Αλθίνγκι
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το Αλθίνγκι (ισλανδικά: Alþingi ή παλαιότερα Alþing) είναι το εθνικό κοινοβούλιο, κυριολεκτικά το ‘all-thing’ (ή Γενική Συνέλευση) της Ισλανδίας. Ιδρύθηκε το 930 στο Θίνγκβελιρ (Þingvellir) (‘περιοχή συνέλευσης’), 45 χλμ περίπου ανατολικά από την μετέπειτα πρωτεύουσα της χώρας, το Ρέυκιαβικ, και το γεγονός αυτό σημάδευσε την έναρξη της Ισλανδικής Κοινοπολιτείας. Ακόμα και μετά την ένωση της Ισλανδίας με τη Νορβηγία, στο Αλθίνγκι λάμβαναν χώρα οι συνελεύσεις στο Θίνγκβελλιρ μέχρι το 1799, όταν διεκόπη για μερικές δεκαετίες. Αποκαταστάθηκε το 1844 και μετακινήθηκε στο Ρέυκιαβικ, όπου βρίσκεται από τότε . Το σημερινό κοινοβουλευτικό κτήριο, το Αλθίνγκιχους (Alþingishús), κατασκευάστηκε το [[1881] , από λαξευμένη Ισλανδική πέτρα.
Το σύνταγμα της Ισλανδίας παρέχει έξι ελεγκτικά εκλογικά σώματα με τη δυνατότητα αύξησης σε επτά. Τα όρια των εκλογικών σωμάτων καθορίζονται από νομοθεσία. Κάθε εκλογικό σώμα εκλέγει εννέα μέλη. Επιπροσθέτως, σε κάθε κόμμα ορίζονται θέσεις βασισμένες στην αναλογία της συνολικής εθνικής ψήφου με σκοπό ο αριθμός των μελών στο κοινοβούλιο για κάθε πολιτικό κόμμα να είναι λιγότερο ή περισσότερο ανάλογη της συνολικής ελεγκτικής υποστήριξης. Ένα κόμμα πρέπει να έχει κερδίσει τουλάχιστον πέντε τοις εκατό της εθνικής ψήφου για να είναι εκλόγιμο σ’ αυτές τις αναλογικά διανεμόμενες έδρες. Η πολιτική συμμετοχή στην Ισλανδία είναι πολύ υψηλή: συνήθως πάνω από το 80% του εκλογικού σώματος συμμετέχει στις εκλογές.
Ο νυν πρόεδρός του είναι ο Χάλντορ Μπλένταλ ( Halldór Blöndal.
Άγνωστο στους αρχαίους συμμετέχοντες του Αλθίνγκι, το Θίνγκβελλιρ βρίσκεται μεταξύ των ορίων της Βορειοαμερικάνικης και Ευρωπαϊκής ηπειρωτικής πλάκας .
[Επεξεργασία] Ίδρυση
Το Αλθίνγκι είναι το παλαιότερο κοινοβούλιο στον κόσμο . Η εγκαθίδρυσή του, ως εξωτερική συνέλευση στις πεδιάδες του Θίνγκβελλιρ περίπου από το 930 μ.Χ., έθεσε τα θεμέλια για μία ανεξάρτητη εθνική ύτπαρξη για την Ισλανδία . Αρχικά, το Αλθίνγκι ήταν μια γενική συνέλευση του έθνους, όπου οι πιο ισχυροί Ηγέτες (goðar) συναντώνταν για να αποφασίσουν για την νομοθεσία κια να απονείμουν δικαιοσύνη. Έπειτα, όλοι οι ελύθεροι άνθρωποι μπορούσαν να παραβρεθούν στις συνελεύσεις που συνήθως ήταν το βασικό κοινωνικό γεγονός της χρονιάς και συγκέντρωναν μεγάλα πλήθη αγροτών και των οικογενειών τους, όσους προσέφευγαν σ' αυτό για να επιλύσουν τις διαμάχες τους και εμπόρους, τεχνίτες, αφηγητές και ταξιδιωτές.