Ουμπέρτο Έκο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο Ουμπέρτο Έκο
Ο Ουμπέρτο Έκο

Ο Ουμπέρτο Έκο (Umberto Eco) γεννήθηκε στην Αλεσσάντρια του Πιεμόντε το 1932. Από το 1975 διδάσκει ως καθηγητής της Σημειωτικής στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, ενώ από το 1988 είναι πρόεδρος του Διεθνούς Κέντρου Μελετών Σημειωτικής στο πανεπιστήμιο του Σαν Μαρίνο. Είναι συγγραφέας πολλών μελετών και δοκιμίων, που έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί σε πολλές γλώσσες ανά τον κόσμο. Το πρώτο του βιβλίο εκδόθηκε το 1965, ενώ το πρώτο του μυθιστόρημα (Το όνομα του Ρόδου) το 1980, και τιμήθηκε με το βραβείο Strega (1981), και το Medicis Etranger (βραβείο που δίνεται στον καλύτερο ξένο λογοτέχνη στη Γαλλία) το 1982.
Φημολογείται ότι το επώνυμο Εκο είναι το αρκτικόλεξο των λέξεων Ex Caelis Oblatus, που σημαίνει «θεϊκό δώρο».
Με την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Εκο και η μητέρα του μετακόμισαν σε ένα χωριό στα βουνά. Εκεί ο μικρός Ουμπέρτο παρακολουθούσε τις μάχες ανάμεσα στους φασίστες και στους παρτιζάνους με ανάμεικτα συναισθήματα - συνεπαρμένος μεν από τη δράση, αισθανόταν εν μέρει ευγνώμων που ήταν τόσο μικρός για να αναμειχθεί. Ο ίδιος θυμάται εκείνη την εποχή «σαν ένα μικρό γουέστερν. Αυτοί οι λόφοι είναι στη μνήμη μου το θέατρο των στρατιωτικών επιχειρήσεων, στις οποίες ήμουν αυτόπτης μάρτυρας, στην ηλικία των 12 ετών».


Μετά τις πιέσεις του πατέρα του, πήγε να σπουδάσει Νομική στο Πανεπιστήμιο του Τουρίνου, αλλά τα παράτησε και ακολούθησε σπουδές Μεσαιωνικής Φιλοσοφίας και Λογοτεχνίας. Εκανε το διδακτορικό του στη Φιλοσοφία το 1954, ολοκληρώνοντας τη διατριβή του για τον Θωμά Ακινάτη. Αυτό το θέμα αποτέλεσε και το αντικείμενο του πρώτου του βιβλίου «Ζητήματα αισθητικής στον Θωμά Ακινάτη».


Αρχισε την ενασχόλησή του με τη δημοσιογραφία και παράλληλα δέχθηκε τη θέση του διευθυντή Πολιτιστικού Προγράμματος στην κρατική τηλεόραση (RAI). Αυτό του έδωσε την ευκαιρία να δει την κοινωνία μέσα από τα μάτια των ΜΜΕ, που μονοπωλούνταν και ελέγχονταν από την κυβέρνηση.


Το 1959 ο Ουμπέρτο Εκο έχασε τη δουλειά του στη RAI, γεγονός που δεν τον ενόχλησε ιδιαίτερα, γιατί έτσι άρχισε να ασχολείται περισσότερο με το γράψιμο και τις διαλέξεις. Με το δεύτερο βιβλίο του («Τέχνη και κάλλος στην αισθητική του Μεσαίωνα») απέδειξε στον πατέρα του ότι βρήκε τον δρόμο του στη ζωή (και τη δουλειά που του ταιριάζει) μέσα από τη λογοτεχνία.


Τον ίδιο χρόνο έγινε γενικός επιμελητής του μη λογοτεχνικού τομέα του εκδοτικού οίκου Bompiani στο Μιλάνο και άρχισε να γράφει τη στήλη «Diario Minimo» στην εφημερίδα «Il Verri». Μέσα από τη στήλη αυτή οι απόψεις του για τη γλωσσολογία και την κοινωνική πραγματικότητα μπήκαν στα σπίτια των Ιταλών. Μέσα από τη στήλη αυτή άρχισε να εστιάζει το ενδιαφέρον του και να εκλεπτύνει τις απόψεις του στη σημειολογία.


Με τα ακαδημαϊκά γραπτά του ο Εκο εστιάζει στη σημειολογία και στις επιπτώσεις της στην κοινωνία. Μελέτησε σε βάθος τις κοινωνίες από τον Μεσαίωνα ως σήμερα και τα κοινά στοιχεία ανάμεσα στις γλώσσες, στα σύμβολα και στην κοινωνική ανάπτυξη. Από τότε ως σήμερα έχει γράψει δεκάδες δοκίμια («Πώς γίνεται μια διπλωματική εργασία», «Μεταξύ ψεύδους και ειρωνείας», «Κήνσορες και θεράποντες», «Ο υπεράνθρωπος των μαζών», «Θεωρία της σημειωτικής», «Η Αποκάλυψη του Ιωάννη», «Πέντε ηθικά κείμενα», «Το ελάχιστο ημερολόγιο», «Η ποιητική του Τζέιμς Τζόις», «Τι πιστεύει αυτός που δεν πιστεύει» κ.ά.), ενώ παράλληλα συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες.


Από το 1962 ως το τέλος του 1970 ο Εκο ανέπτυξε τη θεωρία της Σημειολογίας. Το 1965 εξελέγη καθηγητής Οπτικών Επικοινωνιών στη Φλωρεντία και το 1966 μετακόμισε στο Μιλάνο, όπου και έγινε καθηγητής της Σημειολογίας στο εκεί πολυτεχνείο. Το ακαδημαϊκό του ενδιαφέρον άρχισε να στρέφεται σε πολιτιστικές μελέτες και άρχισε να ερευνά τον ρόλο της γλώσσας και της λογοτεχνίας στην κοινωνία, καθώς και την επίδραση της κοινωνίας στη λογοτεχνία και στη γλώσσα. Το 1971 το Πανεπιστήμιο της Μπολόνιας του προσέφερε τη θέση του τακτικού καθηγητή της Σημειολογίας και το 1974 ο Εκο οργάνωσε τον Διεθνή Σύνδεσμο Σημειολογικών Μελετών.


Οι μεγάλες αλλαγές που έφερε η δεκαετία του 1970 στην ιταλική κοινωνία επηρέασαν και τα γραπτά του Ουμπέρτο Εκο. Αρχισε, λοιπόν, να γράφει μυθιστορήματα («Το όνομα του Ρόδου» - 1980, «Το Εκκρεμές του Φουκό» - 1988, «Το νησί της προηγούμενης μέρας» - 1994, «Μπαουντολίνο» - 2001). Οταν έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα «Το όνομα του Ρόδου» οι εκδότες του υπολόγιζαν τις πωλήσεις γύρω στα 30.000 αντίτυπα. Και φυσικά ούτε στα πιο τρελά τους όνειρα δεν φαντάζονταν τα 9.000.000 αντίτυπα που πούλησε τελικά το βιβλίο, το οποίο έκανε τον συγγραφέα γνωστό στον εξωακαδημαϊκό κόσμο.


Ο Εκο γνωρίζει άπταιστα πέντε γλώσσες, μεταξύ των οποίων αρχαία ελληνικά και λατινικά, που χρησιμοποιεί πολύ συχνά στα βιβλία του, επιστημονικά και λογοτεχνικά. Από την αρχή της καριέρας του ως σήμερα έχει κερδίσει πολλές τιμητικές διακρίσεις και έχει κάνει δεκάδες εκδοτικές επιτυχίες. Παρ' όλα αυτά περνάει τον καιρό του με τη γυναίκα του και τα δύο παιδιά τους ανάμεσα στο σπίτι του στο Μιλάνο (ένα διαμέρισμα-λαβύρινθο με μια βιβλιοθήκη 30.000 βιβλίων) και στο εξοχικό του στο Ρίμινι (ένα τεράστιο κτήμα του 17ου αιώνα, στο οποίο παλιά στεγαζόταν ένα σχολείο Ιησουιτών).


[Επεξεργασία] Βιβλιογραφία

[Επεξεργασία] Δοκίμια-Μελέτες

Opera aperta (Ανοικτό έργο)
Apocalittici e integrati (Αποκαλυπτικά και ακέραια)
La poetiche di Joyce (Η ποιητική του Τζόυς)
La struttura assente (Η απούσα δομή)
Il problema estetico in Tommaso d’ Aquino (Το αισθητικό πρόβλημα του Θωμά του Ακινάτη)
Le forme del contenuto (Οι μορφές του περιεχομένου)
Trattato di semiotica generale (Πραγματεία γενικής Σημειωτικής)
Come si fa una tesi di laurea (Πώς γίνεται μια διδακτορική διατριβή)
Il superuomo di massa (Ο υπεράνθρωπος της μάζας)
... (Με το βήμα του κάβουρα)

[Επεξεργασία] Λογοτεχνικά έργα

Il nome della rosa (Το όνομα του Ρόδου)
Il pendolo di Foucault (To Εκκρεμές του Φουκώ)
L’ isola del giorno prima (Το νησί της προηγούμενης ημέρας)
Baudolino (Μπαουντολίνο)
... (Η μυστηριώδης φλόγα της βασίλισσας Λοάνα)