Πάπισσα Ιωάννα (μυθιστόρημα)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

H Πάπισσα Ιωάννα είναι μυθιστόρημα του Εμμανουήλ Ροΐδη που δημοσιεύτηκε το 1866. Σε αυτό εξιστορείται ο βίος της Ιωάννας, μίας γυναίκας που κατάφερε να αναρριχηθεί στην ιεραρχία της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας και να φτάσει μέχρι και το αξίωμα του Πάπα, προσποιούμενη ότι ήταν άντρας. Το μυθιστόρημα βασίζεται στο σχετικό μεσαιωνικό θρύλο της Πάπισσας Ιωάννας, σύμφωνα με τον οποίο η Ιωάννα βρέθηκε στο θρόνο του Βατικανού κατά την περίοδο 855 - 858. Το μυθιστόρημα αυτό θεωρείται το σημαντικότερο από τα έργα του Ροΐδη και ένα από τα σημαντικότερα ελληνικά μυθιστορήματα και έγινε αφορμή να αφοριστεί από την Εκκλησία της Ελλάδος.

Πίνακας περιεχομένων

[Επεξεργασία] Υπόθεση

Το μυθιστόρημα αφηγείται τη ζωή της Ιωάννας από τη γέννηση έως το τέλος της ζωής της. Η Ιωάννα ήταν κόρη δύο ιεραποστόλων· σε νεαρή ηλικία έχασε τους γονείς της και αποφάσισε να γίνει μοναχή. Στο μοναστήρι όπου ζούσε ερωτεύτηκε έναν νεαρό μοναχό, τον Φρουμέντιο, με τον οποίον το έσκασε από τη μονή ντυμένη άντρας. Το ζευγάρι πέρασε πολλά χρόνια μαζί ταξιδεύοντας από τη Γερμανία στην Ελβετία, τη Γαλλία και την Αθήνα, όπου έμειναν για οκτώ χρόνια. Εκεί η Ιωάννα (το φύλο της οποίας είχε γίνει αντιληπτό από πολλούς) εντυπωσίαζε με τις γνώσεις και την ευφράδειά της και συγκέντρωσε γύρω της κύκλο θαυμαστών. Η μεγάλη φιλοδοξία της της παρακίνησε να εγκαταλείψει την Ελλάδα και τον Φρουμέντιο και να ταξιδέψει στη Ρώμη. Εκεί, χάρη στην εξυπνάδα και την πολυμάθειά της, έγινε γραμματέας του Πάπα και μετά τον θάνατό του ανέβηκε στον παπικό θρόνο. Από την ερωτική σχέση με τον θαλαμηπόλο της έμεινε έγκυος, απέβαλε και πέθανε κατά τη διάρκεια μιας λιτανείας.

[Επεξεργασία] Ιστορία του έργου

Ο Ροΐδης άκουσε για πρώτη φορά τον μεσαιωνικό θρύλο για την Πάπισσα Ιωάννα όταν ήταν παιδί στη Γένοβα, όπου ζούσε με την οικογένειά του. Η ιστορία τον εντυπωσίασε και όταν αργότερα σπούδαζε στη Γερμανία συγκέντρωσε υλικό για την εποχή, το οποίο αξιοποίησε στο μυθιστόρημα. Η Πάπισσα Ιωάννα έχει τον υπότιτλο «μεσαιωνική μελέτη» και το βιβλίο, εκτός από την καθαυτό αφήγηση (στην οποία υπάρχουν συχνά υποσημειώσεις με επιπρόσθετο πληροφοριακό υλικό), συνοδεύεται από άλλες τρεις ενότητες: έναν πρόλογο του συγγραφέα προς τους αναγνώστες με πληροφορίες ενημερωτικές για την προϊστορία του έργου, την έρευνα, τις πηγές, το ύφος αλλά και την κριτική διάθεση, μία εκτενή εισαγωγή με παρουσίαση όλων των μαρτυριών για την ύπαρξη της Πάπισσας Ιωάννας και την ιστορίας της, και μία ενότητα με εκτενείς σημειώσεις στο τέλος του έργου, όπου παρατίθενται άλλα ιστορικά στοιχεία και σχόλια.

Η δημοσίευση του έργου αντιμετώπισε αμέσως αρνητική κριτική από εκπροσώπους της Εκκλησίας. Στις επιθέσεις εναντίον του Ροΐδη πρωτοστάτησε αρχικά ο κληρικός Μακάριος ο Καρυστίας, με άρθρα στον τύπο, και αργότερα ενεπλάκη και η Ιερά Σύνοδος που με εγκύκλιό της αναθεμάτισε το έργο και ζήτησε την παρέμβαση του κράτους. Το θέμα αυτό φαίνεται πως απασχόλησε για αρκετό καιρό τον τύπο της εποχής, αλλά οι απόψεις των αρθρογράφων ήταν διχασμένες.

Ο Ροΐδης απάντησε στις επιθέσεις αρχικά με τα σατιρικά κείμενα «Η Πάπισσα Ιωάννα και η ηθική. Επιστολαί ενός Αγρινιώτου» και στη συνέχεια με το κείμενο «Ολίγαι λέξεις εις απάντησιν της υπ' αρ. 5688 εγκυκλίου της Ιεράς Συνόδου κατά της Παπίσσης Ιωάννας». Στο πρώτο κείμενο εξέταζε την Πάπισσα παράλληλα με άλλα σατιρικά κείμενα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, ενώ στο δεύτερο ανασκεύαζε τις κατηγορίες της Ιεράς Συνόδου, διανθίζοντας παράλληλα την επιχειρηματολογία του με χιούμορ.

[Επεξεργασία] Χαρακτήρας

[Επεξεργασία] Ύφος και τεχνική

Το κυριότερο χαρακτηριστικό των κειμένων του Ροΐδη είναι η ιδιαιτερότητα του ύφους του. Για τον τρόπο γραφής του έχει ειπωθεί «εισήγαγε στη λογοτεχνία το νόημα του ύφους»[1]. Τα δύο βασικά στοιχεία του ιδιαίτερου ύφους του, που εντοπίζονται και στην Πάπισσα Ιωάννα αλλά και στα άλλα κείμενά του, με αποτέλεσμα περιπαικτικό και κωμικό, είναι:

  • η παράθεση ασυμβίβαστων εννοιών: εἰς Ἀκυΐσγρανον, πόλιν περίφημον διά τά ἅγια λείψανα καί διά τάς βελόνας
  • και οι απροσδόκητες παρομοιώσεις: ὑπέπεσε κατά τάς πρώτας ἡμέρας είς τήνμοναστηριακήν ἐκείνην χαύνωσιν, ἥτις καταλαμβάνει τάς νεήλυδας εἰς τά κοινόβια, ὡς ἡ ναυτίασις τούς κατά πρῶτον πατοῦντας ἐπί πλοίου

Στον πρόλογο της Πάπισσας ερμηνεύει αυτές τις υφολογικές επιλογές ως τρόπο να διατηρήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη:

Ἄγγλος τις συγγραφεύς, ὁ Swift νομίζω, διηγεῖται ὅτι οἱ κάτοικοι, δέν ἐνθυμοῦμαι τίνος τόπου, εἶναι τοσούτῳ ἀπαθεῖς καί ἀπρόσεκτοι, ὥστε ὥσάκις ἀποτείνεταί τις πρός αὐτούς, πρέπει νά κτυπᾷ ἐκ διαλειμμάτων τήν κεφαλήν των διά ξηρᾶς κολοκύνθης, ἵνα μή ἀποκοιμῶνται, ἐνῶ ὁμιλεῖ. Τοιοῦτόν τι ἀνθυπνωτικόν φάρμακον ἐσκέφθην κἀγώ νά μεταχειρισθῶ κατά τῆς ἀπαθείας τοῦ Ἕλληνος ἀναγνώστου˙ ἐν ἐλλείψει δέ κολοκύνθης ἐπροσπάθησα νά ἐξορκίσω τά χασμήματα καταφεύγων ἀνά πᾶσαν σελίδαν εἰς ἀπροσδοκήτους παρεκβάσεις, ἰδιοτρόπους παρομοιώσεις ἤ ἀλλοκότους λέξεων συγκρούσεις˙περιβάλλων ἑκάστην ἰδέαν δι’ εἰκόνος, οὕτως εἰπεῖν, ψηλαφητῆς, καί αὐτά ἀκόμη τά σοβαρώτερα τῆς θεολογίας ζητήματα στολίζω διά κροσσίων, θυσσάνων καί κωδωνίσκων ὡς ποδιάν Ἱσπανῆς χορευτρίας.

Οι παρομοιώσεις και τα άλλα χιουμοριστικά τεχνάσματα του Ροΐδη χαρακτηρίστηκαν συχνά από μελετητές ως επίδειξη πνεύματος[2], , αλλά αναγνωρίζονται από άλλους ως οργανικό στοιχείο της γραφής που εξυπηρετεί συγκεκριμένη λειτουργικότητα, αυτήν της άσκησης κριτικής [3].

[Επεξεργασία] Τεχνική

Εκτός από το ύφος της Πάπισσας, ιδιάζουσα είναι και η τεχνική της. Η αφήγηση ακολουθεί ευθύγραμμη πορεία, από την ιστορία των γονέων της Ιωάννας έως και τον θάνατό της. Σε μερικά σημεία όμως γίνονται κάποιες προλήψεις που αναφέρονται στην μελλοντική εξέλιξη της Ιωάννας και την ανάρρησή της στον παπικό θρόνο. Αυτό το γεγονός εξάλλου είναι ήδη γνωστό σε όσους είχαν διαβάσει τον πρόλογο και την εισαγωγή του έργου. Ένα άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι η απουσία διαλόγου μεταξύ των προσώπων. Αυτό, σε συνδυασμό με την απουσία πλοκής (αφού το τέλος του έργου είναι ήδη γνωστό) υπονομεύει τις καθιερωμένες λογοτεχνικές συμβάσεις και φέρνει το μυθιστόρημα πιο κοντά στην ιστοριογραφία. [4]. Παράλληλα, το μυθιστόρημα παρουσιάζει μια ιδιόρρυθμη σχέση με τις πηγές του. Τα κείμενα από τα οποία άντλησε το υλικό του ο Ροΐδης συμπλέκονται στην σύνθεση της Πάπισσας με ποικίλους τρόπους: πολλά σημεία είναι χωρία αυτούσια ειλημμένα από άλλα κείμενα, κάτι που επισημαίνεται από τον Ροΐδη στο παράρτημα με τις σημειώσεις. Πολλές φορές τα λόγια των ηρώων είναι αποσπάσματα λειτουργικών και άλλων θρησκευτικών κειμένων. Ιδιαίτερος είναι και ο ρόλος των υποσημειώσεων, οι οποίες συχνά διορθώνουν ή διαψεύδουν γεγονότα που αναφέρθηκαν στην κυρίως αφήγηση ή συνεχίζουν την εξιστόρηση περιστατικών της κυρίως αφήγησης [5]. Τέλος, πρωτοποριακό γνώρισμα της σύνθεσης του μυθιστορήματος είναι η αυτοαναφορικότητα, δηλαδή η εμπλοκή του συγγραφέα στην αφήγηση με αποστροφές προς τον αναγνώστη και με αναφορές στην διαδικασία γραφής του έργου που διαλύουν την εντύπωση της αληθοφάνειας των γραφομένων, που ήταν κυρίαρχη σύμβαση του μυθιστορήματος. [6] Για αυτές τις ιδιάζουσες τεχνικές αλλά και για το έντονο στοιχείο της παρωδίας η Πάπισσα Ιωάννα έχει χαρακτηριστεί από την κριτική ως «αντιμυθιστόρημα» [7] ή «μεταμυθιστόρημα» [8].

[Επεξεργασία] Το αντικείμενο και τα μέσα της κριτικής

Η σημασία της Πάπισσας Ιωάννας μπορεί να ερμηνευτεί μέσα από την εξέταση του πνευματικού κλίματος της εποχής όπου γράφτηκε. Στην ελληνική λογοτεχνία από το 1830 έως το 1880 κυριαρχούσε ο ρομαντισμός και οι κύριες τάσεις της πεζογραφίας της περιόδου αυτής ήταν οι ρομαντικές ερωτικές ιστορίες και τα ιστορικά μυθιστορήματα. Παράλληλα, ο ευρωπαϊκός ρομαντισμός είχε στρέψει το ενδιαφέρον του στον μεσαίωνα, για τον οποίο είχε καλλιεργήσει μία εξιδανικευμένη εικόνα, ενώ τα ίδια χρόνια στην Ελλάδα αρκετοί λόγιοι έθεταν το ζήτημα της «αποκατάστασης» της θέσης του Βυζαντίου στην ελληνική ιστορία, για την οποία διαμορφωνόταν η τριμερής διαίρεση «αρχαιότητα-μέσοι χρόνοι-νεότερη εποχή». Ο Ροΐδης, που ήταν κριτική προσωπικότητα και σε όλα τα κείμενά του σχολίαζε -συχνά σατιρίζοντας- την πνευματική και κοινωνική κατάσταση της χώρας, με την Πάπισσα Ιωάννα εξέφρασε την αντίθεσή του στις κυρίαρχες λογοτεχνικές και ιδεολογικές τάσεις της εποχής.

[Επεξεργασία] Το αντικείμενο της κριτικής

Ήδη από τον πρόλογο ο Ροΐδης είχε προϊδεάσει τους αναγνώστες ότι είναι πιθανό να ενοχληθούν από την ελευθεριότητα κάποιων σκηνών του βιβλίου αλλά κυρίως από την παρουσίαση των αρνητικών πλευρών της μεσαιωνικής εκκλησιαστικής ιστορίας (τις οποίες ονομάζει «εκκλησιαστικόν βόρβορον)[9]και κάποιες κριτικές παρατηρήσεις για την σύγχρονή του Ορθόδοξη Εκκλησία. Διευκρινίζει όμως ότι η διάθεσή του δεν είναι πολεμική εναντίον της Εκκλησίας, αλλά κρίνει οποιοδήποτε περιστατικό θεωρεί αξιοκατάκριτο και σατιρίζει οτιδήποτε είναι δυνατό να προκαλέσει γέλιο, ανεξαρτήτως από το περιβάλλον από το οποίο προέρχεται.[10] Στην συνέχεια παραθέτει κάποιες σκέψεις του για τις πρακτικές της Ορθόδοξης Εκκλησίας, οι οποίες κατά την γνώμη του καθιστούν την άσκηση της λατρείας απεχθή για τους πιστούς. [11].

Παρόμοιες απόψεις ο Ροΐδης διατύπωσε και στην απάντησή του προς την εγκύκλιο της Ιεράς Συνόδου, όπου υποστηρίζει ότι στόχος της κριτικής του δεν ήταν η θρησκεία και η πίστη, αλλά όσες πρακτικές θεωρούσε ότι ήταν διαστρεβλώσεις του νοήματος της θρησκείας[12].

Όμως η κριτική του Ροΐδη δεν στρέφεται μόνο εναντίον του μεσαίωνα, αλλά κυρίως στοχεύει στην σύγχρονη με αυτόν εποχή. Αντικείμενο της κριτικής του, εκτός από την Εκκλησία, είναι καταστάσεις και προσωπικότητες της σύγχρονης κοινωνικής και πνευματικής ζωής και οι συμβάσεις των λογοτεχνικών έργων.

[Επεξεργασία] Σάτιρα και παρωδία

Η κριτική, εκτός από την άμεση έκθεση περιστατικών, επιτυγχάνεται με τους διαρκείς συσχετισμούς που κάνει ο συγγραφέας ανάμεσα στην εποχή στην οποία διαδραματίζεται το έργο και στο παρόν της συγγραφής του, που εμφανίζονται κυρίως με την μορφή παρομοιώσεων[13]. Για παράδειγμα, σε μία περιγραφή γαλήνιας θάλασσας, γράφει: «ἡ θάλασσα ἐκοιμᾶτο ὡς ἐπίσκοπος μετὰ τὸ γεῦμα», ενώ εξιστορώντας ένα δύσκολο ταξίδι των ηρώων χαρακτηρίζει τον δρόμο σκοτεινό και δύσβατο «ὡς τὸ ὕφος τῆς Νέας Σχολῆς», αναφερόμενος στο δοκίμιο Νέα Σχολή του γραφομένου λόγου του Παναγιώτη Σούτσου, ο οποίος υποστήριζε την «ανάσταση» της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και του οποίου το λογοτεχνικό έργο γίνεται συχνά αντικείμενο κριτικής στο μυθιστόρημα.

Μία άλλη ανάλογη λειτουργία των παρομοιώσεων είναι η σύγκριση στοιχείων που προέρχονται από διαφορετικά περιβάλλοντα, με αποτέλεσμα συχνά κωμικό, που γελοιοποιεί το πρώτο σκέλος της σύγκρισης: «Ἡ Ἀγγλία εἶχε τότε τὸ μονοπώλιον τῶν θεολόγων ὡς σήμερον τὸ τῶν ἀτμομηχανῶν».

Παράλληλα με την κριτική μέσω της σάτιρας ο Ροΐδης αξιοποιεί και την παρωδία, με στόχο να ειρωνευτεί τις συμβάσεις των λογοτεχνικών και άλλων κειμένων, την σοβαρότητα των γεγονότων που αφηγείται και κατ' επέκταση και την σπουδαιότητα του ιστορικού παρελθόντος[14]. Ενδεικτικό παράδειγμα είναι η χρήση αποσπασμάτων από θρησκευτικά κείμενα σε τελείως διαφορετικά περιβάλλοντα, όπως σε σκηνές γευμάτων ή σε ερωτικές επιστολές.

[Επεξεργασία] Σημειώσεις

  1. Κ.Θ. Δημαράς, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Ίκαρος, Αθήνα 19756, σελ. 331
  2. Α. Σαχίνης, Το νεοελληνικό μυθιστόρημα, Γαλαξίας, Αθήνα 19712σ. 93, Λ. Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1978, σ. 185
  3. Δ. Τζιόβας, «Η Πάπισσα Ιωάννα και ο ρόλος του αναγνώστη», περιοδικό Χάρτης 16 (Ιούλιος 1985) σελ.408
  4. Τζιόβας 1985430
  5. Μ. Κακαβούλια, «Πάπισσα Ιωάννα: Πολύτοπο/παλίμψηστο», περιοδικό Χάρτης 15 (Απρίλιος 1985), σ. 297 και 300
  6. R. Beaton, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, Νεφέλη, Αθήνα 1996, σελ. 94
  7. M. Vitti, Ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας, εκδ. Κείμενα, Αθήνα 1974, σ. 22
  8. Κακαβούλια 1985, σ. 309
  9. Πάπισσα Ιωάννα, σελ. 73. (Οι παραπομπές γίνονται στην έκδοση: Εμμανουήλ Ροΐδης, Άπαντα, τ. Α΄, φιλολογική επιμέλεια Άλκης Αγγέλου, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1978.)
  10. σελ. 73
  11. σελ. 74-75
  12. σελ. 306-307, 309-313
  13. Τζιόβας 1985, σ. 434
  14. Κακαβούλια 1985 σελ. 306

[Επεξεργασία] Πηγές

  • Αφιέρωμα στον Εμμανουήλ Ροΐδη, περιοδικό Χάρτης 15 (Απρίλιος 1985) και 16 (Ιούλιος 1985)
  • H. Tonnet, Ιστορία του ελληνικού μυθιστορήματος, Πατάκης, Αθήνα 2001
  • Α. Αγγέλου, «Η εκκλησία, η Πάπισσα, ο Ροΐδης», περιοδικό Εποχές 47 (1967) σελ. 282- 291.
  • Δ. Μπέζας, «Εμμανουήλ Ροΐδης. Παρουσίαση - ανθολόγηση», Η παλαιότερη πεζογραφία μας τόμος Ε΄, εκδ. Σοκόλη, σελ. 8-47
  • Α. Σαχίνης, Το νεοελληνικό μυθιστόρημα, Γαλαξίας, Αθήνα 19712