Ευαγγελιστής

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο όρος ευαγγελιστής μπορεί να αναφέρεται

  1. Με ευρύτερη έννοια, σε εκείνον που φέρει ή κομίζει ευαγγέλιο, ο αγγελιοφόρος καλών νέων[1].
  2. Σε καθέναν από τους συγγραφείς των Ευαγγελίων που περιέχονται στην Καινή Διαθήκη, δηλαδή στους Ευαγγελιστές Ματθαίο, Μάρκο, Λουκά και Ιωάννη.
  3. Σε ένα μέλος Προτεσταντικής ομολογίας, οι οποίες τονίζουν γενικότερα την κεντρική θέση της Αγίας Γραφής, τη δικαίωση δια της πίστεως και την ανάγκη προσωπικής μεταστροφής. Στην Ελλάδα ο όρος αυτός χρησιμοποιείται κάποιες φορές για να περιγράψει τα μέλη των Ευαγγελικών εκκλησιών, οι οποίοι ονομάζονται Ευαγγελικοί. Στη Γερμανία και την Ελβετία, ο όρος αναφέρεται στα μέλη των Λουθηρανικών εκκλησιών σε αντιδιαστολή με τα μέλη των Καλβινιστικών εκκλησιών.


[Επεξεργασία] Υποσημειώσεις

  1. Στην Καινή Διαθήκη χρησιμοποιείται με την έννοια του κήρυκα των χριστιανικών καλών νέων. (Πράξ. 21:8· 2 Τιμ. 4:5· Εφεσ. 4:11)