Παναγιώτης Γιαννάκης
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Παναγιώτης Γιαννάκης (Αθήνα, 1 Ιανουαρίου 1959) είναι ένας κορυφαίος πρώην μπασκετμπολίστας, ο άνθρωπος που συνέδεσε το όνομά του με το ελληνικό μπάσκετ, τόσο σαν παίκτης όσο και ως προπονητής . Είναι γνωστός με το ψευδώνυμο "δράκος".
Γεννήθηκε στην Αθήνα και πρωτοέπαιξε με τον Ιωνικό Νίκαιας. Ξεκίνησε την καριέρα του στον Ιωνικό Νικαίας, αλλά ήταν στον Άρη όπου μεγαλούργησε και δοξάστηκε όσο λίγοι, την εποχή που ο Άρης ήταν στην κορυφή του ελληνικού μπάσκετ (δεκαετία '80), αποτελώντας, μαζί με το Νίκο Γκάλη, τους πιο γνωστούς έλληνες παίκτες. Ο Γιαννάκης έκλεισε την καριέρα του στον Παναθηναϊκό. Κέρδισε 17 τίτλους σε επίπεδο συλλόγου, ανάμεσα στους οποίους και το Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης (1996, με τον ΠΑΟ) αλλά και το Κύπελλο Ευρώπης του 1991, με τον Άρη.
Στις 12 Σεπτεμβρίου 1976, στο τουρνουά της ΔΕΘ, στη Θεσσαλονίκη, και με αντίπαλο την Τσεχοσλοβακία, ο Παναγιώτης Γιαννάκης σε ηλικία μόλις 17 ετών, φόρεσε για πρώτη φορά τη φανέλα της εθνικής ομάδας των ανδρών. Στις 2 Αυγούστου 1996, έχοντας απέναντί του τη Βραζιλία, έπαιξε για τελευταία φορά με τη γαλανόλευκη φανέλα. Με την εθνική ομάδα αγωνίστηκε συνολικά 351 φορές, περισσότερες από οποιονδήποτε άλλο Ευρωπαίο παίκτη, σημειώνοντας συνολικά 5.282 πόντους και μετέχοντας σε 8 ευρωπαϊκά, 3 παγκόσμια πρωταθλήματα και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1996 στην Ατλάντα, έπειτα από τους οποίος αποσύρθηκε.
Είναι κάτοχος του ρεκόρ συμμετοχών στο πρωτάθλημα της Α1 (493), στους αγώνες του Κυπέλλου Ευρώπης (163) και τρίτος σκόρερ όλων των εποχών στη χώρα μας, με 9.291 πόντους- το δικό του ρεκόρ είναι 73 πόντοι στο παιχνίδι Ιωνικός-Άρης το 1984. Κλήθηκε 4 φορές στη μικτή ομάδα Ευρώπης και το 1982 ήταν νούμερο 207 στο ντραφτ του ΝΒΑ, με τους Μπόστον Σέλτικς.
Αποχώρησε το 1996, όχι όμως από την ενεργό δράση, καθώς ανέλαβε ως προπονητής της εθνικής ανδρών, την οποία οδήγησε στην 4η θέση στο Ευρωμπάσκετ της Ισπανίας. Το 2003 ανέλαβε προπονητής στο Μαρούσι. Το 2004 ανέλαβε ξανά προπονητής της εθνικής ανδρών και την οδήγησε στην κατάκτηση του Ευρωμπάσκετ του Βελιγραδίου το 2005, 18 χρόνια μετά το δικό του παρόμοιο θρίαμβο ως παίκτη. Το 2006 οδήγησε την εθνική στη δεύτερη θέση τού παγκοσμίου πρωταθλήματος στη Σαϊτάμα, πετυχαίνοντας την υψηλότερη διάκριση στην ιστορία τών ομαδικών αθλημάτων για την Ελλάδα.