Τόξο (όπλο)
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το τόξο είναι ένα αρχαίο όπλο που αποτελείται από μια βέργα, στις άκρες της οποίας είναι δεμένη μια χορδή από σχοινί ή νεύρο. Η χορδή τεντώνεται δυνατά και απελευθερώνεται απότομα την κατάλληλη στιγμή, δίνοντας βίαιη ώθηση στο βέλος, που το κάνει να πετάξει προς τον στόχο. Η ενέργεια αποθηκεύεται στα άκρα του τόξου και μεταβιβάζεται κατά τη σύντομη απελευθέρωση της χορδής στο βέλος. Το τόξο κατασκευάζεται συνήθως από ξύλο καρυδιάς, φτελιάς ή μπαμπού, αλλά και από μέταλλο ή κέρατο. Το μήκος του είναι 1 - 2,60 μέτρα, ανάλογα με τους λαούς, την εποχή και τη χρήση του. Το κυνηγετικό τόξο ξεπερνούσε συνήθως τα 2 μέτρα, ενώ το πολεμικό είχε μήκος περίπου 1,70 μέτρα. Η βολή μπορεί να ξεπεράσει τα 200 μέτρα σε απόσταση.
Αν εξαιρέσουμε το ακόντιο, το τόξο είναι το αρχαιότερο όπλο και χρονολογείται από την προϊστορική εποχή. Στην αρχαιότητα ήταν πολύ διαδεδομένο ως πολεμικό όπλο, κυρίως στους ανατολικούς λαούς, ενώ οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν πιο πολύ δόρατα, αφήνοντας τα τόξα ως βοηθητικές δυνάμεις. Στα μνημεία της κλασικής αρχαιότητας απεικονίζονται συχνά τοξότες.
Η χρήση του τόξου ως κοινό πολεμικό όπλο συνεχίστηκε μέχρι τον Μεσαίωνα. Άρχισε να αχρηστεύεται τον 14o αι. και εξαφανίστηκε κατά το πρώτο μισό του 15ου.
Το τ. χρησιμοποιείται ακόμα, από πρωτόγονους λαούς που το κατασκευάζουν από μακρύ ξύλο μπαμπού με κύριο σκοπό το κυνήγι. Επίσης χρησιμοποιείται από αθλητές καθώς η τοξοβολία αποτελεί Ολυμπιακό αγώνισμα.