Αρειανισμός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

«Ὁ Θεὸς [...] ἀρχὴν τὸν Υἱὸν ἔθηκε τῶν γενητῶν ὁ ἄναρχος,
καὶ ἤνεγκεν εἰς Υἱὸν ἑαυτῷ τόνδε τεκνοποιήσας,
Ἴδιον οὐδὲν ἔχει τοῦ Θεοῦ καθ’ ὑπόστασιν ἰδιότητος·
οὐδὲ γάρ ἐστιν ἴσος, ἀλλ’ οὐδὲ ὁμοούσιος αὐτῷ. [...]

Ἤγουν Τριάς ἐστι δόξαις οὐχ ὁμοίαις·
ἀνεπίμικτοι ἑαυταῖς εἰσιν αἱ ὑποστάσεις αὐτῶν,
μία τῆς μιᾶς ἐνδοξοτέρα δόξαις ἐπ’ ἄπειρον.
Ξένος τοῦ Υἱοῦ κατ’ οὐσίαν ὁ Πατήρ, ὅτι ἄναρχος ὑπάρχει»[1].

Άρειος, Θάλια (περ. 322[2])

Ο όρος αρειανισμός αναφέρεται στις θεολογικές θέσεις που έγιναν ευρέως γνωστές από το θεολόγο και πρωτοπρεσβύτερο Άρειο (π. 250-336), ο οποίος έζησε και δίδαξε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στις αρχές του 4ου αιώνα. Η πιο αμφιλεγόμενη πτυχή των διδασκαλιών του Άρειου αφορούσε τη σχέση μεταξύ του Θεού Πατέρα και του προσώπου του Ιησού Χριστού με σημαντικές τριαδικές προεκτάσεις.

Σύμφωνα με τον ορθόδοξο Χριστιανισμό, ο αρειανισμός θεωρείται μια από τις τρεις πιο σημαντικές αιρέσεις, μαζί με τον Νεστοριανισμό και τον Μονοφυσιτισμό. Οι θέσεις που προάσπισε ο Άρειος τόνιζαν οτι ο Ιησούς ήταν δημιούργημα και όχι υπόσταση του Θεού.

Οι θέσεις αυτές βρήκαν ιδιαίτερη απήχηση μεταξύ των υπηκόων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας αλλά και σε όλα τα γερμανικά φύλα, με εξαίρεση τους Φράγκους. Οι θέσεις αυτές καταδικάστηκαν τελικά στο πρόσωπο του Αρείου από την Πρώτη Σύνοδο της Νίκαιας το 325 αλλά και από την Πρώτη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 381.

Πίνακας περιεχομένων

[Επεξεργασία] Προέλευση

Ο Άρειος ήταν ένας ιδιαίτερα μορφωμένος πρωτοπρεσβύτερος της Αλεξανδρινής εκκλησίας με μεγάλη επιρροή στην τοπική εκκλησία. Σύντομα όμως περιήλθε σε ρήξη με τοπικούς κληρικούς λόγω διαφοροποιήσεων σε βασικές θεολογούμενες έννοιες οι οποίες αφορούσαν την σχέση Πατέρα-Λόγου. Ο Άρειος κατά κύριο λόγο υποστήριξε την μοναρχία του Πατέρα και την κατωτερότητα του Λόγου, ο οποίος ήταν ένα απλό κτίσμα, ανώτερος μεν από τους ανθρώπους, μη μετέχοντας όμως της Θείας Ουσίας. Ο ίδιος σαφώς επηρεασμένος από αριστοτελική φιλοσοφία και τη θεολογική προσέγγιση του Λουκιανού του Αποσυναγώγου και συμμεριζόμενος κάποιες αντιλήψεις που εξέφρασε ο Ωριγένης περί της υποστάσεως του Λόγου, χρησιμοποίησε μια σύνθεση των δύο προτάσεων για τη σχέση Πατρός-Υιού, δημιουργώντας ένα νέο ρεύμα και μια νέα πρόταση περί της θεότητας του Λόγου. Οι αντιλήψεις αυτές δεν απηχούσαν στο πλήθος της τοπικής εκκλησίας, ούτε στην πλειοψηφία του ιερού εκκλησιαστικού σώματος, ούτε ακόμα και τις απόψεις του Λουκιανού, παρότι βρήκε ευρεία απήχηση ανάμεσα σε κληρικούς που ήσαν επηρεασμένοι από τις απόψεις του, αλλά και αργότερα σε πλήθος λαού στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αν και η μεγαλύτερη απήχηση προήλθε από τα γερμανικά φύλλα των Γότθων.

Ο Άρειος ανέπτυξε μια τριαδολογική θέση σε συνέχεια της προβληματικής που είχε αναπτυχθεί κατά τον 2ο και 3ου αιώνα περί της σχέσης Πατέρα και Λόγου. Στην πραγματικότητα η έριδα στην τοπική εκκλησία ήταν και ο κύριος λόγος, όπως σήμερα ερμηνεύεται, της απόσχισής του από την τοπική εκκλησία, καθώς οι απόψεις του δεν φαίνονταν σταθερές από την αρχή της διαμάχης, δεχόμενες σημαντικές προσαυξήσεις μέχρι κι την καταδίκη από την Οικουμενική σύνοδο της Νίκαιας.

Η Αρειανή διαμάχη υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες και σφοδρότερες εκκλησιαστικές διενέξεις, με πολιτικές προεκτάσεις, η οποία αποτέλεσε ουσιαστικά το περαιτέρω ξεκαθάρισμα της κυρίαρχης θέσης της εκκλησίας μεταξύ της τριαδικής θεότητος και των Μοναρχιανών θέσεων, οδηγώντας την στη συντεταγμένη προσπάθεια για τον προσδιορισμό της σχέσης Πατέρα-Λόγου, όπως αυτή μέσα από τα βαπτιστήρια σύμβολα και την απόκρουση δοξασιών της εποχής (Μοντανισμός, Γνωστικισμός, Μοναρχιανισμός, Μανιχαϊσμός), είχε αρχίσει ήδη να διαμορφώνεται. Η διάρκεια της διαμάχης κράτησε περισσότερο από 3 αιώνες.

[Επεξεργασία] Η διδασκαλία του

Η διδασκαλία του Αρείου διαφοροποιούνταν από την διαμορφούμενη τότε ορθόδοξη εκκλησιαστική διδασκαλία, τόσο περί τριαδικότητος του Θεού, όσο και την θεότητα του Υιού ως Λόγου. Επίσης, αμφισβητούσε την υπόσταση του Υιού θεωρώντας την ως «άψυχο» σώμα. Στην πραγματικότητα, οι αποκλίσεις του Αρείου δέχθηκαν μια συστηματική αύξηση μέχρι την Α΄Οικουμενική σύνοδο, η οποία δεν εμφανιζόταν πριν τις έριδες. Οι σαφείς θέσεις του Αρείου αναφέρονται στην προς Νικομηδείας Ευσέβιο επιστολή του[3], και είναι:

  1. Η θεμελιώδης ιδέα είναι ότι ο Θεός είναι «ένας και μοναδικός», σύμφωνα με τα λεγόμενα του Αρίου ο μόνος Θεός και Πατέρας είναι «μόνος», «μονάς» και μάλιστα «ἄναρχος μονώτατος»[4].
  2. Ο Υιός δεν είναι «κατά φύση» και «κατ'ουσίαν» αληθινός Θεός, αφού είναι «εν χρόνω» δημιούργημα του Θεού. Αν και ο Υιός θεωρούνταν κτίσμα, εντούτοις τού αποδιδόταν ειδική Θειότητα[5].
  3. Ο Υιός και Λόγος του Θεού δεν είναι «συνάναρχος» και «συναΐδιος» προς τον Πατέρα, γι'αυτό και Πατήρ δεν ήταν πατέρας πριν δημιουργήσει τον Υιό. Μάλιστα ο ίδιος δεχόταν μόνο ένα Θεό, «αγέννητο», «άναρχο» και η γέννηση του Υιού δε μείωνε την απόλυτη μοναρχία του Πατρός.
  4. Ο Υιός είναι «κτίσμα Θεού τέλειον, αλλ'ούχ ως εν των κτισμάτων, γέννημα, αλλ'ουχ εκ των γέννημάτων»[6]. Ουσιαστικά υποστηρίζει οτι Υιός γεννήθηκε «άμεσα» από τη θέληση του Πατρός, ενώ τα υπόλοιπα κτίσματα δια του Υιού.
  5. Ο Υιός και Λόγος του Θεού ήταν «τρεπτός» και «αλλοιωτός» κατά τη φύση του, αλλά κατέστη «άτρεπτος» και «αναλλοίωτος», «θελήσει» του Θεού, αφού η κατά πρόγνωσιν δωρεά από το Θεό, τον κατέστησε «ιδίω θελήματι άτρεπτον και αναλλοίωτον», χωρίς όμως να μετέχει της ουσίας του Θεού.
  6. Ο Υιός και Λόγος του Θεού συνδέθηκε με τη δημιουργική ενέργεια του Θεού-Πατρός για την δημιουργία των πάντων δι' αυτού, δημιουργώντας το υποταγμένο σε αυτόν Άγιο Πνεύμα. Παρόλα αυτά παρέμεινε ασαφής η πλήρης σχέση Υιού και Λόγου, με τις ανυπόστατες δυνάμεις του Λόγου και της Σοφίας, που ήταν αχώριστες της «Θείας ουσίας». Γι'αυτό το λόγο, ο «απερινόητος» Θεός ήταν αδύνατο να δημιουργήσει ένα υλικό κόσμο από την άμεση δημιουργική του ενέργεια, εξού και έθεσε τον Υιό και Λόγο Του, μέσο της θέλησής Του.
  7. Ο κτιστός Υιός του Θεού προσέλαβε ως Χριστός «εν χρόνω», όχι όλη την ανθρώπινη φύση του, αλλά μόνο ανθρώπινο σώμα, χωρίς ψυχή, αφού τη θέση της ψυχής την κατέλαβε ο κτιστός Λόγος. Άρα ο Χριστός δεν ήταν κατά φύσιν Θεός και άρα δεν ήταν Σωτήρας του ανθρωπίνου γένους, αλλά ένας χαρισματικός διδάσκαλος.
  8. Ο Υιός και Λόγος του Θεού ήταν μια μέση ύπαρξη μεταξύ του «άναρχου» Θεού και του κόσμου. Ο Άρειος συνέδεε τον Υιό και Λόγο προς τις «απρόσωπες» και «ανυπόστατες» δυνάμεις του Θεού, χωρίς να δέχεται την και την ταύτιση με τη «Θεία ουσία». Βέβαια η συσχέτιση «απρόσωπης» δυνάμεως της «Σοφίας» προς τη δημιουργία του Λόγου, είναι δυσχερής στον «Αρειανισμό».
  9. Όσον αφορά το άγιο Πνεύμα, ο Άρειος πίστευε ότι ήταν πρόσωπο αλλά κατώτερο και από τον Πατέρα και από τον Γιο[7].
  10. Ο Άρειος πίστευε στη θεϊκή τριάδα, η οποία όμως δεν ήταν αιώνια αλλά σχηματίστηκε σταδιακά: ο Θεός ήταν αρχικά η αιώνια «μονάδα», η «δυάδα» ήρθε σε ύπαρξη όταν γεννήθηκε ο Γιος και η «τριάδα» υπήρξε όταν παράχθηκε το Πνεύμα, δηλαδή η σοφία του Θεού.

Η διδασκαλία του Αρείου αποτελούσε μέρος της ευρύτερης προβληματικής σχετικά με την θεότητα του Υιού και τη σχέση με το Πατέρα που απασχολούσε τις χριστιανικές εκκλησίες κατά τον 2ο και 3ο αιώνα. Ο Άρειος όμως ουσιαστικά συνέδεσε τα ακραία στοιχεία της αντιοχειανής θεολογίας, με βάση την Αλεξανδρινή-Ωριγενιστική ερμηνευτική θεολογία. Δηλαδή τη διάκριση Υιού από το Λόγο του Θεού, με τάσεις αποδοχής ως «απρόσωπη» και «ανυπόστατη» δύναμη του Θεού (Αντιοχειανή) και την υποταγή του Υιού προς το Λόγο, που ταύτιζε η Αλεξανδρινή. Και πράγματι, ενώ η αλεξανδρινή θεολογία απέφευγε τον χωρισμό του Λόγου από τον Υιό, η αντειοχιανή θεολογία επέμενε σε μια διαίρεση του Λόγου προς τον Υιό. Τελικά η νέα αυτή δογματική αντίληψη, αλλοίωσε και τις δύο θεολογικές προσεγγίσεις προβάλλοντας αυτή τη διάκριση στην αρχή του χρόνου. Έτσι, ο Αρειανισμός αποτέλεσε μια σύνθεση της αντειοχειανής και αλεξανδρινής θεολογικής ερμηνευτικής θεολογίας, με έμφαση στην ερμηνευτική του Λουκιανού του Αποσυναγώγου, παρότι ο ίδιος ουδέποτε υπήρξε υπέρμαχος αυτών των απόψεων, αφού το προτεινόμενο σύμβολό του, δεν περιείχε παρόμοιες ακραίες θέσεις. Ο συνθετικός δε χαρακτήρας της θεολογικής προσέγγισης ήταν και ο λόγος πιθανότατα, της ευρείας απήχησης που βρήκε, περιλαμβανομένων και χριστιανών που αποδέχονταν τις θέσεις του Λουκιανού και του Ωριγένη.

[Επεξεργασία] Αρειανή διαμάχη

[Επεξεργασία] Η αρχική αντιμετώπιση στην τοπική εκκλησία

Κατά τη δημιουργία του Αρειανισμού, η εκκλησιαστική αντιμετώπιση είχε καθαρά τοπικό χαρακτήρα. Ο Αλέξανδρος, πληροφορούμαστε από τον Σοζωμενό[8], θέλησε να βρει μια τομή ώστε να παύσει η έριδα μεταξύ Κόλλουθου και Άρειου, χωρίς να ενδιαφερθεί για την ουσία της διαφωνίας, κυρίως λόγο και της θεολογικής αμφιταλάντευσης του ιδίου, εφαρμόζοντας μια πιο διαλλακτική στάση. Το συνέδριο όμως που συνεκλήθει είχε ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα, καθώς ενέτεινε τη διαφορά. Το ίδιο διάστημα φαίνεται πως οι ακόλουθοι του Κόλλουθου (υποστήριζαν ότι Υιός του Θεού αειγεννής, συναγέννητος, αγεννητογενής), υπερτερούσαν, με αποτέλεσμα να αποδοκιμάζουν τον Αλέξανδρο για την διαλλακτική πολιτική που εφήρμοσε. Εν τέλη και οι δύο απειθάρχησαν και αποσχίσθηκαν από την εκκλησία, ο μεν Κόλλουθος ακολουθώντας το σχίσμα του Μελιτίου, ο δε Άρειος δημιουργώντας τις αρχικές δομές του Αρειανισμού. Ο Άρειος όμως περιφερόμενος διακήρυττε «την εκείνου (Αλεξάνδρου) χριστεμπορία θεωρούντες, ουκ έτι της εκκλησίας υποχείριοι μένειν εκαρτέρησαν»[9]. Αυτή η πολεμική αλλά και η όξυνση της χριστολογικής διαφοράς, υποχρέωσαν και σύγκληση νέας συνόδου, η οποία αποφάσισε την καθαίρεση του Αρείου και την καταδίκη της διδασκαλίας του. Στο συνέδριο μάλιστα ο Άρειος κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις για όλες τις πράξεις του και τις διδασκαλίες του, αλλά ο ίδιος έκρινε σκόπιμο να μην παραστεί. Παρόλα αυτά περιφέρετο στην Αλεξάνδρεια και υποστήριζε πως «ακρίτως» και «ηδικημένος» κατεδικάστη, τη στιγμή που οι οπαδοί του, λόγω της καταδίκης, προέβαιναν σε δυναμικές αντιδράσεις[10].

Στην Αλεξάνδρεια βρήκε πενιχρή απήχηση, με αποτέλεσμα να αποστείλει επιστολές σε επισκόπους που αποδέχονταν θέσεις του Λουκιανού και του Ωριγένη με σκοπό να βρει περισσότερα ερείσματα. Οι επιστολές του Αρείου φαίνεται τελικά πως βρήκαν ιδιαίτερη απήχηση σε αυτούς, αλλά αντιμετωπίστηκε με ιδιαίτερη ευαισθησία από το σύνολο της ανατολικής εκκλησιαστικής κοινότητας. Μάλιστα ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε η μομφή του Άρειου, ότι ο Αλέξανδρος είχε περιπέσει στο Σαβελλιανισμό.

Ο Άρειος βλέποντας πως κέρδισε το ενδιαφέρον κάποιων επισκόπων, ζήτησε υποστήριξη, λόγω της αδιαλλαξίας του Αλεξάνδρου. Έτσι με τη μετάβασή του στην Παλαιστίνη και τη Συρία, διεκδίκησε την εισαγωγή του σε εκκλησιαστική κοινωνία ώστε να γίνει δεκτός από τον Αλέξανδρο, καθώς αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα οργάνωσης της λατρείας και της πνευματικής ζωής των ακολούθων του. Όμως η οποιαδήποτε επέμβαση στα εσωτερικά της αλεξανδρινής εκκλησίας ήταν παράνομη, με βάση και το παράδειγμα του Ωριγένη. Η αποτυχία του Ευσεβίου Νικομηδείας να πείσει τον Αλέξανδρο, οδήγησε μερίδα επισκόπων, στην προτίμηση να επικροτήσουν και να ακολουθήσουν τις θέσεις του Αρείου[11]. Ίδια απόφαση, δηλαδή να δεχθεί σε κοινωνία τον Άρειο, έλαβε και η Παλαιστινιακή εκκλησία, με την προϋπόθεση να άρει τις ακραίες θέσεις του για τη σχέση Πατρός-Λόγου. Ο Αλέξανδρος όμως πάλι απέρριψε την οποιαδήποτε προσπάθεια επανασύνδεσης[12].

Την ίδια περίοδο ο Άρειος συνέταξε τη Θάλεια, ένα κείμενο που περιείχε διάφορα είδη οδοιπορικών, ναυτικών και επιμυλίων ασμάτων με θεολογικό περιεχόμενο. Η συγκρότηση της Θάλειας ως κείμενο δηλωτικό των Αρειανικών θέσεων, είχε σαν αποτέλεσμα τη σύγκληση νέας υπερτοπικής αυτή τη φορά συνόδου, το 320 η οποία καταδίκασε παμψηφεί και ομοφώνως την αιρετική διδασκαλία του Αρείου, αναθεματίζοντας και τους οπαδούς του. Η αδράνεια όμως στην προκλητική συμπεριφορά των οπαδών τού Αρείου είχε προκαλέσει μεγάλη δυσφορία σε μέρος της εκκλησιαστικής κοινότητας, τη στιγμή που ο Κόλλουθος αποτελούσε ιδιαίτερο στόχο του Αρείου, αφού του πρόσαπτε την καταδίκη του. Ο Κόλλουθος εντέλει θεληματικώς απεσχίσθη, συνεχίζοντας όμως το σκληρό αγώνα κατά του Αρείου.

Ο Αλέξανδρος βλέποντας πως η αδράνειά του προκάλεσε διχασμό, όχι μόνο πλέον στην τοπική εκκλησία, αλλά και στο σύνολο της εκκλησίας, ανέλαβε πρωτοβουλίες συγγράφοντας πλήθος επιστολών προς τις κεφαλές των εκκλησιών και τους κυριότερους επισκόπους της εποχής. Τα πράγματα όμως πήραν άλλη τροπή όταν ο Λικίνιος επηρεασμένος από τον Αρειανόφρονα Ευσέβιο Νικομήδειας, απαγόρευσε τη σύγκληση συνόδων ή επικοινωνίας μεταξύ επισκόπων το 322. Οι επιστολές που διασώζονται είναι 2 και έχουν σαφή καταγγελτικό λόγο κατά των Αρειανοφρόνων επισκόπων και κληρικών, ιδίως δε προς τον Ευσέβιο Νικομήδειας, καθώς και μια σύντομη αναίρεση των δογμάτων του Αρείου με βάση την Αγία Γραφή. Επίσης δημιουργήθηκε μια συλλογή που ονομάσθηκε Τόμος, η οποία περιείχε το κείμενο της καθαιρέσεως και τις επιστολές του Αλεξάνδρου με την αναίρεση των Αρειανικών θέσεων. Ο Αλέξανδρος έτσι πέτυχε συντριπτικό πλήγμα στην Αρειανή διδασκαλία, αφού το κείμενό υπογράφηκε από το πλήθος των επισκόπων, ενώ ταυτόχρονα πέτυχε να αναδείξει τις θεολογικές αρχές τις αλεξανδρινής θεολογίας, προσανατολισμένες στη βάση της αντιμετώπισης των Αρειανικών δοξασιών.

[Επεξεργασία] Οικουμενικές σύνοδοι

[Επεξεργασία] Α΄ Οικουμενική σύνοδος

Η απόφαση του Λικινίου για παύση επικοινωνίας των επισκόπων αναμφίβολα βοήθησε τη δραστηριότητα του Αρείου, σε τοπικό επίπεδο. Η νίκη όμως του Κωνσταντίνου επί του Λικινίου επέφερε το τέλος της πολιτικής του Λικινίου και την επιρροή του Ευσεβίου Νικομηδείας στα Αυτοκρατορικά κλιμάκια και ταυτόχρονα έδωσε τη δυνατότητα αντιμετώπισης του αρειανισμού. Έτσι ο σύμβουλος του Κωνσταντίνου, Όσιος Κορδούης μετέβη και παρέστη σε δύο συνόδους σε Αντιόχεια και Αλεξάνδρεια το 324 και 325, με επίκεντρο τον Αρειανισμό. Στην σύνοδο δε της Αντιοχείας υιοθετήθηκε και ένα σύμβολο δηλωτικό των θέσεων της εκκλησίας. Ο Κορδούης έτσι απέκτησε πλήρη εικόνα για τη διάσταση που είχε λάβει η έριδα και μεταφέροντας τα τεκταινόμενα στον Αυτοκράτορα, προέκυψε η απόφαση του ιδίου για μια οικουμενική σύνοδο, αν και αρχικά στόχο είχε τη δημιουργία μιας συνόδου, που θα αποτελείτο από εκπροσώπους των ανατολικών εκκλησιών. Έτσι αποφασίσθηκε να πραγματοποιηθεί η Α΄ Οικουμενική σύνοδος στη Νίκαια της Βιθυνίας, με στόχο την ακεραιότητα της αποστολικής παραδόσεως και την προσπάθεια αποκατάστασης της ενώσεως του εκκλησιαστικού σώματος. Η σύνοδος της Νίκαιας εν τέλει πήρε σαφή και ξεκάθαρη θέση κατά του Αρείου και των ακολούθων του.

Στη σύνοδο σύμφωνα με το Φιλοστόργιο[13] παρέστησαν 22 επίσκοποι ταυτιζόμενοι με τις Αρειανικές παραδοχές. Ο αριθμός όμως κρίνεται σήμερα αναξιόπιστος καθώς σε αυτόν συνυπολογίζονται και μη Αρειανόφρονες επίσκοποι όπως ο Μελίτιος. Πιο πιθανός αριθμός προκρίνεται η άποψη του Σοζωμενού πως ήταν 17[14]. Μάλιστα πολλοί απο αυτούς δεν ταυτίζονταν με την ακραία αρειανική δογματική και για αυτό δεν ήσαν έτοιμοι να επιμείνουν στη υποστήριξη του. Επίσης η θέση των επισκόπων στη σύνοδο ακόμα και σήμερα αξιολογείται από την θεολογική έρευνα καθώς προκρίνονται δύο περιπτώσεις. Η μία που τους εμφανίζει ως ισότιμα μέλη με όλους τους επισκόπους και η έτερη που τους εμφανίζει ως υπόδικους στη σύνοδο. Η δεύτερη μάλιστα σήμερα αξιολογείται και ως η πιθανότερη, όπως ο Β.Φειδάς υποστήριξε.

Ο Άρειος σε αυτή τη σύνοδο δεν κλήθηκε παρότι παραβρέθηκε με πιστούς του για τη στήριξη και ενημέρωση της δογματικής πρότασης του και ως ηγέτης των αρειανοφρόνων στη σύνοδο, εμφανίστηκε ο Ευσέβιος Νικομήδειας, ο οποίος παρέδωσε και Λίβελλο πίστης υπέρ των αρειανικών θέσεων. Όμως όπως περιγράφεται από τον Μέγα Αθανάσιο[15] οι Αρειανόφρονες επίσκοποι «προς ευατούς διεμάχοντο» καθώς πολλοί από αυτούς δε συμφωνούσαν απόλυτα με τον εκδιδόμενο Λίβελλο και τοις εν πολλοίς ακραίες τοποθετήσεις του, απόρεια της ολοένα διαμορφούμενης δογματικής αντίληψης, που ολοκληρώθηκε στη σύνοδο. Για τη σύνοδο επίσης πληροφορούμαστε οτι κατά τη διάρκεια του δευτέρου μέρους της, δηλαδή της συντάξεως του Συμβόλου της Νίκαιας δεν έλαβαν μέρος οι Αρειανόφρονες αλλά απλά συγκατένευσαν στις αποφάσεις.

[Επεξεργασία] Η πορεία του Αρειανισμού

[Επεξεργασία] Υποσημειώσεις

  1. Μετάφραση: «Ο Θεός [...] που είναι χωρίς αρχή έκανε τον Γιο αρχή των δημιουργημάτων, Τον παρήγαγε ως γιο για τον εαυτό του μέσω τεκνοποίησης. [Ο Γιος] δεν έχει κανένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ύπαρξης του Θεού· Διότι δεν είναι ίσος ούτε ίδια ύπαρξη (της ίδιας ουσίας) με εκείνον. [...] Συνεπώς υπάρχει Τριάδα, όχι όμοιας δόξας. Οι υπάρξεις (υποστάσεις) τους δεν αναμειγνύονται μεταξύ τους. Όσον αφορά τη δόξα του καθενός τους, η μία είναι απείρως πιο ένδοξη από την άλλη. Ο Πατέρας είναι ξένος προς τον Γιο ως προς την ουσία του, επειδή Αυτός υπάρχει χωρίς αρχή». (Βλέπε σχετικά εδώ, στον ιστότοπο του Dr. Glen L. Thompson, ομότιμου καθηγητή του τμήματος Αρχαίας και Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Wisconsin Lutheran College)
  2. Arius: Heresy and Tradition Revised edition, Wm. B. Eerdmans Publishing Company, 2002, σελ. 63.
  3. Θεοδώρητος, Εκκλ. Ιστ. 1,4
  4. Jaroslav Pelikan, The Christian Tradition: A History of the Development of Doctrine, 1989, University of Chicago Press, σελ. 194. Σχετική πηγή αποτελεί ο Δίδυμος Αλεξανδρείας, ο οποίος αναφέρει: «Εἰ ἐκφεύγειν τὸ ἔγκλημα τῆς κτισματολατρείας τοὺς πιστεύοντας τῷ Υἱῷ παρεγγυᾷ Παῦλος͵ ἔτι δὲ καὶ ἀθέους ἀποκαλεῖ τοὺς πρὸ τούτου ἐκτὸς τοῦ Υἱοῦ τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα μόνον ἐγνωκότας· οὐ κτίσμα ὁ Θεὸς Λόγος». (Δίδυμος Αλεξανδρείας, Περί της Αγίας Τριάδος, 3:16 [39:865])
  5. Jaroslav Pelikan, The Christian Tradition: A History of the Development of Doctrine, 1989, University of Chicago Press, σελ. 199.
  6. Αρείου επιστολή προς Αλέξανδρον. Επιφανίου, Κατά Αιρέσεων, 69,7
  7. «Ο Άρειος αναγνώριζε ότι ήταν αναγκαία η αποδοχή της Ωριγενιστικής αντίληψης της υπόστασης. Έφτασε μάλιστα έως του σημείου, και καταφανώς όπως ο Ωριγένης, να αναφέρεται σε τρεις υποστάσεις, δηλ. τρία πρόσωπα —τον Πατέρα, τον Γιο και το Άγιο Πνεύμα. Συνεπώς ο Άρειος αποδεχόταν επίσης μια ανώτερη Τριάδα [...] σύμφωνα με την γενικότερη τροπή που είχε πάρει το δόγμα περί Θεού από τον δεύτερο αιώνα και έπειτα». (Bernhard Lohse, A Short History of Christian Doctrine, Fortress Press, 1985, σελ. 49)
  8. Εκκλ.Ιστορ. 1,15
  9. Θεοδώρητος, Εκκλ. Ιστορ. 1,3
  10. Θεοδώρητος, Εκκλ. Ιστ. 1,3
  11. Σοζωμενός. Εκκλ. Ιστ. 1,15
  12. Θεοδώρητος, εκκλ. Ιστ. 1,3
  13. Eκκλ. Ιστ. 1,8
  14. Εκκλ. Ιστ. 1, 20
  15. Περί της εν Νικαία συνόδου,2-3

[Επεξεργασία] Βλέπε επίσης

[Επεξεργασία] Σύνδεσμοι

The Church of Arian Catholicism