Αντιδάνεια/Καταγραφή

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Εδώ επιχειρείται μια καταγραφή μερικών ελληνικών αντιδάνειων.

Περιγράφεται το ταξίδι των λέξεων με τον συμβολισμό [Α < Β < Γ], που διαβάζεται : [η λέξη Α προέρχεται από την Β, που προέρχεται από την Γ].

Με το σύμβολο '|' διαχωρίζονται εναλλακτικές έννοιες.

Με τον συμβολισμό '{Χ + Υ}' δηλώνεται η σύνθεση λέξης, που δημιουργείται από τα μέρη Χ και Υ.

Οι λέξεις που σημειώνονται με αστερίσκο είναι αμάρτυρες, δηλαδή δεν εντοπίζονται σε γραπτά κείμενα.

Χρησιμοποιούνται οι συντομογραφίες : αγγλ. = αγγλικά, αμερ. = αμερικανικά αγγλικά, αραβ = αραβικά, βενετ. = βενετσιάνικα | ενετικά, γαλλ. = γαλλικά, γερμ. = γερμανικά, ελλ. = ελληνικά, ιταλ. = ιταλικά, λατ. = λατινικά, μεξικ. = μεξικανικά, περσ. = περσικά, πορτ. = πορτογαλικά, τουρκ. = τουρκικά.


Πίνακας περιεχομένων

[Επεξεργασία] Αποδεκτά αντιδάνεια που μεταφέρθηκαν στο Βικιλεξικό

Αμπανόζι, Άσφαλτος, Γάμπα, Γκλάμουρ, Γκλαμουριά, Καρότο, Κόρδα, Λιμάνι, Μάκινα, Μπάνιο, Μπουτίκ, Μπιζέλι, Μπριγιάν, Μπριγιάντι, Μπριλλάντι, Σενάριο, Σμιρίγλι, Τεφτέρι, Φουντούκι.

[Επεξεργασία] Αποδεκτά αντιδάνεια (για μεταφορά στο Βικιλεξικό)

  • Αλμανάκ (το) (= περιοδική έκδοση με συλλογή γεγονότων) < αραβ. al manac < ελλ. το μηνιακόν (= το μηνιάτικο).
  • Άμπακος (ο) (λέμε έφαγε τον άμπακο, δηλαδή πάρα πολύ) < ιταλ. abbaco < λατ. abacus < ελλ. άβαξ, γεν. άβακος (= πινάκιο γραφής και υπολογισμών).
  • Αφιόνι < τουρκ. afyon < ελλ. όπιον [1]
  • Βάρκα (η) (= λέμβος) < ιταλ. barca < λατ. barica < ελλ. βάρις (= ποταμόπλοιο με ευρύ πυθμένα, κατάλληλο για φορτίο με βάρος | μαούνα) [2]. Σχετικά: η Βαρκάδα, ο Βαρκάρης.
  • Βαρκαρόλα (η) (= ερωτικό τραγούδι μέσα από βάρκα | λεμβωδία) < βενετ. barcarola < λατ. barica < ελλ. βάρις. (Δες και την Βάρκα).
  • Γαζία < βενετ. gazia < ιταλ. cacia < ελλ. ακακία [3]
  • Γαρίφαλο (το) < ιταλ. garifalo < λατ. garyophyllon < ελλ. καρυόφυλλον [4].
  • Γκάζι < γαλλ. gas < ελλ χάος.
  • Γκράφιτι < αγγλ. graffiti < graffito < λατ. graffiato < graffiare (= χαράσσω) < ελλ. γράφω
  • Γόμμα (η) (= υγρή κόλλα) < ιταλ. gomma < λατ. gummi | gommi < ελλ. κόμμι [5].
  • Δράμι (το) < αραβ. dirhem < ελλ. δραχμίον, υποκοριστικό του δραχμή [6]
  • Ελιξίριο (το) < αραβ. el iksir < ελλ. ξηρίον (= σκόνη για επίπαση πληγών) [7]
  • Καλέμι (το) < τουρκ. kalem < αραβ. kalam < ελλ. κάλαμος [8]
  • Καμαριέρα (η) (= υπηρέτρια) < ιταλ. cameriera < λατ. camera < ελλ. καμάρα [9].
  • Καμαρότος (ο) (= υπηρέτης) < ιταλ. camarotto < λατ. camera < ελλ. καμάρα [10].
  • Καμπούρης (ο) < τουρκ. kambur < ελλ. καμπύλος [11]
  • Καναπές (ο) (= αναπαυτικό κάθισμα για δυο ή περισσότερα άτομα) < γαλλ. canapé < λατ. conopeum < ελλ. κωνωπείον (= ανάκλιντρο με κάλυμμα για προστασία από τα κουνούπια) [12].
  • Κόμικς (τα) (= σειρά σχεδίων που αφηγούνται μια ιστορία) < αγγλ. comics < λατ. comicus < ελλ. κωμικός. [13]
  • Κορδόνι (το) < βενετ. cordon < ιταλ. cordone < λατ. chorda < ελλ. χορδή (δωρικά : χορδά) [14].
  • Κορνίζα (η) < αγγλ. cornice | βενετ. cornise < ελλ. κορωνίς [15].
  • Λαμπίκο (το) (= διαυγές, καθαρό) < αραβ. al ampico < ελλ. άμβυξ, άμβυκος (= αποστακτήρας).
  • Λαναράς (ο) (= εριουργός) < ισπαν. lanar < λατ. laena < ελλ. χλαίνα (= μάλλινο χειμερινό επανωφόρι, δες [επί χλαίναν βάλε κοιμηθέντι] (Οδύσσεια Υ 4)) < χλιαίνω (= θερμαίνω). Σχετικές: χλαίνη, χλιαρός.
  • Λανολίνη (η) (= λιπαντική ουσία) < γαλλ. lanoline {lana (= μαλλί) + olive (= λάδι) + -ine} < λατ. [laena oliva] < ελλ. {χλαίνα + έλαι-F-ον (= έλαιον, το δίγαμμα [F], που προφερόταν [β] στα Αιολικά, χάθηκε στην Αττική διάλεκτο)}. Δες Λαναράς.
  • Λισσαβών (η) (= η πρωτεύουσα της Πορτογαλίας Λισσαβόνα) < πορτογ. Lisbon < αρχαία ελλ. Ολυσσιπών, (Δες επετείχισε την Ολυσσιπώνα, Στράβων, Γεωγραφικά, βιβλίο τρίτο, για την Ιβηρική) [16] < αρχαιότερο {Οδύσσεια πόλις}.
  • Μενταγιόν (το) (= γυναικείο κόσμημα) < γαλλ. medallion < ελλ. μετάλλιον (= αθλητικό βραβείο).
  • Μονακό (το) (= πριγκιπάτο της Μεσογείου, νότια της Γαλλίας) < γαλλ. Monaco < ελλ. μόνοικος. Δες Ο δε του Μονοίκου λιμήν όρμος εστίν ... έχων ιερόν Ηρακλέους Μονοίκου καλουμένου ... ο Μασσαλιωτικός παράπλους, Στράβων Δ, Κεφ. 6 202 [17].
  • Μπαλάντα (η) (= είδος τραγουδιού) < γαλλ. ballade < λατ. ballare < ελλ. βαλλισμός (= πηδηχτός χορός) < βαλλίζω (= κινώ τους πόδας).
  • Μπάλλος (ο) (= χορός) < ιταλ. ballo < λατ. ballare < ελλ. βαλλισμός (= πηδηχτός χορός) < βαλλίζω (= κινώ τους πόδας).
  • Μπαλένα (η) | Μπανέλα (η) (= ευλύγιστο στήριγμα γιακάδων προερχόμενο από δόντια φάλαινας) < λατ. balaena < ελλ. φάλαινα
  • Μπανιέρα (η) < γαλλ. baigner (= λούω) < λατ. balneum < ελλ. βαλανείον (= είναι χώρος ομαδικών λουτρών, με πολλά καθίσματα, που προεξέχουν από το πάτωμα ως βάλανοι).
  • Μπάσος (ο) (= βαθύφωνος) < λατ. bassus (= χαμηλός) < ελλ. βάσις.
  • Μπαστούνι (το) (= ράβδος) < ιταλ. bastone < λατ. basto < ελλ. βαστώ.
  • Μπιτόνι (το) (= μεταλλικό δοχείο υγρών) < γαλλ. bidon < ελλ. πίθος.
  • Μπούσουλας (το) < ιταλ. bussola < λατ. buxida < ελλ. πυξίδα (= κιβώτιο από πύξο) < πύξος (= είδος ξύλου).
  • Παλάβρα (η) < ισπανοεβραϊκά paravra < λατ. parabola < ελλ. παραβολή [18]
  • Πέναλτι (το) < αγγλ. penalty < μεσαιωνικό λατ. penalitas < λατ. poenalis < ελλ. ποινή [19]
  • Σπάλα < ιταλ. spalla < λατ. spatula < ελλ. σπάθη [20]
  • Τσιμπούσι (= φαγοπότι) < τουρκ. cümbüs < ελλ. συμπόσιον {συν + πόσις} (= φαγοπότι) [21]
  • Φιστίκι (το) < τουρκ. fistik < ελλ. πιστάκιον, υποκοριστικό του πιστάκη < περσ. pistah [22]

[Επεξεργασία] Προτάσεις αντιδανείων (προς αποδοχή / απόρριψη)

  • Αιθιοπία (η) (= χώρα της Αφρικής) < λατ. Aethiopia < ελλ. αιθίοψ (= ο ηλιοκαμένος στο πρόσωπο) < {αίθω (= καίω) + όψις (= πρόσωπο)}.
  • Αμάλγαμα (το) (= κράμα υδραργύρου με άλλο μέταλλο) < γαλλ. amalgame < πιθανώς αραβ. < ελλ. μάλαγμα (= μείξις) [23].
  • Αμπούλα (η) (= φιαλίδιο φαρμάκου) < γαλλ. ampoule < λατ. ampulla < ελλ. αμφορεύς.
  • Αντιλόπη (η) < αγγλ. antelope < μεσαιωνικό λατ. antalopus < μεσαιωνικό ελλ. ανθόλοψ (= μυθικό τέρας, που περιγράφει ο Ευστάθιος Αντιοχείας) [24]
  • Άρια < ιταλ. aria < λατ. aerius < ελλ. αήρ [25]
  • Βαλς (το) (= χορός) < γερμ. walzer < λατ. ballare < ελλ. βαλλισμός (= πηδηχτός χορός) < βαλλίζω (= κινώ τους πόδας).
  • Γκέμι (= χαλινάρι) < αραβ. gemi < ελλ. κημός. (Παράβαλε Ο γαρ κημός αναπνείν μεν ου κωλύει, δάκνειν δε ουκ εά με σημασία διότι ο χαλινός αφενός δεν εμποδίζει την αναπνοή, αφετέρου δεν επιτρέπει το δάγκωμα, Ξενοφών Αθηναίος, 5ος αι. π.Χ.) [26].
  • Γκρίνγκο (ο) (= ο προερχόμενος από τις Η.Π.Α. ξένος στο Μεξικό) < μεξικ. gringo (= ο ξένος που μιλάει μια άλλη γλώσσα[27]) < ισπαν. griego (= αυτός που μιλάει ακατάληπτα | ο Έλληνας) < ελλ. γραικός [28].
  • Γόνδολα (η) < ιταλ. gondola < λατ. υποκοριστικό condula < condulus | condylus (= κόνδυλος) < ελλ. το κόνδυ, ποτήρι ειδικού σχήματος. (Παράβαλε εκ κόνδυος αργυφέοιο νέκταρ με σημασία νέκταρ από ασημένιο ποτήρι, Αθήναιος Σοφιστής) [29].
  • Διαμάντι (το) < ιταλ. diamante < λατ. diamas < ελλ. αδάμας [30]
  • Ζάντα (η) (= μεταλλικό μέρος ρόδας αυτοκινήτου) < γαλλ. jante (= ο κύκλος τροχού αμάξης) < ελλ. άντυξ (= περιφέρεια παντός κυκλοτερούς). (Παράβαλε [περίδρομοι άντυγες], Ιλιάδα Ε 728).
  • Ιμαλάια (τα) (= τα υψηλότερα όρη της Γης) < αγγλ. himalayas < (;) < ελλ. {χείμα (= χειμώνας) + λάας (= λίθος)} (= οι παγωμένες πέτρες).
  • Καλαμάρι (το) (= εργαλείο γραφής) < λατ. theca calamaria < ελλ. θήκη καλάμων γραφής [31].
  • Κάμαρα (η) (= δωμάτιο) < λατ. camera < ελλ. καμάρα [32].
  • Καμαρίλα (η) (= οι ανεπίσημοι μυστικοσύμβουλοι του ηγέτη) < ισπαν. camarilla (= κλίκα) < λατ. camera < ελλ. καμάρα [33].
  • Κάμερα (η) (= φωτογραφική συσκευή) < λατ. camera < ελλ. καμάρα
  • Καμήλα (η) < λατ. camelus < ελλ. κάμηλος | χάμηλος < χάμηρος < {χαμαί + μηρός}. Δες Etymologicum Gudianum, ότι χαμαί καθημένη αίρει το φορτίον με σημασία επειδή χαμηλώνει για να φορτωθεί [34]. Σχετικό το χαμάλης.
  • Κανόνι (το) < βενετ. canon < λατ. canna < ελλ. κάννα (= ευθύγραμμη ράβδος | σωλήν). Σχετικό : η κάννη του όπλου [35].
  • Καράτι (το) (= μονάδα μέτρησης καθαρότητας χρυσού | 1/5 του γραμμαρίου) < ιταλ. caratto < λατ. carratus < ελλ. κεράτιον (= κουκούτσι χαρουπιού) < κέρας. Άλλη προτεινόμενη παραγωγή : καράτι < αραβ. quirat < ελλ. κεράτιον [36].
  • Κλασσικός (ο) (= αρχαίος) < αγγλ. classic < γαλλική classique < λατ. classicus < λατ. classis < λατ calo = ελλ. καλώ (καθώς είναι και λατινική και ελληνική δεν έχουμε καθαρή περίπτωση αντιδάνειου)*
  • Κορώνα (η) (= στέμμα | όψις νομίσματος με τον ηγεμόνα | ηλεκτρικό φαινόμενο σε πυλώνες μεταφοράς) < λατ. corona < ελλ. κορώνη (δωρικά : κορώνα).
  • Λειτουργία (η) (= κάθε ιερουργία σε ναό) < χριστ. < ελλ. λειτουργία (= εργασία | ενέργεια) < λειτουργώ.
  • Μαρμελάδα (η) < γαλλ. marmelade < πορτογαλικά marmelada < marmelo (= κυδώνι) < λατ. melimelum (= γλυκό μήλο) < ελλ. μελίμηλον < {μέλι + μήλον} [37].
  • Μονέδα (η) (= το χρήμα) < ισπαν. moneda < λατ. moneta < ελλ. μονήτα | μονία (= επίκληση της Ήρας, τιμωρημένης από τον Δία σε απομόνωση) [38]. Στο προαύλιο του τεμένους της Μονήτης Ήρας στην Ρώμη υπήρχε το αργυροκοπείο. Τα κοπτόμενα εκεί αργύρια νομίσματα λέγονταν και μονήτες. (Παράβαλε αγγλ. monetary | money, γερμ. moneten, γαλλ. monnaie).
  • Μπάλα (η) (= συνήθως ποδοσφαίριση) < ισπαν. bala < ελλ. πάλλα (= κινούμενη | μη σταθερή (σφαίρα)).
  • Μπαλαντέζα (η) (= προέκταση ηλεκτρικού καλωδίου) < γαλλ. baladeuse (= περιπατήτρια) < λατ. ballare < ελλ. βαλλισμός (= πηδηχτός χορός) < βαλλίζω (= κινώ τους πόδας).
  • Μπαλαντέρ (ο) (= χαρτί τράπουλας | αντικαταστάτης) < γαλλ. baladeur (= περιπατητής) < λατ. ballare < ελλ. βαλλισμός (= πηδηχτός χορός) < βαλλίζω (= κινώ τους πόδας).
  • Μπαλαρίνα (η) (= χορεύτρια μπαλέτου) < γαλλ. ballerina < λατ. ballare < ελλ. βαλλισμός (= πηδηχτός χορός) < βαλλίζω (= κινώ τους πόδας).
  • Μπαλέτο (το) (= είδος ομαδικού χορού) < ιταλ. balleto < λατ. ballare < ελλ. βαλλισμός (= πηδηχτός χορός) < βαλλίζω (= κινώ τους πόδας).
  • Μπαλκόνι (το) (= εξώστης) < γερμ. Balken (= δοκός | υποστήριγμα κατασκευής) < ελλ. άλκαρ (= προπύργιο | έπαλξις).
  • Μπαλόνι (το) < γαλλ. ballon (= αερόστατο) < ελλ. πάλλα (= κινούμενη | μη σταθερή (σφαίρα)).
  • Μπανιερό (το) < ιταλ. bagnare (= λούω) < λατ. balneum < ελλ. βαλανείον (= είναι χώρος ομαδικών λουτρών, με πολλά καθίσματα, που προεξέχουν από το πάτωμα ως βάλανοι).
  • Μπερές (ο) (= είδος καλύμματος κεφαλής) < γαλλ. berret (= μανδύας με κουκούλα) < ιταλ. sbirro (= αστυνομικός με κόκκινη στολή) < λατ. birrum mantelum < ελλ. πυρρός μανδύας [39].
  • Μπουλόνι (το) (= εξάρτημα τροχών αυτοκινήτου) < γαλλ. boulon (= σφήνα) < λατ. bulla (= ήλος | διακόσμηση ομφαλού ασπίδας | παιδικό περιδέραιο) < ελλ. βόλος < βάλλω.
  • Μπιζέρτα (η) (= παραθεριστική πόλη της Τυνησίας) < τυνησιακά Bizerte < στα τέλη του 19ου αι. Ben Zert [40] < στην εποχή του στρατηγού Αννίβα Ιππο – Ζάρυτος < αρχαίο ελλ. Ιππών Διάρρυτος (= αυτή με τα πολλά άλογα και τα πολλά ποτάμια), Ελληνίδα πόλη της Λιβύης (= παλιό όνομα της Αφρικής).
  • Παντόφλα< ιταλ. pantofolla < ελλ. παντόφελλος (όλη από φελλό)
  • Πίτα < ιταλ. pitta < λατ. picta < ελλ. πηκτή (= είδος άζυμου ψωμιού) [41].
  • Πλαγκτόν (το) (= το σύνολο των ζωικών και φυτικών μικροοργανισμών που αιωρούνται στο νε-ρό) < γαλλ. plancton < ελλ. πλαγκτόν, ουδέτερο του επιθέτου πλαγκτός < πλάζομαι (= περιφέρομαι)
  • Ρήγας (ο) (= τίτλος βυζαντινός ευσεβής κραταιός ρήξ | τραπουλόχαρτο) < λατ. rex (= βασιλεύς) < rego (= απλώνω το χέρι | διευθύνω) < ελλ. ορέγω (= ευθύνω χείρα | διευθύνω | απευθύνω πόλιν (= κυβερνώ, Οιδίπους Τύραννος 104)).
  • Ρόμπα (η) (= πρόχειρο ολόσωμο ένδυμα) < ισπαν. ropa, ιταλ. roba, γαλλ. robe < ελλ. λώπος | λώπη (= ένδυμα). Παράβαλε : λωποδύτης < {λώπος + δύτης} (= αυτός που χώνει (= δύει) κρυφά κάτι κάτω από το ρούχο του)).
  • Ρομπότ (το) (= μεταλλική συσκευή που κάνει μια υποχρεωτική εργασία), (ο Τσέχος Κάρελ Τσάπεκ δημιούργησε αυτή την λέξη, που χρησιμοποιήθηκε δημόσια για πρώτη φορά στις 26/01/1921 στο θεατρικό του έργο R.U.R. (= Rossum’s Universal Robots), για να χαρακτηρίσει τεχνητούς εργάτες με οργανικό σώμα, που σήμερα θα τους λέγαμε ανδροειδή) < τσέχικο robota (= εργασία καταναγκαστική) < γερμ. arbeit (= εργασία) < λατ. orbus (= ορφανός, έρημος, στερημένος) < ελλ. ορφός (= στερημένος φωτός) και ορφανός (= ο στερημένος γονέων || κυριολεκτικά αυτός που δεν έχει στον ήλιο μοίρα || μεταφορικά ο υποχρεωμένος να εργάζεται) < ερέφω (= στεγάζω) με σχετικά: έρεβος (= σκότος καταχθόνιο), οροφή, όροφος, Ορφεύς (= που πήγε στον Άδη για την Ευρυδίκη), ορφνή (= η σκοτεινιά), ορφνός (= ο μέλας), συνηρεφές άλσος (= σκιασμένο από τα δένδρα).
  • Ροσόλι (το) (= γλυκό ποτό) < ισπαν. rosoli < λατ. rosa olio < ελλ. ροδέλαιον < {ρόδον + έλαιον}.
  • Σούπερ < αγγλ. super < υπέρ
  • Στρατιώτης (ο) < βενετ. stradiotti (= περιπλανώμενοι στους δρόμους πολεμιστές προσφέροντες υπηρεσίες στους Βενετσιάνους, προερχόμενοι κυρίως από εξόριστους Μονεμβασίτες μετά την παράδοση της Μονεμβασιάς στους Τούρκους το 1540 μ.Χ.) < ιταλ. strada (= δρόμος) < λατ. stratum (= στρώση | στρώμα) < ελλ. στρωτή (= λιθόστρωτο | πεζοδρόμιο) < στορέννυμι (= στρώνω).
  • Ταρταρούγα (η) (= υλικό από όστρακο χελώνας) < ιταλ. tartaruga (= χελώνα) < λατ. tartarucus (= χελωνόμορφος) < ελλ. ταρταρούχος (= άγγελος από τον Τάρταρο) χελωνόμορφος (= με φορτίο στην πλάτη) κατά Ωριγένη < Τάρταρος (= σύζυγος της Γαίας και πατέρας του Τυφώνα) < ταράσσω.
  • Τίλιο (το) (= φλαμούρι, αφέψημα από ξερά φύλλα και άνθη της φλαμουριάς) < ιταλ. tiglio < λατ. tilia < ελλ. πτελέα (= το δένδρο φτελιά). Σημείωση : για το δέντρο φιλύρα δημιουργήθηκε το εναλλακτικό όνομα φλαμουριά < υποκοριστικό φλαμούριον < μεσαιωνικά φλάμμουρον, όπου το [φλαμ-] συμβολίζει το κόκκινο χρώμα της φλόγας. Άρα μπορεί η πτελέα να έγινε τιλιά, αλλά το τίλιο προέρχεται από την φλαμουριά που αρχικά ονομαζόταν φιλύρα.
  • Τσαμπούνα (είδος αυλού) < ιταλ. zampogna < λατ. symphonia < ελλ. συμφωνία [42]
  • Τσιρότο (το) (= αυτοκόλλητος επίδεσμος) < ιταλ. cerotto πληθ. cerotti < ελλ. κηρωτή (= Ο Ιπποκράτης έφτιαχνε την κηρωτή αλείφοντας ένα πανί με κερί μέλισσας, μαστίχα Χίου και διάφορα άλλα υλικά, ώστε να γίνει αδιάβροχο και να έχει κολλητική ιδιότητα, και κάλυπτε με την κηρωτή πληγές για λόγους προστασίας).
  • Τσόκαρο (το) < ιταλ. zoccolo, υποκοριστικό του zocco < ελλ. σόκχος [43]
  • Τσούρμο < ιταλ. ciurma < λατ. celeusma < ελλ. κέλευσμα [44]
  • Φυντάνι (το) < τουρκ. fidan < ελλ. φυτάνη (η) [45]

[Επεξεργασία] ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΙΔΑΝΕΙΑ ΟΙ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΛΕΞΕΙΣ

Για λεπτομέρειες, δες την συζήτηση.

[Επεξεργασία] Η προέλευση ελέγχεται ως λαθεμένη

  • Άλβεδο (το)
  • Αλμπίνος (ο)
  • Άλμπουμ (το)
  • Αργεντινή (η)
  • Άρωμα (το)
  • Ατζέντα (η), Ατζέντης (ο)
  • Βίντεο (το)
  • Βούλα (η)
  • Γάντζος (ο)
  • Γιασεμί (το)
  • Γκρίζος (ο)
  • Δολάριο (το)
  • Καπετάνιος (ο)
  • ΟΚ
  • Χιροσίμα (η)

[Επεξεργασία] Δεν έγινε δάνειο από μια γλώσσα σε άλλη

  • Άγγελος (ο)
  • Αμήν
  • Διάβολος (ο)
  • Εκκλησία (η)
  • Επίσκοπος (ο)
  • Κυριακή (η)
  • Κύριος (ο)
  • Μοναχός (ο)
  • Μάρτυρας (ο)

[Επεξεργασία] Ελληνογενείς ξένοι όροι

  • Άγιαξ
  • Βιβλιογραφία (η)
  • Εγκυκλοπαίδεια (η)
  • Ζίροξ (η)
  • Λογότυπο (το)
  • Φανταστικός.

[Επεξεργασία] Ανεπιβεβαίωτη ετυμολογία

  • Εσκιμώος (ο)

[Επεξεργασία] Μετάφραση δομής - όχι αντιδάνειο

  • Μανεκέν (το)
  • Μαχαραγιάς (ο)


[Επεξεργασία] Αναφορές

  1. ^  «I witness» (ελλ. τίτλος: Αποδείξεις ενοχής), κινηματογραφική ταινία, 2003, [46].
  2. ^  Ναυτίλος, Στάθης Σ. (από το περιοδικό «Το Φαινόμενο του Λουξεμβούργου»), 24/11/2003, εφημερίδα Ελευθεροτυπία (σελ. 10).
  3. ^  Word Stories: okay, Steve Taylore-Knowles, 03/2005, μηνιαία έκδοση ELT NEWS των εκδόσεων ELT PRESS Σπυρόπουλος Δημήτρης, [info@eltnews.gr].
  4. ^  Την πρόταση έχει κάνει το 1963 ο Allan Walker Read.
  5. ^  Γράφοντας σαν σε παρτιτούρα, Βασίλης Κ. Καλαμάρας, 21/10/2003, εφημερίδα Ελευθεροτυπία (σελ. 30).
  6. ^  Μονεμβασιά, Αρίστος Γιαννόπουλος, Οκτώβριος 2003, ΤΑΞΙΔΕΥΩ (σελ. 23), ένθετο εφημερίδας Ελευθεροτυπία.
  7. ^  Τάρταρος Άδης, Νίκος Βαρδιάμπασης, 11/10/2003, εφημερίδα Ελευθεροτυπία (σελ. 10).
  8. ^  Έτσι χειρουργούσαν στην αρχαιότητα, Θοδωρής Πυλιώτης, 09/09/2003, εφημερίδα Ελευθεροτυπία (σελ. 29).
  9. ^  Μείζον Ελληνικό Λεξικό, Τρίτη έκδοση 2002, Αθήνα, Τεγόπουλος – Φυτράκης, ISBN 960-7598-40-0
  10. ^  Νεοελληνική Γραμματική (της Δημοτικής), Μ. Τριανταφυλλίδης κ.ά., 1941, Αθήνα, Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων, § 216.
  11. ^  CD Μουσαίος, Darl J. Dumont και Randall M. Smith
  1. ^  Άριστον Αγγλοελληνικόν Λεξικόν Michigan Press, Γ. Γιαννακοπούλου – Ε. Σιαρένου, 1970, Αθήνα, Εκδοτικαί επιχειρήσεις Π. Κουτσουμπός ΕΠΕ
  2. ^  Λεξικόν Λατινοελληνικόν, 1η έκδοση : Ερρίκου Ουλερίχου, 2η-4η : Στέφανου Α. Κουμανούδη, 5η : Πρωτοδίκου Ι. – Βιαγκίνη Μ., 1968, Αθήνα, εκδότης : Χ. Σπανός
  3. ^  Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, Μπαμπινιώτης Γεώργιος, 2002 (β' έκδοση), Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

[Επεξεργασία] Άλλες Πηγές