Κίνημα Λεοναρδόπουλου-Γαργαλίδη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Στις 22 Οκτωβρίου 1923 , τρείς μόλις μέρες μετά την προκήρυξη βουλευτικών εκλογών για τις 16 Δεκεμβρίου 1923, ξέσπασε στρατιωτικό κίνημα με ηγέτες τους Υποστρατήγους Γεώργιο Λεοναρδόπουλο και Παναγιώτη Γαργαλίδη και το Συνταγματάρχη Γ. Ζήρα.

[Επεξεργασία] Το Χρονικό

Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε στην οργάνωση και την εκδήλωση του κινήματος μια ομάδα μοναρχικών αξιωματικών, γνωστή ως " Οργάνωση Ταγχματαρχών ", που βρισκόταν σε άμεση επαφή με τον Ι. Μεταξά. Οι κινηματίες προσκαλούσαν την Επαναστατική Κυβένηση να διαλυθή. Οι Κινηματίες είχαν κατορθώσει να προσεταιριστούν τις περισσότερες στρατιωτικές μονάδες στη Μακεδονία και τη Θράκη, περιοχές που είχε αναλάβει να κινητοποιήσει ο Γ. Ζήρας, καθώς και όλες τις στρατιωτικές φρουρές της Πελοποννήσου, που οι αξιωματικοί τους ήταν, στη μεγάλη πλειοψηφία τους, αντιβενιζελικοί. Ακόμη, εκδηλώθηκαν υπέρ του Κινήματος και μονάδες του Ε΄ Σώματος Στρατού στην Ήπειρο. Πιστές στην Επαναστατική Κυβέρνηση έμειναν οι φρουρές της Αθήνας , της Θεσσαλονίκης, της Λάρισας και των Ιωαννίνων, καθώς και το Ναυτικό.

Η Επαναστατική Κυβέρνηση, που αρχικά αιφνιδιάστηκε, αντέδρασε πολύ γρήγορα και δυναμικά. Ο Νικόλαος Πλαστήρας αφού χαρακτήρισε το Κίνημα «προδοτική πράξη», κήρυξε το στρατιωτικό νόμο και κινητοποίησε τις στρατιωτικές μονάδες που είχαν μείνει πιστές στη κυβέρνηση. Η επίκληση ενότητας και η επίκληση των εκλογών, που είχαν προκηρυχτεί για το Δεκέμβριο του ίδιου έτους, αλλά και η αποφασιστηκότητα που έδειξε η κυβέρνηση, μετά την αρχική εφεκτική στάση του πρωθυπουργού Στ. Γονατά, απομόνωσαν τους Κινηματίες. Ο βενιζελικός κόσμος, πολλές οργανώσεις, η ηγεσία του στρατεύματος, ακόμα και η Ιερά Σύνοδος, τάχθηκαν με το μέρος της κυβέρνησης και αποδοκίμασαν το Κίνημα. Ταυτόχρονα με την επίδειξη ισχύος, η κυβέρνηση, άφησε να εννοηθεί, στα διαγγέλματά της προς το λαό και το στρατό, ότι είχε πρόθεση να ανακινήσει και να λύσει το πολιτειακό. Οι σχέσεις των Κινηματιών με βασιλικούς κύκλους, και ιδιαίτερα με το Ιωάννη Μεταξά και τα Ανάκτορα, θεωρήθηκαν ενοχοποιητικά στοιχεία για τον Βασιλιά Γεώργιο Β΄.

Στη πόλη της Θεσσαλονίκης, το Κίνημα δεν είχε προλάβει να εκδηλωθεί. Αξιωματικοί πιστοί στην κυβέρνηση, όπως ο Γεώργιος Κονδύλης, ο Ευρ. Μπακιρτζής, ο Στ. Σαράφης, ο Δ. Ψαρρός κ.α. είχαν πληροφορηθεί τις κινήσεις των συνωμοτών και πρόλαβαν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Στη συνέχερια αντιμετώπισαν τις στρατιωτικές δυνάμεις που οδηγούσε εναντίον της πόλης ο Συνταγματάρχης Ζήρας και τις ανάγκασαν να παραδοθούν. Ο ίδιος ο Ζήρας κατέφυγε στη Γιουγκοσλαβία. Στο νότο, οι Λεοναρδόπουλος και Γαργαλίδης, αφού συγκέντρωσαν στρατιωτικές δυνάμεις στην Πελοπόννησο, πέρασαν τον Ισθμό και βάδισαν προς την Αθήνα. Τελικά όμως κυκλώθηκαν από κυβερνητικά στρατεύματα και αναγκάστηκαν να παραδοθούν, στις 27 Οκτωβρίου, άνευ όρων. Οι δύο ηγέτες του Κινήματος, Γεώργιος Λεοναρδόπουλος και Παναγιώτης Γαργαλίδης, καταδικάσθηκαν από στρατοδικείο σε θάνατο, αλλά η ποινή δεν εκτελέστηκε και αργότερα αμνηστεύθηκαν. Ο Ιωάννης Μεταξάς , που στη διάρκεια του Κινήματος βρισκόταν στην Κόρινθο, κατόρθωσε να διαφύγει κρυφά στην Ιταλία.

[Επεξεργασία] Αίτια

Οι ηγέτες και, γενικότερα, οι πρωταγωνιστές του Κινήματος είχαν διάφορη πολιτική προιστορία και τοποθέτηση. Ο Υποστράτηγος Γεώργιος Λεοναρδόπουλος ήταν βενιζελικός και είχε πάρει μέρος στο Κίνημα της Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη το 1916. Ήταν όμως προσωπικά δυσαρεστημένος εναντίον του Θεόδωρου Πάγκαλου, που τον είχε απομακρύνει απο τη διοίκηση του Γ΄ Σώματος Στρατού. Απο την άλλη, ο Συνταγματάρχης Ζήρας, ο Μεταξάς και η «Οράνωση των Ταγματαρχών» ήταν στοιχεία σαφώς αντιβενιζελικά. Απο αντιβενιζελικά αισθήματα διαπνέονταν και περισσότεροι αξιωματικοί που ακολούθησαν το Κίνημα, ιδιαίτερα στη Πελοπόννησο. Ένα κοινό στοιχείο που ένωνε τους ηγέτες του Κινήματος ήταν η φιλοδοξία τους να διαδραματίσουν πρωταγωνιστικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα.

[Επεξεργασία] Συνέπειες

Ανεξάρτητα απο τα κίνητρα και τους στόχους του, η εκδήλωση και η αποτυχία του Κινήματος του 1923 είχαν ιδιαίτερα σημαντικές συνέπειες και επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικές εξελίξεις της χώρας, επιταχύνοντας την πορεία προς την πολιτειακή μεταβολή. Η αντιβενιζελική παράταξη δέχτηκε σοβαρό πλήγμα, ένα χρόνο μετά τον αποκεφαλισμό της, απο τον οποίο δεν μπόρεσε να συνέλθει παρά δέκα χρόνια αργότερα. Στο στρατό απομακρύνθηκαν περισσότεροι από 1200 αντιβενιζελικοί αξιωματικοί για συμμετοχή ή επιδή απλώς ευνόησαν το Κίνημα ή επειδή δεν έσπευσαν να το καταδικάσουν. Ήταν μια εκκαθάριση στο στράτευμα, την οποία οι βενιζελικοί αξιωματικοί επιζητούσαν από το 1922 και την πέτυχαν μόνο μετά την αποτυχία του Κινήματος που είχε εδκηλωθεί εναντίον της Επανάστασης του 1922.

Το Κίνημα και η καταστολή επέτειναν τις διασπαστικές τάσεις που διαγράφονταν στη βενιζελική παράταξη και όξυναν τις αντιθέσεις μεταξύ των δύο πτερύγων της, της συντηρητικής πλειοψηφίας και της προοδευτικής μειοψηφίας. Βασικό διαφοροποιό κριτήριο, και προοδευτικά διασπαστικό στοιχείο, των δύο μερίδων, ήταν το ζήτημα του πολιτεύματος και θέση τους στο ζήτημα αυτό.

Το κίνημα απέτυχε και παρέτεινε την πολιτκή ανωμαλία καθώς και την ισχύ του στρατιωτικού νόμου και την απαγόρευση έκδοσης των αντιβενιζελικών εφημερίδων. Μέσα σε κλίμα έντασης έγιναν οι βουλευτικές εκλογές στις 16 Δεκεμβρίου 1923 για την ανάδειξη της Δ΄ Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης. Στις εκλογές , από τις οποίες δήλωσε αποχή η αντιβενιζελική παράταξη, εκλέχτηκαν βουλευτές μόνο από τη βενιζελική παράταξη. Τρείς μέρες αργότερα, στις 19 Δεκεμβρίου 1923, με υπόδειξη της κυβέρνησης Γονατά, ο Βασιλιάς Γεώργιος Β΄ έφυγε προσωρινά από τη Ελλάδα, ώσπου να αποφασιστεί η τύχη του πολιτεύματος, και ορίστηκε Αντιβασιλιάς ο Παύλος Κουντουριώτης.