Βάλτερ Κριστάλλερ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

O Βάλτερ Κριστάλλερ (Walter Christaller) (1893 - 1969), ήταν Γερμανός γεωγράφος του οποίου κύρια θεωρητική συμβολή αποτελεί η Θεωρία Κεντρικών Τόπων [1], που πρωτοδημοσιεύθηκε το 1933. Αυτή η πρωτοποριακή θεωρία ήταν θεμελιώδης για την μελέτη των πόλεων ως συστήματα πόλεων, αντί για απλές ιεραρχίες ή αυτόνομες οντότητες.

Πίνακας περιεχομένων

[Επεξεργασία] Η ζωή του

Πριν από το 1914, ο Κριστάλλερ σπούδασε φιλοσοφία και πολιτική οικονομία και εν συνεχεία υπηρέτησε στο στρατό. Αργότερα κατά τη δεκαετία του '20, ακολούθησε ποικίλα επαγγέλματα. Το 1929 συνέχισε ακαδημαϊκές μελέτες που οδήγησαν στη διάσημη διατριβή του "Θεωρία Κεντρικών Τόπων" το 1933. Στο τέλος της δεκαετίας του '30 κράτησε έναν βραχύβιο ακαδημαϊκό διορισμό στο Πανεπιστήμιο του Φρειβούργου [1] και διατέλεσε το διάστημα 19371940 βοηθός στο τοπικό επιστημονικό Ινστιτούτο, με τον καθηγητή και μέλος του NSDAP, de:Theodor Maunz. Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, μετακινήθηκε στην κυβερνητική υπηρεσία στο γραφείο προγραμματισμού και εδαφών του Χίμλερ. Αρμοδιότητα του Κριστάλλερ ήταν να συνταχτούν τα σχέδια για τη μετατροπή της οικονομικής γεωγραφίας των ανατολικών κατακτήσεων της Γερμανίας ("γενικό σχέδιο της ανατολής") - πρώτιστα για τις Τσεχοσλοβακία και Πολωνία, και σε περίπτωση που ήταν επιτυχημένα, την ίδια την Ρωσία. Στο Κριστάλλερ δόθηκε η ειδική ευθύνη προγραμματισμού της Πολωνίας, και το έκανε χρησιμοποιώντας την Θεωρία Κεντρικών Τόπων του ως ρητό οδηγό. [2] Μετά από τον πόλεμο προσχώρησε στο Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα και έγινε πολιτικά ενεργός. Επιπλέον, αφιερώθηκε στη γεωγραφία του τουρισμού και ίδρυσε το 1950 μαζί με τον Emil Meynen τη Γερμανική Ομοσπονδία εφαρμοσμένης Γεωγραφίας (DVAG).

[Επεξεργασία] Η Θεωρία των Κεντρικών Τόπων

K=3 Principle
K=3 Principle

Η Θεωρία των Κεντρικών Τόπων προσπαθεί να εξηγήσει το μέγεθος και τη διάταξη των οικισμών. Η θεωρία υποθέτει ότι σε μια ομοιογενή περιοχή (en:abstract space) χωρίς οικονομικούς ή άλλους περιορισμούς, υφίστανται μοτίβα που ερμηνεύουν / καθορίζουν τον αριθμό, το μέγεθος και την (χωρική) κατανομή των πόλεων. Η θεωρία ενδιαφέρεται για τις πόλεις μόνο ως αγορές, και δεν λαμβάνει υπόψη εξειδικευμένους οικισμούς όπως π.χ. οικισμούς που αναπτύσσονται γύρω από ένα ορυχείο. Η βασική διαπίστωση ήταν ότι σε τέτοιες συνθήκες δημιουργούνται πόλεις μεγάλου μεγέθους (κεντρικοί τόποι) που συγκεντρώνουν ορισμένες αποκλειστικές κεντρικές λειτουργίες ανώτερου επιπέδου. Οι λειτουργίες αυτές εξυπηρετούν τόσο την ίδια την πόλη όσο και έξι μικρότερους κεντρικούς τόπους (ή περιοχές αγοράς), οι οποίοι βρίσκονται στις γωνίες ενός εξαγώνου, με γεωμετρικό κέντρο την μεγαλύτερη πόλη. Οι οικισμοί δεύτερου επιπέδου με την σειρά τους ενσωματώνουν δεύτερου επίπέδου λειτουργίες, που χωροθετούνται μόνο σε αυτές (και στην υπερκείμενη πόλη) και εξυπηρετούν τους οικισμούς αυτούς καθώς και έξι άλλους οικισμούς τρίτου επιπέδου.

[Επεξεργασία] Πηγές

Μετάφραση από τις Αγγλική & Γερμανική wikipedia

[Επεξεργασία] Βιβλιογραφία

  • Christaller, W. (1933). Central Places in Southern Germany, Jena, Fischer. English translation by C. W. Baskin, London, Prentice-Hall, 1966.
  • Christaller, W. (1972). How I discovered the Theory of Central Places: A Report about the Origin of Central Places. in: P. W. English, R.C. Mayfield (Hrsg.): Man Space and Environment. Oxford Univ. Press, 1972, 601-610.
  • McDonald, J.F. (1997). Fundamentals of Urban Economics, Prentice Hall, Upper Saddle River, NJ.