Χρήστης:8ana.sys
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
[Επεξεργασία] "Μπουκοφσκική" Κυριακή
19/06/06
Αυτή η νύχτα ήταν βαριά όσο τα λαδερά γεμιστά της Τετάρτης στη λέσχη και αυτή η γαμημένη υγρασία σε κάνει να νιώθεις γέρος και μουντρούχος.. Ξύπνησα ανήσυχος και με κακή διάθεση και αφού έστριψα ένα τσιγάρο πήρα το δρόμο για τον καμπινέ. Είναι Κυριακή και όπως κάθε Κυριακή στην πόλη δεν κινείται φύλλο παρά μόνο αργόσχολοι παππούδες, ρακοσυλλέκτες που μαζεύουν άδεια κουτάκια από κοκακόλες και τρελοί. Ακόμα και τα σκυλιά τέτοια μέρα τη περνούν ξαπλώνοντας στα πεζοδρόμια και τις σκάλες των οικοδομών σαν ψόφια, προσθέτοντας άλλη μια μέρα επιδεικτικής απραγίας στο μακάριο βίο τους. Βγήκα μέχρι το περίπτερο, με το βρακί και το λευκό κασκορσέ φανελάκι που συνηθίζω να φοράω όταν κοιμάμαι, για να πάρω καπνό, αλλά ήταν κλειστό και ξενέρωσα γιατί θα έπρεπε να περπατήσω δυο στενά παρακάτω μέχρι το επόμενο. Είμαι σίγουρος ότι ο περιπτεράς θα πήρε όλη του τη φαμέλια και θα πήγε θάλασσα για το σαββατοκύριακο. Στην επιστροφή κατηφορίζοντας το στενό για το σπίτι πέρασε αργά δίπλα μου ένα αυτοκίνητο και σταμάτησε. Το τζάμι του συνοδηγού κατέβηκε μέχρι τη μέση.
- Με συγχωρείτε κύριε, μιλάτε Αγγλικά;
Ήταν η λεπτή και με έντονα βρετανική προφορά φωνή της νεαρής συνοδηγού. Με το ζόρι κατάλαβα τι μου είπε.
- Γιες οφκόρς…
Της απάντησα. Αμέσως μετά έβγαλε μπροστά της έναν τεράστιο γεωπολιτικό χάρτη της Ευρώπης και αφού έδειξε δυο τρία σημεία ψιθυρίζοντας κάτι ακαταλαβίστικο με ρώτησε ποιος είναι ο δρόμος για Πορτογαλία. Την κοίταξα απαθής χωρίς να δώσω ιδιαίτερη σημασία στην ερώτηση της αφού μεγαλύτερη εντύπωση μου έκανε το λυγερό της σώμα και τα σφιχτά φρεσκοξυρισμένα μπούτια της, που ξεπρόβαλαν μαυρισμένα και λιμπιστερά. Αφού έριξα μια κλεφτή ματιά και στη δεύτερη επιβάτη του οχήματος, η οποία κρατούσε το τιμόνι σφιχτά με τα δυο της χέρια και κοιτούσε όλο ευθεία μπροστά, αντιλήφθηκα ότι ήταν ακόμη πιο μουνάρα.
- Λοιπόν κοίταξε να δεις..
Της είπα.
- Δε ξέρω ακριβώς ποιος είναι ο δρόμος για Πορτογαλία, αλλά ξέρω πολύ καλά το δρόμο για την καλύτερη παραλία της περιοχής, στην οποία είμαι σίγουρος ότι δεν έχετε πάει γιατί πολύ απλά δε την ξέρει κανένας άλλος, εκτός από εμένα και τη γιαγιά μου η οποία λίγο πριν πεθάνει με πήγε και μου την έδειξε.
Και συνέχισα..
- Κανείς δε μπορεί να τη βρει από μόνος του. Όσοι προσπάθησαν να το κάνουν βρήκαν τραγικό θάνατο και τα κουφάρια τους τα ξέβρασε στη στεριά η θάλασσα μετά από μέρες. Εάν το βαστά η καρδούλα σας και αν αυτό το σαράβαλο έχει αρκετή βενζίνη μπορώ να ‘ρθω μαζί και να σας την δείξω.
Συνεχίζεται...
--8ana.sys 23:14, 11 Ιουλίου 2006 (UTC)
[Επεξεργασία] Μουσική Μαλάκινση
Αύγουστος 2004 <author: 8ana.sys>
Έσβησε το στριφτό του τσιγάρο στο γεμάτο γόπες τασάκι του σαλονιού σε σχήμα κουλουριασμένης γάτας. Με μια ήρεμη κίνηση έπιασε το ηλεκτρικό, άταστο μπάσο του, που με τόση αφοσίωση τον είχε ακολουθήσει σε όλες του τις συναυλίες όλα αυτά τα χρόνια. Έπαιξε τις πρώτες νότες από το «blue bird» του Charlie Parker, αφήνοντάς τες να γεμίσουν απαλά τη μισοσκότεινη και νοτισμένη από τον καπνό ατμόσφαιρα του δωματίου. Για μια στιγμή ξανάφερε με νοσταλγία στο νου του όλα όσα είχε κάνει στα χρόνια που έζησε και όσα δεν κατάφερε να κάνει. Από τότε που άρχισε να συμβαίνει «αυτό» δεν του έμεναν και πολλές επιλογές από το να μείνει μακριά από το κόσμο και τις κοινωνικές συναναστροφές τις οποίες ,απ’ όσο μπορούσε να θυμηθεί, ποτέ δεν έβρισκε ιδιαίτερα ευχάριστες. Προτιμούσε να παραμένει απομονωμένος και να αφοσιώνεται εξ’ ολοκλήρου στη μουσική του για βδομάδες. Έστριψε αργά το τελευταίο τσιγάρο αφού ήξερε ότι σε λίγα λεπτά θα ξεκινούσε η μετάλλαξη, όπως και κάθε δεύτερη μέρα μετά το πέρας της κόκκινης σελήνης, πάντα την ίδια ώρα γύρω στις 2:14μμ. Συνέχισε να τραβά ατάραχος τις χοντρές χορδές του οργάνου που είχε στο γόνατά του αφήνοντάς τες να κάνουν μια πλατιά και γεμάτη ταλάντωση που συγχρόνιζε το μη καλά πλαισιωμένο τζάμι της μπαλκονόπορτας παράγοντας ένα εκνευριστικό για αυτόν τρίξιμο που πρόδιδε την κατά τα άλλα καλή ακουστική του χώρου. Σε λίγη ώρα ένιωσε μια πρωτόγονη μορφή ενέργειας να του διαπερνά το μυαλό και το σώμα. Μετά τις πρώτες στιγμές πλήρους διαύγειας τον κυρίευσε μια απροσδόκητη όρεξη για δημιουργία. Άκουσε μια φωνή να τον καλεί με ένα άγνωστο για αυτόν όνομα ενώ ένιωθε τον ρυθμό στο κορμί του να ανάβει. Τυμπανοκρουσίες και άναρθρες κραυγές , ενώ ο ίδιος το τελευταίο πράγμα που θυμάται είναι να χτυπά με ορμή τις ξεχειλωμένες χορδές του μπάσου σε ένα παραλήρημα εκστατικού και άγριου σλάπινγκ.
27/12/2004 Το επόμενο πρωινό τον βρήκε ξαπλωμένο ανάσκελα στο ξύλινο δάπεδο του δωματίου. Η αριστερή του παλάμη ήταν σφιγμένη σε σχήμα γροθιάς σα να κρατούσε κάτι εξαιρετικά πολύτιμο, κάτι που δε θα ‘πρεπε να χαθεί με κανένα τρόπο, κάτι που ίσως του αποκάλυπτε κάποιο μεγάλο μυστικό της πεπερασμένης του ύπαρξης, κάτι εκπληκτικό και δυσνόητο για τον ανθρώπινο νου. Άνοιξε αργά, με δέος την ιδρωμένη και μουδιασμένη του χούφτα. Κάτι φύλαγε μέσα της. Το ένιωθε ότι κάτι υπήρχε εκεί. Κοίταξε δειλά μέσα στη παλάμη του και συνειδητοποίησε έντρομος ότι εκεί βρισκόταν ένας ασημί, μεταλλικός συνδετήρας, σαν αυτούς που χρησιμοποιούν συνήθως οι άνθρωποι στα γραφεία τους. Τι να σήμαινε άραγε κάτι τέτοιο;
..συνεχίζεται
--8ana.sys 21:52, 3 Σεπτεμβρίου 2006 (UTC)
[Επεξεργασία] Τρεις Αλβανοί…
02/02/2006
Όλα άρχισαν όταν μια μέρα ήρθαν και με βρήκαν τρεις αλβανοί στο μαγαζί και μου είπαν ότι φαίνομαι να έχω ταλέντο και πώς αν αυτό αποδεικνύονταν αληθινό θα μπορούσα να βγάλω πολλά λεφτά, αν τελικά δεχόμουν να μπω στη συμμορία τους. Τους είπα ότι θα το σκεφτώ και ότι τελευταία δεν έχω και πολύ ελεύθερο χρόνο και ότι θα τους πω με σιγουριά σε μιa βδομάδα. -Αν και είχα μεγάλη ανάγκη από λεφτά, δεν ήθελα να με περάσουν και για κανένα του χεριού τους και να με βρουν μπόσικο, όταν θα ήταν να γίνει η μοιρασιά.-
Τώρα, μια βδομάδα μετά ξυπνάω με γαμημένο στομάχι και πάω γραμμή για καμπινέ. Τουλάχιστον μ’ αυτά και μ’ αυτά διατηρώ ακόμα την εντερική χαλαρότητα για να αντεπεξέλθω στις απαιτήσεις ενός πρωινού χεσίματος. Στο γυρισμό, αφού έχω στρώσει και λίγο το μαλλί, πάω στη κουζίνα και γεμίζω ένα μεγάλο ποτήρι νερό. Ξέρω ότι πάντα, μετά από ένα γερό μεθύσι και ακόμα ένα πιο γερό γαμήσι, το πρωί η Μερούλα διψάει.
Αφήνω το ποτήρι στο κομοδίνο και κάνω να ανοίξω λίγο το πατζούρι να μπει και λίγο καμένο οξυγόνο ανακατεμένο μαζί με άνθρακα.
-Μωρό, ..θα μου φέρεις ένα ποτήρι νερό; Διψάω..
-Έχει πάνω στο κομοδίνο.
Η Μερούλα δεν είναι ιδιαίτερα έξυπνος άνθρωπος, αλλά έχει ωραίο κώλο. Μπορεί να μην έχει άποψη για τις ταινίες του Γκοντάρ, αλλά όταν την δεις να (ανεβαίνει στο τραπέζι και να) χορεύει, κάνει ένα κούνημα τους γοφούς, να χύσεις στα βρακιά σου.
-Τι ώρα πήγε και για που ετοιμάζεσαι τόσο βιαστικά;
-Κοντεύει τρεις και πρέπει να πάω να βρω τον Άκη, έχουμε κανονίσει να βρεθούμε για φαγητό. Τον έχω στήσει ήδη μισή ώρα.
-Κάνεις ακόμα παρέα μ’ αυτό το παλιοπρεζάκι;
-Είναι καλός μου φίλος και εκτός αυτού κάνει υπέροχες μακαρονάδες. Δε ξέρω πως τα καταφέρνει, αλλά ότι μαγειρεύει αυτό το παιδί έχει πάντα γαμάτη γεύση.
-Ίσως επειδή πάντα πλακώνεστε στους μπάφους πιο πριν.
-Μη λες μαλακίες.
Έχω βάλει ήδη παντελόνι και παπούτσια και ψάχνω να βρω το πουκάμισο και τη ζώνη.
-Δε θα κάτσεις ούτε για έναν καφέ;
-Ούτε γι΄ αστείο. Βιάζομαι σου λέω, πρέπει να φύγω.
-Κρίμα γιατί πολύ θα ήθελα να μου φέρεις τον καφέ στο κρεβάτι. Εσύ που τον κάνεις και τόσο ωραίο.
Κατάλαβες; Όσο τις δίνεις αέρα, αυτά παθαίνεις. Ωραία, ταιριάζω λίγο και το κασκόλ και δρόμο.
-Έφυγα μωρό, θα τα πούμε από την άλλη βδομάδα γιατί όπως σου είπα, αυτές τις μέρες πνίγομαι. Έχω πολλές δουλείες.
-Ciao, baby! Να μου τηλεφωνήσεις μόλις βρεις χρόνο, OK;
-Ναι, ναι. Όπως είπαμε.
Το σπίτι του Άκη είναι στη δυτική πλευρά της πόλης και αναγκαστικά πρέπει να περάσεις από κέντρο. Η Μερούλα μένει ανατολικά. Το καλό είναι ότι τουλάχιστον εκεί βρίσκεις ευκολότερα θέση για πάρκινγκ. Για να δούμε, που να το’ χω βάλει άραγε; Τώρα που το σκέφτομαι, δε θυμάμαι και πολλά από χτες, -μπόμπα τα ποτά στο Ζενίτ, μπόμπα!
Φτάνω έξω από την πολυκατοικία και πριν χτυπήσω το θυροτηλέφωνο σκέφτομαι να πάρω και δύο σοκολάτες lacta με αμύγδαλα, που μου ζήτησε με μήνυμα από το κινητό πριν από λίγη ώρα, καθώς και τέσσερις μπύρες και κατευθύνομαι κατά το περίπτερο απέναντι. Στο γυρισμό χτυπάω θυροτηλέφωνο και μετά από λίγο η πόρτα κάνει έναν μακρόσυρτο ήχο, σαν από ηλεκτροσόκ και ανοίγει. Πλησιάζω στην είσοδο του διαμερίσματος και βρίσκω την πόρτα μισάνοιχτη. Μπαίνω μέσα και αφουγκράζομαι ένα είδος σούσουρου από το διπλανό δωμάτιο. Ανοίγω και βλέπω δύο άτομα μπροστά από τον υπολογιστή να έχουν κολλημένο το βλέμμα τους στην οθόνη και να παίζουν pro.
Ήταν ο Μίλτος και ο συγκάτοικός του ο Μανωλάκης οι οποίοι έχουν περάσει τα τελευταία τρία εξάμηνα παίζοντας ποδοσφαιράκι στον υπολογιστή.
Στο δωμάτιο, απ’ όσο ήξερα, υπήρχαν, σε συνεχή λειτουργία και σε μόνιμη βάση συνδεδεμένοι δύο ισχυροί υπολογιστές γραφείου, ενώ πότε, πότε το δίκτυο συμπλήρωνε και ένας τρίτος laptop, τον οποίο ο Άκης συνήθιζε να κρατά στη κρεβατοκάμαρα, φυσικά πάντα συνδεδεμένο με τους άλλους δύο σε ασύρματο δίκτυο. Αυτή τη φορά υπήρχαν ακόμη δύο laptops συνδεδεμένοι, παραπλεύρως των δύο κεντρικών. Στις οθόνες των υπολοίπων απ’ αυτόν που γινόταν ο αγώνας εκτελούνταν χιλιάδες αράδες δυαδικού κώδικα, πιθανόν εδώ και πολλές νύχτες, χωρίς να τερματίζει ποτέ ο αλγόριθμος. Το μόνο που μπορούσες να ξεχωρίσεις στην οθόνη ήταν μια συνεχής ροή από δεκαδικά ψηφία στη μαύρη οθόνη της γραμμής εντολών.
-Γειαα..
-Γειαα..
-…
-Τι λέει, ποιος κερδίζει;
Πίσω μου ακούγεται η πόρτα να κλείνει και μπαίνει μέσα ο Άκης κρατώντας από ένα καλοστριμμένο τσιγάρο στο κάθε του χέρι. Δίνει το ένα σε μένα και ανάβει το δεύτερο.
-Αυτοί οι μαλάκες παίζουν εδώ και δυο ώρες και συνέχεια το σκορ είναι 0-0. Δεν έχει μπει ούτε ένα γκολ. Ή το ξέρουνε και οι δύο τόσο καλά ή είναι και οι δύο τελικά εντελώς άσχετοι, που είναι και το πιθανότερο.
..συνεχίζεται.