Πρύμα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η λέξη πρύμα ή πρίμα είναι επίρρημα της ελληνικής δημοτικής και σημαίνει "από την πρύμνη ή "προς τη πρύμνη".

Συνηθέστερες ελληνικές εκφράσεις με τη λέξη πρύμα είναι

  • αρμενίζω πρύμα: που σημαίνει ουριοδρομώ, κινούμαι με τον άνεμο από πίσω.
  • του δίνω στα πρύμα: που σημαίνει παραδίδομαι στον άνεμο.
  • πλώρα-πρύμα (fore and aft): σημαίνει κατά μήκος ή κατά το διάμηκες του πλοίου.
  • πέφτω πρύμα-πλώρα: σημαίνει πλαγιοδετώ, δένω σε προβλήτα με την πλευρά ή παραβάλω σε άλλο πλοίο.
  • ανάπρυμα: προσεγγίζω διατηρώντας τη πρύμνη προς τον καιρό. Αυτό γίνεται συνήθως σε προσεγγίσεις εκτός λιμένων, σκαφών, ναύδετων ή φάρων υπό πνέοντα άνεμο με υφιστάμενο κυματισμό.
  • Και τέλος μεταφορικά ως ευόδωση: "οι δουλειές πάνε πρύμα" δηλαδή πολύ καλά, κατ΄ ευχή.

Χαρακτηριστική και η παροιμία: "Ώρα καλή στη πρύμη σου κι αέρα στα πανιά σου" που λέγεται όμως και σκωπτικά σε περιπτώσεις δήλωσης αποχώρησης κάποιου που για τους άλλους είναι (μένει) αδιάφορη.