Εργατικό κόμμα (Ηνωμένο Βασίλειο)
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το Εργατικό Κόμμα είναι το κύριο Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της Βρετανίας. Ιδρύθηκε στη αρχή του εικοστού αιώνα. Πέντε πρωθυπουργοί της χώρας ήταν Εργατικοί, μεταξύ αυτών και ο σημερινός πρωθυπουργός, Τόνι Μπλέρ. Το κόμμα κέρδισε τις εκλογές του 2005 με ποσοστό ψήφων 35,3% και διαθέτει το 55,2% των εδρών στο Βρετανικό κοινοβούλιο.
[Επεξεργασία] Τα Πρώτα Χρόνια: 1900-1923
Το Εργατικό κόμμα του Ηνωμένου Βασίλειου ιδρύθηκε επίσημα το 1900 με την αρχική ονομασία Συνέδριο εργατικής αντιπροσώπευσης. Στις εκλογές του ίδιου χρόνου εκλέχθηκαν δυο βουλευτές του, ο Κιέρ Χάρντι και ο Ρίτσαρντ Μπελ. To 1903, ο γραμματέας του συνεδρίου, Ράμσεϋ ΜακΝτόναλντ, συμφώνησε με το Φιλελεύθερο κόμμα ότι οι εργατικοί θα τους υποστήριζαν με τον όρο πως οι φιλελεύθεροι δεν θα τοποθετήσουν υποψήφιους σε μερικούς εκλογικούς τομείς. Η συνεργασία αυτή ευνόησε το Εργατικό κόμμα, το οποίο διέθετε 29 βουλευτές το 1906, 40 μετά από τις εκλογές του Ιανουαρίου 1910 και 42 μετά από τις εκλογές του ίδιου χρόνου τον Δεκέμβριο.
Tα πρώτα χρόνια μετά τη δημιουργία του, το Εργατικό κόμμα, δεν απειλούσε τους Φιλελεύθερους που κυβερνούσαν με μεγάλη πλειονοψηφία. Το 1916 όμως η κατάσταση άλλαξε. Οι Φιλελεύθεροι διασπάστηκαν και οι εργατικοί έλαβαν μέρος στον συνασπισμό που κυβερνούσε στη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Το γεγονός αυτό, τους πρόσφερε την δυνατότητα να αποκτήσουν κυβερνητική πείρα και να αποδείξουν στο εκλοφικό σώμα ότι δεν αποτελεί κόμμα αντιπολίτευσης. Τελικά ο νέος νόμος του 1918 έδωσε το δικαίωμα ψηφοφορίας σε ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, μεγάλο μέρος του οποίου ανήκαν στην εργατική τάξη και το Εργατικό κόμμα κατέλαβε στις εκλογές του 1918 57 έδρες, το 1922, 142 έδρες και τον επόμενο χρόνο 191.
[Επεξεργασία] Στην κυβέρνηση: 1923–1924 και 1929-1931
Σε διάστημα είκοσι τριών ετών, το Εργατικό κόμμα κατάφερε να οδηγηθεί από την αφάνεια στην διακυβέρνηση, ενώ παράλληλα, οι Φιλελεύθεροι πραγματοποίησαν αντίθετη πορεία. Ο Ράμσεϋ ΜακΝτόναλντ έγινε πρωθυπουργός όταν το Εργατικό κόμμα σχημάτισε κυβέρνηση τον Ιανουάριο του 1924. Ωστόσο, ήταν κυβέρνηση μειοψηφίας και χρειάστηκε τη βοήθεια των Φιλελεύθερων. Είχε διάρκεια μόλις εννέα μηνών και κατέρευσε μετά από αδικαιολόγητες φήμες ότι ο ΜακΝτόναλντ ήταν κομουνιστής. Η δεύτερη κυβέρνηση που σχημάτισε ήταν επίσης μειοψηφίας. Το κόμμα κυβέρνησε από το 1929 μέχρι το 1931 αλλά με την απαιτούμενη υποστήριξη των Φιλελεύθερων δεν μπορούσε να θεσπίσει τις περισσότερο μεταρρυθμιστικές και σοσιαλιστικές προτάσεις του. Ο ΜακΝτόναλντ αποφάσισε να διαλύσει τη κυβέρνηση του, τον Αύγουστο του 1931. Πίστευε ότι η χώρα χρειαζόταν μια εθνική κυβέρνηση με μέλη από όλα τα κύρια κόμματα ώστε να λυθούν τα οικονομικά προβλήματα.
Η απόφαση εξόργισε το κόμμα επειδή ο ΜακΝτόναλντ δεν ζήτησε την άδεια τους να διαλύσει την κυβέρνηση. Το κόμμα τον έδιωξε μαζί με εφτά άλλους βουλευτές και παράμεινε στη αντιπολίτευση μέχρι το 1945. Ο ΜακΝτόναλντ συνέχισε στην εθνική κυβέρνηση υπό Συντηρητικό πρωθυπουργό. Στις εκλογές του 1931 το εργατικό κόμμα έλαβε μόνο 46 έδρες ενώ κέρδισαν 288 έδρες το 1929.
Ο Τζορτς Λάντσμπουρι έγινε ο ηγέτης μετά από την εκλογική αποτυχία και το 1935 το κόμμα άρχισε την αναγέννησή του με απόκτηση αρχικά 154 εδρών. Ο Κλέμεντ Άτλι έγινε ο ηγέτης του κόμματος και στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκόσμιου Πολέμου ήταν ο αναπληρωτής πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου υπό τον Γουίνστον Τσόρτσιλ.
[Επεξεργασία] Στη κυβέρνηση 1945-1951
Το τέλος του πόλεμου έφερε και τις πρώτες εκλογές σε δέκα χρόνια. Οι εργατικοί είχαν στο επίκέντρο των διακηρύξεών τους ένα φιλόδοξο σχέδιο εθνοποίησης. Επίσης επιθυμούσαν την δημιουργία μιας εθνικής υπηρεσίας υγείας και ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Τελικά είχαν ως στόχο, την εξόντωση της ανεργίας. Η νίκη του Άτλι εναντίον του παλαίμαχου ηγέτη των Συντηρητικών ήταν μεγάλη έκπληξη. Οι Εργατικοί απέκτησαν για πρώτη φορά πλειονοψηφία, με ποσοστό 48% και 146 έδρες. Η κυβέρνηση του Άτλι, ήταν μια από τις πιο ριζοσπαστικές της Βρετανίας του εικοστού αιώνα. Παρά τις οικονομικές δυσκολίες κατά την διάρκειας της μεταπολεμικής περιόδου, οι Εργατικοί εθνοποίησαν τις υπηρεσίες του ηλεκτρισμού, του γκαζιού, του σιδήρου και του χάλυβα ενώ πραγματοποιήθηκε και εθνοποίηση του σιδηροδρομικού συστήματος και της "Τράπεζας της Αγγλίας".
Στις εκλογές του 1950, το Εργατικό Κόμμα κέρδισε 315 βουλευτές με διαφορά 5 εδρών. Ο Άτλι προσπάθησε να αυξήσει τον αριθμό με εκλογές τον επόμενο χρόνο αλλά το κόμμα έχασε και άρχισε μια πολύχρονη περίοδος στην αντιπολίτευση.
[Επεξεργασία] Στη αντιπολίτευση 1951-1963
Στη αντιπολίτευση για δεκατρία χρόνια το εργατικό κόμμα προσπάθησε να ανακτήσει την υπόληψη του. Ο Άτλι παρέμεινε στη ηγεσία μέχρι το 1955 όταν έχασε τις εκλογές και αφυπηρέτησε. Ο Χίου Γκέιτσκελ έλαβε τη ηγεσία μέχρι τον θάνατο του το 1963. Υπήρχε μια συνεχιζόμενη μάχη στο κόμμα μεταξύ των μετριοπαθών βουλευτών και τους ακροαριστερούς. Η ίδρυση της "Εκστρατείας για τον Δημοκρατικό Σοσιαλισμό" προσπάθησε να προστατέψει τις κεντροαριστερές προτάσεις του Γκέιτσκελ. Όμως ο ίδιος αποξένωσε τους οπαδούς του με τη αντίσταση του κατά της ένταξης του Ηνωμένου Βασιλείου στη Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι Συντηρητικοί είχαν παραμείνει δημοφιλείς για περισσότερο από δέκα χρόνια, ωστόσο μετά από διάφορα σκάνδαλα, όπως η "Υπόθεση του Προφούμο" είχε ανοίξει η πόρτα της κυβέρνησης για τους Εργατικούς. Ο νέος ηγέτης, Χάρολντ Ουίλσον έλαβε τη ηγεσία και στις εκλογές του 1964 το κόμμα κέρδισε, αν και με μια μικρή πλειοψηφία.
[Επεξεργασία] Ο Ουίλσον στη κυβέρνηση 1964-1970 και 1974-1977
Οι Εργατικοί κέρδισαν τις εκλογές του 1964 με πλειονοψηφία τεσσάρων εδρών. Μετά από δυο χρόνια και δείγμα αυξημένης υποστήριξης σε σφυγμομετρήσεις, ο Ουίλσον ανακοίνωσε ότι θα διαλύσει το κοινοβούλιο για νέες εκλογές. Το Εργατικό κόμμα προέβαλε κοινωνικές αλλαγές μέσω των πολιτικών του εξαγγελιών και το κόμμα κέρδισε με πλειονοψηφία ενενήντα έξι εδρών. Το αποτέλεσμα αυτό αποτέλεσε το κορύφωμα της πολιτικής σταδιοδρομίας του Ουίλσον. Στα επόμενα τέσσερα χρόνια η κυβέρνηση νομιμοποίησε την ομοφυλοφιλία και την άμβλωση ενώ απλοποίησε σημαντικά τη διαδικασία έκδοσης διαζυγίου.
Το 1970 έχασε τις εκλογές και το αποτέλεσμα ήταν σημαντικό πλήγμα. Μετά από τέσσερα χρόνια, οι εκλογές του 1974 δεν έδωσαν σε κανένα κόμμα την πλειοψηφία. Ο Χήιθ, ο ηγέτης των Συντηρητικών, προσπάθησε να συνασπιστεί με τους Φιλελεύθερους αλλά οι συνομιλίες κατέληξαν σε αδιέξοδο με αποτέλεσμα την διενέργεια νέων εκλογών το φθινόπωρο του ιδίου χρόνου. Οι Εργατικοί επικράτησαν, αλλά το κόμμα είχε διαφορά μόλις τεσσάρων εδρών από το δεύτερο κόμμα. Η χώρα αποφάσισε οριστικά να παραμείνει στη Ευρωπαϊκή Ένωση στο δημοψήφισμα του 1976. Τον επόμενο χρόνο Ο Ουίλσον αποσύρθηκε για λόγους υγείας. Ήταν στις πρώτες φάσεις της αρρώστιας Αλτσχάιμερ.
[Επεξεργασία] Ο Τζέιμς Κάλαχαν στη κυβέρνηση 1977-1979
Ο Τζέιμς Κάλαχαν κέρδισε τις εκλογές για την ηγεσία του κόμματος και έγινε πρωθυπουργός. Η οικονομική κατάσταση χειροτέρεψε και μετά από συνεχιζόμενα προβλήματα με τα συνδικάτα οργανώθηκαν μαζικές απεργίες. Ο χειμώνας της δυσαρέσκειας, όπως ονομάστηκε η περίοδος αυτή, είχε τα αίτιά της στην απόφαση της κυβέρνησης να μην αυξήσει τους μισθούς των εργαζομένων του δημόσιου τομέα.
Οι εκλογές έγιναν μετά από μόνο μερικούς μήνες το 1979 και οι Συντηρητικοί εκμεταλλεύτηκαν την κρίση, χρησιμοποιώντας προεκλογικά το σύνθημα Οι Εργατικοί δεν δουλεύουνε. Επιπλέον, ο περιορισμός των συνδικαλιστικών δυνάμεων ήταν στο κέντρο του Συντηρητικού μανιφέστου. Ο Κάλλαχαν έχασε τελικά τις εκλογές και το Εργατικό κόμμα πέρασε στην αντιπολίτευση.
[Επεξεργασία] Προς τα αριστερά με τον Φουτ: 1979-1983
Μετά από τη ήττα των εκλογών η αριστερή πτέρυγα υποστήριξε ότι το κόμμα έπρεπε να μετακινηθεί πολιτικά προς την αριστερά, προκειμένου να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο της "Θατσεροποίησης". Ο Μάικλ Φουτ ανέλαβε την ηγεσία του κόμματος, αλλά το βήμα προς τα αριστερά δεν ήταν ευπρόσδεκτο από στελέχη της δεξιάς πτέρυγας του κόμματος. Τέσσερις πρώην υπουργοί, η συμμορία των τεσσάρων όπως ονομάστηκε, εγκατέλειψαν το κόμμα, το 1981, προκειμένου να ιδρύσουν το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα που συνεργάστηκε με τους Φιλελεύθερους υπό τη ονομασία Ο Συνασπισμός.
Στις εκλογές του 1983 το κόμμα υιοθέτησε ένα από τα πιο αριστερά μανιφέστα στην ιστορία του. Μερικές από τις προτάσεις ήταν για τη αποχώρηση της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η μαζική εθνοποίηση και ο ολόκληρος αφοπλισμός των πυρηνικών ικανοτήτων. Τα εκλογικό αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό για το κόμμα, ενώ η Θάτσερ κέρδισε με μεγάλη πλειοψηφία, γεγονός που οδήγησε τον Φουτ σε παραίτηση.
[Επεξεργασία] Μεταρρύθμιση με τον Νίελ Κίνοκ 1983-1992
Ο Νίελ Κίνοκ κέρδισε τις εκλογές για τη ηγεσία και άρχισε τη διαδικασία για να αλλάξει την εικόνα του κόμματος. Μια από τις κυριότερες κινήσεις, ήταν η απομάκρυνση των μαρξιστικών και ακροσοσιαλιστικών τμημάτων της ολομέλειας. Οι εκλογές του 1987 είχαν ως αποτέλεσμα τη μικρή άνοδο, από 209 βουλευτές σε 229 και έδωσε ελπίδα στο κόμμα για μία μελλοντική επιτυχία. Ο Κίνοκ παρέμεινε και υπό τη ηγεσία του άρχισε η μετακίνηση προς το κέντρο. Το κόμμα απέσυρε τις προτάσεις του για τη επανένωση της Ιρλανδίας, τον αφοπλισμό των πυρηνικών όπλων και την αντίσταση του κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η παραίτηση της Θάτσερ αποτέλεσε τελικά αρνητικό γεγονός για το Εργατικό κόμμα. Ο Κίνοκ δήλωσε ότι το μεγαλύτερο πλεονέκτημα που είχε ήταν η αντιδημοτικότητα της Θάτσερ. Στις εκλογές του 1992 ο υποψήφιος πρωθυπουργός των Συντηρητικών ήταν ο Τζον Μέιτζορ. Κατά τη διάρκεια της πολιτικής του εκστρατείας, οι Εργατικοί προηγήθηκαν, αν και με μικρό περιθώριο. Τελικά επικράτησαν οι Συντηρητικοί, με διαφορά 8%, νίκη που θεωρείται ως ένα από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας του Ηνωμένου Βασίλειου.
Ο Κίνοκ παραιτήθηκε μετά τις εκλογές, ενώ για την ήττα που υπέστη το Εργατικό Κόμμα κατηγόρησε τον σκιώδη υπουργό οικονομικών και επόμενο ηγέτη, Τζον Σμιθ, λόγω των προτάσεων του για αύξηση των φόρων που έδωσαν δικαίωμα στους συντηρητικούς να ασκήσουν κριτική στην οικονομική πολιτική των Εργατικών. Επιπλέον, ο Κίνοκ κατηγόρησε τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, όπως την εφημερίδα Sun, για τη συνεχιζόμενη και ενθουσιώδη υποστήριξη του Μέιτζορ.
[Επεξεργασία] Δημοτικότητα με τον Σμιθ 1992-1994
Μετά από τη παραίτηση του Κίνοκ, ο Τζον Σμιθ κέρδισε τις ηγετικές εκλογές. Ήταν πρώην υπουργός εμπορίου και στη τότε Εργατική κυβέρνηση του Ουίλσον-Κάλλαχαν προώθησε τα σχέδια για αποκέντρωση με Σκοτσέζικο κοινοβούλιο και Ουαλική συνέλευση. Υπό τη ηγεσία του από το 1992 μέχρι το 1994 το κόμμα άρχισε να προηγηθεί στις σφυγμομετρήσεις. Ο Σμιθ ήταν πολιτικός της δεξιάς πτέρυγας του κόμματος, αλλά μετά από το θάνατο του έγινε σύμβολο της αριστεράς, λόγου τη παραδοσιακή μέθοδο της ηγεσίας του. Πέθανε στις 12 Μαΐου 1994. Τη προηγούμενη μέρα, σε δείπνο του κόμματος είπε <Η ευκαιρία να υπηρετήσουμε τη χωρά μας – αυτό είναι το μοναδικό πράγμα που ζητούμε>.