Σάμιουελ Μπέκετ
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πιθανή παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων |
Το περιεχόμενο που υπήρχε στο παρόν άρθρο πιθανώς παραβιάζει δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και προέρχεται από το:
Αν σκοπεύετε να επεξεργαστείτε το άρθρο, παρακαλούμε να το κάνετε χρησιμοποιώντας τον ακόλουθο σύνδεσμο σε μία προσωρινή σελίδα. Ένας διαχειριστής θα αναλάβει τη μετακίνηση του νέου άρθρου που θα επεξεργαστείτε από την προσωρινή σελίδα στον τίτλο του παρόντος άρθρου. |
|
Ο Σάμιουελ Μπέκετ (Samuel Beckett) γεννήθηκε μια Μεγάλη Παρασκευή, στις 13 Απρίλη 1906 στο Φοξρόκ (Foxrock), νότια του Δουβλίνου, στην Ιρλανδία. Από το 1937 ζει στο Παρίσι κι εκεί πεθαίνει στις 22 Δεκέμβρη 1989. Όπως κι ο Μπέρναρ Σω ή ο Όσκαρ Ουάιλντ, προερχόταν από προτεσταντικήν οικογένεια μεσαίας τάξης, συνεπώς η ανατροφή του ήτανε σχεδόν ενός κουάκερου, όπως είχε πει κάποτε κι ο ίδιος σε μια του συνέντευξη. Ειπώθηκεν έτσι, πως η μόνιμη ενασχόλησή του με το πρόβλημα του είναι και της ταυτότητας του εαυτού, μπορεί να προέρχεται από την ανάγκη ενός Αγγλο-Iρλανδού να βρει τη δική του απάντηση στο ερώτημα: «Ποιός είμαι;» Μετά από μιαν ιδιαιτέρως επιτυχημένη περίοδο πρώτων σπουδών, που αντίθετα με τις εντυπώσεις που δημιουργούνε τα γραπτά του, διακρίθηκεν όχι μόνο στα μαθήματά του, αλλά και στις κοινωνικές εκδηλώσεις και τα τυπικά βρετανικά παιχνίδια. Τελείωσε το Κολέγιο Τρίνιτι στο Δουβλίνο, το 1927 και γνώριζε ήδη Γαλλικά κι Ιταλικά. Η επιτυχία του άνοιξε τις πόρτες για να διδάξει στη Γαλλία, στην Εκόλ Νορμάλ (École Normale Supérieure), που έφτασε το 1928, εγκαινιάζοντας τη μακρόχρονη σχέση του με το Παρίσι. Εκεί συνδέθηκε με τον Τζέημς Τζόις (James Joyce) με στενή αλλά κι εύθραυστη φιλία, συγγραφέα που τότε βρισκόταν αυτοεξόριστος στο Παρίσι κι ήταν ήδη διάσημος για τον περίφημο "Οδυσσέα" του και γρήγορα έγινε μέλος του στενού κύκλου του. Η επίδρασή του, στάθηκε σημαντική γι' αυτόν, μάλιστα δε, θεωρείται πως από κείνον έμαθε να χρησιμοποιεί τη σιωπή ως όπλο ενάντια σε κρίσιμες επιθέσεις. Ο συμπατριώτης του ποιητής και κριτικός Thomas MacGreevy, που 'χε προηγηθεί στη θέση του λέκτορα των αγγλικών στην École Νormale κι ήταν δημοφιλής μεταξύ της παρισινής πρωτοπορίας της δεκαετίας του '20, τον εισήγαγε στον κύκλο φίλων του, ο οποίος περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, τους James Joyce, Richard Aldington, και τη Nancy Cunard. Το 1929 δημοσίευσε στο επαναστατικό λογοτεχνικό περιοδικό TRANSITION, ένα δοκίμιό του με τίτλο "Δάντης...Μπρούνο...Βίκο...Τζόις" (Dante... Bruno...Vico... Joyce). Το 1930 είναι Λέκτωρ της Γαλλικής γλώσσας στο Trinity College, στο Δουβλίνο. Κερδίζει το πρώτο του λογοτεχνικό βραβείο για το ποίημά του, "Whoroscope", που το διαπερνούν οι ιδέες του Γάλλου φιλόσοφου René Descartes σχετικά με το θέμα του χρόνου και της παροδικότητας της ζωής. Το ποίημα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις THE HOURS PRESS στο Παρίσι, σ' 100 αντίτυπα. 'Αλλη σημαντική επιρροή μετά την Ιρλανδία και τον Τζόις ήταν ο Προυστ (Marcel Proust), για το έργο του ο Μπέκετ έγραψε ένα δοκίμιο το 1931, παραγγελία ενός άγγλου εκδότη (από τις εκδόσεις Chatto & Windus). Στο δοκίμιο αυτό βρίσκονται ήδη διατυπωμένες ορισμένες από τις σκέψεις του Μπέκετ που αναγνωρίζονται στα επόμενα έργα του, όπως π.χ. για τη τέχνη και τον καλλιτέχνη, για τον οποίο «η μόνη δυνατή πνευματική ανάπτυξη έχει να κάνει με την έννοια του βάθους... και η τέχνη είναι η αποθέωση της μοναξιάς. Δεν υπάρχει επικοινωνία, γιατί δεν υπάρχει όχημα για την επικοινωνία». Μεταφράστηκε και παρουσιάστηκε και στα γαλλικά από την Edith Fournier (εκδ. Minuit, 1990). Ουσιαστικά ήταν η πρώτη απόπειρά του να κωδικοποιήσει τις λογοτεχνικές απόψεις του. Αυτή η στάση άρχισε να γίνεται λίγο αργότερα εμφανής και στη ζωή του, καθώς γρήγορα εγκατέλειψε την επιτυχημένη του καριέρα στο Τρίνιτι. Ακολούθησαν τα χρόνια της περιπλάνησης με γράψιμο ποιημάτων και διηγημάτων, περίεργες δουλειές και ταξίδια από το Λονδίνο στο Παρίσι κι από κει στη Γαλλία και τη Γερμανία. Το 1938 εγκαθίσταται οριστικά στο Παρίσι. Μια μέρα δέχτηκε ληστρική επίθεση από έναν αλήτη, που τελικά τον μαχαίρωσε. Λόγω της σοβαρότητας της κατάστασής του, μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Όταν κάποια στιγμή, αργότερα, στα σκαλοπάτια του δικαστηρίου συνάντησε τον παραλίγο δολοφόνο του και τον ρώτησε για ποιό λόγο του επιτέθηκε, κείνος απάντησε: -«Δε ξέρω, κύριε!» Στο νοσοκομείο τον επισκεπτόταν πολύ συχνά η Σουζάν Ντεσεβό-Ντιμενίλ (Suzanne Deschevaux-Dumesnil), με την οποία γνωρίζονταν από τη πρώτη περίοδο διαμονής του κει και που τελικά έγινε γυναίκα του. Δημοσίευσε το μυθιστόρημα "Murphy". Όταν ξέσπασε ο Β' Παγκ. Πολ., έμεινε στο Παρίσι και μετά την ήττα του γαλλικού στρατού πέρασε στην αντίσταση. Συνεργάστηκε με αντιστασιακές ομάδες (δουλεύοντας σαν «ταχυδρόμος», μεταφέροντας ή γράφοντας μηνύματα) εναντίον των Γερμανών κατακτητών. Στις αντιστασιακές ομάδες ο Péron, που υπήρξε φίλος του από τα σπουδαστικά χρόνια στο Trinity College, ήταν εκείνος που τον στρατολόγησε. Δε χρειάστηκε πολύ για να πειστεί, αφού κατά τη περίοδο της παραμονής του στη Γερμανία, τη 10ετία του '30 είχε παρακολουθήσει μ' αποστροφή την άνοδο του ναζισμού. Είχε αναγνωρίσει τη φυλετική έχθρα που έκρυβε στις ρίζες του ο εθνικοσοσιαλισμός κι είχε επισημάνει από πρώτο χέρι τον αντίκτυπο του αντισημιτισμού στους καλλιτέχνες που συνάντησε στο Αμβούργο, που διώχθηκαν απλά και μόνον επειδή δεν ήσαν 'Αρειοι! Αλλά και στο Παρίσι ένιωσε τη φρίκη των χιτλερικών, κυρίως βλέποντας το έδαφος να φεύγει από τα πόδια του με το χαμό φίλων του που συλλαμβάνονταν και στέλνονταν στα στρατόπεδα, είτε εκτελούνταν. Όταν οι Γερμανοί συνέλαβαν κι «εξαφάνισαν» τον Πολ Λεόν, που ήταν και φίλος του Joyce και διετέλεσε και γραμματέας του, ο Μπέκετ θεώρησε ότι δε μπορούσε να μένει ουδέτερος. Μέχρι το 1942 έμεινε στο Παρίσι όταν η δράση της ομάδας στην οποία συμμετείχε, προδόθηκε από ένα καθολικό ιερέα κι έτσι κάποιοι από τους συντρόφους του συνελήφθησαν. Ο Μπέκετ με τη Σουζάν αναγκάστηκαν να περάσουν στην ελεύθερη ζώνη, στη νότια Γαλλία, στην ελεύθερη ζώνη με την Ισπανία, διαφεύγοντας τη σύλληψη για 10 λεπτά. Κατευθύνθηκαν πεζοπορώντας σ' ένα μικρό χωριό, στη Roussillon. Στη διάρκεια των 2 χρόνων παραμονής του εκεί, όπου εργάστηκε κάνοντας αγροτικές δουλειές, στη μεγάλη ένδεια και κάποια δυσκολία, μέχρι το τέλος του πολέμου, βοήθησε τους Μακί σε σαμποτάζ εναντίον του γερμανικού στρατού στα βουνά του Vaucluse. Για την αντιστασιακή του δράση του απονεμήθηκε από τον Στρατηγό Charles de Gaulle ο Σταυρός Του Πολέμου (Croix de Guerre) και το Μετάλλιο Της Αντίστασης (Medaille de la Resistance). Στη συμμετοχή του στην αντίσταση παραπέμπει ο Ήγκλετον για να δείξει πως ανεξάρτητα από τον αφηρημένο χαρακτήρα του έργου του, ο συγγραφέας είχε ενεργό δράση και μάλιστα στον χώρο της αριστεράς. Τονίζει μάλιστα πως στη πραγματικότητα το έργο του εμφανίζει μιαν ορισμένη μορφή ρεαλισμού που το καθιστά ικανό να υπηρετεί καλύτερα την υπόθεση της ανθρώπινης χειραφέτησης, σε σχέση με τις ουτοπίες που βλέπουν προς τα άστρα. Μετά τη λήξη του πολέμου, από το 1945, αρχίζει να γράφει μόνο στα γαλλικά. Σε μια περίοδο έντονης δημιουργικότητας (1946-47) έγραψε το πρώτο του (3πρακτο) έργο για 17 πρόσωπα, με τον ελληνικό τίτλο "Eλευθερία" (Eleutheria), που αποτυπώνει και τη προσωπική του αναζήτηση της ελευθερίας (εκδ. Minuit, Παρίσι, 1995, μετ. αγγλ. από τον Michael Brodsky). Κάποια στιγμή ο Jean Vilar επιδίωξε να το ανεβάσει, αλλά προσέκρουσε στην άρνησή του να υπάρξει σύμπτυξη του έργου. Στις αρχές του 1951 δημοσίευσε το "Μολόι" (Molloy), 7 μόλις μήνες αργότερα, ακολούθησε "Ο Μαλόουν Πεθαίνει" (Malone Meurt) και μετά 2 χρόνια ο "Ακατονόμαστος" (The Unnamable στ' αγγλ. και L' Innommable γαλλ.). Πρόκειται για τα τρία αφηγήματα της περίφημης τριλογίας του που και ο ίδιος θεωρούσε ως εξαιρετική στιγμή της πεζογραφικής του παραγωγής. Στις 5 Γενάρη 1953 ανέβηκε στο Παρίσι στο Théâtre de Babylone, το έργο "Περιμένοντας Τον Γκοντό", σε σκηνοθεσία του Roger Blin, στον οποίο είχε δώσει το κείμενο του έργου ο Τριστάν Τζαρά που ήταν θαυμαστής του Μπέκετ. Ο σκηνοθέτης ερμήνευσε τον Πότζο και τους άλλους ρόλους έπαιξαν: Εστραγκόν ο Pierre Latour, Βλαντιμίρ ο Lucien Raimbourg, Λάκι ο Jean Martin, Αγόρι ο Serge Lecointe. Σύμφωνα με μια μαρτυρία της Ruby Cohn, ο Roger Blin είχε πει πως η ιδανική διανομή θα 'πρεπε να περιλαμβάνει τον Charlie Chaplin (Βλαντιμίρ), τον Buster Keaton (Εστραγκόν) και τον Charles Laughton (Πότζο)! Το έργο "Το Τέλος Του Παιχνιδιού" παρουσιάστηκε τη 1η Απρίλη 1957, στο θέατρο Royal Court του Λονδίνου, σε σκηνοθεσία Roger Blin, ο οποίος ερμήνευσε τον Χαμ και τους άλλους ρόλους ερμήνευσαν οι Jean Martin (Κλοβ), Georges Adet (Ναγκ) και Χριστίνα Τσίγκου (Νελ). Τον ίδιο μήνα παρουσιάστηκε και στο Studio des Samps Elysées στο Παρίσι, με την ίδια διανομή, μόνο που το ρόλο της Νελ ερμήνευσε η Germaine de France. "H Τελευταία Μαγνητοταινία Του Κραπ" (Krapp's Last Tape, γαλλ. μετ. La Dernière Bande) -το μονόπρακτο αυτό έργο- γράφτηκε το 1958 και πρωτοπαίχτηκε στις 28 Οκτώβρη του ίδιου χρόνου, στο Λονδίνο, στο θέατρο Royal Court (κοινό πρόγραμμα με το "Τέλος Του Παιχνιδιού"), σε σκηνοθεσία Donald McWhinnie, μ' ερμηνευτή τον Patrick Magee. Στις 14 Γενάρη 1960, ο Alan Schneider μ' ερμηνευτή τον Donald Davis ανέβασε το έργο στο Provincetown Playhouse της Νέας Υόρκης, στις 12 Σεπτέμβρη 1961 στο θέατρο East End, (Νέα Υόρκη) και στις 8 Ιουνίου 1965 στο θέατρο Cherry Lane με τον George Bartenieff. Μεταφράστηκε στα γερμανικά με τον τίτλο Das Letzte Band και στις 5 Οκτώβρη 1969 παίχτηκε στο Θέατρο Schiller, στο Βερολίνο, σε σκηνοθεσία του ίδιου του Μπέκετ μ' ερμηνευτή τον Martin Held. Η Ρουθ Γουάιτ έκανε μιαν επιτυχημένη ερμηνεία το 1961 στη Νέα Υόρκη στη πρώτη παρουσίαση του έργου στην αγγλική γλώσσα (17 Σεπτέμβρη 1961, 28 παραστάσεις), στο θέατρο Cherry Lane, σε σκηνοθεσία του Alan Schneider με τον John C. Becher (Γουίλι). Η Ruth White κέρδισε πολλά βραβεία κι επαίνους για την ερμηνεία της και στο θέατρο Billy Rose (12/10/1968-26/10/1968) με τους Wyman Pendleton (Γουίλι) και Sada Thompson (Γουίνι). Στη πρώτη παρουσίαση του έργου στο Παρίσι, το 1963, η Madeleine Renaud πέτυχεν επίσης μια δυνατή ερμηνεία κι η προσωπικότητά της καθιέρωσε μιαν εξαιρετική Γουίνι. Η γαλλίδα ηθοποιός μετέτρεψε το ρόλο σε κατόρθωμα υποκριτικής τέχνης κι από τότε περιόδευσε στις ΗΠΑ παίζοντας το ρόλο της στα γαλλικά. Το 1969 του απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Αρνήθηκε να πάει στη Σουηδία να το παραλάβει κι ούτε επέτρεψε στον Ιρλανδό Πρέσβυ να το παραλάβει αντ' αυτού. Απλώς έστειλε τον εκδότη του, Jérôme Lindon, να παραλάβει το βραβείο κι εκείνος έκανε ταξίδι στη Τυνησία. Το βραβείο συνοδεύτηκε κι από το ποσό των 73.000 δολαρίων, το οποίο σε μεγάλο μέρος ξοδεύτηκε από τον Μπέκετ στην οικονομική στήριξη φίλων του και νέων πνευματικών δημιουργών. Ίσως ήταν μια καλή στιγμή για την 18μελή Σουηδική Ακαδημία η επιλογή ενός καθαρόαιμου ανθρώπου της λογοτεχνίας, αφού στο παρελθόν αρκετές φορές η επιλογή του νικητή υπαγορεύτηκε περισσότερο από γεωγραφικά, πολιτικά και θρησκευτικά κριτήρια παρά από λογοτεχνικά. Ο Μπέκετ ήταν ο δεύτερος Ιρλανδός που έπαιρνε το Νόμπελ, μετά τον ποιητή William Butler Yeats (1923). Ο επίσης Ιρλανδός George Bernard Shaw είχε τιμηθεί με το βραβείο ως Βρετανός. Πάντως, η Ακαδημία δέχεται πως τιμάται η χώρα που κατοικεί κι εργάζεται ο τιμώμενος, συνεπώς ο Μπέκετ που εγκαταστάθηκε στη Γαλλία από το 1937 κι έγραψε τα περισσότερα έργα του στα γαλλικά, μάλλον ως Γάλλος τιμήθηκε. Το συγγραφικό έργο του, ένα έργο ιδιαίτερα πλούσιο, αποτελείται από ποιήματα, πεζά (διηγήματα και μυθιστορήματα) και θεατρικά έργα, τα σημαντικότερα από τα οποία γράφτηκαν στις 10ετίες του '50 και του '60. 'Αλλο έργο του επίσης είναι κα το "Πώς Είναι" που γράφτηκε στα γαλλικά. Ιδιαίτερα τα θεατρικά, που από τη 10ετία του '50 συνδέθηκαν με το Θέατρο Του Παραλόγου, του δώσανε παγκόσμια φήμη κι το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1969, αλλά και πριν, το 1961, είχε βραβευτεί με το Διεθνές Βραβείο Εκδοτών στο Φορμεντόρ της Ισπανίας. Θεωρείται ο μεγαλύτερος θεατρικός συγγραφέας του 20ού αι. κι επηρέασε όσο κανείς άλλος όλη τη σύγχρονη λογοτεχνία. Τίποτα δεν είναι ίδιο μετά απ' αυτόν. Ο ίδιος είχε πει όταν ήταν νέος ακόμα πως "Ο συγγραφέας της εποχής μας πρέπει να εφεύρει μια γλώσσα που να εμπεριέχει το χάος". Κι αυτό ακριβώς δημιούργησε. Δίγλωσσος συγγραφέας, έγραψε τόσο στ' αγγλικά όσο και στα γαλλικά. Μπορεί να συνοψίσει κανείς πως το θέμα που τον απασχόλησε σ' όλη του τη ζωή είναι η ανημπόρια, η άγνοια κι η αδυναμία του ανθρώπου. Στα έργα του είναι διάχυτος ο μηδενισμός, η ματαιότητα και το πνευματικόν αδιέξοδο. Το τυπικό όμως χαρακτηριστικό του είναι το παράλογο. Τα πρόσωπα που δημιουργεί φαίνονται να 'ναι τα τελευταία μιας κοινωνίας που καταρρέει ή μάλλον αυτοί που επιζήσαν από ένα καταστροφικό, συναισθηματικό και πνευματικό κατακλυσμό. Φαρμακερό χιούμορ σε συνδυασμό με παράξενο και παγερό λυρισμό, συναντά κανείς στα έργα του. Μαζί με τον Ευγένιο Ιονέσκο και τον Αρτούρ Ανταμόφ, θεωρείται ως ο κύριος εκπρόσωπος του πρωτοποριακού θεάτρου μετά τον Β' Παγκ. Πολ. Στα έργα του, σταδιακά, η έστω και μικρή φανταστική πλοκή, μετουσιωνέται με τη πάροδο των ετών σε καθαρό μονόλογο, για να τονε συντρίψει κι αυτόν μέχρις ασυναρτησίας, στο μεταγενέστερο έργο του "Πώς Είναι". Στις 22 Δεκέμβρη 1989 ο Σάμιουελ Μπέκετ πέθανε, σ' ηλικία 83 ετών και τάφηκε στο νεκροταφείο του Μονπαρνάς στο Παρίσι. Στις 17 Ιουλίου του ίδιου χρόνου είχε πεθάνει η Σουζάν Ντεσεβό-Ντιμενίλ.