Προφορά τής κλασικής Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ως προφορά τής κλασικής Αρχαίας Ελληνικής νοείται η φωνητική απόδοση της γλώσσας των κλασικών κειμένων τού 5ου και 4ου π.Χ. αιώνα με βάση τη δομή και τη λειτουργία τού αρχαίου φωνολογικού συστήματος. Μολονότι η περίοδος αυτή καλύπτει κυρίως την αττική πεζογραφία και ποίηση ώς τον Δημοσθένη και τον Αριστοτέλη, στο άρθρο αυτό θα θεωρείται συμβατικά ότι περιλαμβάνεται επίσης η γλώσσα τού 6ου αι., στην οποία ανήκουν οι λυρικοί ποιητές και οι ιστοριογράφοι (λ.χ. Ηρόδοτος).

[Επεξεργασία] Ιστορική τοποθέτηση του ζητήματος

Άγαλμα του Antonio de Nebrija έξω από την Εθνική Βιβλιοθήκη τής Ισπανίας στη Μαδρίτη
Άγαλμα του Antonio de Nebrija έξω από την Εθνική Βιβλιοθήκη τής Ισπανίας στη Μαδρίτη

Κατά την πρώιμη μεσαιωνική εποχή και κυρίως πριν από την Αναγέννηση η κλασική παιδεία ήταν ανύπαρκτη στη δυτική Ευρώπη, όπου κυριαρχούσε η λατινική γλώσσα. Μόλις τον 13ο αιώνα, όταν ιδρύθηκε το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, χρηματοδοτήθηκε η πρώτη έδρα διδασκαλίας τής Αρχαίας Ελληνικής, η οποία ωστόσο υπολειτουργούσε. Είναι χαρακτηριστικό ότι το έτος 1360 ο Ιταλός ποιητής Πετράρχης (Petrarca) ισχυρίστηκε ότι γνώριζε μόνον οκτώ Ιταλούς, οι οποίοι ήταν κάτοχοι της κλασικής Ελληνικής.

Ο Διαφωτισμός και η Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως το 1453 επέφεραν πραγματική αναγέννηση στην καλλιέργεια των κλασικών γραμμάτων, καθώς και στη διδασκαλία τής Αρχαίας Ελληνικής. Πολλοί Έλληνες λόγιοι, κυρίως Φαναριώτες, κατέφυγαν στην Ιταλία και σε άλλες χώρες τής Δυτικής Ευρώπης, όπου μεταδίδαξαν την κλασική γλώσσα, την οποία οι ίδιοι μελετούσαν και αντέγραφαν. Εντούτοις, όπως ήταν φυσικό, οι λόγιοι αυτοί χρησιμοποιούσαν την υστεροβυζαντινή / νεοελληνική προφορά στην ανάγνωση και διδασκαλία των αρχαίων κειμένων, μεταφέροντας έτσι την προφορά τής καθημερινής ομιλίας τους, της μητρικής τους γλώσσας στην κλασική γλώσσα.

Σύντομα, οι λόγιοι της Δύσης, οι οποίοι δεν έφεραν το βάρος τής κληρονομημένης και εξελιγμένης προφοράς τής Ελληνικής, αντιλήφθηκαν ότι η νεοελληνική προφορά απέδιδε ατελώς την κλασική γλώσσα και προκαλούσε προβλήματα στη διδασκαλία. Επί παραδείγματι, ήταν δύσκολο να εξηγηθεί η ιωτακιστική ποικιλία των γραφημάτων ι, η, υ, οι, ει, υι και επίσης η συμπεριφορά των διφθόγγων αυ, ευ, αλλά και η δυσερμήνευτη προφορά τού αι ως /e/.

O πρώτος που διατύπωσε γραπτώς τις επιφυλάξεις του για την αξιοπιστία τής νεοελληνικής προφοράς των κλασικών κειμένων φέρεται να είναι ο Ισπανός ανθρωπιστής και λόγιος Antonio de Nebrija (Αντόνιο δε Νεμπρίχα, γνωστός επίσης με το λατ. όνομα Antonius Nebrissensis, 1441-1522) σε κείμενά του που δημοσιεύθηκαν μεταξύ των ετών 1503 και 1516. Η εργασία του τιτλοφορείτο Errores Graecorum «Σφάλματα Ελλήνων» και ορισμένες παρατηρήσεις του για τη φωνητική υφή των π, β, φ, καθώς και για τα διπλά σύμφωνα αποκαλύπτουν καλή κρίση και διατηρούν την ισχύ τους.

O τυπογράφος Άλδος Μανούτιος
O τυπογράφος Άλδος Μανούτιος

Αξιοσημείωτος μεταρρυθμιστής υπήρξε επίσης ο σπουδαίος τυπογράφος Aldus Manutius (Άλδος Μανούτιος, 1458-1514), ο οποίος το 1508 δημοσίευσε το έργο Alphabetum Graecum «Ελληνικό αλφάβητο», όπου εξηγεί γιατί είναι λανθασμένη η πεποίθηση ότι τα αρχαία διγράμματα προφέρονταν μονοφθογγισμένα. Ο ίδιος μνημονεύει για πρώτη φορά ως επιχείρημα το επιφώνημα βῆ βῆ, με το οποίο οι αρχαίοι δήλωναν το βέλασμα των προβάτων, για να εξηγήσει τη φωνητική αξία των εν λόγω φθόγγων.

H κύρια προσέγγιση στην προφορά τής κλασικής γλώσσας πραγματοποιήθηκε από τον μεγάλο Ολλανδό λόγιο Έρασμο (πλήρες όνομα Desiderius Erasmus Geert, 1466-1536), ο οποίος δίδαξε σε πανεπιστήμια τόσο στη Γερμανία όσο και στην Αγγλία. Το 1528 ο Έρασμος προχώρησε στη δημοσίευση του κλασικού του έργου Dialogus de recta Latini Graecique sermonis pronuntiatione «Διάλογος περί της ορθής προφοράς τού λατινικού και του ελληνικού λόγου», το οποίο είναι γραμμένο με τη μορφή διαλόγου μεταξύ μαθητή και δασκάλου. Στο έργο αυτό ο Έρασμος κατέδειξε τις αδυναμίες τής παραδεδομένης νεοελληνικής προφοράς τής αρχαίας γλώσσας, εστιάζοντας την προσοχή στις ομόηχες και ηχομιμητικές λέξεις, στα δάνεια από την Ελληνική γλώσσα στη Λατινική, καθώς και σε φαινόμενα μεταπτώσεως, τα οποία θα παρέμεναν δυσερμήνευτα αν ακολουθείτο η νεοελληνική προφορά. Μολονότι ο ίδιος δεν φαίνεται να υιοθέτησε τον τύπο προφοράς που επανασυνέθεσε, προσκρούοντας τόσο στην απροθυμία των συγχρόνων του όσο και στην αντίδραση της Καθολικής εκκλησίας (η οποία τελικά τον αφόρισε[1]), ο όρος pronuntiatio erasmiana «ερασμική προφορά» (εναλλακτικώς ητακιστική προφορά) έφθασε να δηλώνει όσους αποδέχθηκαν την επιχειρηματολογία τού Εράσμου.

O Έρασμος σε πίνακα του Χανς Χόλμπαϊν
Μεγέθυνση
O Έρασμος σε πίνακα του Χανς Χόλμπαϊν

Ο λόγος για τον οποίο η ερασμική προφορά δεν καθιερώθηκε ευθύς αμέσως σχετιζόταν, αφ’ ενός μεν με τη θρησκευτική διχοτόμηση της Ευρώπης που περιγράφηκε παραπάνω, αφ’ ετέρου δε με την αντίδραση του ακαδημαϊκού κατεστημένου προς τη μεταρρύθμιση. Φορέας τής αντίδρασης ήταν, κατ’ εξοχήν, ο Γερμανός λόγιος Γιοχάνες Ρόιχλιν (Johannes Reuchlin, 1455-1522), o οποίος επέμενε στη διατήρηση της βυζαντινής ή ιωτακιστικής προφοράς τής κλασικής γλώσσας (που αποκλήθηκε ροϊχλίνεια)[2]. Κάτι που ιδιαίτερα ενοχλούσε τους οπαδούς τής παραδοσιακής προφοράς ήταν ότι ο Έρασμος είχε διατυπώσει ανάλογες επιφυλάξεις σχετικά με την προφορά τής έτερης κλασικής γλώσσας, της Λατινικής. Αυτό έθιγε τη μακρά παράδοση της προφοράς π.χ. του συμπλέγματος qu- ως [kv] αντί [k] ή [c], όπως συνηθιζόταν, ή των συλλαβών ti- και ce- ως [ti], [ke], αντί [tsi], [tse], όπως συνηθιζόταν.

Δύο νέοι λόγιοι του πανεπιστημίου τού Καίμπριτζ, οι Άγγλοι John Cheke και Thomas Smith, υπήρξαν οι πρωτεργάτες τής εφαρμογής τής ερασμικής προφοράς το 1540, οπότε εξελέγησαν καθηγητές τής Ελληνικής και του Αστικού Δικαίου αντιστοίχως. Οι εν λόγω καθηγητές βασίστηκαν, όχι μόνο στη συλλογιστική τού Εράσμου, αλλά και σε παράλληλες εξελίξεις τής Αγγλικής γλώσσας, η οποία τότε διερχόταν ένα στάδιο διφθογγοποίησης συγκεκριμένων φωνημάτων καθώς και την αποκαλούμενη δεύτερη μετατόπιση συμφώνων, πράγμα που βοηθούσε τους μελετητές να αντιληφθούν την πορεία εξελίξεως των φωνηεντικών ακολουθιών. Εντούτοις, δεν μπόρεσαν να προωθήσουν αμέσως τις ιδέες τους. Το 1542, ενόσω ο Καθολικός επίσκοπος Gardiner διατελούσε πρύτανις του πανεπιστημίου, εκδίδεται διάταγμα που απαγορεύει τη χρήση τής ερασμικής προφοράς στο Καίμπριτζ. H κατοπινή ενθρόνιση της βασίλισσας Ελισάβετ και η ανεκτική της στάση προς τη θρησκευτική μεταρρύθμιση και τη λόγια μελέτη ενεθάρρυνε τους Cheke και Smith να συστηματοποιήσουν τις προτάσεις τους περί αλλαγής τής προφοράς.

Τελικά, με αφετηρία την Αγγλία, η ερασμική προφορά διαδόθηκε ευρέως στις υπόλοιπες ακαδημαϊκές κοινότητες της Ευρώπης, στη δε Ιταλία καθιερώθηκε κατά το δεύτερο μισό τού 16ου αιώνα. Εντούτοις, οι διαφορές μεταξύ των γλωσσών και αυτή καθ’ αυτήν η εξέλιξη της Αγγλικής καθιστούσαν απαραίτητες ορισμένες διορθώσεις στον τύπο τής ερασμικής προφοράς που είχε καθιερωθεί στους ακαδημαϊκούς κύκλους. Αυτό επιτεύχθηκε το 1895, όταν το πανεπιστήμιο της Ουαλίας εξέδωσε το εγχειρίδιο των E.V. Arnold και R.S. Conway, The Restored Pronunciation of Greek and Latin («Η αποκατεστημένη προφορά τής Ελληνικής και της Λατινικής»). Οι προτάσεις και οι διορθώσεις τους, συμπληρωμένες το 1908 με βάση τις εισηγήσεις τής Ένωσης Κλασικών Φιλολόγων (της Μ. Βρετανίας), αποτελούν σήμερα το πρότυπο με το οποίο προφέρονται οι κλασικές γλώσσες στα αγγλικά και αμερικανικά πανεπιστήμια, καθώς και (με ελαφρές παραλλαγές) στην υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη.

Στον ελληνικό χώρο, ωστόσο, τα γεγονότα είχαν άλλη τροπή.


(υπό επεξεργασία)

[Επεξεργασία] Υποσημειώσεις

  1. Βλ. Χ. Συμεωνίδη, 1985, σελ. 11.
  2. Ο Γιοχάνες Ρόιχλιν υπήρξε ρομαντικός ελληνιστής και συνέβαλε αποφασιστικά στη διάδοση των κλασικών σπουδών στη Γερμανία, ενώ ο ίδιος είχε διδαχθεί τις κλασικές γλώσσες από Έλληνες λογίους στην Ιταλία, πράγμα που φυσικά είχε ως αποτέλεσμα να υιοθετήσει την εξελιγμένη υστεροβυζαντινή προφορά τους. Διέπρεψε επίσης στις εβραϊκές σπουδές.

[Επεξεργασία] Βιβλιογραφία

  • Allen, W. 1987 (3η έκδ.): Vox Graeca. A Guide to the Pronunciation of Classical Greek. Cambridge.
  • Bartoněk, A. 1966: Development of the Long-Vowel System in Ancient Greek. Prague.
  • Grammont, M. 1948: Phonétique du grec ancien. Lyon.
  • Lejeune, M. 1972: Phonétique historique du mycénien et du grec ancien. Paris.
  • Lupaş, L. 1972: Phonologie du grec attique. The Hague.
  • Meillet, A. 1965 (7η έκδ.): Aperçu d’une histoire de la langue grecque. Paris.
  • Μπαμπινιώτης, Γ. 1985: Ιστορική Γραμματική τής Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας. Ι. Φωνολογία. Αθήνα.
  • Palmer, L.R. 1980: The Greek language. London.
  • Schwyzer, E. 1959 (3η έκδ.): Griechische Grammatik. I. München.
  • Σταματάκος, Ι. 1973 (3η έκδ.): Ιστορική Γραμματική τής Αρχαίας Ελληνικής κατά τα πορίσματα της συγκριτικής γλωσσολογίας. Αθήνα.
  • Συμεωνίδης, Χ. 1985: Ιστορική Γραμματική τής Αρχαίας Ελληνικής. Ι. Φωνητική. Θεσσαλονίκη.
  • Teodorsson, S.T. 1974: The Phonemic System of the Attic Dialect 400-340 B.C. Stockholm.
  • Χατζιδάκις, Γ. 1920 (2η έκδ.): Ακαδημεικά Αναγνώσματα, τόμ. Α΄. Αθήνα.
  • Τα κείμενα του Εράσμου έχουν αντληθεί από την έκδοση της M. Cytowska, 1973: Opera omnia Desiderii Erasmi (Amsterdam).
Άλλες γλώσσες