Γνωστική τελετουργία
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η ΓΝΩΣΤΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ
1. Ορολογία
Ο όρος «Γνώσις» ανάγεται στην πρώιμη χριστιανική περίοδο (1 Τιμ. 6.20) και χρησιμοποιήθηκε στο πλαίσιο της αντιαιρετικής πολιτικής της Εκκλησίας. Οι αντιπρόσωποί της Γνώσης καλούνταν «Γνωστικοί» και θεωρούνταν ως άνθρωποι, οι οποίοι είχαν ιδέες, αντιλήψεις και τρόπους συμπεριφοράς διαφορετικούς από την ορθόδοξη Εκκλησία και τη θεολογική της παράδοση. Ο όρος, πέρα από τη χρήση του στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, είχε αρχικά θετική χροιά και σε χριστιανικό πλαίσιο, ήδη από την εποχή του Παύλου και του Ιωάννη του Ευαγγελιστή. Εκεί δεν αντιτίθεται στην πίστη, αλλά θεωρείται ότι προσδιορίζει την αναγνώριση της σωτηρίας, όπως την αντιλαμβανόταν η κυρίαρχη τάση σκέψης στον πρώιμο Χριστιανισμό. Ο Ωριγένης και ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς κατανοούσαν τον όρο εντός της χριστιανικής θεολογίας και τον αντιπαρέθεταν προς την ψεύτικη γνώση του αιρετικού Γνωστικισμού. Ωστόσο, η αρνητική χρήση του όρου, προερχόμενη από την πολεμική εναντίον των αιρέσεων, υπήρχε εκ παραλλήλου και συχνά κυριαρχούσε. Γνωστικές πηγές ισχυρίζονται ότι κατέχουν την αληθή γνώση αναφορικά με την κατάσταση του ανθρώπου και την απελευθέρωσή του από τον υλικό κόσμο, ο οποίος συχνά εξισώνεται από τους Γνωστικούς με το σκότος. Παρόλα αυτά ο όρος «Γνωστικός» δε χρησιμοποιείται με σταθερό τρόπο από τις γνωστικές πηγές ως αυτοχαρακτηρισμός. Συχνά -και ιδιαίτερα στα κείμενα του Ναγκ Χαμαντί- προτιμώνται άλλοι όροι, όπως «Γενιά του Σηθ», «Υιοί Φωτός», «Υιοί του Νυμφώνος», «Εκλεκτοί», «Τέλειοι», «Άγιοι», «Πνευματικοί» κ.τ.λ. Τα ονόματα που χρησιμοποιούνται σε αντιαιρετικά έργα αναφέρονται πρωταρχικά στους ιδρυτές των διαφόρων σχολών του Γνωστικισμού (Σιμωνιανοί, Ουαλεντινιανοί, Βασιλειδιανοί, Μαρκώσιοι κ.τ.λ.) ή σε καίρια σημεία της διδασκαλίας τους (Ναασσηνοί ή Οφίτες, Βαρβηλίτες, Σηθιανοί κ.τ.λ.). Μόνο στη σύγχρονη εποχή ο όρος «Γνωστικισμός» χρησιμοποιήθηκε ως γενική περιγραφή της κοσμοθεωρίας που μοιράζονταν αυτές οι ομάδες
2. Ορισμός-χρονολογική αφετηρία-πηγές προέλευσης του Γνωστικισμού
Οι μελετητές εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να δυσκολεύονται να συμφωνήσουν για τον ορισμό, την καταγωγή και την απαρχή του Γνωστικισμού. Ο Evans έχει παρατηρήσει ότι αν ο Γνωστικισμός οριστεί με τρόπο πολύ γενικό, τότε η αρχή του πρέπει να αναζητηθεί πολύ πριν το Χριστό και οι πηγές του θα είναι πολλές και διάφορες. Αν οριστεί πιο στενά, μπορεί να θεωρηθεί ως πρώιμη χριστιανική αίρεση και επομένως μεταγενέστερη από το κήρυγμα του Ιησού. O R. Wilson πρότεινε ότι μια λύση θα ήταν να διακρίνουμε μεταξύ Γνωστικισμού και Γνώσης. Με τον όρο «Γνωστικισμός» θα εννοούμε τη συγκεκριμένη χριστιανική αίρεση και τις ποικιλίες της, ενώ με τον όρο «Γνώση» το σύνολο των ιδεών που υπόκεινται στα διάφορα γνωστικά συστήματα και τις οποίες ο Γνωστικισμός μοιράζεται και με άλλα συγγενή θρησκευτικοφιλοσοφικά ρεύματα της εποχής. Εντούτοις, κι αν ακόμη ο όρος Γνωστικισμός περιοριστεί στις χριστιανικές αιρέσεις του 2ου και 3ου αιώνα, και πάλι είναι δύσκολο να συμπεριληφθούν σ’ αυτόν όλα τα ανεπτυγμένα γνωστικά συστήματα της εποχής. O Yamauchi υποστηρίζει ότι ουσιαστικό στοιχείο κάθε ανεπτυγμένου Γνωστικισμού είναι ο ριζοσπαστικός δυϊσμός μεταξύ του θείου και του δημιουργημένου, καθώς μια βασική γνωστική θέση υποστηρίζει ότι η δημιουργία του κόσμου είναι αποτέλεσμα λάθους και άγνοιας. Σύμφωνα με την παραδοσιακή και απλούστερη άποψη ο Γνωστικισμός δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια αίρεση του Χριστιανισμού. Η άποψη αυτή φαίνεται ότι έχει ως πηγή της τη στάση των Πατέρων της Εκκλησίας απέναντι στο κίνημα. Κατά τη γνώμη των Πατέρων ο Γνωστικισμός αποτέλεσε όργανο του διαβόλου, ο οποίος προσπαθούσε να καταστρέψει μέσω αυτού την Εκκλησία. Στις Πράξεις 8 ο Σίμων ο Μάγος θεωρείται ο πρώτος αντιπρόσωπος του Γνωστικισμού. Ο μαθητής του Μένανδρος πέρασε τη γνωστική αίρεση στο Σατουρνίνο ή Σατουρνίλο από την Αντιόχεια και στο Βασιλείδη από την Αλεξάνδρεια. Αυτή η αλυσίδα δασκάλων-μαθητών χρησιμοποιήθηκε για αιώνες προκειμένου να ερμηνεύσει την καταγωγή και τη διάδοση του Γνωστικισμού, αν και στηρίζεται περισσότερο στο μύθο παρά την ιστορία. Σήμερα, ωστόσο, και ιδιαίτερα την τελευταία δεκαπενταετία έγινε σταδιακά δεκτό ότι πρέπει να αναγνωριστεί η ύπαρξη ενός μη χριστιανικού Γνωστικισμού, ανεξάρτητα από το αν αυτός προϋπήρξε ή συνυπήρξε με το Χριστιανισμό. Σήμερα η κυρίαρχη άποψη είναι ότι η καταγωγή του Γνωστικισμού είναι κατά βάση μη χριστιανική. Έτσι, ο Γνωστικισμός δε θεωρείται μια καθαρά χριστιανική αίρεση, αλλά ένα σχετικά ανεξάρτητο πνευματικό-θρησκευτικό φαινόμενο ή θρησκεία που τροφοδοτείται από διάφορες πηγές, όπως είναι η ιουδαϊκή σοφιολογική και αποκαλυπτική γραμματεία, η ελληνιστική φιλοσοφία και οι μυστηριακές θρησκείες, καθώς και ο παραδοσιακός ιρανικός δυϊσμός. Αυτή η θέση μπορεί να αναδειχθεί καλά από την προσεκτική μελέτη μιας από τις πιο σημαντικές γνωστικές πηγές, η οποία έχει τον τίτλο Απόκρυφο του Ιωάννη και σώζεται σε πολλές παραλλαγές στα κείμενα του Ναγκ Χαμαντί. Αυτό το κείμενο περιέχει μια μακροσκελή έκθεση της κλασικής γνωστικής μυθολογίας. Είναι βέβαιο ότι το κείμενο, στη μορφή που μας έχει σωθεί, είναι ένα χριστιανικό κείμενο στο βαθμό που η γνώση που αποκαλύπτεται σ’ αυτό αποδίδεται στον Ιησού ως μέρος μιας αποκάλυψης στον Ιωάννη, γιο του Ζεβεδαίου. Ανάλυση, όμως, της μορφής και του περιεχομένου εύκολα αποδεικνύει ότι ο ρόλος του Ιησού ως γνωστικού δασκάλου μέσα σ’ αυτό το έργο ανήκει σ’ ένα δευτερογενές στάδιο, όπου στοιχεία διαλόγου έχουν προστεθεί εκ των υστέρων σε μια αποκάλυψη που αρχικά δεν ήταν χριστιανική. Στην αποκάλυψη αυτή εμφαίνεται μια θρησκεία που αρχικά δεν είχε να κάνει τίποτε με το Χριστιανισμό και στην οποία η σωτηρία δεν έρχεται μέσα από την πίστη, αλλά μέσω μιας ειδικά αποκαλυμμένης γνώσης. Αυτή η γνώση προσφέρει το μέσο για την απελευθέρωση της ψυχής, της θεϊκής σπίθας μέσα στο ανθρώπινο σώμα, η οποία είναι θεϊκής προέλευσης και πρέπει να απελευθερωθεί από τα δεσμά του σώματος και του υλικού κόσμου. Συγκριτική μελέτη κειμένων που σχετίζονται με το Απόκρυφο του Ιωάννη, δηλαδή κειμένων που οι μελετητές συνήθως εντάσσουν στο λεγόμενο Σηθιανικό ή Κλασικό Γνωστικισμό, αλλά και άλλων έργων με παρόμοιο θρησκευτικό πνεύμα, μας επιτρέπει να διευρύνουμε το πλαίσιο της αρχαίας γνωστικής θρησκείας. Και ενώ ένα μέρος του διαθέσιμου υλικού δείχνει μια διαδικασία «εκχριστιανισμού» με τον Ιησού ως γνωστικό δάσκαλο, ένα άλλο μέρος, όπως ορισμένες πραγματείες από το Ναγκ Χαμαντί και κυρίως οι μανδαϊκές πηγές, ουσιαστικά δε σχετίζεται καθόλου με το Χριστιανισμό. Από την άλλη, ορισμένες ομάδες και σέκτες που ανήκουν στο Γνωστικισμό είναι πιο καθαρά χριστιανικές, όπως οι Βαλεντινιανοί και οι οπαδοί του Βασιλείδη. Ο Ειρηναίος (Έλεγχος 1.5.1) μάς πληροφορεί ότι ο Βαλεντίνος υιοθέτησε το γνωστικό σύστημα, όταν ανέπτυσσε το δικό του, δημιουργώντας μια σχολή που μπορεί να χαρακτηριστεί περισσότερο ως Γνωστικός Χριστιανισμός παρά ως Χριστιανικός Γνωστικισμός. Η μανδαϊκή μορφή του Γνωστικισμού (<manda = γνώση) είναι πολύ ενδιαφέρουσα από την άποψη ότι εκπροσωπεί έναν αρχαίο τύπο Γνωστικισμού που επιβιώνει ακόμη στις μέρες μας στο Ιράκ και το Ιράν. Η βασική γνωστική μυθολογία των Μανδαίων συγγενεύει στενά με αυτή του Απόκρυφου του Ιωάννη, αλλά στη διάρκεια της ιστορίας τους οι Μανδαίοι υπήρξαν εχθρικοί προς το Χριστιανισμό. Έτσι, το μανδαϊκό υλικό προσφέρει ισχυρή υποστήριξη στη θέση ότι ο Γνωστικισμός αναδύθηκε ανεξάρτητα από το Χριστιανισμό. Τέλος, ας σημειωθεί ότι μορφές όπως ο Σίμων ο Μάγος και ο μαθητής του Μένανδρος δεν ήταν απλώς γνωστικίζοντες Χριστιανοί, αλλά γνωστικοί προφήτες που απαιτούσαν για τον εαυτό τους το ρόλο του Ιησού ως Σωτήρος. Έτσι, τα στοιχεία για έναν μη χριστιανικό Γνωστικισμό φτάνουν τουλάχιστον μέχρι την εποχή των πρώτων Αποστόλων και είναι βέβαιο ότι πρώιμες μορφές της γνωστικής θρησκείας υπήρχαν τον 1ο αιώνα μ.Χ. στην Παλαιστίνη, τη Συρία και την Αίγυπτο. Στο 2ο αιώνα υπήρξε μια συμβίωση Χριστιανισμού και Γνωστικισμού, με αποτέλεσμα το μεγαλύτερο μέρος του διαθέσιμου υλικού μας να ανακλά μια διαδικασία βαθμιαίου εκχριστιανισμού. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη το ιδεολογικό υπόβαθρο του Γνωστικισμού στον ελληνιστικό ατομισμό και συγκρητισμό συνδυάζεται με τις κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές-ιστορικές συνθήκες στην ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία, συνθήκες που χαρακτηρίζονταν από την εκμετάλλευση, την καταπίεση, το φόβο αλλά και την αντίσταση των ανατολικών πληθυσμών. Η ιδέα του «εσωτερικού ανθρώπου» υπηρέτησε τον αυτοπροσδιορισμό πέρα από τις επίσημες λατρείες και τις κοινωνικές διασυνδέσεις. Ο κόσμος κατανοείται πια ως έλλειψη τάξης (χάος), παρά ως κόσμος που διέπεται από το λόγο (λογική), όπως θεωρούσε η ελληνική φιλοσοφία. Αυτή η στάση άρνησης και διαμαρτυρίας απέναντι στον κόσμο διακρίνεται στις μυθολογικές κατασκευές και την ασκητική συμπεριφορά πολλών γνωστικών ομάδων, ενώ η εστίαση στην ατομική σωτηρία του εσώτερου ανθρώπου (πνεύμα, ψυχή) αντιπροσωπεύει την υπέρτατη άρνηση αυτού του κόσμου. Κατά την άποψη αυτή η υιοθέτηση της μορφής του Χριστού από τους Γνωστικούς ως κυρίαρχης μορφής λυτρωτή ή απεσταλμένου του υπερβατικού Θεού είναι δευτερογενής εξέλιξη σε μια αρχικά ανεξάρτητη πνευματική κίνηση. Η εξέλιξη αυτή έφερε το Γνωστικισμό σε αντιπαράθεση με την Εκκλησία, καθώς οι περισσότεροι Γνωστικοί από το 2ο αιώνα κ.εξ. δήλωναν πια Χριστιανοί.
3. Βασικές έννοιες
Ο Γνωστικισμός προσπαθεί να προσφέρει απαντήσεις στο πρόβλημα του κακού, την καταγωγή τού κόσμου, τη θέση του ανθρώπου στον κόσμο και το πεπρωμένο του. Ξεκινώντας από μια πίστη σε έναν απόλυτα υπερβατικό Θεό, ο οποίος συχνά αποκαλείται Πατέρας, η δημιουργία του κόσμου αποδίδεται σε έναν κατώτερο θεό (=Δημιουργός, Ιαλδαβαώθ, Σαμαήλ), ο οποίος με τη βοήθεια των Δυνάμεών του (=Άγγελοι, Άρχοντες, Πλανήτες) αναλαμβάνει να δημιουργήσει και τον άνθρωπο (Αδάμ). Ο υπέρτατος Θεός, προκειμένου να ελέγξει τη διαδικασία που τέθηκε σε κίνηση από το Δημιουργό, λαμβάνει διάφορα αντίμετρα που σχετίζονται με τη σωτηρία του ανθρώπου από τον κόσμο. Το σώμα του Αδάμ, το οποίο κατά τα άλλα είναι αδύναμο, είναι προικισμένο –χωρίς να το γνωρίζει ο Δημιουργός- από μια υπερβατική θεϊκή ουσία, η οποία καλείται πνεύμα, έννοια, ψυχή, σπινθήρ κ.ο.κ. Αυτό το κομμάτι του ανθρώπου τον καθιστά ικανό να αναγνωρίζει τον υπερβατικό Θεό, να καταλαβαίνει την ατέλεια του παρόντος κόσμου και να κατανοεί ότι ο απώτερος στόχος του ανθρώπου είναι η επιστροφή στο πνευματικό βασίλειο του αληθινού Θεού (=Βασιλεία, Πλήρωμα, Βασίλειο του Φωτός, Βυθός). Ταυτόχρονα ο άνθρωπος είναι ικανός να αντιλαμβάνεται τη συγκεχυμένη και αδύναμη φύση της δημιουργίας τού κατώτερου θεού, του οποίου η πρόθεση είναι ο έλεγχος του ανθρώπου. Η Γνώσις που σχετίζεται με την αληθινή φύση του κόσμου είναι υπερφυσική και δίνεται στο Γνωστικό (=αυτός που γνωρίζει) μέσω αποκαλύψεων είτε από αγγελιαφόρους του αληθινού Θεού –όπως ο Ιησούς, η Σοφία ή ο Σηθ- είτε από τις παραδοσιακές μορφές των αρχαίων χρόνων (κυρίως με βιβλική προέλευση). Στην αντίληψη αυτή υπόκειται η πεποίθηση των Γνωστικών ότι ο άνθρωπος είναι ικανός να επιτύχει άμεση, προσωπική και απόλυτη γνώση της αυθεντικής αλήθειας της ύπαρξης. Η γνώση αυτή δεν είναι αποτέλεσμα λογικής κατανόησης, αλλά γνώση που αποκτάται μέσω εμπειρίας. Γι’ αυτό και οι Γνωστικοί δεν ενδιαφέρονταν για μια συνεκτική δογματική θεολογία. Οι Γνωστικοί πίστευαν σε μια διαρκώς εξελισσόμενη δύναμη θεϊκής αποκάλυψης, την οποία ο καθένας βίωνε με διαφορετικό τρόπο. Η Γνώση, λοιπόν, ήταν η δημιουργική εμπειρία της θεϊκής αποκάλυψης, μια εξελικτική διαδικασία κατανόησης και όχι ένα στατικό και μοναδικό σύστημα. Μέρος της γνωστικής κατανόησης είναι και η συνειδητοποίηση της ύπαρξης εντός του ανθρώπου ενός αδημιούργητου εαυτού, ενός εαυτού μέσα στον εαυτό, μια συνειδητοποίηση που οδηγεί στην ελευθερία. Η διαδικασία της απελευθέρωσης της θεϊκής ουσίας του ανθρώπου από το σκοτεινό υλικό κόσμο προσδιορίζει την κρυφή ιστορία της ανθρωπότητας μέχρι το τέλος της. Ωστόσο, στο Γνωστικισμό η απελευθέρωση δε σημαίνει απολύτρωση από την ατομική αμαρτία και ενοχή, αλλά τη σωτηρία του πνεύματος από την ύλη. Όλο το οπλοστάσιο της γνωστικής μυθολογίας και θεολογίας -που προσπαθεί να ερμηνεύσει αλληγορικά κυρίως τις βιβλικές παραδόσεις- υπηρετεί αυτό το σκοπό, ο οποίος οδηγεί σε συμπεριφορές άρνησης του υλικού κόσμου. Οι Γνωστικοί, λοιπόν, θεωρούν τους εαυτούς τους ως εκλεκτούς, μια αριστοκρατία που αντιπαραβάλλεται με το μεγάλο πλήθος των ανθρώπων που σκέφτονται με όρους του κατώτερου υλικού κόσμου. Έτσι, δημιουργείται μια τριμερής διαστρωμάτωση των κοινωνιών: οι Πνευματικοί ή Εκλεκτοί αποτελούν την καρδιά της κοινότητας, οι Ψυχικοί ή Κατηχούμενοι είναι τα απλά μέλη της –συχνά ταυτίζονται με τα μέλη της καθολικής Εκκλησίας· τέλος, υπάρχουν και οι Χοϊκοί, οι οποίοι είναι τελείως απορροφημένοι από τις υλικές σκέψεις. Αν και μόνο η Γνώση εγγυάται τη σωτηρία, εντούτοις υπήρχαν και τελετουργίες μεταξύ των Γνωστικών, οι οποίες, με την εξαίρεση των Μανδαίων και των Μανιχαίων, είναι πολύ λίγο γνωστές. Φαίνεται ότι έκαναν βαφτίσεις, μυήσεις, αφιερώσεις, δείπνα, έψελναν και διεξήγαν νεκρικές τελετές Ωστόσο, το κέντρο ήταν πάντα η διδακτική καθοδήγηση από τους Πνευματικούς.
4. Η τελετουργία στους Γνωστικούς
Ακόμη και μετά την ανακάλυψη των κειμένων στο Ναγκ Χαμαντί οι πληροφορίες που έχουμε για τις τελετουργίες των Γνωστικών είναι περιορισμένες. Μόνο περιστασιακά είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε την ενδεχόμενη τελετή που μπορεί να υπονοεί κάποιο από τα κείμενα. Το πιο ενδιαφέρον κείμενο από αυτήν την άποψη είναι το Κατά Φίλιππον ευαγγέλιο. Από την εποχή της δημοσίευσής του οι μελετητές εντυπωσιάστηκαν από τις πολυάριθμες αναφορές του σε τελετές και τις περίπλοκες ερμηνείες που δίνει όσον αφορά το νόημα και το στόχο τους. Οι ειδικοί δεν έχουν ακόμη συμφωνήσει για τις λεπτομέρειες του τελετουργικού συστήματος που κρύβεται από πίσω, αφού το κείμενο αναφέρεται περισσότερο στο συμβολικό νόημα των τελετών και όχι τόσο στην πρακτική μορφή τους. Οι Γνωστικοί μοιράζονταν με τον Πλατωνισμό την ιδέα ότι η σωτηρία της ψυχής συνίσταται στην απελευθέρωσή της από τον υλικό κόσμο και την άνοδό της στον τόπο καταγωγής της, στο θεϊκό κόσμο. Κατά το παράδειγμα του Πλάτωνα πολλοί Πλατωνικοί ως την εποχή του Πλωτίνου και του Πορφύριου χρησιμοποιούσαν την ορολογία της μυστικής θέασης που συνδεόταν με τις μυστηριακές θρησκείες για την περιγραφή της ανόδου της ψυχής, αλλά δεν έχουμε ενδείξεις ότι είχαν αναπτύξει κάποια σχετική τελετουργία ως βοηθητικό μέσο για την επίτευξη αυτής της ανόδου. Μετά την εποχή του Πλωτίνου, εντούτοις, πολλοί Πλατωνικοί υιοθέτησαν μια μορφή τελετουργίας που είναι γνωστή ως θεουργία. Σ’ αυτήν οι ένσαρκες ψυχές έρχονταν σε συμπαθητικό συντονισμό με τους θεϊκούς Λόγους που μορφοποιούν το φυσικό κόσμο. Θεϊκές δυνάμεις καλούνταν να εισέρθουν στο δικό μας φαινομενικό κόσμο με τη μορφή κεκαθαρμένων ψυχών και με σκοπό να αποκαλύψουν τη θεϊκή τους πηγή στο σώμα και σε άλλα φυσικά αντικείμενα και να βοηθήσουν στην άνοδο της ψυχής του τελούντος τη θεουργία τόσο στη διάρκεια της ζωής του όσο και στην τελική του άνοδο προς το θείο. Σε αντίθεση με την ύστερη αυτή πρακτική, οι γνωστικές πηγές φαίνονται να υπονοούν μια σειρά τελετουργιών ως συμβολικών αναπαραστάσεων του πιο τυπικού νεοπυθαγόρειου και πλωτινικού στόχου της λύτρωσης της ψυχής από το φυσικό κόσμο στο σύνολό του. Οι τελετουργίες των Γνωστικών, πολλές από τις οποίες τις μοιράζονταν με τους Χριστιανούς, είναι το αποτέλεσμα της μεταφοράς στο συμβολικό επίπεδο απλών, καθημερινών πράξεων, όπως το πλύσιμο, η αλλαγή ρούχων κ.τ.λ. Η κύρια μέριμνα των Γνωστικών φαίνεται ότι ήταν το ξεπέρασμα μιας αίσθησης αποξένωσης και απομόνωσης. Έτσι, ανέπτυξαν μια σειρά μύθων, μέσω των οποίων ανύψωσαν αυτές τις απλές πράξεις σε τελετές που είχαν την δύναμη να βοηθήσουν στην υπέρβαση της αποξένωσης και της απομόνωσης και στην επίτευξη ενός αισθήματος μεταμόρφωσης και ενσωμάτωσης σε ένα ευρύτερο Όλον. Σε σύγκριση με τους μη γνωστικούς Πλατωνικούς οι Γνωστικοί χρησιμοποίησαν μια ευρύτερη κλίμακα τέτοιων απλών συμβολικών πράξεων, επειδή άντλησαν και από άλλα θρησκευτικά ή πνευματικά κινήματα, όπως ο Ιουδαϊσμός, ο Χριστιανισμός και τα μυστήρια. Πολλοί Γνωστικοί μπορεί να ήταν ήδη οπαδοί τέτοιων συστημάτων και απλώς να τους έδωσαν μια γνωστική χροιά. Πολλές από τις τελετουργίες των Γνωστικών φαίνεται πως στηρίζονται σε δύο βασικούς μύθους: πρώτον, στο μύθο της πτώσης της ψυχής στον υλικό κόσμο, πτώση που έχει ως αποτέλεσμα να μη θυμάται πια η ψυχή την καταγωγής της και να απωλέσει την επαφή με το θείο κόσμο. Δεύτερον, στο μύθο του πρωταρχικού ανδρόγυνου, του απώτατου γεννήτορα όλης της ανθρωπότητας, ο οποίος διαχωρίστηκε στα δύο (διασπώντας την αρχική εικόνα του Θεού) και έκτοτε δημιούργησε την ανάγκη της επανένωσης των φύλων. Αυτός ο μύθος ήταν εξαιρετικά διαδεδομένος και απαντά ήδη στο πλατωνικό Συμπόσιο (189D-191A) εκφρασμένος από τον Αριστοφάνη, ενώ οι Ιουδαίοι και οι Χριστιανοί γνώριζαν από τη Γένεση ότι η Εύα προήλθε από τον Αδάμ. Οι δύο αυτοί μύθοι διαφαίνονται ιδιαίτερα στις γνωστικές τελετές του βαπτίσματος και του ιερού γάμου, οι οποίες έχουν ως στόχο την αναστροφή της πτώσης και της διάσπασης σε φύλα. Το τελικό αποτέλεσμα είναι η επανόρθωση της αρχικής ενιαίας εικόνας του Θεού. Το βάπτισμα ως τελετή φαίνεται ότι γινόταν στις περισσότερες γνωστικές ομάδες μόνο μια φορά. Σήμανε την οριστική απάρνηση του παρελθόντος και την είσοδο σε μια νέα κατάσταση επανένωσης. Το βάπτισμα καθώς και μια άλλη βασική γνωστική τελετή, το χρίσμα, αποκαλούνται συχνά σφραγίδες, επειδή σημαδεύουν την αναγέννηση κάποιου και το γεγονός ότι ανήκει στο Θεό. Ενώ αυτές οι τελετές ήταν γενικά μη επαναλήψιμες, ο ιερός δείπνος, η Ευχαριστία, φαίνεται ότι επαναλαμβανόταν. Ο ιερός γάμος (ή Μυστήριο του Νυμφώνος), του οποίου η καταγωγή του ανάγεται σε μια βιβλική μεταφορά, είχε ειδική γνωστική σημασία και εσχατολογικό περιεχόμενο (αποκατάσταση της διασπασμένης εικόνας του Θεού). Φαίνεται ότι μπορούσε να επαναληφθεί, ιδιαίτερα όταν είχε τη μορφή πραγματικής σεξουαλικής συνεύρεσης. Μια άλλη βασική τελετή ήταν η επανένδυση του ανθρώπου μετά την απογύμνωση στη διάρκεια του βαπτίσματος. Εδώ εννοείται συμβολικά η αποποίηση του υλικού σώματος και η ένδυση του φορέματος του φωτός που αποκαθιστά την εικόνα του Θεού. Πέρα από αυτές τις βασικές τελετές οι Γνωστικοί είχαν στη διάθεσή τους και τελετουργικές μορφές λόγου: προσευχές, δοξολογίες, αρεταλογίες της θεότητας, ύμνους και εκστατικές ρήσεις (π.χ. γλωσσολαλιά ή ξόρκια). Τέλος, σ’ αυτό το πλαίσιο μπορούν να αναφερθούν και πρακτικές τελετουργικής συμπεριφοράς που δε σχετίζονται τόσο με συγκεκριμένες τελετές, αλλά στοχεύουν στο να ξεχωρίσουν έναν άνθρωπο ή μια κοινότητα από τον υπόλοιπο κόσμο. Πρόκειται κυρίως για τύπους βίου με εγκρατιτική σήμανση, όπως νηστεία, παρθενία, ασκητισμός. Συνοψίζοντας, μπορεί κανείς να πει ότι ο στόχος των γνωστικών τελετουργιών ήταν η αποκατάσταση της πρωταρχικής ενότητας του ανθρώπου. Αυτή η διαδικασία μπορεί να εννοηθεί σε πιο βιβλική βάση ως η ένωση αρσενικού και θηλυκού στον πρωταρχικό ανδρόγυνο, είτε σε πιο πλατωνική βάση ως αποκατάσταση της ψυχής στην αρχική της κατάσταση