Τα γνωστικά κείμενα του Ναγκ Χαμαντί

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Έχει προταθεί αυτό το άρθρο ή τμήμα αυτού του άρθρου, να συγχωνευθεί με το Ναγκ Χαμαντί. (Σχολιάστε)
Αν πρόκειται να γίνει συγχώνευση σελίδων με μεγάλο ιστορικό, μην την κάνετε χειροκίνητα με «Αντιγραφή και Επικόλληση», αλλά ζητήστε την από τους διαχειριστές, προκειμένου να συγχωνευθεί και το ιστορικό των δύο σελίδων.


Πίνακας περιεχομένων

[Επεξεργασία] Γενικά

Το Δεκέμβριο του 1945 ένα σύνολο πενήντα δύο θρησκευτικών και ημιφιλοσοφικών κειμένων, κρυμμένων και θαμμένων μέσα σε ένα αγγείο για 1600 χρόνια, ήρθε τυχαία στο φως. Όχι πολύ μακριά από το χωριό Nag Hammadi, το αρχαίο Χηνοβόσκιον, στην Άνω Αίγυπτο χωρικοί ανακάλυψαν μια συλλογή βιβλίων γραμμένων στην Κοπτική, τη γλώσσα των Xριστιανών της Αιγύπτου. Η ανακάλυψη αυτή δημιούργησε μια πραγματική κοσμογονία στη μελέτη των συνθηκών δημιουργίας του πρώιμου Χριστιανισμού και ιδιαίτερα εκείνου του θρησκευτικού φαινομένου που καλούμε με το όνομα Γνωστικισμός. Το σύνολο των χειρογράφων έχει έκταση 1200 σελίδων και φυλάσσεται στο Κοπτικό Μουσείο του Καΐρου. Ανάμεσα στα έργα που περιλαμβάνει η συλλογή το σημαντικότερο όλων, αλλά και αυτό που προκάλεσε τις περισσότερες συζητήσεις και διαφωνίες, είναι αναμφισβήτητα το Κατά Θωμάν ευαγγέλιο, τα απόκρυφα λόγια του Ιησού που υποτίθεται ότι κατέγραψε ο Απόστολος Θωμάς. Πολιτικά προβλήματα και προσωπικές αντιζηλίες προκάλεσαν, δυστυχώς, πολυάριθμες καθυστερήσεις στην έκδοση των κειμένων. Τελικά, μετά από δεκαετίες μια συνολική μετάφραση στα Αγγλικά όλων των χειρογράφων και των κειμένων τους έγινε προσιτή στο παγκόσμιο κοινό χάρη στις προσπάθειες του James Robinson. Μια φωτογραφική αναπαραγωγή των φύλλων των παπύρων είναι επίσης διαθέσιμη. Από το 1975 άρχισε να εμφανίζεται σταδιακά μια ενδεκάτομη πλήρης κριτική έκδοση των κωδίκων με τον τίτλο The Coptic Gnostic Library. Εξήντα χρόνια μετά την πολύ σημαντική αυτή ανακάλυψη η συζήτηση για τα χειρόγραφα του Ναγκ Χαμαντί συνεχίζεται με αμείωτη ένταση τόσο σε καθαρά επιστημονικούς όσο και σε θρησκευτικούς κύκλους. Δε θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, αφού για πρώτη φορά περιήλθαν στα χέρια μας θρησκευτικά κείμενα που ήταν πριν άγνωστα ή γνωστά με αποσπασματικό και έμμεσο τρόπο.

[Επεξεργασία] Το χρονικό της ανεύρεσης

Η ιστορία της ανεύρεσης των χειρογράφων αγγίζει τα όρια της μυθιστορηματικής διήγησης. Έγινε γνωστή με λεπτομέρειες 30 ολόκληρα χρόνια μετά τα συμβάντα, όταν ο Muhammad Ali Samman, ο άνθρωπος στον οποίο αποδίδεται κατά βάση η ανεύρεση, συμφώνησε να διηγηθεί τη δική του εκδοχή των γεγονότων. Η διήγηση καταγράφηκε από επιστήμονες, οι οποίοι γνώριζαν καλά πόσο σημαντικό ήταν να διαπιστωθούν οι ακριβείς συνθήκες κάτω από τις οποίες τα χειρόγραφα ήρθαν στο φως. Το Δεκέμβριο του 1945 ο Muhammad Ali Samman, μαζί με τα αδέρφια του Abu al-Majd και Khalifah Ali της φατρίας των al-Samman, είχαν βγει σε αναζήτηση κάποιου φυσικού λιπάσματος στα βουνά που βρίσκονται κοντά στο χωριό τους, όταν τυχαία ανέσκαψαν ένα κοκκινωπό πήλινο αγγείο. Το αγγείο με τα χειρόγραφα ανακάλυψε ο Abu al-Majd, αλλά το άνοιγμά του το ανέλαβε ο μεγαλύτερος στην ηλικία Muhammad. Στην αρχή δίσταζε να το σπάσει, φοβούμενος ότι θα περιείχε κάποιο κακοποιό πνεύμα. Εντούτοις, η πιθανότητα του κέρδους και η περιέργειά του εν τέλει νίκησαν. Αντί, όμως, για το χρυσό που ανέμενε να περιέχει το αγγείο, αυτό έκρυβε μέσα του χειρόγραφα. Ο Muhammad πήρε τα χειρόγραφα και τα έφερε στο σπίτι του στο Al Quasr, μια περιοχή κοντά στο σημείο όπου τον 4ο αιώνα ο Άγιος Παχώμιος μεταστράφηκε στο Χριστιανισμό και ίδρυσε ένα μοναστήρι. Στην αρχή δεν αντιλήφθηκε τη σημασία της ανακάλυψής του και η μητέρα του Umm-Ahmad χρησιμοποίησε κομμάτια από τα βιβλία ως καύσιμη ύλη. Σύμφωνα με τον Muhammad η οικογένειά του είχε εμπλακεί σε κάποιου είδους βεντέτας, θύμα της οποίας είχε υπάρξει και ο πατέρας του. Προσπαθώντας να πάρει εκδίκηση για το θάνατό του σκότωσε, με τη συνεργασία ενός αδερφού του, κάποιον από αυτούς που θεωρούσε ότι ήταν αναμεμιγμένος στο φόνο. Από το φόβο του μήπως πέσει στα χέρια της αστυνομίας εμπιστεύθηκε τα χειρόγραφα -στο μεταξύ προφανώς είχε αρχίσει να κατανοεί την αξία τους- στα χέρια του Κόπτη ιερέα Al-Qummus Basiliyus Abd el Masih. Ο τελευταίος, εντυπωσιασμένος από αυτά, έστειλε δείγμα τους στον Αιγύπτιο ιστορικό Raghib, ο οποίος με τη σειρά του τo έστειλε στο Κάιρο. Τα βιβλία πουλήθηκαν σύντομα στη μαύρη αγορά και τράβηξαν την προσοχή της αιγυπτιακής κυβέρνησης, η οποία δέσμευσε όσα μπορούσε και απέτρεψε έτσι το διασκορπισμό και την εξαγωγή τους από τη χώρα. Μεταφέρθηκαν στο Κοπτικό Μουσείο του Καΐρου και από τότε φυλάσσονται εκεί. Ωστόσο, ένας από τους χειρόγραφους κώδικες (Codex I), ο οποίος σήμερα φέρει το όνομα κώδικας Jung, μεταφέρθηκε κρυφά από κάποιον Βέλγο συλλέκτη αρχαιοτήτων εκτός Αιγύπτου. Αυτός, όταν δεν κατόρθωσε να πουλήσει τον κώδικα στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον έφερε για ασφάλεια στο Βέλγιο. Μετά το θάνατό του η γυναίκα του αποφάσισε να προσπαθήσει και πάλι να τον πουλήσει. Ένας σημαντικός Ολλανδός ιστορικός, ο Gilles Quispel, πληροφορήθηκε για την ύπαρξη του μυστηριώδους χειρογράφου και το αγόρασε μέσω του ιδρύματος Jung στη Ζυρίχη στα 1952. Αφού εξέτασε το μοναδικό κώδικα και διαπίστωσε ότι έλειπαν κάποια από τα φύλλα του, αποφάσισε να ταξιδέψει στην Αίγυπτο για να βρει τα χαμένα φύλλα. Στο Κοπτικό Μουσείο δανείστηκε την άνοιξη του 1955 τις φωτογραφίες του κειμένου του χειρογράφου και, μετά από συμφωνία με την αιγυπτιακή κυβέρνηση, του επιτράπηκε να εκδώσει το σύνολο του κώδικα (έξι τόμοι ανάμεσα στα 1956-1975), με την προϋπόθεση να επιστραφεί όλο το χειρόγραφο στην Αίγυπτο. O πρώτος επιστήμονας που μελέτησε τους κώδικες στο σύνολό τους ήταν ο Γάλλος Jean Doresse, ο οποίος είχε έρθει στην Αίγυπτο το 1947 για να μελετήσει τα κοπτικά μοναστήρια. Ο διευθυντής του Κοπτικού Μουσείου επέτρεψε στον Doresse να δει τα χειρόγραφα και αυτός ανακοίνωσε στον κόσμο την ύπαρξή τους τον Ιανουάριο του 1948. Ο Doresse προσπάθησε να συνδέσει το όνομα της συλλογής των χειρογράφων με το αρχαίο Χηνοβόσκιον, αλλά τελικά επικράτησε ο όρος «Χειρόγραφα του Ναγκ Χαμαντί», ίσως επειδή οι περισσότεροι από τους ερευνητές που έρχονταν για να μελετήσουν τον τόπο καταγωγής των κωδίκων χρησιμοποιούσαν το Ναγκ Χαμαντί ως βάση τους. Πολιτικές αναταράξεις στην Αίγυπτο ανέστειλαν την προσπάθεια μελέτης και έκδοσης των κωδίκων. Στα 1956 ο νέος διευθυντής του Κοπτικού Μουσείου, ο Pahor Labib, προγραμμάτισε μια φωτογραφική έκδοση των χειρογράφων, αλλά τελικά εκδόθηκε μόνο ένας τόμος. Επειδή ο Labib επέτρεπε σε ελάχιστους ειδικούς να εργάζονται με τους κώδικες, μόνο λίγα τμήματά τους εκδόθηκαν μέχρι το 1972. Στα 1961 υπό την αιγίδα της Unesco συμφωνήθηκε με την αιγυπτιακή κυβέρνηση μια φωτογραφική έκδοση όλων των χειρογράφων. Το σχέδιο αναβλήθηκε μέχρι το 1970, όταν μια διεθνής επιτροπή για τους κώδικες του Ναγκ Χαμαντί υπό την καθοδήγηση του Robinson ανέλαβε τα ηνία του προγράμματος. Ως τα 1977 το σύνολο των κειμένων ήταν πια στη διάθεση του κοινού.

[Επεξεργασία] Περιγραφή της συλλογής

Κατάλογοι που καταγράφουν τους κώδικες της συλλογής κάνουν συνήθως λόγο για δεκατρία χειρόγραφα. Εντούτοις, τα οκτώ φύλλα του κώδικα ΧΙΙΙ ενσωματώθηκαν ήδη στην αρχαιότητα μέσα στο κάλυμμα του κώδικα VI. Το μεγαλύτερο μέρος του κώδικα ΧΙΙ έχει χαθεί, επειδή πιθανώς καταστράφηκε μετά την ανακάλυψη της συλλογής. Τα χειρόγραφα περιλαμβάνουν πενήντα δύο κείμενα, από τα οποία έξι είναι επαναλήψεις άλλων κειμένων της συλλογής. Από τα υπόλοιπα σαράντα έξι, τα έξι ήταν ήδη γνωστά από παλαιότερα. Συνεπώς, τα πρωτότυπα κείμενα που περιέχει η συλλογή είναι σαράντα. Για τρία από τα σαράντα αυτά έργα διαθέταμε ήδη αποσπάσματα από άλλες πηγές, αλλά αυτά τα αποσπάσματα ήταν τόσο μικρά, ώστε δεν ήταν δυνατόν να καταλάβουμε με βεβαιότητα από ποια έργα προέρχονται μέχρι την ανακάλυψη της συλλογής του Ναγκ Χαμαντί. Δέκα από αυτές τις πραγματείες σώζονται σε κακή κατάσταση και συχνά είναι αδύνατο να εξάγουμε το ακριβές νόημα του κειμένου ή να παρακολουθήσουμε την ανάπτυξη της σκέψης του συγγραφέα. Ο Robinson εκτιμά ότι το αρχικό σύνολο των σελίδων των κωδίκων ήταν 1239 φύλλα, από τα οποία σώζονται ολικώς ή μερικώς τα 1156. Έχουν διατηρηθεί τα καλύμματα των κωδίκων Ι-ΧΙ, τα οποία έχουν επενδυθεί εσωτερικά με χρησιμοποιημένους παπύρους, για να δίνουν την εντύπωση σκληρού εξωφύλλου. Η μελέτη αυτών των χρησιμοποιημένων παπύρων έδειξε ότι αποτελούν επιστολές ή έγγραφα οικονομικού χαρακτήρα. Τα ονόματα, οι τοποθεσίες και οι χρονολογικές αναφορές που εμπεριέχονται σ’ αυτούς βοήθησαν στη χρονολόγηση της συλλογής στα μέσα του 4ου αιώνα. Βεβαίως τα δεκατρία χειρόγραφα της συλλογής είναι αντίγραφα παλαιότερων κειμένων, ορισμένα από τα οποία πιστεύουμε ότι συντέθηκαν το 2ο αιώνα. H γλώσσα των κειμένων είναι η Κοπτική, ύστερη μορφή της Αιγυπτιακής. Χρησιμοποιούνται δύο διάλεκτοι αυτής της γλώσσας: η Σαχιδική για το μεγαλύτερο μέρος των κωδίκων και η Υπακμιμική για τους κώδικες Ι, Χ, ΧΙ. Μολονότι όλη η συλλογή είναι γραμμένη στην Κοπτική, το μεγαλύτερο μέρος των ειδικών θεωρούν ότι τα πρωτότυπα των έργων ήταν συνθεμένα στην Ελληνική. Δε γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα γι’ αυτούς που έκαναν την πρώτη μετάφραση στην Κοπτική, γι’ αυτούς που έγραψαν τα συγκεκριμένα αντίτυπα ή γι’ αυτούς που τα έθαψαν. Τα χειρόγραφα βρέθηκαν πολύ κοντά στη μονή του Αγίου Παχωμίου και σύμφωνα με τον Robinson τα έκρυψαν εκεί στα τέλη του 4ου αιώνα κάποιοι μοναχοί με γνωστικές τάσεις, ύστερα από τη διαταγή του Κυρίλλου Αλεξανδρείας για τη συγκέντρωση και καταστροφή όλων των αιρετικών κειμένων.

[Επεξεργασία] Το περιεχόμενο της συλλογής

Η συλλογή περιέχει πλήθος λογοτεχνικών ειδών. Κάποια είναι τυπικά γνωστικά, ενώ άλλα μιμούνται τη χριστιανική και μη χριστιανική γραμματεία. Ορισμένες από τις πραγματείες δεν μπορούν εύκολα να καταταχθούν σε ένα συγκεκριμένο είδος. Γενικά έχουμε τα παρακάτω είδη κειμένων:

Ευαγγέλια: από τα 4 κείμενα που φέρουν τον τίτλο «ευαγγέλιο» (Ευαγγέλιο της Αλήθειας, Κατά Θωμάν ευαγγέλιο, Κατά Φίλιππον, Ευαγγέλιο των Αιγυπτίων) κανένα δεν αντιστοιχεί με το είδος κειμένων που γνωρίζουμε ως ευαγγέλιο από την Καινή Διαθήκη. Το πιο σημαντικό από αυτά είναι το Κατά Θωμάν.

Αποκαλύψεις: Αποκάλυψη Παύλου, Αποκάλυψη Πέτρου, Αποκάλυψη Αδάμ, Α΄ και Β΄ Αποκάλυψη Ιακώβου. Εδώ μπορεί να ενταχθεί και ο Ασκληπιός 21-29, η Υπόσταση των Αρχόντων, η Παράφραση του Σημ. Το πιο σημαντικό από αυτά τα κείμενα είναι η Αποκάλυψη Αδάμ, στην οποία η μελλοντική ιστορία της Γνώσης αποκαλύπτεται στον Αδάμ και μεταβιβάζεται από αυτόν στο γιο του Σηθ. Αυτό το έργο θεωρείται από αρκετούς ότι εμπεριέχει έναν μη χριστιανικό Γνωστικισμό.

Πράξεις: Πράξεις Πέτρου και των Δώδεκα Αποστόλων. Ακόμη ένα κείμενο που έχει τον τίτλο Επιστολή Πέτρου προς Φίλιππον μοιάζει με τις γνωστές Πράξεις της Καινής Διαθήκης.

Επιστολές: ορισμένα από τα έργα της συλλογής, όπως η Πραγματεία για την Ανάσταση και ο Εύγνωστος, αναφέρονται μερικές φορές ως επιστολές, γιατί απευθύνονται προς μαθητές από κάποιον διδάσκαλο. Εντούτοις, έχουν μεγαλύτερες ομοιότητες με τις καθαυτό πραγματείες της συλλογής. Κανένα έργο της συλλογής δε μιμείται τις επιστολές του Παύλου.

Διάλογοι: μια από τις πιο χαρακτηριστικές μορφές γνωστικών κειμένων είναι οι διάλογοι μεταξύ του Ιησού και των μαθητών, στους οποίους υποτίθεται ότι αποκαλύπτονται μυστικές διδασκαλίες. Εδώ ανήκουν η Σοφία του Ιησού Χριστού και ο Διάλογος του Σωτήρος.

Απόκρυφα: η λέξη «απόκρυφον» χρησιμοποιείται στον τίτλο δύο έργων της συλλογής, το Απόκρυφο του Ιακώβου και το Απόκρυφο του Ιωάννη. Στην πραγματικότητα τα δύο έργα μπορούν να ενταχθούν στις αποκαλύψεις.

Θεωρητικές πραγματείες: η σημαντικότερη από αυτές είναι το Περί της του κόσμου αρχής. Εδώ μπορεί να ενταχθεί και ένα άλλο σημαντικό έργο, ο Εύγνωστος.

Σοφιολογικές πραγματείες: Οι διδαχές του Σιλουανού, Οι ρήσεις του Σέξτου. Το δεύτερο έργο είναι κοπτική μετάφραση ενός γνωστού κειμένου που σώζεται και στα Ελληνικά, τα Λατινικά και ορισμένες άλλες γλώσσες.

Αποκαλυπτικές πραγματείες: σ’ αυτές συνήθως κάποιος αποκαλύπτει μυστικά σε α΄ πρόσωπο. Μερικές φορές αυτό το άτομο είναι γυναίκα (Κεραυνός, Τέλειος Νους, Τριμορφική Πρωτέννοια).

Προσευχές: υπάρχουν δείγματα και χριστιανικών και μη χριστιανικών προσευχών. Εδώ ανήκουν λ.χ. η Προσευχή του αποστόλου Παύλου, η Προσευχή της Ευχαριστίας και Οι τρεις στήλες του Σηθ.

[Επεξεργασία] Είδη Γνωστικισμού στη συλλογή

Τα χειρόγραφα του Ναγκ Χαμαντί, πέρα από την προφανή αξία τους για τον ιστορικό της κοπτικής παλαιογραφίας και γλωσσολογίας, αποτελούν και μια από τις σημαντικότερες διαθέσιμες πηγές για την ιστορία της φιλοσοφίας και θεολογίας του πρώιμου Χριστιανισμού και του Γνωστικισμού. Εντούτοις, η ανάλυσή τους και η κατάταξή τους είναι δύσκολη, επειδή πρόκειται για κείμενα που διαφέρουν πολύ μεταξύ τους στη μορφή, το περιεχόμενο και τη θεολογία, ενώ δε μας είναι γνωστοί με απόλυτη βεβαιότητα ούτε οι συγγραφείς τους, ούτε οι περιστάσεις ή οι συνθήκες δημιουργίας των πρωτοτύπων, αλλά ούτε και ο τόπος και χρόνος μετάφρασής τους στην Κοπτική και η συλλογή τους σε ένα σώμα κειμένων. Από την άλλη μπορούν να θεωρηθούν ως η πιο καθοριστική υπάρχουσα πηγή για τη μελέτη της απαρχής του Γνωστικισμού καθώς και για την προσπάθεια καθορισμού της καταγωγής του και της σχέσης του με τον κυρίως Χριστιανισμό. Η μελέτη αυτών των κειμένων κατέδειξε πόσο δύσκολο είναι να δώσουμε έναν ακριβή ορισμό του Γνωστικισμού, ενώ δημιούργησε αμφιβολίες στην πρόσφατη έρευνα για το κατά πόσον ο Γνωστικισμός μπορεί να θεωρηθεί ως ενιαίο πνευματικό κίνημα, ακόμη και για το αν ο Γνωστικισμός αποτέλεσε ποτέ μια πραγματικότητα ή αν είναι μια κατασκευασμένη έννοια που οι σύγχρονοι θεολόγοι επινόησαν με βάση τους Πατέρες της Εκκλησίας. Ο πρώτος μελετητής της συλλογής, ο Doresse, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα κείμενα ανήκουν κυρίως στη μορφή του Γνωστικισμού που είναι γνωστός ως Σηθιανικός Γνωστικισμός. Νεότερες έρευνες του Wisse έδειξαν ότι στην πραγματικότητα κανένα από τα κείμενα δεν ανταποκρίνεται ακριβώς στις περιγραφές του Σηθιανικού Γνωστικισμού που δίνουν οι Πατέρες. Εντούτοις, η αδυναμία μας να αντιστοιχήσουμε κάθε λεπτομέρεια του Γνωστικισμού των κειμένων της συλλογής με τη μαρτυρία των Πατέρων δεν είναι παράξενη, γιατί υπήρχε μεγάλη ποικιλία γνωστικών συστημάτων. Επιπλέον, μολονότι είναι αληθές ότι ένα μέρος των πραγματειών της συλλογής δεν μπορεί να ενταχθεί ακριβώς σε κάποιο από τα γνωστικά συστήματα του 2ου και 3ου αιώνα, εντούτοις ένας αριθμός από αυτά δείχνουν ξεκάθαρες αντιστοιχίες. Ο κώδικας Ι, το Κατά Φίλιππον ευαγγέλιο και η Αποκάλυψη Ιακώβου φαίνονται να ανήκουν στο Βαλεντινιανό Γνωστικισμό. Το Απόκρυφο του Ιωάννη συνδέεται με το Σηθιανικό Γνωστικισμό. Άλλα κείμενα έχουν ταυτιστεί με άλλες γνωστικές ομάδες, αλλά η έρευνα δε φαίνεται να έχει καταλήξει σε οριστικά συμπεράσματα σ’ αυτό το πεδίο. Οι δυσκολίες επιτείνονται από το γεγονός ότι πολλά από αυτά τα έργα φαίνεται να αποτελούν συμπιλήματα από προγενέστερα ανεξάρτητα μεταξύ τους κείμενα, γεγονός που εξηγεί ως ένα βαθμό τη δυσκολία κατάταξής τους στις γνωστές από τα πατερικά αντιαιρετικά έργα σχολές. Κάποια από τα κείμενα φαίνεται να έχουν υποστεί ένα είδος «εκχριστιανισμού» (Σοφία του Ιησού Χριστού, Εύγνωστος, Τριμορφική Πρωτέννοια), ενώ άλλα στέκονται κοντά σε μεσοπλατωνικές παραδόσεις.

[Επεξεργασία] Μη γνωστικό υλικό

Μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις της συλλογής ήταν η ύπαρξη ανάμεσα στα γνωστικά έργα και μη γνωστικών κειμένων, όπως ένα χωρίο από την Πολιτεία του Πλάτωνα και Οι ρήσεις του Σέξτου, μια σειρά ηθικών ρήσεων που αποδίδονταν στο φιλόσοφο Σέξτο. Ο κώδικας VI περιλαμβάνει μια άτιτλη πραγματεία γνωστή ως Πραγματεία για την Ογδοάδα και την Εννεάδα, την Προσευχή της Ευχαριστίας και ένα μακρύ απόσπασμα από κάποιο έργο με τον τίτλο Τέλειος Λόγος. Τα δύο τελευταία κείμενα περιλαμβάνονται εν μέρει και στην περίφημη ερμητική συλλογή Ασκληπιός, ενώ το πρώτο αποτελεί μια πρωτότυπη ερμητική πραγματεία. Πώς, όμως, τέτοια κείμενα έφτασαν να συμπεριληφθούν σε μια κατά βάση γνωστική συλλογή πραγματειών; Η απάντηση φαίνεται ότι σχετίζεται με τη γνωστική μέθοδο ερμηνείας. Σύμφωνα με αυτήν η αλήθεια υπάρχει σε δύο επίπεδα. Στο κυριολεκτικό επίπεδο η αλήθεια είναι προσιτή σε όλους, αλλά στο βαθύτερο επίπεδο, το αλληγορικό, υπάρχουν αλήθειες που μόνο ο Γνωστικός μπορεί να εννοήσει. Έτσι, κείμενα που ανήκουν σε διαφορετικές παραδόσεις (Πλατωνισμός, Ερμητισμός, Σέξτος, Σιλουανός) επιδέχονται μια βαθύτερη, γνωστική, ερμηνεία.


[Επεξεργασία] Σύνδεσμοι