Προσφυγικό ζήτημα (μικρασιατική καταστροφή)
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χαρακτηρισμένη ως η «μεγαλύτερη μετακίνηση πληθυσμών στην ιστορία»[1], η αθρόα εισροή προσφύγων στην ελλαδική επικράτεια, απότοκη της Μικρασιατικής Καταστροφής, προκάλεσε μια σειρά ανακατατάξεων σε δημογραφικό και οικονομικό επίπεδο, τα οποία κλήθηκε να αντιμετωπίσει η Ελλάδα εν τω μέσω των ήδη διαμορφωμένων αρνητικών κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών. Τα προβλήματα αυτά ήταν η στέγαση, οι υποδομές υποδοχής και εγκατάστασης, η δημόσια υγεία και η επαγγελματική αποκατάσταση των προσφύγων. Στην πραγματικότητα το προσφυγικό ζήτημα της συγκεκριμένης περιόδου είναι το τελευταίο μιας μακράς σειράς πληθυσμιακών ανακατατάξεων στον ελλαδικό χώρο ήδη από τον 17ο αιώνα, για αυτό χρειάζεται πιθανώς να καθοριστεί επακριβώς το ιστορικό πλαίσιο των γεγονότων που οδήγησαν στην ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και του νεαρού τότε τουρκικού κράτους.
Πίνακας περιεχομένων |
[Επεξεργασία] Το ιστορικό πλαίσιο του προσφυγικού ζητήματος
Η μικρασιατική καταστροφή δημιούργησε έκρυθμη κατάσταση στην Ελλάδα. Μέσα στη γενική σύγχυση τα στρατιωτικά τμήματα της Χίου και της Μυτιλήνης επαναστατούν κατά του καθεστώτος. Την ηγεσία αναλαμβάνουν οι συνταγματάρχες Νικόλαος Πλαστήρας και Στυλιανός Γονατάς και ο αντιπλοίαρχος Δημήτρης Φωκάς. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ παραιτείται υπέρ του διαδόχου Γεωργίου και καταφεύγει στην Ιταλία, όπου και πεθαίνει.
Σχηματίζεται η κυβέρνηση Κροκίδα και συστήνεται έκτακτο στρατοδικείο, το οποίο στη γνωστή Δίκη των Εξ το Νοέμβριο του 1922 καταδικάζει σε θάνατο τους πρωταίτιους της τραγωδίας Δημήτριο Γούναρη, Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη, Γεώργιο Μπαλτατζή, Νικόλαο Θεοτόκη, Γεώργιο Χατζανέστη. Στις εκλογές του Δεκεμβρίου 1923, μετά την αποχή των φιλομοναρχικών, σχηματίζεται κυβέρνηση Φιλελευθέρων, ο βασιλιάς φεύγει και ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου ανακηρύσσει τη δημοκρατία. Η συνθήκη της Λωζάνης (11 Ιουλίου 1923) κλείνει οριστικά την τραγωδία και επικυρώνει την οδύσσεια της άφιξης των προσφύγων εξαιτίας της ανταλλαγής των πληθυσμών, που είχε αρχίσει με το Σύμφωνο για την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας της 30ής Ιανουαρίου 1923, και τις δυσκολίες της ρίζωσης και κοινωνικής ένταξης στο σώμα της Ελλάδας, αφού οι «ανταλλάξιμοι» εκατέρωθεν δεν είχαν το δικαίωμα της επιστροφής στις πατρογονικές εστίες[2].
Το Ελληνικό κράτος εξαιτίας της Μικρασιατικής εκστρατείας είναι εξαντλημένο οικονομικά και είναι υποχρεωμένο να θρέψει, να στεγάσει, να περιθάλψει, να τονώσει ηθικά και να εντάξει κοινωνικά 1.500.000 Μικρασιάτες πρόσφυγες.
[Επεξεργασία] Η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ)
Η υποχρέωση υποδοχής, περίθαλψης και ένταξης των προσφύγων αναγκάζει την ελληνική κυβέρνηση να ζητήσει βοήθεια από την Κοινωνία των Εθνών με δάνειο 10.000.000 λίρες Αγγλίας[3] και να προσφύγει σε διαρκείς εξωτερικούς δανεισμούς με καταθλιπτικούς για την οικονομία όρους και σκανδαλώδεις ρήτρες[4], υπεύθυνες τόσο για την εσωτερική κρίση του 1929 –αποτέλεσμα της διεθνούς κρίσης- όσο και για την πτώχευση του 1932[5].
Το 1923 ιδρύθηκε αυτόνομος οργανισμός με την επωνυμία «Επιτροπή αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ)», με έδρα την Αθήνα και σκοπό την οριστική στέγαση και την απασχόληση των προσφύγων. Για την περίθαλψή τους διατέθηκαν πόροι του Ελληνικού κράτους, συνεισέφεραν ιδιωτικές οργανώσεις και βοήθησαν οργανισμοί όπως ο Βρετανικός Ερυθρός Σταυρός, ο Σουηδικός Ερυθρός Σταυρός, ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός, η YMCA κ.ά[6].
Ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια της άφιξής τους οι Μικρασιάτες πρόσφυγες παρουσίασαν μεγάλη κινητικότητα στις μετακινήσεις τους, περιφερόμενοι σε αναζήτηση μόνιμης εγκατάστασης από τις αστικές προς τις αγροτικές περιοχές και τανάπαλιν, παρά τις επιδιώξεις των διαδοχικών κυβερνήσεων για αύξηση της αγροτικής παραγωγής[7]. Η ίδια η ΕΑΠ φρόντισε ώστε οι αστοί στην πλειοψηφία τους πρόσφυγες που προέρχονταν από τον ίδιο οικισμό ή ευρύτερη περιοχή να εγκαταθίστανται μαζί στο ελληνικό έδαφος[8] ως μικροϊδιοκτήτες και συνεπώς αρνητές του κομμουνιστικού κινδύνου, έτσι όπως τον έβλεπε ο παρεμβατισμός της Κοινωνίας των Εθνών στο έργο της ΕΑΠ και της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος. Η προσπάθεια μαζικής μετακίνησης προφυγικών πληθυσμών στη μακεδονική γη πέραν της αναπτυξιακής αγροτικής πολιτικής εξυπηρέτησε και τον πολιτικό στόχο της αντικατάσταστασης των σλαβοφώνων, που μετανάστευαν αναγκαστικά είτε προς τη Βουλγαρία και τη Σερβία, είτε προς τις χώρες του Νέου Κόσμου[9].
Η προσωρινή στέγαση Μικρασιατών προσφύγων έγινε καταρχήν σε γήπεδα, θέατρα, αυλές εκκλησιών, δημόσια κτήρια, σε παράγκες, σε σκηνές, σε χαμόσπιτα και σε καλύβες που βρίσκονταν σε εγκαταλελειμμένα χωριά, σε οικισμούς αμιγώς προσφυγικούς. Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν άθλιες. Δεν υπήρχαν έργα υποδοχής, ούτε δίκτυα ύδρευσης, ηλεκτροφωτισμού και αποχέτευσης. Έλειπαν παντελώς οι χώροι αναψυχής, ενώ μεταδίδονταν εύκολα επιδημικές ασθένειες όπως ο εξανθηματικός τύφος, η γρίπη, η ελονοσία, η φυματίωση και η ευλογιά, παρούσες ήδη στην Ελλάδα και πριν την άφιξη των προσφύγων. Φαίνεται λογικό, λοιπόν, το γεγονός ότι δόθηκε προτεραιότητα στην αντιμετώπιση στοιχειωδών και πιεστικών αναγκών, όπως ήταν η διατροφή που αντιμετωπίστηκε με την οργάνωση συσσιτίων και παροχή τροφίμων και ειδών πρώτης ανάγκης, όπως και η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
Δεδομένης της προσμονής εκμετάλλευσης των γαιών από τους ντόπιους πληθυσμούς, της υπερπροσφοράς εργασίας και των προσπαθειών του κεφαλαίου να την εκμεταλλευτεί[10], όπως επίσης και των συχνών επιτάξεων κατοικιών, οι πρόσφυγες αντιμετωπίστηκαν εχθρικά τόσο στις αστικές όσο και στις αγροτικές περιοχές[11]. Στον αντίποδα πιθανώς βρίσκεται η βοήθεια μερίδας ντόπιων κατοίκων και πολλοί ιδιωτών, οι οποίοι πρόσφεραν ατομικά ή οργανωμένα με τη διενέργεια εράνων, την οργάνωση πρόχειρων συσσιτίων, τη διανομή ψωμιού, την παροχή ρουχισμού, φαρμάκων κ.α.[12].
[Επεξεργασία] Η συμβολή στην οικονομία
Οι επιδράσεις του προσφυγικού εποικισμού στη Μακεδονία είναι χαρακτηριστικό δείγμα της αξιοποίησης του επαγγελματικού δυναμικού των προσφύγων. Οι πρόσφυγες προβαίνουν στην εκτέλεση μεγάλων έργων, ανοίγουν δρόμους, κατασκευάζουν γέφυρες, εκτελούν μεγάλα λιμενικά έργα, εγγειοβελτιωτικά και αρδευτικά έργα, κυρίως σε τρεις περιοχές, στις πεδιάδες των Σερρών, της Δράμας και της Θεσσαλονίκης. Διευθετούν τις κοίτες χειμάρρων και των μεγάλων ποταμών, όπως του Αξιού, του Στρυμόνα, αποξηραίνουν λίμνες, όπως του Αχινού, Γιανιτσών, Αρτζάν, Αματόβου και παραδίδουν τις γαίες σε ακτήμονες πρόσφυγες και γηγενείς[13].
Ένα μεγάλο τμήμα του προσφυγικού πληθυσμού εμφανίστηκε ως αξιόλογη και ειδικευμένη φθηνή εργατική δύναμη, παρέχοντας επιπλέον κίνητρα για τη δημιουργία νέων παραγωγικών μονάδων.
Πέραν τούτου, η παρουσία των προσφύγων στην Ελλάδα επέφερε επίσης μια αξιόλογη διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς. Η τεράστια προσπάθεια για την εγκατάστασή τους στους αστικούς και αγροτικούς χώρους λειτούργησε ταυτόχρονα και ως ευκαιρία για την αξιοποίηση κεφαλαίων και την απόληψη κερδών. Σε αυτό το στενό εννοιολογικό πλαίσιο θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η διεύρυνση της πιστωτικής πολιτικής των τραπεζών επέφερε διαρκή τόνωση της αγοράς.
Η άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα έγινε η αιτία για να επιταχυνθεί και επεκταθεί η διαδικασία διανομής των μεγάλων αγροκτημάτων (τσιφλικιών) στους καλλιεργητές. Δεδομένης της υποχρέωσης της ελληνικής κυβέρνησης (Πρωτόκολλο της 29/9/23) να μεταβιβάσει περίπου 5.000.000 στρ. γης στην ΕΑΠ και της προσωρινής αδυναμίας της να εκποιήσει τα μουσουλμανικά τσιφλίκια, η αναδιανομή γαιών έγινε σταδιακά και με συνεχείς διαβουλεύσεις[14]. Τα μουσουλμανικά εδάφη που αποδόθηκαν, περίπου 3.500.000 στρ., στην ΕΑΠ για την αποκατάσταση ακτημόνων προσφύγων θεωρείται πως συνέβαλαν αποφασιστικά στην ομογενοποίηση της εθνικής ταυτότητας του προσφυγικού αγροτικού πληθυσμού, τον οποίο μετέτρεψε σε κοινωνό της εθνικής κοινότητας[15].
Γενική συνέπεια από την εγκατάσταση των προσφύγων και τη διανομή των μεγάλων αγροκτημάτων στους άμεσους καλλιεργητές ήταν η κινητοποίηση των εγχώριων πόρων για την εκβιομηχάνιση, με βάση την εσωτερική αγορά αλλά και την περαιτέρω επιδείνωση των συνθηκών της αγοράς εργασίας[16]. Η προσπάθεια στο σύνολό της θεωρήθηκε τόσο σημαντική ώστε προκάλεσε την εισροή και ξένων κεφάλαιων, αγγλικών και αμερικανικών, που επενδύθηκαν στην Ελλάδα με σκοπό την αξιοποίηση αυτής της οικονομικής συγκυρίας, κυρίως σε εισαγωγές που ελέγχονταν από την ΕΑΠ και συνήθως δεν απευθύνονταν σε Έλληνες παραγωγούς[17].
[Επεξεργασία] Κλάδοι παραγωγής
Ο κλάδος που απεικονίζει την επίδραση των προσφύγων στον μεταποιητικό τομέα ήταν η ταπητουργία, κλάδος ουσιαστικά άγνωστος στην Ελλάδα πριν από τον ερχομό των προσφύγων. Η καλλιέργειά της στην Ελλάδα αποτέλεσμα της εργασίας κυρίως των γυναικών προσφύγων αναδείχθηκε σχεδόν σε εθνική υπόθεση, καθώς οι Έλληνες επικαλούνταν την ανάπτυξή της ως απόδειξη για τον καθοριστικό ρόλο τους στη μικρασιατική οικονομία και ως απόδειξη της πολιτισμικής τους ανωτερότητας[18]. Ήταν και ο πρώτος κλάδος του συνολικού αναπτυξιακού μοντέλου που κατέρρευσε το 1930 εξαιτίας του αντίκτυπου που είχε για την ελληνική οικονομία η διεθνής κρίση.
Πέραν της ταπητουργίας σημαντικές εξελίξεις παρατηρήθηκαν και στους τομείς της εκβιομηχάνισης μετά το 1927 και της κλωστοϋφαντουργίας, στην οποία απασχολήθηκε σημαντικός αριθμός προσφύγων[19]. Ωστόσο, θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι στους περισσότερους βιομηχανικούς κλάδους η ελάχιστη διάρκεια εργασίες ξεπερνούσε το δεκάωρο, παρόλο που η Ελλάδα είχε επικυρώσει τη διεθνή σύμβαση για το οκτάωρο ήδη από το 1920. Η γενικευμένη εφαρμογή της κατ' αποκοπή αμοιβής σε συνδυασμό με τα χαμηλά ημερομίσθια ωθούσε τους πρόσφυγες, αλλά και τους γηγενείς εργάτες σε εργασία δεκατεσσάρων περίπου ωρών, παράγοντας εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες εργασίας[20].
Χαρακτηριστικό εδώ είναι το παράδειγμα της Σύρου, σχετικά με τα επαγγέλματα των προσφύγων κατά την άφιξη τους στο νησί. Από τα υπάρχοντα στοιχεία προκύπτει πως υπήρχαν «ελάχιστοι εργάτες και πολλοί ελεύθεροι επαγγελματίες και έμποροι. Κατά μία μαρτυρία πολλές από τις γυναίκες αρνήθηκαν να εργαστούν στις βιομηχανίες του νησιού (κυρίως κλωστοϋφαντουργίες), επειδή το μεροκάματο που τους προσφέρθηκε (δύο δραχμές) θεωρήθηκε εξευτελιστικό• προτίμησαν να αναζητήσουν σε άλλες πόλεις εργασία». Φαίνεται πως η εγχώρια βιομηχανία δεν κατόρθωσε να καλύψει τις ανάγκες της σε εργατικό δυναμικό με τους πρόσφυγες που τελικά παρέμειναν στη Σύρο, καθώς εκείνοι προτιμούσαν για προφανείς οικονομικούς λόγους το ελεύθερο επάγγελμα[21].
Χαρακτηριστικό δείγμα των αλληλένδετων επενδύσεων που γίνονταν πάνω σε ένα οικονομικό μοντέλο ανάπτυξης, αποτελεί η ανάπτυξη βιομηχανικών δικτύων γύρω από μία βασική επένδυση, όπως συνέβη με τον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας. Αναφέρεται πως η αύξηση των επιχειρήσεων της μεταξουργίας και της εριουργίας στην Αθήνα οδήγησε στη δημιουργία της ανώνυμης εταιρείας παραγωγής κινητήριας δύναμης της Ηλεκτροβιομηχανικής Α. Ε. Η παραγωγική δύναμη των 1.000 ίππων τροφοδοτούσε όχι μόνον τα εργοστάσια της Εταιρείας, αλλά έφθανε για να τροφοδοτεί με φωτισμό και κίνηση μια σειρά συνοικισμών έως την Κηφισιά. Στα πλαίσια της «Ηλεκτροβιομηχανικής Α.Ε.» ιδρύθηκε εργοστάσιο κοπής και ραφής, που κρίθηκε απαραίτητο μετά τη σύμβαση της εταιρείας με το Δημόσιο. Το εργοστάσιο είχε τη δυνατότητα παραγωγής 1.000 στολών την ημέρα και τριπλασιασμού του αριθμού σε περίοδο πολέμου. Οι αλυσιδωτές επενδύσεις οδήγησαν στην ίδρυση εργοστασίου ξυλουργείου, μηχανουργείου και σιδηρουργείου για τις ανάγκες των επιχειρήσεων[22].
[Επεξεργασία] Μικρο-μεσοπρόσθεσμες και μακροπρόθεσμες ωφέλειες
Φαίνεται πως η άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα ωφέλησε, τουλάχιστον μικρο-μεσοπρόθεσμα, την ελληνική οικονομία, αν και όχι τους ίδιους τους πρόσφυγες –εκτός εκείνων που κατείχαν τις δυνατότητες να συνεχίσουν τις οικονομικές τους δραστηριότητες στην Ελλάδα. Πέραν της κινητής περιουσίας που μετέφεραν στην Ελλάδα, λειτούργησαν και ως νέος παράγοντας ζήτησης για τη βιομηχανία ειδών διατροφής[23]. Υπήρξε μεγάλη αύξηση της προσφοράς ειδικευμένης και φθηνής εργατικής δύναμης, προς όφελος του κεφαλαίου, εγχώριου και διεθνούς, όσο και μια ξαφνική, αν και μεσοπρόθεσμη, διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς.
Η στέγαση των προσφύγων, τα αποξηραντικά έργα, η οδοποιία, οι επικοινωνίες, η παραγωγή υφαντουργικών ειδών πρώτης ανάγκης εμφανίστηκαν αφενός ως επείγοντες και επιτακτικοί στόχοι κοινωνικής πολιτικής και αφ’ ετέρου λειτούργησαν μακροπρόθεσμα ως προσοδοφόροι τομείς για ελληνικές και ξένες επιχειρήσεις. Η αγροτική μεταρρύθμιση προχώρησε βαθύτερα, χάρη στους πρόσφυγες, όπως και ο κρατικός παρεμβατισμός στην οικονομία. Επίσης, ορισμένοι κλάδοι της οικονομίας όπως η υφαντουργία, η ταπητουργία και οι οικοδομές αναπτύχθηκαν με ρυθμούς ταχύτερους απ' ό,τι άλλοι.
[Επεξεργασία] Ο πολιτισμός των προσφύγων
Προερχόμενοι από τόπους με μακραίωνη πολιτισμική παράδοση, οι πρόσφυγες μετέφεραν στην νέα τους πατρίδα τον πολιτισμό τους. Η μουσική τους, το σμυρναίικο τραγούδι, επηρέασε τα λαϊκά στρώματα, παρέχοντας νέους τρόπους έκφρασης. Ο μικρασιατικός αστικός πληθυσμός, προστιθέμενος στον ελληνικό αστικό πληθυσμό, καθόρισε τη σύζευξη του σμυρνέϊκου με το ρεμπέτικο. Αυτό είχε ως συνέπεια το ρεμπέτικο να γίνει ευρύτερα αποδεκτό και να περάσει στην περίοδο της επώνυμης πλέον δημιουργίας του. Με την είσοδό του ρεμπέτικου στη δισκογραφία, η θεματολογία των τραγουδιών διευρύνθηκε, υποχώρησαν οι λεκτικοί ιδιωματισμοί και η μουσική ορχήστρα εμπλουτίστηκε με τον μπαγλαμά, τα σάζια, τους ταμπουράδες, το βιολί, το ούτι, το κανονάκι. Ο Σμυρναίος δημιουργός Π. Τούντας με την ανάληψη της διεύθυνσης δισκογραφικής εταιρίας σχεδόν επέβαλε το ρεμπέτικο ηχόχρωμα[24], που έγινε εντέλει λαϊκή μουσική της πόλης. Με το ρεμπέτικο τραγούδι εκφράζεται η πολυσυλλεκτικότητα των νέων κατοίκων της Σύρου, του Πειραιά και άλλων πόλεων με λιμάνι. Η ασφάλεια που παρείχε η πατρογονική εστία στους πρόσφυγες έχει οριστικά χαθεί, γεγονός που δικαιολογεί την κυριαρχία και την έκφραση συναισθημάτων κοινωνικής έκπτωσης[25].
Παρόλο που η μουσική είναι σημαντικός παράγοντας για τη διαμόρφωση μιας φαντασιακής εθνικής ταυτότητας, δεν ήταν το μοναδικό στοιχείο πολιτισμού που κατέφθασε στον ελλαδικό χώρο μαζί με το ρεύμα των προσφύγων. Προερχόμενοι οι Μικρασιάτες από περιοχές στις οποίες λειτουργούσαν σημαντικά εκπαιδευτικά ιδρύματα και εκτεταμένο σχολικό δίκτυο, με τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα τους, αναζωογόνησαν το ελλαδικό πολιτισμικό τοπίο με νέες αντιλήψεις και πολιτισμικές αξίες. Το 1922 θεωρείται σημαντικός σταθμός για τη λογοτεχνία. Οι λογοτέχνες της νέας γενιάς αναζητούν διαφορετικά «εργαλεία» για να αποδώσουν ορθά αυτό που έγινε, αναζητούν νέες αρχές, αναθεωρούν τα ιδανικά τους και επαναπροσδιορίζουν την «ελληνικότητα» σε σχέση με το αρχαίο παρελθόν της και τον σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό[26].
Ο πρώτος άξονας διαμόρφωσης της ελληνικότητας είχε σχέση με το δόγμα της εθνικής ενότητας και τη θεωρία της ιστορικής συνέχειας, ιδεολογήματα που αναπτύχθηκαν μέχρι το 1922, όταν το κύριο ζήτημα για το ελληνικό έθνος ήταν το πρόβλημα της ενότητας και της συνέχειας. Ο δεύτερος άξονας διαμορφώνεται στη χρονική περίοδο μετά το 1923, δηλαδή μετά την Μικρασιατική καταστροφή, όταν το ζήτημα μετασχηματίζεται σε πρόβλημα διαφοράς. Η Ελλάδα οφείλει να ξεχωρίσει από τα άλλα έθνη και τούτο είναι δυνατόν να γίνει αν προβληθεί η ελληνική ιδιαιτερότητα, κάτι που οδηγεί στη δημιουργία του ιδεολογήματος της «ελληνικότητας»[27].
Πέραν της μουσικής και της λογοτεχνίας ο χορός, η διατροφή, η ενδυμασία και τα κοινωνικά έθιμα εμπλούτισαν την ελληνική παράδοση, παράγοντας νέα ρεύματα για την επιστήμη της λαογραφίας. Ιδιαίτερα οι πόλεις, στην προκειμένη περίπτωση, λειτούργησαν ως ανοικτά «συστήματα» για τη διάχυση και αφομοίωση κάθε είδους πολιτισμικής δραστηριότητας[28].
[Επεξεργασία] Περιοχές εγκατάστασης
Ο πυρήνας του προσφυγικού πληθυσμού εγκαταστάθηκε στην Αττική και τη Μακεδονία. Ο επίσημος αριθμός προσφύγων ανά περιοχή το 1928[29]:
- Μακεδονία: 638,253 52.2% (με 270.000 στη Θεσσαλονίκη μόνο[30])
- Κεντρική Ελλάδα και Αττική: 306.193 25.1%
- Θράκη: 107.607 8,8%
- Βόρειο Αιγαίο: 56.613 4,6%
- Θεσσαλία: 34.659 2,8%
- Κρήτη: 33.900 2,8%
- Πελοπόννησος: 28.362 2,3%
- Ήπειρος: 8.179 0,7%
- Κυκλάδες: 4,782 0,4%
- Ιόνια νησιά: 3.301 0,3%
- Σύνολο: 1.221.849 100%
Πολυάριθμα προάστεια, πόλεις και χωριά δημιουργήθηκαν για να στεγάσουν τον πρόσθετο πληθυσμό. Επιπλέον, κάθε πόλη έχει σχεδόν περιοχές που ονομάζονται Προσφυγικά και τα τοπωνύμια τους θυμίζουν τον τόπο προέλευσης των κατοίκων τους.
[Επεξεργασία] Σύνοψη
Δεν είναι εύκολο να σταθμίσει κανείς τις επιπτώσεις της αθρόας εισροής προσφύγων σε όλους τους τομείς της ελληνικής ζωής. Ωστόσο, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι παρά την κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική αναταραχή, παράγονται οι συνθήκες για τη θεμελίωση ενός σύγχρονου ομογενοποιημένου κράτους. Με αφετηρία την επομένη της αναγκαστικής μετανάστευσης, οι πρόσφυγες διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη συνδιαμόρφωση του σύγχρονου ελληνισμού.
Όσον αφορά στην ελληνική οικονομία, όπως προαναφέρθηκε το όφελος υπήρξε σημαντικό. Εκτός της αύξησης της προσφοράς ειδικευμένης και φθηνής εργατικής δύναμης και της διεύρυνσης της εσωτερικής αγοράς, η στέγαση των προσφύγων, τα αποξηραντικά έργα, η οδοποιία, οι επικοινωνίες, η παραγωγή υφαντουργικών ειδών πρώτης ανάγκης έγιναν στόχοι της κοινωνικής πολιτικής και λειτούργησαν ως προσοδοφόροι τομείς για τις ελληνικές και ξένες επιχειρήσεις, αυξάνοντας ωστόσο, δραστικά τη δύναμη του κεφαλαίου. Οι πρόσφυγες, χωρίς να εκμεταλλευθούν εντέλει προς ίδιον όφελος το εργατικό δυναμικό τους –εκτός εξαιρέσεων- έβγαλαν την ελληνική οικονομία από τον λήθαργό της και την ώθησαν σε κρίσιμες αναδιαρθρώσεις.
Στα παραπάνω είναι αναγκαίο να συνδυαστεί και η πολιτισμική τους προσφορά, ως τόνωση της πνευματικής ζωής και διαμόρφωση μιας νέας ελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας. Ωστόσο, σε τούτη την ψυχρή ιστορική αποτίμηση θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι σε κοινωνικό επίπεδο οι μαζικοί θάνατοι από την εξαθλίωση, τις κακουχίες και τις ασθένειες, η ψυχολογική αναταραχή, οι άθλιες συνθήκες εργασίας και οι προσωπικές απώλειες δεν μπορούν να εξισορροπήσουν ως ανταλλάγματα τις όποιες οικονομικές ή πολιτισμικές ωφέλειες στη μικροπρόθεσμη οπτική γωνία της βραχύβιας ανθρώπινης ζωής.
[Επεξεργασία] Παραπομπές-σημειώσεις
- ↑ Τσάτερ Μέλβιλ, 1925, «1922: ο μεγάλος ξεριζωμός», στο National Geografic, (Νοεμ). Ανατύπωση 2007.
- ↑ Ανδριώτης Ν. 2003, 83.
- ↑ Ανδριώτης Ν. 2003, 85.
- ↑ Χατζηιωσήφ Χρ. 2002, 41.
- ↑ Γιαννακόπουλος Γεωργ. 2003, 96.
- ↑ Ανδριώτης Νικ. 2003, 81.
- ↑ Κοντογιώργη Έλσα 2003, 105.
- ↑ Κοντογιώργη Έλσα 2003, 107.
- ↑ Κοντογιώργη Έλσα 2003, 105.
- ↑ Γιαννακόπουλος Γεωργ. 2003, 91.
- ↑ Κοντογιώργη Έλσα 2003, 107-108.
- ↑ Χατζηιωσήφ Χρ. 2002, 18.
- ↑ Καραδήμου-Γερόλυμπου Αλ. 2002, 74.
- ↑ Κοντογιώργη Έλσα 2003, 109
- ↑ Κοντογιώργη Έλσα 2003, 110
- ↑ Χατζηιωσήφ Χρ. 2002, 23.
- ↑ Στο ίδιο, 24 και 26.
- ↑ Στο ίδιο, 27.
- ↑ Κοντογιώργη Έλσα 2003, 117.
- ↑ Χατζηιωσήφ Χρ. 2002, 33.
- ↑ Λούκος Χ. 1999, 207-208
- ↑ Βογιατζόγλου Όλγα 1999, 150-156.
- ↑ Κοντογιώργη Έλσα 2003, 117.
- ↑ Τσάμπρας Γ. 2003, 433.
- ↑ Τζάκης Δ. 2003, 302.
- ↑ Γιαννακόπουλος Γεωργ. 2003, 97.
- ↑ Ιντζεσίλογλου Ν. 2000, 191.
- ↑ Δανειζόμαστε την έννοια από τη συστημική θεωρία που προέκυψε από το έργο του βιολόγου Λούντβιχ βον Μπερτάλανφι (Ludwig von Bertalanffy), το 1940, όταν προσπάθησε να διαμορφώσει μια θεωρία ικανή να ερμηνεύσει τις αλληλεπιδράσεις διαφορετικών μεταβλητών σε μια ποικιλία συστημάτων, χωρίς να έχει σημασία τι ακριβώς αντιπροσώπευαν αυτές οι μεταβλητές.
- ↑ Στοιχεία Εκπαιδευτικού Ινστιτούτου
- ↑ Μικρασιατική Καταστροφή, Πρόσφυγες στη Θεσσαλονίκη (1915-1925)
[Επεξεργασία] Βιβλιογραφία
- Ανδριώτης Ν. 2003, «Οι πρόφυγες: Η άφιξη και τα πρώτα μέτρα περίθαλψης», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού: Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940, τομ. 7ος, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.
- Βογιατζόγλου Όλγα 1999, «Η βιομηχανική εγκατάσταση στη Νέα Ιωνία Παράμετρος εγκατάστασης», στο Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα.
- Γιαννακόπουλος Γεωργ. 2003, «Η Ελλάδα με τους πρόσφυγες: Η δύσκολη προσαρμογή στις νέες συνθήκες», στο Ιστορία του Νέου Ελληνισμού: Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940, τομ. 7ος, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.
- Ιντζεσίλογλου Ν. 2000, «Περί κατασκευής συλλογικών ταυτοτήτων: το παράδειγμα της εθνικής ταυτότητας», στο Εμείς και οι Άλλοι: αναφορά σε τάσεις και σύμβολα, Τυπωθήτω, Αθήνα.
- Καραδήμου-Γερόλυμπου Αλ. 2002, «Πόλεις και ύπαιθρος:Μετασχηματισμοί και αναδιαρθρώσεις στο πλαίσιο του εθνικού χώρου» στο Χατζηιωσήφ Χρ. (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940, τ. Β1, Βιβλιόραμα, Αθήνα.
- Κοντογιώργη Έλσα 2003, «Η αποκατάσταση:1922-1930», στο Ιστορία του Νέου Ελληνισμού: Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940, τομ. 7ος, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.
- Λούκος Χ. 1999, «Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες στην Ερμούπολη», στο Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα.
- Τζάκης Δ. 2003, «Το Κλέφτικο και το Ρεμπέτικο τραγούδι: εθνικοί Μύθοι και Λαογραφικές Αναζητήσεις» στο Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση Ελληνικής Μουσικής και Χορού, τ. Γ, ΕΑΠ, Πάτρα.
- Τσάμπρας Γ. 2003, «Εμφάνιση και Καθιέρωση της Δισκογραφίας: από τη Μικρασιατική καταστροφή έως την Κατοχή», Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση Ελληνικής Μουσικής και Χορού, τ. Γ, ΕΑΠ, Πάτρα.
- Τσάτερ Μέλβιλ, 1925, «1922: ο μεγάλος ξεριζωμός», στο National Geografic, (Νοεμ). Ανατύπωση 2007 από το ελλ. τμήμα.
- Χατζηιωσήφ Χρ. 2002, «Το προσφυγικό σοκ: οι σταθερές και οι μεταβολές της ελληνικής οικονομίας» στο Χατζηιωσήφ Χρ. 2002, (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940, τ. Β1, Βιβλιόραμα, Αθήνα.