Κρητική λογοτεχνία της Βενετοκρατίας
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η λογοτεχνική παραγωγή της Κρήτης κατά τη διάρκεια της Βενετοκρατίας είναι πολύ αξιόλογη και σημαντική για την μετέπειτα πορεία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Όπως και όλη η καθαρά λογοτεχνική παραγωγή της ίδιας περιόδου στην Ελλάδα, είναι αποκλειστικά έμμετρη. Η πλούσια παραγωγή οφείλεται στην οικονομική και πνευματική ανάπτυξη που παρατηρήθηκε στην Κρήτη κατά την περίοδο της βενετοκρατίας. Η ειρηνική διαβίωση και η επαφή με έναν ανεπτυγμένο πνευματικά και πολιτιστικά λαό ήταν οι παράγοντες που συνετέλεσαν στην άνθηση της παιδείας και των γραμμάτων και στην εμφάνιση αξιόλογης λογοτεχνικής παραγωγής.
Η λογοτεχνική παραγωγή χωρίζεται σε δύο περιόδους. Η πρώτη ξεκινά από τα μέσα του 14ου αι. και καταλήγει στο 1590 περίπου. Ονομάζεται «περίοδος της προετοιμασίας», γιατί η παραγωγή ακόμα δεν διαφοροποιείται αισθητά από τη βυζαντινή παράδοση και τη δυτική λογοτεχνία του Μεσαίωνα. Η δεύτερη, 1590-1669 (άλωση της Κρήτης από τους Οθωμανούς), είναι η περίοδος της ακμής, με φανερή την επίδραση της λογοτεχνίας της ιταλικής αναγέννησης.
Πίνακας περιεχομένων |
[Επεξεργασία] Περίοδος της προετοιμασίας
Σύμφωνα με τις νεότερες έρευνες οι αρχές της κρητικής λογοτεχνίας τοποθετούνται στον 14ο αιώνα, στα ποιήματα του Στέφανου Σαχλίκη (1330-1391 περίπου). Τα ποιήματα της περιόδου μπορούν γενικά να διακριθούν στις εξής κατηγορίες: Διδακτικά και Θρησκευτικά, Σατιρικά-Χιουμοριστικά, Ερωτικά και Ιστορικά. Η γλώσσα των ποιημάτων, χωρίς να απουσιάζουν κρητικά διαλεκτικά στοιχεία, έχει πολλές ομοιότητες με την γλώσσα των άλλων υστεροβυζαντινών δημωδών κειμένων και συχνά είναι ανάμικτη με λόγια στοιχεία και η κυριότερη στιχουργική μορφή τους είναι ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος στίχος, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Στην ποίηση του Στέφανου Σαχλίκη συναντάμε την πρώτη συστηματική χρήση της ομοιοκαταληξίας στην νεοελληνική λογοτεχνία και στα επόμενα χρόνια διαπιστώνουμε ότι η ομοιοκαταληξία καθιερώθηκε στα περισσότερα ποιήματα (με εξαίρεση κυρίως κάποια ποιήματα ηθικοπλαστικού ή θρησκευτικού περιεχομένου) και τελειοποιήθηκε και οριστικοποιήθηκε η χρήση του ομοιοκατάληκτου δίστιχου ως βασικής οργανωτικής μονάδας του κειμένου. Το καλύτερο έργο της πρώιμης περιόδου είναι ο Απόκοπος του Μπεργαδή, όμως και πολλά άλλα από τα κείμενα αυτής της εποχής έγιναν δημοφιλή και επέζησαν είτε μέσω των έντυπων εκδόσεων (κυρίως τα θρησκευτικά και ηθικοδιδακτικά κείμενα), είτε μέσω των χειρογράφων, είτε μέσω της προφορικής επιβίωσής τους και της επίδρασής τους σε λαϊκά προφορικά τραγούδια. Η επίδραση των ποιημάτων αυτών στην κρητική λογοτεχνία της ακμής ήταν ελάχιστη· ουσιαστικά η μόνη συμβολή τους ήταν η επεξεργασία του ιδιωματικού λόγου και η χρήση του στην λογοτεχνία και η καθιέρωση της ομοιοκαταληξίας.
[Επεξεργασία] Διδακτικά και θρησκευτικά έργα
Ο πρώτος εκπρόσωπος του είδους αυτού είναι ο Λεονάρδος Ντελαπόρτας (1330 περ. -1419/1420). Καταγόταν από οικογένεια εμπόρων και είχε αξιόλογη μόρφωση. Έγραψε 4 εκτενή ποιήματα: Ερωτήματα και αποκρίσεις Ξένου και Αληθείας, Λόγος περί ανταποδόσεως και Υπομνηστικόν, Στίχοι θρηνητικοί εις τον Επιτάφιον θρήνον, Λόγοι παρακλητικοί προς τον Χριστόν και την Θεοτόκον. Θρησκευτικού και ηθικοδιδακτικού περιεχομένου ποιήματα έγραψε και ο βενετικής καταγωγής Μαρίνος Φαλιέρος (1397-1474). Τα διδακτικά του έργα είναι η Ρίμα παρηγορητική, στο οποίο παρηγορεί έναν φίλο που έχασε την οικογένεια και την περιουσία του, και οι Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν, με συμβουλές για την οικογενειακή ζωή βασισμένες στην χριστιανική διδασκαλία. Θρησκευτικού περιεχομένου είναι το έργο του Θρήνος εις τα Πάθη και την Σταύρωσιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Θρησκευτικό θρήνο έγραψε και ο Ιωάννης Πλουσιαδηνός (1429-1500 περίπου), τον Θρήνο της Θεοτόκου για τα πάθη στου Χριστού. Στην κατηγορία των διδακτικών ποιημάτων εντάσσεται η Ρίμα θρηνητική εις τον πιστόν και ακόρεστον Άδη του Ιωάννη Πικατόρου, που αφηγείται την κατάβαση και περιήγηση του ήρωα στον Κάτω Κόσμο. Ανάλογη θεματολογία έχει και το πιο γνωστό και αξιόλογο από τα έργα της πρώιμης περιόδου, ο Απόκοπος του Μπεργαδή, που εκδόθηκε πρώτη φορά το 1509 και έκτοτε έγινε ένα από τα δημοφιλέστερα έργα της Τουρκοκρατίας και εκδόθηκε περισσότερες από 10 φορές, όμως το συγκεκριμένο έργο θεωρείται ότι δεν έχει ηθικοδιδακτική διάθεση[1]. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η απόπειρα έμμετρης διασκευής των βιβλίων Γένεση και Έξοδος της Παλαιάς Διαθήκης από τον Γεώργιο Χούμνο: Η Κοσμογέννησις.
[Επεξεργασία] Ερωτικά έργα
Ερωτικά ποιήματα όπως τα αντίστοιχα Ερωτοπαίγνια της Ρόδου ή τα Κυπριακά ερωτικά ποιήματα δεν γράφτηκαν στην Κρήτη. Τα μόνα δείγματα με ερωτικό περιεχόμενο είναι δύο έργα του Μαρίνου Φαλιέρου, Ιστορία και Όνειρο και Ερωτικόν ενύπνιον, που ακολουθούν την δυτική παράδοση των κειμένων που αφηγούνται ερωτικά όνειρα, και η ανώνυμη Ριμάδα κόρης και νιού.
[Επεξεργασία] Σατιρικά έργα
Σατιρικό περιεχόμενο έχουν τα έργα του Στέφανου Σαχλίκη, που σύμφωνα με τις νεότερες έρευνες γεννήθηκε το 1331 και όχι στον 15ο αι., όπως πιστευόταν παλιότερα, και καταγόταν από εύπορη αστική οικογένεια του Ηρακλείου. Μετά τον λοιμό του 1348 έχασε όλα τα μέλη της οικογένειάς του και κληρονόμησε μια τεράστια περιουσία, μεγάλο μέρος της οποίας ξόδεψε με την άστατη ζωή του και τελικά κατέληξε στην φυλακή. Μετά την αποφυλάκισή του εργάστηκε ως δικηγόρος. Η πολυτάραχη ζωή του περιγράφεται στο τελευταίο ποίημά του, Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη, όπου διεκτραγωγούνται τα δεινά της ζωής του. Τα άλλα ποιήματά του έχουν διάθεση κυρίως σατιρική και χιουμοριστική. Σε αυτά διακωμωδεί τη ζωή του στην φυλακή και σατιρίζει τις «πολιτικές» (πόρνες), μία εκ των οποίων κατηγορεί ότι τον έστειλε στην φυλακή με άδικη μήνυση. Άλλα σατιρικά και χιουμοριστικά έργα ανωνύμων είναι τα Συναξάριον των ευγενικών γυναικών και τιμιωτάτων αρχόντισσων, Έπαινος των γυναικών (σε οκτασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους) και Θρήνος του Φαλίδου του πτωχού (σε επτασύλλαβους και οκτασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους). Χιουμοριστικό περιεχόμενο με πρωταγωνιστές ζώα έχουν και τα ανώνυμα ποιήματα Γαδάρου, Λύκου κι Αλουπούς διήγησις ωραία, διασκευή του υστεροβυζαντινού Συναξαρίου του τετιμημένου γαϊδάρου και Ο κάτης και οι ποντικοί.
[Επεξεργασία] Ιστορικά έργα
Ιστορικό περιεχόμενο έχουν τα αφηγηματικά στιχουργήματα Συμφορά της Κρήτης του Μανόλη Σκλάβου και το ανώνυμο Το τραγούδι της Φιαγκούσας, που αναφέρονται στον σεισμό που έπληξε την Κρήτη στις 29 Μαΐου 1508. Μεταγενέστερο ιστορικό ποίημα είναι η Μάλτας πολιορκία του Αντώνιου Αχέλη που περιγράφει την πολιορκία της Μάλτας από τους Τούρκους το 1565 και βασίζεται σε ξένο πρότυπο.
[Επεξεργασία] Περίοδος της ακμής
Η περίοδος της ακμής της Κρητικής λογοτεχνίας τοποποθετείται στα τέλη του 16ου αι. μέχρι την κατάκτηση της Κρήτης από τους Οθωμανούς, το 1669. Η πλούσια λογοτεχνική παραγωγή σχετίζεται άμεσα με την κοινωνική, οικονομική και πνευματική άνθηση που σημειώθηκε στο νησί κατά τα τέλη του 16ου αι., όταν έπαψαν οι Οθωμανικές εισβολές και τα επαναστατικά κινήματα των κατοίκων. Παράλληλα, η σταδιακή παρακμή του φεουδαρχικού συστήματος και η οικονομική ανάπτυξη της αστικής τάξης διευκόλυναν την πνευματική εξέλιξη και την δημιουργία αξιόλογης πνευματικής κίνησης. Επίκεντρο της πνευματικής ζωής ήταν οι «Ακαδημίες» που ίδρυαν διανοούμενοι που προέρχονταν από τις τάξεις των αστών ή των ευγενών. Τα μέλη των Ακαδημιών οργάνωναν συγκεντρώσεις στις οποίες απαγγέλλονταν τα ποιήματά τους ή ανεβάζονταν θεατρικές παραστάσεις. Οι πιο γνωστές Ακαδημίες ήταν η Ακαδημία των Vivi στο Ρέθυμνο, των Stravaganti στο Ηράκλειο και των Sterili στα Χανιά.
Το βασικό χαρακτηριστικό της περιόδου της ακμής είναι η ανάπτυξη του θεατρικού λόγου: τα περισσότερα έργα είναι δραματικά, με εξαίρεση τον Ερωτόκριτο του Βιτσέντζου Κορνάρου, που είναι έμμετρη μυθιστορία, και την Βοσκοπούλα, που είναι ποιμενικό ειδύλλιο.
Τα έργα αυτά ακολουθούν κυρίως ιταλικά πρότυπα, με αρκετή όμως ελευθερία στην διασκευή και κάποιες φορές ανώτερη ποιότητα από τα πρότυπα. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται είναι το κρητικό ιδίωμα, που καλλιεργείται και εξυψώνεται σε λογοτεχνική γλώσσα.
[Επεξεργασία] Θέατρο
Το θέατρο είναι το λογοτεχνικό είδος που αντιπροσωπεύεται από τον μεγαλύτερο αριθμό έργων στην περίοδο της ακμής και μπορεί κανείς να συμπεράνει με βεβαιότητα ότι η θεατρική παραγωγή ήταν πλουσιότερα από τα σωζόμενα έργα, αν κρίνει από το γεγονός ότι παραπάνω από τα μισά σωζόμενα θεατρικά έργα παραδίδονται στο ίδιο και μοναδικό χειρόγραφο, και επιπλέον υπάρχουν μαρτυρίες για παραστάσεις κωμωδιών κατά την διάρκεια του Καρναβαλιού κάθε χρόνο. Καλλιεργήθηκαν όλα τα είδη του θεατρικού λόγου, η τραγωδία, η κωμωδία, το θρησκευτικό δράμα και το ποιμενικό δράμα. Στη διοργάνωση των παραστάσεων έπαιζαν ρόλο και οι ακαδημίες. Οι κωμωδίες παίζονταν σε υπαίθριο χώρο (ενδεχομένως στις πλατείες των πόλεων) και οι ηθοποιοί (όλοι άντρες) φαίνεται πως ήταν ερασιτέχνες.
[Επεξεργασία] Τραγωδίες
Το πρώτο χρονολογικά έργο του κρητικού θεάτρου είναι μία τραγωδία, αλλά γραμμένη σε ιταλική γλώσσα, η Fedra του Φραντσέσκου Μπότσα, κρητικού φοιτητή της νομικής στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα, που τυπώθηκε το 1578. Η Fedra βασίζεται στον γνωστό θέμα της Φαίδρας και του Ιππολύτου, ακολουθεί τις συμβάσεις της κλασικίζουσας δραματουργίας (πρόλογος και πέντε πράξεις με χορικά) και είναι γραμμένη σε ιαμβικό ενδεκασύλλαβο στίχο. Η πρώτη σωζόμενη τραγωδία σε ελληνική γλώσσα είναι η Ερωφίλη του Γεώργιου Χορτάτση, που όπως φαίνεται γράφτηκε στα τέλη του 16 ου αι., και ακολουθούν ο Βασιλεύς ο Ροδολίνος, του Ιωάννη Ανδρέα Τρωίλου, που τυπώθηκε το 1647 και τέλος ο Ζήνων, αγνώστου συγγραφέα, που γράφτηκε μετά το 1648, έτος έκδοσης του ιταλικού προτύπου της. Ωστόσο η κρητική καταγωγή της τελευταίας αυτής τραγωδίας έχει αμφισβητηθεί πρόσφατα, καθώς υποστηρίζεται ότι γράφτηκε στα Επτάνησα, υπό την επίδραση του κρητικού θεάτρου, ενδεχομένως από κρητικό που είχε καταφύγει εκεί μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Οθωμανούς.
Το κοινό στοιχείο που παρουσιάζουν οι τρεις τραγωδίες είναι η δραματική διαίρεση σε πρόλογο και πέντε πράξεις και η στιχουργική μορφή του ιαμβικού ομοιοκατάληκτου δεκαπεντασύλλαβου (με εξαίρεση τα χορικά που γράφονται σε ενδεκασύλλαβο). Επίσης, και οι τρεις βασίζονται σε συγκεκριμένα ιταλικά πρότυπα, τα οποία όμως αναπλάθουν με ελευθερία και κάποιες φορές θεωρούνται ανώτερα από αυτά.
Ωστόσο οι διαφορές ανάμεσα στα τρία έργα είναι σημαντικότερες από τις ομοιότητες, καθώς αυτά ακολουθούν διαφορετικά αισθητικά πρότυπα: η Ερωφίλη είναι μία τυπική κλασικίζουσα τραγωδία και τηρεί τις ενότητες χώρου και χρόνου. Ο Βασιλεύς Ροδολίνος είναι όπως και η Ερωφίλη τοποθετημένος στον συμβατικό χώρο της αρχαίας Αιγύπτου και έχει θέμα μία ερωτική ιστορία, προσεγγίζει όμως την τεχνοτροπία του μπαρόκ ως προς την σκιαγράφηση της ψυχολογίας των προσώπων και των εσωτερικών τους συγκρούσεων. Ακόμη, στερεί δραματουργικά σε σχέση με την Ερωφίλη, αλλά παρουσιάζει πολλές λυρικές αρετές. Ο Ζήνων είναι χαρακτηριστική μορφή μπαρόκ τραγωδίας με ιστορικό θέμα που βασίζεται στην επεισοδιακή δράση και το πλούσιο θέαμα αλλά είναι λιγότερο φροντισμένος στη γλώσσα και την στιχουργία.
- Για περισσότερες πλροφορίες δείτε τα κύρια άρθρα Ερωφίλη, Ζήνων (τραγωδία), Βασιλεύς ο Ροδολίνος
[Επεξεργασία] Κωμωδίες
Παραστάσεις κωμωδιών γίνονταν τακτικά τις Απόκριες, σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής. Τα έργα που σώζονται όμως είναι μόνο τρία: ο Κατσούρμπος του Χορτάτση, ο Στάθης, ανωνύμου και ο Φορτουνάτος, του Μάρκου Αντώνιου Φόσκολου (1597-1662). Ο Κατσούρμπος είναι η παλαιότερη χρονολογικά (δεκαετία του 1580) και αποτέλεσε πρότυπο για τις άλλες δύο κωμωδίες. Ο Στάθης προέρχεται από την ίδια περίπου εποχή. Ο συγγραφέας του μας είναι άγνωστος, αλλά κάποιοι φιλόλογοι εικάζουν ότι μπορεί να είναι έργο του Χορτάτση, βασιζόμενη στην κοινή περίπου εποχή συγγραφής και υφολογικές και δραματουργικές ομοιότητες. Παραδίδεται σε ένα χειρόγραφο του 17ου ή και του 18ου αι., μαζί με άλλα κρητικά θεατρικά έργα, αλλά το κείμενο έχει υποστεί περικοπές που εμποδίζουν συχνά την κατανόηση της εξέλιξης της πλοκής. Ο Φορτουνάτος είναι αρκετά μεταγενέστερος, από τα μέσα του 17ου αι., και είναι το μόνο έργο της κρητικής λογοτεχνίας που σώζεται σε χειρόγραφο γραμμένο από τον ίδιο τον συγγραφέα του.
Κοινό χαρακτηριστικό τους είναι η σχεδόν σύγχρονη θεματολογία, οι ήρωες που προέρχονται από μεσαία στρώματα των αστικών τάξεων, η τήρηση της ενότητας του χρόνου (η δράση διαρκεί μία ημέρα) και ο δεκαπεντασύλλαβος ομοιοκατάληκτος στίχος. Οι τρεις αυτές κρητικές κωμωδίες συνδέονται με την ιταλική commedia erudita, με την οποία έχουν πολλά κοινά όπως η κατανομή σε πέντε πράξεις (ο Στάθης σώζεται σε τρεις πράξεις εξαιτίας των περικοπών του χειρογράφου), ο πρόλογος, τα τυποποιημένα πρόσωπα (όπως οι καυχησιάρηδες -αλλά δειλοί- στρατιωτικοί, οι ερωτευμένοι γέροι και οι σχολαστικοί δάσκαλοι) και μοτίβα (όπως αυτό του χαμένου παιδιού, που χρησιμοποιείται για να δώσει αίσιο τέλος). Οι κρητικές κωμωδίες όμως έχουν λιγότερο περιπετειώδη και περίπλοκη δομή από τις αντίστοιχες ιταλικές, γι' αυτό δεν είναι εύκολο να βρεθεί κάποιο συγκεκριμένο έργο το οποίο μπορεί να χρησιμοποίησαν ως πρότυπο, έχουν εντοπιστεί όμως κάποιες σκηνές που απηχούν αντίστοιχες σκηνές ιταλικών έργων. Σημαντική διαφορά από την ιταλική παράδοση είναι η έμμετρη μορφή των κρητικών κωμωδιών, αφού στην Ιταλία ο πεζός λόγος κυριαρχούσε στην κωμωδία.
Η θεματολογία των τριών κωμωδιών είναι κοινή: πρωταγωνιστεί ένα ζευγάρι που αγαπιέται, αλλά η σχέση δεν μπορεί να επισημοποιθεί εξαιτίας των διαφορετικών σχεδίων των γονιών, που θέλου να παντρέψουν τα παιδιά τους με άλλους. Η αίσια έκβαση επιτυγχάνεται χάρη στο μοτίβο της εύρεσης ενός χαμένου παιδιού: και στον Κατσούρμπο και στον Φορτουνάτο αποδεικνύεται ότι η νεαρή ηρωίδα ήταν η χαμένη κόρη του ανθρώπου με τον οποίο σχεδίαζαν να την παντρέψουν οι δικοί της, και έτσι είναι ελεύθερη να παντρευτεί αυτόν που αγαπά. Πιο περίπλοκη είναι η υπόθεση του Στάθη, όπου τα πρωταγωνιστικά άτομα είναι τέσσερα: Χρύσιππος, Πάμφιλος, Φαίδρα και Λαμπρούσα. Ο Χρύσιππος θέλει να παντρευτεί την Λαμπρούσα και ο Πάμφιλος είναι ερωτευμένος με την Φαίδρα, η οποία όμως αγαπά τον Χρύσιππο. Εκεί το πρόβλημα λύνεται όταν αποκαλύπτεται ότι ο Χρύσιππος είναι ο χαμένος γιός του Στάθη, πατέρα της Φαίδρας, και έτσι το έργο τελειώνει με την προετοιμασία των γάμων της Χρύσιππου με την Λαμπρούσα και της Φαίδρας με τον Πάμφιλο. Και στις τρεις κωμωδίες γύρω από την υπόθεση συμπλέκονται διάφορα κωμικά επεισόδια με πρωταγωνιστές κυρίως τον Δάσκαλο, τον στρατιωτικό («μπράβο») και τον ερωτευμένο γέρο.
Πέρα από τις δομικές ομοιότητες, τα τρία αυτά έργα εμφανίζουν διαφορές ως προς τους τρόπους επίτευξης του χιούμορ και ως προς τα στοιχεία στα οποία δίνουν μεγαλύτερη έμφαση οι ποιητές: στον Κατσούρμπο το γέλιο στοιχείο επιτυγχάνεται κυρίως μέσω κωμικών σκηνών. Το στοιχείο της φάρσας είναι έντονο και στον Φορτουνάτο, όπου συναντώνται και σκηνές με βωμολοχικό χιούμορ, αλλά στο έργο κυρίως υπερέχει το ηθικό μήνυμα για την μεταστροφή της Τύχης. Ο Στάθης έχει περισσότερο σύνθετη πλοκή, με περισσότερες ανατροπές, αλλά ταυτόχρονα υπερτερεί στο λυρικό στοιχείο σε σχέση με τις άλλες δύο κωμωδίες.
Δείτε επίσης: Κατσούρμπος
[Επεξεργασία] Ποιμενικό δράμα
Το είδος της ποιμενικής ποίησης, που αναπτύχθηκε στην Ιταλία στο τελευταίο τέταρτο του 16ου, έγινε δημοφιλές και στην Κρήτη˙ σώζονται τρία ποιμενικά δράματα, δύο στα ελληνικά και ένα στα ιταλικά. Το ένα ελληνικό έργο είναι μετάφραση του Pastor Fido του Giambattista Guarini, έργου που μετά την εκτύπωσή του το 1590 διαδόθηκε και μεταφράστηκε σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Η κρητική μετάφραση, με τον τίτλο Ο πιστικός βοσκός, είναι αγνώστου συγγραφέα. Το άλλο ελληνικό έργο είναι η Πανώρια, του Γεώργιου Χορτάτση, που γράφτηκε όπως φαίνεται γύρω στο 1600. Δεν ακολουθεί συγκεκριμένο ιταλικό πρότυπο, αλλά βασίζεται στα τυπικά μοτίβα της ιταλικής ποιμενικής ποίησης (ερωτευμένοι βοσκοί, βοσκοπούλες που αδιαφορούν, Σάτυροι και νύμφες), μεταφερμένα σε ελληνικό σκηνικό (διαδραματίζεται στην Ίδη) αλλά με λιγότερες μυθολογικές αναφορές και ταυτόχρονα διανθισμένα από την ειρωνεία του Χορτάτση, που «προσγειώνει» την ειδυλλιακή απεικόνιση της ποιμενικής ζωής παρουσιάζοντας ρεαλιστικά στοιχεία από την αγροτική ζωή της Κρήτης. Το ιταλικό έργο είναι η Amorosa Fede του Αντώνιου Πάντιμου, που γράφτηκε το 1620.
[Επεξεργασία] Θρησκευτικό δράμα: Η Θυσία του Αβραάμ
- Για περισσότερες πληροφορίες δείτε: Η Θυσία του Αβραάμ
Το μόνο θρησκευτικό δράμα που είναι γνωστό είναι η Θυσία του Αβραάμ, που αποδίδεται στον Κορνάρο. Το έργο αναφέρεται στο γνωστό επεισόδιο της Παλαιάς Διαθήκης και βασίζεται στο δράμα Lo Isach του Luigi Grotto, το οποίο όμως χειρίζεται ελεύθερα. Η Θυσία του Αβραάμ ξεχωρίζει από τις άλλες τραγωδίες γιατί δεν ακολουθεί την παραδοσιακή διαίρεση σε πράξεις και δεν έχει χορικά.
[Επεξεργασία] Ιντερμέδια
Τα ιντερμέδια, από την ιταλική λέξη intermedio και intermezzo ήταν σύντομα δραματικά κείμενα που προορίζονταν είτε για παράσταση ανάμεσα στις πράξεις των θεατρικών έργων, είτε για αυτόνομη παράσταση. Τα κρητικά ιντερμέδια κυμαίνονται από 34 έως 224 στίχους σε έκταση και διακρίνονται δύο τεχνοτροπικές τάσεις: μία περισσότερο λυρική και μία βασισμένη στη δράση και στον οπτικό εντυπωσιασμό, με σκηνικές ανάγκες για μηχανήματα, εντυπωσιακά κοστούμια και άλλα θεαματικά εφέ, μουσική και μπαλέτα που αναπαριστούν μάχες (moresca). Τα θέματά τους προέρχονται από την ελληνική μυθολογία, τον Τρωικό πόλεμο και τις Σταυροφορίες, με πηγές την Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ (Gerusalemme liberata) του Τορκουάτο Τάσο και τις Μεταμορφώσεις του Andrea dell’ Anguillara. Τα ιντερμέδια φαίνεται πως χρησιμοποιούνταν αυτόνομα σε σχέση με τα έργα, αφού συχνά μεταφέρονται από χειρόγραφο σε χειρόγραφο σε διαφορετικό έργο. Συνολικά είναι 18 κείμενα: τα τέσσερα από αυτά προέρχονται από την Ερωφίλη, φαίνεται πως γράφτηκαν από τον Χορτάτση και είναι τα μόνα που έχουν θεματική συνοχή μεταξύ τους. Από τέσσερα ιντερμέδια έχει και η κωμωδία Φορτουνάτος και άλλα δύο η κωμωδία Στάθης. Για την Πανώρια σώζονται διαφορετικές σειρές ιντερμεδίων στα διάφορα χειρόγραφα που παραδίδονται: το ένα χειρόγραφο παραδίδει τρία ιντερμέδια, ως ιντερμέδια της Πανώριας αναφέρονται τέσσερα κείμενα που έχουν αντιγραφεί μετά τον Κατσούρμπο στο χειρόγραφο που σώζει και τα δύο έργα μαζί, ενώ στο ίδιο χειρόγραφο ανάμεσα στις πράξεις της Πανώριας παραδίδεται ένα άλλο ιντερμέδιο.
[Επεξεργασία] Ποιμενικό ειδύλλιο: Η Βοσκοπούλα
Η Βοσκοπούλα είναι έργο ανωνύμου συγγραφέα που τυπώθηκε για πρώτη φορά το 1627 στην Βενετία, με δαπάνες ενός κρητικού, του Νικολάου Δρυμητινού, όπως πληροφορούμαστε από έναν άτεχνο επίλογο που έχει προσθέσει ο ίδιος. Αποτελείται από 476 ενδεκασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους χωρισμένους σε 119 τετράστιχες στροφές. Το έργο αφηγείται την τυχαία συνάντηση και τον κεραυνοβόλο έρωτα ενός βοσκού και μιας πολύ όμορφης βοσκοπούλας. Το ζευγάρι έζησε λίγες ευτυχισμένες μέρες και αποχωρίστηκε όταν θα επέστρεφε ο πατέρας της κοπέλας. Ο βοσκός τής υποσχέθηκε ότι θα επιστρέψει σε ένα μήνα, αρρώστησε όμως και δεν μπόρεσε να εκπληρώσει την υπόσχεσή του εγκαίρως. Όταν, μετά από καιρό, επέστρεψε, βρήκε μόνο τον πατέρα της κοπέλας, ο οποίος του εξήγησε ότι η βοσκοπούλα αρρώστησε και πέθανε από την στενοχώρια, επειδή πίστεψε ότι ο αγαπημένος της την ξέχασε.
Στο έργο απαντώνται όλα τα μοτίβα της «αρκαδικής ποίησης», όπως οι ειδυλλιακές περιγραφές που δεν αντιστοιχούν με το φυσικό τοπίο της Κρήτης. Η γλώσσα είναι η κρητική διάλεκτος όπως αυτή είχε διαμορφωθεί στην περίοδο της ακμής και όχι η μεσαιωνική γλώσσα των κειμένων της περιόδου της προετοιμασίας. Γι' αυτόν τον λόγο υποθέτουμε ότι το έργο είχε γραφτεί στα τέλη του 16ου αι. ή στις αρχές του 17ου. και πιθανότατα αρκετά πριν την πρώτη έντυπη έκδοση, το 1627, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από την πληροφορία του Δρυμητινού ότι ήδη τότε το ποίημα είχε γίνει δημοφιλές και υπήρχαν πολλά χειρόγραφἀ του. Το έργο αγαπήθηκε πολύ και κυκλοφορούσε σε πολλές χειρόγραφες και έντυπες εκδόσεις, όχι μόνο στην Κρήτη, αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Τραγουδήθηκε πολύ και σε διάφορες προφορικές παραλλαγές, και γι' αυτόν τον λόγο πιστευόταν παλιότερα ότι ήταν λαϊκό έργο.
[Επεξεργασία] Μυθιστορία: Ερωτόκριτος
- Για περισσότερες πληροφορίες δείτε: Ερωτόκριτος
Στο είδος της μυθιστορίας ανήκει το γνωστότερο έργο της κρητικής λογοτεχνίας, ο Ερωτόκριτος, του Κορνάρου. Είναι ένα εκτενές έμμετρο αφήγημα που εξιστορεί τον περιπετειώδη έρωτα μεταξύ της Αρετούσας, κόρης του βασιλιά της Αθήνας, και του Ερωτόκριτου, γιού ενός αυλικού. Βασίζεται στο γαλλικό κείμενο Paris et Vienne, από το οποίο όμως έχει αρκετές διαφορές στην πλοκή, και αναπλάθει ένα ιπποτικό περιβάλλον με πολλά παραμυθιακά στοιχεία, τοποθετημένο όμως στον ελληνικό κόσμο.
[Επεξεργασία] Αναφορές
- ↑ A. F. van Gemert, «Λογοτεχνικοί πρόδρομοι», Λογοτεχνία και κοινωνία στην Κρήτη της Αναγέννησης, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1997, σ. 78
[Επεξεργασία] Πηγές
- Λογοτεχνία και κοινωνία στην Κρήτη της Αναγέννησης, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1997
- Κ.Θ.Δημαρά, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Ίκαρος, Αθήνα 1975
- Λίνου Πολίτη, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ,Αθήνα 1978
- Π.Δ.Μαστροδημήτρη, Η ποίηση του Νέου Ελληνισμού, Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα 2001
- Π.Δ.Μαστροδημήτρη, Εισαγωγή στη νεοελληνική φιλολογία, εκδ.Δόμος, Αθήνα 2005
- Στ. Αλεξίου, «Εισαγωγή» στο Μπεργαδής: Απόκοπος-Η Βοσκοπούλα, Εστία, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα1998
- Στυλιανός Αλεξίου -Μάρθα Αποσκίτη, εισαγωγή στο Ζήνων. Κρητοεπτανησιακή τραγωδία, Στιγμή, Αθήνα 1991