Απαρέμφατο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

To απαρέμφατο είναι ονοματικός τύπος του ρήματος, δηλαδή μία από τις 4 εγκλίσεις, άκλιτη και αμετάτρεπτη. Η ονομασία του σχηματίζεται από το στερητικό α + παρεμφαίνω (αποδεικνύω, ορίζω), επειδή είναι ο μόνος ρηματικός τύπος που δε φανερώνει το πρόσωπο του υποκειμένου.

Το απαρέμφατο στη νέα ελληνική δεν χρησιμοποιείται μόνο του, παρά μόνο μαζί με το βοηθητικό ρήμα «έχω» για τον σχηματισμό των συντελεσμένων ρηματικών χρόνων: έχει λύσει, έχει πει κλπ. Ένα ρήμα μπορεί να έχει δύο απαρέμφατα, το ένα του ενεργητικού αορίστου (έχει δέσει) και το άλλο του παθητικού (έχει δεθεί).

Στην αρχαία ελληνική το απαρέμφατο χρησιμοποιούνταν πολύ ευρύτερα. Προήλθε από τις πλάγιες πτώσεις (δοτική και τοπική) των αφηρημένων ουσιαστικών και το χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι σαν υποκείμενο, αντικείμενο, τελική πρόταση, ονοματικό ή επιρρηματικό προσδιορισμό.

Τελικά το απαρέμφατο άρχισε να εκλείπει από τη γλώσσα κατά τους Αλεξανδρινούς χρόνους, εκτός από το άναρθρο απαρέμφατο που κράτησε ως τους νεότερους χρόνους. Η έκλειψη του απαρεμφάτου και η αντικατάστασή του από δευτερεύουσες προτάσεις και πιο αναλυτική σύνταξη παρατηρείται σε πολλές βαλκανικές γλώσσες και θεωρείται στοιχείο του βαλκανικού γλωσσικού δεσμού[1].

[Επεξεργασία] Παραπομπές

  1. Tomić, Olga Mišeska (2003), The Balkan Sprachbund properties: An introduction to Topics in Balkan Syntax and Semantics, σσ. 5 κ.εξ. και 37 κ.εξ. (pdf) (Αγγλικά)


Η αρχική έκδοση του άρθρου αυτού βασίστηκε σε αντίστοιχο άρθρο της Live-Pedia.gr δημοσιευμένο με την GFDL. (ιστορικό)