Ναυμαχία της Γιουτλάνδης
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η Γιουτλάνδη είναι χερσόνησος της κεντρικής Ευρώπης, που αποτελεί την ηπειρωτική Δανία, μεταξύ της Βόρειας Θάλασσας και της Βαλτικής. Σε απόσταση περίπου 70 ναυτικών μιλίων από τις δυτικές ακτές της έλαβε χώρα η μεγαλύτερη ναυμαχία του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και μία από τις μεγαλύτερες και σημαντικότερες στην Ιστορία. Στις 31 Μαΐου 1916 αναμετρήθηκαν ο Μεγάλος στόλος του Βασιλικού Ναυτικού του Ηνωμένου Βασιλείου (Grand Fleet) και ο Στόλος Ανοικτής Θάλασσας του Γερμανικού Αυτοκρατορικού Ναυτικού (Hochseeflotee). Στην αναμέτρηση αυτή, την οποία οι Γερμανοί αποκαλούν Ναυμαχία του Σκαγεράκη, από το ομώνυμο στενό που χωρίζει τη Γιουτλάνδη από τη σκανδιναβική χερσόνησο, πήραν μέρος 271 πολεμικά πλοία με πάνω από 60.000 ναύτες πλήρωμα. Ποτέ στην Ιστορία δεν βρέθηκαν αντιμέτωπα τόσο πολλά και τόσο μεγάλα σκάφη, με τόσο μεγάλη δύναμη πυρός.
Πίνακας περιεχομένων |
[Επεξεργασία] Πριν από τη ναυμαχία
[Επεξεργασία] Ναυτικός αποκλεισμός
Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο οποίος είχε ξεσπάσει είκοσι έναν μήνες νωρίτερα, διέψευσε γρήγορα τις προσδοκίες των εμπλεκομένων για σύντομη επικράτηση. Η κατάσταση αυτή ήταν ιδιαίτερα δυσάρεστη για τη Γερμανία, η οποία είχε πλέον να αντιμετωπίσει την εμπλοκή σε τρία μέτωπα: Το ανατολικό, απέναντι στην Ρωσία, το δυτικό, κόντρα στους συνασπισμένους Γάλλους και Βρετανούς, και τον ναυτικό αποκλεισμό στη Βόρεια Θάλασσα από τα πολεμικά σκάφη του Ηνωμένου Βασιλείου. Ο τελευταίος, είχε διπλό αντίκτυπο, στρατιωτικό, αλλά κυρίως οικονομικό. Κάθε εμπορικό πλοίο, ακόμα και όσα ύψωναν σημαίες ουδετέρων χωρών, δεχόταν νηοψία, αν δε κατευθυνόταν προς γερμανικά λιμάνια, παρεμποδιζόταν, και το φορτίο του κατάσχετο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την οξεία έλλειψη πρώτων υλών για τη βιομηχανία και τροφίμων για τον πληθυσμό. Παράλληλα, ο αποκλεισμός οδήγησε σε διακοπή της επικοινωνίας με τις υπερπόντιες κτήσεις, με κίνδυνο να είναι αδύνατη η υπεράσπισή τους.
Η αρχική αντίδραση της Γερμανίας ήταν η καθιέρωση του υποβρυχιακού πολέμου. Μικρά και ευέλικτα, τα σκάφη αυτά περνούσαν ανάμεσα στα θαλάσσια ναρκοπέδια και τις νηοπομπές και παρενοχλούσαν τον εφοδιασμό των Συμμάχων, στρεφόμενα εναντίον του εμπορικού τους στόλου. Τον ίδιο στόχο είχαν και τα πειρατικά, μεμονωμένα ταχύτατα καταδρομικά που δρούσαν σε απομακρυσμένα λιμάνια της υδρογείου. Οι Βρετανοί έπρεπε να διασπείρουν τις δυνάμεις τους για να υπερασπίσουν το μεγαλύτερο εμπορικό στόλο στον κόσμο. Παρόλα αυτά, το εμπάργκο δεν χαλάρωνε.
[Επεξεργασία] Πλοία και τακτικές μάχης το 1916
[Επεξεργασία] Τα σχέδιο δράσης των Βρετανών
[Επεξεργασία] Τα σχέδιο δράσης των Γερμανών
Η υπεροπλία του Βασιλικού Ναυτικού, δεν άφηνε την ψευδαίσθηση στο γερμανικό Ναυαρχείο ότι θα μπορούσε να επικρατήσει σε μία αποφασιστική ναυμαχία. Έτσι, κατάρτισε σχέδιο επιδρομών βομβαρδισμού της ανατολικής ακτής της Βρετανίας από τα γερμανικά καταδρομικά μάχης. Οι Γερμανοί εκτιμούσαν ότι υπό το βάρος της πίεσης της κοινής γνώμης, ο Grand Fleet θα λάμβανε αμυντική διάταξη, που θα οδηγούσε αναγκαστικά στη διασπορά των δυνάμεών του. Έτσι ο Στόλος Ανοικτής Θάλασσας θα μπορούσε να δράσει εναντίον αποσπασμάτων του Grand Fleet και να επιτύχει τη σταδιακή φθορά του.
Η ιδέα των βομβαρδισμών απορρίφθηκε από τον νέο αρχηγό του Hochseeflotee, αντιναύαρχο Ράινχαρντ Σέερ, όχι όμως και η τακτική του σχεδίου. Η τροποποίησή του προέβλεπε την έξοδο του στόλου σε δύο φάσεις: Τα καταδρομικά μάχης θα προσέγγιζαν τις ακτές της Νορβηγίας, ελπίζοντας ότι τα τραβούσαν την προσοχή των Βρετανών, οι οποίοι θα έστελναν επίσης μία από τις Μοίρες Καταδρομικών τους για να τα αντιμετωπίσει. Θα ακολουθούσαν τα ισχυρά θωρηκτά σε απόσταση 50 περίπου ναυτικών μιλίων, όχι όμως πλησίον της ακτής αλλά από την ανοικτή θάλασσα. Τα βρετανικά πλοία θα παγιδεύονταν μεταξύ διασταυρούμενων πυρών και θα καταστρέφονταν.