Σαλώνων Ησαΐας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο Σαλώνων Ησαΐας, προτομή στη Μονή Οσίου Λουκά
Ο Σαλώνων Ησαΐας, προτομή στη Μονή Οσίου Λουκά
Ανδριάντας του Ησαΐα στο κέντρο της Άμφισσας
Ανδριάντας του Ησαΐα στο κέντρο της Άμφισσας

Ο Επίσκοπος Σαλώνων Ησαΐας (1780-1821) ήταν κληρικός, Φιλικός και αγωνιστής της Επανάστασης του 1821. Γεννήθηκε στη Δεσφίνα Φωκίδος και έμαθε τα πρώτα του γράμματα στα Σάλωνα (Άμφισσα) από τον καλόγερο Γεράσιμο Λύτσικα.

Το 1797 έγινε μοναχός στη Μονή Τιμίου Προδρόμου Δεσφίνας και χειροτονήθηκε διάκονος στη Μονή Οσίου Λουκά. Μαθήτευσε στα Γιάννενα, κοντά στον Κοσμά Μπαλάνο και τον Αθανάσιο Ψαλίδα. Προαχθείς γρήγορα Ηγούμενος ήγειρε το ενδιαφέρον του Πατριάρχη Κύριλλου Στ' όπου και τον κάλεσε το 1814 στη Κωνσταντινούπολη για σπουδές. Εκεί γνωρίστηκε και με τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε’, αλλά και μυήθηκε στα της Φιλικής Εταιρίας. Επέστρεψε στη Δεσφίνα ως ιερέας και το 1818 χειροτονήθηκε δεσπότης και ανέλαβε επίσκοπος Σαλώνων. Δύο χρόνια μετά έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρίας, αναπτύσσοντας φιλανθρωπική δράση, συγκεντρώνοντας χρήματα και όπλα τα οποία αποθήκευε στα Σάλωνα.

Στις αρχές του 1821 συναντήθηκε με τον πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη και στις 11 Μαρτίου αποβιβάστηκε στην Αντίκυρα. Εκεί συναντήθηκε με τον Αθανάσιο Διάκο, όρκισε τους επαναστάτες και κήρυξε την επανάσταση στη Βοιωτία. Στη συνέχεια αφού ήλθε σε συνεννόηση με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, του Ναυπλίου Γρηγόριο και τον Τριπόλεως Δανιήλ, κατέθεσε τα άμφιά του, συνεργάστηκε με τον Πανουργιά και τους προεστούς Γιαγτζή, Κοντορρήγα και Κεχαγιά, υψώνοντας τη σημαία της Επανάστασης στα Σάλωνα.

Μετά την πτώση του Κάστρου στα χέρια των Ελλήνων ο Ησαΐας σπεύδει να συναντήσει τον Διάκο και τον Δυοβουνιώτη στο Ζητούνι, ειδικά στη μάχη της Αλαμάνας ο Ησΐας κρατώντας τον Σταυρό ηγήθηκε των Ελλήνων αγωνιστών, αλλά στη σύγκρουση με τα στρατεύματα του Ομέρ Βρυώνη στη Χαλκωμάτα, τραυματίζεται θανάσιμα. Υπήρξε πρωτοπόρος κληρικός του Αγώνα, ο πρώτος δεσπότης που έπεσε στη μάχη για την εθνική ανεξαρτησία.

Ο Βαλαωρίτης ως επίλογο στο τρίτο άσμα του Αιακού βάζει αυτούς τους στίχους:

«... Στ' αγέρι κρεμασμένα ωσάν καντήλια τ' ουρανού, αποβραδίς δυο φώτα εφάνηκαν στη σκοτεινιά... Κανείς δεν τάχε ανάψει... Κ' ένας που πέρασε απεκεί, καλόγερος, διαβάτης, κ' είδε το θάμμα κ' έδραμε, στη λάμψη δυο κεφάλια ηύρε που πλάγιαζαν γλυκά... τώνα του Παπαγιάννη και τάλλο του Δεσπότη του. Γονατιστός εμπρός τους έμειν' ο γέρος κ' έκλαψε. Τους έρριξε τρισάγιο τα φίλησε στο μέτωπο και με το δοκανίκι έσκαψε λάκκο κ' έθαψε τ' αχώριστα τ' αδέρφια. Βλογάει το χώμα τρεις φοραίς... Έκαμε το σταυρό του και χάνεται στην ερημιά... Εσβήστηκαν τα φώτα»...

[Επεξεργασία] Εξωτερικές Συνδέσεις

[Επεξεργασία] Πηγή