Κατοχή Αιτωλοακαρνανίας
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η Κατοχή είναι χωριό του δήμου Οινιάδων στο νομό Αιτωλοκαρνανίας. Βρίσκεται στη μια όχθη του Αχελώου, 22 χιλιόμετρα απο το Μεσολόγγι. Εχει πληθυσμό 3.000 κατοίκων, ενώ ο δήμος συνολικά έχει 10.686 κατοίκους και έδρα το Νεοχώρι. Το κυριότερο μέρος του σημερινού χωριού είναι χτισμένο πάνω σε μικρό λόφο που οι πρόποδες αγγίζουν τη δεξιά όχθη του Αχελώου. Στο σημείο αυτό το ποτάμι στενεύει περισσότερο και σχηματίζει κάποιο φυσικό πόρο που διευκολύνει τη διάβαση του.
Για το όνομα του χωριού δεν είναι σαφές από πού προέρχεται. Ασφαλώς πάντως δεν έχει σχέση μέ κατοχές στρατιωτικού ή πολεμικού τύπου. Μιά εκδοχή είναι να προέκυψε απ' την έκφραση «κάτω εκεί» (κατά τό κάτσε Αντώνη = Κατσαντώνη), που ειπώθηκε από κάποιους περαστικούς που εν συνεχεία έκαναν κατοχή εκεί. Άλλη εκδοχή σχετίζεται με το πεδινό της περιοχής (κατωχώρι), που θα ταίριαζε όμως καλύτερα στο αντικριστό και πράγματι χαμηλό Νιοχώρι. Πάντως τό σημερινό της όνομα το είχε κατά το Μεσαίωνα και αποτελούσε ένα από τα προπύργια τής μεσαιωνικής πόλης Αχελώος (ο ποταμός τότε λεγόταν Άσπρος) ή ακόμα και του Αγγελοκάστρου.
Τά κυριότερα αξιοθέατα του χωριού είναι ο αρχαιολογικός χώρος των Οινιάδων στήν τοποθεσία Τρίκαρδος, ο βιότοπος του Δέλτα του Αχελώου, που αποτελεί προστατευόμενη περιοχή, ο λόφος της Παναγίας και το εκκλησάκι του Άϊ-Νικόλα λίγo έξω απ' το χωριό. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το μοναστήρι της Παναγίας της Λεσινιώτισσας που βρίσκεται στην ευρύτερη περιοχή. Είναι κτίσμα του 16ου αιώνα και εδώ υπάρχει η περίφημη εικόνα της Παναγίας, την οποία κατά την παράδοση φιλοτέχνησε ο ευαγγελιστής Λουκάς. Τό μοναστήρι ήταν απροσπέλαστο κατά την Τουρκοκρατία λόγω των βάλτων που το περιέβαλλαν, γι' αυτό και δεν πατήθηκε απ' τους Τούρκους.
Κατά τα αρχαία χρόνια ο λόφος της Κατοχής πρέπει να ήταν κι αυτός Εχινάδα νήσος και αποτελούσε επίνειο καί ποτάμιο προπύργιο των αρχαίων Οινιάδων. Ο Αχελώος ποταμός με τις προσχώσεις του αργότερα κατέστησε τόν χώρο συνέχεια της ξηράς.
Με την περιοχή σχετίζεται και ο «μύθος» του Αλκμαίωνα. Όταν ο Πολυνείκης, γιός του Οιδίποδα οργάνωνε την περίφημη εκστρατεία των «7 επί Θήβαις» για να πάρει τη βασιλεία των Θηβών, που την είχε καταχραστεί ο αδελφός του Ετεοκλής, προσπάθησε να πάρει μαζί του και τον βασιλιά του Ορχομενού, μάντη Αμφιάραο. Ο Αμφιάραος όμως, επειδή είχε μαντεύσει το θλιβερό τέλος αυτής της εκστρατείας, κρυβόταν για να αποφύγει τη συμμετοχή του σ' αυτή. Η γυναίκα του Εριφύλη όμως τον πρόδωσε, με αποτέλεσμα να συμμετάσχει στην εκστρατεία και να σκοτωθεί, όπως άλλωστε όλοι. Ο γιός του Αμφιαράου, Αλκμαίων, σκότωσε τη μητέρα του για να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του, σύντομα όμως άρχισε να βασανίζεται από τις Ερινύες για τη μητροκτονία. Απευθύνθηκε λοιπόν στό Μαντείο τών Δελφών καί ζήτησε χρησμό πώς θα απαλλαγεί από αυτές. Η Πυθία χρησμοδότησε ότι θα 'πρεπε να καταφύγει σε μέρος που δεν υπήρχε όταν έκανε το φονικό. Έτσι ο Αλκμαίων ήλθε στά μέρη που δημιούργησε ο Αχελώος μεταγενέστερα με τις προσχώσεις του, παντρεύτηκε την κόρη του Αχελώου, Καλλιρρόη, και έκανε τον Αμφότερο και τον Ακαρνάνα, εξ ού η Ακαρνανία και οι Ακαρνάνες.
Ακολουθούν κάποια ποιήματα πού αναφέρονται στήν Κατοχή ή τό ποτάμι καθώς καί τό ποίημα "Ο Βασιλιάς Ανήλιαγος" τού Γ. Δροσίνη.
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
- Η ΝΙΟΠΑΝΤΡΗ
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
- Θυμάμαι βραχοστύλωτο χωριό την Κατοχή,
- πιο ταπεινό κι αντίπερα το πράσινο Νιοχώρι,
- στη μέση του Ασπροπόταμου πλατιά η ταραχή.
- Θυμάμαι την περαταριά και του παπά την κόρη.
- Και πιο πολύ το σπίτι σου και την ολονυχτιά
- και το κρουστό σου το κορμί και το μελένιο στόμα,
- και τη ματιά σου, νιόπαντρη, του πόθου σαϊτιά.
- Κάνω σου τόνομα να πώ, μου καίει τ’ αχείλι ακόμα.
-
-
-
-
-
-
-
-
- Κ. Παλαμάς
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
- ΤΟΥ ΘΟΔΩΡΑΚΗ ΓΡΙΒΑ
-
- Τι είν’ το κακό πού γίνιτι κι η ταραχή η μεγάλη,
- στη μέση του Ξηρόμιρου στη Γκατουχή στη χώρα,
- του Θουδουράκη κλείσανι πεντέξι βιλαέτια.
- Ήρθ’ ο Μακρής απ’ του Ζυγό κι ου Τσόγκας απ’ του Βάλτου
- κι ου Πισλής απ’ τα’ Άγραφα κι ου καπιτάν Σουλιώτης.
- -Τι λές αυτού, παλιόβλαχι, μωρέ παλιογουρνάρη;
- Ιμέ μι λένι Θουδουρή, μι λένι Θουδουράκη.
- Έβγα ισύ μί τέσσιρους κι ιγώ μι τον Αράπη.
- -Μα θα σι κάψου ζουντανό μι του πουλύ τ’ ασκέρι.
- Κι στη φουτιά τούν βάλανι από του μεσημέρι
- κι ου ήλιους εβασίλιψι κι του φιγγάρι βγήκι
- κι ου καθαρός αυγερινός πάει να βασιλέψει.
-
-
-
-
-
-
-
-
- Δημοτικό
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
- ΤΩΝ ΔΥΟ ΠΝΙΓΜΕΝΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ
-
- Σαν πήρα ένα κατήφορο, στην άκρη το ποτάμι,
- μά το ποτάμι ήταν θολό, θολό κατεβασμένο,
- σέρνει λιθάρια ριζιμιά, δέντρα ξεριζωμένα,
- σέρνει και μια γλυκομηλιά στα μήλα φορτωμένη
- κι ανάμεσα στους κλώνους της δυό αδέλφια αγκαλιασμένα.
- Τόνα το λένε Γιαννακό και τάλλο Θοδωράκη.
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
- Δημοτικό
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
- ΕΣΕΙΣ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ
-
- Εσείς βουνά της Κατοχής, βουνά του Ξηρομέρου,
- βαστάτε να βαστάξομε το φετεινό χειμώνα.
- Ο Βάλτος επροσκύνησε κι όλο το Ξηρομέρι,
- το Μεσολόγγι το μικρό, αυτό δεν προσκυνάει,
- μόνο χαλεύει πόλεμο, χαλεύει το ντουφέκι,
- γιατ’ έχει άντρες διαλεχτούς κι όλο καπεταναίους,
- έχει το Μάρκο Μπότσαρη με χίλιους πεντακόσιους.
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
- Δημοτικό
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
- Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ
-
- Ο πνιγμός στον Αχελώον
- υφ’ Ελλήνων αγαθών
- Τούρκους έφερεν αθρόον
- εις του Άδου τον βυθόν.
- Της Βονίτσης παρομοίως
- και η μάχη Κατοχής
- θαυμασμόν κινεί ιδίως
- μέγας θρίαμβος ψυχής
-
-
-
-
-
-
-
-
-
- Α. Γιαννόπουλος
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
- Ο Βασιλιάς Ανήλιαγος
-
- Στού βασιλιά του Τρίκαρδου το μοναχό παιδί
- οι μοίρες πού το μοίρωσαν κατάρα είχαν κάνει
- πώς άμα ο ήλιος το ιδεί
- ευθύς θε να πεθάνει.
- Κι ο βασιλιάς πατέρας του μ’ ελπίδα να σωθεί
- από του ήλιου το κακό και φλογισμένο μάτι
- τούχτισ’ επίτηδες βαθύ
- μέσα στη γή παλάτι.
- Χρόνια περάσαν πέθανε ο γέροντας γονιός…
- Και με την ώρα την καλή θα βασιλέψει τώρα
- Ανήλιαγος ο μορφονιός
- στού Τρίκαρδου τη χώρα.
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
- Και ο βασιλιάς Ανήλιαγος τις μέρες του περνά
- μές΄στα βαθιά παλάτια του και μοναχά το βράδι
- βουνά και κάμπους τριγυρνά
- στής νύχτας το σκοτάδι.
- Κι η Κυρα-Ρήνη η όμορφη τον είδε μια βραδιά
- στο Κάστρο εμπρός να κυνηγά μ’ ολόφωτο φεγγάρι
- κι ένοιωσε αγάπη στην καρδιά
- για τ’ άξιο παλληκάρι.
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
- Ο βασιλιάς Ανήλιαγος –σαν κάθε βασιλιάς-
- τώρα κι αυτός ολονυχτίς στη χώρα δε γυρίζει.
- Σ’ αγαπημένη αγκαλιά
- γυρμένος ξενυχτίζει.
- Μά στη χαρά του δεν ξεχνά της μοίρας το γραφτό,
- και πρίν να φέξει στο βουνό και πρίν να φέξει τ’ άστρο
- αφήνει ταίρι ζηλευτό
- και φεύγει από το Κάστρο.
- Του κάκου τον ρωτά η Κυρά : πώς έτσι πρωϊνά
- την παρατάει μοναχή: Εκείνος δεν της κρίνει
- και μαύρη ζήλεια τυραννά
- τη δόλια Κυρά-Ρήνη.
- Τόσο, πού τι σοφίζεται η πονηρή Κυρά;
- Όλους με μιάς τους πετεινούς του κάστρου της σκοτώνει
- για να μη νοιώσει μια φορά
- ο νιός πώς ξημερώνει.
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
- Ο βασιλιάς Ανήλιαγος γελιέται την αυγή…
- Και πρίν να ‘ρθεί στον Τρίκαρδο, κοντά στην Παλιομάνη,
- κατάρα! Ο ήλιος είχε βγεί
- κι ο νιός είχε πεθάνει!
-
-
-
-
-
-
-
-
-
- Γ. Δροσίνης
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-