Σαρακατσάνοι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Οι Σαρακατσάνοι ή Σαρακατσαναίοι (γνωστοί και ώς Καρακατσάνοι) είναι πανάρχαια[1] πρωτοελληνική νομαδική φυλή της Ελλάδας, κτηνοτρόφοι. Οι Σαρακατσαναίοι, διασκορπισμένοι σ' ολόκληρη την Ελλάδα εκτός από τα νησιά, είναι χωρισμένοι σε πατριές, που καθεμιά έχει δικό της αρχηγό. Τα έθιμά τους είναι ελληνικότατα και χαρακτηρίζονται από την αλληλεγγύη, και την αγάπη μεταξύ τους. Μιλούν δικιά τους ελληνική διάλεκτο, που περιέχει και στοιχεία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας.

Πίνακας περιεχομένων

[Επεξεργασία] Καταγωγή

Σημερινές επιστημονικές έρευνες, όπως αυτή του ανθρωπολόγου καθηγητή πανεπιστημίου κ. Πουλιανού, θεωρούν τον Σαρακατσάνο ως τον πιο κοντινό άνθρωπο στον αρχάνθρωπο των Πετραλώνων. Ο κος Πουλιανός είναι αυτός που ανακάλυψε το σπήλαιο των Πετραλώνων στη Χαλκιδική, όπου μέσα βρήκε σκελετούς, από τις πρώτες ανθρώπινες μορφές που έζησαν στον Ευρωπαϊκό χώρο. Η αίσθηση αυτή, της πολύ παλιάς καταγωγής, κυριαρχεί απόλυτα στους Σαρακατσάνους. Γι΄αυτό και οι πιο στοχαστικοί, στο ερώτημα από πού κατάγεστε, δύσκολα απαντούν, ή όταν απαντούν λένε ότι είναι «δυό βολές Έλληνες».

[Επεξεργασία] Κοιτίδα

Η κοιτίδα τους αμφισβητείται και για αυτό έχουν διατυπωθεί διάφορες υποθέσεις. Από μερικούς πιστεύεται ότι είναι Ακαρνάνες και μάλιστα από το Βάλτο, ενώ σύμφωνα με άλλους κατάγονται από τον Άραχθο (από το χωριό Συράκο). Γενικά, κοιτίδα τους θεωρείται η οροσειρά της κεντρικής και νότιας Πίνδου και η Ρούμελη με επίκεντρο τα Άγραφα[2], χώρος που λόγω της γεωφυσικής του κατάστασης ήταν απάτητος, δεν ήταν γραμμένος πουθενά και γι’ αυτό κατοικούνταν από αυτόνομους και ελεύθερους ανθρώπους. Ο διασκορπισμός τους από την αρχική κοιτίδα τους προς την υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα έγινε επί Τουρκοκρατίας και κυρίως τον 18ο αιώνα, στα χρόνια του Αλή Πασά. Οι Σαρακατσαναίοι είναι κτηνοτρόφοι σκηνίτες. Ζουν στον Ασπροπόταμο, στη Θεσσαλία και την Ήπειρο, μετατοπίζονται όμως μέχρι τη Μακεδονία και πέρα από αυτή. Σε παλιότερα μάλιστα χρόνια οι νομαδικές τους μετακινήσεις έφταναν και στις άλλες βαλκανικές χώρες, τη Βλαχία, τη Σερβία ακόμα και τη Βουλγαρία.

[Επεξεργασία] Όνομα

Ως προς το όνομά τους υπάρχουν πολλές και διάφορες ετυμολογίες. Σύμφωνα με τη Σαρακατσαναίικη παράδοση πήραν το όνομά τους από τους Τούρκους. Όταν έγινε η άλωση της Κωνσταντινούπολης, οι Σαρακατσαναίοι φόρεσαν μαύρα ρούχα, ως ένδειξη πένθους, και δεν υποτάχθηκαν στον κατακτητή. Οι Τούρκοι τους έβλεπαν στα μαύρα και ανυπότακτους να μετακινούνται συνεχώς. Γι’ αυτό τους ονόμασαν «Καρακατσάν» (καρά =μαύρος και κατσάν=φυγάς, ανυπότακτος ), δηλ. «μαύροι φυγάδες». Από το Καρακατσάν με παραφθορά προήλθε η λέξη «Σαρακατσάνος».

Κατ' άλλους, οι Σαρακατσαναίοι δεν πρέπει να συγχέονται με τους Καρακατσαναίους (Μαυρόβλαχους) ή Κουτσόβλαχους, που μιλούν τη βλάχικη γλώσσα. Σε αυτή την περίπτωση, μια πιθανή ετυμολογία είναι από την τουρκική λέξη σαράν που σημαίνει «φορτώνειν» ή σιαρίκ(=κλέφτης) και την τουρκική μετοχή κατσάν=φυγάς,ανυπότακτος, (σαράν + κατσάν = Σαρακατσάνος) γιατί από καιρό σε καιρό φόρτωναν τα πράγματά τους και μετακινούνταν με τα κοπάδια τους και γι’ αυτό τους έδωσαν αυτό το όνομα οι Τούρκοι.

[Επεξεργασία] Ελληνοφωνία

Ανεξάρτητα από τις μετακινήσεις τους και τον εναλλασσόμενο τόπο διαμονής τους έχουν τα ίδια ήθη και έθιμα και κυρίως μιλούν την ίδια γλώσσα, την Ελληνική, απαλλαγμένη από ξένα στοιχεία, αναλλοίωτη, που φέρει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της δωρικής διαλέκτου. Το ίδιο αναλλοίωτοι παρέμειναν και οι Σαρακατσαναίοι, οι «καταλαγαρώτεροι Έλληνες» όπως έγραψε ο Στέφανος Γρανίτσας. Διατήρησαν τα έθιμα, τις συνήθειες και τους κανόνες συμπεριφοράς και διαβίωσης κατά τρόπο πιστό και αυθεντικό. Στηρίχθηκαν στα παραδοσιακά τους έθιμα και στην ελληνική τους ταυτότητα και δεν επέτρεψαν στην περιβάλλουσα αλλοεθνή και ξενόγλωσση κοινωνία να εισβάλλει στη δική τους. Η οικονομική τους ευρωστία και αυτονομία και η διαβίωσή τους σε καλές υλικές συνθήκες τους οδήγησε, σε μια ουσιαστικά και τυπικά, εσωτερίκευση, τήρηση και εφαρμογή των εθιμικών κανόνων διαβίωσης και κοινωνικής συμπεριφοράς.

Η χρήση μιας και μόνο γλώσσας, της Ελληνικής, αποδεικνύει ότι οι Σαρακατσιαναίοι είναι διαφορετικοί από τους Βλάχους,(Οι Βλάχοι της Ελλάδας, γνωστοί και με άλλα ονόματα κατά περιοχές: Κουτσόβλαχοι, Αρβανιτόβλαχοι, κ.τ.λ. ενώ οι ίδιοι αυτοαποκαλούνται Βλαχόφωνοι Έλληνες) που μιλούσαν εκτός από τα Ελληνικά και τα Βλάχικα. Επειδή η λέξη βλάχος χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον άνθρωπο που έχει πρόβατα, τον κτηνοτρόφο, τον βοσκό και επειδή η κτηνοτροφική ζωή ήταν κοινό τους στοιχείο, επήλθε σύγχυση πότε ένας βλάχος (=αυτός που έχει πρόβατα, ο κτηνοτρόφος, ο βοσκός) είναι Σαρακατσάνος και πότε Βλάχος (=Βλαχόφωνος). Με τη διαφορά όμως ότι οι Σαρακατσαναίοι ήταν καθαροί νομάδες και δεν είχαν πουθενά χωριό, ενώ οι Βλάχοι ζούσαν νομαδικά και ημινομαδικά, ήταν πριν αιώνες εγκαταστημένοι σε χωριά και ασχολήθηκαν και με το εμπόριο, τις τέχνες και τα γράμματα, ενώ οι Σαρακατσαναίοι στα μέσα του προηγούμενου αιώνα εγκατέλειψαν το νομαδισμό. Αλλά και στην ενδυμασία, στα ήθη και έθιμα, στον τρόπο ζωής ξεχωρίζουν οι Σαρακατσαναίοι από τους Βλάχους, που δεν έρχονταν σε επιμειξία μεταξύ τους αλλά ούτε και επαγγελματικό αλισβερίσι είχαν.

[Επεξεργασία] Ιστορία

[Επεξεργασία] Η φυγή

Μετά τον θάνατο του Κατσαντώνη, ο Αλή Πασάς σε μια ύστατη προσπάθεια να καθαρίσει τον τόπο από τους ανυπότακτους κλέφτες, ξεκίνησε μια φοβερή σφαγή των αμάχων Σαρακατσάνων, όταν ακόμα και παιδιά στην κούνια σφάζονταν. Ο αγώνας ήταν άνισος και οι καπεταναίοι, γύρω στα 1812-1815, συνεννοήθηκαν να στείλουν τα γυναικόπαιδα στον πασά της Ανδριανούπολης, αφού φρόντισαν να τον εξαγοράσουν για να συνεχίσουν απερίσπαστοι τον αγώνα. Κατά την παράδοση, οι «πατέρες» στέλνοντας τα γυναικόπαιδα στην περιοχή της Ανδριανούπολης τους ευχήθηκαν να προκόψουν, αλλά τους έδωσαν και κατάρα να μην ριζώσουν εκεί που θα πάν. Πάντα στη δύση του ηλίου να έχουν στραμμένο το βλέμμα τους, όπου και ο τόπος καταγωγής τους (η Ήπειρος).

Έτσι δικαιολογείται ότι για πολλά χρόνια οι Σαρακατσάνοι δεν απέκτησαν δική τους γη, στοιχείο που θα τους απέτρεπε την επιστροφή στην πατρίδα τους. Έτσι δικαιολογείται επίσης, το ότι οι Σαρακατσάνοι γίναν νομάδες κτηνοτρόφοι και δημιούργησαν τα τσελιγκάτα, που μετακινούνταν το χειμώνα στους κάμπους (χειμαδιά) και το καλοκαίρι στα βουνά (καλοκαιρνά). Την άνοιξη, και συγκεκριμένα, του Αη Γιώργη (23 Απριλίου), οι Σαρακατσάνοι ξεκινούσαν για το βουνό, και το φθινόπωρο, γύρω στις 26 Οκτωβρίου, του Αη Δημήτρη, εγκατέλειπαν το βουνό και ξανακατέβαιναν στις πεδιάδες. Οι εποχιακές αυτές μετακινήσεις είχαν σχέση με την τεχνική της κτηνοτροφίας καθώς και με τις ανάγκες των κοπαδιών, από τα οποία είχαν απόλυτη εξάρτηση.

Ο χειμώνας, σκληρός στα βουνά της ηπειρωτικής ζώνης, δεν επιτρέπει να φυτρώνει το χορτάρι, ενώ η υγρασία ανεβαίνει σε βαθμούς καταστροφικούς για την υγεία των προβάτων και το χιόνι βάζει σε κίνδυνο τη ζωή τους. Κατέβαιναν γι'αυτό τότε στις πεδιάδες αναζητώντας περιοχές πιο πράσινες και κλιματικά πιο ήπιες. Μα μόλις έφτανε η άνοιξη, που στην Ελλάδα δεν διαρκεί παρά λίγες μέρες, οι πεδιάδες και τα βοσκοτόπια ξεραίνονται με γοργό ρυθμό και η θερμοκρασία ανεβαίνει σε βαθμούς που δεν ανέχεται το κοπάδι, οι Σαρακατσάνοι ξανάπερναν το δρόμο για τα βουνά, εκεί όπου χάρη στη δροσιά και την υγρασία η γη δεν ξεραίνεται, αναζητώντας βοσκές για τα ζωντανά τους.

Αμφίδρομη η επίδραση που ασκείται μεταξύ ποιμενικής δραστηριότητας και τοπίου. Εύκολα μπορούμε να επισημάνουμε μια ζώνη κατεχόμενη από τους Σαρακατσάνους. Στις περιοχές της το έδαφος είναι βαθιά θερισμένο και από μακριά δίνει την εντύπωση ενός πράσινου ή κιτρινωπού χαλιού, όπου εδώ και εκεί ξεφυτρώνουν κάποιοι θάμνοι.

[Επεξεργασία] Οπλαρχηγοί

Τα τσελιγκάτα συνέβαλαν αποφασιστικά στους αγώνες της ανεξαρτησίας. Στην επανάσταση του 1821 οι Σαρακατσαναίοι ήταν τα στηρίγματα της κλεφτουριάς – όπως και όλοι οι άνθρωποι του βουνού – και της εξασφάλιζαν τα απαραίτητα. Κάθε οικογένεια είχε δώσει κι από έναν κλέφτη. Αμέτρητοι οι Σαρακατσάνοι οπλαρχηγοί, που έγραψαν χρυσές σελίδες στην ιστορία της Ελληνικής επανάστασης, κυρίως της προεπαναστατικής. Κορυφαίος όλων ο Κατσαντώνης, που το 1807 στην Λευκάδα και στο μοναστήρι της Αγίας Mαύρας, κηρύχθηκε αρχηγός όλων των κλεφτών στην Ελλάδα. Παρόντες στην τελετή, ο Ρώσος στρατηγός Παπαδόπουλος, ο Υψηλάντης και από πλευράς εκκλησίας ο επίσκοπος Ιγνάτιος. Ακόμα, Γεώργιος Καραϊσκάκης, Βλαχόπουλοι, Διπλαίοι, Αραπογιανναίοι, Γιάννης Φαρμάκης και Λιάκατας, οι αρματολοί του Καρπενησίου Συκάδες, ο Β. Δίπλας, ο Χασιώτης και ο Λεπενιώτης (αδέλφια του Κατσαντώνη), ο Φαρμάκης, ο Γ. Τσόγκας, ο Αραπογιάννης, ο Λιάκος. Στον Μακεδονικό Αγώνα βοήθησαν τα ελληνικά αντάρτικα σώματα ως οδηγοί, αγγελιοφόροι, τροφοδότες και σύνδεσμοι. Περιέθαλψαν τραυματίες στις στάνες τους, διέθεσαν τρόφιμα, ιματισμό, μετέφεραν όπλα και συμμετείχαν οι ίδιοι στα αντάρτικα σώματα, όπως ο οπλαρχηγός Κ. Γαρέφης κ. α. Ο Παύλος Μελάς συνεργάστηκε στενά με τους Σαρακατσαναίους. Ανώνυμοι αγωνιστές επίσης αντιστάθηκαν σ’ όλους τους κατακτητές.

[Επεξεργασία] Τα τσελιγκάτα

Για να επιβιώσουν οι Σαρακατσάνοι, οργανώθηκαν σε μικρές κοινωνίες 20-50 οικογενειών κυρίως με συγγενικό δεσμό, «τα Τσελιγκάτα», πράγμα που συντέλεσε και στην δημιουργία αμιγούς πληθυσμού. Είναι δηλαδή τα τσελιγκάτα οικονομικός συνεταιρισμός, αποτελούμενος από τις συζυγικές οικογένειες και τις φάρες και κατορθώνει να εξασφαλίσει την υπεράσπιση και τη συνεργασία των συμμετοχόντων σ΄αυτό. Τα προïόντα που παράγουν από την κτηνοτροφία, που είναι και αποκλειστική ενασχόληση των Σαρακατσάνων, είναι πλήρης τροφή και μπορούν να τους θρέψουν. Οι τομείς, παραγωγή-κατασκευή, μπορούν να λειτουργήσουν σχεδόν χωρίς διακοπή, δίχως να είναι απαραίτητη η επαφή με τον έξω κόσμο, έξω του Τσελιγκάτου. Με μια λέξη, το Τσελιγκάτο είναι αυτάρκες.

Ο αρχηγός του Τσελλιγκάτου ο τσέλιγκας, εκλέγεται από τους αρχηγούς κάθε φάρας που απαρτίζουν το Τσελιγκάτο. Η εκλογή είναι κοινή αναγνώριση της ανωτερότητας του εκλεγμένου, η οποία απορρέει από θεμελιώδη στοιχεία της προσωπικότητάς του. Είναι έξυπνος, δραστήριος, κοινωνικός, ευέλικτος, τολμηρός, έντιμος και δίκαιος, ανοιχτοχέρης. Αυτός κανόνιζε σχεδόν τα πάντα που είχαν σχέση με το τσελιγκάτο (ενοικίαση βοσκοτόπων, πώληση γάλακτος και τυροκομικών προϊόντων, αρνιών, μαλλιών κ.τ.λ.). Είχε όμως και κοινωνικό ρόλο στη στάνη: συμβούλευε- μαζί με τους γεροντότερους- και έλυνε διαφορές. Όλοι οι σμίχτες είχαν συμμετοχή στα κέρδη και τις ζημιές του κοπαδιού.

Οι Τσοπαναραίοι ήταν αυτοί που είχαν λίγα ή καθόλου πρόβατα και δεν είχαν δικό τους τσελιγκάτο. Με τα πρόβατα αλλά και τα άλλα ζώα τούς έδενε στενή σχέση. Τα φρόντιζαν και τα πρόσεχαν ιδιαίτερα, αφού ήταν γι’ αυτούς όλη τους η περιουσία. Εάν κάποιος τσέλιγκας παρατυπήσει, καθαιρείται από τους ίδιους που τον ανέδειξαν. Οι συμμετέχοντες στο τσελιγκάτο είναι υποχρεωμένοι να υπακούουν στον τσέλιγκα, να δουλεύουν και ελέγχουν την διαχείριση του. Όταν προέκυπτε κάποια διαφορά, κυρίως οικονομική και δεν κατέληγαν σε συμφωνία, καλούσαν από γειτονικό τσελιγκάτο επιτροπή που έδινε λύση και ήταν αποδεκτή.

Το σπίτι των Σαρακατσαναίων (το κονάκι), που το κατασκεύαζαν μόνοι τους, ήταν ένα καλύβι με σάλωμα και ήταν δυο τύπων: α) το ορθό κονάκι (κωνοειδής καλύβα), που κατέληγε στην κορυφή του σε σταυρό και είχε στο κέντρο την εστία (φωτογώνι) και γύρω-γύρω διασκευασμένους χώρους όπου τοποθετούσαν ρούχα, είδη μαγειρικής κ.τ.λ., ενώ υπήρχε σταθερή θέση για το εικόνισμα β) ο πλάγιος τύπος με δίρριχτη στέγη που κατασκευαζόταν από κορμούς δέντρων, ξύλα (πελεκούδια) και κλαδιά ελάτων (μπάτσες). Τα «κονάκια», ο οικισμός δηλ. το σύνολο των νομαδικών οικογενειών αποτελούσε τη Στάνη. Στάνη και τσελιγκάτο δεν ταυτίζονταν. Μπορεί μια στάνη να είχε δυο ή περισσότερα τσελιγκάτα. Το αντίστροφο όχι.

[Επεξεργασία] Κοινωνία

Η Σαρακατσαναίικη οικογένεια ήταν πατριαρχική. Αυστηρή πειθαρχία και άγραφοι απαρασάλευτοι νόμοι όριζαν τη συμπεριφορά του κάθε μέλους της. Αρχηγός της οικογένειας ήταν ο άνδρας, ο πατέρας. Στον πατέρα και τη μάνα υπήρχε απόλυτος σεβασμός. Το κορίτσι το χαρακτήριζε η ντροπαλοσύνη, η καλή ανατροφή και ο καλός ψυχικός κόσμος. Το αγόρι έπρεπε να ήταν σεμνό, συγκρατημένο στις πράξεις, τα λόγια και τους τρόπους του. Ο στυλοβάτης όμως της οικογένειας ήταν η γυναίκα, που σήκωνε όλο το βάρος των ευθυνών. Αυτή είχε καθημερινά αναλάβει όλες τις δουλειές του νοικοκυριού (να φέρει ξύλα, ν’ ανάψει φωτιά, να φέρει νερό από τη βρύση με τη βαρέλα, να περιποιηθεί τα παιδιά, να κάμει το νοικοκυριό του κονακιού κ.τ.λ.), αλλά και τις εξωτερικές δουλειές των προβάτων (παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων, κατασκευή, στρώσιμο, ξέστρωμα μαντριών κ.τ.λ.). Η ρόκα, για το γνέσιμο του μαλλιού, ήταν η αχώριστη συντροφιά της. Όπου κι αν πήγαινε την είχε μαζί της. Το γνέσιμο του μαλλιού ήταν για τη Σαρακατσαναίικη ευχαρίστηση και «σκόλη». Εκείνο όμως που την κρατούσε «σκλαβωμένη» ήταν ο αργαλειός. Η Σαρακατσάνα ήταν μια αφανής ηρωίδα της καθημερινής ζωής. Έπρεπε να υπηρετεί την οικογένεια με θρησκευτική ευλάβεια και προσήλωση. Ενέπνεε όμως σεβασμό και έχαιρε εκτίμηση, ιδιαίτερα όταν γίνονταν μητέρα.

Η σαρακατσάνικη κοινωνία χαρακτηριζόταν από την οικονομική και κοινωνική αυτάρκειά της. Η τυροκομική και κτηνοτροφία αποτελούσαν βασική πηγή εσόδων κάθε οικογένειας, αλλά και ολόκληρου του τσελιγκάτου γενικότερα. Η κοινωνική ευημερία και ισορροπία λειτουργούσε συχνά σε βάρος της ατομικής, μια και οι αρχές και παραδόσεις έπρεπε να τηρούνται αυστηρά από όλους. Κάθε απόκλιση από αυτές συνεπαγόταν κοινωνικός αποκλεισμός. Ο τσέλιγκας κατείχε κυρίαρχο ρόλο και επιτηρούσε την ομαλή οικονομικο-κοινωνική λειτουργία της κοινότητας. Τέλος, η θρησκεία και η κοινή ενασχόληση με όλες τις μορφές τεχνών κρατούσαν ενωμένους τους σαρακατσάνους για αιώνες ολόκληρους, όπως άλλωστε συμβαίνει σε κάθε μικρή ή μεγάλη κοινωνία.

[Επεξεργασία] Εκπαίδευση

Η παιδεία των Σαρακατσαναίων ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Οι σκληρές συνθήκες ζωής και οι συνεχείς μετακινήσεις τους στις ορεινές περιοχές δεν επέτρεπαν τη μόρφωση των παιδιών τους σε σχολεία. Είχαν όμως μια βαθιά αίσθηση του ελληνικού γλωσσικού οργάνου. Από τις αφηγήσεις τους διαπιστώνει κανείς μια λιτότητα και παραστατικότητα στην έκφραση, ενώ στα τραγούδια τους φαίνεται μια βαθιά αίσθηση του ρυθμού και του μέτρου.

Οι Σαρακατσάνοι με τον όρο «παιδεία» εννοούσαν τη μετάδοση των γνώσεων και του μύθου σαν συμπλήρωμα. Η μετάδοση αυτή επιτυγχάνονταν με την άμεση και καθημερινή επαφή των νέων με τους μεγαλυτέρους (αδέλφια, γονείς κ.λ.π.), στη δουλειά και στο σπίτι, μέσα από συζητήσεις και διηγήσεις. Έτσι αποκτούσαν μια πολύ γενική μόρφωση. Εκτός, όμως, από την γενική μόρφωση τα παιδιά (μόνο τα αγόρια) έπρεπε ν' αποκτήσουν και βασική μόρφωση (ανάγνωση και αριθμητική), για να μπορούν να «λογαριάζονται», όπως χαρακτηριστικά έλεγαν, δηλαδή να μπορούν να ελέγχουν τα λογιστικά του τσελιγκάτου. Κάποια τσελιγκάτα, το καλοκαίρι, με δικά τους έξοδα μίσθωναν δάσκαλο, συνήθως συνταξιούχο, για να δώσει κάποιες γνώσεις στα παιδιά. Τα παιδιά παρακολουθούσαν τα μαθήματα σε μια ειδικά διαμορφωμένη καλύβα, το «δασκαλοκάλυβο».

Αρχικά, η βασική μόρφωση δίνονταν από τους μεγαλύτερους κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού στο «στάλο», όπου ο χρόνος ήταν μεγάλος (5 με 6 ώρες καθημερινά) και υπήρχε ησυχία. Ο τρόπος αυτός μετάδοσης της μόρφωσης, αναγνωρισμένος και επίσημα από το Ελληνικό κράτος μέχρι τα τέλη του περασμένου αιώνα, λεγόταν αλληλοδιδακτική. Από την περίοδο όμως, που λειτούργησαν τα τσελιγκάτα, και μέχρι το 1945, την βασική τους μόρφωση την αναλάμβανε κάποιος δάσκαλος ή, ορισμένες φορές, κάποιος απόφοιτος Γυμνασίου, μόνον για τους μήνες του καλοκαιριού.

Ο τσέλιγκας ήταν αυτός που έπρεπε μεταξύ των άλλων να φροντίσει να βρει δάσκαλο για τα παιδιά του τσελιγκάτου. Τον δάσκαλο τον πλήρωναν κατ΄ αποκοπή για τους τρεις μήνες που απασχολούνταν στο τσελιγκάτο. Τη σίτισή του αναλάμβαναν οι οικογένειες που είχαν παιδιά στο σχολείο, ενώ για την διαμονή του υπήρχε το δασκαλοκάλυβο, δίπλα στο καλύβι, που χρησιμοποιούνταν ως σχολείο. Το μάθημα γινόταν μέσα στο σχολείο, ή και έξω από αυτό, κοντά σε βρύσες, κάτω από δέντρα κ.λ.π. Τα παιδιά για να μάθουν ανάγνωση και γραφή χρησιμοποιούσαν σουγιά, τον οποίον δεν αποχωρίζονταν ποτέ, και μ' αυτόν χάραζαν γράμματα και αριθμούς στους κορμούς των δέντρων ή σε κάποιο σανίδι.

[Επεξεργασία] Τέχνη

Η τέχνη στη ζωή των σαρακατσάνων ήταν απόλυτα ενσωματωμένη στην καθημερινή τους ζωή. Αμέτρητα ήταν τα έργα που άφησαν στο χώρο της κεντητικής, υφαντικής αλλά και ξυλογλυπτικής. Τα γεωμετρικά σχήματα κυριαρχούσαν σε όλες τις παραπάνω μορφές τέχνης, με έντονες τις επιρροές από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Παράλληλα, η ποίησή τους και η μουσική δύσκολα ξεχωρίζουν από τη δημοτική ελληνική παράδοση. Επίσης υπάρχουν ζωγραφιές που σώζονται μέχρι και σήμερα, χαραγμένες επάνω σε κορμούς δέντρων, κυρίως οξιάς. Οι ζωγραφιές αυτές, απεικονίζουν θέματα παρμένα από την καθημερινή τους ζωή, με το ονοματεπώνυμο του δημιουργού και το έτος κατασκευής. Οι δημιουργοί αυτοί είναι τσομπάνηδες, κυρίως στερφάρηδες (βοσκούσαν στέρφα) και σκάλιζαν στους κορμούς των δέντρων τις ώρες του «στάλου». Τα ίδια περίπου θέματα βρίσκουμε χαραγμένα επάνω σε τσουγγάνια (βράχους).

Αυτό που άφησαν πίσω τους ως κληρονομιά οι Σαρακατσαναίοι δεν είναι μαρμάρινα αγάλματα, πίνακες ζωγραφικής, βιβλία προγονικά, αλλά μας κληροδότησαν υπέροχα ξυλόγλυπτα και όμορφα υφαντά, αντικείμενα που φιλοτέχνησαν για να κάνουν τη ζωή τους ευκολότερη. Η γυναίκα έφτιαχνε μόνη της τις αντρικές και γυναικείες φορεσιές. Μετά τον κούρο, το ξάσιμο του μαλλιού, το γνέσιμο, η ύφανση, το ράψιμο ήταν δικιά της δουλειά. Οι Σαρακατσαναίοι δε φόρεσαν ποτέ άλλο ξενικό ύφασμα, παρά μονάχα υφάσματα δικής τους κατασκευής. Η χαρακτηριστική σοβαρότητα των σκούρων χρωμάτων στις φορεσιές, τα υπέροχα χρώματα και σχέδια στις «παναούλες», τις μικρές ποδιές από χοντρό μάλλινο ύφασμα, ο ολοκέντητος κόκκινος φλάμπουρας του γάμου με θέματα αυστηρής συμμετρίας ανάμεσα και γύρω από τις τέσσερις γωνίες του σταυρού είναι μερικά από τα στοιχεία της Σαρακατσαναίικης τέχνης.

[Επεξεργασία] Θρησκεία

Οι Σαρακατσαναίοι ήταν πιστοί χριστιανοί, χωρίς μεγάλη θεωρητική κατάρτιση. Τελούσαν όμως τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και ένιωθαν δέος για τα μυστήρια, ειδικά του γάμου και της βάπτισης. Τις μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης και τις ονομαστικές γιορτές τις γιόρταζαν με μεγαλοπρέπεια, όπου κι αν βρίσκονταν. Γλεντούσαν συχνά με χορό και τραγούδια. Τα τραγούδια, προϊόν ιστορικής και συναισθηματικής εσωτερίκευσης γεγονότων και καταστάσεων, κατατάσσονται σε τρεις ενότητες: στα κλέφτικα, στα ποιμενικά και της λεβεντιάς, της χαράς (γάμου) και της αγάπης, και του χωρισμού και της ξενητειάς. Οι χοροί τους λεβέντικοι, έχουν την καταγωγή τους στον αρχαίο ελληνικό ρυθμό. Το παίξιμο της φλογέρας – το κατεξοχήν μουσικό όργανο – για το Σαρακατσαναίο τσοπάνη ήταν μια ιεροτελεστία. Ιδιαίτερα γλεντούσαν, όταν γίνονταν κάποιος γάμος στο τσελιγκάτο. Ο γάμος μαζί με τη γέννηση των παιδιών αποτελούσε τους δυο κύριους πόλους της Σαρακατσαναίικης κοινωνίας. Ο γάμος ήταν ένα κοινωνικό φαινόμενο πολυδιάστατο, με ένα κύκλο πράξεων, στάσεων, συμβόλων και συμπεριφορών. Χαρακτηριστικό του ήταν η ενδογαμία. Κοινωνικός σκοπός του γάμου ήταν η αναπαραγωγή (γέννηση και ανατροφή παιδιών) και η κοινωνική κατανομή της εργασίας. Αλλά, και το θάνατο περιβάλουν με ένα κύκλο εκδηλώσεων και πράξεων που φανερώνει ότι ήταν προετοιμασμένοι για το αναπόφευκτο αυτό γεγονός. Στις μετακινήσεις τους, στο ξεκαλοκαιριό ή το χειμαδιό, είχαν πάντα μαζί τους τη νεκροαλλαξιά.

[Επεξεργασία] Οι Σαρακατσάνοι σήμερα

Σήμερα η ποιοτική μεταβολή και ο κοινωνικός μετασχηματισμός των Σαρακατσαναίων είναι πραγματικότητα. Η κάθοδός τους από τα βουνά στις πεδιάδες, η εγκατάλειψη του πλάνητα βίου, η αγροτική διαβίωση (ένα μικρό ποσοστό ασχολείται με την κτηνοτροφία) αλλά και η ενασχόληση με ελεύθερα επαγγέλματα, η συμμετοχή τους στις μισθωτές υπηρεσίες, ιδιωτικές και δημόσιες, η ανάδειξή τους στην επιστήμη, τις τέχνες, τα γράμματα και την πολιτική διαμόρφωσαν μια Σαρακατσαναίικη κοινωνία που συνδυάζει την παράδοση με τον εκσυγχρονισμό. Ιδιαίτερα διέπρεψαν στις επιστήμες, αλλά δεν υπάρχει τομέας στον επαγγελματικό χώρο, στον οποίο να μην έχουν συμμετοχή οι Σαρακατσαναίοι. Όμως οι αρχές τους και οι αξίες της ζωής δεν άλλαξαν. Φιλήσυχοι και φιλόξενοι, νομοταγείς, αξιοπρεπείς, εργατικοί και αξιόπιστοι διακρίνονται για το μαχητικό τους πνεύμα, το σφρίγος και την αγωνιστικότητά τους.

Από το 1960 και μετά, που οι Σαρακατσαναίοι διασκορπίστηκαν στις πόλεις και τα χωριά, σαρανταπέντε πολιτιστικοί σύλλογοι και η Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Σαρακατσαναίων (ΠΟΣΣ) προσπαθούν να κρατήσουν και να συνεχίσουν τη Σαρακατσαναίικη παράδοση και να αντισταθούν στην αφομοιωτική και ισοπεδωτική τάση της εποχής μας, με το να συγκεντρώνουν και να καταγράφουν τα Σαρακατσαναίικα τραγούδια, να μαθαίνουν τους χορούς στους νέους, διατηρώντας δικά τους χορευτικά συγκροτήματα. Με τα τμήματα γερόντων αναπαράγουν το πλούσιο και ανεξάντλητο υλικό, αφού οι γέροντες είναι οι μοναδικοί αδιάψευστοι μάρτυρες της Σαρακατσαναίικης ιστορίας. Μεγάλη είναι η προσφορά στη διάδοση του Σαρακατσαναίικου τραγουδιού, των Σαρακατσαναίων τραγουδιστών, επαγγελματιών και μη, που έχουν ηχογραφήσει σε δίσκους και κασέτες τα τραγούδια τους. Το Λαογραφικό Μουσείο Σαρακατσάνων στις Σέρρες, όπου εκτίθεται αυθεντικό υλικό απ’ όλες τις περιοχές της Ελλάδας που έχει σχέση με τη ζωή και τη λαϊκή τέχνη των Σαρακατσαναίων, έτυχε Ευρωπαϊκής αναγνώρισης και βραβεύτηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Μουσείων. Υπάρχουν όμως μουσεία, μικρότερης ίσως εμβέλειας, και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας με υλικό από τη λαϊκή τέχνη και τη ζωή των Σαρακατσαναίων. Υπαίθριοι παραδοσιακοί οικισμοί (Στάνες) σε διάφορα μέρη της χώρας κατασκευάστηκαν από συλλόγους και αναβιώνουν σκηνές από την καθημερινή ζωή των Σαρακατσαναίων. Έντυπο υλικό κυκλοφορεί για ενημέρωση των απανταχού Σαρακατσαναίοι, όπως η «Σαρακατσαναϊικη Ηχώ» που εκδίδεται από την ΠΟΣΣ, το ετήσιο περιοδικό «Σαρακατσαναίοι» από την αδελφότητα Σαρακατσαναίων Ηπείρου και το Ίδρυμα Σαρακατσάνικων Μελετών, το περιοδικό «Τα Δέοντα των Σαρακατσαναίων» από το Σύνδεσμο Σαρακατσάνων Φθιώτιδας κ.ά. Σε συνέδρια πανελλήνια και ημερίδες με εισηγητές διάφορους επιστήμονες συζητούνται ποικίλα θέματα σχετικά με τους Σαρακατσαναίους. Το Πανελλήνιο Αντάμωμα στο Περτούλι Τρικάλων την τελευταία Κυριακή του Ιουνίου και άλλα τοπικά, σε θέσεις που συνήθως ξεκαλοκαίριαζαν οι Σαρακατσαναίοι, που γίνονται κάθε χρόνο καθώς επίσης, συνεστιάσεις, συνάξεις και χοροεσπερίδες βοηθούν στη διατήρηση της παράδοσης αλλά και στη σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ των Σαρακατσαναίων. Τέτοια τοπικά ανταμώματα οργανώνονται στο Βελούχι (θέση Άγιοι Απόστολοι Μερκάδας) την πρώτη Κυριακή του Ιουλίου από το Σύνδεσμο Σαρακατσαναίων Φθιώτιδας, στην Πάρνηθα (στη θέση Μόλα) του Αγίου Πνεύματος από τους Συλλόγους Σαρακατσαναίων Αττικής, στο Γυφτόκαμπο (κεντρικό Ζαγόρι Ηπείρου) την πρώτη Κυριακή του Αυγούστου από την Αδελφότητα Σαρακατσαναίων Ηπείρου, στην Ελατιά Δράμας (θέση Μπουζάλα) στις 20 Ιουλίου (του προφήτη Ηλία) από τους Συλλόγους Σαρακατσαναίων Μακεδονίας και Θράκης κ. α. Επίσης στη Βουλγαρία (Σλίβεν) από την Ομοσπονδία Σαρακατσαναίων, που έχουν μείνει εκεί μετά το κλείσιμο των συνόρων, αλλά διατηρούν τη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα της Σαρακατσαναίικης παράδοσης…

Πολλοί είναι εκείνοι, Έλληνες και ξένοι, ερευνητές, λαογράφοι, κοινωνιολόγοι, ιστορικοί που ασχολήθηκαν και ασχολούνται με τη ζωή και τον πολιτισμό των Σαρακατσαναίων, όπως οι λαογράφοι Αγγελική Χατζημιχάλη που μελέτησε τον ποιμενικό βίο των Σαρακατσαναίων, ο Ε. Μακρής και ο Γεώργιος Ν.Τσιαούσης ο οποίος στο Λεύκωμα "Τσελιγκάτα της Δράμας" χαρτογράφησε τα Σαρακατσάνικα τσελιγκάτα στα βουνά της ανατολικής Μακεδονίας και κατέγραψε τοπικά ήθη και έθιμα. Επίσης μεγάλη ήταν η συνεισφορά του ανθρωπολόγου Δρ Άρης Πουλιανού που έδωσε νέα διάσταση στο θέμα της προέλευσης των Σαρακατσαναίων, των καθηγητών κοινωνιολογίας Γ. Καββαδία, Δ. Μαυρόγιαννη, Gr. Hoeg, Glaube Fauriel κ.α…

[Επεξεργασία] Πηγές

Η αρχική έκδοση του άρθρου αυτού βασίστηκε σε αντίστοιχο άρθρο της Live-Pedia.gr δημοσιευμένο με την GFDL. (ιστορικό)


καθώς και σε κείμενα από:

[Επεξεργασία] Σημειώσεις

  1. Κατοικούμε έλεγαν οι γέροντες στον τόπο αυτό, από τότε που ο θεός έφτιαξε τα β΄να και τα ποτάμια, τον ήλιο και το φεγγάρι. Από τότε κρατάει η γενιά μας
  2. Τούτο φαίνεται από το γαμήλιο τραγούδι, κοινό σε όλους τους Σαρακατσάνους και αναφέρεται στον νουνό (κουμπάρο). «Πάντα νιός και τιμημένος και στην πόλη ξακουσμένος και στα Άγραφα γραμμένος». Επίσης το τραγούδι «Βήκε Αντώνης στ’ Άγραφα, να μάσει παλικάρια».
Άλλες γλώσσες