Αγγλικό πολιτικό σύστημα
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η έρευνα αυτή εκπονήθηκε από τον Αλέξανδρο Αλεξανδρόπουλο στο πλαίσιο του μαθήματος Ευρωπαϊκό Πολιτικό Σύστημα του Παντείου Πανεπιστημίου
Πίνακας περιεχομένων |
[Επεξεργασία] Εισαγωγή
Ένας δικομματισμός που διανύει τον τρίτο αιώνα του, ένα κομματικό σύστημα με τους ίδιους βασικούς δρώντες και ένα σταθερό εκλογικό σύστημα είναι ένα πολύ σπάνιο φαινόμενο για την πολιτική ιστορία της Δυτικής Ευρώπης. Το αγγλικό πολιτικό σύστημα βασίζεται σε δύο πυλώνες την δικομματική διάταξη του κομματικού φάσματος και το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα. Τα κυρίαρχα κόμματα– ανεξάρτητα αν είναι οι Φιλελεύθεροι και Συντηρητικοί ή Συντηρητικοί και οι Εργατικοί- με την δύναμη τους στο Κοινοβούλιο διατηρούν το πλειοψηφικό σύστημα και αυτό τους αποφέρει σημαντική υπεραντιπροσώπευση στο House of Commons.
Μια άλλη σημαντική πτυχή της Βρετανικής πολιτικής είναι η προτεραιότητα στην ταξική διαιρετική γραμμή. Για πολύ καιρό οι Άγγλοι πολιτικοί επιστήμονες θεωρούσαν πως μόνο με βάση αυτή την διαίρεση μπορούσαν να εξηγηθούν οι εξελίξεις στην Αγγλική πολιτική και η συμπεριφορά των εκλογέων.
Παρ’ όλη αυτή την σχετική σταθερότητα, το βρετανικό πολιτικό σύστημα δεν παραμένει αναλλοίωτο. Ήδη από την δεκαετία του 1990 πολλοί εκλογολόγοι διαπίστωναν μια υποχώρηση της σημασίας της τάξης στις επιλογές των εκλογέων, ενώ δεν ήταν λίγες οι φωνές κατά του δικομματισμού και τον τρόπο επιβολής του - το πλειοψηφικό σύστημα. Μάλιστα ο δικομματισμός πολλές φορές έτεινε να μετασχηματισθεί σε σύστημα δυόμιση κομμάτων, με τελευταίο παράδειγμα την σημαντική άνοδο των Liberal Democrat στις γενικές εκλογές του 2005 και συντηρήθηκε μόνο χάρη σε τεχνικούς παράγοντες (μονοεδρικές περιφέρειες).
Η εικόνα, λοιπόν, ενός σταθερού και στάσιμου συστήματος πολύ απέχει από την πραγματικότητα και στην εργασία αυτή θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε τις διαφορετικές μορφές που πήρε του πολιτικό σύστημα και να ερευνήσουμε την επιρροή σε αυτές τις αλλαγές των καθαρά κοινωνικών- πολιτικών δυνάμεων αλλά και του τεχνικού μέρους δηλαδή των εκλογικών συστημάτων. Γι’ αυτό το σκοπό θα αναλύσουμε τις γενικές εκλογές στο διάστημα 1950-2005 παραλείποντας τις τοπικές και ευρωπαϊκές εκλογές που αν και προσφέρουν συμπεράσματα ξεπερνούν το εύρος αυτής της εργασίας.
[Επεξεργασία] Τα γενικά χαρακτηριστικά του συστήματος
[Επεξεργασία] Γενικά
Στα κεφάλαια που ακολουθούν θα χωρίσουμε το βρετανικό κομματικό σύστημα σε τέσσερις φάσεις στις περιόδους 1950-70, 1970-1979, 1983-1992 και την περίοδο 1997-2005.
Η πρώτη περίοδος χαρακτηρίζεται από τον David Denver ως απόλυτος δικομματισμός. Τα δύο κόμματα έχουν υψηλή απήχηση και μονοπωλούν την εξουσία. Την δεύτερη περίοδο παρατηρείται μια πτώση στην δυναμική των δυο μεγάλων κομμάτων και αύξηση της υποστήριξης των Liberals. Τα στοιχεία αυτά οδηγούν πολλούς στο συμπέρασμα πως ο παραδοσιακός βρετανικός δικομματισμός έφτανε στο τέλος του. Το βασικότερο χαρακτηριστικό της τρίτης περιόδου είναι η απόλυτη δεκαετής κυριαρχία των Tory, οι οποίοι κερδίζουν την μια εκλογή μετά την άλλη πρώτα με Margaret Thatcher και με τον διάδοχο της J. Major. Οι εργατικοί καταφέρνουν να χάσουν ακόμα και τις εκλογές του 1992 διαψεύδοντας αρνητικά όλες τις δημοσκοπήσεις. Η περίοδος 1997-2005 διακρίνεται από την επιστροφή του Labour στην εξουσία από το 1974 με ηγέτη τον T. Blair. Οι διαδοχικές νίκες το 1997, 2001, 2005 θέτουν τις βάσεις για μια «εργατική» κυριαρχία ανάλογη με εκείνη της Thatcher.
Πριν από αυτό όμως θα εξετάσουμε τα βασικά κόμματα της αγγλικής πολιτικής ζωής και το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα και την επιρροή που είχε.
[Επεξεργασία] Το εκλογικό σύστημα
Από τον 19ο αι που καθιερώθηκε με μια σειρά από Peoples’ Acts το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα έχει συνδέσει το όνομά του με την βρετανική πολιτική και έχει γίνει σχεδόν καθολικά αποδεκτό από το σύνολο των πολιτών. Ακόμα σημαντικότερα αποτελεί μια θεσμοποιημένη παράδοση σε μια χώρα που η παραδοσιακή νομιμοποίηση είναι πολύ σημαντική.
Το βασικό χαρακτηριστικό του first-past-the- post συστήματος είναι ότι μετατρέπει τις εκλογικές σχετικές πλειοψηφίες σε κοινοβουλευτικές απόλυτες πλειοψηφίες. Όπως σημείωσε και ο Lijphart κάθε πλειοψηφικό σύστημα οδηγεί σε δυσανάλογα αποτελέσματα και αποθαρρύνει τον πολυκομματισμό (1994). Το βρετανικό σύστημα είναι ένα κλασσικό παράδειγμα σχετικής πλειοψηφικής εκλογής σε μονοεδρικές περιφέρειες (D.Nohlen). Η διαμόρφωση του εκλογικού χάρτη του Ηνωμένου Βασιλείου με τις πολλές μικρές μονοεδρικές περιφέρειες έχει μεγάλη επίδραση στην ισχύ των κομμάτων: ευνοούνται αυτά τα οποία η απήχησή τους είναι τοπικά συγκεντρωμένη. Μια άλλη συνέπεια του συστήματος είναι ότι ενισχύει τα συμπληρωματικά φαινόμενα της χαμένης (wasted vote) και της τακτικής (tactical vote) ψήφου. Η χαμένη ψήφος περιγράφει τις ψήφους σε υποψηφίους που δεν κατάφεραν να εκλεγούν λόγω του συστήματος, ενώ η τακτική είναι το φαινόμενο κατά το οποίο ο εκλογέας αισθανόμενος πως αν ψηφίσει την πρώτη προτίμησή του η ψήφος του θα «χαθεί» ψηφίζει τακτικά την υψηλότερη προτίμησή του που έχει κάποιες πιθανότητες να εκλεγεί. Αυτά τα αποτελέσματα οδήγησαν τον Duverger να διατυπώσει τον νόμο πως κάθε πλειοψηφικό σύστημα οδηγεί σε δικομματισμό.
[Επεξεργασία] Ο δικομματισμός
Η σημαντικότερη πολιτική συνέπεια του winner-takes-it-all συστήματος είναι η παγίωση του δικομματισμού. Ο βρετανικός δικομματισμός τις περισσότερες περιόδους μετά τον πόλεμο υπήρξε τεχνητός, εφόσον μια αναλογική αντιπροσώπευση θα έδινε ένα μοντέλο πιο κοντά στο τρικομματικό σύστημα, ή τουλάχιστον σε αυτό τον δυόμιση κομμάτων . Η διπολική διαμόρφωση του βρετανικού κομματικού έχει μια σειρά από συνέπειες για την πολιτική ζωή. Βασικό χαρακτηριστικό του βρετανικού δικομματισμού είναι ότι αναγκάζει τα μεγάλα κόμματα να αυξάνουν την πανσυλλεκτικότητά τους και να εκπροσωπούν λιγότερο τα συμφέροντα των ψηφοφόρων τους, μιας και θα πρέπει να κερδίσουν και τους υποστηρικτές των άλλων κομμάτων. Αυτό έχει σαν παράπλευρη συνέπεια την μετατόπιση του πολιτικού διαλόγου από ιδεολογικά σε περισσότερο «υλικά», χαμηλής πολιτικής θέματα και το «στρογγύλεμα» του πολιτικού λόγου (Lipset). Επιπλέον τα μεγάλα κόμματα που έχουν κυβερνητικό προσανατολισμό περιορίζουν την οξύτητα του αντιπολιτευτικού τους λόγου. Το εκλογικό σύστημα και ο διπολισμός θεωρείται από τον J. Christoph ο βασικός λόγος που στην Βρετανία δεν ευδοκίμησαν απολυταρχικές ή ολοκληρωτικές πολιτικές λύσεις. Σε ένα δικομματικό σύστημα αυξάνεται η ταύτιση του ψηφοφόρου με το γενικότερο πολιτικό σύστημα, καθώς η αλλαγή κυβερνήσεων αποσυμπιέζει την πολιτική ζωή από τις όποιες αποτυχίες. Αυτή η σταθερότητα όμως, που προσφέρει το εκλογικό σύστημα θα ανατραπεί σε περίπτωση που κάποιο τρίτο κόμμα φτάσει το 30%. Σε κάθε περίπτωση η δικομματική σταθερότητα βασίζεται σε σαθρή βάση λόγω της τεχνητής φύσης του συστήματος και ενισχύεται περισσότερο από τη γενική συναίνεση της αγγλικής κοινωνίας για την σημασία της σταθερότητας ακόμα και αλλοιώνοντας την λαϊκή εντολή. Ένα άλλο χαρακτηριστικό του βρετανικού δικομματισμού είναι ότι από την δεκαετία του 1970 είναι κυριαρχούμενος, ή τουλάχιστον ασσύμετρος, σε αντίθεση με τον ισόρροπο δικομματισμό των δεκαετιών του 50 και του 60. Σε γενικές γραμμές και παρά την κριτική που του έχει ασκηθεί το αγγλικό μακρο-σύστημα ελάχιστα έχει επηρεαστεί στην διάρκεια του 20ου αι. σε σχέση με τις δραματικές αλλαγές που συνέβησαν στο περιβάλλον του Ηνωμένου Βασιλείου. Πάνω από όλα όμως ο βρετανικός δικομματισμός είναι ένας πλήρης ή τέλειος δικομματισμός μιας και δεν έχει υπάρξει κυβέρνηση συνεργασίας μεταξύ ενός από τα δυο μεγάλα κόμματα ούτε όταν και το κομματικό σύστημα έτεινε προς τον τρικομματισμό όπως την δεκαετία του ‘20 με την άνοδο των εργατικών και στις περιόδους ανάκαμψης των Liberals. Υπάρχουν, όμως, και συγγραφείς που χαρακτηρίζουν το βρετανικό κομματικό σύστημα ατελή δικομματισμό ή σύστημα των δυόμιση κομμάτων (Alan Shiaroff). Αυτό βέβαια οφείλεται σε διαφορά ορισμού καθώς ο Shiaroff ορίζει ως ατελή οποιοδήποτε δικομματισμό στον οποίο υπάρχουν πάνω από δυο κόμματα, ενώ ο Ware αυτόν στον οποίο η αθροισμένη δύναμη των δυο μεγάλων κομμάτων είναι μεγαλύτερη από 80% και μικρότερη από 95%. Αντίθετα αν ορίσουμε ως ατελή δικομματισμό αυτόν στον οποίο δεν μπορεί να υπάρξει μονοκομματική κυβέρνηση, δεν έχουμε κάτι τέτοιο ακόμα και στην συμμαχία Union Ulster- Tory αφού οι τελευταίοι συγκέντρωναν την πλειοψηφία και μόνοι τους. Άλλωστε πάντα στη συνείδηση των Βρετανών εκλογέων υπάρχει η προτεραιότητα ανάδειξης σταθερής κυβέρνησης βασικό χαρακτηριστικό του πλήρους δικομματισμού. Εκτός από πλήρης ο βρετανικός δικομματισμός είναι και άκαμπτος καθώς στις κοινοβουλευτικές ομάδες και των δυο κομμάτων υπάρχει ομοιόμορφη κα υπαγορευμένη από την ηγεσία και μια ουσιαστική υπερενίσχυση του πρωθυπουργού.
Τα κόμματα και η ηγεσία τους κυριαρχούν απόλυτα επί του κοινοβουλίου: σε 7.100 ψηφοφορίες την περίοδο 1945-74 είχαμε 621 περιπτώσεις που βουλευτής ψήφισε διαφορετικά από την κομματική γραμμή. Ας εξετάσουμε, λοιπόν, τα βασικά χαρακτηριστικά των σημαντικότερων αγγλικών κομμάτων.
[Επεξεργασία] Τυπολογία της δομής και της οργάνωσης των αγγλικών κομμάτων
Μια από τις βασικές κινητήριες δυνάμεις για την δημιουργία των κομματικών μηχανισμών στη Βρετανία ήταν η αύξηση των εκλογέων με την μεταρρύθμιση του 1832 (electoral reform acts). Ο μεγάλος αριθμός των ψηφοφόρων ανάγκασε τα κόμματα να οργανώσουν την γραφειοκρατία τους και να δημιουργήσουν τοπικές ψηφοθηρικές οργανώσεις, τις registration societies και τις μετέπειτα local election committees οι οποίες εξελίχθηκαν – μετά το 1867- σε κομματικές ενώσεις. Οι Tory πέτυχαν μετά και την εκλογική ήττα του 1867 να οργανώσουν μια συγκεντρωτική διοίκηση, ενώ αντίθετα στους Φιλελεύθερους τα αντι-κομματικά αισθήματα αποτέλεσαν τροχοπέδη σε ανάλογη εξέλιξη. Οι Liberals και οι Conservatives, υιοθετώντας την τυπολογία του Duverger , ήταν κόμματα κοινοβουλευτικής προέλευσης και ήταν απόρροια της ενίσχυσης του πολιτικού ρόλου του κοινοβουλίου. Αντίθετα οι Εργατικοί ήταν κόμμα εξωκοινοβουλευτικής προέλευσης, εφόσον προήλθε από μια προϋπάρχουσα οργάνωση, που στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν τα εργατικά συνδικάτα . Με βάση πάλι τον διαχωρισμό των Eliassen και Svaasand το κόμμα των συντηρητικών ιδρύθηκε με διείσδυση ή από το κέντρο, αντίθετα οι Εργατικοί ιδρύθηκαν από την περιφέρεια (με σύγκλιση και συγχώνευση). Τα παραπάνω έχουν ως συνέπεια μια συγκεντρωτική δομή και ένα συμπαγές κέντρο για τους Τόρηδες, ενώ για τους εργατικούς μια αποκεντρωμένη διοίκηση, αποσυγκέντρωση της κομματικής ισχύος και ένα μη συμπαγές κέντρο. Τέλος οι Φιλελεύθεροι, αρχικά διέπωνταν από μια ημι-αυτόνομη δομή που οφειλώταν στην ανομοιογένεια των τοπικών οργανώσεων, ενώ βάσιζε την χρηματοδότηση και λειτουργία του στην στήριξη που του παρείχαν οι επιχειρηματίες.
Πάντως τα βρετανικά κόμματα ιδιαίτερα την περίοδο 1960-90 αύξησαν το συγκεντρωτισμό τους και την αυτονομία των κοινοβουλευτικών τους ομάδων, ενώ ταυτόχρονα άρχιζαν να προσεγγίζουν ένα πανσυλλεκτικό μοντέλο στην οργάνωσή τους. Αυτό σημαίνει πως έχουν διατηρήσει τη γραφειοκρατική και συγκεντρωμένη δομή από τα μαζικά κόμματα, ενώ ταυτόχρονα διατηρεί την ιδεολογική χαλαρότητα και τον ψηφοθηρικό προσανατολισμό που χαρακτηρίζει τα μαζικά κόμματα.
Κάθε αναφορά, όμως, στα βρετανικά κόμματα, πρέπει λαμβάνει υπόψη της την υψηλή θεσμοποίηση τους. Το όλο αγγλικό πολιτικό σύστημα βασίζεται σε μια μακροχρόνια και έντονα ριζωμένη παράδοση. Τα τρία κύρια κόμματα του Ηνωμένου Βασιλείου είναι από τα περισσότερο θεσμοποιημένα της Ευρώπης. Αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε εύκολα εάν χρησιμοποιήσουμε ένα συνδυασμό των κριτηρίων Panebianco και Janda για τον βαθμό θεσμοποίησης των κομμάτων: θα διαπιστώσουμε ότι Φιλελεύθεροι και Συντηρητικοί λειτουργούν για δυο αιώνες, ενώ οι Εργατικοί για 106 χρόνια, μακράν τα μακροβιότερα κόμματα στην δυτική Ευρώπη. Η αποταύτιση από πρόσωπα είναι σχεδόν απόλυτη , οι οργανωτικές μεταρρυθμίσεις γίνονταν σπάνια και αφορούσαν κυρίως τους τρόπους εγγραφής και στρατολόγησης μελών, ενώ η βάση της οργάνωσης τους- η εκλογική επιτροπή παρέμεινε αναλλοίωτη. Όσον αφορά τους τίτλους έχουμε μόνο μια μικρή αλλαγή αυτή των Liberals σε Liberal Democrats στο πλαίσιο της Alliance με το αποσχισθέν από τους Εργατικούς SPD. Από το 1834 που ο Pell μετονόμασε τους Tories σε Conservatives και που οι Whigs σχημάτισαν τους Liberal το 1860 και το Labour Representation Committee μετασχηματίστηκε σε Labour Party το 1906 δεν είχαμε καμία σημαντική αλλαγή στα ονόματα . Στη σταθερότητα δύναμης θα διαπιστώσουμε ότι από το 1922 που καθιερώθηκε ο δικομματισμός Εργατικών και Συντηρητικών η συνδυασμένη εκλογική τους δύναμη κινήθηκε γύρω στο 80-85% και τα κάθε κόμμα συγκεντρώνει κατά μέσο όρο 41-43% . Το ίδιο δεν ισχύει για τους Φιλελεύθερους και τα τοπικά εθνιστικά κόμματα όπως το σκωτσέζικο SNP τα οποία βλέπουν συχνές εναλλαγές στην εκλογική τους απήχηση- εφόσον είναι περισσότερο αποδοχείς δυσαρέσκειας. Ακόμα μικρότερη είναι η εναλλαγή στην κοινοβουλευτική δύναμη εφόσον κάτι τέτοιο αποτρέπεται από το εκλογικό σύστημα. Δεν βλέπουμε να αναπτύσσονται ισχυρές παρακομματικές δυνάμεις ενώ σταθερές οι πηγές χρηματοδότησης οι επιχειρηματίες για τους Συντηρητικούς και Φιλελεύθερους και τα σωματεία για τους εργατικούς. Σε κάθε περίπτωση οι όποιες αλλαγές στα αγγλικά κόμματα είναι πολύ μικρές στο πλαίσιο της υπερεκαντοταετούς πορείας τους.
[Επεξεργασία] Εκλογικά αποτελέσματα και κομματικά συστήματα
[Επεξεργασία] Κομματικό Σύστημα 1950-1970
Στην περίοδο αυτή έχουμε απόλυτο δικομματισμό. Ο μέσος όρος της συναθροισμένης απήχησης Εργατικών και Συντηρητικών φτάνει τα υψηλότερα ποσοστά του 20ου αι. στο 91.8% , υπάρχει μια σταθερή εναλλαγή κυβερνήσεων και οι Φιλελεύθεροι να μην μπορούν να ξεπεράσουν το φράγμα των 12 εδρών. Ο δικομματισμός αυτής της περιόδου είναι από τους περισσότερο φυσικούς, καθώς η τα εκλογικά ποσοστά των δυο βασικών κομμάτων πλησιάζουν περισσότερο από ποτέ στην απόλυτη πλειοψηφία. Το 1955 οι Συντηρητικοί φτάνουν το σχεδόν απόλυτα πλειοψηφικό 49.5%, ενώ οι Εργατικοί φτάνουν το 1966 το 47.8%. Αλλά σε γενικές γραμμές τα κόμματα κυμάνθηκαν σταθερά ανάμεσα 40%-50%.
[Επεξεργασία] Κομματικό Σύστημα 1970-1979
Η συγκεκριμένη περίοδος χαρακτηρίζεται από χαλάρωση της κομματικής πόλωσης και την χαλάρωση της ταξικής ευθυγράμμισης και έχουμε την μείωση της δύναμης των δύο μεγάλων κομμάτων. Ο μέσος όρος της συναθροισμένης δύναμης Εργατικών και Συντηρητικών έπεσε από το 91.8% των ψήφων το 1970 στο 74.8%. Η αλλαγή αυτή, όμως, δεν αντικατοπτρίστηκε στις έδρες του κοινοβουλίου. Το δικομματικό σύστημα στηρίζεται πλέον όλο και περισσότερο στο post-the-past system, ενώ ταυτόχρονα αυξάνεται ο τεχνητός χαρακτήρας του. Σε γενικές γραμμές παρατηρούνται κάποιες παθογένειες στον δικομματισμό Labour- Conservatives, φυσικοί ίσως για την εξηντακοταετή ως τότε λειτουργία του.
[Επεξεργασία] Κομματικό σύστημα 1979-1992
Στις εκλογικές αναμετρήσεις αυτής της περιόδου έχουμε την απόλυτη υπεροχή των Tory είτε με την M.Thatcher είτε με τον J. Major. Οι Εργατικοί παλεύουν για την επιβίωσή τους με χαμηλότερο ποσοστό το 27.6% το 1983. Ο δικομματισμός πραγματικά δοκιμάζεται και τείνει να προσεγγίσει το μοντέλου του κυριαρχούμενου δικομματισμού. Σε κάθε περίπτωση το εκλογικό σύστημα περιόρισε τον εργατικό κατήφορο. Με βάση, όμως, την μονοπώληση της εξουσίας για 18 χρόνια από τους Συντηρητικούς μπορούμε σε κάθε περίπτωση να μιλήσουμε για ασσύμετρο δικομματισμό, που κλόνισε σημαντικά την δικομματική παράδοση.
[Επεξεργασία] Κομματικό σύστημα 1997-2005
Στην αρχή της περιόδου αυτής παρατηρήθηκε μια τάση εξισορρόπησης του συστήματος με την ανάκαμψη των Εργατικών και την εκλογική τους νίκη υπό τον T. Blair. Η περίοδος αυτή αντί να δείχνει μια επανασταθεροποίηση του δικομματισμού, δείχνει σημάδια και τάσεις υπέρβασης του συστήματος. Γρήγορα η εξισορρόπηση μετατράπηκε σε εργατική κυριαρχία, ενώ παράλληλα τα εκλογικά ποσοστά των δυο μεγάλων κομμάτων μειώνονταν περισσότερο από ποτέ και πλέον το πλειοψηφικό σύστημα έγινε ο κύριος παράγοντας για την διατήρηση του πιο τεχνητού δικομματισμού του δεύτερου μισού του 20ου αι. Στις πρόσφατες εκλογές οι Συντηρητικοί έφτασαν στο ιστορικό χαμηλό του 32.3% ενώ οι Εργατικοί με ένα ποσοστό 35.2% αποτελούν την κυβέρνηση με την μικρότερη λαϊκή υποστήριξη και νομιμοποίηση από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Οι Liberal Democrats πέτυχαν το ποσοστό του 22% απειλώντας την κυριαρχία των δύο μεγάλων κομμάτων. Μάλιστα αν η ενδυνάμωση αυτή συνεχιστεί είναι πολύ πιθανό να φτάσει το εκλογικό ποσοστό του 30% οπότε θα αρχίσει να επωφελείται από την διαμόρφωση του εκλογικού συστήματος και θα απειληθεί ουσιαστικά ο δικομματισμός. Από την άλλη δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν η κρίση του δικομματισμού τα τελευταία χρόνια είναι δομική ή αν έχει σχέση περισσότερο με περιστασιακούς παράγοντες, όπως η κόπωση του εκλογικού σώματος από τους πολιτικούς ηγέτες, ενδοκομματικές τριβές κ.τ.λ.
[Επεξεργασία] Βρετανική εκλογική συμπεριφορά
[Επεξεργασία] Η ταξική ευθυγράμμιση (alignment)
Τουλάχιστον μέχρι την δεκαετία του ‘80 ένα βασικό συμπέρασμα όλων των Βρετανών πολιτικών επιστημόνων ήταν πως για την ανάλυση της συμπεριφοράς των Άγγλων εκλογέων αρκούσε η γνώση της τάξης τους. Ο Βρετανικός λαός είχε έντονα ανεπτυγμένη την ταξική αίσθηση (them and us) και ευθυγραμμιζόταν σχεδόν απόλυτα με το κόμμα που εξέφραζε την κοινωνική του θέση. Χαρακτηριστική είναι η φράση του Puzler: «οι τάξεις είναι η βάση της βρετανικής πολιτικής, όλα τα άλλα είναι εκλεπτύνσεις και λεπτομέρειες» . Αυτή η έντονη σχέση ανάμεσα στην ταξική ένταξη και την εκλογική συμπεριφορά οφείλεται, σύμφωνα με τον Yves Meny στην κοινωνική ομοιογένεια, στον πρόωρο εξαστισμό αλλά και την απουσία άλλων διαιρέσεων. Είναι, όμως, αξιοπρόσεκτο πως ένα τόσο ταξικά προσανατολισμένο εκλογικό σώμα υποστήριξε ένα δικομματικό σύστημα βασισμένο στην εναλλαγή της εξουσίας και άρα στην διακυβέρνηση της χώρας από τους ταξικούς αντιπάλους. Για αυτό ευθύνεται η ευελιξία των ανώτερων βρετανικών στρωμάτων που δεν αντέδρασαν τόσο στην κοινωνική κινητικότητα, όσο και στην ισχυροποίηση των άλλων τάξεων . Η ταξική ευθυγράμμιση εμπόδισε την ανάπτυξη των άλλων διαιρετικών δομών που συναντάμε στον άξονα Rokkan. Χαρακτηριστική είναι η μηδαμινή σημασία που έχει στην πολιτική ζωή του 20ου αι. η αγγλικανική εκκλησία. Περιορίζεται σε μια άνευ όρων στήριξη των Συντηρητικών, ενώ διατηρεί πολύ κακές σχέσεις με τους Φιλελεύθερους, λόγω της προσέγγισης των τελευταίων με τους non-conformists . Οι διαρροές λοιπόν ήταν μικρές και η στήριξη που συγκέντρωναν τα δυο μεγάλα κόμματα σχεδόν δεδομένη τα μεσαία και ανώτερα αστικά στρώματα στήριζαν του Tory και τα μέλη των Unions και γενικώς οι εργάτες στήριζαν το Labour. Η κατάσταση, όμως θα αρχίσει να αλλάζει.
[Επεξεργασία] Η πτώση της ταξικής διαίρεσης (dealignement)
Ήδη από τις εκλογές του 1970 η ταξική ευθυγράμμιση αρχίζει να μειώνεται με την μεγάλη κάμψη να παρατηρείται από την δεκαετία του 80 και μετά. Όπως παρατηρεί ο David Denver οι βρετανικές εκλογές έχουν πλέον μετατραπεί σε διαδικασία επιλογής καταλληλότερου πρωθυπουργού, προσομοιάζοντας περισσότερο σε ένα προεδροκεντρικό σύστημα. Στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση είναι χαρακτηριστικό ότι και ο Blair (42%) και ο M.Howard (32%) συγκέντρωσαν μεγαλύτερα ποσοστά συμπάθειας από τα κόμματά τους, αλλά και ότι το 1/6 αυτών που δεν ψήφισαν Εργατικούς είπαν πως δεν θα μπορούσαν να ψηφίσουν το κόμμα στο οποίο ήταν ηγέτης ο Blair.
Καθώς η ταξική ψήφος μειώνεται, οι εκλογείς αρχίζουν να αυτό-προσδιορίζονται με βάση άλλες διαιρετικές δομές. Οι γυναίκες, που πάντα αποτελούσαν μια σημαντική εκλογική ομάδα, στηρίζουν διαχρονικά τους Conservatives και ιδίως με την άνοδο στην ηγεσία του κόμματος της M.Thatcher οπότε και ο φεμινισμός ανακάλυψε την συντηρητική εκδοχή του. Στις τελευταίες γενικές εκλογές, όμως, η σταθερά αυτή φαίνεται να αλλάζει: οι νέες γυναίκες μεταθέτουν την υποστήριξη τους στο πιο προοδευτικό- φεμινιστικό Labour. Οι γυναίκες άνω των 34 παρ’ όλα αυτά εξακολουθούν να δυσπιστούν απέναντι στους Εργατικούς (Denver) . Εκτός, όμως από τις νεαρές γυναίκες τους Εργατικούς στηρίζουν και αυτές που προέρχονται από εργατικές οικογένειες- δείχνοντας και τον μετασχηματισμό της ταξικής ψήφου μέσα από νέες διαιρέσεις. Συνολικά οι γυναίκες έδωσαν 38% στους Εργατικούς και 32% στους Τόρηδες. Αντίθετα οι άντρες ψήφισαν τα δυο κόμματα με το ίδιο ποσοστό 34%.
Πάντως η ταξική ψήφος αν και μειωμένη εξακολουθεί να παίζει προσδιοριστικό ρόλο. Ο Richard Rose αποδίδει την ήττα των εργατικών στις εκλογές του 1992 στην συρρίκνωση των στρωμάτων που τους υποστήριζαν παραδοσιακά- εργάτες, μικροαστοί κ.τ.λ.
Οι LibDem εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της ταξικής –όπως και γεωγραφικής- διασποράς των ψήφων τους. Τα χαμηλότερα ποσοστά τους οι Φιλελεύθεροι τα έχουν στους ανειδίκευτους εργάτες δηλαδή 15% κατά μέσο όρο μόλις 7 μονάδες διαφορά από μια από τις προνομιακές κοινωνικές τους ομάδες τους μεσοαστούς δημοσίους υπαλλήλους, οι οποίοι στηρίζουν τους Liberal σε ποσοστό 22%. Η μόνη κοινωνική ομάδα στην οποία έχουν κάποια ειδική απήχηση είναι οι απόφοιτοι πανεπιστημίου (30%) . Ένα άλλο χαρακτηριστικό των Φιλελεύθερων είναι η έλλειψη ενός κοινού ιδεολογικού υποβάθρου των ψηφοφόρων του, αλλά και η λεγόμενη soft support που συγκεντρώνει. Η έννοια της soft support όπως την έθεσε ο Crewe σημαίνει πως οι εκλογείς των Φιλελεύθερων που κινούνται περισσότερο από δυσαρέσκεια προς τα δυο μεγάλα κόμματα δύσκολα ψηφίζουν για δεύτερη συνεχή φορά το κόμμα. Υπάρχει έλλειψη παραμονής (retention). Παρατηρείται πως στις εκλογές του 1992 40% των ψηφοφόρων δεν είχαν ψηφήσει την Alliance το 1987 . Επιπλέον το κόμμα συγκεντρώνει υψηλό ποσοστό ανάμεσα στους ψηφοφόρους των άλλων κομμάτων ως δεύτερη προτίμηση (21%). Το dealignment πάντως ήταν ευνοϊκό για το κόμμα το οποίο αν και βασιζόταν στα μεσαία στρώματα ποτέ δεν ήταν ταξικά ταυτισμένο (Curtice και Russel).
Οι Tory στηρίζονται παραδοσιακά στους ιδιοκτήτες, τους εμπόρους και τους μεσοαστούς. Στρώματα τα οποία αυξήθηκαν τα τελευταία χρόνια στο Ηνωμένο Βασίλειο. Παράλληλα υπήρξε και αύξηση του πληθυσμού του Νότου σε σχέση με τον Βορρά. Το dealignment όμως στέρησε από τους Τόρηδες ένα από τα βασικά πλεονεκτήματά τους που ήταν η υψηλή συσπείρωση των εκλογέων τους. Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα για τους Συντηρητικούς είναι η διείσδυση του Blair στα μεσαία στρώματα. Ο Βρετανός πρωθυπουργός εκσυγχρονίζοντας το κόμμα του και ανοίγοντας το στην ιδεολογία της αγοράς προσέγγισε από τις εκλογές του 1997 και μετά την τόσο σημαντική για τους Συντηρητικούς μεσαία αστική τάξη. Επιπλέον τους Εργατικούς υποστήριξαν οι θατσερικοί ειδικευμένοι εργάτες και η εφημερίδα τους η Sun. Άλλο ένα βασικό πρόβλημα για τους Tory ήταν η άνοδος των Φιλελεύθερων προς τους οποίους οι διαρροές ήταν υψηλές. Μετά το πόλεμο στο Ιράκ, όμως, η τάση αυτή μεταστράφηκε και η κυρίαρχη τάση στο εκλογικό swing ήταν η μετακίνηση από τους Εργατικούς στους Φιλελεύθερους.
O πόλεμος στο Ιράκ προκάλεσε και ένα νέο εκλογικό φαινόμενο την αντι-πολεμική τακτική ψήφο: υποστηρικτές τον Labour ψήφιζαν ως επί το πλείστον Φιλελεύθερους ως έκφραση της αντίδρασης τους στις επιλογές της Κυβέρνησης στο θέμα του Ιράκ. Αυτό το φαινόμενο στέρησε και από την Κυβέρνηση της ψήφους των νέων και των πρωτοψηφισάντων που είχαν παίξει σημαντικό ρόλο στις δυο προηγούμενες νίκες. Η διαιώνιση, όμως, της ταξικής ψήφου φαίνεται πως έγινε με τον μετασχηματισμό της πλέον σε τοπική- ταξική ψήφο και πλέον εκφράζει πέρα από τις ταξικές διαφορές και τις μεγάλες ιδιομορφίες των περιοχών του Ηνωμένου Βασιλείου.
[Επεξεργασία] Εκλογική συμπεριφορά τοπικών πληθυσμών
Η διάρθρωση του Ηνωμένου Βασιλείου πάνω σε 4 διαφορετικές περιοχές: Αγγλία, Σκωτία, Ουαλία, Βόρεια Ιρλανδία έχει επιτρέψει σημαντικές αποκλείσεις ανά περιοχή.
Οι Σκοτσέζοι, πέρα από το τοπικό SNP, φαίνεται να στηρίζουν κυρίως τους Εργατικούς, ενώ οι συντηρητικοί είναι απομονωμένοι –κάτι που διαπιστώνουμε και από τις πολύ μικρές διαρροές από το SNP στους Tory . Οι Σκοτσέζοι μισθωτοί και μικροαστοί στηρίζουν τους Εργατικούς δίνοντας 28% και 30% αντίστοιχα στις εκλογές του 1997. Οι πρώτοι μάλιστα ψήφισαν SNP σε ποσοστό μόνο 14%, ενώ από τους μικροαστούς το 28% δεν προσήλθε στις κάλπες. Οι τεχνίτες και οι εργάτες ψηφίζουν συντριπτικά το Labour Party δίνοντας του κατά μέσο όρο το 51% και 54% των ψήφων τους αντίστοιχα, ενώ υποστήριξη τους για το SNP φτάνει το 17% με 18%. Σε γενικές γραμμές ο Αγγλικός Βορράς δείχνει μεγαλύτερη προτίμηση για τους Εργατικούς σε αντίθεση με τον Αγγλικό Νότο που στηρίζει σταθερά τους Συντηρητικούς. Και το εργατικό προπύργιο στον Αγγλικό Βορρά είναι η Σκωτία.
Η τοπική συγκέντρωση, όμως, είναι ένα πρόσφατο φαινόμενο στην Αγγλική πολιτική. Μέχρι την δεκαετία του 1970 υπήρχε μια ομοιόμορφη κατανομή των ψήφων. Η αιτία αυτής της μεταβολής σύμφωνα με τους Ron Johnston και Charles Pattie είναι η γεωγραφικά άνιση ανάπτυξη. Στις εκλογές του 1992 αναδείχθηκε μια τάση αντιστροφής. Οι Εργατικοί ανέκαμψαν στο Νότο και οι Συντηρητικοί βελτίωσαν τα ποσοστά τους στο βορρά. Η τάση αυτή μπορεί να εξηγηθεί και από τις ανισομερείς συνέπειες της Θατσερικής πολιτικής στις διάφορες περιοχές της Αγγλίας, αλλά και από την προσέγγιση Tory και Scottish Union. Παρ’ όλα αυτά η μεταστροφή αυτή συνάντησε κάποια όρια καθώς η επιτυχία, για παράδειγμα, των Τόρηδων στην Σκωτία απέδωσε τελικά, μόλις, 25.7%, ενώ στις γενικές εκλογές οι Συντηρητικοί πήραν 15.83% των ψήφων και μόλις μια από τις έδρες τις Σκωτίας, ενώ οι Εργατικοί πήραν 38.87% και 40 έδρες. Στην Αγγλία παρά την γενικότερη συντριβή των Tory κατάφεραν να πάρουν 35.74% των ψήφων δηλαδή λίγο περισσότερο από το 35.46% των εργατικών, γεγονός που δείχνει την σταθερή στήριξη του νότου προς το κόμμα ακόμα και στις δυσκολότερες περιόδους του.
Οι Φιλελεύθεροι αντιμετωπίζουν το διαχρονικό πρόβλημα του εδαφικού διαμοιρασμού. Η ισόποση κατανομή των ψήφων του στις constituencies του δημιουργεί πρόβλημα υποαντιπροσώπευσης λόγω του εκλογικού συστήματος. Η μόνη περιοχή στην οποία συγκεντρώνει κάποια σταθερή και σχετικά υψηλότερη υποστήριξη είναι η Ουαλία. Παραδοσιακή στήριξη δίνει και η περιοχή στο κελτικό Plaid Cymru (3 έδρες το 2005). Την υψηλότερη τοπική ψήφο, όμως παρουσιάζει η Βόρεια Ιρλανδία η οποία δίνει τις έδρες της μόνο στα τοπικιστικά κόμματα με προεξέχοντα τους Democrat Unionist (9 έδρες το 2005).
Πλέον στο πλαίσιο του class dealignement η τοπική ψήφος απέκτησε μια άλλη σημασία. Μήπως στην Βρετανία η ταξική ψήφος είχε υποκατασταθεί από την τοπική; Την απάντηση την έδωσε ο David Denver ισχυριζόμενος πως το κοινωνικό περιβάλλον είναι πιο σημαντικό από τις ίδιες της ταξικές διαιρέσεις. Οι Harrop, Heath και Openshaw με αριθμητικά δεδομένα κατέληξαν στο νόμο της αυτοεπιλογής της γειτονιάς (1992). Δηλαδή την επιλογή του τόπου κατοικίας ανάλογα με τον κομματικό και ταξικό προσανατολισμό. Η εξήγηση του Miller ήταν το φαινόμενο της γειτνίασης ότι δηλαδή οι τάξεις τείνουν να συγκεντρώνονται σε συγκεκριμένες περιοχές και έτσι τοπικά και ταξικά αιτήματα συγχωνεύονται.
[Επεξεργασία] Επίλογος
Αναλύοντας τα στοιχεία της αγγλικής πολιτικής ζωής διαπιστώνουμε πως η εικόνα ενός σταθερού δικομματικού πολιτικού συστήματος που όλα λειτουργούν ομαλά και σχεδόν τίποτα δεν έχει αλλάξει από τις αρχές του 20ου αι. απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Ο δικομματισμός περιήλθε σε κρίση, αποδοκιμάστηκε και καταψηφίσθηκε στις τελευταίες γενικές εκλογές. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που η κυριαρχία Labour- Conservatives στηρίχθηκε καθαρά στο εκλογικό σύστημα δημιουργώντας έναν τεχνητό δικομματισμό, στρεβλώνοντας κατά πολύ την λαϊκή εντολή. Σε άλλες περιπτώσεις ένα από τα δυο μεγάλα κόμματα μονοπώλησε την εξουσία σε βαθμό που να εμφανίζονται τάσεις κυριαρχίας στο σύστημα. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά έκαναν πολλούς πολιτικούς επιστήμονες να μιλήσουν για υπέρβαση του δικομματισμού, μεταβολή του συστήματος κ.τ.λ. δίνοντας μια τελολογική ερμηνεία στις διάφορες περιόδους τις οποίες ανέλυαν και διαβλέποντας μια γραμμική πορεία του συστήματος προς μια καινούρια οργάνωση. Αυτό μου έγινε ιδιαίτερα αισθητό μελετώντας συγγράμματα άλλων δεκαετιών τα οποία ερμήνευσαν παροδικές κρίσεις του συστήματος ως τάσεις διάλυσής του. Αυτό που πιστεύω ότι είναι το πιο σημαντικό και επιτρέπει στο πολιτικό σύστημα να ξεπερνά κάθε κρίση και αστάθεια είναι αυτή η βαθειά συλλογική συναίνεση των Βρετανών υπέρ της σταθερότητας της πολιτικής ζωής. Έτσι, όσο και αν στρεβλωθεί η λαϊκή βούληση, όσο και αν κυριαρχήσει ένα κόμμα σε μια περίοδο το εκλογικό σώμα θα θεωρήσει νομιμοποιημένες τις ενέργειες που θα διατηρήσουν τον παραδοσιακό δικομματισμό. Άλλωστε, αν και πολλοί έχουν αμφισβητήσει την χρησιμότητα του πλειοψηφικού συστήματος, τουλάχιστον στα πλαίσια της δικιάς μου μελέτης κανένας δεν αμφισβήτησε την νομιμοποίησή του. --213.5.106.52 16:53, 19 Νοεμβρίου 2006 (UTC)
[Επεξεργασία] Παράρτημα
Οι πρωθυπουργοί της Αγγλίας από τον 18ο αι. μέχρι σήμερα
1997 Tony Blair Labour 1990 John Major Conservative 1979 Margaret Thatcher Conservative 1976 James Callaghan Labour 1974 Harold Wilson Labour 1970 Edward Heath Conservative 1964 Harold Wilson Labour 1963 Sir Alec Douglas-Home Conservative 1957 Harold Macmillan Conservative 1955 Sir Anthony Eden Conservative 1951 Winston Churchill Conservative 1945 Clement Attlee Labour 1940 Winston Churchill Conservative (Coalition Government) 1937 Neville Chamberlain Conservative (National Government) 1935 Stanley Baldwin Conservative (National Government) 1931 James Ramsay MacDonald National Labour (National Government) 1929 James Ramsay MacDonald Labour 1924 Stanley Baldwin Conservative 1924 James Ramsay MacDonald Labour 1923 Stanley Baldwin Conservative 1922 Andrew Bonar Law Conservative 1916 David Lloyd George Liberal (Coalition Government) 1908 Herbert H. Asquith Liberal (Coalition Government, 1915) 1905 Henry Campbell-Bannerman Liberal 1902 Arthur Balfour Conservative 1895 Marquess of Salisbury Conservative 1894 Earl of Rosebery Liberal 1892 William Ewart Gladstone Liberal 1886 Marquess of Salisbury Conservative 1886 William Ewart Gladstone Liberal 1885 Marquess of Salisbury Conservative 1880 William Ewart Gladstone Liberal 1874 Benjamin Disraeli Conservative 1868 William Ewart Gladstone Liberal 1868 Benjamin Disraeli Conservative 1866 Edward Stanley, Earl of Derby Conservative 1865 John Russell, Earl Russell Liberal 1858 Viscount Palmerston Liberal 1858 Edward Stanley, Earl of Derby Conservative 1855 Viscount Palmerston Liberal 1852 George Hamilton-Gordon, Earl of Aberdeen Conservative 1852 Edward Stanley, Earl of Derby Conservative 1846 Lord John Russell Whig 1841 Sir Robert Peel Tory 1835 William Lamb, Viscount Melbourne Whig 1834 Sir Robert Peel Tory 1834 Arthur Wellesley, Duke of Wellington Tory 1834 William Lamb, Viscount Melbourne Whig 1830 Charles Grey, Earl Grey Whig 1828 Arthur Wellesley, Duke of Wellington Tory 1827 Frederick Robinson, Viscount Goderich Tory 1827 George Canning Tory 1812 Robert Jenkinson, Earl of Liverpool Tory 1809 Spencer Perceval Tory 1807 William Bentinck, Duke of Portland Tory 1806 William Grenville, Lord Grenville Whig 1804 William Pitt, the Younger Tory 1801 Henry Addington Tory 1783 William Pitt, the Younger Tory 1783 William Bentinck, Duke of Portland Tory 1782 William FitzMaurice, Earl of Shelburne Whig 1782 Charles Watson-Wentworth, Marquess of Rockingham Whig 1770 Frederick North, Lord North Tory 1767 Augustus Fitzroy, Duke of Grafton Whig 1766 William Pitt the Elder, Earl of Chatham Whig 1765 Charles Watson-Wentworth, Marquess of Rockingham Whig 1763 George Grenville Whig 1762 John Stuart, Earl of Bute Tory 1757 Thomas Pelham-Holles, Duke of Newcastle Whig 1756 William Cavendish, Duke of Devonshire Whig 1754 Thomas Pelham-Holles, Duke of Newcastle Whig 1743 Henry Pelham Whig 1742 Spencer Compton, Earl of Wilmington Whig 1721 Sir Robert Walpole Whig
Τα εκλογικά αποτελέσματα των γενικών εκλογών του 2005
Thu 5th May 2005 Party Seats - % Candidates % Vote Party leaders Labour govt Lab 355 +S 55.0 627 - 35.2 (-5.4) Tony Blair Majority = 65 Con 198 30.5 630 (5 LD) 32.3 (+0.6) Michael Howard David Cameron
Turnout = 61.4% LibDem 62 9.6 626 (1 LD) 22.0 (+3.8) Charles Kennedy Menzies Campbell
Cabinet members Others 30 4.2 1667 (1379 LD) 10.5 (+1.2) Total 645 3550 (1385 LD) Manifestos
1 πηγή Election Committee 2005
[Επεξεργασία] Βιβλιογραφία
Σε αυτήν την ενότητα παρουσιάζεται η βιβλιογραφία στην οποία βασίστηκε το άρθρο, ταξινομημένη κατά χρονολογία έκδοσης.
[Επεξεργασία] Ελληνική
- Rudolf Wildenman, Η εκλογική έρευνα, Συμπεριφορά του εκλογικού σώματος και Ανάλυση εκλογών, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 1992
- Yves Meny, Συγκριτική Πολιτική, Τόμος Α’, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 1993
- Θ. Διαμαντόπουλος, Το Κομματικό Φαινόμενο: Μορφές, Συστήματα, Οικογένειες κομμάτων, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 1993
- Θ. Διαμαντόπουλος, Εκλογικά Συστήματα, θεωρία και πρακτικές εφαρμογές, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2001
- J.W. Young, Η Ευρώπη του Ψυχρού Πολέμου, 1945-1990, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2004
[Επεξεργασία] Ξένη
- Patrick Dunleavy και C. Husbands, British Democracy at the Crossroads, Voting and Party Competition in the 80’s,George Allen and Unwin, Λονδίνο, 1985
- Martin Harrop και W. Miller, Elections and Voters, A comparative Introduction, Macmillan Press, Λονδίνο, 1987
- Beatrix Cambell, The Iron Ladies, Why Women vote Tory?, Virago Press, 1987
- David Denver, Elections and Voting Behavior in Britain, Harvester Wheatsheaf, Hertfordshire, 1994
- Moshe Meor, Political Parties and Party System, Comparative approaches and the British experience, Routledge, Λονδίνο, 1997
- Paul Penning και J. Lane, Comparing Party System Change, Routledge, Λονδίνο, 1998
- Alice Brown, D. McCrone, L. Paterson και P. Surridge, The Scottish Electorate, The 1997 General Election and Beyond, Mcmillan Press, Λονδίνο, 1999
- Richard Heffernan, New Labour and Thatcherism, Macmillan Press, Λονδίνο, 2000
- Brian Brivati και Richard Heffernan, The Labour Party, A centenary History, Macmillan Press, Λονδίνο, 2000
- Richard Gunther, Jose Ramon Monter, Juan J. Linz, Political Parties, Old concept and new challenges, Oxford University Press, Οξφόρδη, 2002
- Stephen Driver και Luke Martell, Blair’s Britain, Polity Press, Κέιμπριτζ, 2003
- Paul F. Whiteley και Patrick Seyd, High Intensity Participation, The dynamics of party activism in Britain, Michigan Press, Μίτσιγκαν, 2005
[Επεξεργασία] Περιοδικά
- Party Politics, Volume 7, Number 6, 2001
- Ed Fieldhouse και Andrew Russell, Latent Liberalism? Sympathy and support for the Liberal Democrats at the 1997 British General Election
- Party Politics, Volume 9, Number 3, Sage Publications, 2003. Συντάκτες: K. Janda, P. Webb, D. Farrell
- Alan Siarrof, Two-and-a-half-party systems and the comparative role of the half
- Jhon Bartle, Partisanship, Performance and Personality: Competing and Complementary characterizations of the 2001 British General Election