Ρούντολφ Μπούλτμαν
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Ροδόλφος Κάρολος Μπούλτμαν ή Ρούντολφ Καρλ Μπούλτμαν (Rudolf Karl Bultmann) (1884-1976) υπήρξε ένας από του σπουδαιότερους θεολόγους του 20ου αιώνα και διετέλεσε, για περισσότερο από 3 δεκαετίες, καθηγητής της Καινής Διαθήκης στο Πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ.
Ο Μπούλτμαν, γεννήθηκε στο Wiefelstede, και ήταν γιός Λουθηρανού υπουργού. Πήρε το απολυτήριό του από το Γυμνάσιο Άλτες του Όλντενμπουργκ, ενώ μελέτησε Θεολογία στο Τύμπιγκεν. Ύστερα από δύο φοιτητικές περιόδους, ο Μπούλτμαν πήγε στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου που φοίτησε για μεγαλύτερο διάστημα, και επέστρεψε τελικά στο Μάρμπουργκ. Αποφοίτησε το 1910 από το Μάρμπουργκ, με μια διατριβή πάνω στις επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Δύο έτη αργότερα έγινε λέκτορας της Καινής Διαθήκης στο πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ, μετά από αίτηση διορισμού που κατέθεσε, όμως ως καθηγητής πλήρων προσόντων διορίστηκε το 1921, όταν και επέστρεψε στο Μάρμπουργκ, μετά από μικρό διάλλειμα στα Πανεπιστήμια του Μπρεσλάου και του Γκίσεν. Εκεί παρέμεινε ως το 1951, όταν και συνταξιοδοτήθηκε.
Η ιστορία του Μπούλτμαν σχετικά με τη Συνοπτική παράδοση το 1921 ακόμα και σήμερα αξιολογείται και εκτιμάται από την θεολογική κοινότητα ως ένα εξαίσιο έργο σχετικά με τη έρευνα πάνω στα Ευαγγέλια, ακόμα και από αναλυτές οι οποίοι απορρίπτουν τις αναλύσεις του σχετικά με τον συμβατικό ρητορικό τρόπο ή των αφηγηματικών κεφαλαίων και τις ιστορικά προσανατολισμένες αρχές που αποκαλούνται «κριτικές φόρμες» των οποίων ο Μπούλτμαν υπήρξε υπέρμαχος.
Το 1941 εφάρμοσε τις «κριτικές φόρμες» στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, στο οποίο και διέκρινε παρουσία «χαμένων» σημείων του ευαγγελίου στα οποία ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, πίστευε πως εξαρτήθηκε. Αυτή η μονογραφία, που είναι ιδιαίτερα αμφισβητούμενη ακόμα και σήμερα, αποτέλεσε ορόσημο στη έρευνα πάνω στον ιστορικό Ιησού. Το ίδιο έτος με τη διατριβή του σχετικά με την Καινή Διαθήκη και τη Μυθολογία, πρότεινε στους μεταφραστές, για το πρόβλημα της απομυθοποίησης του μηνύματος της Καινής Διαθήκης, να αντικαταστήσουν την παραδοσιακή θεολογία με τη φιλοσοφία του συναδέλφου του και φιλοσόφου Μάρτιν Χάιντεγκερ, ώστε να κατασταθεί προσιτή στο σύγχρονο μορφωμένο ακροατήριο, η πραγματικότητα των διδασκαλιών του Χριστού. Ο Μπούλτμαν παρέμεινε πεπεισμένος πως η αφήγηση της ζωής του Ιησού, προσέφερε θεολογία με μορφή ιστορικής διήγησης. Έτσι τα μαθήματά του, διδάχθηκαν αυστηρώς σε μια οικεία μυθική γλώσσα. Δεν απέκλειε βέβαια και την παραδοσιακή ερμηνεία, αλλά στόχο είχε μια πιο κατανοητή γλώσσα για το σύγχρονο άνθρωπο. Ο Μπούλτμαν επίσης πίστευε, πως η πίστη έπρεπε να γίνει μια καθημερινή πραγματικότητα και αυτό διότι οι άνθρωποι εμφανίζονταν διαρκώς απογοητευμένοι. Ανέφερε μάλιστα χαρακτηριστικά: «Η πίστη πρέπει να είναι μια καθορισμένης ζωτικής σημασία πράξη θέλησης και όχι μια μια επιλογή και "αρχαίων αποδείξεων"»
Μερικοί μελετητές έκριναν τον Μπούλτμαν και άλλους κριτικούς για τον υπερβολικό σκεπτικισμό σχετικά με την ιστορική αξιοπιστία των αφηγημάτων των Ευαγγελίων. Ο αντίκτυπος των ισχυρισμών του δεν είχε γίνει αισθητός μέχρι την αγγλική δημοσίευση του βιβλίου «Κήρυγμα και Μύθος» το 1948.
Επίσης ήταν μέλος της «εκκλησίας της ομολογίας» και διατήρησε κριτική στάση προς τον εθνικό σοσιαλισμό. Μίλησε ενάντια στην κακομεταχείριση των Εβραίων, ενάντια στις εθνικιστικές υπερβολές και ενάντια στην απόλυση των μη-Άριων Χριστιανών υπουργών.