Αιολική διάλεκτος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ιστορία της
Ελληνικής γλώσσας

(βλ. επίσης Ελληνικό αλφάβητο)
Πρωτοελληνική (περ. 2000 π.Χ.)
Μυκηναϊκή (περ. 1600–1200 π.Χ.)
Αρχαία ελληνική
(περ. 800–300 π.Χ.)
Διάλεκτοι:
Αιολική, Αρκαδοκυπριακή, Αττική-Ιωνική,
Δωρική, Παμφυλιακή; Ομηρική.
πιθανή διάλεκτος: Μακεδονική.

Ελληνιστική Κοινή
(από περ. 300 π.Χ.)
Μεσαιωνική ελληνική
(περ. 330–1453)
Νέα ελληνική γλώσσα
(από το 1453)
Διάλεκτοι:
Καππαδοκική, Κυπριακή,
Κατωιταλική , Κρητική
Ποντιακή, Τσακωνική, Ρωμανιώτικη,
βλ. επίσης Δημοτική, Καθαρεύουσα

Η Αιολική ήταν μια διάλεκτος την οποία μιλούσαν στη Αρχαία Ελλάδα, στις περιοχές της Θεσσαλίας, στη Βοιωτία, στη Λέσβο και στη μικρασιατική ακτή κατά την περίοδο 800 π.Χ.-300 π.Χ..

Σ'αυτή τη διάλεκτο έγραψαν τα ποιήματά τους η Σαπφώ και ο Αλκαίος.

Ο Δημήτριος Τομπαΐδης στο βιβλίο του Επιτομή της Ιστορίας της Ελληνικής Γλώσσας (ΟΕΔΒ) αναφέρει ότι η αιολική διάλεκτος: Κοντά στα υγρά και έρρινα σύμφωνα παρουσιάζει συχνά ο αντί α , π.χ. στροτός αντί στρατός , ένοτος αντί ένατος Τρέπει το ο σε υ, πχ άλλυ αντί άλλο , απύ αντί από Παρουσιάζει πολλά ρήματα στη συζυγία των εις -μι ρημάτων: κάλημι αντί καλέω-ω , φίλημι, αδίκημι Ο τόνος στην αιολική της Λέσβου συχνά ανεβαίνει προς την αρχή της λέξης: βασίλευς, πόταμος Στην αιολική της Θεσσαλίας το ω γίνεται ου, π.χ. τουν άλλουν Ελλάνουν (=των άλλων Ελλήνων)