Μπαγάσας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ελληνική υβριστική (παλαιότερα) προσηγορία κατά ατόμων φαύλων που στερούνταν πίστης, παλιανθρώπων ή διεφθαρμένων. Στο πληθυντικό: «μπαγάσηδες».

Σύμφωνα με τα λεξικά μπαγάσας είναι ο κατεργαράκος, ο επιτήδειος.

Προέρχεται από την ιταλική λέξη bagascia που σημαίνει στα ελληνικά 'πουτανίτσα'.

Σήμερα η έκφραση αυτή έχει χάσει τη παλιά σημασία της και χρησιμοποιείται λιγότερο ενοχοποιητικά και περισσότερο ως αστεϊσμός.