Κατηγορία:Οικονομικά
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
[['ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΣΗ ΚΑΙ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑ']]
1 ) Αντιπροσώπευση
Οι δικαιοπραξίες και ειδικότερα οι συμβάσεις κατά κανόνα γεννούν δικαιώματα και υποχρεώσεις για τους συμβαλλομένους. Στο Ρωμαϊκό δίκαιο δεν ήταν καν δυνατό τα αποτελέσματα δικαιοπραξίας να επέρχονται άμεσα σε άλλον ,εκτός από αυτόν που δικαιοπράτησε ,ενώ στις σύγχρονες συναλλαγές καταφάνηκε αντίθετα η ανάγκη να μπορεί συναλλασσόμενος να «αντιπροσωπεύεται» στη δικαιοπρακτική του δραστηριότητα από τρίτο. Στις αρχές του περασμένου αιώνα ,αναγνωρίστηκε και ρυθμίστηκε η πληρεξουσιότητα, αλλά σε στενό σύνδεσμο με την εντολή (Γαλλικός Αστικός Κώδικας) και μόνο αργότερα ,οι συντάκτες του Γερμανικού Αστικού Κώδικα διακήρυξαν πως «αποτελεί αναπόφευκτη ανάγκη για τις σύγχρονες συναλλαγές να επιτραπεί κατά κανόνα η τέλεση δικαιοπραξίας από αντιπρόσωπο». Η ρύθμιση της «αντιπροσωπείας» ήταν πια αυτονόητη για τους συντάκτες του αστικού μας κώδικα που τόνισαν πως «το επιτρεπτόν της αντιπροσωπείας είναι ο κανών».
«Αντιπροσώπευση με την ευρύτερη έννοια ,αποτελεί ο θεσμός με τον οποίο επιτυγχάνει η ενέργεια νομικών πράξεων και ειδικότερα η κατάρτιση δικαιοπραξιών με άλλο πρόσωπο».
Η αναπλήρωση του προσώπου με άλλο μπορεί να γίνεται είτε από το νόμο νόμιμη αντιπροσώπευση κυρίως για περιπτώσεις που κάποιος είναι ανίκανος νια δικαιοπραξία, είτε με τη βούληση του προσώπου που κρίνει σκόπιμο να αντιπροσωπευθεί από άλλον εκούσια αντιπροσώπευση. Η εκούσια αντιπροσώπευση διακρίνεται σε έμμεση και σε άμεση.
Έμμεση αντιπροσώπευση υπάρχει όταν η δήλωση βουλήσεων γίνεται από τον αντιπρόσωπο για λογαριασμό άλλου, αλλά στο όνομα του, οπότε και τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας επέρχονται σ αυτόν τον αντιπρόσωπο ώστε να απαιτείται στην συνέχεια άλλη δικαιοπραξία μεταξύ αντιπροσώπου και αντιπροσωπευομένου, για να μεταβιβαστούν στον αντιπροσωπευόμενο τα δικαιώματα και οι υποχρέωσης που ανέλαβε για εκείνον ο αντιπρόσωπος.
Ο αστικός κώδικας δεν ρυθμίζει την έμμεση αντιπροσώπευση ενώ την προβλέπει ο Εμπορικός Νόμος για την περίπτωση του παραγγελιοδόχου. Αλλά και στης αστικές συναλλαγές χρησιμοποιείται συχνά η έμμεση αντιπροσώπευση, είτε όταν ο αντιπροσωπευόμενος δεν θέλει να μάθουν ότι ενδιαφέρεται για συγκεκριμένη συναλλαγή.
Άμεση αντιπροσώπευση έχουμε όταν ο αντιπρόσωπος καταρτίζει τη δικαιοπραξία στο όνομα του αντιπροσωπευομένου και στα όρια «της προς αντιπροσώπευσιν εξουσίας»,ώστε και τα αποτελέσματα της να επέρχονται άμεσα για τον αντιπροσωπευόμενο .
Η άμεση αντιπροσώπευση αποβλέπει κυρίως στο να αποκτήσει ο αντιπρόσωπος τη δυνατότητα να προβαίνει σε δηλώσεις βουλήσεως στο όνομα του αντιπροσωπευομένου (ενεργητική αντιπροσώπευση) η να δέχεται δηλώσεις βουλήσεως τρίτων για τον αντιπροσωπευόμενο (παθητική αντιπροσώπευση).Αντιπροσώπευση εκτός από τις δικαιοπραξίες είναι δυνατή και στις οιονεί δικαιοπραξίες, π.χ. όχληση με αντιπρόσωπο, ενώ κατά κανόνα δεν νοείται στις καθαρά υλικές πράξεις. Η αντιπροσώπευση αποκλείεται οπωσδήποτε σε αδικοπραξίες, γιατί αυτός που αδικοπραγεί δεν μπορεί να μεταθέσει την ευθύνη του σε άλλον. Αλλά το κύριο αντικείμενο της αντιπροσωπείας είναι οι δικαιοπραξίες, ορισμένες δικαιοπραξίες με αυστηρά προσωπικό χαρακτήρα δεν επιδέχονται αντιπροσώπευση ,όπως π.χ. η συναίνεση στην τέλεση γάμου ,η οποία πρέπει να γίνεται «αυτοπροσώπως» ,η εκούσια αναγνώριση παιδιού που γεννήθηκε χωρίς γάμο , η υιοθεσία, η διαθήκη που επίσης «συντάσσεται μόνο αυτοπροσώπως».Εκτός από δικαιοπραξίες του οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου, ο νόμος καταρχήν αποκλείει και σε άλλες έννομες σχέσεις την αντιπροσώπευση, όπως π.χ. μετά τα άρθρα 1379 για άσκηση αγωγής ακύρωσης γάμου και 1848 για την αποποίηση κληρονομιάς.
Η δραστηριότητα του αντιπροσώπου σε περίπτωση άμεσης αντιπροσώπευσης, τον διακρίνει από άλλα πρόσωπα και ειδικότερα:
α) από τον άγγελο , ο οποίος δεν έχει την εξουσία να προβαίνει σε δήλωση βουλήσεως, αλλά μόνο να διαβιβάζει , να μεταφέρει ,δικαιοπρακτική βούληση άλλου. Ο νόμος στο 146, το οποίο αναφέρεται σε άγγελο, χρησιμοποιεί ακριβώς τον όρο «διαβίβασις δηλώσεως βουλήσεως».Αν ο Α δηλώσει «αγοράζω για λογαριασμό του Χ¨ τότε είναι αντιπρόσωπος «στη βούληση» ,ενώ αν δηλώσει « ο Χ μου είπε να σας πω ότι αγοράζει» ,τότε είναι άγγελος. Η διάκριση του αγγέλου από τον αντιπρόσωπο, έχει πρακτική σημασία γιατί στον άγγελο δεν εφαρμόζεται το 214 και γιατί ο άγγελος μπορεί να είναι και ανίκανος για δικαιοπραξία, ενώ ο αντιπρόσωπος πρέπει να είναι τουλάχιστον περιορισμένα ικανός.
Στην κυριολεξία βοηθητικά πρόσωπα ,τα οποία ούτε μεταφέρουν δήλωση βουλήσεως ,δεν είναι δηλαδή ούτε «άγγελοι» ,είναι ο μεσίτης ,ενδεχόμενα διερμηνέας ή δακτυλογράφος.
β) Ο αντιπρόσωπος διακρίνεται και από το όργανο νομικού προσώπου.
Όταν ως όργανα νοούμε τα φυσικά πρόσωπα που με ορισμένη διαδικασία εκφράζουν την βούληση του νομικού προσώπου ,όπως η γενική συνέλευση ή η διοίκηση σωματείου τότε μεταξύ οργάνου και αντιπροσώπου δεν υπάρχει καμία σχέση. Όταν όμως ως όργανο νοούμε το φυσικό πρόσωπο ,το οποίο έχει την εξουσία να εκπροσωπεί το νομικό πρόσωπο ,να δικαιοπρατεί και να το δεσμεύει (άρθρο 70) ,τότε το όργανο είναι ουσιαστικά αντιπρόσωπος.
Η χαρακτηριστική συνέπεια της άμεσης αντιπροσώπευσης είναι ότι ενώ συναλλάσσεται ο αντιπρόσωπος ,τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας επέρχονται στο πρόσωπο του αντιπροσωπευομένου και ότι αυτός που νομιμοποιείται να ασκήσει αγωγή ή να εναχθεί για τη σχέση που δημιουργήθηκε είναι επίσης ο αντιπροσωπευόμενος. Αντίστοιχα ο αντιπρόσωπος δεν γίνεται αντισυμβαλλόμενος και για αυτό αρκεί η περιορισμένη του ικανότητα.
Στην περίπτωση που πλανήθηκε ,απειλήθηκε ή απατήθηκε ο αντιπρόσωπος , την ακύρωση της δικαιοπραξίας μπορεί να ζητήσει μόνο ο αντιπροσωπευόμενος ,αφού αυτός είναι «ο συμβαλλόμενος» .
Προϋποθέσεις της άμεσης αντιπροσώπευσης
Οι δύο βασικές προϋποθέσεις της άμεσης αντιπροσώπευσης είναι :
I. Πρώτη προϋπόθεση είναι ότι η δήλωση βουλήσεως γίνεται από τον αντιπρόσωπο στο όνομα του αντιπροσωπευομένου.
ΙΙ. Η δεύτερη βασική προϋπόθεση της αντιπροσώπευσης ,σύμφωνα με το 211 ,είναι η δήλωση βουλήσεως του αντιπροσώπου να γίνεται «εντός των ορίων της προς αντιπροσώπευσιν εξουσίας».
2 ) Πληρεξουσιότητα« Πληρεξουσιότητα είναι η εξουσία για αντιπροσώπευση και συγκεκριμένα για την κατάρτιση δικαιοπραξιών για λογαριασμό και στο όνομα του αντιπροσωπευομένου, η οποία εξουσία παρέχεται με δικαιοπραξία. Πληρεξουσιότητα έτσι έχουμε μόνο σε περίπτωση εκούσιας αντιπροσώπευσης» . Ο νόμος όμως χρησιμοποιεί τον όρο πληρεξουσιότητα για να χαρακτηρίσει και τη δικαιοπραξία με την οποία παρέχεται η εξουσία για αντιπροσώπευση ,ενώ πληρεξούσιο καλούμαι το έγγραφο με το οποίο παρέχεται πληρεξουσιότητα. Όπως γίνεται φανερό η πληρεξουσιότητα , ως εξουσία για αντιπροσώπευση , αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορεί να λειτουργήσει η άμεση αντιπροσώπευση. Η πληρεξουσιότητα ,σύμφωνα με το 217 § 1 ,παρέχεται είτε με δήλωση προς τον πληρεξούσιο , είτε με δήλωση προς τον τρίτο , με τον οποίο πρόκειται ο αντιπρόσωπος να καταρτίσει δικαιοπραξία ή και προς τρίτους αόριστα , π.χ. με δημοσίευση της δήλωσης αυτής σε εφημερίδες.
Εσωτερική πληρεξουσιότητα είναι η εξουσία για αντιπροσώπευση που παρέχεται στον αντιπρόσωπο και προϋποθέτει λογικά ,κάποια εσωτερική σχέση μεταξύ αντιπροσωπευομένου και αντιπροσώπου , είτε αυτή είναι σύμβαση εντολής , είτε μίσθωση εργασίας ή έργου είτε εταιρεία κ.λ.π.
Εξωτερική πληρεξουσιότητα είναι η εξουσία για αντιπροσώπευση που παρέχεται σε τρίτο πρόσωπο και δεν υπάρχει κάποια εσωτερική σχέση μεταξύ αντιπροσωπευομένου και αντιπροσώπου.
Υπάρχουν και η γενική και ειδική πληρεξουσιότητα ,η διάκριση δεν είναι πάντα σαφής και σκόπιμο είναι να χρησιμοποιείται ο όρος .
Υπάρχουν και η ρητή και σιωπηρή πληρεξουσιότητα. Ρητή είναι η ανακοίνωση από τον αντιπροσωπευομένου προς τον τρίτο ότι παρέχει πληρεξουσιότητα στον αντιπρόσωπο ή η επίδειξη από τον αντιπρόσωπο πληρεξούσιου εγγράφου που έχει εκδόσει ο αντιπροσωπευόμενος . Σιωπηρή είναι αντίθετα η πληρεξουσιότητα , η οποία συνάγεται είτε από έννομη σχέση που υφίσταται μεταξύ αντιπροσωπευομένου και πληρεξούσιου.
Υποκατηγορίες
Υπάρχουν 11 υποκατηγορίες σε αυτή την κατηγορία.
ΕΘ |
ΜΝ |
ΟΤΧ |
Σελίδες στην κατηγορία "Οικονομικά"
Υπάρχουν 77 άρθρα σ'αυτή την κατηγορία.