Τα κείμενα του Ναγκ Χαμαντί και η Κοπτική γλώσσα
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
[Επεξεργασία] Η παραδοσιακή άποψη
Σύμφωνα με την παλιότερη και παραδοσιακή άποψη η Κοπτική ως γλώσσα ομιλούμενη αντιπροσωπεύει ένα ύστερο στάδιο της Αιγυπτιακής, το οποίο συγγενεύει με τη γλώσσα της λεγόμενης δημοτικής αιγυπτιακής γραφής, αλλά έχει τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Μετά από ορισμένες μεμονωμένες προσπάθειες να γραφεί η Κοπτική μέσω του ελληνικού αλφαβήτου (1ος-2ος αιώνας μ.Χ.-βλ. λ.χ. τα κείμενα των Μαγικών Παπύρων), σε χριστιανικό περιβάλλον έγινε δυνατή μια συστηματική αντιστοίχηση ανάμεσα στους φθόγγους της Κοπτικής και τα ελληνικά γράμματα, με την προσθήκη μεμονωμένων γραφικών σημείων από την αιγυπτιακή δημοτική γραφή. Η γραφή που προέκυψε χρησιμοποιήθηκε σε παπύρινους και περγαμηνούς κώδικες για τη μετάφραση έργων γραμμένων στα Ελληνικά, προπάντων των κειμένων της Βίβλου. Φαίνεται, λοιπόν, -υποστηρίζει η παραδοσιακή άποψη- ότι χρησιμοποιήθηκε κυρίως για να προπαγανδίσει τη νέα χριστιανική θρησκεία σε εκείνο το τμήμα του πληθυσμού που δε γνώριζε την Ελληνική. Η διαδικασία αυτή κατέληξε στην ενσωμάτωση αναρίθμητων ελληνικών λέξεων στην Κοπτική. Ούτως ή άλλως η ελληνική επίδραση στην Αίγυπτο αυτήν την περίοδο, όπως και κατά την πτολεμαϊκή εποχή, ήταν καταλυτική, αλλά φαίνεται ότι η διείσδυση τόσων ελληνικών λέξεων ευνοήθηκε και από το γεγονός ότι τα κοπτικά κείμενα ήταν ως επί το πλείστον μεταφράσεις από την Ελληνική. H Κοπτική δεν ομιλούνταν με ενιαία μορφή στην Αίγυπτο. Όπως και τα προηγούμενα στάδια της Αιγυπτιακής, έτσι και η Κοπτική διαιρούνταν σε διαλέκτους, οι οποίες διακρίνονταν κυρίως από φωνολογικές, μορφολογικές και γραμματικές διαφορές. Αυτές οι διαφορές ανακλώνται στα γραπτά κείμενα, τα οποία μας επιτρέπουν να εντοπίσουμε τις μεμονωμένες διαλέκτους και εν μέρει τη γεωγραφική διασπορά τους. Τα κείμενα επιτρέπουν επίσης να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη των διαλέκτων από την αρχή ως την ωριμότητά τους. Η Κοπτική ομιλείτο μόνο στην Αίγυπτο και ιστορικά δεν άσκησε επιδράσεις πέρα από τα σύνορά της, εκτός ίσως από τις μονές της Νουβίας. Οι σημαντικότερες επιδράσεις της Κοπτικής παρατηρούνται σε διάφορες αραβικές ή αραβοαιγυπτιακές διαλέκτους, στις οποίες διατηρήθηκε κατά ένα μέρος το κοπτικό λεξιλόγιο. Το μεγαλύτερο τμήμα, ωστόσο, αυτών των γλωσσικών δανείων περιορίστηκε σε σημαινόμενα της γεωργίας και του φυσικού περιβάλλοντος. Υπάρχουν επίσης λιγοστές λέξεις οι οποίες πέρασαν ως δάνεια στην στερεότυπη Αραβική γλώσσα.
[Επεξεργασία] Η νεότερη άποψη
Όλες οι παραπάνω παρατηρήσεις της παραδοσιακής άποψης για την Κοπτική αγνοούν τη διαφορά ανάμεσα στην ομιλούμενη γλώσσα και τη γραπτή μορφή της, καθώς και ανάμεσα στη γλώσσα που προοριζόταν για καθημερινή χρήση και τη λογοτεχνική της παραλλαγή. Η Κοπτική ως ομιλούμενη ύστερη αιγυπτιακή γλώσσα δεν αντιπροσωπεύεται από γραπτά μνημεία. Αυτό που μαρτυρείται άμεσα είναι η γραπτή λογοτεχνική της μορφή, η οποία στηρίζεται βεβαίως στην προφορική γλώσσα, αλλά ήδη από την εμφάνισή της υπόκειται σε μια διαδικασία εναρμόνισης προς το ελληνικό πρότυπο, γεγονός που άλλαξε ριζικά τη χρήση της Αιγυπτιακής στο γραπτό λόγο. Έτσι, δε γνωρίζουμε τη μέθοδο με την οποία σταθεροποιήθηκαν οι αντιστοιχίες ανάμεσα στη φωνητική και τα ορθογραφικά συστήματα που χρησιμοποιήθηκαν από τους γραφείς, δε γνωρίζουμε με ακρίβεια τον τόπο, στον οποίο γράφτηκαν οι κώδικες. Όσον αφορά στη σχέση ανάμεσα στην Αιγυπτιακή και την Ελληνική ως συνθετικών στοιχείων της Κοπτικής, αυτή πρέπει να ιδωθεί στο φως των κοινωνικών και λογοτεχνικών προϋποθέσεων και κυρίως σε σχέση με το πολιτιστικό επίπεδο του κοινού, στο οποίο απευθύνονταν οι κώδικες. Το μεγαλύτερο μέρος των κοπτικών κειμένων απευθυνόταν σε ανθρώπους με κάποιο επίπεδο μόρφωσης. Τέτοιοι άνθρωποι ήταν κατά κύριο λόγο δίγλωσσοι. Αυτό το γεγονός αποκλείει την πιθανότητα ότι ο σκοπός των μεταφράσεων ήταν πρωταρχικά η κατήχηση των αγράμματων, όπως υποστηρίζει η παραδοσιακή άποψη. Πρέπει να σημειωθεί ότι στο εσωτερικό των κοπτικών κειμένων μπορούσε να χρησιμοποιηθεί όχι μόνο ένας ορισμένος αριθμός ελληνικών λέξεων, όσο μεγάλος και αν ήταν, αλλά κυριολεκτικά οποιαδήποτε ελληνική λέξη έκρινε ο γραφέας ότι ήταν ωφέλιμο να αξιοποιήσει. Οι γραφείς των κωδίκων είχαν την ευχέρεια να χρησιμοποιήσουν ένα λεξιλόγιο που περιλάμβανε όλες τις αιγυπτιακές λέξεις που επιβίωναν ακόμη στην εποχή τους, αλλά και το σύνολο του ελληνικού λεξιλογίου, ανάλογα βέβαια με το επίπεδο γνώσης της Ελληνικής εκ μέρους του κάθε γραφέα. Το μεγαλύτερο μέρος των γλωσσικών διαφοροποιήσεων που ανευρίσκονται στα κοπτικά κείμενα μπορεί να εξηγηθεί με όρους της παλαιογραφίας και της ορθογραφίας και όχι της διαλεκτολογίας. Αρχαίοι κώδικες του 4ου και 5ου αιώνα που εμφανίζουν ορθογραφικά και γραμματικά συστήματα με μεγάλη συνοχή συσχετίζονται με πολιτιστικές ομάδες που είχαν τελειοποιήσει την κανονικοποίηση αυτών των συστημάτων με σκοπό την παραγωγή κειμένων που σχετίζονταν με τα ενδιαφέροντά τους. Αυτή η παρατήρηση ισχύει τόσο για τη γλώσσα των μανιχαϊκών κειμένων, αλλά και για την οξυρύγχεια, βοχαϊρική ή σαχιδική «διάλεκτο» άλλων κειμένων. Οι γλωσσικές διαφορές αυτών των κειμένων δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως διαλεκτικές διαφοροποιήσεις της ομιλούμενης Κοπτικής, αλλά ως διαφορετικοί μέθοδοι σύνθεσης της Ελληνικής και της Αιγυπτιακής, με σκοπό τη δημιουργία μιας λογοτεχνικής γλώσσας. Οι παραπάνω παρατηρήσεις ανέτρεψαν την παραδοσιακή αντίληψη για την κοπτική γλώσσα και βοήθησαν στην καλύτερη κατανόηση των κειμένων του Ναγκ Χαμαντί στο πλαίσιο της πολιτιστικής και λογοτεχνικής κατάστασης της εποχής τους. Κατά πρώτο λόγο οι φωνητικές και γραμματικές ασάφειες των κειμένων δε φαίνεται να ανήκουν σε ένα υποτιθέμενο «γλωσσικό στάδιο» της ομιλούμενης γλώσσας που βρισκόταν ακόμη εν εξελίξει, αλλά στην απρόσεκτη ή και ελλιπή γνώση της χρήσης του τεχνητού γλωσσικού μέσου. Επίσης, δεν πρέπει να μιλάμε τόσο για μια κατηχητική λειτουργία των κειμένων αυτών, αλλά για τη θέληση των ομάδων, οι οποίες τα είχαν συντάξει, να τα θέσουν με κάποιον τρόπο σε ισοτιμία με τα κείμενα της επίσημης Εκκλησίας. Ακόμη καλύτερα: δε στοχεύουν στον προσηλυτισμό ακόμη και του αμόρφωτου πλήθους που αγνοούσε την Ελληνική, αλλά στο να δείξουν το σεβασμό των ομάδων αυτών στη χιλιετή αιγυπτιακή ιστορία. Από μια τέτοια θέληση προήλθε σε χριστιανικό περιβάλλον η ιδέα της δημιουργίας της γραφόμενης κοπτικής γλώσσας