Επτά θανάσιμα αμαρτήματα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα είναι μια ταξινόμηση των πιο σοβαρών αμαρτημάτων σύμφωνα με την Καθολική εκκλησία, την οποία εισήγαγε ο Πάπας Γρηγόριος Α΄ κατά τη διάρκεια της θητείας του 590-604 μ.Χ. στην εργασία του Magna Moralia.

Τα αμαρτήματα ονομάζονται "θανάσιμα" γιατί σύμφωνα με την εκκλησία μπορούν να στερήσουν τη θεία χάρη και να οδηγήσουν στην αιώνια καταδίκη της ψυχής του ανθρώπου, εκτός αν συγχωρεθούν με την εξομολόγηση.

Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, ταξινομημένα κατά αύξουσα σοβαρότητα είναι:

  • Λαγνεία (luxuria)
  • Aπληστία (avaritia)
  • Λαιμαργία (gula)
  • Oκνηρία (acedia)
  • Oργή (ira )
  • Ζήλεια (invidia)
  • Αλαζονεία (superbia)

Η Αλαζονεία θεωρείται ως η μητέρα όλων των αμαρτιών.

[Επεξεργασία] Τα θανάσιμα αμαρτήματα στην τέχνη

Κατά την Αναγέννηση, οι καλλιτέχνες χρησιμοποίησαν τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα για πίνακες και γλυπτά, αποθανατίζοντάς τα, κάνοντάς τα γνωστά στο ευρύ κοινό, ενσωματώνοντάς τα με τον τρόπο αυτό στην καθολική χριστιανική κουλτούρα.

Ο Δάντης (13ος αιώνας μ.Χ.) χρησιμοποίησε και αυτός τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα στο έργο του Θεία Κωμωδία.

Στην εποχή μας, τα αμαρτήματα αυτά αποτέλεσαν το θέμα για την όπερα-μπαλέτο Τα Επτά Θανάσιμα Αμαρτήματα (γερμ.: Die sieben Todsünden) του συνθέτη Κουρτ Βάιλ, σε συνεργασία με τον Μπέρτολτ Μπρεχτ, καθώς και για το αστυνομικό θρίλερ Seven.