Ανοσία (ιατρική)
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Με τον όρο ανοσία (α- στερητικό + νόσος) είναι μια ιδιότητα του οργανισμού να αμύνεται σε κάποιον εξωτερικό βλαπτικό παράγοντα και να μην υφίσταται τις συνέπειές του. Την ιδιότητα αυτή αναπτύσσει ο οργανισμός με τη βοήθεια ενός πολύπλοκου και πολύ σημαντικού συστήματος που λέγεται ανοσοποιητικό σύστημα.
Την ανοσία διακρίνουμε σε φυσική ανοσία και σε επίκτητη. Φυσική είναι η ανοσία που διαθέτει ο άνθρωπος από τη γέννησή του κι αυτή οφείλεται σε διάφορους αμυντικούς μηχανισμούς που έχουν «τυπωθεί» στο έμβρυο κατά την ενδομήτρια ζωή ή έχουν αναπτυχθεί στο βρέφος κατά τη διάρκεια του θηλασμού, με έτοιμες αμυντικές ουσίες που παίρνει το βρέφος από τη μητέρα μέσω του γάλακτος.
Επίκτητη είναι η ανοσία που δημιουργείται κατά τη διάρκεια της ζωής και δεν προϋπήρχε. Με το μηχανισμό αυτό ο οργανισμός, κάθε φορά που έρχεται σε επαφή με κάποιο βλαπτικό παράγοντα, τον «τυπώνει» στην ανοσοποιητική μνήμη του και αναπτύσσει μηχανισμούς αυτοπροστασίας σε ενδεχόμενη επόμενη επαφή. Σε αυτή τη διαδικασία στηρίζονται και οι εμβολιασμοί. Με τον εμβολιασμό εισάγουμε κάποιον βλαπτικό παράγοντα ειδικά επεξεργασμένο, το εμβόλιο, σε ελεγχόμενες ποσότητες στον οργανισμό και τον προκαλούμε να "μάθει" να τον αναγνωρίζει στο μέλλον και να αμύνεται σε αυτόν. Οι μηχανισμοί άμυνας του οργανισμού και οι τρόποι βελτίωσής τους είναι αντικείμενο ενός ειδικού κλάδου της ιατρικής που λέγεται ανοσολογία.