστορία των Λογγοβάρδων" του Παύλου Διακόνου, ο οποίος ζει στην αυλή του Καρλομάγνου, χρησιμοποιούνται κάποιοι περίεργοι νέοι όροι. «Γραικοί» αρχίζουν ανεξήγητα να αποκαλούνται οι ελεύθεροι Ρωμαίοι. Στο κείμενο αυτό, όσο ο ρωμαϊκός στρατός υπό τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο πολεμάει τους Λογγοβάρδους και ελευθερώνει τους υπόδουλους Ρωμαίους, δεν είναι (για τον Παύλο Διάκονο) ρωμαϊκός, παρά γραικικός. Αλλά όταν ο αυτοκράτορας επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη ξαναγίνεται Ρωμαίος! Όλα αυτά θα ήταν αρκετά κωμικά, αν δεν γράφονταν συνειδητά και, το χειρότερο, αν δεν γίνονταν αποδεκτά από μεγάλο αριθμό δυτικών ιστορικών. Σήμερα γνωρίζουμε πως η υιοθέτηση ψευδών εθνικών ονομάτων εξυπηρετεί πάντοτε βαθύτερους πολιτικοοικονομικούς σκοπούς.

Η Δωρεά του Κωνσταντίνου, ένα από τα πλέον διάσημα πλαστά κείμενα του κόσμου, έπαιξε σημαντικό ρόλο σε αυτό. Εφεξής, πάγια πολιτική των Δυτικών ήταν να αναφέρονται στον αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης όχι με το σύνηθες "Imperator Romanorum" (Αυτοκράτωρ Ρωμαίων), το οποίο κατοχυρώθηκε για τον Φράγκο μονάρχη, αλλά ως "Imperator Graecorum" (Αυτοκράτωρ Ελλήνων), και τη χώρα ως "Αυτοκρατορία Ελλήνων", "Ελλάς", "Βασιλεία Ελλήνων" ή ακόμη και "Αυτοκρατορία Κωνσταντινούπολης".

Αυτό αποτέλεσε προηγούμενο για τον Ιερώνυμο, ο οποίος παρακινήθηκε, μερικώς τουλάχιστον, στον επαναπροσδιορισμό της Ρωμαϊκής ιστορίας υπό διαφορετικούς όρους. Παραταύτα, αυτό δεν επιδιώχθηκε με υποτιμητικούς σκοπούς καθώς απένεμε ξεκάθαρα τις αλλαγές στην ιστοριογραφία και όχι στην ίδια την ιστορία.

Ο ιστορικός Otto Mazal γράφει:

«οι ρίζες της αρνητικής τοποθέτησης των Δυτικών, που ήθελαν να βλέπουν τη βυζαντινή περίοδο μόνο ως μια διαρκή πορεία κατάπτωσης μετά την ένδοξη εποχή της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας, βρίσκονται στους χρονογράφους του Μεσαίωνα, για τους οποίους οι δυτικοί αυτοκράτορες ήταν οι νόμιμοι συνεχιστές του Imperium Romanum, ενώ το κατά την αντίληψη της Δύσης αιρετικό ανατολικό κράτος, είχε χάσει ως «βασίλειο των Γραικών» (Regnum Graecorum) την οικουμενικότητά του και είχε αποκλεισθεί από τη σκηνή της ιστορίας. Για πρώτη φορά η Βυζαντινολογία του παρόντος δείχνει και πάλι με σαφήνεια την μεγάλη κοσμοϊστορική σημασία του Βυζαντίου και δίνει ώθηση για μια αναθεώρηση». [Byzanz und das Abendland, Wien 1981, s. 8,11]

Χαρακτηριστικό είναι πως το 1901 εκδόθηκε το έργο "Ιστορία της Ρωμιοσύνης" του Α. Εφταλιώτη. Την εποχή εκείνη, ακόμα , τα ονόματα Ρωμιός και Ρωμιοσύνη συγκινούσαν περισσότερο από σήμερα τους Ρωμιούς. Τούτο διότι τα ονόματα Έλληνας και Ελληνισμός δεν είχαν ακόμη επικρατήσει στην συνείδηση του απλού λαού. Αμέσως, όμως, ο Γεώργιος Σωτηριάδης έγραψε κριτική κατά της "Ιστορίας της Ρωμιοσύνης" όπου κατέκρινε την χρήση των ονομάτων Ρωμιός και Ρωμιοσύνη. Την υπεράσπιση του Αργ. Εφταλιώτη, ανέλαβε ο ομοϊδεάτης του, Κωστής Παλαμάς. Λέει ,ο μεγάλος Κωστής Παλαμάς, για το έργο του Εφταλιώτη:

«(…)Ανάλογη, λογική, ακολουθούμε και στο μεταχείρισμα των όρων Ρωμιός και Ρωμιοσύνη. Η μόνη διαφορά είναι πώς και τα δύο τούτα λόγια, επειδή δε μας έρχουνται, ίσα ολόϊσα, από την εποχή του Περικλή, παραμερίστηκαν αγάλια, αγάλια, από την επίσημη γλώσσα, καθώς κι' όλα τα λόγια τα δυσκολομέτρητα της ζωής και της αλήθειας. Έλληνες, για να ρίχνουμε στάχτη στα μάτια του κόσμου, πραγματικά, Ρωμιοί. Το όνομα [Ρωμηός] κάθε άλλο είναι παρά ντροπή. Αν δεν το περιζώνει αγριλιάς στεφάνι από την Ολυμπία, το ανυψώνει στέμμα ακάνθινο μαρτυρικό και θυμάρι μοσκοβολά και μπαρούτη. Δείχνει ίσα ίσα τη ζωή και την πραγματικότητα της λέξης το ότι αυτή μας ήρθε πρόχειρα στην ειλικρινή μας και στην πιο φωτεινή μας ψυχική κατάσταση - στη συνείδηση του ξεπεσμού μας - για να διαλαλήσουμε τον ξεπεσμόν αυτό, πιο πολύ από το γιορτιάτικο και από το δυσκίνητο τ' όνομα Έλλην, ακόμη και από το όνομα Έλληνας, που είναι κάπως πιο δυσκολορρίζωτο από το Ρωμιός, και κρατούσε ως τα χτές ακόμη την αρχαία ειδωλολατρική σημασία (...) Δεν απορεί κανείς, πώς ο Εφταλιώτης έγραψε Ρωμιός και όχι "Έλληνας", έγραψε Ρωμιοσύνη και όχι "Ελληνισμός". Απορεί πώς ο κ. Σωτηριάδης, με όλα τα δώρα της επιστήμης και της ευφυΐας που τον ξεχωρίζουν ανάμεσα σε πολλούς, έκρινε ότι πρέπει να κατακρίνει το συγγραφέα για το μεταχείρισμα των σωστών και των καλόηχων και των ωραίων όρων (...) τάχα λησμόνησε (ο κ. Σωτηριάδης) πώς είναι ο άξιος μεταφραστής της "Ιστορίας της Βυζαντινής Λογοτεχνίας" του Κρουμπάχερ, και λησμόνησε πόσο καθαρά μας εξηγεί ο σοφός ιστορικός τη σημασία του κατηγορημένου Ρωμιού, σε λίγα λόγια ουσιαστικά, αμέσως από τα πρώτα φύλλα του έργου του; "Το όνομα τούτο (δηλαδή Ρωμαίος) διετηρήθη, γράφει ο Κρουμπάχερ, δια των φρικτών χρόνων της Τουρκοκρατίας μέχρι σήμερον, ως η πραγματική και μάλιστα διαδεδομένη επίκλησις του γραικικού λαού, απέναντι της οποίας η μεν σποραδικώς απαντώσα Γραικοί μικράν ιστορικήν σημασίαν έχει, η δε δια της Κυβερνήσεως και σχολείου τεχνικώς εισαχθείσα Έλληνες, ουδεμίαν” (...)Βαπτιστικός του κλασσικού Ρωμαίου της Ρώμης, από τον καιρό του Ιουστινιανού ως τον καιρό του Ρήγα του Βελεστινλή, ο ίδιος έμεινε, ξεχωρισμένος, ο ίδιος πάντα, μέσα από το δανεικό του όνομα, που τόκαμε δικό του, ο Ρωμαίος της Πόλης, ο Ρωμιός ο ραγιάς, ο Ρωμηός ο αδούλωτος, ο Ρωμιός ο Έλλην... Και αφού η Ιστορία του κ. Εφταλιώτη δεν είναι για τον Έλληνα του Περικλή, μήτε για τον Έλληνα του μεγάλου Αλεξάνδρου, ο ευσυνείδητος ιστοριοπλέχτης δεν μπορούσε παρά για τον Ρωμιό και για την Ρωμιοσύνη να μιλήση, που δεν είναι και τα δύο παρά τα νέα ονόματα του Έλληνος και του Ελληνισμού. Το θέλησε η ιστορική ακριβολογία». (Κ. Παλαμάς, «Ρωμιός και Ρωμιοσύνη», Απαντα, τ. ΣΤ’ , Ιδρυμα Κωστή Παλαμά, Μπίρης, Αθήνα)

Σε αυτά μπορούμε να συμπληρώσουμε τα όσα αναφέρει ο Μακεδόνας Ίων Δραγούμης

«Σκοπός εκείνων που έφτειασαν το νέο κράτος ήταν (..) να ξαναπιάσει ο Ρωμηός τη διοίκηση του κράτους του που είχε πρωτεύουσα την Πόλη και να ξανακαθίσει Έλληνας βασιλιάς στο θρόνο των Παλαιολόγων. Μα οι περιστάσες, η σχετική αδυναμία των αρχηγών και οι μεγάλοι της γής έτσι το θέλησαν και αντί να γίνει, σύμφωνα με τη θέληση του λαού το κράτος της μεγάλης ιδέας, έγινε ένα μικρό ελληνικό κράτος στο μέρος που είχε ανθίσει η αρχαία Ελλάδα. Το ελληνικό όνειρο ίσως να περιορίστηκε προπάντων από την ευρωπαϊκή αντίληψη την ξεπαρμένη τότε από μια νεογέννητη φωτοβολή του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Μόνο οι Ρώσοι, με το να μην έχουν κλασσική μόρφωση, ένοιωθαν σωστά ποιο ήταν αλήθεια το ελληνικό όραμα, και αυτοί δε είχαν λόγους να το σπρώξουν να γίνει πράμα, απεναντίας το έτρεμαν. Και οι Τούρκοι όμως, που δεν τους εσκότιζαν το μυαλό οι πιο αρχαίες ιστορίες, κι αυτοί ήξεραν καλά το τί εγύρευε το ξυπνημένο πια έθνος των Ρωμαίων, γιατί το θυμόντουσαν και οι ίδιοι - δεν είχαν περάσει και πολλά χρόνια - πως από αυτό το έθνος, το βασιλικό, επήραν την Πόλη, και αυτό το ίδιο θα θελήσει μια μέρα πάλι να τους την ξαναπάρει.» «...Και όπως ο φιλελληνισμός και η αρχαιομανία των Ευρωπαίων και η όμοια αρχαιομανία των γραμματισμένων ρωμηών έπλαθαν την αντίληψη μιας μικρής Ελλάδας στενεύοντας τα σύνορα της φυλής και ταιριάζοντάς τα με τα σύνορα της αρχαίας, ενώ ο λαός είχε ζωντανή μέσα του σα πόθο εθνικό πάντα τη βυζαντινή παράδοση της αυτοκρατορίας, έτσι και στα άλλα, ενώ ο λαός κρατούσε τη δημοτική παράδοση, οι γραμματισμένοι με τη βοήθεια των αρχαιόμαθων φιλελλήνων οραματίζονταν με τον αρχαίον Ελληνισμό στενεύοντας τη ζωή του έθνους. Και οι φιλέλληνες και οι γραμματισμένοι Έλληνες επρόβαιναν με το μυαλό τους καττά κάποιαν αφαίρεση. Η νέα Ελλάδα ήταν κατευθεία συνέχεια της αρχαίας, τα ενδιάμεσα δυο χιλιάδες χρόνια με τους δύο ελληνικούς πολιτισμούς τους ήταν σβησμένα. Αλεξαντρινά κράτη και προ πάντων βυζαντινό δεν είχαν υπάρξει. Όλα είχαν φτωχήνει τόσο μέσα στη ψυχή των μορφωμένων του έθνους, που δε εστοχάστηκαν ότι μπορούσαν να στραφούν αλλού παρά στην Ευρώπη για να γυρέψουν πρότυπα και για τους νόμους του κράτους και για τη διοίκηση και για την πνευματική ζωή(...) Ο ξενοφερμένος βασιλιάς με οργανωτές χοντρούς Βαυαρέζους αντίγραψαν νόμους φράγκικους και συντάγματα ισωπεδωτικά (...) ο γερμανομαθημένος αρχιτέκτονας μετάφερνε μαζί του από τη Γερμανία δείγματα σπιτιών, ο γαλλομαθημένος ράφτης μόδες, ο φραγκοπασαλειμμένος νομικός νόμους και ο διαβασμένος ποιητής στίχους ρωμαντικούς. Και ό,τι έφτανε ίσα από την Ευρώπη εφάνταζε και λαμποκοπούσε, ό,τι εντόπιο ήταν περιφρονημένο. Στην Ευρώπη φώλιασε ο πολιτισμός και η επιστήμη, εκεί λοιπόν φυτρώνει και κάθε τελειότητα. Όποιος δε πήγε στο Παρίσι δεν είναι άνθρωπος(...) Ο νομοθέτης φραγκοφερμένος και αυτός ή τουλάχιστο φραγκομαθημένος ετσάκισε με νόμους τα φυσικά του Ρωμηού, την κοινοτική ζωή, αντί να τη μελετήσει και να την καλλιτερέψει και απάνω της να θεμελιώσει τον κρατικό μηχανισμό, την κατασύντριψε, γιατί στη Βαυαρία δεν υπάρχουν κοινότητες (...) Το μόνο που θέλησαν να κρατήσουν ελληνικό, και αυτό όμως όχι νεοελληνικό, ήταν οι τύποι, η φάτσα, η εξωτερική μορφή, και βάφτισαν με αρχαιόπρεπα ονόματα τους θεσμούς και τις διάφορες θέσεις και αξιώματα. Φτάνει να λέγονταν κάτι "δήμος" και ήταν αμέσως ελληνικό, "σύνταγμα" και ήταν καλό, "βουλευτής" και ήταν γνήσιο. Έτσι και τους ανθρώπους από πρωτητερινά χρόνια άρχισαν και τους βάφτιζαν Περικλήδες, Θεμιστοκλήδες, Σωκράτηδες, Δημοσθένηδες, νομίζοντας πως θα τους έφτειαναν έτσι γνήσιους απόγονους των αρχαίων που τους σπούδαζαν ωστόσο στην Ευρώπη για να τους τελειοποιήσουν. Και αρμένιζε η Ελλάδα όλη κατάισα κατά κάποιον αρχαιόμορφο και ξενότροπο μαϊμουδισμό, που έκαμε το ελληνικό μυαλό να παραδέρνει σε μια λιμνοθάλασσα από ιδέες παλιές και νέες.» ["Eλληνικός πολιτισμός", του I. Δραγούμη, εκδ. Φιλόμυθος σ. 52]

[Επεξεργασία] Ταυτότητα

Το Βυζάντιο εντάσσεται συνήθως στην ελληνική ιστορία. Παρ'όλα αυτά ήταν και παρέμεινε πάντοτε πολυεθνικό και πολυπολιτισμικό. Σίγουρο είναι, ότι η έννοια της λέξης "Έλληνας" την εποχή εκείνη δεν ταυτίζεται με τη σημερινή έννοιά της, επηρεασμένη από την ιδεολογία του εθνικού κράτους του 18ου και 19ου αι. Αυτό μαρτυρά και η προέλευσή του. Ήδη από την εποχή των Ρωμαίων υπήρχαν επιγαμίες μεταξύ των λαών, άλλωστε και πολύ νωρίτερα ο Μ. Αλέξανδρος ενθάρρυνε τις επιγαμίες στις κατακτήσεις του. Οι Βυζαντινοί ήταν κοσμοπολίτες και χωρίς φυλετικές προκαταλήψεις. Θεωρούσαν τους εαυτούς τους Ρωμαίους/Ρωμιούς, πολίτες δηλαδή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Δεν είχαν πρόβλημα να δεχθούν τον οποιονδήποτε ξένο και παιδιά μικτών γάμων μπορούσαν να κυβερνήσουν την Αυτοκρατορία. Απαραίτητη προϋπόθεση ήταν ο νεοεισερχόμενος να είναι Χριστιανός και να μιλά Ελληνικά. Κατά τον Στήβεν Ράνσιμαν (Βυζαντινός Πολιτισμός, Β' Εκδοση, Εκδόσεις Γαλαξίας-Ερμείας, σσ.202 κ.εξ.) ο αυτοκράτορας Αρκάδιος ήταν ισπανικής καταγωγής, ο στρατηγός του Ιουστινιανού Ναρσής ήταν αρμενικής καταγωγής. Αρμενικής καταγωγής ήταν και οι αυτοκράτορες Λέων ο Ε', Βασίλειος ο Α', Ιωάννης Α' Τσιμισκής, Ρωμανός ο Α'. Ο αυτοκράτορας Νικηφόρος ο Α' είχε αίμα αραβικό και ο πατέρας του επικού Διγανή Ακρίτα ήταν προσήλυτος Σαρακηνός.

[Επεξεργασία] Απαρχές

Το διάταγμα του Καρακάλλα το 212 μ.χ., το Constitutio Antoniniana, προέκτεινε πολιτικά δικαιώματα σε ολόκληρο το πληθυσμό της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (όλους τους ελεύθερους ενήλικες αρρένες δηλαδή), ανυψώνοντας ουσιαστικά τις επαρχίες σε ίσο επίπεδο με την ίδια τη πόλη της Ρώμης. Η αξία αυτού του διατάγματος είναι περισσότερο ιστορική παρά πολιτική. Έθεσε τα θεμέλια για την ολοκλήρωση της αυτοκρατορίας όπου οι οικονομικοί και δικαστικοί μηχανισμοί του κράτους θα μπορούσαν να εφαρμοστούν σε όλη την αυτοκρατορία, όπως κάποτε συνέβη από το Λάτιο σε ολόκληρη την Ιταλία. Φυσικά, η ολοκλήρωση δεν επεκτάθηκε ομοιόμορφα. Οι ήδη συνενωμένες με τη Ρώμη κοινωνίες, όπως η Ελλάδα, ευνοούνταν σε σύγκριση με αυτές που βρίσκονταν πιο μακριά και ήταν πιο φτωχές ή διαφορετικές, όπως η Βρετανία, Παλαιστίνη ή Αίγυπτος.

Η διαίρεση της αυτοκρατορίας ξεκίνησε με την Τετραρχία κατά τον ύστερο 3ο αιώνα με τον Αυτοκράτορα Διοκλητιανό, ως θεσμός με σκοπό τον αποδοτικότερο έλεγχο της αχανούς Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Χώρισε την αυτοκρατορία στη μέση, με βάση μια νοητή γραμμή ξεκινώντας ελαφρώς ανατολικότερα του μυχού της Αδριατικής και καταλήγοντας στην Κυρηναϊκή. Ο διαχωρισμός έγινε με βάση τις γλωσσικές επικράτειες, ένας ήδη σοβαρός παράγοντας διαφοροποίησης, κάθε μία με το δικό της συν-αυτοκράτορα. Η διαίρεση αυτή συνεχίστηκε τον 4ο αιώνα έως το 324, όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος κατάφερε να κυριαρχήσει ως μόνος αυτοκράτορας. Τότε αποφάσισε να χρίσει νέα πρωτεύουσα, ως μια νέα αρχή για μια ενιαία Χριστιανική αυτοκρατορία επιλέγοντας την αρχαία πόλη του Βυζαντίου ως τοποθεσία.

Ονόμασε τη πόλη Νέα Ρώμη, νέα πρωτεύουσα, που έλαβε τελικά το όνομά του Κωνσταντινούπολη κατ΄ έθιμο ιδρυτών πόλεων όπου και επικράτησε με παράλληλη κοπή χρυσών νομισμάτων. Η νέα πρωτεύουσα ήταν το κέντρο της διοίκησής του και αυτός ήταν ο πρώτος Χριστιανός Ρωμαίος αυτοκράτορας. Η ίδρυση της νέα πρωτεύουσας στην ανατολική επικράτεια, η διαδικασία εκχριστιανισμού και η αυτόνομη διοίκηση από τη Ρώμη ήταν οι παράγοντες που οδηγούσαν ήδη στην διαφοροποίηση από τη παλαιά αυτοκρατορία καθώς και ο λόγος που η μετέπειτα ιστορία της αυτοκρατορίας ονομάστηκε από τους μεταγενέστερους ιστορικούς Βυζαντινή.

[Επεξεργασία] Αυτοκράτορας και Διοίκηση

[Επεξεργασία] Η Οικονομία του Βυζαντινού Κράτους

[Επεξεργασία] Πληθυσμός

[Επεξεργασία] Δούλοι και Πάροικοι

Το γενικό υπόστρωμα του αστικού και αγροτικού πληθυσμού στο Βυζάντιο, ήταν οι δούλοι και ο θεσμός αυτός αρχικά διατηρήθηκε στο βυζαντινό κράτος, παρουσιάζοντας όμως σταθερή μείωση. Οι δούλοι στο Βυζάντιο ήταν κυρίως αιχμάλωτοι πολέμου, μοίρα που ακολουθούσαν συνήθως οι αιχμάλωτοι όλων των πλευρών. Οι εχθροί του Βυζαντίου, μετά από νικηφόρες μάχες λεηλατούσαν τις πόλεις και πουλούσαν τους χιλιάδες αιχμαλώτους στην Ανατολή ενώ και οι Βυζαντινοί πουλούσαν τους εχθρούς που συνελάμβαναν ως δούλους στο εσωτερικό ή αγόραζαν από τους εμπόρους δούλων, σε αντάλλαγμα των οποίων οι πωλητές επιθυμούσαν κυρίως είδη πολυτελείας και τρόφιμα.

Οι τιμές των δούλων κυμαίνονταν ως πενήντα χρυσά νομίσματα για τους ανειδίκευτους και ως εβδομήντα για τους ειδικευμένους όπως ήταν π.χ. οι ταχυγράφοι και οι γιατροί. Η κύρια απασχόληση των δούλων ήταν στον τομέα της Γεωργίας αλλά τους βρίσκουμε και σε άλλους τομείς, όπως στο εργατικό προσωπικό εργαστηρίων είτε ιδιωτικών είτε κρατικών όπου το εργατικό δυναμικό συμπλήρωναν και ελεύθεροι, έμμισθοι εργάτες. Επίσης, οι βυζαντινοί νέοι κατά τα πρώτα χρόνια στο σπίτι, είχαν ανάμεσα στους διδασκάλους τους, «παιδαγωγούς» δούλους που τους παρέδιδαν μαθήματα.

Από την πρωτοβυζαντινή περίοδο, παρουσιάζονται κάποιες αλλαγές στην γεωργική οικονομία σε σχέση με την δουλική εργασία. Τα μεγάλα αγροκτήματα δεν καλλιεργούνται πλέον κατά κύριο λόγο από συνεργεία δούλων με επί κεφαλής «οικονόμους», δούλους και αυτούς αλλά οι ιδιοκτήτες παραχωρούν στις οικογένειες των δούλων τους γεωργικούς κλήρους, τους οποίους καλλιεργούν όπως οι ελεύθεροι ενοικιαστές. Άρχισαν έτσι οι δούλοι να γίνονται αγρολήπτες και να αποτελούν την τάξη των δουλοπάροικων, οι όποιοι γενικά είναι γνωστοί ως «πάροικοι» και η δουλική αγροτική εργασία, χωρίς να εξαφανισθεί τελείως, γίνεται σιγά-σιγά περιθωριακή και υποχωρεί σταδιακά μέχρι τον 11ο αι. όπου αναφέρεται σποραδικά με ρόλο πλέον ασήμαντο.

Οι δούλοι αυτοί επάνδρωναν τις μεγάλες ιδιοκτησίες και επωμίζονταν το βάρος του μεγαλύτερου μέρους τής αγροτικής παραγωγής. Ήταν προσαρτημένοι στις ιδιοκτησίες χωρίς δικαίωμα μετακινήσεως, ενώ ο δουλοπαροικιακός προσωπικός θεσμός μεταβιβαζόταν στους απογόνους. Οι πάροικοι μπορούσαν να έχουν προσωπική αγροτική ιδιοκτησία, η οποία όμως επιβαρυνόταν με εκχώρηση του ενός τρίτου της παραγωγής στον φεουδάρχη και τα άτομα υπάγονταν επίσης στην δικαιοδοσία του φεουδάρχη, ο οποίος μπορούσε να επιβάλλει ποινές, με απαγόρευση όμως της θανατικής ποινής και του ακρωτηριασμού. Επίσης επιβαλλόταν η «αγγαρεία» των παροίκων που έφτανε τις 2 ως 24 ήμερες τον χρόνο, με δυνατότητα εξαγοράς τους με χρηματική καταβολή. Οι δουλοπάροικοι μπορούσαν να αποκτήσουν την προσωπική ανεξαρτησία τους έναντι πληρωμής φόρου, ο όποιος έπρεπε να υπολογισθεί σε χρυσά νομίσματα.

Εκτός από τους δούλους αυτής της κατηγορίας, συχνά εντάσσονταν στην κατάσταση αυτή πολλοί από τους ελεύθερους αγρότες που δεν μπορούσαν να αντέξουν την φορολογία. Εξ αιτίας της κοινωνικής τους θέσεως, οι πλούσιοι, επειδή ήταν περισσότερο ικανοί να αντιστέκονται στο φοροεισπράκτορα, συχνά απέφευγαν την καταβολή των οικονομικών εισφορών ή τα εναντίον των λαμβανόμενα μέτρα δεν γίνονταν επαχθή. Έτσι, γενικά, αυτοί ήταν οι λόγοι, για τους οποίους ο ελεύθερος χωρικός έφτασε να ζηλεύει την τύχη του δουλοπάροικου, πού ήταν στην υπηρεσία του μεγάλου γαιοκτήμονα, ο οποίος δουλοπάροικος ζούσε υπό προστασία εναντίον των κρατικών υπαλλήλων και σε περίπτωση κακής σοδιάς, μπορούσε να προσβλέπει προς τον γαιοκτήμονα, να του προμηθεύσει τα αναγκαία. Σε πολλές περιπτώσεις αυτή η σύγκριση ώθησε τους ελεύθερους να δεχθούν θεληματικά την κατάσταση του δουλοπάροικου.

Αν και η ρωμαϊκή νομοθεσία ήταν ιδιαίτερα αυστηρή στον διαχωρισμό δούλων κι ελευθέρων, από τον 4ο αιώνα παρουσιάζονται κάποιες διατάξεις που απαλύνουν την κατάσταση αυτή Βυζάντιο. Σταδιακά, οι νόμοι για τους δούλους άρχισαν να γίνονται πιο επιεικείς ενώ στη νομοθεσία του Ιουστινιανού βρίσκουμε να γίνεται συχνά λόγος για τη φυσική ισότητα μεταξύ των ανθρώπων.

Ο θεσμός τής δουλείας γίνεται περισσότερο φιλάνθρωπος. Απαγορεύτηκε το σημάδεμά τους με καυτό σίδερο στο πρόσωπο καθώς και η εξουσία του κυρίου να θανατώνει ή να ακρωτηριάζει τους δούλους του. Απαγορεύτηκε να χωρίζονται τα μέλη της οικογένειας ενός δούλου, όταν διανέμονταν γαιοκτησίες όπως και η εκπόρνευση των δούλων. Επίσης, πολλοί δούλοι μετατράπηκαν σε ναύτες και απαγορεύτηκε οι ελεύθεροι να πωλούν τους εαυτούς τους ως δούλους, ενώ χορηγούνταν υλική βοήθεια στους γονείς που δεν είχαν τα μέσα να αναθρέψουν τα παιδιά τους, και που αποσκοπούσε στον περιορισμό της διαδομένης συνήθειας πώλησης παιδιών ως δούλων.

H επικράτηση του Χριστιανισμού στο Βυζάντιο έφερε πολλά παραδείγματα χριστιανών που απελευθέρωσαν τους δούλους τους, σε πολλές περιπτώσεις κατά χιλιάδες. Το ίδιο συνέβαινε και σε περιπτώσεις όπου πρώην ιδιοκτήτες ασπάζονταν τον μοναχικό βίο και διένειμαν τα υπάρχοντα τους και χάριζαν την ελευθερία στους οικιακούς δούλους.

Οι δούλοι που συνέχιζαν βέβαια να υπάρχουν και να χρησιμοποιούνται συνήθως ως εργάτες στα εργαστήρια ή ως διαχειριστές των κτημάτων ή των καταστημάτων και άλλων επιχειρήσεων που ανήκουν στους κυρίους τους, μπορούσαν να διαθέτουν, μια μικρή περιουσία, το χρημάτιον. Η χριστιανική ιδεολογία συντέλεσε σε κάποια σταδιακή βελτίωση του παλαιού ρωμαϊκού καθεστώτος των δούλων που απολαύουν τώρα μεγαλύτερης προστασίας εναντίον των καταχρήσεων της απόλυτης εξουσίας των κυρίων. Ο νόμος τους αναγνωρίζει κάποια νομική προσωπικότητα, και την εγκυρότητα ορισμένων δικαιοπραξιών τους. Αναγνωρίζει επίσης ειδικά νομικά αποτελέσματα στις μεταξύ δούλων και μεταξύ ελευθέρων και δούλων συζεύξεις και ευνοείται η απελευθέρωση δούλων.

Ισχύει τώρα και η «εν εκκλησία απελευθέρωσις», που δίνει πλήρη δικαιώματα πολίτη στον απελευθερωμένο δούλο και επίσης, ακόμη και οι δούλοι-δραπέτες είχαν το δικαίωμα να γίνουν μοναχοί σε κάποιο μοναστήρι. Η διαδικασία απελευθέρωσης έγινε ακόμη πιο απλή για τους κληρικούς που ελευθερώνουν τους δούλους τους.

Ο βυζαντινός νόμος δεν απαγόρευε κατ’ αρχήν, στον δούλο να ασκεί το εμπόριο και να συμμετέχει στις συντεχνίες. Περιοριζόταν μόνο, στο να του απαγορεύει να μπαίνει σε ορισμένους τομείς, που θεωρούνταν ασυμβίβαστοι με την κοινωνική θέση.

Με τον Ιουστινιανό γίνεται ένα βήμα παραπέρα. Ο αυτοκράτορας καθορίζει ότι, αντίθετα με ότι ίσχυε πριν, όλοι οι τρόποι απελευθέρωσης παρέχουν πλήρη πολιτικά δικαιώματα στον δούλο που ελευθερώνεται, και μια σειρά από άλλα μέτρα κάνει όλη τη διαδικασία για την απελευθέρωση ευκολότερη και απλούστερη. Αλλά και η θέση των απελεύθερων βελτιωνόταν, ώσπου ο Ιουστινιανός τους εξομοίωσε εντελώς με τους υπόλοιπους πολίτες.

[Επεξεργασία] Γεωργία

[Επεξεργασία] Βιομηχανία

[Επεξεργασία] Εμπόριο

[Επεξεργασία] Νόμισμα

Το νομισματικό σύστημα που είχε καθιερώσει ο Κωνσταντίνος είχε ως βάση ένα χρυσό νόμισμα, το Solidus = Σόλδιον = στα ελληνικά "Νόμισμα", βάρους 4,48 γραμμαρίων. Το νόμισμα αυτό, διατήρησε σταθερή την άξια του κατά τη διάρκεια της μεταγενέστερης αυτοκρατορικής περιόδου και αντιπροσώπευσε ακόμη και αργότερα, στο Βυζάντιο, τη βασική νομισματική μονάδα.

Άλλες χρηματικές μονάδες ήταν:

  • η αργυρή λίρα με άξια 15 φορές μικρότερη από το χρυσό νόμισμα
  • τα άργυρα μιλιαρήσια με αξία ίση με το 1/12 του νομίσματος
  • τα κεράτια, με αξία ίση με το 1/24 του νομίσματος
  • η χάλκινη φόλλις, 144 από τις οποίες έφτιαχναν ένα νόμισμα
  • υποδιαιρέσεις των φόλλεων: το πεντανούμμιον, το δεκανούμμιον, η μισή φόλλι

Ο Νικηφόρος Φωκάς φαίνεται ότι ήταν ο πρώτος βυζαντινός ηγεμόνας, που εξέδωσε προς τα μέσα του 10ου αιώνα, ένα χρυσό νόμισμα ελαττωμένου βάρους, ενώ στις παραμονές της ανόδου στο θρόνο του Αλεξίου Κομνηνού, ο Νικηφόρος Γ' ο Βοτανιάτης, εγκαινίασε την υποτίμηση του βυζαντινού νομίσματος με την κυκλοφορία χρυσών νομισμάτων, που περιείχαν λιγότερο πολύτιμο μέταλλο. Ο Αλέξιος Κομνηνός υποτίμησε ακόμα περισσότερο το νόμισμα το οποίο τώρα ονομαζόταν υπέρπυρον. Το νόμισμα αυτό άξιζε τέσσερα αργυρά μιλιαρήσια αντί για δώδεκα και το βυζαντινό νόμισμα είχε πια μόνο το ένα τρίτο της πρωταρχικής του αξίας. Ύστερα από την φραγκοιταλική εισβολή, το νόμισμα, υποτιμήθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε να χάσει σχεδόν τελείως την αξία του προς όφελος του βενετικού νομίσματος.

[Επεξεργασία] Δημόσιες Δαπάνες

[Επεξεργασία] Δημόσια Έσοδα

[Επεξεργασία] Εκκλησία

[Επεξεργασία] Μοναχισμός

Η ουδετερότητα αυτού του άρθρου αμφισβητείται.
Παρακαλούμε δείτε τη σχετική συζήτηση στη σελίδα συζήτησης του άρθρου.
Για τον μοναχισμό ως κίνημα βλ. λήμμα Μοναχισμός

Ο Γερμανός Βυζαντινολόγος H.G. Beck, που διετέλεσε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, πρόεδρος του Γερμανικού Κέντρου Μελετών της Βενετίας, αντιπρόεδρος της Γερμανικής Εταιρείας Σπουδών, μέλος της Ακαδημίας Επιστημών του Μονάχου, της Βιέννης, του Λονδίνου, των Βρυξελλών και την Αθηνών, δίνει ικανοποιητικά στοιχεία για τον βυζαντινό μοναχισμό και την επίδρασή του στη Ρωμανία στο βιβλίο του "Η Βυζαντινή Χιλιετία".

Κάθε φορά που κάποιος αναλαμβάνει να παρουσιάσει στον σημερινό θεατή τη βυζαντινή ζωή, ο μοναχισμός αποτελεί ένα από τα πιο γραφικά στοιχεία του σκηνικού. Ο «σκηνοθέτης» ξεκινά από πολύ παλιά και θεωρεί τη γενίκευση βασική υφολογική αρχή. Σύμφωνα με μερικούς, ο «εκκλησιαστικός μηχανισμός» περιέρχεται ήδη τον 6ο αιώνα στα χέρια των μοναχών, το μοναστικό κίνημα εκπορθεί και τα «πανεπιστήμια», το Βυζάντιο «καλογεροκρατείται» από τον 6ο κιόλας αιώνα. Για αποδείξεις ούτε κουβέντα. Άλλοι καταφεύγουν στη στατιστική, συγκεντρώνουν τους πάντες που φόρεσαν κάποτε, έστω και για λίγες μέρες, το ράσο και καταλήγουν έτσι σε εντυπωσιακούς αριθμούς και σε μια εξίσου εντυπωσιακή «δημογραφική κρίση» (Πηγη: "Η Βυζαντινή Χιλιετία" σ. 285)

Αλλά, όταν διαβάζουμε τους βίους των μοναχών, μάς δημιουργείται η εντύπωση ότι πολλοί διάλεξαν τη ζωή του καλόγερου σχετικά, αργά, αφού παντρεύτηκαν και άσκησαν κάποιο δημόσιο αξίωμα, ότι μάλιστα υπήρχε ένα σημαντικό στρώμα που θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε με την έκφραση «συνταξιούχοι που έγιναν καλόγεροι». Παράδειγμα της τελευταίας κατηγορίας είναι ο Αθανάσιος, ο ιδρυτής της Μεγίστης Λαύρας στο Άγιο Όρος, που προηγουμένως είχε αποκτήσει φήμη στην Κωνσταντινούπολη ως σχολάρχης, και ο Θεοφάνης ο Ομολογητής, που πριν μπει σε μοναστήρι ήταν παντρεμένος και είχε διατελέσει κρατικός λειτουργός.

Αριθμητικά σημαντική πρέπει να ήταν επίσης η κατηγορία των Βυζαντινών που καλογέρεψαν λίγο πριν πεθάνουν, για να εξασφαλίσουν την τελευταία στιγμή τη σωτηρία της ψυχής τους.

Υπήρχε μια μεγάλη ομάδα μοναχών, για τους οποίους το μοναστήρι ήταν καταφύγιο και πρόσφερε ασφάλεια από εξωτερικές, ολότελα υλικές σκοτούρες, όπως η φορολογία, η στρατιωτική θητεία κτλ. Σημαντικό ρόλο σ’ αυτή την ομάδα Βυζαντινών που ζητούσαν άσυλο στα μοναστήρια έπαιζαν οι αυτοκράτορες, οι ανώτεροι αξιωματούχοι και τα μέλη της αριστοκρατίας. Όχι λίγοι από αυτούς είχαν εκθρονιστεί και ανατραπεί. Αποσύρονταν λοιπόν σε ένα μοναστήρι, εκούσια ή αναγκαστικά, για να αποφύγουν μια χειρότερη τύχη ("Η Βυζαντινή Χιλιετία" σ. 287)

Τα συμπεράσματα προκύπτουν από μόνα τους: δεν έχει νόημα να συμπεριλάβουμε σε μια στατιστική των βυζαντινών μοναχών και της δύναμής τους τούς λαϊκούς που «προσηλυτίστηκαν» την τελευταία στιγμή ("Η Βυζαντινή Χιλιετία" σ. 288).

Ας μην ασχοληθούμε ιδιαίτερα με τους μεγάλους αριθμούς μοναχών, που υπολόγισαν μερικοί μελετητές. Κατά βάθος, οι αριθμοί αυτοί είναι το ίδιο επισφαλείς όσο και τα άλλα δημογραφικά στοιχεία που αφορούν το βυζαντινό πληθυσμό και τα διάφορα στρώματά του. Αν όμως κάνουμε μια σύγκριση με τη μεσαιωνική Δύση, δεν μπορούμε να αποφύγουμε την εντύπωση ότι στην τελευταία ο τρόπος ζωής, η παιδεία, η αρχιτεκτονική, η τέχνη και η βιοτεχνία επηρεάζονται από τους μοναχούς περισσότερο από όσο στην Ανατολή. Στην Ανατολή η μορφωτική και πολιτισμική παράδοση δεν είχε διακοπεί ποτέ και με κανένα τρόπο δεν αποτελούσε αποκλειστικό προνόμιο του Κλήρου, πολύ λιγότερο των μοναχών. ("Η Βυζαντινή Χιλιετία" σ. 291). Δεν υπήρξε κανένα καινούργιο πολιτισμικό ξεκίνημα. Η Βυζαντινή κοινωνία θεωρούσε ότι η κοινωνική υπηρεσία που πρόσφερε ο μοναχισμός ήταν να λειτουργεί σαν ένας πνευματικός φάρος, που έδειχνε στον κοσμικό Βυζαντινό έναν υποτίθεται ιδανικό τρόπο ζωής. Αυτό της αρκούσε, σε γενικές γραμμές (οπ. π. , σ. 298).

Ορισμένα μοναστήρια, βέβαια, δεν ήταν περισσότερο αδίσταχτα από τους μεγαλόσχημους κοσμικούς, δηλαδή έχουμε να κάνουμε μάλλον με ένα γενικό πρόβλημα της αγροτικής ιστορίας του Βυζαντίου και λιγότερο με το ερώτημα κατά πόσο δέχονταν κριτική τα θεωρητικά ιδεώδη του μοναχισμού (οπ. π. σ. 300).

Αν όμως πλάι σ’ εκείνους που με το ράσο και τη μακριά γενειάδα τους καταγίνονταν με ευτελείς εγκόσμιες ασχολίες, χιλιάδες άλλοι έμειναν ανώνυμοι και πέρασαν από την ιστορία χωρίς να αφήσουν τα αποτυπώματά τους, τότε ίσως σε πολλές περιπτώσεις ο λόγος είναι ότι πήραν στα σοβαρά το ιδανικό της απάρνησης του κόσμου, όπως και αν το κρίνουμε εμείς εκ των υστέρων, δηλαδή έμειναν πιστοί στον εαυτό τους. Παρ’ όλη την κριτική, ο ιστορικός πρέπει κι εδώ να τηρήσει την παλιά αρχή ότι «η αμφιβολία είναι υπέρ του κατηγορουμένου» (οπ. π. , σ. 304).

Πολλοί έχουν ισχυριστεί ότι η ραγδαία αύξηση των μοναστικών κοινοτήτων προξένησε δημογραφική κρίση στο Βυζάντιο, γιατί οι Βυζαντινοί που γίνονταν καλόγεροι δεν άφησαν απογόνους. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, οι στρατιές των μοναχών ξεκλήρισαν ολόκληρες οικογένειες και έφεραν μεγάλη ελάττωση του παραγωγικού πληθυσμού. Δεν είναι εύκολο να τοποθετηθούμε κριτικά απέναντι σε τέτοιους ισχυρισμούς. Είναι γνωστό ότι οι Βυζαντινοί δεν τα πήγαιναν και πολύ καλά με την αριθμητική ακρίβεια: οι πενηνταπέντε γίνονται εύκολα εκατό και οι εκατό εξίσου εύκολα χίλιοι. Δεν πρέπει επίσης να παραβλέψουμε ότι οι μεγάλοι αριθμοί μοναχών που αναφέρονται κάθε τόσο προέρχονται συνήθως από το στόμα εγκωμιαστών του μοναχισμού, που θέλουν έτσι να εξυμνήσουν την τεράστια επιτυχία του μοναστικού κινήματος. Δημογραφική κρίση; Ξέρουμε ότι υπήρξαν πράγματι τέτοιες κρίσεις, π.χ. στην Κωνσταντινούπολη του 6ου και του 8ου αιώνα. Αλλά οι πηγές, αποδίδουν αυτές τις κρίσεις στην πανώλη και όχι στο μοναχισμό . (οπ. π. , σ. 312). Επιπρόσθετα, είναι πολύ πιθανό ότι πολλοί Βυζαντινοί κλείνονταν σε μοναστήρι μόνο όταν είχαν πια εκπληρώσει το «χρέος» τους απέναντι στις απαιτήσεις της δημογραφικής πολιτικής του κράτους. (οπ. π. , σ. 313).

Είναι ακατανόητο πώς ξέρουν μερικοί συγγραφείς ότι ήδη τον 7ο και τον 8ο αιώνα το ένα τρίτο του συνόλου της γης ήταν ιδιοκτησία της Εκκλησίας και των μοναστηριών. Οι πρώτες πληροφορίες, που προκύπτουν από επίσημα έγγραφα, για την ύπαρξη σημαντικής έγγειας ιδιοκτησίας των μοναστηριών τοποθετούνται μόλις στα τέλη του 9ου και στις αρχές του 10ου αιώνα. Αλλά και εδώ λείπουν οποιαδήποτε αριθμητικά δεδομένα, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν οικονομετρικά. Είναι ιστορικά βεβαιωμένο γεγονός ότι σε ολόκληρη την ιστορία τους προβάλλουν μικρότερη αντίσταση στα έκτακτα κρατικά μέτρα για τον προσπορισμό χρημάτων από όσο η ιδιωτική οικονομία .(οπ. π. , σ. 313). Συνιστά, βέβαια, λάθος ο ισχυρισμός ότι η περιουσία της Εκκλησίας προέρχεται από τη καταλήστευση των περιουσιών των Εθνικών. Ο Μ. Κωνσταντίνος και οι επόμενοι Αυτοκράτορες, όταν έκαναν δωρεές στην Εκκλησία, ουσιαστικά τής επέστρεφαν την περιουσία που οι Παγανιστές αυτοκράτορες άρπαζαν και δήμευαν κατά τους Διωγμούς ώς το 324. Η εκκλησιαστική περιουσία, μόνο μετά τον 9ο αι. – όταν δεν υπήρχαν σαφώς Εθνικοί, για να τους ληστέψει – έχει καταμετρηθεί και συνεπώς καμμία τέτοια κατηγορία δεν ευσταθεί. Οι αρχαίοι ναοί ανήκαν στο κράτος. Δεν ήταν περιουσίες ιδιόκτητες.

Μπορεί πράγματι να πιστοποιηθεί ότι στο πέρασμα των αιώνων η μοναστηριακή περιουσία στο Βυζάντιο γινόταν όλο και μεγαλύτερη. Αλλά σε ό,τι αφορά την οικονομική ζημιά, διαπιστώνουμε μια αντίφαση. Από τη μια μεριά οι μελετητές τονίζουν, πιθανότατα με το δίκιο τους, την απληστία των μοναστηριών, που πολλαπλασίαζαν την έγγεια ιδιοκτησία τους με κάθε μέσο, και από την άλλη δηλώνουν ότι τα μοναστήρια παραμελούσαν τη γη τόσο πολύ ώστε άλλοτε εύφορα εδάφη μετατρέπονταν σε ερημότοπους. Έτσι, σύμφωνα με τους παραπάνω μελετητές, τα μοναστήρια οδήγησαν τη γεωργία στην καταστροφή. Θεωρητικά, βέβαια, μπορούμε να φανταστούμε ότι μαζεύει κανείς οικόπεδα και κτήματα μόνο για να τα μαζέψει, για να τα κατέχει, χωρίς να ενδιαφέρεται να τα καλλιεργήσει. Αν όμως κοιτάξουμε τα επίσημα έγγραφα, θα δούμε καθαρά ότι μαζί με τη γή το μοναστήρι αποκτούσε και τους ανθρώπους που την καλλιεργούσαν ώς εκείνη τη στιγμή, ως ιδιοκτήτες της ή, ακόμη συχνότερα, ως πάροικοι ενός άλλου κυρίου. Η απόκτηση μιας τέτοιας έκτασης γης έφερνε στο μοναστήρι, αυτόματα,και την εργατική δύναμη των πάροικων, επομένως το προϊόν της γής. Και από τα έγγραφα που προαναφέραμε προκύπτει σαφέστατα ότι τα μοναστήρια δεν ήταν διατεθειμένα να αδιαφορήσουν γι’ αυτό το προϊόν ή, ακόμη περισσότερο, να παραιτηθούν από αυτό το όφελος των παροίκων. Τα μοναστήρια ήξεραν τη δουλειά τους, και το πλεόνασμα του προϊόντος κατέληγε σίγουρα στην αγορά, δηλαδή έμπαινε στο οικονομικό κύκλωμα της Αυτοκρατορίας. (οπ. π. , σ. 315). Δεν υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι η αποδοτικότητα των μοναστηριακών γαιών ήταν μικρότερη ή ότι ωφελούσε λιγότερο τη γενική κυκλοφορία των αγαθών από όσο η αποδοτικότητα των γαιών που ανήκαν σε προνοιαρίους και άλλους μεγαλοκτήμονες. Οπωσδήποτε, δεν είναι δυνατόν να πιστέψουμε πως η οικτρή οικονομική κατάσταση το Βυζαντίου στα ύστερα χρόνια οφείλεται αποκλειστικά, ή έστω κατά κύριο λόγο, στα μοναστήρια. Από τον 12ο αιώνα, αλλά προπαντός τον 13ο, η Βενετία και άλλες εμπορικές πόλεις της Ιταλίας, αποσπούσαν από τους αυτοκράτορες τόσα προνόμια, ώστε ακόμα και η απαλλοτρίωση ολόκληρης της μοναστηριακής περιουσίας δεν θα μπορούσε να καλλιτερέψει πολύ την κατάσταση (οπ. π. , σ. 315)

Αλλά και μετά την διάλυση της αυτοκρατορίας, κατά την τουρκοκρατία και την επανάσταση του 1821 ο ρόλος των μοναστηριών ήταν ευεργετικός. Οι Τούρκοι είχαν συνήθειο να αρπάζουν όλα τα χωράφια των Ελλήνων, εκτός από αυτά της Εκκλησίας, διότι σέβονταν τον ιερό τους χαρακτήρα («βακούφια»). Οι Έλληνες, λοιπόν, προκειμένου να αποφύγουν την διαρπαγή των κτημάτων τους από τους μπέηδες και τους πασάδες, έκαναν συμφωνία με την Εκκλησία να χαρίζουν σ’αυτήν τα κτήματά τους, με τον όρο να τα εκμεταλλεύονται αυτοί και τα παιδιά τους. Εάν δεν το έπρατταν αυτό οι χωρικοί ή εάν οι Τούρκοι άρπαζαν ακόμη και τα εκκλησιαστικά κτήματα, τότε δε θα απέμενε κανένας Έλληνας με δική του κτηματική περιουσία, με ανυπολόγιστες συνέπειες, όπως για παράδειγμα την αύξηση του μεταναστευτικού ρεύματος στη Δ. Ευρώπη και την ολοκληρωτική ερήμωση της Ελλάδας. Γράφει ο Μακρυγιάννης: «Εκεί [στα μοναστήρια] ήταν και οι τζεμπιχανέδες [πυρομαχικά] μας και όλα τ’ αναγκαία του πολέμου˙ ότ’ ήταν παράμερον και μυστήριον από τους Τούρκους. Και θυσίασαν οι καϊμένοι οι καλόγεροι˙ και σκοτώθηκαν οι περισσότεροι εις τον αγώνα. Και οι Μπαυαρέζοι παντήχαιναν [νόμιζαν] ότ’ είναι οι Καπουτζίνοι της Ευρώπης, δεν ήξεραν ότ’ είναι σεμνοί κι’ αγαθοί άνθρωποι» (Απομνημονεύματα, Μακρυγιάννη, εκδ. Πέλλα, σ. 368). Σε "ανταμοιβή" της εθνικής προσφοράς των μοναστηριών το 1821, το τότε βαυαροκρατούμενο Ελληνικό κράτος έκλεισε τα 412 από τα 546 μοναστήρια της τότε ελληνικής επικράτειας, αφού λεηλάτησε τις περιουσίες τους.

[Επεξεργασία] Τέχνη

Δείτε το κυρίως άρθρο Βυζαντινή τέχνη

[Επεξεργασία] Γλώσσα

[Επεξεργασία] Εκπαίδευση

[Επεξεργασία] Φιλολογία

[Επεξεργασία] Οι Αυτοκράτορες του Βυζαντίου

=== Δυναστεία του Κωνσταντίνου ===
=== Δυναστεία του Θεοδοσίου ===
  • Θεοδόσιος Α' (ο Μέγας), 379-395
  • Αρκάδιος, 395-408
  • Θεοδόσιος Β', 408-450
  • Μαρκιανός, 450-457
=== Δυναστεία του Λέοντα ===
  • Λέων Α', 457-474
  • Λέων Β', 474
  • Ζήνων, 474-491
  • Αναστάσιος Α', 491-518
=== Δυναστεία του Ιουστίνου ===
=== Δυναστεία του Ηράκλειου ===
=== Δυναστεία των Ισαύρων ===
  • Λέων Γ' (ο Ίσαυρος), 717-740
  • Κωνσταντίνος Ε' (ο Κοπρώνυμος ή Καβαλίνος), 740-775
  • Αρτάβασδος (ο Εικονόφιλος), σφετεριστής, 742-743
  • Λέων Δ' (Χάζαρος), 775-780
  • Κωνσταντίνος ΣΤ', 780-797
  • Ειρήνη (η Αθηναία), 797-802
  • Νικηφόρος Α', 802-811
  • Σταυράκιος 811, 811
  • Μιχαήλ Α' (ο Ραγκαβέ), 811-813
  • Λέων Ε' (ο Αρμένιος), 813-820

[Επεξεργασία] Φρυγιανή Δυναστεία ή Δυναστεία του Αμόριου

[Επεξεργασία] Μακεδονική Δυναστεία

Κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους 1204

[Επεξεργασία] Δυναστεία Λασκαρέων (σε εξορία στο Δεσποτάτο της Νίκαιας)

  • Θεόδωρος Α' Λάσκαρης 1204-1222 – γαμπρός του Αλέξιου Γ'
  • Ιωάννης Γ' Δούκας Βατάτζης 1222-1254 – γαμπρός του Θεοδώρου του Α'
  • Θεόδωρος Β' Λάσκαρης 1254-1258 – γιος του Ιωάννη του Γ'
  • Ιωάννης Δ' Λάσκαρης 1258-1261 – γιος του Θεοδώρου του Β'

[Επεξεργασία] Λατίνοι Αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης

  • Βαλδουίνος Α' της Φλάνδρας, 1204-1205
  • Ερρίκος της Φλάνδρας, 1206-1216
  • Γιολάντα της Φλάνδρας 1217-1219, μαζί με τον σύζυγό της:
  • Πέτρος του Κουρτεναί, 1217
  • Ροβέρτος Β' του Κουρτεναί, 1221-1228
  • Βαλδουίνος Β', 1228-1261 (Βοηθούμενος από τον πεθερό του Ιωάννη Βρυέννιο ως επίτροπο 1229-1237 και Αυτοκράτορα 1240-1261)

[Επεξεργασία] Δυναστεία Παλαιολόγων

Ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τον στρατηγό Αλέξιο Στρατηγόπουλο 1261.

Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους 29 Μαΐου1453

[Επεξεργασία] Δείτε επίσης

[Επεξεργασία] Παραπομπές

    [Επεξεργασία] Βιβλιογραφία

    [Επεξεργασία] Γενική βιβλιογραφία

    [Επεξεργασία] Ελληνική

    • "Ρωμηοσύνη, Ρωμανία, Ρούμελη" , Ι Ρωμανίδης, εκδ. Πουρνάρα
    • "Ρωμηοσύνη Η Βαρβαρότητα" , Αναστ. Φιλλιπίδη, εκδ. Πελαγία
    • Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, Γ.Οστρογκόρσκυ, Εκδόσεις Βασιλόπουλος Στ.,3 τόμοι
    • Η τελευταία βυζαντινή αναγέννηση, Στήβεν Ράνσιμαν, Εκδόσεις Δόμος
    • Η Βυζαντινή Θεοκρατία, Στήβεν Ράνσιμαν, Εκδόσεις Δόμος
    • Η ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, A.Vasiliev
    • Βυζάντιο (έχει εκδοθεί τρίτομο ή συντομευμένο σε ένα τόμο), John Julius Norwich
    • Η Βυζαντινή χιλιετία, H.G. Beck
    • Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Κ.Παπαρρηγόπουλος
    • Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ΤΟΜΟΙ Ζ’, Η’ & Θ’, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
    • Η αγροτική κοινωνία στην ύστερη βυζαντινή εποχή, Αγγελική Λαΐου – Θωμαδάκη, ΜΙΕΤ
    • Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός, Paul Lemerle, ΜΙΕΤ
    • Η χριστιανική Ανατολή και η άνοδος του παπισμού, Παπαδάκης/Meyendorff, ΜΙΕΤ
    • Βυζάντιο, Εισαγωγή Στο Βυζαντινό Πολιτισμό, Baynes/Moss, εκδ. ΠΑΠΑΔΗΜΑ
    • Η Καθημερινή Ζωή Στο Βυζάντιο, G. Walter, εκδ. ΠΑΠΑΔΗΜΑ
    • Εγκ. Πάπυρος-Larousse-Britannica, ΤΟΜΟΣ "ΕΛΛΑΣ" Α’


    [Επεξεργασία] Ξένη

    • G. Ostrogorsky. "History of the Byzantine State", 2nd edition, New Brunswick (NJ) 1969.
    • Helene Ahrweiler, "Les Europeens", pp.150, Herman (Paris), 2000
    • Warren Treadgold. "A History of the Byzantine State and Society", Stanford, 1997.
    • Helene Ahrweiler, "Studies on the Internal Diaspora of the Byzantine Empire", Harvard University Press, 1998
    • The Oxford History of Medieval Europe, George Holme, Oxford University, 1992
    • Byzantine Studies and Other Essays, Norman H. Baynes, University of London, Athlone Press, 1955
    • History of the Byzantine Empire, C. Diehl/G. Ives, Princeton University Press, 1925


    [Επεξεργασία] Ειδική βιβλιογραφία

    • Τα βιβλία του S.Runciman, όπως:
      • Μυστράς
      • Η πτώση της Κωνσταντινούπολης
      • Η μεγάλη Εκκλησία σε αιχμαλωσία
      • Σικελικός Εσπερινός
      • Η ιστορία των Σταυροφοριών

    [Επεξεργασία] Εξωτερικές Συνδέσεις