Και ενώ οι φλόγες της πυράς, περιδινούμεναι γύρω από τα σώματά των (ω Ιωάννα ντ’ Αρκ! ω Αθανάση Διάκο!), με κόκκινες ανταύγειες φωτίζουν τα κτίσματα των Βαβυλώνων, των παλαιών και τωρινών και τις μορφές των Ναβουχοδονοσόρων, απ’ την λερή την άσφαλτο των λεωφόρων (lâchez tout, partez sur les routes) και απ’ τις σκιές των σκοτεινών παρόδων, από τα έγκατα της γης και από τα μύχια της ψυχής, από τους κήπους με τα γιασεμιά και τους υακίνθους και από τα βάθη των δοχείων που τα δυσώδη απορρίμματα περιέχουν (lâchez tout, partez sur les routes), απ’ τις κραυγές του γλυκασμού των συνουσιαζομένων και από τους στεναγμούς της ηδονής των αυνανιζομένων, απ’ των τρελών τις άναρθρες φωνές και απ’ των βαρέων καημών τις στοναχές, ως λάβα ζεστή, ή ως σάλπιγξ μιας αενάου παρουσίας, μα προ παντός ως σπέρμα, ως σπέρμα ορμητικόν εν ευφροσύνη αναβλύζον, αναπηδούν και ανέρχονται στον ουρανόν (Αλληλούϊα! Αλληλούϊα!) με μάτια εστραμμένα προς τα επάνω, άκαυτοι και άφθαρτοι εις τον αιώνα, μπεάτοι και προφητικοί (Αλληλούϊα! Αλληλούϊα!),ερωτικοί, υψιτενείς, μεμουσωμένοι, και τώρα και πάντα (Αλληλούϊα! Αλληλούϊα!) με συνοδείαν των αγγέλων, και τώρα και πάντα, τον ερχομό και την ανάγκη (Αλληλούϊα! Αλληλούϊα!) τον ερχομό και την ανάγκη των νέων Παραδείσων ψάλλουν!
- — Ανδρέας Εμπειρίκος, Οι Μπεάτοι ή Της μη συμμορφώσεως οι Άγιοι
|