Αιγίδα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Αιγίς (νέα ελληνικά αιγίδα) ονομαζόταν στην Αρχαία Ελλάδα το δέρμα κατσίκας («αιγός») και κατά προέκταση η ασπίδα, όταν αυτή καλυπτόταν από τέτοιο δέρμα.

Με αυτό οι αρχαίοι Έλληνες σκέπαζαν τη γυμνότητά τους και αμύνονταν, καθώς ως επένδυση στην ασπίδα προσέφερε πρόσθετη προστασία. Έτσι λεγόταν και η ασπίδα του Δία, την οποία έφτιαξε ο Ήφαιστος από το δέρμα της Αμάλθειας, της κατσίκας, με το γάλα της οποίας είχε ανατραφεί ο Δίας. Τη στόλισε κιόλας με λαμπρές παραστάσεις. Μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις ο Δίας τη δάνειζε στα πιο αγαπημένα του παιδιά, την Αθηνά και τον Απόλλωνα. Ο Όμηρος ονομάζει το Δία «αιγίοχο», ακριβώς επειδή κρατούσε την αιγίδα.

[Επεξεργασία] Άλλες χρήσεις

  • Μεταφορικά σήμερα σημαίνει τη φροντίδα, την προστασία και συχνά χρησιμοποιείται στη φράση «υπό την αιγίδα...».
  • Αιγίδα ονομάζεται μια λευκή κηλίδα που βρίσκεται στον κερατοειδή χιτώνα του ματιού.