Χέλμουτ Σμιτ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο Χέλμουτ Σμιτ
Ο Χέλμουτ Σμιτ

Ο Χέλμουτ Χάινριχ Βάλντεμαρ Σμιτ (Helmut Heinrich Waldemar Schmidt, 23 Δεκεμβρίου 1918) είναι Γερμανός πολιτικός του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Γερμανίας (SPD) και διετέλεσε καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας από το 1974 έως το 1982.

Ο Χέλμουτ Σμιτ γεννήθηκε στο Αμβούργο, ως γιος δύο δασκάλων. Το 1942, στις 27 Ιουνίου, παντρεύτηκε την Hannelore «Loki» Glaser με την οποία είχε δύο παιδιά: τον Helmut Walter (26 Ιουνίου 1944 - Φεβρουάριος 1945, πέθανε από μηνιγγίτιδα), και την Susanne (1947), η οποία εργάζεται στο Λονδίνο για την εταιρία Bloomberg. Προς το τέλος του πολέμου, από τον Δεκέμβριο του 1944 και μετά, υπηρέτησε ως υπαξιωματικός πυροβολικού στο δυτικό μέτωπο. Συνελήφθη από τους Βρετανούς τον Απρίλιο του 1945 στο Λύνεβουρκ και ήταν αιχμάλωτος πολέμου μέχρι τον Αύγουστο. Ο πατέρας του Χέλμουτ Σμιτ ήταν γιος ενός Εβραίου επιχειρηματία, αν και αυτό κρατήθηκε μυστικό στην οικογένεια. Αυτό επιβεβαιώθηκε δημόσια από τον Σμιτ το 1984.

Ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή του στο Αμβούργο, μελετώντας τα οικονομικά και την πολιτική επιστήμη. Το 1949 έγινε μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Γερμανίας, από το 1947 ως το 1948 ήταν ηγέτης της Sozialistische Deutsche Studentenbund (SDS), της οργάνωσης σπουδαστών της SPD. Εργάστηκε για την κυβέρνηση του κρατιδίου του Αμβούργου στο τμήμα οικονομικής πολιτικής. Αρχίζοντας το 1952 υπό τον Karl Schiller, ήταν Υπουργός Οικονομίας και Μεταφορών του Αμβούργου. Από το 1953 έως το 1962 εργάστηκε για το SPD στην Ομοσπονδιακή Βουλή. Εκλέχτηκε στην Ομοσπονδιακή Βουλή το 1953 και το 1958 ένωσε το εθνικό συμβούλιο της SPD (Bundesvorstand) για την εκστρατεία ενάντια στα πυρηνικά όπλα και τον εξοπλισμό του γερμανικού στρατού με τέτοια όπλα. Το 1958 παραχώρησε την έδρα του στο κοινοβούλιο για να επικεντρωθεί στους στόχους του στο Αμβούργο. Από τις 27 Φεβρουαρίου 1958 μέχρι τις 29 Νοεμβρίου 1961 ήταν μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το οποίο δεν εκλέχτηκε άμεσα αυτό το χρόνο. Από το 1961 ήταν Υπουργός Εσωτερικών του Αμβούργο. Το 1965 επανεκλέχθηκε στην Ομοσπονδιακή Βουλή και τον Οκτώβριο του 1969 έγινε Υπουργός Άμυνας υπό τον Βίλλυ Μπραντ. Έγινε καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας στις 16 Μαΐου του 1974 μετά την παραίτηση του Μπραντ. Δραστηριοποιήθηκε επίσης στη βελτίωση των σχέσεων με τη Γαλλία και τον Βαλερί Ζισκάρ Ντ' Εσταίν και το 1975 υπογράφτηκε στο Ελσίνκι η δημιουργία του ΣΥΕΚ. Παρέμεινε καγκελάριος μετά από τις εκλογές του 1976 σε Κυβέρνηση συνασπισμού με το FDP. Η πολιτική εναντίον της τρομοκρατικής Φράξια Κόκκινος Στρατός ήταν η αντίσταση με καμία γραμμή συμβιβασμού. Συγκεκριμένα, επέτρεψε στην αντιτρομοκρατική μονάδα GSG 9 να τελειώσει την πειρατεία του αεροσκάφους Landshut της Lufthansa το φθινόπωρο του 1977. Έδεσε το πολιτικό μέλλον του έντονα με την επέκταση του ΝΑΤΟ μετά από τη σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν.

Ήταν ο σημαντικότερος υποστηρικτής τις ένταξης της Ελλάδος στην ΕΟΚ, πράγμα που πραγματοποιήθηκε το 1981. Τον συνέδεε στενή φιλία με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.

Τον Φεβρουάριο του 1982 κέρδισε ψήφο εμπιστοσύνης στο κοινοβούλιο, εντούτοις τον Σεπτέμβριο του 1982 τέσσερις υπουργοί της FDP απομακρύνθηκαν από τον συνασπισμό. Μετά από άκαρπες προσπάθειες να παραμείνει με μια κυβέρνηση μειονότητας (που αποτελούνταν μόνο από τα μέλη της SPD), αναγκάστηκε να παραιτηθεί μετά από ψηφοφορία που δεν ανανέωσε την εμπιστοσύνη της Βουλής, την 1η Οκτωβρίου του ίδιου έτους. Αποσύρθηκε από την Ομοσπονδιακή Βουλή το 1986 αλλά παρέμεινε ενεργός. Τον Δεκέμβριο του 1986 ήταν ένας από τους ιδρυτές της επιτροπής που υποστηρίζει την ΟΝΕ και τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.