Άλυκτον
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ναυτιλιακός δικαστικός όρος εκ του ρήματος αλύσκω = αποφεύγω κάτι.
Τον όρο αυτό, επειδή δεν υπήρχε καθιερωμένος αντίστοιχης ερμηνείας όρος, αυτοσχεδίασε και μεταχειριζόταν το Εφετείο Αθηνών στις αποφάσεις του (1891-1895) επί ναυτικής φύσεως ως προς τον "διεθνή κανονισμό προς αποφυγή συγκρούσεων" και συγκεκριμένα για τον χαρακτηρισμό του πλοίου εκείνου που έχει υψώσει (επάρει) σήμα διπλό ότι αδυνατεί χειρισμούς, άρα δεν είναι κύριο των κινήσεών του, και θα πρέπει τα παραπλέοντα πλοία να κρατηθούν μακράν αυτού, εκτός και αν κληθούν προς βοήθεια.
Επειδή όμως παρά την ακριβολογία του, ο όρος αυτός άλυκτον ήταν "δύσπεπτος" ο τότε Εφέτης Εμμ. Στυλ. Λυκούδης μεταχειρήσθηκε αντ΄ αυτού τον όρο φευκτέον (πλοίο) τον οποίο και εγκολπώθηκαν πρώτοι ο Γεώργιος και Δημήτριος Ρεδιάδης και αργότερα κι άλλοι ναυτικοί νομομαθείς του Πειραιά μέσω των οποίων και γενικεύθηκε η χρήση του.
Σήμερα ακολουθείται ο όρος πλοίο ακυβέρνητο.