Κυπριακό πρόβλημα
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Με τον όρο Κυπριακό πρόβλημα χαρακτηρίζεται το σύνολο των ζητημάτων που προέκυψαν αρχικά από τον αγώνα των κατοίκων της Κύπρου για αυτοδιάθεση και αποτίναξη του βρετανικού αποικιακού καθεστώτος και στη συνέχεια από την εσωτερική διαμάχη ανάμεσα στην ελληνική και τουρκική εθνική κοινότητα του νησιού. Αντικείμενο της διαμάχης υπήρξε ο ρόλος κάθε μιας από τις δύο εθνικές κοινότητες στο νέο κράτος, η διανομή της εξουσίας μεταξύ τους, και οι σχέσεις του νέου κράτους με τις μητροπολιτικές χώρες των δύο κοινοτήτων, την Ελλάδα και την Τουρκία. Το πρόβλημα είναι σήμερα διεθνές και συνίσταται στην κατοχή από την Τουρκία του βόρειου τμήματος της ανεξάρτητης και διεθνώς αναγνωρισμένης Κυπριακής Δημοκρατίας, με σκοπό την αναγνώριση του κατεχόμενου εδάφους ως ανεξάρτητου τουρκοκυπριακού κράτους.
Το Κυπριακό πρόβλημα είναι πολύπλοκο, χρονολογείται από τις αρχές του 20ου αιώνα και οφείλεται σε πάρα πολλούς παράγοντες, που μεταβάλλονταν κατά την μακρόχρονή του πορεία. Μεταξύ των παραγόντων οι πιο σημαντικοί είναι η αντιπαλότητα μεταξύ των δύο κοινοτήτων του νησιού, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, η αντιπαράθεση ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία και τα συμφέροντα ξένων δυνάμεων, κυρίως της Μεγάλης Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, στην περιοχή.
[Επεξεργασία] Η πρώτη περίοδος της Αγγλοκρατίας (1878-1931)
Το Κυπριακό πρόβλημα στην αρχική του μορφή εντάσσεται σε μια γενικότερη τάση για εθνική αυτοδιάθεση των λαών που τελούσαν υπό καθεστώς αποικιοκρατίας. Η Κύπρος καταχτήθηκε απο τους Οθωμανούς στα 1571. Η Οθωμανική αυτοκρατορία για ταχτικούς πολιτικούς λόγους της εποχής απο τη μια, και στην προσπάθεια της να εξασφαλίσει οικονομικούς πόρους για αποπληρωμή των δανείων (που είχε συνάψει το 1855 με τους αγγλό-γάλλους) απο την άλλη, εκμίσθωσε (Leased) το 1878 την Κύπρο στην Αγγλία. Η παραπάνω συμφωνία περιλάμβανε ετήσιο χρηματικό ποσό (σε στερλίνες της εποχής) το οποίο θα καταβάλλονταν απο τους Άγγλους στον σουλτάνο Άμπτούλ Χαμίτ Β΄, τότε ηγεμόνα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
[Επεξεργασία] 1931-1955
[Επεξεργασία] Η ένοπλη φάση του αντιαποικιακού αγώνα (1955-59)
Το 1955 ξεκίνησε ένοπλος αγώνας κατά της Βρετανικής Κατοχής του νησιού από τους ελληνοκύπριους κατοίκους υπό την ηγεσία της οργάνωσης ΕΟΚΑ, η οποία έθετε ως στόχο την ενσωμάτωση της Κύπρου στο ελληνικό κράτος. Ως αντιστάθμισμα η βρετανική πολιτική επιδίωξε την εμπλοκή στο ζήτημα του τουρκικού παράγοντα ο οποίος, επικαλούμενος την ύπαρξη μια αριθμητικά σημαντικής (περίπου το 18% του πληθυσμού) τουρκοκυπριακής μειονότητας, επέτυχε να καταστεί ισότιμος συνομιλητής για τη διευθέτηση του προβλήματος. Οι Τουρκοκύπριοι, μην επιθυμώντας την Ένωση του νησιού με την Ελλάδα, τάχθηκαν κατά της ανεξαρτησίας-ένωσης και συντάχθηκαν με τους Άγγλους. Το γενικό επιτελείο του τουρκικού στρατού δημιούργησε την οργάνωση ΤΜΤ με αξιωματικούς και όπλα του τουρκικού στρατού και Τουρκοκύπριους εθελοντές που διέπραξε τη πρώτη σφαγή κυπριών της νεότερης κυπριακής ιστορίας στο Κιόνελι το 1958 σκοτώνοντας οκτώ ελληνοκύπριους εργάτες.
[Επεξεργασία] Ανεξαρτησία, τα πρώτα χρόνια (1960-64)
[Επεξεργασία] Οι Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου
Με τις Συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου ιδρύθηκε το ανεξάρτητο κράτος της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 16 Αυγούστου 1960. Η μεγάλη μερίδα της ελληνοκυπριακής πλειοψηφίας θεώρησε αυτή την εξέλιξη ως ένα οδυνηρό συμβιβασμό, που δεν ικανοποιούσε τους εθνικούς της πόθους και το αίτημα για αυτοδιάθεση και ένωση. Οι περισσότεροι έβελεπαν στην ανεξαρτησία ένα μεταβατικό στάδιο προς την πλήρη ένωση με την Ελλάδα. Και η τουρκοκυπριακή ηγεσία συνέχισε να προωθεί τα αρχικά της σχέδια, που ήταν ο πλήρης διαχωρισμός των δύο κοινοτήτων, η διχοτόμηση της Κύπρου και η ίδρυση ανεξάρτητου τουρκοκυπριακού κράτους (ή κράτους που θα μπορούσε στη συνέχεια να ενωθεί με την Τουρκία). Προς την κατεύθυνση αυτή εκμεταλλευόταν το δικαίωμα που της έδιναν οι συνθήκες να παρεμποδίζει με το βέτο του τουρκοκύπριου αντιπροέδρου τη λήψη σημαντικών αποφάσεων. Ο σκοπός ήταν να φανεί ότι το ενιαίο κράτος δύο εθνικών κοινοτήτων δεν μπορούσε να λειτουργήσει. Έτσι, η ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν ανταποκρινόταν στα αιτήματα καμιάς από τις δύο εθνικές κοινότητες και υποσκάπτονταν και από τις δύο.
Η Μεγάλη Βρετανία από την πλευρά της, θέλοντας να δείξει πως μόνο με την κυριαρχία της στο νησί μπορούσαν να ζήσουν οι δύο κοινότητες ειρηνικά, δεν έβλεπε θετικά ούτε το ενιαίο ανεξάρτητο κράτος ούτε τη διχοτόμηση σε δύο ανεξάρτητα κράτη (ή κράτη που θα ενώνονταν με τις μητροπολιτικές χώρες των κοινοτήτων τους). Την ίδια πολιτική είχε εφαρμόσει και στην Ινδία, όπου μέχρι σήμερα διαρκεί η διαμάχη με το Πακιστάν. Οι ΗΠΑ τέλος έβλεπαν με καχυποψία ένα νέο ανεξάρτητο κράτος στην Ανατολική Μεσόγειο, που έφευγε από την κυριαρχία μιας χώρας του ΝΑΤΟ και μπορούσε να προσχωρήσει στο Κίνημα των Αδεσμεύτων ή ακόμα και στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης.
Με την ανεξαρτησία δεν διαλύθηκε η ΤΜΤ που αποτελούσε οργανωμένο στρατό των Τουρκοκυπρίων.
[Επεξεργασία] 13 Σημεία και πρώτες διακοινοτικές ταραχές
Η αμοιβαία έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο κοινοτήτων οδήγησε σε μια οξύτατη κρίση το 1963-64. Στις 30 Νοεμβρίου 1963 ο ελληνοκύπριος πρόεδρος της δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπος Μακάριος πρότεινε τροποποιήσεις στο σύνταγμα (τα λεγόμενα «13 σημεία»), που αφορούσαν στη διανομή των εξουσιών ανάμεσα στην ελληνοκυπριακή και τουρκοκυπριακή κοινότητα και θα το καθιστούσαν, κατά την ελληνοκυπριακή άποψη, πιο λειτουργικό και αποτελεσματικό. Οι τροποιήσεις που πρότεινε ο Μακάριος αφαιρούσαν το δικαίωμα βέτο από τον Ελληνοκύπριο πρόεδρο και τον Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο και γενικώς άλλαζαν το σύστημα από δικοινοτικό (απαιτούνταν ομοφωνία και των δύο κοινοτήτων) σε πλειοψηφικό (αρκούσαν οι περισσότερες ψήφοι απ' όπου κι αν προέρχονταν) με εγγυήσεις για τα δικαιώματα της μειονότητας. Η τουρκοκυπριακή κοινότητα θεώρησε αυτές τις προτάσεις ως προσπάθεια αλλαγής της Συνθήκης Ζυρίχης-Λονδίνου και περιορισμού των δικαιωμάτων της.
Σύντομα η συνταγματική κρίση επεκτάθηκε σε αιματηρές διακοινοτικές ταραχές, οι οποίες οδήγησαν τους Τουρκοκυπρίους σε πλήρη απομόνωση, απόσυρση σε θύλακες και αποχή από την πολιτική ζωή της χώρας. Το πρώτο επεισόδιο συνέβη στις 21 Δεκεμβρίου 1963, όταν Τουρκοκύπριοι πολίτες συνεπλάκησαν με Ελληνοκύπριους αστυνομικούς στον τουρκοκυπριακό τομέα της Λευκωσίας. Αποτέλεσμα ήταν δύο Τουρκοκύπριοι πολίτες και ένας Ελληνοκύπριος αστυνομικός νεκροί. Πάντως αυτή ήταν η σπίθα για μια από όλους ήδη αναμενόμενη έκρηξη[1]. Στη συνέχεια Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι παραστρατιωτικοί συνέχισαν τις ταραχές, οι οποίες διατήρησαν την ίδια ένταση ως τον Αύγουστο του 1964. Ακριβείς αριθμοί δεν υπάρχουν, ούτε και αντικειμενικές περιγραφές των γεγονότων. Ομάδες και από τις δύο κοινότητες επετίθεντο σε αντίπαλα χωριά και σκότωναν ή έπαιρναν ομήρους. Οργανώθηκαν κατά καιρούς επίσημες ανταλλαγές ομήρων. Κατά την πρώτη στις 26 Δεκεμβρίου 1963 η ελληνοκυπριακή κυβέρνηση παρέδωσε 545 Τουρκοκύπριους και η τουρκοκυπριακή πλευρά 26 Ελληνοκύπριους[2]. Δεύτερο κρίσιμο επεισόδιο θεωρείται αυτό που έγινε στην Αμμόχωστο στις 11 Μαΐου 1964, όταν τρεις Ελλαδίτες αξιωματικοί της ΕΛΔΥΚ και ένας Ελληνοκύπριος αστυνομικός εισήλθαν με ένα τζιπ υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες στον τουρκοκυπριακό τομέα της πόλης και επακολούθησε συμπλοκή με Τουρκοκυπρίους, κατά την οποία σκοτώθηκαν ένας αξιωματικός της ΕΛΔΥΚ και ο Ελληνοκύπριος αστυνομικός[3]. Το περιστατικό αυτό έγινε αφορμή να αναζωπυρωθεί η βία και να ενταθούν οι ένοπλες συγκρούσεις και οι απαγωγές. Στο διάστημα αυτό πολλοί Τουρκοκύπριοι εγκατέλειψαν τα μεικτά χωριά στα οποία ζούσαν και κατέφυγαν σε θύλακες Τουρκοκυπρίων στο βόρειο μέρος του νησιού. Αυτό οφειλόταν εν μέρει στο φόβο που προξενούσαν οι ελληνοκυπριακές ένοπλες επιθέσεις εναντίον τους και εν μέρει σε οργανωμένο σχέδιο της τουρκοκυπριακής ηγεσίας, η οποία με αυτόν τον τρόπο προσπαθούσε να επιτύχει μια de facto διχοτόμηση του νησιού. Οι ένοπλες αυτές ταραχές ενισχύονταν και από τις «ανεύθυνες, ανακριβείς και ιδιαίτερα συναισθηματικές περιγραφές του τοπικού τύπου»[4]. Στην αρχή οι βρετανικές δυνάμεις έπαιζαν το ρόλο του διαιτητή, μέχρι να αποστείλει ο ΟΗΕ κυανόκρανους.
Η Τουρκία και Ελλάδα ενεπλάκησαν ενεργά στη διαμάχη, η μεν πρώτη με την διενέργεια βομβαρδισμών (η προγραμματιζόμενη εισβολή απετράπη έπειτα από επέμβαση του αμερικανικού παράγοντα), η δε δεύτερη με την αποστολή στρατιωτικού σώματος πέραν των όσων προέβλεπαν οι Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου. Η ανάπτυξη δυνάμεων του ΟΗΕ κατά μήκος της αποκαλούμενης "Πράσινης Γραμμής" κατέδειξε ότι το κυπριακό πρόβλημα παρέμενε ενεργό και είχε προσλάβει έναν διεθνή χαρακτήρα, τον οποίο εξακολουθεί να διατηρεί ως τις μέρες μας.
[Επεξεργασία] Σχέδιο Ακρίτας
Στις 21 Απριλίου 1966 η εφημερίδα "Πατρίς", φιλικά προσκείμενη στο Γεώργιο Γρίβα, δημοσίευσε το απόρρητο "Σχέδιο Ακρίτας"[5], το οποίο φέρεται να είχε εκπονηθεί τα πρώτα χρόνια μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου από τον Υπουργό Εσωτερικών της Κυπριακής Κυβέρνησης Πολύκαρπο Γεωρκάτζη εν γνώσει του Μακάριου. Ο Γεωρκάτζης φέρεται να είχε συστήσει μυστική οργάνωση, της οποίας ηγείτο με το ψευδώνυμο «Ακρίτας» [6]. Το σχέδιο απευθυνόταν στα μέλη της οργάνωσης και η δημοσίευσή του πρέπει να οφείλεται στη διαμάχη Γρίβα-Μακάριου. Η ύπαρξη του σχεδίου αυτού δε διαψεύστηκε (ούτε επιβεβαιώθηκε) από την ελληνοκυπριακή κυβέρνηση[7]. Στην οργάνωση του Γεωρκάτζη φέρεται να ήταν μέλος και ο τωρινός Πρόεδρος της Κύπρου Τάσος Παπαδόπουλος. Το κείμενο ήταν ανάλυση των στόχων της ελληνοκυπριακής πολιτικής και των μεθόδων που έπρεπε να ακολουθηθούν, για να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί. Τελικός στόχος ήταν η Ένωση με την Ελλάδα. Επειδή όμως κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό μετά την υπογραφή των Συνθηκών Ζυρίχης-Λονδίνου, θα έπρεπε πρώτα να αποδεσμευθεί η Κύπρος από αυτές τις Συνθήκες. Για να μπορέσει να αποδεσμευθεί η Κύπρος από τις συνθήκες θα έπρεπε να καταδειχθεί ότι η λύση που δόθηκε στο Κυπριακό με τις συνθηκες αυτές δεν ήταν δίκαιη και δεν έλυσε το πρόβλημα. Έπρεπε δηλαδή να προβληθούν και να τονιστούν οι δυσλειτουργίες του Συντάγματος και των Συνθηκών. Πολιτειακές δυσλειτουργίες θα εξυπηρετούσαν το σκοπό αυτόν. Σε αυτό το πλαίσιο θα έπρεπε να περάσει προς τη διεθνή κοινότητα η εντύπωση ότι, ενώ η συμβίωση των δύο κοινοτήτων είναι εφικτή, επικρατούσα είναι η ελληνοκυπριακή κοινότητα, η οποία θα ώφειλε να είναι και ο βασικός συνομιλητής. Δεύτερος άμεσος στόχος ήταν, αφού καταδειχθούν οι δυσλειτουργίες του Συντάγματος, να καταστεί δυνατή η τροποποίησή του χωρίς τη συναίνεση ξένων κρατών. Για να γίνει αυτό θα έπρεπε να παρουσιαστεί η τροποποίηση του Συντάγματος ως απόρροια του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των λαών και να μη συνδεθεί με την Ένωση, για να μην προκληθούν αντιδράσεις. Σε πρώτη φάση θα τροποποιούνταν οι διατάξεις που έδιναν δικαίωμα βέτο στους Τουρκοκυπρίους και θα αντικαθίσταντο από εγγυήσεις για τη μειονότητα. Η τελική φάση του σχεδίου προέβλεπε τη διενέργεια δημοψηφίσματος για την Ένωση με την Ελλάδα. Το σχέδιο αναφέρεται στη χρήση ένοπλης βίας μόνο ως άμυνα στις αντιδράσεις των Τουρκοκυπρίων. Βασικό όμως συμπέρασμα είναι ότι η συνταγματική κρίση ήταν επιθυμητή από τους εμπνευστές του σχεδίου και ότι τα 13 Σημεία του Μακάριου φαίνεται πως δε στόχευαν μόνο στην άρση του πολιτειακού αδιεξόδου, αλλά είχαν απώτερο στόχο να ανοίξουν το δρόμο για την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
[Επεξεργασία] Διακοινοτικές διαμάχες και συνομιλίες (1964-1974)
Μεταξύ 1964 και 1974 τις περιόδους των διακοινοτικών εντάσεων διαδέχονταν περίοδοι διακοινοτικών συνομιλιών, οι οποίες όμως δεν κατέληγαν σε κάποιο αποτέλεσμα. Με την επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα το 1967 η κατάσταση περιπλέχτηκε ακόμη περισσότερο, καθώς η πολιτική του Προέδρου Μακαρίου κάθε άλλο παρά ευθυγραμμιζόταν με τις επιδιώξεις της κυβέρνησης των Αθηνών.
[Επεξεργασία] Πραξικόπημα και Τουρκική εισβολή (1974)
Το πραξικόπημα που οργανώθηκε τον Ιούλιο του 1974 από την Χούντα των Συνταγματαρχών και τους συνεργάτες της στην Κύπρο με στόχο την ανατροπή του Μακαρίου και την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα στάθηκε η αφορμή για τη στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας στην Κύπρο, η οποία εκδηλώθηκε σε δύο φάσεις, στις 20 Ιουλίου και στις 14 Αυγούστου 1974.
Η τουρκική εισβολή δημιούργησε χιλιάδες θύματα και αγνοούμενους, περισσότερους από 200.000 πρόσφυγες, στη μεγάλη τους πλειονότητα Ελληνοκύπριους, και δύο χωριστές περιοχές με εθνικά σχεδόν αμιγή πληθυσμό. Η διαίρεση αυτή διατηρείται μέχρι σήμερα δια της βίας καθώς περισσότεροι από 40.000 τούρκοι στρατιώτες εξακολουθούν να παραμένουν στο νησί, ενώ η Τουρκία ενθαρρύνει την παράνομη εγκατάσταση εποίκων ώστε να αυξήσει τα ερείσματά της. Η διεθνώς αναγνωρισμένη Κυπριακή Δημοκρατία ασκεί έλεγχο μόνο στο νότιο τμήμα του νησιού, παρότι από νομική άποψη εξακολουθεί να εκπροσωπεί το σύνολο. Το κατεχόμενο βόρειο τμήμα, το οποίο αυτοανακηρύχθηκε ανεξάρτητο το 1983, έχει αναγνωριστεί διεθνώς μόνο από την Τουρκία με την ονομασία "Τουρκική Δημοκρατία της Βορείου Κύπρου" (τουρκικά: Kuzey Kıbrıs Türk Cumhuriyeti [KKTC]). Το Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών με τα ψηφίσματα (αποφάσεις) του 541/1983 και 550/1984 καταδίκασε ευθέως την ανακήρυξη της "ΤΔΒΚ" και κάθε αποσχιστική δραστηριότητα και κάλεσε όλα τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ να μην την αναγνωρίσουν.
[Επεξεργασία] Τριάντα χρόνια στασιμότητας (1974-2004)
Μετά την κατάπαυση του πυρός, τον Αύγουστο του 1974, καταβλήθηκαν πολλές προσπάθειες για επανένωση του νησιού, οι οποίες όμως δεν στέφθηκαν από επιτυχία, λόγω κυρίως της αδιαλλαξίας της Τουρκίας και της τουρκοκυπριακής ηγεσίας. Από το 1977 έχει επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των δύο κοινοτήτων ότι η όποια λύση προκριθεί θα είναι ομοσπονδιακού και διζωνικού χαρακτήρα, όμως η διατύπωση αφήνει πολλά περιθώρια για ερμηνείες.
[Επεξεργασία] Ένταξη στην Ε.Ε. (2004 και μετά)
Μια νέα δυναμική για επίλυση του κυπριακού προβλήματος με ενεργό ανάμιξη του διεθνή παράγοντα δημιουργήθηκε με την αίτηση εισδοχής της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αποκορύφωμα των προσπαθειών αυτών υπήρξε το σχέδιο που εκπόνησε ο ΟΗΕ, γνωστό ως Σχέδιο Ανάν. Το Σχέδιο υποβλήθηκε τον Απρίλιο του 2004 σε δύο ξεχωριστά δημοψηφίσματα, εγκρίθηκε από την τουρκοκυπριακή κοινότητα, αλλά απορρίφθηκε από τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων η οποία συντάχθηκε με την δημόσια τοποθέτηση του Προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου ότι το Σχέδιο θα κατέλυε την Κυπριακή Δημοκρατία και θα την υποκαθιστούσε με ένα αμφιβόλου βιωσιμότητας μόρφωμα.
Μετά από αυτή την εξέλιξη το διεθνές ενδιαφέρον έχει εμφανώς ατονήσει καθώς όλες οι πλευρές φαίνεται πως έχουν αποδεχθεί το σημερινό status quo και δεν εμφανίζονται διατεθειμένες να αναλάβουν στο άμεσο μέλλον κάποια νέα ουσιαστική πρωτοβουλία. Ωστόσο το γεγονός ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι πλέον πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενώ συγχρόνως η Τουρκία διεκδικεί κι αυτή τη συμμετοχή της στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα έχει καταστήσει το κυπριακό πρόβλημα εσωτερικό ζήτημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με απρόβλεπτες συνέπειες.
[Επεξεργασία] Εσωτερικές Συνδέσεις
"Τουρκική Δημοκρατία της Βορείου Κύπρου"
[Επεξεργασία] Εξωτερικές Συνδέσεις
- Πτυχές του Κυπριακού Προβλήματος
- "ΤΔΒΚ": ένα παράνομο καθεστώς
- Παράνομη εκμετάλλευση Ελληνοκυπριακών περιουσιών από την Τουρκία
- www.cyprus-conflict.net: Μια σελίδα με κατά το δυνατόν ουδέτερα κείμενα για το Κυπριακό
- Ελληνοκυπριακές σχέσεις: 50 χρόνια φαγούρας, άρθρο του Μακάριου Δρουσιώτη στην Ελευθεροτυπία της 11.7.2006
[Επεξεργασία] Παραπομπές
- ↑ R. A. Patrick, Political Geography and the Cyprus Conflict, Waterloo Ontario Canada 1976, σσ. 45 κ.εξ.
- ↑ R. A. Patrick, Political Geography and the Cyprus Conflict, Waterloo Ontario Canada 1976, σ. 49
- ↑ Αναφορά του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ προς το Συμβούλιο Ασφαλείας, Doc. Nr. S/5764 της 15/6/1964, παρ.14 κ.εξ.
- ↑ Αναφορά του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ προς το Συμβούλιο Ασφαλείας, Doc. Nr. S/5764 της 15/6/1964, παρ.69
- ↑ Το Σχέδιο Ακρίτας (στα Αγγλικά)
- ↑ Ιός της Ελευθεροτυπίας με περαιτέρω παραπομπές
- ↑ Ζήνων Σταυριανίδης