Διγλωσσία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Στη γλωσσολογία, διγλωσσία είναι μια κατάσταση όπου, σε μια δεδομένη κοινωνία, υπάρχουν δύο (συχνά) στενά συνδεδεμένες γλώσσες, μια υψηλού γοήτρου, που χρησιμοποιείται γενικά από την κυβέρνηση, τους επίσημους εκπρωσόπους καθώς και διάφορα μέσα, και μια χαμηλού γοήτρου, η οποία είναι -μερικές φορές προφορική- ιδιωματική γλώσσα. Η γλώσσα υψηλού γοήτρου τείνει να είναι τυποποιημένη, ενώ η χαμηλού γοήτρου απλή και πιο ασαφής όσον αφορά τη δομή και το συντακτικό καθώς και πιο ανοικτή στο λεξιλόγιο.

Στην Ελλάδα για μεγάλο χρονικό διάστημα επικρατούσε διγλωσσία που είναι γνωστή ως γλωσσικό ζήτημα.