Ρώμος Φιλύρας
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ρώμος Φιλύρας: Ταραγμένη Τρυφερή Ψυχή
[Επεξεργασία] Βιογραφικό
Το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωάννης Β. Οικονομόπουλος. Γεννήθηκε στο Δερβένι Κορινθίας το 1888 και πέθανε στο Δρομοκαΐτειο, στις 9 Σεπτεμβρίου 1942. Μορφώθηκε κατ' οίκον από τον πατέρα του, που ήταν εκπαιδευτικός και στα 14 του εγκατασταθήκανε στην Αθήνα όπου εργάστηκε σε αθηναϊκές εφημερίδες ως δημοσιογράφος. Παράλληλα άρχισε να γράφει ποιήματα («Το Δερβένι μας») αλλά και μερικά πεζογραφήματα. Στην ποίηση του, διαφαίνεται η πρόθεσή του να χρησιμοποιήσει νέες λυρικές φόρμες αλλά και φραστικούς νεωτερισμούς, ενώ δεν λείπει η μουσικότητα και ο ρομαντισμός. Εξέδωσε έξι ποιητικές συλλογές που δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά "Ακρίτας", "Ηγησώ", "Οικογένεια", "Μπουκέτο", "Νουμάς", "Νέα Εστία", "Παναθήναια" κ.α. Πέρασε πολλές περιπέτειες και μεταπτώσεις σ' όλο τον υγιή του βίο. Το 1920, συνεπεία αφροδισιακού νοσήματος, πέρασε τα σύνορα της ουτοπίας και του δράματος, για να υποκύψει στη τρέλα. Το 1927 κλείστηκε στο Ψυχιατρείο, -όπου δε σταμάτησε να γράφει, άλλοτε καλά και στρωτά κι άλλοτε παντελώς αλλοπρόσαλλα ποιήματα, τα οποία συνέγραφε σε χαρτί του ψυχιατρείου και τα χάριζε αφειδώς στους επισκέπτες-, για να μη κατορθώσει να βγει ποτέ από 'κει.Πέθανε το 1942, στις 9 Σεπτεμβρίου, στο "Δρομοκαϊτειο" Θεραπευτήριο. ΤΟ ΔΕΡΒΕΝΙ ΜΑΣ Στα χλωρολείβαδα έδυσεν η ολόστερνη αχτίδα, κι ερήμωσε το λόφο μας η, υγρή, στερνή νοτιά, τα κυπαρίσσια τα ψηλά, τριγύρω κι η γλυσίνα, σαν λαμερό τεφρό θρονί μ΄αλλέα την πυροστιά. Τρίψηλα ο βράχος στο βουνό κι ορθά τα κυπαρίσσια, σαν δυό φρουροί επιβλητικοί στων θάμνων το σωρό, τα παλαιά ονειρεύονται κι ορθόπλωρα πρυμνήσα , που λύνανε σ΄ αλίμονο γιαλό έναν καιρό. Κάποτε ο μώλος έφερνεν αρμύρα του πελάγου κι άλλοτ’ η πρύμνη βύθαγε σε τρόπαια παληά, στο Τρίκροτο της άνθισης του Βυζαντίου του μάγου, στου Νέστου την παλίρροια ως τον κάβο Μαλιά. Αναπαμένοι οι γίγαντες κοιμούνται στα Τιτάνες κι η δικουκική δευτέρωσε λεβέντικη γενιά ανάκουστη σαν ξεχαστοί πανάρχαιοι παιάνες στα μαγικά κι ολόλευκα που καρτερούν πανιά. Μα εσύ, χωριό, κοιμήθηκες στο κράσπεδο του λόφου σαν υψωτό στους θρύλους μας κι άτρομο στο σεισμό και στα στενά που σύρθηκες σ’ έναν αιώνα ζόφου μήτε γαλήνη προμηνάς μηδέ το χαλασμό.