Ισίδωρος του Κιέβου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο Αρχιεπίσκοπος Κιέβου Καρδινάλιος Ισίδωρος (ρωσ.: Исидор), γνωστός στη Ρωσία και ως Ισίδωρος ο Αποστάτης, ήταν ενωτικός Μητροπολίτης Κιέβου και Μόσχας, ο οποίος είχε αναλάβει και χρέη Οικουμενικού Πατριάρχη το 1450-1453, όταν ο θρόνος ήταν κενός.

Γεννήθηκε στην ήδη υπό τουρκική κατοχή Θεσσαλονίκη. Ήταν γόνος Ελλήνων ή εξελληνισμένων Βουλγάρων. Ο Ισίδωρος είχε υπογράψει από πλευράς ορθοδόξων τον τόμο της ένωσης στη σύνοδο της Φλωρεντίας. Το 1437 ο Πατριάρχης Ιωσήφ Β΄, κατόπιν επιθυμίας του Αυτοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγου τον τοποθέτησε Μητροπολίτη Κιέβου και Μόσχας. Ο Αυτοκράτορας ήθελε με την επιλογή αυτή να προκαλέσει ένωση της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας με την Καθολική, που κατά το σκεπτικό του θα τον βοηθούσε στην άμυνά του έναντι των Τούρκων. Αρχικά ο Ισίδωρος έπεισε τον Τσάρο να προσχωρήσουν στον Καθολικισμό, αλλά η απόφαση αυτή γρήγορα άλλαξε και το 1441 εκθρονίστηκε και φυλακίστηκε.

Το 1443 διέφυγε και ήρθε στην Ρώμη. Ο Πάπας Νικόλαος Ε΄ τον έστειλε στην Κωνσταντινούπολη μαζί με 200 στρατιώτες, όπου τέλεσε και ενωτική Θεία Λειτουργία στην Αγία Σοφία. Επίσης ανέλαβε καθήκοντα Οικουμενικού Πατριάρχη, αν και δεν είναι ξεκάθαρο αν ανέλαβε πριν την Άλωση σε περίοδο όπου ο Θρόνος ήταν κενός, ή μετά από αυτήν, όταν ο Πάπας Πίος Β΄ του έδωσε και τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου Κύπρου.

Έγραψε τον «θρήνο», ένα βιβλίο με τα απονημονευματά του από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, το οποίο μάλιστα το έγραψε από το Πέραν κατά τις ημέρες της πολιορκίας. Πολέμησε στα τείχη της Κωνσταντινούπολης το 1453 και μετά την πτώση της έφυγε επικηρυγμένος από τους Τούρκους. Μετά από πολλές δυσκολίες έφτασε στη Ρώμη και ο Πάπας τον διόρισε Αρχιεπίσκοπο Σαβίνων, Κολοφώντα και Νικόπολης. Πέθανε στις 27 Απριλίου 1463.