Γκέοργκ Βίλχελμ Φρήντριχ Χέγκελ
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Δυτική φιλοσοφία 19ος αιώνας |
|
---|---|
![]() |
|
Όνομα: | Γκέοργκ Βίλχελμ Φρήντριχ Χέγκελ |
Γέννηση: | 27 Αυγούστου 1770 |
Θάνατος: | 13 Νοεμβρίου 1831 |
Σχολή/παράδοση: | Γερμανικός ιδεαλισμός, Ιδρυτής του Εγελιανισμού |
Κύρια ενδιαφέροντα: | Λογική, Φιλοσοφία της ιστορίας, Αισθητική, Θρησκεία, Μεταφυσική, Επιστημολογία, Πολιτικές επιστήμες |
Επηρέασε: | Μαρξ, σχολή της Φρανκφούρτης |
Ο Γκέοργκ Βίλχελμ Φρήντριχ Χέγκελ (Georg Wilhelm Friedrich Hegel) ή όπως απαντάται συχνά στην ελληνική βιβλιογραφία "Έγελος" (Στουτγκάρδη 27 Αυγούστου 1770 - Βερολίνο 13 Νοεμβρίου 1831) υπήρξε σημαντικός γερμανός φιλόσοφος και κύριος εκπρόσωπος του γερμανικού ιδεαλισμού. Επηρέασε βαθιά τη δυτική φιλοσοφία και έγινε γνωστός για τη διαλεκτική θεωρία του.
[Επεξεργασία] Βιογραφικά στοιχεία
Γεννήθηκε στη Στουτγκάρδη και σπούδασε Φιλοσοφία και Θεολογία στο Τύμπινγκεν (1788-93). Το 1801 έγινε καθηγητής του Πανεπιστημίου της Ιένας. Μεταξύ 1812-16 εργάστηκε ως Διευθυντής Γυμνασίου στη Νυρεμβέργη. Το 1816 έγινε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης και το 1818 του Βερολίνου και το 1830 πρύτανης.
[Επεξεργασία] Θέσεις
Ο Χέγκελ "ήταν σφόδρα αντιδιανοούμενος και απεχθάνετο τους «σοφούς καθηγητές» και την επίδειξη της επιστημοσύνης τους (erudition). Στην Ιστορία της Φιλοσοφίας του, τους περιγράφει ως εξής:
«Είναι σαν ζώα που έχουν ακούσει με ευκρίνεια όλους τους ήχους μίας μουσικής, αλλά που δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν την ενότητα και την αρμονία του μουσικού έργου» (Α' 9).
Ο Έγελος καταφέρεται μετά μανίας κατά των λατινικών, χάριν των οποίων «ημπορούμε να λέμε στα λατινικά πράγματα που θα ήταν γελοίο να εδιαβάζαμε ή να εγράφαμε» στα γερμανικά. Με την εξαφάνιση τών λατινικών θέλει να εξαφανίσει και την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία".[1]
Παράλληλα, «Ο Έγελος πίστευε ότι σε όλη την Ιστορία, μόνο οι Έλληνες είχαν συλλάβει την ουσιαστική σχέση του υποκειμένου με το σύμπαν. Το μόνον που τους έλλειψε ήταν μία απολύτως ανθρώπινη θρησκεία... Μία τέτοια θρησκεία έπρεπε να κατάργησει μια για πάντα το παράλογο της τυφλής μοίρας [όπως εκφράζεται στην αρχαία τραγωδία] και την τυραννία της φύσης. Ο Χριστιανισμός [στην ορθόδοξη μορφή του] στην ελληνίζουσα εγελιανή ερμηνεία του, κάλυπτε αυτήν την επιτακτική ανάγκη». [2]