Καστελόριζο
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το ακριτικό νησί Καστελόριζο αποτελεί το ανατολικότερο άκρο της Ελλάδας, 72 ναυτικά μίλια ανοικτά της Ρόδου και σε μικρή απόσταση (μόλις 1,25 ν. μίλια) από τις απέναντι τουρκικές ακτές. Έχει έκταση 9 τ.χλμ., μήκος ακτών 19,5 χλμ. και πληθυσμό 406 άτομα, κατά την επίσημη απογραφή του 2001. Από τον Πειραιά απέχει 328 ν.μίλια. Είναι η μεγαλύτερη «Μεγίστη» νησίδα μικρού αρχιπελάγους που συμπεριλαμβάνει τα βραχονήσια Άγιο Γεώργιο, Αγριέλαια, Μαύρο Ποινί, Πολύφαδο, Ρω Μεγίστης, Στρογγύλη, Ψωμί και Ψωραδιά.
Απέκτησε παγκόσμια προβολή το 1991, όταν γυρίστηκε εκεί η βραβευμένη με Oscar ταινία «Mediterraneo». Στο λιμάνι του Καστελόριζου έλαβε συμβολικά χώρα η σύνοδος των Υπουργών Εξωτερικών της Ε.Ε, επί ελληνικής προεδρίας, την άνοιξη του 2003. Το νησί συνοδεύεται από μια μεγάλη ναυτική παράδοση, με έντονα τα σημάδια της ναυτικής και εμπορικής ανάπτυξης που κάποτε γνώρισε.
Πίνακας περιεχομένων |
[Επεξεργασία] Πρόσβαση
Το Καστελόριζο συνδέεται ακτοπλοϊκώς (5 ώρες) και αεροπορικώς (25 λεπτά) με τη Ρόδο. Το μικροσκοπικό αεροδρόμιο βρίσκεται 4 χλμ. από το λιμάνι, με το οποίο το συνδέει ο μοναδικός ασφαλτόδρομος του νησιού. Η δημόσια συγκοινωνία διεξάγεται με ένα ταξί και ένα μικρό λεωφορείο που εκτελούν το δρομολόγιο για το αεροδρόμιο. Το υπόλοιπο νησί εξερευνάται με τα πόδια μέσω ενός δικτύου φυσικών μονοπατιών. Για τα σκάφη, λειτουργεί σταθμός ανεφοδιασμού στο λιμάνι του Καστελόριζου. Υπάρχουν ακόμα Ταχυδρομείο, Τράπεζα, Ιατρείο και διάφορα μικρά καταστήματα για τις βασικές ανάγκες.
[Επεξεργασία] Αρχιτεκτονική
Ο μοναδικός οικισμός του νησιού, το ομώνυμο Καστελόριζο, αποτελείται από τις συνοικίες Πηγάδια, Χωράφια και το Μανδράκι. Αγκαλιάζει γλυκά το υπέροχο φυσικό λιμάνι του, αποκαλύπτοντας στα μάτια του επισκέπτη μοναδικής τέχνης αρχοντόσπιτα, πολλά από τα οποία ερημώνουν άδεια αφού οι περισσότεροι κάτοικοί έχουν μεταναστεύσει εδώ και χρόνια στην Αυστραλία.
Τα σπίτια που έχουν αναστηλωθεί σήμερα, αμφιθεατρικά κτισμένα γύρω από τη θάλασσα, προκαλούν εντύπωση με την έντονη ομοιομορφία τους, που οφείλεται στα κοινά υλικά (από ντόπια πέτρα, ξύλο από τη Μικρασία, σιδεριές, κεραμίδια από την Αττάλεια και τη Μασσαλία). Σαν κομψοτεχνήματα κοσμούν το λιμάνι, αυθεντικά δείγματα της παραδοσιακής Δωδεκανησιακής αρχιτεκτονικής, μαρτυρώντας ότι οι άνθρωποι κάποτε ζούσαν πλουσιοπάροχα στο νησί.
Εντυπωσιακά βαμμένα, δίπατα ή τρίπατα, τα Καστελοριζίτικα αρχοντικά αντικρίζουν τη θάλασσα, παραδοσιακή πηγή πλούτου για το νησί, απλωμένα κατά μήκος της ακτογραμμής, μπροστά από έναν επιβλητικό κόκκινο βράχο. Το ερειπωμένο πια κάστρο που βρίσκεται στην κορυφή του είναι και αυτό που έδωσε το όνομά του στο νησί (Castello Rosso, δηλ. το Κόκκινο Κάστρο). Ο παραδοσιακός αυτός οικισμός έχει χαρακτηριστεί διατηρητέος, προσφέροντας στον επισκέπτη την ομορφιά ενός ειδυλλιακού τοπίου.
[Επεξεργασία] Ιστορία
Μικρό αλλά ιστορικό νησάκι, το Καστελόριζο κατοικήθηκε ήδη από τη νεολιθική εποχή ενώ στη συνέχεια αποικήθηκε από τους Δωριείς, όπως και όλα τα Δωδεκάνησα. Αυτοί έδωσαν στο νησί και το πομπώδες όνομα Μεγίστη (όπως ακόμα ονομάζεται επίσημα ο Δήμος). Ένας θρύλος αποδίδει τη βάπτιση στον πρώτο οικιστή που λεγόταν Μεγιστέας, όμως μάλλον οφείλεται στο ότι ξεχωρίζει σε μέγεθος από τις γύρω βραχονησίδες.
Το νησί είχε ανεπτυγμένο πολιτισμό, αν κρίνει κανείς από τα αρχαία ευρήματα, επιγραφές, τάφους, τείχη αλλά και τα ερείπια του ναού του Απόλλωνος Μεγιστέως, η λατρεία του οποίου ήταν διαδεδομένη στο νησί καθώς και στα παράλια της Μικρασίας (όπως στα Πάταρα, όπου είχαν στήσει ναό με τ’ άγαλμά του).
Η Μεγίστη έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Τροίας μαζί με τ’ άλλα Δωδεκάνησα και ως σύμμαχος των Αθηναίων τους βοήθησε στους αγώνες εναντίον των Περσών, που αργότερα το κατέλαβαν. Στα χρόνια της ροδιακής ακμής ,από τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. οι Μεγιστείς τέθηκαν υπό τον έλεγχο των Ροδίων. Το νησί διακυβερνήθηκε από ενάρετους και δραστήριους Ρόδιους διοικητές, τους «Επιστάτες». Στα 38 π.Χ. ο Longinus Cassious κατέστησε τη Μεγίστη ορμητήριο Ρωμαϊκού στόλου εναντίον των Καρών και Κιλίκων πειρατών, χωρίς να υποψιάζεται πως το διθάλαμο ενάλιο «γαλάζιο σπήλαιο» ήταν χώρος απόκρυψης της πειρατικής λείας .
Το νησί κυριαρχήθηκε στη συνέχεια από τους Βυζαντινούς και κατόπιν, το 1306, από τους Ιωαννίτες Ιππότες της Ρόδου που ανοικοδόμησαν το ψηλό κάστρο του νησιού με τα υπερύψηλα διπλά του τείχη και τις πολεμίστρες, κάνοντάς το ένα από τα δυνατότερα οχυρά του αιγαίου πελάγους. Από την εποχή αυτή η Μεγίστη αλλάζει το όνομά της με την ξενική λέξη Καστελλόριζο, προερχόμενη από παραφθορά του Καστέλ-Ρόσο, επειδή οι ψηλοί βράχοι που ορθώνεται το κάστρο είναι κατακόκκινοι.
Το νησί συνέχισε να κυριεύεται από το 1440 έως και το 1522 διαδοχικά από τους Αιγυπτίους, τους Φράγκους και στη συνέχεια τους Οθωμανούς Τούρκους υπό τον σουλτάνο Σουλεϊμάν Β΄. Η Μεγίστη υποτάσσεται δίχως αντίσταση στον Τουρκικό ζυγό πληρώνοντας μόνο έναν ετήσιο φόρο (μακτού) και κατορθώνει να διατηρήσει τα προνόμια της θρησκείας, της γλώσσας και τις Εθνικές της παραδόσεις και ο εμπορικός στόλος της παίρνει περίβλεπτη θέση ανάμεσα στην εμπορική Δωδεκανησιακή ναυτιλία.
Νέα επιδρομή όμως πάλι ανακόπτει την πρόοδο. Το 1659 το κυριεύουν οι Βενετοί, το ξαναπαίρνουν όμως πάλι πίσω οι Τούρκοι. Τον Ιούλιο του 1788 ο Λάμπρος Κατσώνης, φημισμένος Έλληνας κουρσάρος, με τους άνδρες του πολιόρκησε το νησί. Ύστερα από διήμερη προσπάθεια, οι πολιορκημένοι ύψωσαν λευκή σημαία και παραδόθηκαν υπό τον όρο να μεταβούν με ασφάλεια στην απέναντι ασιατική ακτή, για να επιστρέψουν πάλι μόλις αποχώρησε ο Κατσώνης.
Όταν κηρύχτηκε η επανάσταση του 1821, οι Καστελοριζιοί ρίχτηκαν στον αγώνα και από τους πρώτους προσέφεραν τα πλοία τους να μεταβληθούν σε μπουρλότα για να κυνηγήσουν τον εχθρό.
Όμως μετά από την επιτυχή απελευθέρωση της Ελλάδας, ήρθε το πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1830 που όριζε στα Δωδεκάνησα να ξαναγυρίσουν υπό την Τουρκική κυριαρχία. Το Καστελόριζο υπόμεινε τη μοίρα του, αλλά δεν έχασε τη ναυτιλιακή του ζωτικότητα. Αντίθετα, όλο πρόκοβε όχι μόνο σε εμπορική και ναυτιλιακή ακμή. «Στην Μπαρμπαριά, στο Τούνεζιν, Καραμανιάν τσ’ Αλτζέρι ετσεί βρίσκετ’ ε κρίνος μου τώρα το καλουτσαίρι», λέει τοπικό δίστιχο αφιερωμένο στους σφουγγαράδες του νησιού, που ασκούσαν το επικίνδυνο αυτό επάγγελμα στα νερά της Β.Αφρικής. Το 1841, ο Άγγλος περιηγητής Φέλοους, έγραφε: «Βάρκες και πλοία γεμίζουν το λιμάνι. Φτιάχνουν καράβια, χτίζουν σπίτια, οι άνθρωποι εδώ είναι πολύ δραστήριοι και σφύζουν από εμπορικό πνεύμα». Παράτολμοι ναυτικοί οι Καστελλοριζιοί δεν δίστασαν να ριχτούν σε ριψοκίνδυνες μα κερδοφόρες επιχειρήσεις. Χαρακτηριστικά, δε δίστασαν να σπάσουν τον αποκλεισμό της Γαλλίας από τον Αγγλικό στόλο, εφοδιάζοντας τους Γάλλους με τροφές και πολεμικό υλικό. Οι Γάλλοι τους ονόμαζαν «Σαν-τραπό», δηλαδή χωρίς σημαία. Οι Καστελοριζιοί επέδειξαν ιδιαίτερη μέριμνα και για την πνευματική εκπαίδευση των παιδιών τους. Ιδρύθηκαν σχολεία ονομαστά, σαν τη Σαντράπεια Σχολή (1903, δαπάνη των ευεργετών Λουκά και Αναστασίας Σαντραπέ), που μαζί με το Παρθεναγωγείο συγκέντρωνε 1000 μαθητές, προσφέροντας φωτισμένη μόρφωση σε πολλές γενεές του νησιού. Χτίστηκαν μεγαλόπρεπες εκκλησίες και πολυτελή τέμπλα, όπως ο Μητροπολιτικός Ναός Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, του Αγ. Γεωργίου του Λουκά, Αγ.Γεωργίου Πηγαδιώτου και άλλες μικρότερες, ως πολλά μοναστήρια και εξωκλήσια.
Στο διάστημα αυτό ο ναυτικός εμπορικός στόλος του Καστελόριζου βρισκόταν στη μεγάλη του άνθηση και το μικρό νησάκι από τις αρχές του 20ου αιώνα στη μεγαλύτερή του ακμή. Το Καστελόριζο αριθμούσε τότε περί τους 12-14 χιλιάδες κατοίκους. Το Μάρτη του 1913 κατάφεραν οι Καστελοριζιοί να απελευθερωθούν από τον Τουρκικό ζυγό όμως όχι για πολύ γιατί όταν άρχισε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος η Γαλλία ήθελε να καταστήσει το νησί ναυτική βάση, γι αυτό και το κατέλαβε με δόλο στις 28 Δεκεμβρίου 1915. Τότε η πόλη άρχισε να πλήττεται με οβίδες μεγάλου διαμετρήματος που εκτινάσσονταν από γερμανική πυροβολαρχία εγκατεστημένη στις απέναντι τουρκικές ακτές. Οι Γάλλοι, υποβοηθούμενοι από τον πληθυσμό, αντιμετώπισαν αποτελεσματικά την εχθρική δραστηριότητα με τέσσερα τηλεβόλα των 120mm. Για την πάνδημη αυτή συμβολή του η Γαλλική Δημοκρατία απένειμε στο Καστελόριζο, στις 23 Οκτωβρίου 1920, το παράσημο ανδρείας και τιμητικό δίπλωμα.
Την 1η Μαρτίου 1921 ωστόσο, η Γαλλία παραχώρησε το νησί στην Ιταλία, έναντι αδράς αμοιβής. Η ιταλική κατοχή υπήρξε σκληρή και αφόρητη. Η ναυτιλία, το εμπόριο και τα γράμματα πέφτουν σε μαρασμό, ενώ οι κάτοικοί του -μην αντέχοντας τον ιταλικό ζυγό και τις συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής- αρχίζουν να εκπατρίζονται και έτσι ο πληθυσμός περιορίζεται σε 2 χιλιάδες. Ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος βρίσκει λοιπόν το Καστελόριζο με αισθητά μειωμένο πληθυσμό, όμως αρκετό για να υποδεχθεί με ακράτητο ενθουσιασμό τους Άγγλους κομάντος που αποβιβάσθηκαν στο νησί, την αυγή της 24ης Φεβρουαρίου 1941. Οκτώβριο και Νοέμβριο 1943 γερμανικά στούκας αρχίζουν αερομαχίες με τους συμμάχους απογκρεμίζοντας όσα σπίτια είχανε μείνει όρθια και αναγκάζοντας τους λιγοστούς κατοίκους να εγκαταλείψουν το νησάκι τους και να βρεθούν πρόσφυγες άλλοι στις τουρκικές ακτές και άλλοι σε ειδικά στρατόπεδα στη Γάζα της Παλαιστίνης. Μόνο η «Κυρά της Ρω», παρέμεινε ακλόνητη στη γνωστή βραχονησίδα της, για να υψώνει κάθε πρωί την ελληνική σημαία, όπως επί σαράντα χρόνια συνήθιζε να κάνει.
Το νησί έμεινε υπό τη διακυβέρνηση των Άγγλων, όπως και τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα, μέχρι την 7η Μαρτίου του 1947, οπότε επανενώθηκε οριστικά με τη μητέρα Ελλάδα, γκρεμισμένο και σχεδόν ερημωμένο, έχοντας πληρώσει ακριβά το τίμημα της ελευθερίας του.
[Επεξεργασία] Αξιοθέατα
Πέρα από το ένδοξο παρελθόν του, το νησί έχει να επιδείξει αρκετά αξιοθέατα τα οποία ο επισκέπτης δεν πρέπει να παραλείψει να επισκεφτεί. Για όσους αγαπούν το περπάτημα, το Καστελόριζο προσφέρεται για οικολογικές διαδρομές και περιπάτους, που προσφέρουν απίθανη θέα και γνωριμία με τα αξιοθέατα του νησιού (όπως αυτή για τον Αϊ-Γιώργη του Βουνού). Υπάρχουν περιγραφές όλων των διαδρομών και των αξιοθέατων στο αγγλικό βιβλίο «Capture Kastellorizo» της Marina Pitsonis που θα βρείτε στα τουριστικά καταστήματα στο λιμάνι .
Η βάρκα αποτελεί το μοναδικό μέσο μετακίνησης προς δυσπρόσιτες ακτές και σπηλιές αλλά και για τα γειτονικά νησάκια Ρω, Άγιος Γεώργιος και Στρογγυλή, με καταγάλανα νερά ιδανικά για κολύμπι. Κοντά στο λιμάνι του νησιού υπάρχουν και πιο προσιτές ακτές για κολύμπι (Φάρος, Πλάκες, Μανδράκι). Την αρχαία Αντίφελλο, το σημερινό Κας της τουρκικής ακτής, το αγναντεύει κανείς καθαρά από το λιμάνι ενώ καθημερινά υπάρχουν σκάφη που μεταφέρουν τουρίστες εκατέρωθεν. Από γαστρονομικής απόψεως, εκτός από το φρέσκο ψάρι που πραγματικά θα χορτάσετε στα εστιατόρια της παραλίας, δοκιμάστε ωραιότατα γιουβαρλάκια, ρεβυθόπιτα και τα ντόπια γλυκά "κουτσουμάρια", "στραβά" και χαλβά. Για την παραμονή σας, τα καταλύματα στο νησί είναι σχετικά λιγοστά, γι' αυτό τηλεφωνήστε πριν πάτε, ιδίως την περίοδο της καλοκαιρινής αιχμής οπότε η ζήτηση είναι μεγάλη. Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε με το Δήμο Μεγίστης (+30 22410 29069).
- Το κάστρο των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη
Χτίστηκε τον 14ο αι. και σήμερα σώζονται μόνο τα ερείπια του κτίσματος, τα οποία βρίσκονται πάνω στο Καστέλο Ρόσο, τον κόκκινο βράχο απ’ όπου προέρχεται και η ονομασία του νησιού. Στην κορυφή του ανεμίζει περήφανα μια τεράστια ελληνική σημαία.
- Παλαιόκαστρο
Στη δυτική πλευρά του Καστελόριζου βρίσκεται το σημαντικότερο και αρχαιότερο μνημείο του νησιού, το Παλαιόκαστρο. Πρόκειται για αρχαίο οικισμό με πολλά κτίσματα και δεξαμενές. Στη δωρική ακρόπολη του 3ου αι. π.Χ. σώζεται μια επιγραφή που περιλαμβάνει τον όρο Μεγίστη. Στην περιοχή, στη θέση Λιμενάρι, υπάρχουν και τα Κυκλώπεια Τείχη.
- Άγιος Γεώργιος του Βουνιού
Αφού περπατήσετε τα πλακόστρωτα σοκάκια γύρω από το λιμάνι, αξίζει να ανεβείτε τα 401 σκαλιά που οδηγούν στον Άγιο Γεώργιο του Βουνού (ή Βουνιού, όπως λέγεται στο Καστελόριζο). Βρίσκεται στην περιοχή του Παλαιόκαστρου και περιστοιχίζεται από τεράστιες φυσικές πλάκες. Μέσα στο μοναστήρι υπάρχει μια κατακόμβη, ο Άγιος Χαράλαμπος.
- Λυκιακός Τάφος
Τάφος του 4ου αι. π.Χ., λαξευμένος στους πρόποδες του Κάστρου. Αξίζει να σημειωθεί ότι Λύκιοι ονομάζονταν οι κάτοικοι της περιοχής της Μικράς Ασίας γιατί ο θεός τους, ο Λύκιος Απόλλωνας, λατρευόταν ως λύκος.
- Αρχαιολογικό και Λαογραφικό Μουσείο
Επισκεφθείτε οπωσδήποτε το μικρό μουσείο. Στις αίθουσές του μπορείτε να μάθετε για την ιστορία του νησιού. Στεγάζεται στο λευκό ιστορικό κτίριο πάνω από το αναπαλαιωμένο Τζαμί, κοντά στα ερείπια του Κάστρου. Στην εποχή της Φραγκοκρατίας αποτελούσε τον εξωτερικό προμαχώνα του Καστέλο Ρόσο. Τα εκθέματά του περιλαμβάνουν αρχαιολογικά ευρήματα εκθέματα ανεκτίμητης αξίας από διάφορες περιόδους της αρχαιότητας, τοιχογραφίες του 17ου αι. ,παραδοσιακές στολές και καθώς και αντικείμενα λαϊκής τέχνης. Στον εξαιρετικό αυτό χώρο με την περιποιημένη αυλή και την υπέροχη θέα η είσοδος είναι εντελώς δωρεάν. Είναι ανοικτό κάθε πρωί, εκτός Δευτέρας.
- Γαλάζια Σπηλιά
Λίγα λεπτά με καΐκι από το λιμάνι βρίσκεται η εκπληκτικής ομορφιάς Γαλάζια Σπηλιά του Καστελόριζου, που γι’ αυτή και μόνο αξίζει να επιχειρήσει κανείς το ταξίδι μέχρι το μακρινό αυτό νησάκι. Γνωστότερη με τ’ όνομα «Σπηλιά του Παραστά» ή «Φώκιαλη» - από τις φώκιες που κατοικούν μέσα- είναι το μεγαλύτερο από τα ενάλια σπήλαια της Ελλάδας, ένα από τα ομορφότερα της Μεσογείου και παγκοσμίως γνωστή για τον πλούσιο σταλακτιτικό στολισμό που διαθέτει. Βρίσκεται στο νότιο σημείο του νησιού και έχει μήκος 75m και ύψος 35m. Η είσοδος είναι συγκριτικά χαμηλή, στο ύψος μικρού καϊκιού, ώστε όταν είναι μπουνάτσα μόλις που χωράει κανείς, ανυποψίαστος για το γιγάντιο θόλο και το φαντασμαγορικό θέαμα που κρύβει. Το γαλήνιο νερό της σπηλιάς μοιάζει με ένα απέραντο γαλαζοπράσινο καθρέπτη φωτιζόμενο από τις ανταύγειες των ακτινών του ήλιου που εισχωρούν από τη μικρή είσοδο, παρουσιάζοντας ένα θέαμα μοναδικό σε ομορφιά και γοητεία: Ένα τεράστιο παλάτι, με αμέτρητους σταλακτίτες, όπου μπορεί κανείς να απολαύσει ένα παραμυθένιο μπάνιο. Η καλύτερη ώρα για να το επισκεφθείτε είναι το πρωί. Εκτός από το περίφημο Γαλάζιο Σπήλαιο, υπάρχουν άλλες τέσσερις σπηλιές: Φωτσαλίκι, Κολώνες, Αρναούτη και Κατραντζή.
- Μητρόπολη Αγίων Κωνσταντίνου & Ελένης
Στην πλέον περίοπτη θέση του νησιού, πάνω από το Μανδράκι, δεσπόζει ο μεγάλος μητροπολιτικός Ναός των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, το λαμπρό θρησκευτικό και αρχιτεκτονικό στολίδι, συνυφασμένο με την κοινωνική και πολιτιστική ζωή του Καστελόριζου, από την ίδρυσή του (περί τα 1835) μέχρι και σήμερα. Πρόκειται για εξαιρετικής τέχνης, σε ρυθμό τρίκλιτης θολωτής βασιλικής, με πλούσια εικονογράφηση, μαρμάρινα τέμπλα και πανύψηλο μαρμάρινο καμπαναριό. Η στέγη της Μητρόπολης αυτής στηρίζεται σε δώδεκα μονολιθικούς γρανιτένιους κίονες που μεταφέρθηκαν από το ναό του Απόλλωνα στα Πάταρα της Λυκίας, στην απέναντι Μικρασιατική ακτή.
- Νησάκι της Ρω
Στα νοτιοδυτικά του νησιού στέκει το μικρό νησάκι Ρω, που μπορεί κανείς να επισκεφτεί με ναυλωμένο καΐκι. Γνωστό για την «Κυρά της Ρω», Δέσποινα Αχλαδιώτου (1898-1982), τη μοναδική του κάτοικο, που για δεκαετίες κάθε πρωί ύψωνε την ελληνική σημαία.
- Στρογγύλη
Νησάκι πάνω στο οποίο βρίσκεται ο ναυτικός φάρος για την πορεία των σκαφών. Μοναδικοί κάτοικοι του νησιού είναι οι φαροφύλακες. Όπως και η Ρω, διαθέτει καταγάλανα νερά, ιδανικά για κολύμπι και μοναχικές διακοπές.
[Επεξεργασία] Ήθη και Έθιμα
Στις εκκλησίες οκτώ ενοριών, επτά ξωκλήσια και τέσσερα μοναστήρια οι Καστελοριζιοί προσφέρουν τη λατρεία τους στο Θεό. Παντού καλλιτεχνικά δημιουργήματα και άπειρες δωρεές. Η εκκλησία των Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης, τρίκλιτη θολωτή, βασιλικού ρυθμού, είναι η Μητρόπολη του νησιού και δεσπόζει στο λόφο, γεμάτη φως και αγιοσύνη, έχοντας μπροστά της το γραφικό Μανδράκι. Σύμφωνα με το έθιμο, μετά το «Χριστός Ανέστη», ο παπάς που έχει ψάλλει το Ευαγγέλιο στο προαύλιο, δεν γίνεται δεκτός στην εκκλησία, μέχρι που αναγκάζεται να φωνάξει τρείς φορές το «Άρατε Πύλας».
Στο Καστελόριζο τις καλές εποχές, πριν ρημάξει ο τόπος, ο κόσμος γλεντούσε με το δικό του τρόπο, σύμφωνα με παλιά έθιμα που έχουν τις ρίζες τους στα τρίσβαθα της ιστορίας. Οι σφουγγαράδες κουβαλούσαν από τις τέσσερις γωνιές του κόσμου «της Προύσας και της Βενετιάς τα καλά» κατά τη λαϊκή έκφραση. Οι γυναίκες κάθονταν στο τραπέζι μαζί με τους άντρες και πίναν εισαγόμενα κρασιά. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το παλιό έθιμο από το συνοικέσιο έως το γλέντι, όταν η νύφη ζητούσε σε γάμο το γαμπρό.
Η Καστελοριζιά γυναίκα ήταν αρχόντισσα-κυρά στο σπιτικό της. Η ευμάρεια και ο πλούτος του νησιού αντικατοπτρίζονται στις φορεσιές. Τα κοριτσάκια ντύνονταν ευρωπαϊκά ως τα δώδεκα τους χρόνια, οπότε υιοθετούν την τοπική φορεσιά, που είχε βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. Είναι η πλουσιότερη και πιο βαρύτιμη απ όλες τις δωδεκανησιακές στολές. Το βαμβακερό ή μεταξωτό βρακί, ήταν απαραίτητο στοιχείο. Το πουκάμισο φοριόταν κατάσαρκα και έφθανε ως το γόνατο. Το ύφασμα ήταν συνήθως μεταξωτό και τα φαρδιά μανίκια κοσμούνταν με πυρίν, πιπίλα πλεγμένη με το βελόνι. Πάνω από το πουκάμισο φοριόταν το ζιπούνι, από βελούδο, με τα στενά μανίκια του κεντημένα με μαύρο και χρυσό γαϊτάνι. Η περιφέρεια τυλιγόταν πολλές φορές με το χρυσοΰφαντο χαμπουσάκι. Το διακοσμούσαν σιρίτια, φούντες και κουμπιά μεταξωτά. Η γούνα ήταν πανωφόρι από τσόχα ή βυσσινί βελούδο. Πλήθος κοσμημάτων, από βραχιόλια, δαχτυλίδια, σκουλαρίκια και λίρες συμπλήρωναν την τοπική γυναικεία φορεσιά.
Στο νησί όλα τα έθιμα, όλη η ζωή είναι ένα τραγούδι. Ένα Καστελορίζικο δίστιχο λέει: «Της θάλασσας τα κύματα χτυπούν έξω στην ξέρη. Όσην αγάπην σ’ έχω ΄γω, ένας Θεός το ξέρει». Τραγουδούν τη χαρά, τραγουδούν και τον πόνο. Βασικά όργανα είναι το βιολί και το λαούτο και το τραγούδι είναι επηρεασμένο από τις απέναντι μικρασιατικές ακτές της Πισιδίας. Το μεγαλύτερο πανηγύρι είναι αυτό που λαμβάνει χώρα στις 19 Ιουλίου, την παραμονή του εορτασμού του Προφήτη Ηλία. Αυτή τη μέρα οι ντόπιοι για να τιμήσουν τον άγιο πέφτουν στην θάλασσα. Επίσης, στις 13 Σεπτεμβρίου γίνονται εορταστικές εκδηλώσεις για την απελευθέρωση του Καστελόριζου.