Σαίρεν Κίρκεγκωρ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Δυτική φιλοσοφία
19ος αιώνας
Προσωπογραφία του Σαίρεν Κίρκεγκωρ γύρω στο 1840
Όνομα: Σαίρεν Κίρκεγκωρ
Γέννηση: 5 Μαΐου 1813 (Κοπεγχάγη, Δανία)
Θάνατος: 11 Νοεμβρίου 1855 (Κοπεγχάγη, Δανία)
Σχολή παράδοση: Χριστιανικός υπαρξισμός και υπαρξιακή ψυχολογία. Πρόδρομος του υπαρξισμού, του μεταμοντερνισμού, του μεταστρουκτουραλισμού, της υπαρξιακής ψυχολογίας, της νεο-ορθοδοξίας και άλλων
Κύρια ενδιαφέροντα: Θρησκεία, Μεταφυσική, Επιστημολογία, Αισθητική, Ηθική, Ψυχολογία
Αξιοσημείωτες ιδέες: Θεωρείται ως ο πατέρας του υπαρξισμού, του ανγκστ (έντονη αγωνία, βαθιά απόγνωση), της υπαρξιακής απόγνωσης. Τρεις σφαίρες της ανθρώπινης ύπαρξης, ιππότης της πίστης, Η Υποκειμενικότητα είναι Αλήθεια
Επιδράσεις: Χέγκελ, Αβραάμ, Λούθηρος, Εμμάνουελ Καντ, Χάμαν, Λέσινγκ, Σωκράτης (μέσω του Πλάτωνα, Ξενοφώντα και του Αριστοφάνη)
Επηρέασε: Γιάσπερς, Βίτγκενσταϊν, Χάιντεγκερ, Σαρτρ, Μερλό-Ποντί, Μαρσέλ, Μπούμπερ, Τίλιτς, Μπαρθ, Όντεν, Καμύ, Κάφκα, ντε Μποβουάρ, Μέι, Άπνταϊκ και πολλούς άλλους
Υπογραφή:

Ο Σαίρεν Κίρκεγκωρ, στα δανικά Søren Aabye Kierkegaard (ΔΦΑ: [ˌsœːɐn ˈkʰiɐ̯g̊əˌg̊ɒːˀ]) (5 Μαΐου 181311 Νοεμβρίου 1855), ήταν Δανός φιλόσοφος και θεολόγος του 19ου αιώνα. Θεωρείται ο πρώτος υπαρξιστής φιλόσοφος.

Ο Κίρκεγκωρ γεφύρωσε το χάσμα που υπήρχε ανάμεσα στην Εγελιανή φιλοσοφία και αυτού που επρόκειτο να αποτελέσει τον Υπαρξισμό. Άσκησε έντονη κριτική τόσο στην Εγελιανή φιλοσοφία της εποχή του όσο και στους κενούς τυπικισμούς της Εκκλησίας. Πολλά από τα έργα του ασχολούνται με θρησκευτικά προβλήματα όπως η φύση της πίστης, ο θεσμός της Χριστιανικής Εκκλησίας, η χριστιανική ηθική και θεολογία και τα συναισθήματα και αισθήματα των ατόμων όταν αντιμετωπίζουν υπαρξιακές επιλογές. Εξαιτίας του γεγονότος αυτού, το έργο του Κίρκεγκωρ χαρακτηρίζεται ως χριστιανικός υπαρξισμός και υπαρξιακή ψυχολογία. Καθώς πολλά από τα έργα του —τα οποία σχολίαζαν ή ασκούσαν κριτική στα έργα άλλων ψευδοσυγγραφέων του— τα έγραψε χρησιμοποιώντας διάφορα ψευδώνυμα, είναι ιδιαίτερα δύσκολο να γίνει διάκριση μεταξύ του τι πίστευε πραγματικά ο Κίρκεγκωρ και τι αποτελούσε απλά επιχειρηματολογία των θέσεων του ψευδοσυγγραφέα. Ο Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν εξέφρασε την άποψη ότι ο Κίρκεγκωρ ήταν «με διαφορά, ο πιο εξέχων διανοητής του δεκάτου ενάτου αιώνα»[1].

Πίνακας περιεχομένων

[Επεξεργασία] Η ζωή του

[Επεξεργασία] Τα πρώτα χρόνια (1813–1841)

Ο Σαίρεν Κίρκεγκωρ γεννήθηκε σε ευκατάστατη οικογένεια της Κοπεγχάγης. Ο πατέρας του, ο Μίκαελ Πέντερσεν Κίρκεγκωρ (Michael Pedersen Kierkegaard), ήταν ιδιαίτερα θρησκευόμενο άτομο. Πεπεισμένος ότι τιμωρούνταν από την οργή του Θεού, πίστευε ότι κανένα από τα παιδιά του δεν θα κατάφερνε να επιζήσει πέρα από τα 33 χρόνια, που ήταν η ηλικία στην οποία έφτασε ο Ιησούς Χριστός. Πίστευε ότι οι δικές του αμαρτίες, όπως η βλασφημία του ονόματος του Θεού στα νιάτα του και πιθανόν το γεγονός ότι άφησε έγκυο της μητέρα του Σαίρεν πριν τον γάμο,καθιστούσαν απαραίτητηα αυτή την τιμωρία. Αν και πολλά από τα εφτά παιδιά του πέθαναν σε νεαρή ηλικία, η πρόβλεψή του αποδείχτηκε ανεπιτυχής όταν δύο από τα παιδιά του ξεπέρασαν αυτή την ηλικία. Αυτή η αρχική εμφάνιση της έννοιας της αμαρτίας και της μετάδοσής της από πατέρα σε γιο έθεσε το θεμέλιο για πολλά από τα έργα του Κίρκεγκωρ (ιδιαίτερα του έργου Φόβος και Τρόμος). Στα βιβλία του Κίκεγκωρ δεν γίνεται άμεση αναφορά στη μητέρα του, Άννε Σαίρενσντατερ Λουντ Κίρκεγκωρ (Anne Sørensdatter Lund Kierkegaard), αν και επηρέασε τα μεταγενέστερα έργα του. Παρά την περιοδική θρησκευτική μελαγχολία του πατέρα του, ο Κίρκεγκωρ συνδεόταν στενά με τον πατέρα του. Έμαθε να εξερευνάει την επικράτεια της φαντασίας του μέσω μιας σειράς ασκήσεων και παιχνιδιών που έπαιζαν μαζί.

Ο πατέρας του Κίρκεγκωρ πέθανε στις 9 Αυγούστου 1838 σε ηλικία 82 χρονών. Πριν τον θάνατό του, ζήτησε από τον Σαίρεν να γίνει πάστορας. Ο Σαίρεν είχε επηρρεαστεί βαθιά από την θρησκευτική εμπειρία και ζωή του πατέρα του και έτσι ένιωθε υποχρεωμένος να πραγματοποιήσει την επιθυμία του. Δύο ημέρες αργότερα, στις 11 Αυγούστου, ο Κίρκεγκωρ έγραψε: «Ο πατέρας μου πέθανε την Πέμπτη. Ήθελα πάρα πολύ να μπορούσε να ζήσει μερικά χρόνια ακόμη και θεωρούσα τον θάνατό του ως την τελευταία θυσία που έκανε για χάρη της αγάπης του προς εμένα· [...] Πέθανε για εμένα ώστε, αν είναι δυνατόν, να μπορέσω να γίνω κάτι. Από όλα όσα κληρονόμησα από εκείνον, η ανάμνηση από εκείνον, το εξευγενισμένο πορτρέτο του [...] είναι πολύ αγαπητό για εμένα, και θα είμαι προσεκτικός ώστε να διατηρήσω [τη μνήμη του] κρυμμένη με ασφάλεια από τον κόσμο»[2].

Ο Κίρκεγκωρ φοίτησε στο Σχολείο της Πολιτικής Αρετής (Østre Borgerdyd Gymnasium), αριστεύοντας στα Λατινικά και την Ιστορία. Προχώρισε στις σπουδές θεολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, αλλά ενώ βρισκοταν εκεί στράφηκε περισσότερο προς την φιλοσοφία και την λογοτεχνία. Στο πανεπιστήμιο, ο Κίρκεγκωρ έκανε τη διατριβή του με θέμα «Σχετικά με Ιδέα της Ειρωνίας με Συνεχή Αναφορά στον Σωκράτη»[3]. Αποφοίτησε στις 20 Οκτωβρίου 1841 με τον τίτλο του Magister Artium, που αντιστοιχεί στο σημερινό Διδακτορικό. Με την οικογενειακή κληρονομιά του, ο Κίρκεγκωρ είχε την δυνατότητα να χρηματοδοτήσει την εκπαίδευσή του, τη διαβίωσή του και διάφορες εκδόσεις των πρώτων έργων του.

[Επεξεργασία] Ρεγκίνε Όλσεν (1837–1841)

Η Ρεγκίνε Όλσεν, ο έρωτας της ζωής του και η μούσα για το συγγραφικό του έργο
Η Ρεγκίνε Όλσεν, ο έρωτας της ζωής του και η μούσα για το συγγραφικό του έργο

Μια ακόμη σημαντική πτυχή της ζωής του Κίρκεγκωρ (η οποία θεωρείται ότι άσκησε σημαντική επιρροή στο έργο του) ήταν η διάλυση του αρραβώνα του με την Ρεγκίνε Όλσεν (1822-1904). Ο Κίρκεγκωρ συνάντησε την Ρεγκίνε στις 8 Μαΐου 1837 και αμέσως δημιουργήθηκε αμοιβαία έλξη μεταξύ τους. Στο ημερολόγιό του, ο Κίρκεγκωρ έγραψε σχετικά με την αγάπη του για την Ρεγκίνε:

    Εσύ υπέρτατη της καρδιάς μου που βρίσκεσαι σαν θησαυρός στα βάθη του κάστρου της καρδιάς μου, με όλη μου την σκέψη, εκεί... άγνωστη θεότητα! Ω, μπορώ να πιστέψω στ' αλήθεια τα παραμύθια των ποιητών, ότι όταν βλέπει κανείς για πρώτη φορά το αντικείμενο του έρωτά του, φαντάζεται ότι την έχει δει από παλιά, ότι όλη η αγάπη -σαν όλη την γνώση- αποτελεί ανάμνηση, ότι και η αγάπη έχει τις δικές της προφητείες. [...] Μου φαίνεται ότι αν θα συγκέντρωνα την ομορφιά όλων των κοριτσιών θα πλησίαζα μόλις τη δική σου· ότι θα έπρεπε να περιπλεύσω τον κόσμο για να βρω τον τόπο που μου λείπει και προς τον οποίο μου δείχνει το βαθύτερο μυστήριο όλης μου της ύπαρξης, και την επόμενη στιγμή είσαι τόσο κοντά μου, ικανοποιώντας το πνεύμα μου τόσο δυνατά ώστε μεταμορφώνεται ο εαυτός μου και νιώθω ότι είναι όμορφα που βρίσκομαι εδώ.    

— Σαίρεν Κίρκεγκωρ, Ημερολόγιο[2] (2 Φεβρουαρίου 1839)

Στις 8 Σεπτεμβρίου 1840, ο Κίρκεγκωρ έκανε πρόταση γάμου στην Ρεγκίνε. Όμως σύντομα ένιωσε να προσγειώνεται στην πραγματικότητα και μελαγχόλησε στην προοπτική του γάμου. Σε λιγότερο από έναν χρόνο διέλυσε ο ίδιος τον αρραβώνα, στις 11 Αυγούστου 1841. Στο ημερολόγιό του αναφέρει την άποψή του ότι η "μελαγχολία" του τον καθιστούσε ακατάλληλο για γάμο, αλλά τα πραγματικά αίτια της διάλυσης του αρραβώνα παραμένουν ασαφή. Πιστεύεται γενικά ότι οι δυο τους παρέμεναν βαθιά ερωτευμένοι, πιθανόν ακόμη και μετά τον γάμο της με τον Γιόχαν Φρέντερικ Σλέγκελ (1817-1896), έναν εξέχοντα δημόσιο υπάλληλο (δεν πρέπει να συγχέεται με τον Γερμανό φιλόσοφο Φρίντριχ φον Σλέγκελ (1772-1829)). Στο μεγαλύτερο διάστημα, η επαφή τους περιοριζόταν σε τυχαίες συναντήσεις στους δρόμους της Κοπεγχάγης. Κάποια χρόνια αργότερα, ο Κίρκεγκωρ έφτασε στο σημείο να ζητήσει από τον σύζυγο της Ρεγκίνε άδεια για να μιλήσει μαζί της, πράγμα που του αρνήθηκε ο Σλέγκελ.

Σύντομα μετά από αυτό, το ζευγάρι έφυγε από την χώρα καθώς ο Σλέγκελ είχε διοριστεί Κυβερνήτης στις Δανικές Δυτικές Ινδίες. Όταν επέστρεψε η Ρεγκίνε, ο Κίρκεγκωρ ήταν ήδη νεκρός. Η Ρεγκίνε Σλέγκελ έζησε μέχρι το 1904 και όταν πέθανε τάφηκε κοντά στον Κίρκεγκωρ στα Κοιμητήρια Ασίστενς της Κοπεγχάγης.

[Επεξεργασία] Πρώτη συγγραφική περίοδος (1841–1846)

Αν και ο Κίρκεγκωρ έγραψε κάποια άρθρα σχετικά με την πολιτική, τις γυναίκες και την ψυχαγωγία όταν ήταν νεότερος και φοιτητής, πολλοί ερευνητές πιστεύουν ότι το πρώτο αξιόλογο έργο του ήταν είτε η πανεπιστημιακή διατριβή του Η Ιδέα της Ειρωνείας με Συνεχή Αναφορά στον Σωκράτη η οποία παρουσιάστηκε το 1841 είτε το αριστουργηματικό και, κατά γενική ομολογία, σπουδαιότερο έργο του, το Είτε - Είτε το οποίο εκδόθηκε το 1843. Ό,τι και αν ισχύει, και τα δύο έργα ασκούν κριτική σε μεγάλες μορφές της Δυτικής φιλοσοφικής διανόησης (τον Σωκράτη στο πρώτο και τον Χέγκελ στο δεύτερο), αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα γραφής του Κίρκεγκωρ και εμφανίζονται ωριμότερα σε σχέση με τα έργα της νεότητάς του. Το Είτε - Είτε γράφτηκε κυρίως κατά την διαμονή του Κίρκεγκωρ στο Βερολίνο και ολοκληρώθηκε το φθινόπωρο του 1842.

Χειρόγραφα του έργου του Κίρκεγκωρ Φιλοσοφικά Ψιχία.
Χειρόγραφα του έργου του Κίρκεγκωρ Φιλοσοφικά Ψιχία[4].

Το ίδιο έτος που εκδόθηκε το έργο Είτε - Είτε, ο Κίρκεγκωρ ανακάλυψε ότι η Ρεγκίνε ήταν αρραβωνιασμένη με τον Γιόχαν Φρέντερικ Σλέγκελ. Το γεγονός αυτό επηρέασε βαθιά τον Κίρκεγκωρ και τα επόμενα έργα του. Στο έργο του Φόβος και Τρόμος, που εκδόθηκε στα τέλη του 1843, ένα τμήμα του έργου του μπορεί να ερμηνευθεί ως προσμονή του Κίρκεγκωρ για μια θεϊκή πράξη που θα έκανε την Ρεγκίνε να επιστρέψει σε εκείνον. Στο έργο του Η Επανάληψη, το οποίο εκδόθηκε την ίδια χρονιά με το Φόβος και Τρόμος, αφορά έναν νεαρό κύριο ο οποίος εγκαταλείπει την αγαπημένη του. Και κάποια ακόμη έργα της περιόδου αυτής αφήνουν κάποιους υπαινιγμούς για την σχέση του Κίρκεγκωρ και της Όλσεν.

Άλλα σημαντικά έργα της περιόδου αυτής εστιάζονται στην κριτική του Γκέοργκ Βίλχελμ Φρίντριχ Χέγκελ και αποτελούν τη βάση για την υπαρξιακή ψυχολογία. Τα έργα του Φιλοσοφικά Ψιχία, Η Έννοια της Αγωνίας και Στάδια της Οδού της Ζωής αφορούν απόψεις και σκέψεις που μπορεί να αντιμετωπίσει ένας άνθρωπος στη ζωή του, υπαρξιακές επιλογές και τις συνέπειές τους, και το αν θα έπρεπε κανείς να αποδεχτεί μια θρησκεία —συγκεκριμένα τον Χριστιανισμό— ή όχι, στη διάρκεια της ζωής του. Πιθανόν την πιο γενναία επίθεση κατά του εγελιανισμού αποτελεί το έργο Ολοκλήρωση ενός Μη Επιστημονικού Υστερογράφου στα Φιλοσοφικά Ψιχία, το οποίο αναλύει την σπουδαιότητα του ατόμου, την υποκειμενικότητα της αλήθειας και αντιμετωπίζει τον εγελιανό ισχυρισμό ότι «Η Λογική είναι η Πραγματικότητα και η Πραγματικότητα είναι η Λογική»[5].

[Επεξεργασία] Το ζήτημα του Κουρσάρου (1845–1846)

Στις 22 Δεκεμβρίου 1845, ο Πέντερ Λούντβιχ Μέλερ (Peder Ludvig Møller) δημοσίευσε ένα άρθρο το οποίο ασκούσε κριτική στο έργο του Κίρκεγκωρ Τα Στάδια της Ύπαρξης. Το άρθρο αυτό υποτιμούσε το έργο αλλά ήταν φανερό ότι δεν στηριζόταν σε επαρκή κατανόηση του έργου. Ο Μέλερ ήταν επίσης συνεργάτης της σατιρικής Δανικής εφημερίδας Ο Κουρσάρος, η οποία διακωμωδούσε επιφανή άτομα. Ο Κίρκεγκωρ απάντησε γραπτώς ώστε να υπερασπίσει το έργο του, γελοιοποίησε τον Μέλερ και υποτίμησε την εφημερίδα, πράγμα που προκάλεσε την οργή της εφημερίδας και του εκδότη της, του Μέιρ Άαρον Γκόλντσμιντ (Meïr Aaron Goldschmidt).

Τα δύο άρθρα που έγραψε ο Κίρκεγκωρ σε απάντηση στον Μέλερ ήταν το άρθρο Δραστηριότητα ενός Περιπλανώμενου Αισθητικιστή και το Διαλεκτικό Αποτέλεσμα μιας Πράξης Φιλολογικής Αστυνόμευσης. Το μεν επικεντρωνόταν στην ακεραιότητα του Μέλερ και αποτελούσε απάντηση στην κριτική του το δε αποτελούσε επίθεσης σε βάρος της εφημερίδας, με το οποίο ο Κίρκεγκωρ ζητούσε δημόσια τη διακωμώδησή του.

Κατά τη διάρκεια των επόμενων μηνών, η εφημερίδα Ο Κουρσάρος συνέχισε την επίθεση κατά του Κίρκεγκωρ αναφορικά με την εμφάνιση, την φωνή και τις συνήθειές του. Για μήνες, δεχόταν παρενοχλήσεις στους δρόμους. Αυτό φαίνεται ότι τον οδήγησε στο να διακόψει την ανώνυμη συγγραφή άρθρων.

[Επεξεργασία] Δεύτερη συγγραφική περίοδος (1846–1853)

Χειρόγραφο του έργου του Κίρκεγκωρ Ασθένεια προς Θάνατον.
Χειρόγραφο του έργου του Κίρκεγκωρ Ασθένεια προς Θάνατον[4].

Ενώ η πρώτη συγγραφική περίοδος τού Κίρκεγκωρ επικεντρώθηκε στον Χέγκελ, η δεύτερη περίοδος είχε ως επίκεντρο την υποκρισία του Χριστιανικού κόσμου. Αξίζει να σημειωθεί ότι με τον όρο «Χριστιανικός κόσμος» ο Κίρκεγκωρ δεν αναφερόταν στην Χριστιανοσύνη καθαυτή αλλά στην Εκκλησία και στον τρόπο που εφαρμόστηκε η Χριστιανική θρησκεία στην κοινωνία. Μετά το περιστατικό του Κουρσάρου, ο Κίρκεγκωρ άρχισε να δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα κοινά και την αλληλεπίδραση του ατόμου με αυτά. Το πρώτο έργο αυτής της περιόδου ήταν το Δύο Εποχές: Μια Λογοτεχνική Ανασκόπηση το οποίο αποτελούσε κριτική στην νουβέλα Δύο Εποχές (σε κάποιες γλώσσες μεταφράστηκε με τον τίτλο Δύο Γενιές) της Τομασίν Κριστίν Γκίλεμπουργκ-Έρενσβαρντ (Thomasine Christine Gyllembourg-Ehrensvärd). Όταν ολοκληρώνει την κριτική του έργου της, ο Κίρκεγκωρ κάνει ορισμένες βαθυστόχαστες παρατηρήσεις όσο αφορά τη φύση της παρούσας εποχής και την απάθεια που επιδεικνύει προς τη ζωή. Εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για τον μοντερνισμό λόγω του ότι προωθεί μια απαθή άποψη για τον κόσμο. Ο Κίρκεγκωρ γράφει ότι «στη σύγχρονη εποχή έχει επικρατήσει η λογική και ότι τα άτομα έχουν αδειάσει από κάθε πάθος [...] Η τάση σήμερα είναι προς την κατεύθυνση της μαθηματικής ισότητας, έτσι ώστε από όλα τα σχολεία να παράγονται ομοιόμορφα άτομα». Με αυτό τον τρόπο ο Κίρκεγκωρ στρέφεται εναντίον του κομφορμισμού και της πολιτισμικής αφομοίωσης των ατόμων, στοιχεία τα οποία παράγουν ένα αδιάφορο κοινό, που το ονόμασε «όχλο»[6]. Αν και ο Κίρκεγκωρ στρέφεται εναντίον του κοινού, υπερασπίζεται τις κοινότητες όπου τα άτομα διατηρούν την ποικιλομορφία και τη μοναδικότητά τους.

Άλλα έργα του συνέχισαν να εστιάζουν στην επιδερμικότητα με την οποία επιχειρεί ο «όχλος» να περιορίσει και να καταπνίξει το άτομο που ξεχωρίζει. Το Βιβλίο σχετικά με τον Άντλερ είναι ένα έργο που ασχολείται με τον ισχυρισμό του Αδόλφου Πίτερ Άντλερ ότι εξοστρακίστηκε και παύθηκε από την ιδιότητα του πάστορα ως συνέπεια μιας βέβηλης αποκάλυψης που είχε βιώσει.

Μέρος τής ανάλυσης του όχλου αποτελεί η συνειδητοποίηση του Κίρκεγκωρ ότι η Χριστιανική εκκλησία, και ειδικότερα η Δανική Κρατική Εκκλησία, βρίσκεται σε κατάσταση παρακμής και απαθλίωσης. Ο Κίρκεγκωρ πίστευε ότι ο Χριστιανικός κόσμος «έχει χάσει το δρόμο του» αναφορικά με την Χριστιανική πίστη· ότι ο Χριστιανικός κόσμος πλέον αγνοεί, διαστρεβλώνει ή υπηρετεί μόνο στα λόγια τις αρχικές Χριστιανικές διδασκαλίες. Ο Κίρκεγκωρ θεώρησε καθήκον του σε αυτή την περίοδο της ζωής του να εημερώσει τους άλλους σχετικά με την ρηχότητα του αποκαλούμενου «Χριστιανικού τρόπου ζωής». Έγραψε αρκετές κριτικές για τον σύγχρονο Χριστιανισμό σε έργα του, όπως η Χριστιανική Πραγματεία, τα Έργα Αγάπης και οι Πραγματείες Διάπλασης Ποικίλων Πνευμάτων.

Το έργο του Κίρκεγκωρ Ασθένεια Προς Θάνατον αποτελεί ένα από τα διασημότερα έργα εκείνης της εποχής. Παρά το ότι αθεϊστές φιλόσοφοι και ψυχολόγοι απορρίπτουν την προτεινόμενη από τον Κίρκεγκωρ λύση της πίστης, η ανάλυση του όσον αφορά τη φύση της απόγνωσης είναι μία από τις καλύτερες προσεγγίσεις του θέματος και την ακολούθησαν μεταγενέστερα φιλοσοφικά ρεύματα, όπως η αντίληψη περί υπαρξιακής ενοχής του Χάιντεγκερ και της «κακοπιστίας» (ή κακής πίστης) του Ζαν-Πολ Σαρτρ.

Γύρω στο 1848, ο Κίρκεγκωρ άρχισε μια έντυπη επίθεση ενάντια στην κρατική Εκκλησία της Δανίας με βιβλία όπως οι Πρακτικές του Χριστιανισμού, Περί Αυτοεξέτασης και Κρίνετε οι Ίδιοι!, τα οποία αποτελούσαν μέρος της προσπάθειας να καταδειχθεί η αληθινή φύση της Χριστιανοσύνης, με τον Ιησού ως πρότυπη μορφή.

[Επεξεργασία] Επίθεση κατά του Χριστιανικού κόσμου (1854–1855)

Το μνήμα του Σαίρεν Κίρκεγκωρ στο Assistens Kirkegård
Το μνήμα του Σαίρεν Κίρκεγκωρ στο Assistens Kirkegård

Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Κίρκεγκωρ αναλώθηκε σε μια διαρκή και απερίφραστη επίθεση κατά της Δανικής κρατικής Εκκλησίας μέσω άρθρων που δημοσιεύονταν από την εφημερίδα Η Πατρίδα (Fædrelandet) και μιας σειράς φυλλαδίων που εξέδιδε ο ίδιος με τον τίτλο Η Στιγμή (Øjeblikket).[7] Ο Κίρκεγκωρ αρχικά υποκινήθηκε σε δράση από μια ομιλία του Καθηγητή Χανς Λάσεν Μάρτενσεν (Hans Lassen Martensen) ο οποίος αποκάλεσε τον Επίσκοπο Γιάκομπ Π. Μίνστερ (Jakob P. Mynster), που είχε μόλις πρόσφατα πεθάνει, «μάρτυρα της αλήθειας, έναν από τους αυθεντικούς μάρτυρες της αλήθειας»[8].

Ο Κίρκεγκωρ έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια για τον Μίνστερ αλλά είχε διακρίνει ότι η άποψη που είχε εκείνος για τον Χριστιανισμό προερχόταν από ανθρώπινα συμφέροντα και όχι από ενδιαφέρον για τον Θεό και ότι η ζωή του Μίνστερ δεν είχε καμία σχέση με τη ζωή ενός "μάρτυρα της αλήθειας".

Πριν την έκδοση του δέκατου κεφαλαίου της Στιγμής, ο Κίρκεγκωρ κατέρρευσε στον δρόμο και μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο. Παρέμεινε στο νοσοκομείο για έναν μήνα περίπου και αρνήθηκε να μεταλάβει από ιερέα της εκκλησίας, καθώς θεωρούσε τους ιερείς υπαλλήλους και όχι υπηρέτες του Θεού.

Ο Κίρκεγκωρ είχε πει στον Εμίλ Μπόεσεν (Emil Boesen), ο οποίος ήταν πάστορας και φίλος του από την παιδική ηλικία και ο οποίος κατέγραψε τις συζητήσεις του με τον Κίρκεγκωρ, ότι η ζωή του περιλάμβανε μεγάλα και άγνωστα βάσανα, τα οποία έμοιαζαν σε άλλους μάταια αλλά δεν ήταν για εκείνον στην πραγματικότητα.

Ο Κίρκεγκωρ πέθανε στο Ξενοδοχείο Φρέντερικς αφού είχε παραμείνει εκεί πάνω από έναν μήνα, πιθανόν λόγω επιπλοκών που προέρχονταν από την πτώση από ένα δέντρο όταν ήταν μικρός. Η ταφή του έγινε στο κοιμητήριο Ασιστένς Κίρκεγκωρ (Assistens Kirkegård) στην περιοχή Νόρεμπρο της Κοπεγχάγης. Κατά την κηδεία του Κίρκεγκωρ, η ανιψιά του Χένρικ Λουντ (Henrik Lund) προκάλεσε αναταραχή καθώς διαμαρτυρήθηκε για το γεγονός ότι ο Κίρκεγκωρ κηδευόταν από την επίσημη εκκλησία παρόλο που σε όλη του την ζωή είχε απομακρυνθεί και την είχε αποκηρύξει. Η Λουντ πλήρωσε πρόστιμο αργότερα για αυτό το περιστατικό.

[Επεξεργασία] Η σκέψη του Κίρκεγκωρ

Ο Σαίρεν Κίρκεγκωρ σε καφενείο. Ελαιογραφία από τον Κρίστιαν Ολάβιους, 1843
Ο Σαίρεν Κίρκεγκωρ σε καφενείο. Ελαιογραφία από τον Κρίστιαν Ολάβιους, 1843

Kierkegaard has been called a Christian existentialist, a theologian,[9] the Father of Existentialism, a literary critic,[6] a humorist,[10] a psychologist,[11] a poet,[12] and a philosopher. Two of his popular ideas are "subjectivity" and the "leap to faith," popularly referred to as the "leap of faith."[13][14] The leap of faith is his conception of how an individual would believe in God, or how a person would act in love. It is not so much a rational decision, as it is transcending rationality in favour of something more uncanny, that is, faith. As such he thought that to have faith is at the same time to have doubt. So, for example, for one to truly have faith in God, one would also have to doubt that God exists; the doubt is the rational part of a person's thought, without which the faith would have no real substance. Doubt is an essential element of faith, an underpinning. In plain words, to believe or have faith that God exists, without ever having doubted God's existence or goodness, would not be a faith worth having. For example, it takes no faith to believe that a pencil or a table exists, when one is looking at it and touching it. In the same way, to believe or have faith in God is to know that one has no perceptual or any other access to God, and yet still has faith in God.

Kierkegaard also stressed the importance of the self, and the self's relation to the world as being grounded in self-reflection and introspection. He argued in Concluding Unscientific Postscript to Philosophical Fragments that "subjectivity is truth" and "truth is subjectivity." This has to do with a distinction between what is objectively true - that a man named Jesus of Nazareth lived and died on a cross, for instance - and an individual's subjective relation (such as indifference or commitment) to that truth. People who in some sense believe the same things may relate to those beliefs quite differently. Two individuals may both believe that many of those around them are poor and deserve help, but this knowledge may lead only one of them to decide to actually help the poor.

Kierkegaard primarily discusses subjectivity with regard to religious matters, however. As already noted, he argues that doubt is an element of faith and that it is impossible to gain any objective certainty about religious doctrines such as the existence of God or the life of Christ. The most one could hope for would be the conclusion that it is probable that the Christian doctrines are true, but if a person were to believe such doctrines only to the degree they seemed likely to be true, he or she would not be genuinely religious at all. Faith consists in a subjective relation of absolute commitment to these doctrines.[15]

[Επεξεργασία] Έμμεση δημοσίευση και συγγραφή με χρήση ψευδωνύμων

Ο Κίρκεγκωρ έγραψε τα μισά από τα έργα του με τη «μάσκα» διαφόρων ψευδώνυμων χαρακτήρων που δημιούργουσε ο ίδιος για να αναπαραστήσει διαφορετικούς τρόπους σκέψης. Αυτή η μέθοδος ήταν μέρος των έμμεσων δημοσιεύσεών του. Σύμφωνα με διάφορα αποσπάσματα από τα έργα και τα ημερολόγιά του, όπως το έργο Η Άποψη για το Έργο μου ως Συγγραφέα, ο Κίρκεγκωρ έγραφε με αυτό τον τρόπο αποσκοπώντας να αποφύγει την αντιμετώπιση των έργων του ως ενιαίου φιλοσοφικού συστήματος με συγκεκριμένη συστηματική δομή. Στο έργο του Η Άποψη, ο Κίρκεγκωρ έγραψε: «Στα ψευδώνυμα έργα, δεν υπάρχει ούτε μία λέξη που να είναι δική μου. Δεν έχω καμία άποψη για αυτά τα έργα παρά μόνο ως τρίτος, καμία κατανόηση της έννοιάς τους παρά μόνο ως αναγνώστης, δεν έχω την παραμικρή προσωπική σχέση με αυτά»[16].

Ο Κίρκεγκωρ χρησιμοποίησε την έμμεση δημοσίευση ώστε να καταστήσει δύσκολη την επιβαβαίωση τού αν ο ίδιος διακρατούσε ή όχι τις απόψεις που παρουσιάζονται στα έργα του. Ήλπιζε ότι οι αναγνώστες του απλά θα διάβαζαν το κάθε έργο με τη δική του αξία, χωρία να αποδίδουν στο έργο κάποια πτυχή της δικής του ζωής. Επίσης, ο Κίρκεγκωρ δεν ήθελε να αντιμετωπίσουν οι αναγνώστες το σύνολο του έργου του ως ένα εξουσιοδοτημένο σύστημα, αλλά μάλλον να αναζητήσουν στον εαυτό τους την ερμηνεία του.

Early Kierkegaardian scholars, such as Theodor W. Adorno, have disregarded Kierkegaard's intentions and argue the entire authorship should be treated as Kierkegaard's own personal and religious views.[17] This view leads to many confusions and contradictions which make Kierkegaard appear incoherent.[18] However, many later scholars such as the post-structuralists, have respected Kierkegaard's intentions and interpreted his work by attributing the pseudonymous texts to their respective authors.

Kierkegaard's most important pseudonyms, in chronological order:

  • Victor Eremita, editor of Either/Or
  • A, writer of many articles in Either/Or
  • Judge William, author of rebuttals to A in Either/Or
  • Johannes de Silentio, author of Fear and Trembling
  • Constantin Constantius, author of the first half of Repetition
  • Young Man, author of the second half of Repetition
  • Vigilius Haufniensis, author of The Concept of Anxiety
  • Nicolaus Notabene, author of Prefaces
  • Hilarius Bookbinder, editor of Stages on Life's Way
  • Johannes Climacus, author of Philosophical Fragments and Concluding Unscientific Postscript
  • Inter et Inter, author of A Crisis in the Life of an Actress
  • H.H., author of Two Ethical-Religious Essays
  • Anti-Climacus, author of The Sickness Unto Death and Practice in Christianity

[Επεξεργασία] Έργα

Τα ημερολόγια του Κίρκεγκωρ έχουν ιδιαίτερη σημασία για την κατανόηση του ίδιου του Κίρκεγκωρ και του έργου του[19]. Στα ημερολόγιά του περιλαμβάνονται πάνω από 7.000 χιλιάδες χειρόγραφες σελίδες στις οποίες περιγράφονται σημαντικά γεγονότα, στοχασμοί, σκέψεις σχετικά με τα έργα του και σχόλια για καθημερινά ζητήματα[20]. Η επιμέλεια και η έκδοση της πλήρους συλλογής των ημερολογίων στη δανική έγινε σε 13 τόμους, οι οποίοι περιλαμβάνονται σε 25 βιβλιοδετικές θήκες περιλαμβανομένων και των ευρετηρίων. Η πρώτη έκδοση των ημερολογίων στα αγγλικά έγινε από τον Αλεξάντερ Ντρου (Alexander Dru) το 1938[2].

Τα ημερολόγιά του αποκαλύπτουν πολλές και διαφορετικές πτυχές του Κίρκεγκωρ και του έργου του και συμβάλουν ώστε να αποσαφηνιστούν πολλές από τις ιδέες του. Το καλαίσθητο και ποιητικό ύφος των ημερολογίων του ξεχωρίζει ανάμεσα στα συγγράμματά του. Ο Κίρκεγκωρ έπαιρνε στα σοβαρά τη συγγραφή των ημερολογίων του και μάλιστα έγραψε κάποτε ότι αποτελούσαν τον «πιο αξιόπιστο έμπιστό» του:

    Δεν έχω εκμυστηρευθεί ποτέ σε κανέναν. Ως συγγραφέας, το κοινό είναι κατά μία έννοια ο έμπιστός μου. Αλλά για να τιμήσω τη σχέση μου με το κοινό θα πρέπει, και πάλι, να θεωρήσω ως έμπιστούς μου τις επερχόμενες γενιές. Οι ίδιοι άνθρωποι που γελάνε με κάποιον τη μια στιγμή δεν θα μπορούσαν να γίνουν ταυτόχρονα και έμπιστοί του.    

— Σαίρεν Κίρκεγκωρ, Ημερολόγιο[2] (4 Νοεμβρίου 1847)

Πολλοί από τους αφορισμούς που αποδίδονται στον Κίρκεγκωρ προέρχονται από τα ημερολόγιά του. Το ακόλουθο απόσπασμα αποτελεί έναν από τους αφορισμούς που παρατίθενται περισσότερο, ο οποίος αποτελεί θεμελιώδη δήλωση για τις μελέτες του υπαρξισμού: «Ο σκοπός είναι να βρεθεί μια αλήθεια η οποία είναι αληθινή για εμένα, να βρεθεί η ιδέα για την οποία μπορώ να ζήσω και να πεθάνω». Αυτό το απόσπασμα γράφτηκε την 1η Αυγούστου 1835[2].

Αν και τα ημερολόγια του Κίρκεγκωρ φωτίζουν κάποιες πτυχές της ζωής και του έργου του, ο ίδιος προνόησε ώστε να μην αποκαλύψει πολλά πράγματα μέσω αυτών. Απότομες αλλαγές στη σκέψη του, επαναλαμβανόμενες φράσεις και ασυνήθιστες εναλλαγές, περιλαμβάνονται στις τακτικές του Κίρκεγκωρ που αποσκοπούν στην συσκότιση του αναγνώστη. Ως συνέπεια, υπάρχουν πολλές παραλλαγές και ερμηνείες των ημερολογίων του. Εντούτοις, ο Κίρκεγκωρ δεν αμφισβήτησε τη σπουδαιότητα που θα είχαν στο μέλλον τα ημερολόγιά του. Το 1849, ο Κίρκεγκωρ έγραψε:

    Μόνο ένας νεκρός μπορεί να τα καταφέρει με την κατάσταση της Δανίας. Η ακολασία, ο φθόνος, το κουτσομπολιό και η μετριότητα επικρατούν παντού. Αν επρόκειτο να πεθάνω τώρα το αποτέλεσμα της ζωής μου θα ήταν εξαιρετικό· πολλά από αυτά που απλά προχειρόγραψα στα ημερολόγιά μου θα γινόταν σημαντικά και θα είχαν μεγάλη επίδραση· διότι τότε οι άνθρωποι θα μπορούσαν να συμφιλιωθούν μαζί μου και να μου εκχωρήσουν αυτό που ήταν, και είναι, δικαίωμά μου.    

— Σαίρεν Κίρκεγκωρ, Ημερολόγιο[2] (Δεκέμβριος 1849)

[Επεξεργασία] Ο Κίρκεγκωρ και ο Χριστιανικός κόσμος

Ο Κίρκεγκωρ εξαπέλυσε επίθεση στους Χριστιανικούς θεσμούς τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Πίστευε ότι η καθιερωμένη κρατική εκκλησία ήταν επιζήμια για τους ανθρώπους.
Ο Κίρκεγκωρ εξαπέλυσε επίθεση στους Χριστιανικούς θεσμούς τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Πίστευε ότι η καθιερωμένη κρατική εκκλησία ήταν επιζήμια για τους ανθρώπους.

Όπως αναφέρθηκε, ο Κίρκεγκωρ διεξήγε μια διαρκή επίθεση ενάντια σε όλο τον Χριστιανικό κόσμο, δηλαδή τον Χριστιανισμό ως πολιτική οντότητα, κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών της ζωής του. Τον 19ο αιώνα, η πλειονότητα των Δανών πολιτών έπρεπε υποχρεωτικά να είναι μέλη της κρατικής Δανικής Εκκλησίας. Ο Κίρκεγκωρ πίστευε ότι αυτή η ένωση κράτους-εκκλησίας ήταν απαράδεκτη και αποτελούσε διαστροφή της αληθινής σημασίας του Χριστιανισμού.[8] Τα κυριότερα σημεία της επίθεσής του αυτής περιλάμβαναν μεταξύ άλλων τα εξής:

  • Τα εκκλησιάσματα είναι άνευ ουσίας: Η έννοια του εκκλησιάσματος έχει ως αποτέλεσμα να αντιμετωπίζεται το κάθε άτομο σαν παιδί καθώς αποθαρρύνονται οι Χριστιανοί να αναλάβουν την ευθύνη που τους αναλογεί για τη σχέση τους με τον Θεό. Ο Κίρκεγκωρ τονίζει ότι «Χριστιανοσύνη είναι το συγκεκριμένο άτομο, το κάθε άτομο»[21].
  • Ο Χριστιανικός κόσμος έχει εκκοσμικευθεί και πολιτικοποιηθεί: Εφόσον η Εκκλησία βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο του Κράτους, ο Κίρκεγκωρ πίστευε ότι η γραφειοκρατική αποστολή του Κράτους είναι να αυξάνει τον αριθμό των μελών της και να επιβλέπει την κατάσταση τους. Περισσότερα μέλη σημαίνει περισσότερη εξουσία στους κληρικούς, δηλαδή ένα φαύλο ιδεώδες. Μια τέτοια αποστολή δεν θα εναρμονιζόταν με τις αληθινές διδασκαλίες της Χριστιανοσύνης, η οποία δίνει έμφαση στη σπουδαιότητα του ατόμου και όχι του συνόλου[2].
  • Ο Χριστιανισμός γίνεται κενή θρησκεία: Συνεπώς, η πολιτική δομή της κρατικής εκκλησίας είναι προσβλητική και επιζήμια για το άτομο, αφού οποιοσδήποτε μπορεί να γίνει «Χριστιανός» χωρίς να γνωρίζει τι σημαίνει το να είναι κάποιος Χριστιανός. Είναι επίσης επιζήμιο για την ίδια τη θρησκεία καθώς υποβιβάζει τη Χριστιανοσύνη σε παράδοση του συρμού την οποία ενστερνίζονται άπιστοι «πιστοί», με τη «λογική της αγέλης».

    Αν η Εκκλησία είναι «ανεξάρτητη» από το Κράτος, είναι όλα εντάξει. Θα μπορούσα άμεσα να αποδεχθώ μια τέτοια κατάσταση. Αν όμως η Εκκλησία πρόκειται να χειραφετηθεί, τότε θα πρέπει να ρωτήσω: Με τι μέσα, με ποιον τρόπο; Ένα θρησκευτικό κίνημα θα πρέπει να υπηρετείται θρησκευτικά—διαφορετικά αποτελεί μια φενάκη! Κατά συνέπεια, η χειραφέτηση θα πρέπει να συμβεί μέσω μαρτυρίου—αιματηρά ή αναίμακτα. Το κόστος αυτής της εξαγοράς είναι η πνευματική νοοτροπία. Αλλά εκείνοι που εύχονται να γίνει η χειραφέτηση της Εκκλησίας με πολιτικά ή εγκόσμια μέσα (δηλ. χωρίς μαρτύριο), έχουν εισαγάγει μια αντίληψη της ανοχής τελείως σύμφωνη με εκείνη όλου του κόσμου, σύμφωνα με την οποία η ανοχή ισοδυναμεί με την αδιαφορία, πράγμα που αποτελεί την πιο τρομερή προσβολή κατά της Χριστιανοσύνης. [...] Το δόγμα της κατεστημένης Εκκλησίας, η οργάνωσή της, είναι και τα δύο πράγματι πολύ καλά. Ω, υπάρχουν όμως και οι ζωές μας: πιστέψτε με, είναι πράγματι αξιολύπητες.    

— Σαίρεν Κίρκεγκωρ, Ημερολόγιο[2] (Ιανουάριος 1851)

Με βολές κατά τις ανεπάρκειας και της διαφθοράς των Χριστιανικών εκκλησιών, ο Κίρκεγκωρ φαίνεται να προλαβαίνει φιλοσόφους όπως ο Νίτσε οι οποίοι έμελλε να ασκήσουν κριτική στην Χριστιανική θρησκεία.

    Ρωτάω: Τι νόημα έχει όταν συνεχίζουμε να συμπεριφερόμαστε σαν να ήταν όλα όπως θα έπρεπε να είναι, αποκαλώντας τους εαυτούς μας Χριστιανούς σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, όταν τα πρότυπα της Καινής Διαθήκης δεν υπάρχουν στη ζωή μας; Την τρομακτική δυσαναλογία που αντιπροσωπεύει αυτή η κατάσταση πραγμάτων την έχουν αντιληφτεί πολλοί. Η μορφή που δίνουν στα πράγματα είναι η εξής: Η ανθρώπινη φυλή έχει ξεπεράσει τον Χριστιανισμό.    

— Σαίρεν Κίρκεγκωρ, Ημερολόγιο[2] (19 Ιουνίου 1852)

[Επεξεργασία] Κριτική του Κίρκεγκωρ

Some of Kierkegaard's famous philosophical critics in the 20th century include Theodor Adorno and Emmanuel Levinas. Atheistic philosophers such as Jean-Paul Sartre and agnostic philosophers like Martin Heidegger mostly support Kierkegaard's philosophical views, but criticize and reject his religious views.

Adorno's take on Kierkegaard's philosophy has been less than faithful to the original intentions of Kierkegaard. At least one critic of Adorno considers his book Kierkegaard: Construction of the Aesthetic to be "the most irresponsible book ever written on Kierkegaard" because Adorno takes Kierkegaard's pseudonyms literally, and constructs an entire philosophy of Kierkegaard which makes him seem incoherent and unintelligible. This is like confusing William Shakespeare with Othello and Dostoevsky with Raskolnikov.[22] Another reviewer mentions that "Adorno is [far away] from the more credible translations and interpretations of the Collected Works of Kierkegaard we have today".[18]

Levinas' main attack on Kierkegaard is focused on his ethical and religious stages, especially in Fear and Trembling. Levinas criticizes the leap of faith by saying this suspension of the ethical and leap into the religious is a type of violence.

    Kierkegaardian violence begins when existence is forced to abandon the ethical stage in order to embark on the religious stage, the domain of belief. But belief no longer sought external justification. Even internally, it combined communication and isolation, and hence violence and passion. That is the origin of the relegation of ethical phenomena to secondary status and the contempt of the ethical foundation of being which has led, through Nietzsche, to the amoralism of recent philosophies.    

— Εμάνουελ Λέβινας, Ύπαρξη και Ηθική, (1963)[23]

Levinas points to the fact that it was God who first commanded Abraham to sacrifice Isaac and that it was an angel who commanded Abraham to stop. If Abraham was truly in the religious realm, he would not have listened to the angel to stop and should have continued to kill Isaac. "Transcending ethics" seems like a loophole to excuse would-be murders from their crime and thus is unacceptable.[24]

On Kierkegaard's religious views, Sartre offers the usual argument against existence of God: If existence precedes essence, it follows from the meaning of the term sentient that a sentient being cannot be complete or perfect. In Being and Nothingness, Sartre's phrasing is that God would be a pour-soi [a being-for-itself; a consciousness] who is also an en-soi [a being-in-itself; a thing]: which is a contradiction in terms.

Sartre agrees with Kierkegaard's analysis of Abraham undergoing anxiety (Sartre calls it anguish), but Sartre doesn't agree that God told him to do it. In his lecture, Existentialism is a Humanism, he says:

    The man who lies in self-excuse, by saying "Everyone will not do it" must be ill at ease in his conscience, for the act of lying implies the universal value which it denies. By its very disguise his anguish reveals itself. This is the anguish that Kierkegaard called "the anguish of Abraham." You know the story: An angel commanded Abraham to sacrifice his son; and obedience was obligatory, if it really was an angel who had appeared and said, "Thou, Abraham, shalt sacrifice thy son." But anyone in such a case would wonder, first, whether it was indeed an angel and secondly, whether I am really Abraham. Where are the proofs? A certain mad woman who suffered from hallucinations said that people were telephoning to her, and giving her orders. The doctor asked, "But who is it that speaks to you?" She replied: "He says it is God." And what, indeed, could prove to her that it was God? If an angel appears to me, what is the proof that it is an angel; or, if I hear voices, who can prove that they proceed from heaven and not from hell, or from my own subconsciousness or some pathological condition? Who can prove that they are really addressed to me?    

— Ζαν-Πωλ Σαρτρ, Existentialism is a Humanism[25]

Kierkegaard would have said that this requirement for "proof that it is God" relies on reason alone, and Kierkegaard believes that faith in God transcends "reason alone" by recognizing that human beings have reason because they are created by God in God's image.

[Επεξεργασία] Επιρροή και αποδοχή

Το άγαλμα του Σαίρεν Κίρκεγκωρ στην Κοπεγχάγη
Το άγαλμα του Σαίρεν Κίρκεγκωρ στην Κοπεγχάγη

Kierkegaard's works were not widely available until several decades after his death. In the years immediately after his death, the Danish State Church, a major institution in Denmark at the time, shunned his work and urged other Danes to do likewise. In addition, the obscurity of the Danish language, relative to German, French, and English, made it nearly impossible for Kierkegaard to acquire non-Danish readers.

The first academic to draw attention to Kierkegaard was his fellow Dane Georg Brandes, who published in German as well as Danish. Brandes gave the first formal lectures on Kierkegaard and helped bring Kierkegaard to the attention of the rest of Europe.[26] In 1877, Brandes also published the first book on Kierkegaard's philosophy and life. The dramatist Henrik Ibsen became interested in Kierkegaard and introduced his work to the rest of Scandinavia. While independent German translations of some of Kierkegaard's works began to appear in were the 1870s,[27] academic German translations of whole portions of Kierkegaard's work had to wait until the 1910s. These translations made it possible for Kierkegaard to begin exerting his enormous influence on 20th-century German, French, and English thinkers and authors.

In 1938, the first academic English translations, by Alexander Dru, David F. Swenson, Douglas V. Steere, and Walter Lowrie appeared, under the editorial efforts of Oxford University Press editor Charles Williams.[14] The second and widely used academic English translations were published by the Princeton University Press in the 1970s, 80s, and 90s, under the supervision of Howard V. Hong and Edna H. Hong. A third official translation, under the aegis of the Søren Kierkegaard Research Center, will extend to 55 volumes and is expected to be completed sometime after 2009.[28]

Many 20th-century philosophers, both theistic and atheistic, drew many concepts from Kierkegaard, including the notions of angst, despair, and the importance of the individual. His fame as a philosopher grew tremendously in the 1930s, in large part because the ascendant existentialist movement pointed to him as a precursor, although he is now seen as a highly significant and influential thinker in his own right.[29] Philosophers and theologians influenced by Kierkegaard include Karl Barth, Simone de Beauvoir, Martin Buber, Rudolf Bultmann, Albert Camus, Martin Heidegger, Abraham Joshua Heschel, Karl Jaspers, Gabriel Marcel, Maurice Merleau-Ponty, Franz Rosenzweig, Jean-Paul Sartre, Joseph Soloveitchik, Paul Tillich, Miguel de Unamuno, Hans Urs von Balthasar. Paul Feyerabend's scientific anarchism was inspired by Kierkegaard's idea of subjectivity as truth. Ludwig Wittgenstein was immensely influenced and humbled by Kierkegaard,[30] claiming that "Kierkegaard is far too deep for me, anyhow. He bewilders me without working the good effects which he would in deeper souls".[30] Karl Popper referred to Kierkegaard as "the great reformer of Christian ethics, who exposed the official Christian morality of his day as anti-Christian and anti-humanitarian hypocrisy".[31]

Contemporary philosophers such as Emmanuel Lévinas, Hans-Georg Gadamer, Jacques Derrida, Jürgen Habermas, Alasdair MacIntyre, and Richard Rorty, although sometimes highly critical, have also adapted some Kierkegaardian insights.[32][33][34] Jerry Fodor has written that Kierkegaard was "a master and way out of the league that the rest of us [philosophers] play in".[35]

Kierkegaard has also had a considerable influence on 20th-century literature. Figures deeply influenced by his work include Walker Percy, W. H. Auden, Franz Kafka,[36] David Lodge, and John Updike.[37]

Kierkegaard also had a profound influence on psychology and is more or less the founder of Christian psychology[38] and of existential psychology and therapy.[11] Existentialist (often called "humanistic") psychologists and therapists include Ludwig Binswanger, Victor Frankl, Erich Fromm, Carl Rogers, and Rollo May. May based his The Meaning of Anxiety on Kierkegaard's The Concept of Anxiety. Kierkegaard's sociological work Two Ages: The Age of Revolution and the Present Age provides an interesting critique of modernity.[6] Kierkegaard is also seen as an important precursor of postmodernism.[32]

Kierkegaard predicted his posthumous fame, and foresaw that his work would become the subject of intense study and research. In his journals, he wrote:

    What the age needs is not a genius - it has had geniuses enough, but a martyr, who in order to teach men to obey would himself be obedient unto death. What the age needs is awakening. And therefore someday, not only my writings but my whole life, all the intriguing mystery of the machine will be studied and studied. I never forget how God helps me and it is therefore my last wish that everything may be to his honour    

— Σαίρεν Κίρκεγκωρ, Ημερολόγιο[2] (20 Νοεμβρίου 1847)

[Επεξεργασία] Επίλεκτη βιβλιογραφία

  • (1841) Η Έννοια της Ειρωνίας (The Concept of Irony) (Om Begrebet Ironi med stadigt Hensyn til Socrates)
  • (1843) Είτε - Είτε (Either/Or) (Enten - Eller)
  • (1843) Φόβος και Τρόμος (Fear and Trembling) (Frygt og Bæven)
  • (1843) Η Επανάληψη (Repetition) (Gjentagelsen)
  • (1844) Φιλοσοφικά Ψιχία (Philosophical Fragments) (Philosophiske Smuler)
  • (1844) Η Έννοια της Αγωνίας (The Concept of Dread) (Begrebet Angest)
  • (1845) Τα Στάδια της Ύπαρξης (Stages on Life's Way) (Stadier paa Livets Vei)
  • (1846) Concluding Unscientific Postscript to The Philosophical Fragments (Afsluttende uvidenskabelig Efterskrift)
  • (1847) Πραγματείες Διάπλασης Ποικίλων Πνευμάτων (Edifying Discourses in Diverse Spirits) (Opbyggelige Taler i forskjellig Aand)
  • (1847) Έργα Αγάπης (Works of Love) (Kjerlighedens Gjerninger)
  • (1848) Χριστιανική Πραγματεία (Christian Discourses) (Christelige Taler)
  • (1849) Ασθένεια Προς Θάνατον (The Sickness Unto Death) (Sygdommen til Døden)
  • (1850) Πρακτικές του Χριστιανισμού (Practice in Christianity) (Indøvelse i Christendom)

[Επεξεργασία] Υποσημειώσεις

  1. Making Sense of Nonsense: Kierkegaard and Wittgenstein, Lippit, John and Daniel Hutto, Πανεπιστήμιο του Χέρτφορντσαϊρ (Hertfordshire)· Wittgenstein and Kierkegaard, Creegan, Charles
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 2,6 2,7 2,8 2,9 Dru, Alexander. The Journals of Søren Kierkegaard, Oxford University Press, 1938.
  3. Kierkegaard, Søren. The Concept of Irony with Continual Reference to Socrates, Princeton University Press 1989, ISBN 0691073546
  4. 4,0 4,1 Manuscripts from the Søren Kierkegaard Archive. Royal Library of Denmark. Ανακτήθηκε April 232006.
  5. Γκ. Β. Φ. Χέγκελ, Η Φαινομενολογία του Πνεύματος (Phenomenology of Spirit), Oxford University Press, 1979, ISBN 0198245971.
  6. 6,0 6,1 6,2 Kierkegaard, Søren. A Literary Review, Penguin Classics, 2001, ISBN 0140448012
  7. Lowrie, Walter. Επίθεση του Κίρκεγκωρ κατά του Χριστιανικού κόσμου. House Church. Ανακτήθηκε April 232006.
  8. 8,0 8,1 Duncan, Elmer. Søren Kierkegaard: Maker of the Modern Theological Mind (Σαίρεν Κίρκεγκωρ: Ο Δημιουργός της Σύγχρονης Θεολογικής Σκέψης), Word Books 1976, ISBN 0876804636
  9. Kangas, David. Kierkegaard, the Apophatic Theologian. David Kangas, Yale University (pdf format). Enrahonar No. 29, Departament de Filosofia, Universitat Autònoma de Barcelona. Ανακτήθηκε April 232006.
  10. Oden, Thomas C. The Humor of Kierkegaard: An Anthology, Princeton University Press 2004, ISBN 069102085X
  11. 11,0 11,1 Ostenfeld, Ib and Alastair McKinnon. Søren Kierkegaard's Psychology, Wilfrid Laurer University Press 1972, ISBN 0889200688
  12. MacKey, Louis. Kierkegaard: A Kind of Poet, University of Pennsylvania Press, 1971, ISBN 0812210425
  13. The Danish equivalent to the English phrase "leap of faith" does not appear in the original Danish nor is the English phrase found in current English translations of Kierkegaard's works. However, Kierkegaard does mention the concepts of "faith" and "leap" together many times in his works. See Faith and the Kierkegaardian Leap in Cambridge Companion to Kierkegaard.
  14. 14,0 14,1
  15. Kierkegaard, Søren. Concluding Unscientific Postscript to Philosophical Fragments, Princeton University Press, 1992, ISBN 0691020825
  16. Kierkegaard, Søren. The Point of View, Princeton University Press, 1998, ISBN 0691058555
  17. Adorno, Theodor W. Kierkegaard: Construction of the Aesthetic, University of Minnesota Press, 1933 (reprint 1989), ISBN 0816611866
  18. 18,0 18,1 Morgan, Marcia. Adorno’s Reception of Kierkegaard: 1929-1933. University of Potsdam. Ανακτήθηκε April 232006.
  19. Søren Kierkegaard's Journal Commentary. D. Anthony Storm. Ανακτήθηκε 16 Μαρτίου2007.
  20. Δεδομένης της σπουδαιότητας των ημερολογίων (journals) του, οι παραπομπές με τη μορφή (Journals, XYZ) παραπέμπουν στην έκδοση των ημερολογίων από τον Ντρου (Dru) του 1938. Όταν είναι γνωστή, δίνεται η ακριβής ημερομηνία· διαφορετικά, δίνεται μόνο το το έτος και ο μήνας ή μόνο το έτος.
  21. Kirmmse, Bruce. Review of Habib Malik, Receiving Søren Kierkegaard. Stolaf. Ανακτήθηκε 23 Απριλίου2006.
  22. Westphal, Merold. A Reading of Kierkegaard's Concluding Unscientific Postscript, Purdue University Press 1996, ISBN 1557530904
  23. Lippit, John. Kierkegaard and Fear and Trembling, Routledge 2003, ISBN 0415180473
  24. Katz, Claire Elise. The Voice of God and the Face of the Other. Penn State University. Ανακτήθηκε April 232006.
  25. Sartre, Jean-Paul. Existentialism is a Humanism. World Publishing Company. Ανακτήθηκε April 232006.
  26. Georg Brandes. Books and Writers. Ανακτήθηκε April 242006.
  27. Cappelorn, Niels J. Written Images, Princeton University Press, 2003, ISBN 0691115559
  28. Søren Kierkegaard Forskningscenteret. University of Copenhagen. Ανακτήθηκε August 212006.
  29. Weston, Michael. Kierkegaard and Modern Continental Philosophy. Routledge, 1994, ISBN 0415101204
  30. 30,0 30,1
  31. Popper, Sir Karl R. The Open Society and Its Enemies Vol 2: Hegel and Marx. Routledge, 2002, ISBN 0415290635
  32. 32,0 32,1 Matustik, Martin Joseph and Merold Westphal (eds). Kierkegaard in Post/Modernity, Indiana University Press, 1995, ISBN 0253209676
  33. MacIntyre, Alasdair. "Once More on Kierkegaard" in Kierkegaard after MacIntyre. Open Court Publishing, 2001, ISBN 081269452X
  34. Rorty, Richard. Contingency, Irony, and Solidarity. Cambridge University Press, 1989, ISBN 0521367816
  35. Fodor, Jerry. Water's water everywhere. London Review of Books. Ανακτήθηκε April 232006.
  36. McGee, Kyle. Fear and Trembling in the Penal Colony. Kafka Project. Ανακτήθηκε April 242006.
  37. Kierkegaard, Søren with Foreward by John Updike. The Seducer's Diary, Princeton University Press, 1997, ISBN 0691017379
  38. Society for Christian Psychology. Christian Psychology. Ανακτήθηκε April 242006.

[Επεξεργασία] Βλέπε επίσης

Wikiquote logo
Στα Βικιφθέγματα υπάρχει υλικό σχετικό με το άρθρο:
Commons logo
Τα Κοινά έχουν βίντεο και φωτογραφίες σχετικά με το άρθρο
  • Χριστιανικός υπαρξισμός
  • Φιλοσοφία της θρησκείας

[Επεξεργασία] Πρόσθετη ανάγνωση

[Επεξεργασία] Έντυπες εκδόσεις

  • Ρεγκίνα, εκδ. Κωνσταντινίδη, 1970.
  • Η Έννοια της Αγωνίας, εκδ. Δωδώνη, 1971.
  • Η Επανάληψη, εκδ. Παπαζήση, 1977.
  • Φόβος και Τρόμος, εκδ. Νεφέλη, 1980.
  • Η Έννοια της Ειρωνίας, εκδ. Αναγνωστίδη, 1981.
  • Το Ημερολόγιο του Αποπλανητή, εκδ. Γαλαξία, 1964.
  • Διαψάλματα, εκδ. Micromega, 1999.
  • Είτε - είτε, εκδ. Ερμείας, 1982.
  • Φιλοσοφικά Ψιχία, εκδ. Καστανιώτη, 1998.
  • Ασθένεια προς Θάνατον, εκδ. Καστανιώτη, 1999.

[Επεξεργασία] Σχετικοί ιστότοποι (Αγγλικά)

[Επεξεργασία] Σχετική βιβλιογραφία & εκδόσεις (Αγγλικά)