Εκκλησιαστικό όργανο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Εκκλησιαστικό όργανο (Εκκλησία Αγίας Αικατερίνης, Φρανκφούρτη)
Εκκλησιαστικό όργανο (Εκκλησία Αγίας Αικατερίνης, Φρανκφούρτη)

Tο Εκκλησιαστικό όργανο είναι πληκτροφόρο, πολυφωνικό μουσικό όργανο που λειτουργεί με αέρα που διοχευτεύεται σε μολύβδινους σωλήνες από δύο φυσητήρες που κινούνται με υδραυλική πίεση (παλαιότερα) ή με ηλεκτρική ενέργεια. Κάθε σωλήνας παράγει μια μόνο νότα ενώ οι σωλήνες ομαδοποιούνται σύμφωνα με την κατασκευή τους και παράγουν ήχους με διαφορετικό ύψος ή χροιά. Υπάρχουν σωλήνες που παράγουν ήχο που μιμείται το Όμποε, άλλοι που μιμούνται το Κλαρίνο, τις Τρομπέτες κ.λπ. Κάποιοι διακόπτες παροχής αέρα που βρίσκονται δεξιά και αριστερά από τα πλήκτρα, χρησιμεύουν για να διακόπτουν και να επανατροφοδοτούν με αέρα τις διάφορες ομάδες σωλήνων ανάλογα με τον ήχο που απαιτεί το μουσικό έργο.

Το Εκκλησιαστικό όργανο παρουσιάζεται με τις εξής μορφές:

  • Φορητό όργανο (όργκ πορτατίφ) που είναι πιο βολικό και χρησιμοποιείται σε μικρές εκκλησιές, στις μουσικές σχολές κ.λπ.
  • Μόνιμο όργανο (όργκ ποζιτίφ) με μεγαλύτερες διαστάσεις που χρησιμοποιείται σε εκκλησίες, στο θέατρο και αίθουσες συναυλιών.
  • Μεγάλο όργανο (γκράντ όργκ) που είναι στημένο στους καθεδρικούς ναούς της Δύσης και σε σημαντικά μουσικά μέγαρα.

Το Εκκλησιαστικό όργανο περιλαμβάνει από 2 μέχρι και 5 σειρές πλήκτρων (κλαβιέ) σε διάταξη άσπρων και μαύρων σαν του πιάνου καθώς και μια σειρά από ποδοκίνητα πλήκτρα (πενταλιέ) που παράγουν μπάσους ήχους.

Ο ήχος του οργάνου είναι βαρύς, ιερατικός και μεγαλόπρεπης. Στις Δυτικές Εκκλησίες συνοδεύει τις λειτουργικές ψαλμωδίες, ενώ χρησιμοποιείται στην Όπερα και στις συναυλίες, για ειδικές περιπτώσεις.

Αρκετοί συνθέτες έγραψαν μουσική για το Εκκλησιαστικό όργανο όπως ο Γ.Σ. Μπαχ, ο Γκ.Φ. Χαίντελ και πολλοί άλλοι.

Πίνακας περιεχομένων

[Επεξεργασία] Λειτουργία

Για να λειτουργήσει συνδυάζει τις αρχές που διέπουν τα πνευστά αλλά και τα πληκτροφόρα όργανα καθώς είναι εφοδιασμένο και με πλήκτρα και με ειδικούς αυλούς. Για να κατανοήσουμε σε ποια κατηγορία μουσικών οργάνων ανήκει το εκκλησιαστικό όργανο θα πρέπει να ανατρέξουμε στα αερόφωνα (πνευστά). Τα αερόφωνα χωρίζονται στις εξής τρεις κατηγορίες[1]:

  1. ξύλινα αερόφωνα (π.χ. φαγκότο, κλαρίνο, όμποε, κ.ά.)
  2. χάλκικα αερόφωνα (π.χ. τρομπέτα, κόρνο, τρομπόνι, κ.ά.)
  3. πολύαυλα αερόφωνα, αερόφωνα με γλωττίδες.

Στην τελευταία κατηγορία παρατηρούμε ότι ενώ όλα τα μουσικά όργανα χρησιμοποιούν αυλούς (είτε τύπου φλάουτου, είτε με γλωττίδα) μερικά μόνο διαθέτουν ένα μηχανισμό πλήκτρων. Ως εκ τούτου προκύπτουν δυο υποκατηγορίες:

  • πληκτροφόρα αερόφωνα (π.χ. εκκλησιαστικό όργανο, αρμόνιο, ακορντεόν, κ.ά.) και
  • άσκαυλοι.

Προσεγγίζοντας το θέμα αυτό από μια άλλη οπτική γωνία πολλοί ισχυρίζονται ότι το εκκλησιαστικό όργανο ανήκει στα πληκτροφόρα όργανα τα οποία χωρίζονται σε δύο μεγάλες ομάδες, ανάλογα με τον τρόπο που παράγεται ο ήχος, όταν πιέσουμε τα πλήκτρα τους. Έτσι, υπάρχουν τα πληκτροφόρα με χορδές, που έχουν σαν κυριότερους εκπροσώπους τους το πιάνο και το τσέμπαλο, και τα πληκτροφόρα με τη χρήση αέρα, όπως είναι το εκκλησιαστικό όργανο, το αρμόνιο, το ακορντεόν, κ.ά.[2]

[Επεξεργασία] Ιστορία

[Επεξεργασία] Ύδραυλις

Το εκκλησιαστικό όργανο έχει τις ρίζες του στο παλαιότερο αρχαιοελληνικό πνευστό όργανο, την ύδραυλις, μηχανικό αερόφωνο όργανο της αρχαιότητας με ισχυρό και οξύ ήχο, χρησιμοποιούμενο, στα θεάματα του ιπποδρόμου και στην εκτέλεση στρατιωτικής μουσικής[3]. Η ύδραυλις (ή ύδραυλος), το λεγόμενο όργανο του νερού, ήταν επινόηση και εφεύρεση του μηχανικού Κτησίβιου του Αλεξανδρέα. Κατασκευάστηκε στην Αλεξάνδρεια τον 3ο αιώνα π.Χ. και για τον τρόπο λειτουργίας και χρήσης του μας διασώζονται οι περιγραφές του Ήρωνα του Αλεξανδρέως και του Βιτρούβιου. Χαρακτηριστικό γνώρισμα του οργάνου αυτού ήταν το υδραυλικό σύστημα πάνω στο οποίο βασιζόταν για να λειτουργήσει, καθώς αυτό ήταν υπεύθυνο για την παραγωγή, κίνηση και ρύθμιση της πίεσης του αέρα, ο οποίος διοχετευόταν στους αυλούς διαμέσου των πλήκτρων.

Η ύδραυλις ήταν μια μεγάλη σύριγγα, όπως η σύριγγα του Πανός, που αποτελείτο από μια σειρά ηχητικών σωλήνων από καλάμι, διαβαθμισμένων ανάλογα με το μήκος τους, μέσα στους οποίους φυσούσε ο εκτελεστής[4], όπου στα στόμια των αυλών της παρεχόταν υψηλής και σταθερής πίεσης αέρας. Κάτω από τους αυλούς υπήρχε μια δεξαμενή με νερό στο πυθμένα της οποίας βρισκόταν ένα κοίλο ημισφαίριο, ο πνιγέας. Στον πνιγέα έμπαινε νερό από τις οπές της βάσης και αέρας από τους σωλήνες της κορυφής. Οι σωλήνες αυτοί ήταν πάνω από το κοίλο ημισφαίριο και κατέληγαν έξω από τη δεξαμενή. Ένας σωλήνας από αυτούς λύγιζε και συγκοινωνούσε με την πυξίδα (πυξίς-εμβολέας). Η πυξίδα ήταν μια εμβολοφόρος αντλία που διοχέτευε τον αέρα από τον σωλήνα της κορυφής με πίεση στον πνιγέα. Έπειτα, ο αέρας οδηγείτο στο στεγανό χώρο πάνω από τη δεξαμενή και κάτω από τους αυλούς. Οι αυλοί στο κάτω μέρος είχαν τους γλωσσοκόμους. Η γλωσσίδα κάθε γλωσσοκόμου ήταν διάτρητη και με τη βοήθεια του πλήκτρου (αγκωνίσκου) σπρωχνόταν προς τα μέσα με αποτέλεσμα να ανοίγεται δίοδος προς το στόμιο του αντίστοιχου αυλού. Ο πεπιεσμένος αέρας διοχετευόταν στον αυλό, άρα το όργανο ηχούσε. Όταν το πλήκτρο σταματούσε να πιέζεται τότε η γλωσσίδα επανερχόταν στη θέση της με τη βοήθεια ελατηριωτού μηχανισμού, διακόπτοντας τη ροή του αέρα και ο αυλός έπαυε να ηχεί. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο αέρας παραγόταν από ανθρώπους (έφηβους ή δούλους) που ανεβοκατέβαζαν, χτυπούσαν ή πηδούσαν πάνω-κάτω στα φυσερά, ενόσω ο εκτελεστής του οργάνου έπαιξε φανερώνοντας έτσι τη δεξιοτεχνία του στα πλήκτρα.

[Επεξεργασία] Εξέλιξη του εκκλησιαστικού οργάνου

Μετά τους Έλληνες, το πρωτοπόρο αυτό ακουστικό και τεχνολογικό κατασκεύασμα ταξίδεψε και υιοθετήθηκε πρόθυμα από πολλούς, φτάνοντας μέχρι τους Ρωμαίους και έπειτα τους Βυζαντινούς. Τον 7ο και 8ο αιώνα η ύδραυλις ονομάστηκε πλέον Όργανο και άκμαζε στο Βυζάντιο αλλά και σε όλα τα μεγάλα κέντρα κατασκευής και παραγωγής της όπως η Κωνσταντινούπολη. Αξιομνημόνευτο είναι το περιστατικό της αποστολής ενός εκκλησιαστικού οργάνου ως δώρο το 757 μ.Χ. από το βυζαντινό αυτοκράτορας Κωνσταντίνο τον Κοπρώνυμο στον αυτοκράτορα των Φράγκων Πιπίνο τον Βραχύ, πατέρα του Καρλομάγνου. Λίγο αργότερα, το 812 μ.Χ., οι βυζαντινοί χάρισαν και ένα δεύτερο στον ίδιο τον Καρλομάγνο. Τον 10ο αιώνα κατασκευάστηκε με έξοδα της εκκλησίας το αγγλικό εκκλησιαστικό όργανο του Γουίντσεστερ, με ασυνήθιστο μέγεθος και με 26 φυσερά που απαιτούσαν 70 άτομα[5], διαθέτοντας επίσης 40 νότες, με 10 αυλούς για κάθε νότα.

Το εκκλησιαστικό όργανο είναι συνυφασμένο με τη χρήση του μέσα στους κόλπους της εκκλησίας για την πραγματοποίηση των λειτουργιών. Εκ παραλλήλου όμως, το εκκλησιαστικό όργανο προοριζόταν και για κοσμική χρήση μέσα στα σπίτια των αριστοκρατών για να συνοδεύει τραγούδια, στις γιορτές και εν γένει για την ψυχαγωγία. Συνεπώς, τον 13ο αιώνα κατασκευάστηκαν μικρά φορητά όργανα όπως το πορτατίφ (portatif=φορητό) ώστε ο εκτελεστής να μπορεί να το κρατάει με το αριστερό του πόδι και ταυτόχρονα να παίζει με το δεξί του χέρι, ενώ το αριστερό του χέρι κουνούσε την αντλία του αέρα. Στην συνέχεια έχουμε το ποζιτίφ (positif, pose=θέτω, τοποθετώ). Ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν μεγαλύτερο σε μέγεθος, με περισσότερους αυλούς και αναγκαστικά το τοποθετούσαν πάνω σε τραπέζι, σε έπιπλο ακόμα και στο πάτωμα. Πλην αυτών, έχουμε και το ρεγκάλ (regal) που έμοιαζε με μια ανοικτή Βίβλο, «Όργανο δωματίου»[6]. Αργότερα εμφανίζεται και το αρμόνιο (harmonium) κατασκευή πιο εύχρηστη και οικονομική.

Τον 14ο–15ο αιώνα το εκκλησιαστικό όργανο συνεχίζει να εξελίσσεται αποκτώντας μάλιστα περισσότερες σειρές αυλών (ρετζίστρα), περισσότερες από μια σειρά πλήκτρα (κλαβιέ) και πλήκτρα ποδιού (pedal). Τον 17ο-18ο αιώνα το εκκλησιαστικό όργανο υποστηρίζεται από την εκκλησία αλλά κερδίζει και την εύνοια μεγάλων συνθετών της εποχής όπως του Μπαχ, ο οποίος συνέθεσε πολλά έργα για το όργανο αυτό, ίσως το πιο γνωστό η διάσημη Τοκκάτα και Φούγκα σε ρε ελάσσονα. Αργότερα ακολουθούν οι Handel, Poulenc, Sant-Sans, Messiaen, κ.ά.

Οι τεχνολογικές καινοτομίες του 20ου αιώνα επιτρέπουν αλλαγές στο μηχανισμό και στους αυλούς του εκκλησιαστικού οργάνου με αποτέλεσμα το όργανο να αλλάξει αναγκαστικά όψη αλλά και να εμπλουτίστεί χρωματικά ο ήχος του. Σήμερα το εκκλησιαστικό όργανο δεν το συναντάμε μόνο στις δυτικές εκκλησίες αλλά και στις αίθουσες συναυλιών για την εκτέλεση σολιστικών ή ορχηστρικών έργων. Στο σύγχρονο εκκλησιαστικό όργανο οι αυλοί είναι διαβαθμισμένοι ανάλογα με το μήκος τους και επομένως ανάλογα με το τονικό ύψος των παραγόμενων φθόγγων[7]. Ο ήχος που παράγεται από τη διέλευση του αέρα μέσα από τους αυλούς επηρεάζεται και διαμορφώνεται από το σχήμα και το μήκος των αυλών και από τον τρόπο παραγωγής του ήχου. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι εφόσον ο οργανίστας παίζει το εκκλησιαστικό όργανο έχοντας γυρισμένη την πλάτη του προς τον μαέστρο, την ορχήστρα και το κοινό, είναι απαραίτητη η χρήση ενός καθρέπτη, ο οποίος είναι τοποθετημένος μπροστά του, ώστε να μπορεί να βλέπει τις κινήσεις του μαέστρου και να ακολουθεί τα προστάγματά του.

[Επεξεργασία] Παραπομπές

  1. Έφη Αβέρωφ, Εισαγωγή στην οργανογνωσία
  2. ΠΕΕΜΔΕ, 2004, σ. 1
  3. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, τ. 58, σ. 364
  4. Αβέρωφ, 1992, σ. 62
  5. Τολίκα, 1995, σ. 350
  6. Αβέρωφ, 1992, σ. 63
  7. Αβέρωφ, σ. 61

[Επεξεργασία] Βιβλιογραφία

  • Headington Christopher, Ιστορία της δυτικής μουσικής: από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας, Gutenberg, Αθήνα, 1994
  • Αβέρωφ Έφη, Εισαγωγή στην οργανογνωσία, Φίλιππος Νάκας, Αθήνα, 1992
  • Δημητριάδου Μαρία, Παραδόσεις ιστορίας μουσικής, Ντο-ρε-μί, Θεσσαλονίκη, 1998
  • Καλογερόπουλος Τάκης, Το λεξικό της ελληνικής μουσικής: από τον Ορφέα έως σήμερα, Εκδόσεις Γιαλλελή, Αθήνα, 1998-2002
  • Πανελλήνια Ένωση Εκπ/κών Μουσικής Δημόσιας Εκπ/σης, Τα πληκτροφόρα όργανα. Διαθέσιμο:http://www.peemde.gr
  • Τολίκα Ολυμπία, Παγκόσμιο λεξικό της μουσικής, Ευρωπαϊκό Κέντρο Τέχνης, Αθήνα, 1995