Νικόλαος Αστρινίδης
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Νικόλαος Αστρινίδης (6 Μαϊου 1921-) είναι συνθέτης, αρχιμουσικός, πιανίστας, και παιδαγωγός. Θεωρείται ένας από τους τελευταίους αντιπροσώπους[1] της εθνικής σχολής και από τους κορυφαίους Έλληνες συμφωνιστές της μεταπολεμικής περιόδου.[2]
Πίνακας περιεχομένων |
[Επεξεργασία] Βίος
Έλληνας της Βαλκανικής Διασποράς, ο Αστρινίδης γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Άκερμαν της Βεσσαραβίας (Ρουμανία). Ο πατέρας του, μετανάστης από το Σκοπό της Ανατολικής Θράκης, δημιούργησε σημαντική περιουσία στην τσαρική Ρωσία. Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, κατέφυγε στη Βεσσαραβία, προσαρτημένη εκείνη την εποχή στην Ρουμανία, όπου παντρεύτηκε μια Ρουμανορωσίδα και απέκτησε τρεις γιούς. Παρά την ισχυρή Ελληνική συνείδηση στην οικογένεια, κανείς δεν μιλούσε Ελληνικά. Ο συνθέτης μεγάλωσε στην κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα της μεσοπολεμικής Ρουμανίας και ήδη από την εφηβική του ηλικία έδειξε σημαντική κλίση στη μουσική. Ικανοποιώντας πατρικές επιθυμίες σπούδασε Χημεία στο Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου, ενώ ταυτόχρονα φοίτησε στο Ωδείο της ίδιας πόλης.[3]
Η έναρξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου έφερε σύντομα χάος και στην Ρουμανία. Η Σοβιετική εισβολή του 1940 χώρισε την οικογένεια Αστρινίδη στα δύο. Μετά από κινηματογραφικές περιπέτειες, ο συνθέτης και οι γονείς του κατάφεραν να διαφύγουν στη Μέση Ανατολή. Ο Αστρινίδης κατατάχθηκε στην Ελληνική Βασιλική Αεροπορία και υπηρέτησε στην 335η μοίρα καταδιώξεων υπό τον θρυλικό Βαρβαρέσο. Τα δύο χρόνια που πέρασε στο μέτωπο της Λιβύης υπήρξαν τα πλέον δραματικά για την έκβαση του πολέμου. Ένας τραυματισμός στο πόδι και η ακόλουθη παρασημοφόρηση έφεραν τον συνθέτη στο Κάιρο, την πλέον κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα του κόσμου. Εκεί ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως πιανίστας και συνθέτης, αποσπώντας Πρώτο Βραβείο Πιανιστικής Ερμηνείας και Σύνθεσης στο φημισμένο Eisteddfod Festival με την Κυπριακή Ραψωδία.
[Επεξεργασία] Σταδιοδρομία
Η διεθνής σταδιοδρομία του Αστρινίδη (1947-1964) υπήρξε εντυπωσιακότατη για τα Ελληνικά δεδομένα, περιλαμβάνοντας περίπου 2500 συναυλίες σε τέσσερις ηπείρους, συνεργασίες με κορυφαίους σολίστ (Jacques Thibaud, Henryk Szeryng) και πρεμιέρες σε σημαντικές αίθουσες και φεστιβάλ.
Για 21 χρόνια διετέλεσε αρχιμουσικός[4] της Φιλαρμονικής Ορχήστρας Δήμου Θεσσαλονίκης. Στις 14 Μαρτίου του 1990 έγινε συναυλία[5] προς τιμήν με τις Μαρία Τάνη, Έφη Χατζηδημητρίου και διάφορες άλλες Θεσσαλονικείς. Υπάρχει χορωδία με το όνομα του ενώ έχει δώσει παραπάνω απο 3.000 συναυλίες. Επίσης είναι καλλιτεχνικός σύμβουλος στην Κυπριακή Ακαδημία μουσικής [6].
[Επεξεργασία] Εργογραφία
Έγραψε τα έργα Άγιος Δημήτριος, Κύριλλος και Μεθόδιος, Νεανικά χρόνια του Μέγα Αλέξανδρου, Κυπριακή ραψωδία[7] (1944-1945), Δύο κομμάτια σε ελληνικό ύφος, Συμφωνία 1821 κ.α.
Τη συστηματική καταγραφή και μελέτη του έργου του έχει αναλάβει ο Δρ. Ηλίας Χρυσοχοΐδης (Ilias Chrissochoidis), συγγραφέας της διπλωματικής εργασίας Το συνθετικό έργο του Νίκου Αστρινίδη: Μια πρώτη προσέγγιση (Τμήμα Μουσικών Σπουδών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, 1992, 500 σσ.).[8]. Πιανίστας, αρχιμουσικός και συνθέτης. Γεννήθηκε το 1921 στο Άκερμαν της Βεσσαραβίας (Ρουμανία). Ο πατέρας του καταγόταν από το Σκοπό της Ανατολικής Θράκης. Τις μουσικές του σπουδές άρχισε στη γενέτειρά του σε ηλικία 11 χρονών. Το 1939 συνέχισε τις σπουδές του στο Ωδείο Βουκουρεστίου, ενώ πήρε μαθήματα και από τον Dinu Lipatti. Παράλληλα, σπούδασε Χημεία στο Πανεπιστήμιο. Λόγω του πολέμου έφυγε το 1940 με τους γονείς του στη Μέση Ανατολή, όπου κατατάχθηκε εθελοντής στην Ελληνική Αεροπορία και υπηρέτησε για 2 χρόνια στο μέτωπο της Λιβύης (του απενεμήθη το Μετάλλιο Εξαίρετων Πράξεων). Με την απόσπασή του στο Υπουργείο Αεροπορίας στο Κάιρο, το 1943, μπόρεσε να συνεχίσει με προσωπική μελέτη τις μουσικές σπουδές του και λίγο αργότερα άρχισε τις πρώτες του εμφανίσεις ως πιανίστας. Ως το 1945 έδωσε περίπου 80 συναυλίες για τα Ελληνικά και Συμμαχικά στρατεύματα. Το 1944 απέσπασε το Α' Βραβείο στο Διεθνές Φεστιβάλ του Eisteddfod στο Κάιρο ως πιανίστας και συνθέτης. Τον επόμενο χρόνο (1945) διηύθυνε στην Όπερα του Καΐρου το συμφωνικό του έργο "Οιδίπους Τύραννος". Το 1947 πήγε στο Παρίσι, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Schola Cantorum το 1948 παίρνοντας διπλώματα δεξιοτεχνίας πιάνου και σύνθεσης με βαθμό άριστα.
Αμέσως σχεδόν μετά την αποφοίτησή του άρχισε ασταμάτητες περιοδείες ως πιανίστας σε όλο τον κόσμο δίνοντας περισσότερες από 3000 συναυλίες είτε ως σολίστ είτε σε σύμπραξη με άλλους καλλιτέχνες. Έχει συνεργαστεί, μεταξύ άλλων, με τον βιολοντσελίστα Bernard Michelin και με τους βιολονίστες Christian Ferrat, Henryk Szeryng και Jacques Thibaud, ενώ έχει ηχογραφήσει στους ραδιοφωνικούς σταθμούς των περισσότερων μεγάλων πρωτευουσών του κόσμου. Συμμετείχε, επίσης, στα Φεστιβάλ Αθηνών και Οχρίδας. Το 1949 ο μουσικός οίκος "Ricordi Ameri-cana" εξέδωσε έργα του για πιάνο. Η α' εκτέλεση του συμφωνικού του ποιήματος "Ο Πύργος της Μοναξιάς" δόθηκε στο Theatre des Champs-Elysees, στο Παρίσι, το 1950 από την Οrchestre de la Societe des Concerts du Conservatoire και αναμεταδόθηκε από το Εθνικό Δίκτυο της Γαλλικής Ραδιοφωνίας. Επίσης, το έργο του "Fantaisie Concertante" για βιολί και πιάνο εκτελέστηκε στην Salle Gaveau στο Παρίσι το 1951 και στο Φεστιβάλ του Αμβούργου το 1952. Στην τριετία 1959-1962 βρέθηκε σχεδόν μόνιμα στη Μαρτινίκα των Γαλλικών Αντιλλών, όπου ύστερα από εντολή της Γαλλικής Κυβέρνησης μαζί με τον Dolette Frantz ίδρυσαν και διηύθυναν μουσική σχολή, ενώ ο ίδιος ίδρυσε και διηύθυνε την Ορχήστρα Δωματίου των Γαλλικών Αντιλλών. Από το 1965 και ως το 1986 ήταν διευθυντής της Φιλαρμονικής και της Μικτής Χορωδίας του Δήμου Θεσσαλονίκης.
Τον επόμενο χρόνο (1966) παρουσίασε στα "Α' Δημήτρια" τα ορατόριά του "Άγιος Δημήτριος" και "Κύριλλος και Μεθόδιος". Στα πλαίσια της ίδιας διοργάνωσης εκτελέστηκαν το ορατόριό του "Ψαλμοί" (1968) και η "Συμφωνία 1821" (1971). Από το 1970 έχει πραγματοποιήσει 15 περίπου περιοδείες με την τριπλή του ιδιότητα στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία.
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Μουσικής Εταιρείας Βορείου Ελλάδος, ενώ διετέλεσε και μέλος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της κίνησης για τη δημιουργία Όπερας στη Θεσσαλονίκη, διηύθυνε μερικές από τις πρώτες παραστάσεις της Όπερας Θεσσαλονίκης, ενώ αργότερα ίδρυσε και διηύθυνε τις παραστάσεις της Όπερας Δωματίου Βορείου Ελλάδος.
Από το 1979 διευθύνει τη Μαντολινάτα Θεσσαλονίκης και από το 1980 είναι διευθυντής του Μακεδονικού Ωδείου Θεσσαλονίκης. Έχει τιμηθεί με το Μετάλλιο του Τάγματος Γεωργίου Α' (1962). Είναι μέλος της Γαλλικής "Ένωσης Συγγραφέων, Συνθετών και Μουσικών Εκδοτών" (S.A.C.E.M., Παρίσι), της "Διεθνούς Εταιρείας Σύγχρονης Μουσικής"(Παρίσι) και της "Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών"- Αθήνα. Το συνθετικό του έργο, αναγνωρισμένο ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του '40, περιλαμβάνει ορατόρια, συμφωνικά έργα, έργα για πιάνο, έργα μουσικής δωματίου, σκηνική μουσική και τραγούδια, ενώ πρόσφατα αποτέλεσε θέμα διπλωματικής εργασίας στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Αριστοτέλειο Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Συναυλίες αποκλειστικά αφιερωμένες στο έργο του έχουν δοθεί σε πολλές πόλεις του κόσμου.
[Επεξεργασία] Αναφορές
- ↑ Διεθνές μουσικολογικό συνέδριο, Ηλίας Χρυσοχοΐδης
- ↑ Βλ. κριτικά σημειώματα του Γιώργου Λεωτσάκου
- ↑ Ilias Chrissochoidis, From Romanian folklore to Greek nationalism
- ↑ Δήμος Θεσαλλονίκης
- ↑ εφημ. Παρατηρητής, φ. 17.3.1990.
- ↑ Κυπριακή Ακαδημία Μουσικής
- ↑ Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης /"Ελληνικές Μουσικές Γιορτές"
- ↑ Unpublished Academic Literature