Γλωσσαλγία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο όρος γλωσσαλγία (γλώσσα+άλγος) υποδηλώνει τον πόνο που αισθάνεται κάποιος στην γλώσσα του.

Μεταφορικά σημαίνει "φλυαρία". Γλωσσαλγός σημαίνει ο υπερβολικά φλύαρος.

Κατά την Ιατρική είναι παθολογικό φαινόμενο, αποτελεί ιδιάζουσα μορφή νευραλγίας των τριδύμων ή που μπορεί να οφείλεται σε τοπικά αίτια όπως πίεση, ανάπτυξη όγκου, φλεγμονή κλπ.