Εμμανουήλ Ρέπουλης
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πίνακας περιεχομένων |
[Επεξεργασία] Τα πρώτα χρόνια
Ο Εμμανουήλ Ρέπουλης γεννήθηκε το 1863, στο Κρανίδι Ερμιονίδας. Η οικογένεια του, αν και δεν ήταν σε ιδιαίτερα καλή οικονομική κατάσταση, ανήκε στις πιο έγκριτες οικογένειες της περιοχής. Πατέρας του ήταν ο Παντελής Ρέπουλης (ή Λιέπουρης), ναυτικός, και μητέρα του η Παρασκευή, το γένος Λάμπρου. Ήταν το τρίτο κατά σειρά παιδί της πολυμελούς οικογένειας και είχε τέσσερις αδερφούς και δύο αδερφές. Πρώτος σταθμός στην πνευματική του ζωή, υπήρξε το Σχολαρχείο του Κρανιδίου το μόνο που διέθετε εκείνη την εποχή το Κρανίδι.Εκεί έμαθε τα πρώτα του γράμματα. Εκεί, διαπέρασε την ψυχή η φρεσκάδα της θάλασσας και του αλατιού που τού 'στελνε η Κοιλάδα απ' τα παράθυρα.
[Επεξεργασία] Η Εγκατάστασή του στο Ναύπλιο και ύστερα στην Αθήνα
Έπειτα συνέχισε τις γυμνασιακές του σπουδές στο Ναύπλιο και στην Αθήνα. Ο νεαρός τότε Ρέπουλης παρέδιδε δωρεάν μαθήματα στον ανιψιό του κ. Αργυρόπουλου, με μοναδικό αντίτιμο το καθημερινό του φαγητό, εκεί φαίνεται η φτώχια που τον μάστιζε και ο δυνατός του χαρακτήρας που δεν λύγισε ποτέ,στο γνωστό εστιατόριο «'Ελαφος», που ανήκε στην ιδιοκτησία του θείου του κ.Αργυρόπουλου.
Μετά από την φοίτηση του στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπάιδευση,γράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ασχολείται με τη δημοσιογραφία. Εργάζεται ως διορθωτής, από το 1889, στην εφημερίδα, την λεγόμενη, «Καθημερινή» του κ. Λάμπρου. Ύστερα από ένα χρόνο γίνεται αρχισυντάκτης της άλλης γνωστής εφημερίδας εν ονόματι «Ακροπόλεως» και μαζί με τον Βλάση Γαβριηλίδη διευρύνουν τους ορίζοντές τους στα βιομηχανικά και εμπορικά ζητήματα της χώρας, εκείνη η περίοδος σημειώνεται ως η απαρχή της ακμής της καριέρας του.
[Επεξεργασία] Η Αρχή των μεγάλων χρόνων
Ο Ρέπουλης ήταν ο πρώτος δημοσιογράφος που κατέκρινε μέσα από τα άρθρα του τη συναλλαγή, τις παλαιοκομματικές μεθόδους, τη βία των χωροφυλάκων, τη στρατοκρατία, τις παρεκτροπές των φιλοβασιλικών αξιωματικών και γενικά τα παραπτώματα της εποχής, τα οποία κανείς δεν τολμούσε να κρίνει, από εκεί φαινόταν ο δίκαιος χαρακτήρας του. Τη δημοσιογραφία δεν την εγκατέλειψε ποτέ. Θεωρούσε ότι ήταν ένα από τα σημαντικότερα όπλα, που μπορούσε ν' αφυπνίσει το λαό, να τον προβληματίσει, να τον αναγκάσει να πάρει τις τύχες στα χέρια του. Αργότερα συνεργάστηκε και με τις εφημερίδες «Εστία», «Νέον Άστυ» και «Σκριπ». Επίσης αρθρογραφούσε σε πολλά περιοδικά, όπως την «Ελλάδα» του κ. Σ. Ποταμιάνου.
Η οξεία παρατηρητικότητα που διέθετε, η ικανότητα του να αντιλαμβάνεται το ουσιώδες, η φιλομάθεια, το ήθος, η εργατικότητα και οι υψηλές αισθητικές του επιλογές, αναδείχθηκε ως ταλαντούχος δημοσιογράφος και καλλιτέχνης και ως ένας από τους ικανότερους και πιο έντιμους πολιτικούς της γενιάς του.
Το όνομα του δεν έμεινε στην ιστορία μόνο μέσα από τις στήλες των εφημερίδων και των περιοδικών. Όταν, το 1899, εκλέγεται βουλευτής Ερμιονίδας,αποτελούσε ένα σημαντικό στέλεχος.
Το δημοκρατικό του πνεύμα, η ιδέα της προσφοράς χωρίς αντάλαγμα,η διορατική του σκέψη, η έγνοια της ευθύνης και τα σπάνια διοικητικά του προσόντα τον έφεραν κοντά στο λαό, τον οποίο υπηρέτησε με όλη τη δύναμη της ψυχής του, και καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής του. Ο τότε Πρωθυπουργός, Γεώργιος Θεοτόκης, βλέποντας την ραγδαία ανάπτυξή του, του αναθέτει την εισήγηση του προϋπολογισμού του τότε Ελληνικού Κράτους, όπου ο Ρέπουλης εισηγείται προτάσεις πρωτοποριακές, ήταν φανερό ότι ήταν ένας διορατικός άνθρωπος. Μετά την εκλογική του αποτυχία, στην Ερμιονίδα το 1903, διορίζεται Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Οικονομικών. Διαφωνεί, όμως, με τις συνεχείς επεμβάσεις της φαυλοκρατίας στο έργο του και τα παρατά ύστερα από λίγο χρόνο. Το 1905, εκλέγεται και πάλι βουλευτής, αλλά αποκόπτεται σχεδόν αμέσως από το τότε κόμμα του Θεοτόκη και εισχωρεί στην ομάδα των «Ιαπώνων» που έχει πρόγραμμα νεωτεριστικό, όπως ακριβώς ταίριαζε στον χαρακτήρα του. Οι αναδιοργανωτές όμως δεν καταφέρνουν να επιβληθούν, παρά τις μαχητικές τους προσπάθειες και διαλύονται απογοητευμένοι. Ο Ρέπουλης μόνος, μαζί μ' έναν-δυό άλλους συντρόφους του, επιμένει, αγωνίζεται, εξακολουθεί ν' ασκεί κριτική, και δραστηριοποιείται στην κίνηση που οδηγεί στην Επανάσταση του 1909. Όταν πλησίασε τον Ελευθέριο Βενιζέλο, το 1910, πίστεψε ότι οι οραματισμοί και οι αγώνες του και τα όνειρά του θα γίνονταν πραγματικότητα μόνο αν στήριζε με όλες του τις δυνάμεις το μεγάλο ηγέτη. Έτσι ανακηρύχθηκε υπαρχηγός του κόμματος των Φιλελευθέρων. Και πράγματι. Οι Φιλελεύθεροι βρήκαν στο πρόσωπο του τις βάσεις που θα στήριζαν την ιδεολογία τους, ενώ εκείνος κατόρθωσε να ντύσει με σάρκα και οστά, τα μέχρι τότε μεγαλεπίβολα σχέδια του. Ενώ είχε το Υπουργείο Εσωτερικών διορίστηκε Γενικός Διοικητής Μακεδονίας. Με την συμβολή του ξεσπά ο Ελληνοβουλγαρικός πόλεμος. Πολλοί από τους λόγους του παρέμειναν στην ιστορία. Ταραχές ξεσπούν στην Αθήνα για το όνομα του Βενιζέλου. Ο Εμμ. Ρέπουλης, αντιπρόεδρος, τότε, της Κυβέρνησης,εξείγγηλε διάταγμα για την φυλάκιση των υπόπτων.
Μετά την εκλογική ήττα της 1ης Νοεμβρίου,. Έτσι αυτοεξορίζονται και οι δύο στο Παρίσι.
[Επεξεργασία] Το τέλος
Το 1923 εκλέγεται και πάλι βουλευτής, αλλά αυτή τη φορά δεν προσήλθε στη Βουλή, για λόγους υγείας. Ο Εμμ. Ρέπουλης, «ο αναπολόγητος» της Ελληνικής Βουλής, κατά την έκφραση του Κώστα Αθάνατου, πεθαίνει το 1924, στη γενέτειρα του το Κρανίδι, από καρδιακό νόσημα.Η συμβολή του στο μεταρρυθμιστικό έργο του Βενιζέλου υπήρξε αποφασιστική. Όλα τα νομοσχέδια που έγιναν νόμοι του κράτους, έχουν τη σφραγίδα της δικής του προσωπικότητας. Ο ίδιος ο αρχηγός των Φιλελευθέρων τον προόριζε για διάδοχο του, στην αρχηγία του Κόμματος. Διότι ο Εμμ. Ρέπουλης είχε στην πρώτη γραμμά προτεραιότητας τα λαικά συμφέροντα και όχι τα προσωπικά. Τελευταία είχε εξομολογηθεί στους φίλους του: «Η μοίρα μου ήτο να δουλέψω δύο κυρίους αυταρχικούς, οι οποίοι όλο εταξίδευαν και με άφηναν αντικαταστάτη των: Τον Βλάσην Γαβριηλίδην και τον Βενιζέλον, και οι οποίοι μου εζητούσαν δι' όλα ευθύνας. Ως δημοσιογράφος είχα τον Γαβριηλίδην ταξιδεύοντα διαρκώς και διά τηλεγραφημάτων του ζητοΰντα δι' όλα παρ' εμού ευθΰνας διά το τάδε και τάδε ζήτημα. Και ο Βενιζέλος από μένα εζητουσεν ευθΰνας...»