Ισλανδική γλώσσα
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
íslenska Ισλανδικά |
|
---|---|
Ομιλείται σε: | Ισλανδία |
Oμιλητές: | 300 χιλιάδες |
Κατάταξη: | εκτός των 100 πρώτων |
Ταξινόμηση: | Ινδοευρωπαϊκές Γερμανικές Βόρειες Γερμανικές Δυτικές Σκανδιναβικές Ισλανδικά |
Kατάσταση | |
Επίσημη γλώσσα: | Ισλανδίας |
Ρυθμιστής: | Íslensk málstöð (Ισλανδικό γλωσσικό ινστιτούτο) |
Κώδικες γλώσσας | |
ISO 639-1 | is |
ISO 639-2/Β | ice (B) / isl (T) |
ISO 639-3 | isl (Αγγλικά) |
SIL | ICE |
Η Ισλανδική γλώσσα είναι μία Γερμανική γλώσσα που μιλιέται στην Ισλανδία, της οποίας αποτελεί την επίσημη γλώσσα.
Είναι μία γλώσσα συντηρητική στην εξέλιξή της αφού έχει αλλάξει σχετικά λίγο από τον 13ο αιώνα.