Χριστόφορος Παπουλάκος
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Χριστόφορος Παπουλάκος ή Παναγιωτόπουλος(1770-1861) ήταν ιερομόναχος.
Γεννήθηκε στο χωριό Άρμπουνα της επαρχίας Καλαβρύτων και ήταν κρεοπώλης. Ήταν τελείως αγράμματος όταν πήρε την απόφαση να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο. Αρχικά μόνασε στην Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου ενώ αργότερα ασκήτευσε σε καλύβι κοντά στο χωριό του. Έμεινε στην απομόνωση για περίπου 20 χρόνια κατα τη διάρκεια των οποίων έμαθε γραφή και ανάγνωση. Σε ηλικία 80 ετών πήρε την απόφαση να κηρύξει. Η φήμη του διαδόθηκε γρήγορα αφού είχε τον δικό του τρόπο να συνεπαίρνει το κοινό του. Κυρίως κήρυττε εναντίον της μοιχείας, της κλοπής και υπερ της προσευχής. Μέσα απο τα κηρύγματα του καυτηρίαζε την πολιτική της Βαυαρικής κυβέρνησης και της Αρχιεπισκοπής. Τελικά τον συνέλλαβαν και τον οδήγησαν ενώπιον του Μητροπολίτη Καλαβρύτων, ο οποίος τον επέπληξε και του ζήτησε να περιορίσει τα κηρύγματα του.
Εξι μήνες αργότερα ο Παπουλάκος ξεκίνησε περιοδία στην νότια Πελοπόννησο συγκεντρώνοντας χιλιάδες κόσμο στο πέρασμα του. Ύστερα απο πιέσεις ο Όθων επέγραψε διάταγμα για τον περιορισμό του Παπουλάκου σε μοναστήρι. Ο Παπουλάκος κατέφυγε στην Μάνη για να σωθεί. Η αντίδραση της κυβέρνησης ήταν να στείλει άμεσα τον Στρατηγό Γενναίο Κολοκοτρώνη με επιτελείο αξιωματικών για να οργανώσει την σύλληψη του. Ο στρατός εφτασε τη νύχτα αλλά το πρωί βρέθηκε περικυκλωμένος απο 2000 Μανιάτες. Ακολούθησε εξέγερση των Μανιατών ενώ σε πολλές περιπτώσεις ο στρατός έδινε μάχη σώμα με σώμα με τους οπαδούς του Παπουλάκου. Τελικά στις 21 Ιουνίου 1852 συνελλήφθη απο τον στρατό ύστερα απο προδοσία και μεταφέρθηκε στις φυλακές του Ρίου ώπου έμεινε δύο χρόνια στην απομόνωση. Το 1854 αποφυλακίστηκε, μετα απο χορήγηση αμνηστίας και εξορίστηκε σε ένα μοναστήρι στην Άνδρο όπου και απεβίωσε το 1861.