Πανούκλα
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο όρος Πανούκλα αποτελεί ελληνική δημώδη ονομασία που αποδίδεται στη μολυσματική νόσο πανώλη.
Στην ελληνική λαογραφία ο λαός προσωποποιώντας τη πανούκλα την φαντάσθηκε σαν μια τυφλή μαυροφορεμένη γριά να κρατά στο χέρι ρόπαλο και να περιφέρεται στην επαρχία σκοτώνοντας όποιον συναντά στο δρόμο της αλλά και όποιον αγγίξει. Σε πολλά μέρη της Ελλάδας πίστευαν πως οι πανούκλες ήταν τρεις γριές που η μια κρατάει το κατάστιχο, η άλλη το ψαλίδι και η τρίτη το σάρωμα, δοξασία που ασφαλώς και προέρχεται ως κατάλοιπο από τις γραίες ή μοίρες στην Ελληνική Μυθολογία.
Προστάτες και διώκτες της πανούκλας θεωρούνταν ο Άγιος Χριστόφορος και η Αγία Παρασκευή. Επίσης χρησιμοποιούνταν και πολλά μαγικά γιατροσόφια που χάριζαν κάποιες ελπίδες. Στις δε κοινές εκφράσεις η πανούκλα απαντάται και ως βρισιά ("μωρή Πανούκλα !").
Στη λαογραφία της Δύσης η πανούκλα αποδόθηκε με τη παράσταση του δρεπανοφόρου θανάτου, σε απεικόνιση ζωντανού σκελετού που περιφέρεται κρατώντας ένα μακρύ κοντάρι που καταλήγει σε δρεπάνι.