Παπάρα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Εδώ παρουσιάζεται η έννοια του ψωμιού που βουτιέται σε λάδι ή άλλα υγρά. Για άλλες έννοιες δες εδώ (βικιλεξικό)

Ως παπάρα χαρακτηρίζεται το ψωμί που βουτιέται σε υγρά πόσιμα / φαγώσιμα προϊόντα και αφήνεται να μουλιάσει. Τυπική περίπτωση είναι το βούτηγμα ξερού ψωμιού ή παξιμαδιού σε γάλα. Παπάρα λέγεται επίσης το ψωμί που βουτάμε στο λάδι που μένει στη σαλάτα (ειδικά στη χωριάτικη). Η παπάρα στη σαλάτα (αλλιώς και λαδομπούκι) θεωρείται ότι δεν είναι ιδιαίτερα ευγενική κίνηση, αλλά αποτελεί ιδιαίτερη γευστική εμπειρία, δεδομένου ότι συνδυάζει και το λάδι αλλά και το ζουμί της ντομάτας. Για βελτίωση της παπάρας, μπορεί κανείς να χρησιμοποήσει και φέτα, πατώντας την με το πηρούνι, ώστε να ρουφήξει όσο το δυνατόν περισσότερο λάδι. Σε άλλες χώρες, η παπάρα δεν είναι απλώς "όχι ιδιαίτερα ευγενική", αλλά απορρίπτεται παντελώς ως ιδιαίτερη αγένεια, κάτι που πρέπει να προσέχει ιδιαίτερα ο Έλληνας ή η Ελληνίδα που ταξιδεύει στο εξωτερικό.