Σουλιώτες
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Οι Σουλιώτες είναι οι κάτοικοι της περιοχής του Σουλίου, που βρίσκεται στη νότια Ήπειρο στη βορειοδυτική Ελλάδα. Από το 1550 έως το 1803 έντεκα χωριά αποτελούσαν τη Σουλιώτικη Συμπολιτεία. Οι Σουλιώτες διακρίθηκαν κατά το 19ο αιώνα για την αντίστασή τους ενάντια στην οθωμανική αυτοκρατορία.
Πίνακας περιεχομένων |
[Επεξεργασία] Ετυμολογία
Σύμφωνα με τον Γ. Μπαμπινιώτη, το όνομα Σούλι προέρχεται από την αλβανική λέξη για την κορυφή του βουνού.[1] Ο ποιητής Ανδρέας Κάλβος (1792 - 1869) στην ωδή του Eις Σούλι συνδέει το Σούλι με τη χώρα των Σελλών[2]. Ο ιστορικός Κωσταντίνος Πανταζής απέδειξε ότι η περιοχή της Ηπείρου στη βορειοδυτική Ελλάδα εποικήθηκε από μια από τις πρώτες αρχαίες ελληνικές φυλές, τους Σελλούς, περίπου το 800 π.χ.. Η περιοχή ονομάστηκε Θεσπρωτία από τους Σελλούς.[εκκρεμεί παραπομπή] Περίπου το 1600 μ.χ., οι Σουλιώτες μετανάστευσαν από τις πεδιάδες της Θεσπρωτίας επάνω στα βουνά της Μούργκας, όπου μια συνομοσπονδία των γενών συγκρότησε ενιαίο μέτωπο έναντι των Οθωμανών.
[Επεξεργασία] Ιστορία
[Επεξεργασία] Καταγωγή
Οι Σουλιώτες ήταν δίγλωσσοι Έλληνες που μιλούσαν ελληνικά και αρβανίτικα, ενώ γράψανε μόνο στα ελληνικά.[3] Πολλοί δυτικοί μελετητές και ορισμένοι Έλληνες μελετητές θεωρούν ότι το Σούλι οικίστηκε πρώτα από αλβανικούς και ελληνικούς πληθυσμούς που κινήθηκαν στις ορεινές περιοχές από την παράκτια περιοχή Θεσπρωτία. Ο Λάμπρος Κουτσόνικας, όμως, θεωρεί τους Σουλιώτες απογόνους Ηπειρωτών Ελλήνων που μετανάστευσαν στα βουνά κατά τα αρχαία χρόνια, προκειμένου να διαφύγουν από ρωμαϊκές δυνάμεις.[4]
Ο Αθανάσιος Ψαλλίδας, γραμματέας του Αλή πασά, μαρτυρεί πως το Σούλι (ή Κακοσούλι) είχε Γραίκους πολεμιστές που πάλευαν τους Αλβανούς για πολλά χρόνια.[5] Ένας άγνωστος συγγραφέας δήλωσε πως, Η διαυθέντευσις των Σουλιωτών κατα του της Ηπείρου τυρράνου αρκετώς θέλει αποδείξει, ότι η Ελλάς γεννά ακόμη Λεωνίδας και Θεμιστοκλείς.[6]
Εκτός από τις σύγχρονες μαρτυρίες, οι Σουλιώτες ήταν γνωστοί ως Έλληνες ακόμη και από τους εχθρούς τους. Ο Μελί πασάς, γιος του Αλή πασά, έστειλε επιστολές στον πατέρα του από τον Απρίλιο μέχρι τον Δεκέμβριο του 1803, στις οποίες αποκαλεί τους Σουλιώτες Ρωμαίους, Ρωμιούς, και Ρωμέγους. Όλοι αυτοί οι όροι δηλώνουν ότι η σουλιωτική συνομοσπονδία αποτελούταν από Έλληνες. Ο Αχμέτ Μουφίτ, μεγάλος-εγγονός του Αλή πασά, προσπάθησε να μετατρέψει τους Σουλιώτες σε ορθόδοξους Αλβανούς, σε δικούς του, αναφέρει κατά γράμμα. Αναφερόταν οργισμένος στο πώς οι Σουλιώτες προκάλεσαν την επίθεση του Αλή πασά 1789, επειδή θεωρούσαν τους εαυτούς τους Χριστιανούς Έλληνες, ενώ έγιναν και πολιτικά εργαλεία της Ρωσίας.[7]
[Επεξεργασία] Πόλεμοι
Οι Οθωμανοί Τούρκοι προσπάθησαν επί πολλά χρόνια να κατακτήσουν τα εδάφη της συνομοσπονδίας των Σουλιωτών. Οι πρώτες συγκρούσεις μεταξύ των Σουλιωτών και των Οθωμανών (συμπεριλαμβανομένων Αλβανών μουσουλμάνων) άρχισαν περίπου στα 1635, αν όχι νωρίτερα. Το 1731 ο Χατζί Αχμέτ, πασάς των Ιωαννίνων, έλαβε διαταγές από το σουλτάνο να υποτάξει τους Σουλιώτες, στην προσπάθειά του, όμως, έχασε στρατό 8.000 ατόμων. Το 1754 ο Μουσταφά Πασάς είχε την ίδια τύχη. Στα επόμενα χρόνια ο Μουσταφά Κόκκα επιτέθηκε με 4.000 στρατιώτες και ο Μπεκίρ Πασάς με 5.000 στρατιώτες. Και οι δύο, ωστόσο, απέτυχαν να νικήσουν τους Σουλιώτες. Το 1759 ο Ντόστ μπέης, διοικητής του Δέλβινου, νικήθηκε από τους Σουλιώτες και ο Μαχμούντ Αγά Μαργαρίτη, ο κυβερνήτης της Αρτας, είχε την ίδια μοίρα το 1762. Το 1772 ο Σουλεϊμάν Τσάπαρη επιτέθηκε στους Σουλιώτες με στρατό 9.000 ατόμων και νικήθηκε. Το 1775 μια αποστολή του Κούρτ Πασά απέτυχε. Το 1788 ο πασίγνωστος Αλή Πασάς άρχισε μια δεκαπενταετή προσπάθεια, προκειμένου να καταστρέψει τους Σουλιώτες, το 1792, όμως, ο στρατός του, αποτελούμενος από 3.000 Τουρκαλβανούς, νικήθηκε. Αν και είχε ομήρους (όπως τον Φώτο Τζαβέλλα που ήταν ο γιος του Λάμπρου Τζαβέλλα), οι Σουλιώτες κάτω από τη διοίκηση του Γεωργίου Μπότσαρη, του Λάμπρου Τζαβέλλα και του Δήμου Δράκου αγωνίστηκαν θαρραλέα. Ακόμη και οι γυναίκες, κάτω από την εντολή της Μόσχου (σύζυγος του Λάμπρου Τζαβέλλα), συμμετείχαν στη μάχη. Τελικά, 2000 Τουρκαλβανοί και 74 Σουλιώτες σκοτώθηκαν.
Οι Σουλιώτες λάβαιναν όλες τις προμήθειές τους από την Πάργα, ενώ απέκτησαν υποστήριξη από την Ευρώπη. Η Ρωσία και η Γαλλία τους παρείχαν τα όπλα και τα πυρομαχικά. Για τις ευρωπαϊκές δυνάμεις οι Σουλιώτες ήταν ένα όργανο για να αποδυναμώσουν την οθωμανική αυτοκρατορία. Όταν οι Βρετανοί πολιτικοί άλλαξαν διαθέσεις απέναντι στην οθωμανική αυτοκρατορία, προκειμένου να ενισχύσουν τις δυνάμεις τους ενάντιον του Ναπολεόντα, οι προμήθειες όπλων και πυρομαχικών διακόπηκαν. Χωρίς υποστήριξη από το εξωτερικό και κουρασμένοι από τη χρόνια πολιορκία, η ενότητα των Σουλιωτών γενών άρχισε διασπάται. Η οικογένεια Μπότσαρη για πολιτικούς λόγους άφησε το Σούλι και σύναψε σχέσεις με τον Αλή Πασά. Παρόλα αυτά οι Σουλιώτες συγκεντρώθηκαν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και αποφάσισαν ή να κερδίσουν ή να πεθάνουν. Ήταν λιγότεροι από 2000 οπλισμένοι. Οι κύριοι ηγέτες ήταν ο Φώτος Τζαβέλλας, ο Δήμος Δράκος, ο Τάσος Ζέρβας, ο Κουτσονίκας, ο Γώγος Δαγλής, ο Γιαννάκης Σέχος, ο Φωτομάρας, ο Βέικος, ο Πάνου, ο Ζυγούρης Διαμάδης και ο Γιώργος Μπούζγος. Οι Σουλιώτες κέρδισαν όλες τις αποφασιστικές μάχες, έτσι ο Αλί Πασάς αναγκάστηκε να χτίσει κάστρα στα γειτονικά χωριά και προετοιμάστηκε για μακροχρόνια πολιορκία. Οι Σουλιώτες, αν και έμειναν χωρίς τρόφιμα και πυρομαχικά, εντούτοις θα μπορούσαν να άντισταθούν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, αν ένας Έλληνας, ο Πέλιος Γούσης, δεν τους πρόδιδε και υποδείκνυε στους Οθωμανούς τον τρόπο με τον οποίο θα έμπαιναν στο Σούλι. Οι Σουλιώτες αποσύρθηκαν στα φρούρια Κιάφα και Kούγκι, όπου έδωσαν την τελευταία μάχη στις 7 Δεκεμβρίου του 1803. Τελικά συνθηκολόγησαν και ο Αλή Πασάς υποσχέθηκε να τους αφήσει ελεύθερους με όλη την ιδιοκτησία τους, ακόμη και τα όπλα.
Στις 12 Δεκεμβρίου του 1803 οι Σουλιώτες εγκατέλειψαν το Σούλι και κινήθηκαν προς την ακτή της Ηπείρου. Ένας μοναχός, με το όνομα Σαμουήλ, παρέμεινε στο Kούγκι και έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη, με αποτέλεσμα μια ογκώδη έκρηξη που του κόστισε τη ζωή. Στο μεταξύ, ο τουρκικός στρατός επιτέθηκε στους υπόλοιπους Σουλιώτες.
Στις 16 Δεκεμβρίου του 1803 22 Σουλιώτισσες παγιδεύτηκαν στους απότομους βράχους του Zαλόγγου. Ενώ χόρευαν, γύρισαν προς την άκρη του βράχου. Καθώς ο εχθρός τις πλησίαζε, οι γυναίκες μία-μία έριξαν τα παιδιά τους από τον απότομο βράχο, πριν πηδήξουν και οι ίδιες. Οι γυναίκες επέλεξαν τελικά το θάνατο από την υποδούλωση. Σήμερα ένα μνημείο έχει στηθεί στους βράχους του Zαλόγγου ως φόρος τιμής στο ακαταδάμαστο πνεύμα των γυναικών αυτών. Τμήμα των Σουλιωτών έφτασε στο λιμάνι της Πάργας, το οποίο εκείνο τον καιρό ήταν υπό ρωσικό έλεγχο. Οι Σουλιώτες εγκαταστάθηκαν στη Πάργα και στα Επτάνησα.
Πολλοί Σουλιώτες εισήλθαν στην υπηρεσία των Ρώσων στην Κέρκυρα, όπου αποτέλεσαν ένα σημαντικό κομμάτι της λεγεώνας των ελαφρών τυφεκιοφόρων. Αυτό ήταν ένα σύνταγμα στρατιωτών (irregulars), που οργανώθηκε από τους Ρώσους μεταξύ των προσφύγων ηπειρωτικών χωρών. Δεν περιέλαβε μόνο Σουλιώτες, αλλά και Χειμαριώτες, Μανιάτες, κλέφτες και αρματωλούς. Οι Σουλιώτες συμμετείχαν στις εκστρατείες στη Νάπολη το 1805, την Τένεδο το 1806, τη Δαλματία το 1806 και κατά τη διάρκεια της υπεράσπισης της Λευκάδας το 1807.
Με τη Συνθήκη Τίλσιτ το 1807 και την ύφεση μεταξύ της Ρωσίας και της Γαλλίας, οι ρωσικές δυνάμεις αποσύρθηκαν από τα Επτάνησα και οι Γάλλοι τα κατέλαβαν. Οι Σουλιώτες και άλλα τμήματα των ρωσικών μονάδων εισήλθαν στην υπηρεσία των Γάλλων, σε μια μονάδα γνωστή ως σύνταγμα Σουλιωτών (Régiment Souliot). Κατά τη διάρκεια της αγγλογαλλικής διένεξης, μεταξύ 1810 και 1814, οι Σουλιώτες, ευρισκόμενοι στη γαλλική υπηρεσία, αντιμετώπισαν άλλους Έλληνες πρόσφυγες, που είχαν οργανωθεί από τους Βρετανούς σε ελαφρύ σύνταγμα πεζικού. Με δεδομένο ότι οι Σουλιώτες εγκαταστάθηκαν ως φρουρά στην Κέρκυρα, η οποία παρέμεινε υπό γαλλικό έλεγχο μέχρι το 1814, πολύ λίγοι εντάχθηκαν στην υπηρεσία των Βρετανών.
Όταν υπήρξαν σαφή σημάδια μιας επικείμενης ελληνικής εξέγερσης ενάντια στους Τούρκους, ο Αλή Πασάς θεώρησε κατάλληλη τη στιγμή, για να καταστήσει την Ήπειρο ανεξάρτητο κράτος. Το 1820 ζήτησε από τους Σουλιώτες βοήθεια και αυτοί επέστρεψαν στην ηπειρωτική χώρα, για να υποστηρίξουν τον προηγούμενο εχθρό τους ενάντια στο σουλτάνο. Εντούτοις, τα σχέδια του πασά απέτυχαν και σκοτώθηκε, ενώ οι Τούρκοι κατέλαβαν τα Ιωάννινα. Οι Σουλιώτες στήριξαν τελικά την ελληνική επανάσταση, που άρχισε το Μάρτιο του 1821. Οι ηγέτες των Σουλιωτών, Μάρκος Μπότσαρης και Κίτσος Τζαβέλλας, έγιναν γνωστοί στρατηγοί κατά ελληνική επανάσταση. Πολλοί Σουλιώτες έχασαν τις ζωές τους υπερασπιζόμενοι το Μεσολόγγι. Ο Λόρδος Βύρωνας, ένας από τους πιο γνωστούς Ευρωπαίους εθελοντές φιλέλληνες, και διοικητής του ελληνικού στρατού στη δυτική Ελλάδα, προσπάθησε να οργανώσει τους Σουλιώτες σε έναν κανονικό στρατό. Έως το 1909 οι Τούρκοι διατήρησαν μια στρατιωτική βάση στο φρούριο Κιάφα. Τελικά το 1913, κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων, ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε το ολόκληρο νότιο μέρος της Ηπείρου [1].
[Επεξεργασία] Αναφορές
- ↑ Γ. Μπαμπινιώτης. Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Αθήνα, 1998.
- ↑ «Φυσάει σφοδρός ο αέρας, και το δάσος κυμαίνεται της Σελλαιΐδος», Ανδρέας Κάλβος, Λυρικά, Ωδή πέμπτη, στ. 3
- ↑ Ανάργυρος Φανγκρίδας (σ. 28).
- ↑ Ανάργυρος Φαγκρίδας (σελ. 23).
- ↑ Αθανάσιος Ψαλλίδας (σελ. 62), Εις την Τζαμουριάν είναι και το περίφημον Σούλι ή Κακοσούλι... Αυτή η περιοχή των χωρίων τούτων εκατοικείτο από Γραικούς πολεμικούς οίτινες εβάσταξαν τον πόλεμον χρόνους 18 εναντίον όλης της Αλβανίας...
- ↑ Ελληνικής Νομαρχίας (σελ. 34).
- ↑ Ανάργυρος Φαγκρίδας (σελ. 25).
[Επεξεργασία] Πηγές
- Αθανάσιος Ψαλλίδας. Γεωγραφία Ηπείρου και Αλβανίας.
- Ανάργυρος Φανγκρίδας. Σούλι - Το Ορμητήριο του Προεπαναστατικού Αγώνα. Αθήνα: Περισκόπιο, 2003 (ISBN 960-8345-07-3).