Αμήν
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η λέξη Αμήν αποτελεί μεταγραφή της εβραϊκής λέξης αμήν (אמן) και σημαίνει «έτσι ας γίνει», «βέβαια» ή «γένοιτο» ως ισχυρή επιβεβαίωση των λεγομένων. Προέρχεται από το εβραϊκό ρήμα αμάν που σημαίνει «είμαι όσιος, αξιόπιστος». Χρησιμοποιείται στον Ιουδαϊσμό, τον Χριστιανισμό και τον Ισλαμισμό. Οι Χριστιανοί έχουν υιοθετήσει γενικά τον όρο στη λατρεία κατά την ολοκλήρωση των προσευχών, των δοξολογιών ή των ύμνων. Παρόμοια χρήση του όρου γινόταν από τα μέλη της κοινότητας του Κουμράν.
Στις Εβραϊκές Γραφές η λέξη χρησιμοποιείται ως έκφραση νομικής δέσμευσης κάποιου όσον αφορά κάποιον όρκο ή διαθήκη και τις παρεπόμενες συνέπειες (Αριθμοί 5:22· Δευτερονόμιο 27:15-26· Νεεμίας 5:13) ή ως έκφραση της συμφωνίας με μια προσευχή, μια έκφραση αίνου ή με έναν δηλωμένο σκοπό. (1 Χρονικών 16:36· Νεεμίας 8:6· 1 Βασιλέων 1:36· Ιερεμίας 11:5)
Ο Ιησούς Χριστός χρησιμοποίησε αυτό τον όρο στο κήρυγμα και τη διδασκαλία του, συχνά στην εισαγωγή κάποιας δήλωσης σχετικά με ένα γεγονός, μια υπόσχεση ή μια προφητεία, δίνοντας με αυτό τον τρόπο έμφαση στην πλήρη αλήθεια και αξιοπιστία των λόγων του. (Ματθαίος 5:18, Κείμενο· 6:2, 5, Κείμενο· 24:34, Κείμενο)
[Επεξεργασία] Βιβλιογραφία
- Analytical Lexicon to the Greek New Testament, 1994, 2000, Timothy and Barbara Friberg, στην αγγλική.
- Easton's Bible Dictionary, Τρίτη Έκδοση, 1897, M. G. Easton, στην αγγλική.
- Louw-Nida Greek-English Lexicon of the New Testament Based on Semantic Domains, 1988, Δεύτερη Έκδοση, J. P. Louw & E. A. Nida, United Bible Societies, στην αγγλική.
- The Interpreter's Dictionary of the Bible, 1962/2000, Abingdon Press, στην αγγλική.
- Ενόραση στις Γραφές, Τόμος 1, 1989, Β. & Φ. Ε. Σκοπιά, στην αγγλική.
[Επεξεργασία] Επιπλέον ανάγνωση
- Καθολική Εγκυκλοπαίδεια, λήμα "Αμήν" (στην αγγλική)
- Οι Νόμοι της Απόκρισης με "Αμήν" στον Ιουδαϊσμό (chabad.org, στην αγγλική)